M. D. R. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. T581/24, 30/10/2025
print
Τίτλος:
M. D. R. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. T581/24, 30/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                  

                                                                               Υπόθεση αρ. T581/24

                                                                    

                                            30 Οκτωβρίου 2025

 

   [Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                           Αναφορικά με το άρθρο146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                                   M. D. R.

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         Αιτήτρια

Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                                                                                                                              

                                                                                   Καθ’ ων η αίτηση

 

Ο. Ηλιάδης (κος) για Α. Λαζάρου (κα), Δικηγόροι για την Αιτήτρια

 

Καμία εμφάνιση για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Η Αιτήτρια είναι παρούσα

 

[Παρών ο κος Ανδρέας Χατζησάββας για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα].

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Με την προσφυγή της η Αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 24/02/2024 η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 02/04/2024 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στις πρόνοιες του Κανονισμού 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[1]. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στον Κανονισμό 3 (ε), καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του Κανονισμού 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του συνηγόρου της Αιτήτριας όπως και της Αιτήτριας προσωπικά.

Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν η καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων καθότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε)  των πιο πάνω Διαδικαστικών Κανονισμών « […] ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ’ ων η αίτηση απαιτείται […] εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.»

Επομένως, ως εκτίθεται στο υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου,  η Αιτήτρια είναι ενήλικη υπήκοος της Νιγηρίας. Στις 06/02/2024 υπέβαλε αίτηση χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 19/02/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, στις 22/02/2024 ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε σχετική Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της Αιτήτριας. Στις 24/02/2024, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, αποφάσισε να μην παραχωρηθεί στην Αιτήτρια καθεστώς διεθνούς προστασίας και το αίτημά της απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμο. Στις 02/04/2024 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε σχετική επιστολή ενημέρωσης περί της απόρριψης του αιτήματος της Αιτήτριας η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια αυθημερόν.  Στη συνέχεια, η Αιτήτρια καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

Η συνήγορος της Αιτήτριας προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθήθηκαν και εγκαταλείφθηκαν κατά την προφορική αγόρευση της συνηγόρου της Αιτήτριας στο στάδιο των διευκρινίσεων, κατά την οποία διατήρησε και περιόρισε τους λόγους ακύρωσης στην μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Ενόψει λοιπόν των δηλώσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση, αποσύρονται και απορρίπτονται.

Υπό το φως του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση της θέσης της Αιτήτριας μέσω της συνηγόρου της, προχωρώ να εξετάσω τον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης, στο βαθμό που αυτός έχει δικογραφηθεί και αναπτυχθεί προφορικώς από την συνήγορο της Αιτήτριας κατά το στάδιο των διευκρινίσεων.

Θα προχωρήσω με την εξέταση του ισχυρισμού περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση.

Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλουν ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ’ αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ορθώς αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα της Αιτήτριας.

Στο πλαίσιο του έντυπου της αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια ανέφερε ότι η μητέρα της ήταν ιέρεια του ναού της παραδοσιακής τους θρησκείας και όταν η τελευταία απεβίωσε κλήθηκε η ίδια να την διαδεχθεί. Ισχυρίστηκε ότι κατέφυγε στην Abuja, αλλά την εντόπισαν και την πήραν πίσω στο χωριό. Πρόσθεσε ότι είναι μοναχοπαίδι, ότι ουδέποτε γνώρισε τον πατέρα της και δεν είχε στήριξη από κανέναν. Αποτάθηκε στην αστυνομία αλλά της είπαν ότι δεν επεμβαίνουν σε θέματα που σχετίζονται με τις παραδοσιακές θρησκείες. Συγκέντρωσε ένα χρηματικό ποσό εργαζόμενη στην τράπεζα και αποφάσισε να έρθει στα κατεχόμενα για να παρακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές και να ξεφύγει από τα άτομα που ήθελαν να την εξαναγκάσουν να γίνει ιέρεια. (ερυθρό 1 του Δ.Φ.).

Στο πλαίσιο της προφορικής συνέντευξής της, η Αιτήτρια ενημερώθηκε πως η Νιγηρία κατατάσσεται στις ασφαλείς χώρες καταγωγής και της δόθηκε η δυνατότητα να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν θεωρεί πως η χώρα είναι ασφαλής για την ίδια. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι η χώρα της δεν είναι ασφαλής διότι όταν προκύπτουν παραδοσιακά ζητήματα η αστυνομία δεν επεμβαίνει (ερυθρό 29 του Δ.Φ.)

Η Αιτήτρια δήλωσε ως τόπο καταγωγής της την πόλη Ojodu στην πολιτεία Lagos, πρόσθεσε ότι διέμεινε για 11 χρόνια αφού ολοκλήρωσε το σχολείο στην πολιτεία Oyo, ακολούθως στην πολιτεία Lagos για 7 χρόνια ενώ περαιτέρω διέμεινε 4 μήνες πριν εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της στην πολιτεία Abuja. Δήλωσε Χριστιανή στο θρήσκευμα. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε ανύπανδρη. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι μεγάλωσε με την μητέρα και την γιαγιά της, δεν έχει αδέρφια και δεν γνώρισε τον πατέρα της. Ερωτηθείσα για τον πατέρα της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι σύμφωνα με τα λεγόμενα της μητέρας της έχει αποβιώσει. Η μητέρα της απεβίωσε στις 17 Ιουλίου του 2021 και η γιαγιά της το 2003. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια δήλωσε απόφοιτη πανεπιστημίου και ως προς την εργασιακή της πείρα, δήλωσε ότι εργαζόταν σε τράπεζα στο Lagos από το 2016 μέχρι το 2019.

Ερωτηθείσα για τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι πριν αποβιώσει η μητέρα της, η τελευταία εξέφρασε την επιθυμία όπως η Αιτήτρια, ως πρωτότοκη θυγατέρα να τη διαδεχθεί ως ιέρεια του ναού, όπως διαδέχτηκε η μητέρα της τη γιαγιά της. Η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι ο ρόλος της ιέρειας προσομοιάζει με εκείνον του βοτανοθεραπευτή και ενός ντόπιου ιατρού. Η Αιτήτρια ωστόσο, ισχυρίστηκε ότι είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό όταν άρχισε να φοιτά στο πανεπιστήμιο, γεγονός που αποτέλεσε λόγο διαφωνίας με την μητέρα της. Μετά τον θάνατο της τελευταίας, η Αιτήτρια αποφάσισε να διαφύγει στην Abuja, με την ελπίδα ότι εκεί θα ήταν ασφαλής. Εντούτοις, ισχυρίστηκε ότι την εντόπισαν οι χωρικοί και δια της βίας την πήραν πίσω στο χωριό για να προετοιμαστεί για τις τελετές ταφής της μητέρας της και για την ανάληψη των καθηκόντων της στο ναό. Ανέφερε ότι είχε ήδη αποταθεί στην αστυνομία στο Lagos, η οποία την ενημέρωσε ότι τα παραδοσιακά ζητήματα ήταν εκτός της δικαιοδοσίας των αστυνομικών αρχών και ότι μόνο κάποιο μέλος της οικογένειας θα μπορούσε να παρέμβει. Όταν επέστρεψε στο χωριό της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι συμμετείχε στις παραδοσιακές τελετουργίες ταφής, συμπεριλαμβανομένης της αφαίρεσης μέρους των μαλλιών της για να ταφεί μαζί με τη σορό της μητέρας της. Κατόπιν συμβουλής ενός φίλου της, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα της, εξασφαλίζοντας φοιτητική άδεια για ένα πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στα κατεχόμενα. Ισχυρίστηκε ότι δύο ημέρες πριν από την ολοκλήρωση των επταήμερων τελετών ταφής της μητέρας της μετέβη στην Abuja, όπου έμεινε σε μία μικρή κοινότητα πριν την αναχώρησή της από τη χώρα. Σε ερώτηση ποιες θεωρεί ότι θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι θα την πάρουν πίσω στο χωριό και εξέφρασε φόβο για την ελευθερία της.

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, αξιολογώντας τις δηλώσεις της Αιτήτριας κατά το στάδιο της συνέντευξής της, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος αφορά τα στοιχεία του προφίλ, τη χώρα καταγωγής, τον τόπο καταγωγής και τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας και ο δεύτερος αφορά τον ισχυριζόμενο φόβο της Αιτήτριας ότι θα εξαναγκαστεί να αναλάβει τα καθήκοντα της ιέρειας, τα οποία κατείχε η μητέρα της πριν αποβιώσει. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός αφού κρίθηκε πως στοιχειοθετείται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική του αξιοπιστία.

δεύτερος ωστόσο ουσιώδης ισχυρισμός έτυχε απόρριψης. Πιο συγκεκριμένα, αξιολογήθηκε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός της. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αναπτύξει τον ρόλο και τα καθήκοντα της θέσης που αναμένετο να αναλάβει, ήτοι της ιέρειας, αναφέροντας αόριστα ότι έχουν ένα βασιλιά και ότι η οικογένειά της δίνει οδηγίες στην κοινότητα και στο βασίλειο. Περαιτέρω, κληθείσα να εξηγήσει τι είναι ο ναός, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι χώρος όπου προσεύχονται στο Θεό, χωρίς να δίνει περαιτέρω λεπτομέρειες. Επιπλέον παρατηρήθηκε έλλειψη ευλογοφάνειας στην απάντηση της Αιτήτριας ότι οι χωρικοί κατάφεραν να την εντοπίσουν στην Abuja με πνευματικό τρόπο, ενώ δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ποιος ήταν ο ρόλος τους στη διαδικασία διαδοχής. Ο λειτουργός επεσήμανε επίσης ότι η Αιτήτρια δεν γνώριζε για ποιο λόγο έκοψαν τούφα από τα μαλλιά της για να τοποθετηθεί στη σορό της μητέρας της. Θα ανεμένετο, ως σημείωσε ο λειτουργός η Αιτήτρια να γνωρίζει πληροφορίες για τις παραδόσεις της κοινότητάς της και να έδινε περισσότερες πληροφορίες περί τούτου. Τέλος, επισημάνθηκε ότι η Αιτήτρια σε σχετική ερώτηση εάν δέχθηκε απειλές, απάντησε αντιφατικά λέγοντας ότι φοβάται για την ελευθερία της. Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός κατέγραψε ότι τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια στη συνέντευξή της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Ενόψει της μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, αυτός έτυχε απόρριψης.

Λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τη χώρα καταγωγή και το προφίλ της Αιτήτριας, αξιολογήθηκε πως δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να εκτεθεί σε πράξεις δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων, ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας περαιτέρω τον κίνδυνο που διατρέχει η αιτήτρια στη χώρα καταγωγής της, έκρινε ότι δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, αφού στο πρόσωπο της δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου και στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Περαιτέρω, θεώρησε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο της αιτήτριας, καθότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει η αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης δυνάμει του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπρόσθετα, η αρμόδια αρχή, έκρινε ότι ούτε και οι προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, μιας και στην πολιτεία Oyo της Νιγηρίας, όπου αναμένεται να επιστρέψει η αιτήτρια,  δεν επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων λόγω εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, κρίνω ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έχουν προβεί σε ορθή έρευνα όσον αφορά τον τόπο τελευταίας διαμονής της αιτήτριας και ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας κρίνεται βάσιμος μόνο ως προς αυτό το κομμάτι, έρευνα στην οποία, ενόψει της δικαιοδοσίας του, θα προβεί το παρόν Δικαστήριο.

 

Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το σημείο να αναφέρω επίσης ότι, η κατάληξή μου αυτή δεν καθορίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν. Επομένως, θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.

 

Κατ΄αρχάς, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό περί του τόπου καταγωγής και τελευταίου τόπου διαμονής της αιτήτριας, η αιτήτρια στην συνέντευξη της είχε αναφέρει ότι τόπος καταγωγής της ήταν η πολιτεία Lagos όπως επίσης και ο τελευταίος τόπος διαμονής της ( ερυθρό 28 του Δ.Φ.), εντούτοις στην πορεία της συνέντευξης της ανάφερε ότι τελευταίος τόπος διαμονής της υπήρξε η Abuja, καθότι η ίδια δήλωσε ότι πήγε και διέμενε εκεί 4 μήνες μέχρι και την μέρα που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της. Σε σχετική ερώτηση εάν διέμεινε πουθενά άλλου, η ίδια δήλωσε ότι πριν πάει στην Abuja, διέμενε στο Lagos για 7 χρόνια ενώ μέχρι να τελειώσει το λύκειο διέμενε για 11 χρόνια στην πολιτεία Oyo.  Καταλήγω στην βάση των λεγόμενων της αιτήτριας, ότι τελευταίος τόπος διαμονής της υπήρξε η πόλη Abuja, καθότι η ίδια δήλωσε ότι πριν εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, διέμενε εκεί για 4 μήνες.  Παρ΄ όλα αυτά, το παρόν Δικαστήριο θα προβεί σε εξέταση της κατάστασης ασφαλείας και στις 2 πολιτείες ήτοι Federal Capital Territory, όπου ανήκει και η πρωτεύουσα της χώρας Abuja, τόπος τελευταίας διαμονής της αιτήτριας και στην πολιτεία Lagos ( τόπο γέννησης της αιτήτριας και διαμονής της πριν αναχωρήσει για την πόλη Abuja) ενόψει των δηλώσεων της.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις της Αιτήτριας αναφορικά με τον δεύτερο σχηματισθέντα ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τον κατ’ ισχυρισμό φόβο ότι θα εξαναγκαστεί να αναλάβει τα καθήκοντα της ιέρειας, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι το αφήγημά της στερείται ευλογοφάνειας, επαρκών πληροφοριών, ενώ οι αποκρίσεις στα ερωτήματα που της τέθηκαν ήταν ασαφείς και γενικόλογες. Γενικά η Αιτήτρια έδωσε αόριστες και μη ευλογοφανείς απαντήσεις σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που της τέθηκαν σχετικά με το αίτημά της, περιορίστηκε σε μονολεκτικές και γενικόλογες αποκρίσεις, χωρίς να παραθέτει λεπτομέρειες και συγκεκριμένες περιγραφές για περιστατικά κατά τα οποία βίωσε εξαναγκασμό για ανάληψη των καθηκόντων της θέσης της ιέρειας. Η Αιτήτρια αναφέρθηκε γενικά στο ότι οι χωρικοί την εντόπισαν στην Abuja, χωρίς να είναι σε θέση να εξηγήσει με ποιο τρόπο την εντόπισαν, και την μετέφεραν στο χωριό, αναγκάζοντάς την να συμμετάσχει σε τελετουργίες της κηδείας και της ταφής της μητέρας της. Δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές λεπτομέρειες για τον ρόλο της ιέρειας, για τις παραδόσεις της θρησκείας και της κοινότητας γενικότερα, ούτε περιέγραψε επαρκώς τον ναό (“shrine”). Θα ήταν αναμενόμενο από την Αιτήτρια η οποία ως ισχυρίστηκε μεγάλωσε με τη γιαγιά και τη μητέρα της, οι οποίες υπήρξαν και οι δύο ιέρειες, να γνωρίζει λεπτομέρειες για τις παραδόσεις της κοινότητας και τις λατρευτικές πρακτικές. Περαιτέρω ερωτηθείσα για το ποιος καθορίζει την διαδοχή, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αόριστα η κοινότητα, ενώ ισχυρίστηκε ότι η μητέρα της ως ιέρεια δεν είχε λόγο σε αυτό, επειδή η οικογένειά της επιλέχθηκε από τη θεότητα, απάντηση η οποία στερείται ευλογοφάνειας. Μη ευλογοφανές κρίνεται και το γεγονός ότι ενώ όταν αρχικά κατέφυγε στην Abuja, οι χωρικοί την εντόπισαν, ενώ όταν διέφυγε την δεύτερη φορά, εν τω μέσω των τελετουργιών της κηδείας, παρέμεινε στην Abuja για τέσσερις περίπου μήνες χωρίς να της συμβεί οτιδήποτε. Σε σχετική ερώτηση, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι προσευχόταν κι ότι αν παρέμενε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θα την εντόπιζαν. Η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσαφηνίσει τον φόβο τον οποίο αισθάνεται, καθότι δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα περιστατικά απειλών εναντίον της και εξέφρασε γενικά ότι φοβάται για την ελευθερία της. Οι ανεπαρκείς και ασαφείς απαντήσεις της Αιτήτριας δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικής φύσης γεγονότα. Καθότι πρόκειται για περιστατικά που κατ’ ισχυρισμό αποτελούν προσωπική εμπειρία, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να παραθέσει μεγαλύτερο αριθμό λεπτομερειών και περισσότερα βιωματικά στοιχεία στην αφήγησή της.

Επομένως, καταλήγω ότι το εν λόγω αφήγημα της αιτήτριας δεν παρουσιάζει ευλογοφάνεια και συνοχή. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εκ της αιτήτριας εξιστορισθέντα δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά. Επομένως, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών της αιτήτριας, το Δικαστήριο θα συμφωνήσει με όσα έχει καταγράψει ο αρμόδιος λειτουργός στην έκθεση εισήγηση όσον αφορά το περιεχόμενο των εγγράφων που παρουσίασε η αιτήτρια ενώ περαιτέρω κρίνει ότι εκ των όσων αυτη δήλωσε, λόγω της απολύτου προσωπικής φύσεως τους, δεν προκύπτουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας σε εξωτερικές πηγές. Στη βάση λοιπόν της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών της αιτήτριας, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.

 

Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της Αιτήτριας ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο αντικειμενικό κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό της, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον περί Προσφύγων Νόμο, καθότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Συνακόλουθα η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε κανέναν ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων, εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή τιμωρίας, για να της δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στην πολιτεία Federal Capital Territory, όπου ανήκει και η πρωτεύουσα της χώρας Abuja η οποία έχει γίνει δεκτό ότι αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της.

 

Αναφορικά με την ομοσπονδιακή επικράτεια Federal Capital Territory όπου ανήκει η πρωτεύουσα Abuja, για σκοπούς πληρότητας της έρευνας, παραθέτω αριθμητικά δεδομένα επί των περιστατικών ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης τις 17/10/2025), καταγράφηκαν 91 περιστατικά πολιτικής βίας (“political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/ απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 72 θάνατοι. Εξ’ αυτών, τα 13 περιστατικά καταγράφηκαν συγκεκριμένα στην πόλη Abuja, από τα οποία προκλήθηκαν 7 θάνατοι.[2]

 

O συνολικός πληθυσμός της ομοσπονδιακής επικράτειας Federal Capital Territory ανέρχεται σε 3,067,500 κατοίκους[3] και της πόλης Abuja στους 2,690,000[4], καθίσταται σαφές ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι στην πολιτεία Imo επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων στα πλαίσια οιασδήποτε εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ενόψει των ως έχουν αναφερθεί ανωτέρω, κρίνω σκόπιμο, να προβώ σε έρευνα και όσον αφορά την πολιτεία Lagos για σκοπούς πληρότητας.

Όσον αφορά την πολιτεία Lagos, βάσει της βάσης δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης τις 17/10/2025), καταγράφηκαν 92 περιστατικά πολιτικής βίας (“political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/ απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 86 θάνατοι.[5]

 

Σύμφωνα με εκτίμηση του 2022, ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Lagos ανέρχεται σε 13,491,800 κατοίκους[6] καθίσταται σαφές ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι στην πολιτεία Lagos επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων στα πλαίσια οιασδήποτε εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης.

 

To ανωτέρω συμπέρασμα ενισχύεται και από το γεγονός ότι με βάσει το συγκριτικό χάρτη που αναφέρεται στο Σημείωμα Καθοδήγησης της EUAA για τη Νιγηρία το 2021, η πολιτεία Federal Capital Territory, επί της οποίας βρίσκεται η πόλη Abuja και η πολιτεία Lagos, εντάσσονται στις πολιτείες επί τις οποίες ένας άμαχος δεν αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο να επηρεαστεί κατά τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[7], εν προκειμένω του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Κατά συνέπεια, τόσο η πόλη Abuja, τόπος προηγούμενης συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, όσο και η πολιτεία Lagos, τόπος καταγωγής, βάσει των ανωτέρω παρατεθέντων στοιχείων, δεν φαίνεται να πλήττονται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ[8]. Λαμβάνοντας υπόψιν και το ατομικό προφίλ της Αιτήτριας που δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες περιστάσεις, δεδομένου ότι συνιστά γυναίκα ενήλικη, χωρίς εξαρτώμενα, χωρίς προβλήματα υγείας, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, με εργασιακή πείρα και ικανή προς εργασία, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας.

 

Εν τέλει, σημειώνεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, έκδωσε την Κ.Δ.Π 145/2025, δυνάμει της οποίας η Νιγηρία περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών με τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας. Η αιτήτρια στην παρούσα δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με € 1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

    Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[2] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 30/10/2025)  Τα αριθμητικά δεδομένα που αφορούν στην πόλη Abuja, αντλήθηκαν από το διαδραστικό χάρτη στην εν λόγω πλατφόρμα.

[3] City-Population, Nigeria, Federal Capital Territory, διαθέσιμο σε https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/?admid=5732 (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 30/10/2025).

[4] Worldometer, Nigeria Population, διαθέσιμο σε https://www.worldometers.info/world-population/nigeria-population/ (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 30/10/2025)

[5] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 30/10/2025) 

 

 

[6] City-Population, Nigeria, Lagos, διαθέσιμο σε https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA025__lagos/ (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 30/10/2025).

 

 

[7] EUAA, Country Guidance, Nigeria, 2021, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf, σελ. 32, [Ημερομηνία Πρόσβαησς: 21/09/2025]

[8] ΒλΑπόφαση ΔΕΕ C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ημερ.30/01/2014 (βλσκέψη 31), όπως επίσης απόφαση ΔΕΕ C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali v Staatssecretaris van Justitie ημερ. 17/2/2009 (βλ. σκέψη 39, 43).

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο