Ε.Μ.R. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 1421/2021, 28/11/2025
print
Τίτλος:
Ε.Μ.R. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 1421/2021, 28/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

      Υπόθεση Αρ. 1421/2021

 

28 Νοεμβρίου 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

Ε.Μ.R.

Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 ................................

 

Νικολέττα Χαραλαμπίδου, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Λώρα Βελίκοβα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 19/10/2020, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 16/03/2021 και με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχώρησε η ευπαίδευτη συνήγορος που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος του Ιράν και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 14/01/2002 (ερ. 13 του δ.φ.), αφού εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία στις 09/01/2002 (ερ. 1 του δ.φ.).

 

Στις 09/08/2002 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδια λειτουργό της τότε Μονάδας Ασύλου (Asylum Unit) του Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Στις 19/08/2002, η αρμόδια λειτουργός ετοίμασε εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, η μονάδα ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος του αιτητή επιστολή, ημερομηνίας 25/11/2002 (ερ. 33 του δ.φ.). Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 21/12/2018 ο αιτητής υπέβαλε μέσω του δικηγόρου του αίτημα για επανεξέταση του αιτήματός του (ερ. 34 του δ.φ.). Εντοπίζεται και έντυπο μεταγενέστερης αίτησης/αίτηση για επανάνοιγμα φακέλου το οποίο δεν φέρει ημερομηνία συμπλήρωσής του από τον αιτητή (ερ. 38-37 του δ.φ.). Το εν λόγω έντυπο συνοδεύεται από βεβαίωση υποβολής αίτησης ημερομηνίας 22/10/2003, με σφραγίδες ωστόσο που φέρουν την ημερομηνία 30/07/2019 (ερ. 39 του δ.φ.).

 

Στις 18/09/2020 η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το αίτημα του αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου του (ερ. 44 του δ.φ.). Εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδια λειτουργός να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε το Σημείωμα/Εισήγηση της λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, την απέρριψε κρίνοντάς την ως απαράδεκτη. Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 15/02/2021 απορριπτική του αιτήματος του αιτητή επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε δια χειρός στον αιτητή στις 16/03/2021, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα (ερ. 47-46 του δ.φ.).  Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 30/03/2021 ο αιτητής μέσω νομικού εκπροσώπου καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της μεταγενέστερης αίτησής του.

 

Η συνήγορος του αιτητή στην γραπτή της αγόρευση προέβαλε αρκετούς ισχυρισμούς τους οποίους υποστήριξε και στην προφορικής της αγόρευση ενώπιον του Δικαστηρίου.  Εισηγείται μεταξύ άλλων πως η επιστροφή του αιτητή εκ νέου στην Κύπρο έπρεπε να αντιμετωπιστεί και εξεταστεί εξ υπαρχής ως νέα αίτηση ασύλου ή νέο διάβημα στη βάση της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεως ασύλου.  Ακόμα όμως και εάν οι καθ’ ων η αίτηση αντιμετώπισαν τη νέα αίτηση ασύλου του αιτητή ως «μεταγενέστερη αίτηση», είναι η θέση της συνηγόρου του αιτητή ότι δεν ακολούθησαν την ορθή διαδικασία για τον καθορισμό του παραδεκτού ή μη της μεταγενέστερης αίτησης παραβιάζοντας τα άρθρα 12Βτετράκις, 12Δ και 16Δ του Περί Προσφυγών Νόμου του 2000.  Η συνήγορος του αιτητή επικαλείται έλλειψη δέουσας έρευνας και καμία αξιολόγηση εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ων η αίτηση ισχυρίζεται μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης αλλά και προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου πως το αρμόδιο όργανο αποφάσισε εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας αφού διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και εξέδωσε δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.  Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73 (Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση χρονικά εμπίπτει στις περιπτώσεις εξέτασης νομιμότητας της απόφασης του αρμόδιου οργάνου, όπως καθορίζεται στο άρθρο 11 (3) (β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73 (Ι)/2018), σύμφωνα με το οποίο, όταν η αίτηση υποβλήθηκε πριν της 20/7/2015 εξετάζεται μόνο η νομιμότητα και όχι και η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε, μετά από δέουσα έρευνα, εντός των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.  Θα πρέπει να διευκρινίσω πως η καταγραφή που θα ακολουθήσει προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, στην αρχική του αίτηση ο αιτητής δήλωσε ως λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα του, τη δικτατορία στο Ιράν, προσθέτοντας ότι δεν ενδιαφέρονται για τη νεολαία και ότι δεν είναι δυνατή η διαβίωση εκεί λόγω των ναρκωτικών, της φτώχειας και της διαφθοράς. Τέλος, δήλωσε ότι αποφάσισε να ξεκινήσει μία νέα και ειρηνική ζωή (ερ. 7-4 και μετάφραση αυτών ερυθρά 15-14 του δ.φ.).

 

Στο πλαίσιο της συνέντευξής του (ερ. 31-29 του δ.φ) ο αιτητής επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της αίτησής του ως αληθές. Δήλωσε ότι είναι Ιρανός υπήκοος με τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής την Τεχεράνη. Ο αιτητής δήλωσε νυμφευμένος και Μουσουλμάνος (Shia) ως προς το θρήσκευμα. Ως προς τους γονείς του και τα αδέρφια του, δήλωσε ότι διαμένουν στην πόλη Rasht. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία κατά το διάστημα 09/12/1986 μέχρι 07/02/1989 στην πολεμική αεροπορία. Δήλωσε επίσης ότι επισκέφθηκε τη Δημοκρατία τον Ιανουάριο του 2000 για διακοπές.

 

Σε σχετική ερώτηση δήλωσε ότι δεν ανήκει ο ίδιος σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική ή κοινωνική ομάδα στη χώρα του και ότι η αδερφή του είναι μέλος του κόμματος “Way of Labour”. Ερωτηθείς εάν έχει συλληφθεί ή ανακριθεί στη χώρα του, ο αιτητής απάντησε ότι ουδέποτε συνελήφθη για πολιτικούς λόγους και ότι συνελήφθη πριν από δέκα χρόνια επειδή βρισκόταν με την σύντροφό του. Κληθείς να αναφέρει κατά πόσο έχει υποστεί ποτέ κακομεταχείριση, ψυχολογική ή σωματική, από τις αρχές, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι βοήθησε κάποιους φίλους του, τους οποίους κτύπησαν οι Basiji[1].

 

Αναφορικά με τον λόγο που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο αιτητής αναφέρθηκε στη δικτατορία που υπάρχει στη χώρα του, καθώς και στο γεγονός ότι ήταν άνεργος. Διευκρίνισε ότι όπου υπέβαλλε αίτηση για εργασία, απαιτούσαν να προέρχεται από οικογένεια μαρτύρων[2] ή να γνωρίζει άτομα με επιρροή στην κυβέρνηση. Κληθείς να διευκρινίσει τα όσα κατέγραψε στην αίτησή του περί ναρκωτικών, φτώχειας και  διαφθοράς, ο αιτητής αναφέρθηκε στο γεγονός ότι οι άνθρωποι που δεν μπορούν να πληρώσουν δεν μπορούν να λάβουν νοσοκομειακής περίθαλψης και πεθαίνουν. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι όταν τον συνέλαβαν επειδή είχε σύντροφο δραπέτευσε από την επιτροπή των Basiji. Ακολούθως, ισχυρίστηκε ότι ήρθαν στο εργοστάσιο όπου εργαζόταν και χτύπησαν τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου επειδή φορούσε γραβάτα και φυλάκισαν τον ίδιο για περίοδο δύο εβδομάδων. Συνεχίζοντας την αφήγησή του, ο αιτητής ανέφερε ότι μετά από τέσσερις μήνες έλαβε ένα δικαστικό ένταλμα και παρουσιάστηκε ενώπιον δικαστηρίου όπου του επιβλήθηκε πρόστιμο. Σε σχετική ερώτηση, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι το εν λόγω συμβάν έλαβε χώρα πριν από δώδεκα χρόνια.

 

Στη συνέχεια, ο αιτητής δήλωσε ότι νυμφεύτηκε και μετέβη στην Τεχεράνη όπου ενοικίαζε επιχείρηση πώλησης φρούτων και παράλληλα ήταν ξυλουργός. Ισχυρίστηκε ότι τρεις μήνες πριν την άφιξή του στη Δημοκρατία δεν εργαζόταν, δεν είχε χρήματα να πληρώσει το ενοίκιο του και ήταν δυστυχισμένος. Πρόσθεσε ότι είχε υποβάλει αίτηση για να εργαστεί σε διάφορα εργοστάσια, αλλά τον απέρριψαν, λέγοντάς του να τους δώσει βεβαίωση ότι προέρχεται από οικογένεια μαρτύρων ή βεβαίωση ότι συμμετέχει στις προσευχές τις Παρασκευές.

 

Σε ερώτηση για το τι συνέβη με την επιχείρησή του, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν μπορούσε να την διαχειριστεί και επέστρεψε το κατάστημα δύο μήνες προτού έρθει στη Δημοκρατία. Κληθείς να αναφέρει εάν θα αντιμετωπίσει συγκεκριμένα προβλήματα στο Ιράν, πέραν της γενικής πολιτικής και οικονομικής κατάστασης που επικρατεί, ο αιτητής απάντησε αρνητικά.  Όπως δήλωσε, είχε βαρεθεί και αποφάσισε να έρθει στην Κύπρο επειδή πληροφορήθηκε πως η κυβέρνηση δεχόταν πρόσφυγες και επειδή είχε επισκεφθεί στο παρελθόν στην Κυπριακή Δημοκρατία με τη σύζυγό του και τους άρεσε.

 

Κληθείς να εξηγήσει τον ισχυρισμό του ότι επικρατεί δικτατορία στη χώρα του, ο αιτητής αναφέρθηκε στο περιστατικό κατά το οποίο τον συνέλαβαν με την σύντροφό του πριν από δώδεκα χρόνια, στο ότι οι Basiji τον ανέκριναν αρκετές φορές για την ενδυμασία του και στο γεγονός ότι δύο φίλοι του εκτελέστηκαν.  Ως προς τις συνέπειες που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ο αιτητής δήλωσε ότι εάν επιστρέψει θα είναι δυστυχισμένος, δεν θα μπορέσει να εξεύρει εργασία και ότι τα χρήματα που έφερε μαζί του στη Δημοκρατία, τα δανείστηκε από φίλο του.

 

Η αρμόδια λειτουργός στην εισήγησή της (ερ. 28-25 του δ.φ.) έκρινε τις δηλώσεις του αιτητή, ότι δηλαδή εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της αγανάκτησής του από την δυσμενή οικονομική και πολιτική κατάσταση ως αξιόπιστες.  Προχωρώντας σε νομική αξιολόγηση του αιτήματός του, η αρμόδια λειτουργός σημείωσε ότι με βάση τους ισχυρισμούς του αιτητή, αυτός αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα στο Ιράν λόγω της αδυναμίας του ιδίου και της γυναίκας του να εξεύρουν εργασία. Αγανακτισμένος από την οικονομική και την πολιτική κατάσταση που επικρατεί στο Ιράν, ήρθε στη Δημοκρατία αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής.  Κατά συνέπεια σε περίπτωση επιστροφής του ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι θα είναι και πάλι δυστυχισμένος.

 

Αναφορικά με την σύλληψη και κράτησή του για περίοδο δύο εβδομάδων από τους Basijis, η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε ότι το γεγονός αυτό δεν είχε καμία σοβαρή συνέπεια στον αιτητή παρά μόνο την επιβολή προστίμου από το δικαστήριο, ενώ δεν του συνέβη οτιδήποτε έκτοτε, σημειώνοντας ότι το συμβάν έλαβε χώρα δώδεκα χρόνια προηγουμένως.

 

Ως προς τη δικτατορία που ισχυρίστηκε ο αιτητής ότι επικρατεί στο Ιράν,  η αρμόδια λειτουργός σημείωσε ότι ο αιτητής αναφέρθηκε σε μία γενική δυσαρέσκεια για το πολιτικό σύστημα της χώρας του και δεν αναφέρθηκε σε δικαιολογημένο φόβο δίωξης. Επεσήμανε πως το γεγονός ότι ο αιτητής ανακρίθηκε αρκετές φορές για την ενδυμασία του δεν στοιχειοθετεί δικαιολογημένο φόβο δίωξης.


Στη συνέχεια, η αρμόδια λειτουργός παρέπεμψε στην παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων βάσει της οποίας: «Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.».


Τέλος, εισηγήθηκε όπως η αίτηση του αιτητή απορριφθεί ως πρόδηλα αβάσιμη δυνάμει του άρθρου 12(1)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου 6(1)/2000, καθότι οικονομικοί λόγοι για τους οποίους ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, δεν συνδέονται με τον προσδιοριζόμενο φόβο του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 6(1)/2000.

 

Από το διοικητικό φάκελο προκύπτει πως μετά την απόρριψη του αιτήματός του, ο αιτητής στις 17/12/2018 απέστειλε μέσω του δικηγόρου του επιστολή (ερ. 34 και 36 του δ.φ.) ζητώντας την επανεξέταση του αιτήματός του. Στην εν λόγω επιστολή ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρει ότι ο αιτητής φοβάται να εκδιωχθεί στο Ιράν. Ισχυρίζεται ότι πριν χρόνια είχε απελαθεί και ήρθε εκ νέου μέσω των κατεχόμενων εδαφών, καθότι διώκεται στη χώρα του λόγω των αντιλήψεων και των πεποιθήσεών του. Αιτείται όπως κληθεί σε συνέντευξη για να αποδείξει ότι και τις δύο φορές εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω σοβαρών θεμάτων που αφορούσαν τη ζωή του. Τέλος, αναφέρει ότι η επιστολή συνοδεύεται από ιδιόχειρη επιστολή του αιτητή στη γλώσσα του με όλα τα γεγονότα και τους λόγους για τους οποίους αιτείται επανεξέταση του αιτήματός του.  Θα πρέπει να επισημανθεί πως η χειρόγραφη επιστολή στην οποία αναφέρεται, ότι δεν εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο.

 

Σε απαντητική επιστολή ημερομηνίας 15/03/2019 (ερ. 35 του δ.φ.) η Υπηρεσία Ασύλου ενημέρωσε τον δικηγόρο του αιτητή ότι για την εξασφάλιση πληροφοριών σχετικά με το αίτημα του αιτητή για διεθνή προστασία απαιτείται γραπτή εξουσιοδότηση υπογραμμένη από τον ίδιο.  Κατά συνέπεια, το περιεχόμενο της επιστολής δεν εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου.

 

Ακολούθως εντοπίζεται στο φάκελο βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας ημερομηνίας 22/10/2003 με σφραγίδες ημερομηνίας 30/07/2019 (ερ. 39 του δ.φ.). Η βεβαίωση συνοδεύεται από έντυπο επανανοίγματος/μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία (ερ. 38-37 του δ.φ.) στην οποία ο αιτητής κατέγραψε ότι δεν εγκατέλειψε τη Δημοκρατία μετά την υποβολή της αρχικής αίτησης διεθνούς προστασίας, ότι αφίχθηκε παράτυπα, μέσω των κατεχόμενων εδαφών της Δημοκρατίας, ενώ στο πεδίο σχετικά με τους λόγους για τους οποίους αιτείται το επανάνοιγμα του φακέλου του δεν αναφέρει οτιδήποτε. Επισυνάπτεται επίσης εκ νέου η επιστολή του δικηγόρου του αιτητή ημερομηνίας 17/12/2018 (ερ. 36 του δ.φ.). 

 

Στην επιστολή αυτή και πάλι δεν επισυνάφθηκε η αναφερόμενη χειρόγραφη επιστολή του αιτητή.  Η αρμόδια λειτουργός δεν προβαίνει σε καμία αναφορά στο περιεχόμενο της επιστολής.  Υπενθυμίζω πως στην επιστολή αναφέρεται πως ο αιτητής φοβάται ότι θα εκδιωχθεί στο Ιράν. Ισχυρίζεται ότι πριν χρόνια είχε απελαθεί και ήρθε εκ νέου μέσω των κατεχόμενων εδαφών, καθότι διώκεται στη χώρα του λόγω των αντιλήψεων και των πεποιθήσεών του. Αιτείται όπως κληθεί σε συνέντευξη για να αποδείξει ότι και τις δύο φορές εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω σοβαρών θεμάτων που αφορούσαν τη ζωή του. Τέλος, αναφέρει ότι η επιστολή συνοδεύεται από ιδιόχειρη επιστολή του αιτητή στη γλώσσα του με όλα τα γεγονότα και τους λόγους για τους οποίους αιτείται επανεξέταση του αιτήματός του.  Θα πρέπει να επισημανθεί πως η χειρόγραφη επιστολή στην οποία αναφέρεται, ότι δεν εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο ακόμα και μετά την εκ νέου υποβολή της σχετικής επιστολής.

 

Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/Εισήγηση ημερομηνίας 18/09/2020 στο οποίο κατέγραψε ότι το αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε στις 25/11/2002 και ότι ο αιτητής «δεν υπέβαλε προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, ούτε και στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, γεγονός που υποδεικνύει ότι δεν είχε λόγους προσφυγής.». Γίνεται επίσης αναφορά ότι ο αιτητής «εισήλθε στα εδάφη της Δημοκρατίας νόμιμα στις 10/10/2015 (Π.Β. ερυθ.33-25)». Δεν επιβεβαιώνεται από τα ερυθρά στα οποία παραπέμπει η αρμόδια λειτουργός (ερυθρά 33-25, του διοικητικού φακέλου), η άφιξή του στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 10/10/2015, ούτε εντοπίζω οτιδήποτε σχετικό στον διοικητικό φάκελο.

 

Η αρμόδια λειτουργός σημείωσε περαιτέρω ότι με την μεταγενέστερη αίτησή του ο αιτητής δεν ανέφερε οποιοδήποτε λόγο δίωξης, ούτε προέβαλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο. Ως εκ τούτου εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτησή του κριθεί απαράδεκτη με βάση το άρθρο 16(Δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2019. Η εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδια λειτουργός, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αποφάσισε στις 19/10/2020 όπως η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή κριθεί ως απαράδεκτη και όπως η δυνατότητα παραμονής του αποφασιστεί από το παρόν Δικαστήριο, κατόπιν καταχώρισης σχετικής αίτησης του αιτητή. Εκδόθηκε σχετική επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου στις 15/02/2021, η οποία κοινοποιήθηκε δια χειρός στον αιτητή στις 16/03/2021, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα.

 

Παραθέτω πιο κάτω απόσπασμα από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο καθορίζει τη διαδικασία υποβολής και εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.- (1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο –

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην  οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.».

 

Το άρθρο 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύ- γων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«12Βτετράκις.-...

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

[…]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή...».

 

Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα, αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως η συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι το 2002 εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία νόμιμα και υπέβαλε αίτημα ασύλου περί τις 14/01/2002, το οποίο απορρίφθηκε περί τις 25/11/2002 και απελάθηκε.  Όπως ισχυρίζεται στοχοποιήθηκε και διέφυγε από τη χώρα του προκειμένου να εισέλθει εκ νέου παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας και στις 22/10/2003.

 

Η συνήγορος του αιτητή επισυνάπτει στην αίτηση ακυρώσεως της στο έντυπο της Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο: “Confirmation of Submission of an Application for International Protection”, όπου στο σημείο Submission Date αναγράφεται η ημερομηνία 22/10/2003.  Το έντυπο αυτό βρίσκεται και στο ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου.  Όπως επισημαίνει οι καθ’ ων η αίτηση στην Ένστασή τους δεν αναφέρουν την υποβολή νέας αίτησης ασύλου το 2003, ούτε και αναφέρουν ότι μετά την εξέταση του αιτήματός του το 2002 αυτός απελάθηκε στο Ιράν.  Η συνήγορος της Δημοκρατίας ανέφερε πως η ημερομηνία 22/10/2003 εκ παραδρομής καταγράφηκε στο σύστημα και δεν συνεπάγεται η καταγραφή αυτή οποιουδήποτε αιτήματος.  Ο αιτητής μέσω της Γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου του προβάλλει πραγματικούς ισχυρισμούς οι οποίοι βεβαίως δεν θα εξεταστούν για τους λόγους που θα επεξηγήσω πιο κάτω.

 

Επιπρόσθετα, αναφέρεται σε πλημμέλειες στη διαδικασία που προηγήθηκε με τι οποίες επίσης δεν θα ασχοληθώ, εφόσον είχε τη δυνατότητα με το ορθό δικονομικό διάβημα να τις προβάλει και να αμφισβητήσει οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη έκρινε ότι ήταν εσφαλμένη εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, πράγμα που βεβαίως δεν έπραξε.  Το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία εξετάζει μόνο την απόφαση του μεταγενέστερου αιτήματος.

 

Σε σχέση με τα γεγονότα που ο αιτητής παραθέτει μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θα πρέπει να αναφερθεί πως αποτελεί πάγια και διαχρονική νομολογιακή αρχή ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.  Θα πρέπει βεβαίως να τονιστεί πως οι Γραπτές Αγορεύσεις δεν μπορούν να θεμελιώσουν ισχυρισμούς που αφορούν πραγματικά γεγονότα.  Σύμφωνα, όμως, με πάγια νομολογία επί του θέματος, η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν συνιστά μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (βλ. ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 ΑΑΔ 242, Μαρία Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281 και Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου και/ή άλλου (1995) 4 ΑΑΔ 1275).  Κατά συνέπεια, τα όσα αναφέρει η συνήγορος του αιτητή στην Γραπτή του Αγόρευση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον δεν εντοπίζονται στον διοικητικό φάκελο και δεν έχουν τεθεί ενώπιον μου με οποιονδήποτε δικονομικό διάβημα.

 

Συνεπώς, στα πλαίσια του μεταγενέστερου αιτήματος, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης. Εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη.  Στην υπό εξέταση υπόθεση η αρμόδια λειτουργός δεν εξέτασε την προαναφερόμενη επισυνημμένη επιστολή ημερομηνίας 17/12/2018 στο μεταγενέστερο αίτημά του.

 

Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί πως η αρμόδια λειτουργός δεν έλαβε υπόψη ούτε τη διαδικασία που προηγήθηκε, ούτε τα χρόνια που βρίσκεται ο αιτητής στη Δημοκρατία και τι συμβαίνει στη χώρα του σε περίπτωση επιστροφής του μετά από τόσα χρόνια απουσίας του.  Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι βρίσκεται στην Δημοκρατία πέραν των 20 χρόνων ενώ η αρμόδια λειτουργός εισηγείται ότι επανήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 10/10/2015.  Και οι δύο θέσεις δεν επιβεβαιώνονται από τον διοικητικό φάκελο που τέθηκε ενώπιον μου και μάλιστα ζήτησα από την Υπηρεσία Ασύλου όπως προσκομισθεί εάν υπάρχει άλλος φάκελος που αφορά τον αιτητή και μου επιβεβαιώθηκε πως ο μόνος φάκελος που αφορά τον αιτητή είναι αυτός που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως Τεκμήριο 1. 

 

Συνοψίζοντας, εντοπίζω πως η αρμόδια λειτουργός δεν εξέτασε καθόλου την επισυνημμένη στο μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή επιστολή του τότε δικηγόρου του ημερομηνίας 17/12/2018 και περιλαμβάνει πληροφορία περί του ότι ο αιτητής εισήλθε εκ νέου στη Δημοκρατία στις 10/10/2015 χωρίς όμως αυτό να προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.  Το έντυπο αφιξοαναχωρήσεων και γενικότερα όλων των στοιχείων που αφορούν τον αιτητή δεν έχουν υποβληθεί ενώπιον μου γεγονός που έστω στο ελάχιστο θα ξεκαθάριζε το ιστορικό του αιτητή στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Σε σχέση με την έκταση του ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου επί της μεταγενέστερης αίτησης, στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση υπ’αριθμόν C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερομηνίας 9/9/2020, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«60  Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέ- τως της ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης της προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβα- νόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ’ ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.».

 

Συνεπώς, προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα πως ο αιτήτης στην ενώπιον μου διαδικασία είναι αρκετό να αποδείξει πως το αρμόδιο όργανο είχε νέα στοιχεία τα οποία δεν εξέτασε ενώ όφειλε να τα εξετάσει και να τα αξιολογήσει πριν την έκδοση απόφασης επί μεταγενέστερου αιτήματος, όπως δηλαδή ακριβώς συνέβη και στην υπό εξέταση υπόθεση.

 

Προκύπτει από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου πως η επιστολή που προσκόμισε ο αιτητής στα πλαίσια της μεταγενέστερης του αίτησης, συνιστούν στοιχεία τα οποία όφειλε να εξετάσει με το δέοντα τρόπο το αρμόδιο όργανο έχοντας ενώπιον του το ιστορικό του αιτητή στην Κυπριακή Δημοκρατία και λαμβάνοντας υπόψη τα χρόνια απουσίας από τη χώρα του προκειμένου να εξεταστεί βεβαίως και η επιστροφή του.  Διακρίνω λοιπόν, πλημμελή αξιολόγηση στην οποία προέβη το αρμόδιο όργανο κατά το στάδιο της διερευνητικής διαδικασίας, για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται ανωτέρω.

 

Για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα €1600, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Η λέξη “Basij” αναφέρεται στη γενική ονομασία των πολυάριθμων παραστρατιωτικών δυνάμεων του Ιράν, οι οποίες συνδέονται στενά με το Σώμα των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC), μια οργάνωση που έχει χαρακτηριστεί από τις ΗΠΑ ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση.

https://www.washingtoninstitute.org/policy-analysis/profile-iraqi-basij

[2] Αφορά κυρίως τις οικογένειες εκείνων που πέθαναν ως μάρτυρες — συνήθως σε συνθήκες πολέμου

(Ισλαμική επανάσταση) και χαίρουν εκτίμησης στην κοινωνία

https://en.hamsonews.com/martyrs-families-are-the-leader-of-the-revolutionary-movement-of-society/?utm_source=chatgpt.com

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο