ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.1617/24
25 Νοεμβρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μ. N. H.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Κα Μ. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση Κα S. Habib – μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Ελληνικά σε Αραβικά και αντίστροφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία κοινοποιήθηκε στις 12/04/24 με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση και προκύπτει από τον Διοικητικό Φάκελο που κατατέθηκε στα πλαίσια των Διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από την Αίγυπτο, εισήλθε στη Δημοκρατία νομίμως στις 02/12/22 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 11/05/23 (ερ.1-3, 11-13, 30).
Στις 21/09/23 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στου οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.20-30). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε Έκθεση και στις 07/03/24 αποφασίστηκε να μην παραχωρηθεί διεθνής προστασία στον αιτητή (ερ.47-55). Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 12/04/24 (ερ.87).
Η αίτηση αποτελείται από χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ.1 επί του οποίου δεν καταγράφονται νομικοί λόγοι και χωρίς έκθεση γεγονότων. Αυτό που αναφέρει ο αιτητής είναι ότι επιθυμεί να προσβάλει την επίδικη απόφαση καθότι φοβάται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, καθώς, ως αναφέρει, είχε «θρησκευτική καταδίωξη και κινδυνεύει η ζωή [του] […] άτομα από άλλη θρησκεία πήραν τη γη [τους] με το ζόρι και τη βία και [τον] απειλούν».
Ενόψει της μη συμπερίληψης οποιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) προχωρώ «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας» (βλ. και Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Στην επίδικη αίτηση ο αιτητής καταγράφει ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αίγυπτο, μαζί με την οικογένειά του, λόγω δίωξης από την Μουσουλμανική Αδελφότητα, η οποία, ως αναφέρει, εξανάγκασε πολλούς κατοίκους να εγκαταλείψουν το χωριό τους, ώστε να αποκτήσουν τα γεωργικά εδάφη δια της βίας. Η σύζυγός και τα παιδιά του εγκατέλειψαν επίσης το χωριό, καθώς φοβήθηκαν για τη ζωή τους.
Στη συνέντευξη ο αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε και διέμενε στην περιοχή Kafr Darwish του Beni Suef, της Αιγύπτου, μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα. Είναι Χριστιανός Κόπτης, έγγαμος, η σύζυγος με το τέκνο τους διαμένουν στην περιοχή Al Fant του Beni Suef, οι γονείς και δύο από τα αδέλφια του διαμένουν στην Αίγυπτο, ενώ ένας αδελφός του στο Κουβέιτ. Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και εργαζόταν ως φύλακας τους τελευταίους οχτώ μήνες πριν αναχωρήσει από τη χώρα.
Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης, ισχυρίστηκε ότι διέφυγε για λόγους θρησκευτικής δίωξης. Όπως δήλωσε, στην περιοχή όπου διέμενε με την οικογένειά του αποτελούσαν θρησκευτική μειονότητα και όταν ένας κάτοικος της περιοχής του, που ήταν Χριστιανός, έκανε δημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook) για το Ισλάμ, προκλήθηκαν εντάσεις και ταραχές μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών. Όταν δε του ζητήθηκαν εξηγήσεις, υποστήριξε ότι το έκανε από λάθος. Το άτομο αυτό εγκατέλειψε τη χώρα για την Ιορδανία, ωστόσο οι συγγενείς του και οι γείτονες παρέμειναν εκεί. Σύμφωνα με τον αιτητή οι Μουσουλμάνοι της περιοχής άρχισαν να καίνε χωράφια και να επιτίθενται στην κοινότητα και δήλωσαν πως δεν θα έφευγαν μέχρι να φύγουν όλοι οι Χριστιανοί, επιτρέποντας μόνο σε ηλικιωμένους και ασθενείς να φύγουν. Συνεπεία τούτου όλοι οι νέοι εγκατέλειψαν το χωριό και γι’ αυτό, κατόπιν απόφασης του «πατέρα τους», μέλους της εκκλησίας, μετακινήθηκαν όλοι οι κάτοικοι στην περιοχή Dayr Al Jarnus, όπου παρέμειναν για 15 ημέρες, μέχρι να επιληφθεί του ζητήματος ο Πρόεδρος της χώρας. Με δημόσια απόφαση του Προέδρου, έγινε παρέμβαση και επέστρεψαν στο χωριό.
Ωστόσο, ως ανέφερε ο αιτητής, ακόμα και μετά την επιστροφή, οι επιθέσεις συνεχίστηκαν, παρά την παρουσία των κυβερνητικών δυνάμεων ασφαλείας. Οι Αρχές, όπως δήλωσε, δεν μπορούσαν να ελέγξουν την περιοχή, καθώς όταν εμφανιζόταν η αστυνομία, οι δράστες επιτίθεντο σε άλλα σημεία. Μετά από μία σχετική περίοδο ηρεμίας, ξέσπασε νέο επεισόδιο, όταν ο Πατέρας Ζαχαρίας ανάρτησε κάτι σχετικό με το Ισλάμ, η ένταση άρχισε και πάλι και ο εν λόγω ιερωμένος εγκατέλειψε τη χώρα. Ο αιτητής σημείωσε ότι κάθε φορά που κάποιος εκφράζει κάτι ενάντια στο Ισλάμ, ξεκινούν επιθέσεις και συγκρούσεις εις βάρος της χριστιανικής κοινότητας. Αναφερόμενος σε παλαιότερο περιστατικό, το οποίο σχετιζόταν με επίθεση κατά της χριστιανικής κοινότητας, ανέφερε ότι αυτό συνέβη πριν από περίπου τρία χρόνια. Η αφορμή για το επεισόδιο ήταν μια ανάρτηση στο Facebook από έναν κάτοικο του χωριού, η οποία προκάλεσε ένταση ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς.
Ως περαιτέρω ανέφερε ο αιτητής καλλιεργούσε μία μικρή έκταση γης, την οποία κάποιοι προσπάθησαν να ιδιοποιηθούν με τη βία, απαιτώντας να εγκαταλείψει το χωριό αλλά και ολόκληρη την επαρχία. Όπως δήλωσε, εγκατέλειψε τη χώρα ενώ ήταν παντρεμένος επί σειρά ετών και η σύζυγός του ήταν έγκυος, γεγονός που καθιστούσε ακόμη πιο δύσκολη την παραμονή του εκεί. Ερωτηθείς σχετικά ο αιτητής ανέφερε ότι δεν μπόρεσε να μείνει μαζί με τη σύζυγο και το παιδί του στο χωριό τους, καθώς, σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα της κουλτούρας του, δεν επιτρέπεται στον σύζυγο να συγκατοικεί με την οικογένεια της συζύγου του. Επιπλέον, δήλωσε πως το χωριό της συζύγου του βρίσκεται πολύ κοντά στο δικό του και φοβόταν ότι αν εμφανιζόταν εκεί, κάποιοι από τους ανθρώπους που τον απειλούν θα τον αναγνώριζαν, κάτι που θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες και για την οικογένειά του. Σύμφωνα με τον ίδιο, εξαιτίας των πιέσεων που είχε δεχτεί, διέμενε στο Κάιρο τους τελευταίους 8 μήνες, πριν εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του.
Πέραν των ως άνω, καλούμενος να διευκρινίσει, ο αιτητής ανέφερε ότι ο φόβος του δεν σχετίζεται με κάποιο συγκεκριμένο άτομο, αλλά γενικά με μουσουλμάνους της περιοχής, καθώς κάποιος εξ αυτών μπορεί να τον αναγνωρίσει. Όσον αφορά τη γη του, δήλωσε ότι του ανήκει προσωπικά και δέχεται πίεση να την πουλήσει. Ανέφερε πως εάν αρνηθεί, αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να τον εξαναγκάσουν να την πουλήσει. Κατονόμασε δύο άτομα ως τους βασικούς υπαίτιους, προσθέτοντας ότι απέστειλαν και άλλους ανθρώπους με καλυμμένα πρόσωπα, με σκοπό να του ασκήσουν πίεση. Σε σχετική ερώτηση ο αιτητής παραδέχτηκε ότι δεν απευθύνθηκε στις Αρχές της χώρας, διότι – ως ανέφερε - δεν είχε αποδείξεις για όσα συνέβαιναν και επέλεξε να φύγει από τη χώρα καταγωγής του, καθώς θεωρεί ότι στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν τα ίδια προβλήματα, ως σημείωσε.
Κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν και αξιολόγησαν τους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.
Ο 1ος αφορά τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, ήτοι χώρα καταγωγής, το προφίλ και τον τόπο διαμονής του (Bani Sued), και έγινε δεκτός.
Ο 2ος ισχυρισμός αφορούσε φόβο δίωξης του αιτητή εξαιτίας του θρησκεύματος του ως Χριστιανού Κόπτη, ο οποίος απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος, συνεπεία ελλείψεως, ως είχε κριθεί, τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής συνοχής στα λεγόμενα του αιτητή σχετικά με τον εν λόγω ισχυρισμό. Συγκεκριμένα αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια πότε έλαβε χώρα η επίθεση κατά της χριστιανικής κοινότητας, αναφέροντας - κατά προσέγγιση - ότι έγινε πριν από 3 χρόνια, ανέφερε ότι δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τον δράστη του γεγονότος, πέραν του ότι διαμένουν στην ίδια κοινότητα και δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια πως ο ίδιος επηρεάστηκε από τα συγκεκριμένα γεγονότα. Ως περαιτέρω εντοπίστηκε, ενώ στα πλαίσια ελεύθερης αφήγησης ο αιτητής ανέφερε ότι εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την κοινότητα του για 15 ημέρες, ερωτηθείς να αναφέρει που εγκαταστάθηκε, υπέπεσε σε αντιφάσεις αναφέροντας ότι δεν εγκατέλειψε ποτέ την κοινότητα του πέραν του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο εργαζόταν στο Κάιρο, ανέφερε δε έπειτα ότι για 15 ημέρες εγκαταστάθηκε σε γειτονική κοινότητά με την ονομασία Al Jarnus, η οποία κατοικείται μόνο από χριστιανούς, και ότι μετά την κυβερνητική παρέμβαση επέστρεψε στην κοινότητα του. Περαιτέρω αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι, κληθείς να εξηγήσει για ποιο λόγο ο ίδιος αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του έπειτα από 3 χρόνια από το εν λόγω περιστατικό, ενώ μπορούσε να ήταν ασφαλής μαζί με την οικογένεια του, ισχυρίστηκε ότι φοβήθηκε να μη γίνει αντιληπτός, πράγμα που κρίθηκε ως μη ευλογοφανές, και δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τον φορέα δίωξης, αναφέροντας γενικόλογα ότι είναι οι μουσουλμάνοι που συγκεντρώνονται. Ομοίως, δεν ήταν σε θέση να αναφέρει πως επηρεάστηκε προσωπικά από την ανάρτηση του ιερέα της κοινότητας του, ούτε πότε αυτή έλαβε χώρα με ακρίβεια χρονικά.
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού εντοπίστηκαν πληροφορίες (ΠΧΚ) που κάνουν λόγο για συγκρούσεις μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών στην διοικητική περιφέρεια Beni Suef, όμως – ως κρίθηκε – δεν βρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς του αιτητή. Όσον αφορά τον ιερωμένο Zakaria Botros ο οποίος – σύμφωνα με πληροφορίες που εντοπίστηκαν - αποτελεί είδωλο της Ορθόδοξης κοινότητας Κοπτών, εντοπίστηκαν πληροφορίες που επιβεβαιώνουν ότι αυτός έχει συλληφθεί και βασανιστεί προτού μετεγκατασταθεί στις Η.Π.Α. το 2003, είχε δε προβεί σε δηλώσεις το 2021, εκ των οποίων προκλήθηκαν αντιδράσεις και η εκκλησία της Αιγύπτου κράτησε αποστάσεις απ’ αυτές. Εκ των ως άνω, ως κρίθηκε, δεδομένου και του ότι οι ΠΧΚ που εντοπίστηκαν δεν συνάδουν με τον χρόνο που ο αιτητής τοποθετεί τα όσα αναφέρει, κρίθηκε ότι δεν πληρούται η εξωτερική συνοχή του εν λόγω ισχυρισμού και, δεδομένης και της ελλείψεως εσωτερικής συνοχής, αυτός απορρίφθηκε.
Ο 3ος ουσιώδης ισχυρισμός, που αφορούσε ισχυριζόμενη επίθεση προς τον αιτούντα για λόγους κτηματικούς, κρίθηκε ότι διέπεται από αντιφάσεις, έλλειψη λεπτομέρειας αλλά και συνοχής. Ειδικότερα, ως κρίθηκε, κλήθείς να δώσει λεπτομέρειες ως προς τις επιθέσεις που δέχθηκε, ο αιτητής ανέφερε ότι τα συγκεκριμένα άτομα του ζητούσαν να αγοράσουν τη κτηματική του περιουσία και ο ίδιος αρνήθηκε, χωρίς όμως να αναφέρει οποιαδήποτε επίθεση προς το πρόσωπο του, εκ των οποίων – ως συνήγαγαν οι καθ’ ων η αίτηση - δεν δικαιολογείται η απόφαση του να εγκαταλείψει τη χώρα του, εφόσον, ως ο ίδιος ανέφερε, είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί. Αξιολογήθηκε περαιτέρω αρνητικά ότι, παρόλο που του δοθήκαν επανειλημμένες ευκαιρίες να αναφέρει τις επιθέσεις που δέχθηκε, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει οποιασδήποτε μορφής επίθεσης προς τον ίδιο, ερωτηθείς δε εάν συνέβη οτιδήποτε με τα δύο άτομα τα οποία κατονόμασε ως ενδιαφερόμενους για τη γη του, ανέφερε ότι έστειλαν και άλλα άτομα να του ζητήσουν να τους πουλήσει την κτηματική του περιουσία. Παρατηρήθηκε επίσης αντίφαση στα λεγόμενά του αιτητή, αφού, παρότι – ως ανέφερε - εξαιτίας των πιέσεων διέμενε στο Κάιρο τους τελευταίους 8 μήνες και στη συνέχεια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, σε άλλο σημείο, ανέφερε ότι κατά την εργασία του στο Καιρό πηγαινοερχόταν στην περιοχή καταγωγής του και, τελικά, ως κρίθηκε, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τις συνθήκες που τον εξανάγκασαν να την εγκαταλείψει, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αιτητής είναι υγιής, εργαζόταν στην πρωτεύουσα της χώρας και δεν έχει βιώσει, ως αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση, αφόρητες συνθήκες, ώστε να δικαιολογείται η απόφαση του να την εγκαταλείψει. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν έγινε κάποια έρευνα, καθώς, ως κρίθηκε, τα λεγόμενα του αιτητή αποτελούν μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του. Για τους πιο πάνω λόγους ο 3ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Ενόψει των ανωτέρω ευρημάτων τους κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Beni Suef), σε συνάρτηση με το προφίλ του, ως αυτό έγινε αποδεκτό, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης και η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη, εκδόθηκε δε απόφαση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του.
Στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης ο αιτητής κατ’ ουσία επαναλαμβάνει τα όσα είχε αναφέρει κατά την επίδικη αίτηση, κάνοντας αναφορές στη γενική κατάσταση που αφορά τους Χριστιανούς στην Αίγυπτο και ότι ο χριστιανικός πληθυσμός της χώρας υπόκειται σε πράξεις διώξεως και εκτοπισμούς, κατά τις διευκρινήσεις δε ανέφερε ότι δεν επιθυμεί να προσθέσει τίποτε.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, ορθή επί της ουσίας αυτής, ελήφθη στα πλαίσια ορθής και επιμελούς διαδικασίας, και, με αναφορές στα ευρήματα αξιοπιστίας του αιτητή και στην τελική τους κατάληξη, αναφέρουν ότι είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και τα επιμέρους ευρήματα τους είναι εύλογα και ορθά.
Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.
Δεδομένου εδώ ότι ο 1ος ουσιώδης ισχυρισμός του αιτητή έγινε αποδεκτός προέχει η αξιολόγηση της αξιοπιστίας του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού, που απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστοι.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Διερχόμενος με προσοχή του πρακτικού της συνέντευξης αλλά και της επίδικης έκθεσης, καταλήγω – ως ήταν και η κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση - ότι εδώ οι πολλές και καίριες ελλείψεις εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών σχετικά με τα όσα ανέφερε ο αιτητής είναι τέτοιας μεγάλης έκτασης και αφορούν το σύνολο των λεγομένων του στα πλαίσια τόσο του 2ου όσο και του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού, που αφαιρούν κάθε ίχνος εσωτερικής συνοχής από το αφήγημα του. Σημειώνω ενδεικτικά ουδείς των ισχυρισμών του αιτητή διατηρεί χρονική συνέχεια και συνέπεια και άπαντα τα λεγόμενα του σχετικά με τον 2ο και 3ο ουσιώδη ισχυρισμό στερούνται, καταφανώς, κάθε ψήγματος βιωματικής λεπτομέρειας ή και στοιχείου. Δεδομένου τούτου αρκεί να σημειώσω ότι συμφωνώ και υιοθετώ επί τούτου όλα τα συμπεράσματα και τις διαπιστώσεις των καθ’ ων η αίτηση επί των εν λόγω ισχυρισμών, ως αυτά καταγράφονται με λεπτομέρεια στην επίδικη αίτηση (ερ.50-53) και αναφέρονται και πιο πάνω, στα πλαίσια της παρούσης, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω, πέραν του να σημειώσω και τα εξής. Ο αιτητής, παρά τις ερωτήσεις που του είχαν υποβληθεί σχετικά με τους ισχυρισμούς του δεν κατάφερε να παραθέσει με εύλογη λεπτομέρεια τι υπέστη ο ίδιος προσωπικά, πότε ακριβώς έγιναν τα όσα ανέφερε, γιατί, εφόσον διέμενε για πολύ καιρό στο Κάιρο και πηγαινοερχόταν στον τόπο διαμονής του, δεν συνέβη κάτι προσωπικά στον ίδιο ή την οικογένεια του και – το σημαντικότερο – δεν ήταν σε θέση να αναφέρει γιατί – αφού ισχυρίζεται ότι η οικογένεια του δεν διατρέχει σήμερα κίνδυνο, διαμένοντας σε γειτονικό χωριό – θεωρώ ότι ο ίδιος κινδυνεύει ακόμα και εκεί. Περαιτέρω δεν κατάφερε να δώσει καμία εξήγηση σχετικά με τους ισχυρισμούς του ότι του ζητήθηκε να πουλήσει τη γη του και αρνήθηκε. Άλλωστε, ως αναφέρουν και οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση, το γεγονός και μόνο ότι αρνήθηκε και ουδέν έγινε τελικά περαιτέρω, καταδεικνύει ότι δεν υφίσταται εξ αυτού κίνδυνος.
Σημειώνω τα εξής σε σχέση με την εξωτερική συνοχή του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού.
Το Σύνταγμα δηλώνει επίσης ότι οι πολίτες «είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω θρησκείας και καθιστά έγκλημα την «υποκίνηση σε μίσος» με βάση «την θρησκεία, τις πεποιθήσεις, το φύλο, την καταγωγή, την φυλή ή οποιονδήποτε άλλο λόγο».[1] Σύμφωνα με έκθεση της Freedom House του 2022, το Σύνταγμα της Αιγύπτου απαγορεύει την πολιτική δραστηριότητα ή το σχηματισμό πολιτικών κομμάτων με βάση τη θρησκεία. Η Κυβέρνηση της χώρας αναγνωρίζει ως επίσημες θρησκείες το σουνιτικό Ισλάμ, τον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό και επιτρέπει μόνο στους οπαδούς τους όπως ορίζονται από την κυβέρνηση να ασκούν δημόσια τη θρησκεία τους και να χτίζουν μέρη λατρείας.[2]
Σύμφωνα με έκθεση του Home Office, η οποία δημοσιεύτηκε το 2023, η Αίγυπτος είναι μια χώρα με μουσουλμανική πλειοψηφία, αλλά καθώς εκτιμάται ότι το 10% του πληθυσμού, ή περίπου 10 εκατομμύρια είναι Χριστιανοί, αποτελούν δε σημαντική και καθιερωμένη μειονότητα.[3] Το 90% αυτών είναι μέλη της Κοπτικής Εκκλησίας. Σε γενικές γραμμές, οι χριστιανοί δεν κινδυνεύουν από διώξεις από κρατικούς ή μη κρατικούς φορείς. Ωστόσο, χριστιανοί με ιδιαίτερο προφίλ - περιλαμβανομένων των μουσουλμάνων μεταστραφέντων σε χριστιανούς, όσοι προσηλυτίζουν ή ασχολούνται με την κατασκευή εκκλησιών ή ανοικοδόμηση και επισκευή εκκλησιών που δέχθηκαν προηγουμένως επίθεση και όσοι συνάπτουν σχέση με μουσουλμάνα – θα μπορούσαν γενικά να διατρέξουν κίνδυνο δίωξης, ιδίως από μη κρατικούς φορείς. Επιπλέον, οι χριστιανοί που ζουν στην Άνω Αίγυπτο, σε αγροτικές περιοχές και σε ορισμένες φτωχές αστικές περιοχές, και οι χριστιανές γυναίκες ηλικίας 14 ετών έως 25 ετών χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο, ενδέχεται να κινδυνεύουν από διώξεις.
Σύμφωνα με προηγούμενη έκθεση του Freedom House του 2017, οι χριστιανοί γενικά μπορούν να ζουν και να εργάζονται μαζί με Αιγύπτιους άλλων θρησκειών. Αν και ορισμένοι αντιμετωπίζουν κοινωνικές διακρίσεις και βία, συμπεριλαμβανομένων των λεηλασιών, επιθέσεων με βόμβες και εμπρησμούς, παρεμπόδισης της κατασκευής εκκλησιών, απαγωγών και βίας. Οι διακρίσεις και η κοινοτική βία τείνουν να είναι χειρότερη στις αγροτικές περιοχές και φτωχότερες αστικές ή θρησκευτικά συντηρητικές περιοχές, με πολλά περιστατικά να λαμβάνουν χώρα στην επαρχία της Minya, η οποία έχει μεγάλο χριστιανικό πληθυσμό.[4]
Σε έκθεση του ACCORD (July 2024) [5] αναφέρονται τα εξής (σε δική μου μετάφραση):
«Η Freedom House σημειώνει στην έκθεση Freedom in the World για το 2023 ότι οι Κόπτες Χριστιανοί επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από «αναγκαστικές εκτοπίσεις, σωματικές επιθέσεις, βομβιστικές και εμπρηστικές επιθέσεις […] τα τελευταία χρόνια» (Freedom House, 2024, section D2). Σύμφωνα με το The New Arab, «[η] διάκριση εις βάρος των Χριστιανών είναι σχετικά διακριτική σε μεγάλες πόλεις όπως η πρωτεύουσα, το Cairo, ή το Alexandria, αλλά γίνεται πολύ πιο έντονη στο νότο» (The New Arab, 24 April 2024).
[…]
Η CSW περιγράφει παρόμοια επιθέσεις σε Χριστιανικά σπίτια και εκκλησίες στο Minya Governorate, συμπεριλαμβανομένης μιας εμπρηστικής επίθεσης σε Χριστιανική εκκλησία στο χωριό Misha’at Zaafaranah στις 6 January 2024, επίθεση σε Χριστιανική εκκλησία και σπίτια Χριστιανών στο χωριό Al-Azeeb στο Samalout στις 18 December 2023, καθώς και επίθεση σε Χριστιανό άνδρα και το σπίτι του στο Beni Khyar τον November 2023 (CSW, 11 January 2024· βλ. επίσης CSW, 20 December 2023 για την επίθεση στο Al-Azeeb).
[…]
Μόλις λίγες ημέρες αργότερα, στις 26 April 2024, εξτρεμιστές φέρεται να επιτέθηκαν στο εργοτάξιο νέας Ευαγγελικής εκκλησίας στο χωριό Al-Kom Al-Ahmar (επίσης στο Minya Governorate), λίγες ημέρες μετά την έναρξη της οικοδόμησης. Οι εξτρεμιστές επιτέθηκαν επίσης σε σπίτια και περιουσίες Χριστιανών, αλλά κανείς δεν τραυματίστηκε· αρκετοί επιτιθέμενοι συνελήφθησαν από την αστυνομία (CSW, 30 April 2024· βλ. και Christian Daily, 26 April 2024). Σε δήλωση μετά τις επιθέσεις, η EIPR κατηγόρησε τις δυνάμεις ασφαλείας ότι απέτυχαν να αποτρέψουν τις επιθέσεις, παρότι γνώριζαν για την «αυξανόμενη θρησκευτική ένταση και υποκίνηση» (EIPR, 29 April 2024).»
Εκ των ως άνω δεν θα πρέπει να αμφισβητείται ότι ο χριστιανικός πληθυσμός στη χώρα καταγωγής του αιτητή υπόκειται συχνά σε διακρίσεις και λαμβάνουν χώρα περιστατικά βίας και εκτοπισμών κατά του τοπικού πληθυσμού Κοπτών, κατά των οποίων γίνονται παρεμβάσεις από τις Αρχές, παρότι δεν είναι συχνά δυνατό να αποτραπούν τέτοια φαινόμενα. Όμως, παρά τα φαινόμενα αυτά δεν φαίνεται να υφίσταται κίνδυνος για το σύνολο του χριστιανικού πληθυσμού, καθότι, ως και πιο πάνω, στην έκθεση του Home Office αναφέρεται, ο κίνδυνος αφορά άτομα με συγκεκριμένη δράση (βλ. ανωτέρω), την οποία δεν αναφέρει ο αιτητής.
Δεδομένων των ως άνω, δεν μπορεί να παραγνωρισθεί εδώ – ως ανωτέρω εξηγώ - η παντελής έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, ως ανωτέρω εξηγώ, η οποία είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών του, καθώς η συμφωνία των ισχυρισμών του με διαθέσιμες ΠΧΚ, ως γενικές πληροφορίες που αναφέρουν ότι τέτοια φαινόμενα απειλών, βίας και διακρίσεων κατά του χριστιανικού υφίστανται στη χώρα καταγωγής δεν αρκεί άνευ ετέρου, τη στιγμή που αυτοί στερούνται συνοχής, ενόψει της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας. Ως και στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.».
Σημειώνω, επιπροσθέτως των ως άνω, ότι ο αιτητής δεν αναφέρει κάποια δράση του που θα μπορούσε να επιτείνει τον κίνδυνο κατ’ αυτού ή της οικογένειας του. Απόδειξη επίσης του ότι ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει δεν είναι στο απαιτούμενο επίπεδο ώστε να δύναται να ειπωθεί ότι υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη είναι και το ότι ο ίδιος έζησε με ασφάλεια για 8 μήνες στο Κάιρο, χρόνο κατά τον οποίο πήγαινε και στον τόπο διαμονής του για να επισκέπτεται την οικογένεια του, η δε οικογένεια του, ως ο ίδιος ανέφερε, ζει με ασφάλεια έκτοτε σε γειτονικό χωρίο. Ουδέν συνέβη από τον χρόνο που τοποθετεί ο αιτητής τα γεγονότα που – ως ισχυρίστηκε – τον ώθησαν να φύγει από τη χώρα (3 χρόνια πριν τη συνέντευξη, 2020, ερ.21 – Χ3) σ’ αυτόν και την οικογένεια του. Τα όσα δε αναφέρει περί προσπάθειας να αναγκαστεί να πωλήσει τη γη του, εφόσον κάτι τέτοιο δεν έγινε, δεν διαφοροποιεί τα όσα πιο πάνω αναφέρω, δεδομένης και εδώ της ασάφειας και γενικότητας των δηλώσεων του αιτητή. Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι, παρότι οι γενικές πληροφορίες που δίδει ο αιτητής για περιστατικά έντασης ανάμεσα στον χριστιανικό και μουσουλμανικό πληθυσμό είναι φαινόμενο που απαντάται στη χώρα του, εντούτοις, δεν φαίνεται ο ίδιος ή η οικογένεια του να υπέστη προσωπική στοχοποίηση και, αφετέρου, οι διαθέσιμες ΠΧΚ δεν καταδεικνύουν ότι η ιδιότητα και μόνο ενός ατόμου ως χριστιανού καθιστά αυτόν υποκείμενο δίωξης ή σοβαρής βλάβης άνευ ετέρου.
Επί των ανωτέρω αξίζει θεωρώ να σημειωθούν και τα εξής.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση» αναφέρονται τα εξής:
«Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον (493). Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης (494). Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση). Η αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της αξιοπιστίας, είναι το πρώτο στάδιο. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης προχωρά στο δεύτερο στάδιο και εξετάζει κατά πόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν δεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο.
[Παρ.1.9.1.2., σελ.93]
Για το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) του Ηνωμένου Βασιλείου, ο φόβος είναι βάσιμος εάν υπάρχει «πραγματικός και σημαντικός κίνδυνος» ή «εύλογος βαθμός πιθανότητας» δίωξης για λόγο που προβλέπεται στη Σύμβαση (514).
Το σημαντικότερο είναι ότι και τα τρία αυτά κριτήρια θεωρούν ότι ο φόβος είναι βάσιμος, ανεξάρτητα από το κατά πόσον η πιθανότητα δίωξης είναι κατώτερη του 50 %. Ομοίως, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Saadi κατά Ιταλίας στο πλαίσιο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι ο αιτών δεν υποχρεούται «[να αποδείξει] ότι είναι περισσότερο πιθανό να υποβληθεί παρά να μην υποβληθεί σε κακομεταχείριση» (515). Επομένως, το κριτήριο του «βάσιμου φόβου» σημαίνει ότι, παρότι η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δίωξης αποτελεί ανεπαρκή κίνδυνο για να αποδειχθεί βάσιμος φόβος, ο αιτών δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι η πιθανότητα να υποστεί δίωξη υπερβαίνει το 50 % (516).»
Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου
Σταθμίζοντας λοιπόν τα ενώπιον μου στοιχεία στα πλαίσια μελλοντοστραφούς ελέγχου της υπό κρίση περίπτωση, υπό το πρίσμα των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών της νομολογίας και θεωρίας, και λαμβανομένων υπόψη των ως άνω ΠΧΚ για τη μεταχείριση του τοπικού χριστιανικού πληθυσμού στην Αίγυπτο, καταλήγω ότι δεν διατρέχει, σε ένα εύλογο βαθμό πιθανότητας, κίνδυνο να υποστεί πράξεις που ισοδυναμούν με δίωξη, δεδομένου ότι η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δεν επαρκεί.
Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου απομένει μια αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Bani Suef).
Σύμφωνα με την βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (τελευταία ενημέρωση 01/11/25), στo Κυβερνείο Beni Suef (Banī Suwayf) της Αιγύπτου καταγράφηκαν τρία περιστατικά πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία δεν προκλήθηκαν θάνατοι.[6] Ο πληθυσμός του εν λόγω Κυβερνείου εκτιμάται περί τα 3 ½ εκατομμύρια κατοίκων [7].
Αποτιμώντας τα πιο πάνω δεδομένα είναι κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει με την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθώς δεν καταγράφεται αδιάκριτη βία και δεδομένου του ότι δεν μπορώ να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος του, δεν υφίσταται, θεωρώ, κίνδυνος στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, κατ’ εφαρμογή και της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[8].
Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα. Δεδομένου δε του ότι δεν έχω εντοπίσει κάποιον άλλο κίνδυνο για τον αιτητή θεωρώ ότι τυχόν επιστροφή του στη χώρα καταγωγής δεν είναι αντίθετη με την αρχή της μη επαναπροώθησης.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] US Department of State (2022), ‘Report on International Religious Freedom: Egypt’, available at: https://www.state.gov/reports/2021-report-on-international-religious-freedom/egypt/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/05/2024)
[2] US Department of State (2022), ‘Report on International Religious Freedom: Egypt’, available at: https://www.state.gov/reports/2021-report-on-international-religious-freedom/egypt/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/05/2024)
[3] United Kingdom: Home Office, Country Policy and Information Note – Egypt: Christians, December 2023, available at: Country Policy and Information Note - Egypt: Christians (ecoi.net) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/05/2024)
[4] United Kingdom: Home Office, Country Policy and Information Note – Egypt: Christians, July 2017, available at: Egypt - Christians - CPIN - v3.0 (June 2017) (ecoi.net) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/05/2024)
[5] ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation, Egypt, COI Compilation, July 2024, (Reporting period: January 2023 to June 2024), https://www.ecoi.net/en/file/local/2112299/ACCORD_Egypt_July_2024.pdf
[6] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Egypt, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (24/11/25).
[7] City Population, Egypt, Beni Suef Governorate, https://www.citypopulation.de/en/egypt/admin/22__ban%C4%AB_suwayf/ (/11/25).
[8] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο