S. A. D. G. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.1727/24, 27/11/2025
print
Τίτλος:
S. A. D. G. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.1727/24, 27/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.1727/24

                                                                                                                                   

27 Νοεμβρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S. A. D. G

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Kα Κ. Κουπαρή, δικηγόροι για τον αιτητή

Κος Χ. Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.10/05/24, η οποία επιδόθηκε δια χειρός αυθημερόν, και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 13/03/21 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 12/05/21 (ερ.1-3, 55).  

Στις 29/02/24 και 07/03/24 διεξήχθησαν συνεντεύξεις με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου όπου δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.47-55, 57-62). Με το πέρας της συνέντευξης έγινε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.84-103) και στις 26/04/24 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρήσει στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 10/05/24 σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.104, 3).

Στην επίδικη αίτηση ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο θείος του είπε ότι ο αιτητής «δεν [είναι] μέρος του αίματος της οικογένειας […] πρέπει να [ευνουχιστεί] αλλιώς θα πρέπει να [πεθάνει] ή να [φύγει] από την οικογένεια». Ως περαιτέρω αναφέρει, ο θείος του τον «τσάκωσε σε ένα δωμάτιο και τον κατάγγειλε ότι εξασκεί ομοφυλοφιλία» και έτσι ο αιτητής έπρεπε να φύγει «για την ασφάλεια της ζωής» του.

Στη συνέντευξη που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε στην πολιτεία Lagos όλη του τη ζωή, έχει λάβει δωδεκαετή εκπαίδευση, εργαζόταν από το 2012 μέχρι που έφυγε από τη χώρα ως υπεύθυνος του τμήματος housekeeping σε ξενοδοχείο, παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο επαγγελματικά, ο πατέρας του απεβίωσε το 2016, όταν ο αιτητής ήταν 17-18 ετών, δεν γνωρίζει «τίποτα για την μητέρα» του και δεν έχει αδέλφια, έχει ένα θείο, ο οποίος όμως «δεν [τον] αποδέχθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα [του] […] δεν γνωρίζει [τον αιτητή] και [ο αιτητής] δεν ανήκει [στην οικογένεια του θείου του]».

Καλούμενος να παραθέσει τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του ο αιτητής ανέφερε ότι το έπραξε λόγω της απόρριψης που δέχθηκε από την οικογένεια του εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού, η οποία ξεκίνησε μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ως ανέφερε είχε φίλο ένα άνδρα, πολύ μεγαλύτερο του, τον οποίον είχε γνωρίσει σε προπονήσεις ποδοσφαίρου, και έκαναν παρέα και ένα βράδυ πήγαν για φαγητό, ήπιαν και πέρασαν το βράδυ μαζί. Ακολούθως, ο συγκεκριμένος άνδρας τον επισκέφθηκε εκ νέου και όταν ο αιτητής βγήκε από το μπάνιο τον βρήκε γυμνό. Τότε η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο γιος του θείου του, ο οποίος κατέγραφε με το κινητό την σκηνή και απείλησε να τον καταγγείλει για ομοφυλοφιλία. Καθώς η ομοφυλοφιλία απαγορεύεται βάσει νόμου αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του.  

Κληθείς να περιγράψει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό ο αιτητής πρόβαλε ότι ο εν λόγω άντρας ήταν γείτονας και από νεαρή ηλικία προσπαθούσε να τον αγγίξει. Μετά ξεκίνησαν να παίζουν μαζί ποδόσφαιρο και αυτό εξελισσόταν, σημείωσε δε ότι όταν τον πλησιάσει μια γυναίκα ο αιτητής δεν έχει αισθήματα. Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις ανέφερε ότι το συγκεκριμένο άτομο ήταν γείτονας του και ο αιτητής τον γνώριζε από παιδί, τον αποκαλούσαν «θείο», ο πατέρας του δεν γνώριζε τι συνέβαινε, ενώ ο εν λόγω άντρας τους έλεγε να μην αναφέρουν κάτι. Ως υποστήριξε, ο ίδιος με άλλα 3 παιδιά έβλεπαν τι συνέβαινε στο σπίτι του, καθώς κάποιες φορές επιτελούσαν κάποια θελήματα (errands) για τον ίδιο. Ως ισχυρίστηκε ο αιτητής, ο ίδιος ήταν 9 ή 10 χρονών όταν τον είδε για πρώτη φορά, τους κάλεσε στο σπίτι και τους έστειλε για κάποια θελήματα (errands), τους έδωσε φαγητό και άρχισε να τους αγγίζει σε ιδιαίτερα σημεία του σώματος τους. Ο αιτητής, ως ανέφερε, ένιωσε σωματική διέγερση, ενώ κάποιες φορές τους έδινε χρήματα και γλυκά. Ερωτηθείς αν το ανέφερε στον πατέρα του, ο αιτητής απάντησε αρνητικά προβάλλοντας ότι άρχισε να του αρέσει. Ερωτηθείς αν το ανάφερε στους φίλους του ή αν κατάλαβε ότι αυτό που περιγράφει είναι σεξουαλική παρενόχληση ανέφερε ότι του άρεσε και δεν έχει μετανιώσει. Σε ακόλουθη ερώτηση αν και οι φίλοι του (με τους οποίους βρισκόταν με τον άνδρα) έχουν τον ίδιο σεξουλικό προσανατολισμό ο αιτητής ανέφερε ότι δεν γνωρίζει, καθότι έφυγαν από τη γειτονιά και δεν έχει επαφή μαζί τους, όμως είναι πιθανό, εκτός, ως ανέφερε, αν η μητέρα τους κατάφερε να «το πολεμίσει» μαζί τους. Ερωτώμενος αν μπορεί κάποιος να «παλέψει» τον σεξουαλικό προσανατολισμό του, ο αιτητής υποστήριξε ότι μπορεί να καταπολεμηθεί σε παιδική ηλικία, με τη βοήθεια της μητέρας κάποιου. 

Σε περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις ο αιτητής επιβεβαίωσε τον προσανατολισμό του ως ομοφυλόφιλο άτομο, προβάλλοντας ότι ενόσω βρισκόταν στη Νιγηρία ήταν δύσκολο να το εκφράσει λόγω του κινδύνου, καθώς ο κόσμος συχνά απειλούσε να καλέσει την αστυνομία. Ως περαιτέρω ισχυρίστηκε, βίωσε την πρώτη του εμπειρία σε ηλικία 14 ετών, με άτομο λίγο μεγαλύτερο από τον ίδιο, σε ένα μικρό μοτέλ που εξυπηρετούσε αυτό τον σκοπό, και έδινε στο συγκεκριμένο πρόσωπο λεφτά. Όταν του επισημάνθηκε ότι στην 1η συνέντευξη είχε αναφερθεί σε πολύ μεγαλύτερο του σε ηλικία άτομο, με το οποίο έπαιζε ποδόσφαιρο ο αιτητής απάντησε έπαιζαν ποδόσφαιρο, μετά πανηγύριζαν και περνούσαν το βράδυ μαζί.

Σε ερωτήσεις αναφορικά με το περιστατικό αποκάλυψης της συγκεκριμένης σχέσης από τον ξάδερφο του ο αιτητής ανέφερε ότι αυτό συνέβη το 2016 και ότι η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη. Ο αιτητής ανέφερε ότι, ως εικάζει, τον παγίδευσαν και ότι ο συγκεκριμένος άντρας πληρώθηκε από τον θείο του. Κληθείς να εξηγήσει τον λόγο, ο Αιτητής πρόβαλε ότι καθότι δεν είχε γονείς ήθελαν να τον βγάλουν από την μέση, και να διεκδικήσουν το σπίτι του πατέρα του (“ […] and say this place belongs to my brother”, ερ.59-12Χ και 13Χ).

Σε ερωτήσεις αναφορικά με τα συναισθήματα που βίωσε λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ο αιτητής πρόβαλε ότι νιώθει καλά με τον εαυτό του, αλλά δεν ήταν αποδεκτός στη χώρα καταγωγής του και για αυτό έφυγε για να μπορεί να ζήσει τη ζωή του. Ως περαιτέρω πρόβαλε, στη Νιγηρία κρυβόταν, ωστόσο ως ανέφερε είχε ένα φίλο ο οποίος γνώριζε την σεξουαλική του ταυτότητα και το αποδέχτηκε. Κληθείς στη συνέχεια να περιγράψει τις συνθήκες κατά τη διάρκεια των πέντε χρόνων που πέρασαν από το περιστατικό αποκάλυψης στον θείο του μέχρι την μέρα που έφυγε από τη χώρα, ο αιτητής πρόβαλε ότι ζούσε καταπιεσμένος από τον θείο του. Ερωτώμενος για τις συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέψει ανέφερε ότι θα είναι «αναστατωμένος» (frustrated).

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή

2.    Σεξουαλικός προσανατολισμός του αιτητή ως ομοφυλόφιλο άτομο

3.    Μη αποδοχή του σεξουαλικού του προσανατολισμού από τον θείο του και την κοινωνία της Νιγηρίας

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο, απέρριψαν όμως τον 2ο και 3ο εκ των ως άνω ισχυρισμών.

Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει της αοριστίας, ασάφειας και γενικότητας των δηλώσεων του αλλά και των αποκρίσεων του στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν.

Αξιολογήθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες και οι ισχυρισμοί του παρουσιάζουν ασυνέπειες και επιπολαιότητα σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του, ήτοι τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο ίδιος τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Σχετικώς κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, αναφέροντας ότι μεγάλωσε βλέποντας κάποιον γείτονα του να έχει ομοφυλοφιλικές σχέσεις, υποστηρίζοντας ότι ο άνδρας αυτός τον «μύησε», κατ’ ουσία, στην ομοφυλοφιλία. Επιπρόσθετα, ως κρίθηκε, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τη συνειδητοποίηση και έκφραση του σεξουαλικού του προσανατολισμού, προβάλλοντας σε σχετικές ερωτήσεις ότι προέβαινε σε ερωτικές πράξεις με τον συγκεκριμένο άντρα από την ηλικία των 10 ετών, με τον τελευταίο να του δίνει χρήματα. Επιπλέον ο αιτητής, μέσα από τις δηλώσεις του, συνέδεσε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό με την μητέρα του, προβάλλοντας ότι αν βρισκόταν κοντά του η μητέρα του θα το ανακάλυπτε και θα το αντιμετώπιζε. Ως υποστήριξε η ομοφυλοφιλία μπορεί να καταπολεμηθεί σε παιδική ηλικία και μόνο η μητέρα μπορεί να το πετύχει, δηλώσει που -ως κρίθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση - στερούνται ευλογοφάνειας και βιωματικής εμπειρίας, δεδομένου ότι, ως είναι αποδεκτό, ο σεξουαλικός προσανατολισμός αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό.

Αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει συναισθήματα και σκέψεις που να απορρέουν από την αντίληψη της διαφορετικότητας, προβάλλοντας ότι είχε περισσότερη αυτοπεποίθηση με άντρες, ενώ στο μυαλό του εδράζει η αντίληψη ότι οι γυναίκες με έμμηνο ρύση αποτελούν κατάρα για τους άντρες και δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες ως προς τον τρόπο αναζήτησης συντρόφων καθώς, ως ανέφερε, συνέλεγε πληροφορίες για πιθανούς συντρόφους από τους υφιστάμενους συντρόφους του. Περαιτέρω δεν αναφέρθηκε σε αρνητικά συναισθήματα ή και σκέψεις, συναισθήματα ντροπής ή ενοχής, παρά τον ισχυρισμό του ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί ποινικό αδίκημα στη χώρα του. Αρκέστηκε στο να αναφέρει ότι δεν ένιωθε αποδεκτός, ενώ, κληθείς να περιγράψει τις αλλαγές στη ζωή του, ανέφερε ότι δεν άλλαξε κάτι, ένιωθε χαρούμενος και αγαπά τη ζωή του. Τέλος, κληθείς να αναφερθεί στην αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας στη χώρα του, ο αιτητής με γενικό και αόριστο τρόπο δήλωσε ότι αν ένα ομοφυλόφιλο άτομο πλησιάσει κάποιο άλλο το διώχνουν και απειλούν να καλέσουν την αστυνομία. Αναφορικά με τον τρόπο που ο ίδιος προστάτευε τον εαυτό του δήλωσε ότι ήταν καλός και προσέφερε δώρα και χρήματα.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού έγινε έρευνα αναφορικά με το εθνικό νομικό πλαίσιο, όπου επιβεβαιώνεται η ποινικοποίηση των σχέσεων και του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου με ποινές φυλάκισης και πρόστιμο. Επιπρόσθετα επιβεβαιώνονται σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις ατόμων που σχετίζονται με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου. Τέλος, σύμφωνα με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές, οι διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων είναι ριζωμένες στη κοινωνία της Νιγηρίας, με αποτέλεσμα να υπόκεινται σε βία, διακρίσεις και στιγματισμό.

Στη βάση των ως άνω κρίθηκε ότι οι πληροφορίες που εντοπίστηκαν δεν συνάδουν με τις δηλώσεις του αιτητή, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να αναλύσει συνεκτικά την προσωπική του εμπειρία ως ομοφυλόφιλο άτομο στη Νιγηρία, την αντιμετώπιση εντός της κοινωνίας και της οικογένειας του, και δεν έδωσε πειστικές απαντήσεις αναφορικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.  

Αναφορικά με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό κρίθηκε ότι ο αιτητής, κληθείς να εξηγήσει τους λόγους που ο θείος του τον απείλησε, πρόβαλε με τρόπο μη συνεκτικό και αόριστο «για να τον βγάλει από την μέση» καθώς δεν έχει γονείς και ρίζες και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί έφυγε 5 χρόνια μετά το περιστατικό που συνέβη με τον θείο του, δεδομένου ότι αυτόν παρουσίασε ως τον λόγο που εγκατέλειψε τη χώρα του, προβάλλοντας, χωρίς σαφήνεια και συνοχή, ότι ήταν μια καταπιεστική ζωή, καθώς δεν γνώριζαν ποιος είναι. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού κρίθηκε ότι όσα ο αιτητής ανέφερε κατά τη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού και δεν υπάρχουν λόγοι που να δικαιολογούν την οιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

Δεδομένων των ως άνω ευρημάτων των καθ’ ων η αίτηση και λαμβανομένου υπόψη του ότι ο 3ος ουσιώδης ισχυρισμός συνδέεται άρρηκτα με τον προηγουμένως απορριφθέντα 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, ο εν λόγω ισχυρισμό απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Συνεπεία των ανωτέρω, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (πολιτεία Lagos) και αξιολόγησης του προφίλ του αιτητή, ως αυτό έγινε αποδεκτό, οι καθ’ ων η αίτηση κατάληξαν ότι δεν υφίσταται σε εύλογο βαθμό πιθανότητας κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης του αιτητή.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.

Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι οποίοι τίθενται με γενικότητα,  χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα.

Σημειώνεται ότι κατά τις διευκρινήσεις της παρούσας η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή απέσυρε ρητά τους ισχυρισμούς που άπτονται της αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος την επίδικη απόφαση οργάνου.

Στα πλαίσια λοιπόν της γραπτής της αγόρευσης η συνήγορος του αιτητή εισηγείται ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του, δεν έγινε εξατομικευμένη έρευνα και τα ευρήματα περί αντίφασης των λεγομένων του αιτητή με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής είναι λανθασμένα. Αναφέρει επίσης ότι δεν παρασχέθηκε διερμηνέας στον αιτητή, πράγμα που καθιστά ακυρωτέα την επίδικη απόφαση ως ληφθείσα κατά παράβαση ουσιώδους τύπου, και ότι ο τρόπος που διεξήχθη η συνέντευξη αποστέρησε από τον αιτητή από το να αναφέρει όλους τους ισχυρισμούς που στηρίζουν το αίτημα του, εκφράζοντας επιφυλάξεις για της επικοινωνίας με τον αιτητή κατά τη συνέντευξη. Αναφέρει δε περαιτέρω, παραθέτοντας προς τούτο αποσπάσματα από την οικεία νομοθεσία και νομολογία, ότι τα όσα ανέφερε ο αιτητής καταδεικνύουν ότι υφίσταται κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του και ότι, δεδομένου, ως αναφέρει, ότι στους φορείς δίωξης ατόμων ΛΟΑΤΚΙ (ως ο αιτητής) περιλαμβάνονται και οι Αρχές τις χώρας, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν υφίσταται εδώ η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης του. Προσθέτει δε στα πλαίσια της απαντητικής αγόρευσης της, παραθέτοντας προς τούτο απόσπασμα από περιοδικό προσφυγικού δικαίου, χωρίς εντούτοις να αναφέρει την πηγή απ’ όπου το συγκεκριμένο απόσπασμα λήφθηκε, ότι το μοντέλο αξιολόγησης αιτήσεων που βασίζονται στο σεξουαλικό προσανατολισμό DSSH βασίζεται σε δυτικά πρότυπα για τη σεξουαλικότητα και θα πρέπει να γίνεται χρήση του με προσοχή, δεδομένης και της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης φύσης, ως αναφέρει.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή έχει δεόντως δικογραφηθεί και ουδείς αναπτύσσεται επαρκώς και δια τούτο θα πρέπει να απορριφθούν άπαντες ως ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσης, στη βάση σχετικής νομολογίας. Περαιτέρω σημειώνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, είναι προϊόν δέουσας έρευνας και ορθή επί της ουσίας και αναφέρουν ότι το σύνολο των ευρημάτων τους επί της αναξιοπιστίας των απορριφθέντων ισχυρισμών του αιτητή είναι ορθά, τόσο σε σχέση με την εσωτερική όσο και εξωτερική συνοχή τους, και πλήρως αιτιολογημένα, ως ορθή είναι και η κατάληξη τους ότι εν προκειμένω δεν υφίστανται ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας.

Νοείται βεβαίως ότι, βάσει σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί του αιτητή οι οποίοι εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναπτύσσονται επαρκώς στις αγορεύσεις.

Προέχει η ενασχόληση με τους ισχυρισμούς περί παράβασης ουσιώδους τύπου καθώς και του δικαιώματος του αιτητή σε ακρόαση, ενόψει του ότι – ως διατείνεται η συνήγορος του – δεν υπήρχε διερμηνέας κατά τη συνέντευξη και προκύπτουν αμφιβολίες για την ποιότητα της επικοινωνίας του αιτητή με τον λειτουργό κατά τη συνέντευξη αλλά και για τη δέουσα κατάρτιση του και τις γνώσεις του στην αγγλική γλώσσα.

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς περί μη κατάλληλης κατάρτισης στην αγγλική γλώσσα του λειτουργού που διενέργησε τη συνέντευξη, είναι κατάληξη μου ότι, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας παραμένει ακλόνητο, θα πρέπει να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

Σχετικά με όσα αναφέρονται σχετικά με την ποιότητα επικοινωνίας στη συνέντευξη, στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ.1694/11, Noel De Silva v. Δημοκρατίας, ημ.07/02/14, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.

Ούτε στο φάκελο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή, τις ικανότητες του οποίου ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».

Στο αρ.17 (9) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) αναφέρεται ότι κατά τη συνέντευξη επιλέγεται «διερμηνέα[ς] ικανό[ς] να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη» και πως «η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια». Στο αρ.18 (1) γίνεται αναφορά περί «αναγκαίου διερμηνέα».

Από μια απλή ανάγνωση των ως άνω προνοιών της νομοθεσίας καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης, σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές οδηγίες, των οποίων τα ως άνω άρθρα αποτελούν την μεταφορά τους στην εθνική νομοθεσία, θέλει να διασφαλίσει την ύπαρξη δέουσας επικοινωνίας του αιτητή με τον διεξάγοντα την συνέντευξη λειτουργό. Εδώ ο αιτητής είχε δηλώσει την αγγλική ως γλώσσα την οποίαν κατανοεί, στην οποία άλλωστε συμπλήρωσε και την επίδικη αίτηση (ερ.1-3). Περαιτέρω, προτού αρχίσουν αμφότερες οι συνεντεύξεις, του επισημάνθηκε ότι μπορεί να ζητήσει διευκρινήσεις σε κάθε στάδιο της διαδικασίας αν δυσκολεύεται να κατανοήσει τα διαμειφθέντα ή αν αντιμετωπίζει δυσκολία επικοινωνίας με τον λειτουργό και απάντησε καταφατικά (ερ.54, 61), σε κανένα δε σημείο ο αιτητής δεν εξέφρασε αδυναμία αντίληψης των διαμειφθέντων. Μάλιστα επιβεβαίωσε ότι καταγράφηκαν δεόντως στα αντίστοιχα πρακτικά όλα τα διαμειφθέντα (ερ.47, 57). Εκ των ως άνω προκύπτει ότι ουδεμία αμφιβολία πλανάται για την ποιότητα επικοινωνίας κατά τη συνέντευξη ή την κατάρτιση και ικανότητα του διενεργούντος λειτουργού. Αυτό ουδόλως διαφοροποιείται από το γεγονός ότι, ως προκύπτει από τα ερ.47, 55, 57, 62, εν προκειμένω ο λειτουργός που διεξήγαγε τις 2 συνεντεύξεις με τον αιτητή επιτελούσε και χρέη διερμηνέα, καθότι τόσο η συνέντευξη όσο και η καταγραφή αυτής έγινε στην αγγλική γλώσσα.

Ενόψει των ως άνω, δεδομένου ότι άπαντες οι υπόλοιποι προωθούμενοι εκ του αιτητή ισχυρισμοί συμπλέκονται άρρηκτα με την ουσία της επίδικης απόφασης αλλά και την ορθότητα της, προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση της επίδικης απόφασης, εξ υπαρχής και επί όλων των ενώπιον μου στοιχείων (βλ. και Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.204, αναφέρονται, τα εξής:

«Όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, οι αιτήσεις που βασίζονται σε γενετήσιο προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες στον χειρισμό, επειδή οι λόγοι της αίτησης συνδέονται με ευαίσθητες και προσωπικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής. Οι αιτούντες ενδέχεται να νιώθουν στιγματισμένοι, να ντρέπονται και/ή να αρνούνται την πραγματικότητα· ενδέχεται επίσης να έχουν υποστεί απόρριψη και/ή κακομεταχείριση από την οικογένεια και/ή την κοινότητά τους. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να καθιστούν δύσκολη για τους αιτούντες την αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών με σαφή και συνεκτικό τρόπο και, ως εκ τούτου, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν μπορεί να γνωστοποιούνται με καθυστέρηση, να είναι ελλιπή και να περιέχουν ανακολουθίες.

Ένα από τα μοντέλα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, το μοντέλο DSSH υπ’ αριθ. 2 [Difference, Stigma, Shame, Harm (Διαφορά, Στίγμα, Ντροπή, Βλάβη)], βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία τα οποία είναι πιθανό να είναι κοινά σε άτομα που αναγνωρίζουν ένα φύλο ή μια σεξουαλική ταυτότητα που δεν συνάδει με τις ετεροκανονικές κοινωνίες στις οποίες ζουν (όπου ο κανόνας είναι η ταύτιση του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου και η ετεροφυλοφιλία). Το μοντέλο προτείνει μια διαρθρωμένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση αιτήσεων, η οποία βασίζεται στο φύλο και στη σεξουαλική ταυτότητα και εξηγείται, με πρακτικά παραδείγματα, στον δεύτερο τόμο του εγχειριδίου με τίτλο Credibility assessment training manual της Ουγγρικής Επιτροπής του Ελσίνκι.

[…]

Η ύπαρξη ή μη ορισμένων στερεοτυπικών συμπεριφορών ή εμφανίσεων δεν θα πρέπει να αποτελεί βάση για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αιτών έχει ή δεν έχει ορισμένο γενετήσιο προσανατολισμό και/ή ορισμένη ταυτότητα φύλου. Δεν υπάρχουν καθολικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που τυποποιούν τα άτομα ΛΟΑΔΜ (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι αμφιφυλόφιλα, διεμφυλικά και μεσοφυλικά άτομα), όπως δεν υπάρχουν και για τα ετεροφυλόφιλα άτομα. Οι εμπειρίες της ζωής τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, ακόμη και αν προέρχονται από την ίδια χώρα.»

Στη βάση και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, έχοντας διέλθει με προσοχή των πρακτικών των επίδικων συνεντεύξεων, θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του 2ου και 3ου ουσιωδών ισχυρισμών του αιτητή, καθώς τα όσα ανέφερε περιορίστηκαν, ως καταγράφεται λεπτομερώς στα ερ.88-99, σε δηλώσεις που βρίθουν κενών, ασαφειών και αντιφάσεων, στερούνται κάθε λεπτομέρειας, χρονικής και λογικής συνέπειας και δεν περιέχουν το παραμικρό ψήγμα βιωματικών στοιχείων επί του συνόλου του αφηγήματος τόσο αναφορικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό όσο και τις κατ’ ισχυρισμό πιέσεις και απειλές που δέχθηκε από τον θείο του. Τα λεγόμενα του αιτητή επί των ως άνω παρουσιάζουν κενά, ελλείψεις και αοριστίες, ως και ανωτέρω συνοπτικά καταγράφονται στην παρούσα, στα πλαίσια παράθεσης της επίδικης έκθεσης, τα οποία και διαβρώνουν μοιραία την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων του. Δεν έχω λοιπόν τίποτε να προσθέσω στα όσα καταγράφονται στην επίδικη έκθεση αναφορικά με την εσωτερική συνοχή του εν λόγω ισχυρισμού, τα οποία παρατίθενται και πιο πάνω, στα πλαίσια της παρούσης, πέραν του να σημειώσω τα κάτωθι, για σκοπούς πληρότητας.

Στην παρούσα, κατά την εξέταση της αξιοπιστίας των δηλώσεων του αιτητή, έγινε χρήση των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών με ευλάβεια και λεπτομερώς από τους καθ’ ων η αίτηση και συμφωνώ με τα συμπεράσματα και συμπεράσματα τους, όπως καταγράφονται στην σχετική έκθεση που ετοίμασαν, για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω.

Δεν παραγνωρίζεται βεβαίως ότι στα πλαίσια εξέτασης ισχυρισμών, ως εν προκειμένω, που αφορούν σεξουαλικό προσανατολισμό δεν χωρούν τυποποιημένες προσεγγίσεις και η αξιολόγηση αξιοπιστίας δεν μπορεί να βασίζεται σε στερεοτυπικά πρότυπα (βλ. και απόφαση του ΔΕΕ, C-148/13-C-150/13, A.B.C., ημ.02/12/14). Περαιτέρω δεν μπορεί και δεν θα πρέπει να ζητείται από τον αιτητή να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες για σεξουαλικές εμπειρίες ή να προσφέρει σχετικά στοιχεία ή άλλης μορφής μαρτυρία. Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί επίσης ότι το μοντέλο DSSH, του οποίου έγινε χρήση στην εξέταση της επίδικης αίτησης, είναι αντικείμενο προβληματισμού [1], ως βασιζόμενο επί στερεοτυπικών αντιλήψεων, ως και η συνήγορος του αιτητή ακροθιγώς αναφέρει στην απαντητική της αγόρευση, και γι’ αυτό θεωρώ ότι η χρήση του θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.

Στην απόφαση Α. Β. C. (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής κατατοπιστικά στις σκέψεις 61-65, επί του ζητήματος αξιολόγησης αξιοπιστίας στα πλαίσια υποθέσεων ως η παρούσα.

 «61. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν στην αξιολόγησή τους συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος και ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85 απαιτεί από τις ίδιες αυτές αρχές να διεξάγουν τη συνέντευξη συνεκτιμώντας τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση ασύλου.

62. Μολονότι η υποβολή ερωτήσεων που αφορούν στερεοτυπικές αντιλήψεις ενδέχεται να συνιστά χρήσιμο στοιχείο στη διάθεση των αρμόδιων αρχών προκειμένου να προβούν στη σχετική αξιολόγηση, εντούτοις η εκτίμηση των αιτήσεων για την παροχή του καθεστώτος πρόσφυγα η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε στερεοτυπικές αντιλήψεις συνδεόμενες με τους ομοφυλόφιλους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των διατάξεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, στο μέτρο που δεν παρέχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη την ατομική κατάσταση του οικείου αιτούντος άσυλο.

63. Επομένως, η αδυναμία ενός αιτούντος άσυλο να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν μπορεί να συνιστά αφ’ εαυτής επαρκή λόγο για να συναχθεί η αναξιοπιστία του αιτούντος, στο μέτρο που η προσέγγιση αυτή είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85.

64. Δεύτερον, μολονότι οι εθνικές αρχές βασίμως προβαίνουν, κατά περίπτωση, σε υποβολή ερωτήσεων προκειμένου να εκτιμήσουν τα γεγονότα και τις περιστάσεις σχετικά με τον προβαλλόμενο γενετήσιο προσανατολισμό των αιτούντων άσυλο, εντούτοις οι ερωτήσεις που αφορούν τις λεπτομέρειες των σεξουαλικών πρακτικών του οικείου αιτούντος άσυλο προσβάλλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης και, ειδικότερα, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προβλέπει το άρθρο του 7.

65. Όσον αφορά, τρίτον, τη δυνατότητα των εθνικών αρχών να κρίνουν παραδεκτή, όπως πρότειναν ορισμένοι αναιρεσείοντες των κύριων δικών, την τέλεση ομοφυλοφιλικών πράξεων, την ενδεχόμενη υποβολή τους σε «τεστ» προκειμένου να αποδείξουν την ομοφυλοφιλία τους ή ακόμη την οικειοθελή εκ μέρους τους προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων όπως είναι οι βιντεοσκοπημένες λήψεις των ερωτικών τους συνευρέσεων, υπογραμμίζεται ότι, πλην του ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποδεικτική αξία, ενδέχεται περαιτέρω να συνεπάγονται και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο σεβασμός της οποίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 1 του Χάρτη. »

Εν προκειμένω διαπιστώνω ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει τις κατ’ ελάχιστον αναμενόμενες λεπτομέρειες αναφορικά με τα εσωτερική του βιώματα, την πορεία αυτού προς τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού και δεν παρέχει καμία συγκεκριμένη λεπτομέρεια για τα βιώματα του με τον άνδρα που – ως ισχυρίζεται – τον παρενοχλούσε σεξουαλικά κατ’ ουσία. Όλες δε οι απαντήσεις επ’ αυτού ήταν στερούμενες εύλογα αναμενόμενων λεπτομέρειών, χωρίς αναφορά σε κάποιο ιδιαίτερο γεγονός ή εμπειρία, που εντυπώθηκε στη μνήμη του, έστω φωτογραφικά. Ουδέν εκ των λεγομένων του αιτητή διατηρεί ευλογοφάνεια και συνοχή. Σημειώνω ενδεικτικά ότι αρχικά ανέφερε ότι είχε σεξουαλικά βιώματα σε ηλικία 10 ετών με πολύ μεγαλύτερο άνδρα, στο σπίτι του («θείος», ερ.49), μετά δε ανέφερε ότι η πρώτη του εμπειρία ήταν σε ηλικία 14 ετών, σε ξενοδοχείο, επί πληρωμή του άνδρα με τον οποίο συνευρέθηκε, ερωτώμενος δε σχετικά επέστρεψε – όλως ασαφώς – στα όσα προηγουμένως είχε αναφέρει (ερ.60). Όλα αυτά θα επιφέρουν σημαντικές ρωγμές στην αξιοπιστία των λεγομένων του, θα ήταν δε θεωρώ απολύτως ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να περιγράψει ο αιτητής, στις πολλές επ’ αυτού ερωτήσεις που τέθηκαν, κατ’ ελάχιστο, ένα περιστατικό όπου βίωσε αυτά που ανέφερε, ήτοι κοινωνικό στίγμα, διακρίσεις ή να μοιραστεί τα εσωτερικά του βιώματα κατά τον χρόνο που γίνονταν τα όσα περιγράφει, τα οποία και θα έδιναν την αναμενόμενη βιωματική διάσταση στο αφήγημα του.

Συνεπώς, παρότι δεν θα συμφωνήσω με την βαρύτητα που δίδεται από τους καθ’ ων η αίτηση στην αδυναμία του αιτητή να εκφράσει και να διατυπώσει εσωτερικές διεργασίες που αφορούσαν τα όσα ισχυρίστηκε, ήτοι τη ντροπή και το στίγμα το οποίο ενδεχομένως να ένιωθε, τούτο άλλωστε θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι αναμενόμενο από άτομο το οποίο μεγάλωσε και γαλουχήθηκε υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι ουδέν τελικά ανέφερε ο αιτητής πέραν συγκεχυμένων και εν πολλοίς ασυνάρτητων ισχυρισμών περί επαφών που είχε με άνδρα όταν ήταν μικρός (τα οποία ήταν αντιφατικά μεταξύ τους). Όλα δε τα συμβάντα που αναφέρει σταματούν πέντε χρόνια προτού ο αιτητής φύγει από τη χώρα, για τα οποία ουδέν αναφέρει και ουδόλως τελικά εξηγεί πως ζούσε κατ’ αυτό το διάστημα, πέραν του να αναφέρει, χωρίς τελικά να είναι σε θέση να παραθέσει περαιτέρω λεπτομέρειες, ότι ένιωθε καταπιεσμένος.

Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι εκ του αφηγήματος του αιτητή απουσιάζει κάθε ψήγμα πλήρους, συνεκτικής, ευλογοφανούς παράθεσης σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν βίωσε την εμπειρία που παραθέτει. Το αφήγημα του αιτητή υπολείπεται του ευλόγως αναμενόμενου και είναι εκ τούτου που θεωρώ ότι διαβρώνεται η εσωτερική συνοχή των λεγομένων του.

Αναφορικά τώρα με την εξωτερική συνοχή των ισχυρισμών του αιτητή σημειώνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε αξιολόγηση πληροφοριών που εντόπισαν σχετικά με την μεταχείριση ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στη Νιγηρία, στη βάση των οποίων διαπιστώθηκε ότι τα όσα ανέφερε συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες. Τα σχετικά ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επιβεβαιώνονται άλλωστε και από το πιο πρόσφατο εγχειρίδιο της EUAA «NigeriaCountry Focus», Ιούλιος 2024, σελ.65-71.[2] Δεδομένου τούτου δεν κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τούτο, καθότι αρκεί ότι άτομα ΛΟΑΤΚΙ αντιμετωπίζουν κίνδυνο δίωξης από τις Αρχές αλλά και την κοινωνία, κακομεταχείρισης, κοινωνικού αποκλεισμού αλλά και φυλάκισης, ως και οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν.

Όμως εν προκειμένω η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών του, καθώς η συμφωνία των ισχυρισμών του με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής δεν αρκεί, τη στιγμή που στερούνται εσωτερικής συνοχής, για τους λόγους που λεπτομερώς ανωτέρω εξηγούνται, ενόψει και της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας.  Τούτο γιατί η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του. Στα πλαίσια συνολικής θεώρησης και αποτίμησης ενός αφηγήματος, οι ισχυρισμοί ενός αιτητή και η εσωτερική συνοχή τους, δεν μπορεί παρά να παραμένει το πρωταρχικό σημείο αναφοράς, δεδομένου ότι, ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»

Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή μπορεί να γίνει αποδεκτός. Οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους. Στην απουσία δε περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως ανωτέρω καταγράφονται, είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν και πλήττουν αναπόφευκτα και τη συνολική συνοχή και αξιοπιστία του αιτητή.

Γι’ αυτό και θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του ισχυρισμού αιτητή περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού και της κατ’ ισχυρισμό δίωξης που υπέστη εξ αυτού από τον θείο του.

Ενόψει των ως άνω απομένει η αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στο Lagos, όπου και αναμένεται να εγκατασταθεί ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του.

Σύμφωνα με την βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης 01/11/25), στην πολιτεία Lagos της Νιγηρίας, καταγράφηκαν συνολικά 156 περιστατικά πολιτικής βίας (Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις και απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 85 θάνατοι.[3] Ο πληθυσμός της πολιτείας Lagos εκτιμάται περί τα 13 ½ εκατομμύρια κατοίκων. [4]

Εκ των ενώπιον μου στοιχείων, δεν θεωρώ ότι καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις, δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος του, που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [5] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN και C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/19). Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι, στη βάση των ως άνω στοιχείων αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, δεν αποκλείεται να προκύψουν ενδεχομένως κίνδυνοι στην καθημερινότητα του αιτητή, όμως δεν θεωρώ ότι τούτο αρκεί για να παρασχεθεί διεθνής προστασία, καθώς, ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»,

Όπως προκύπτει από την απόφαση των καθ' ων η αίτηση, το αρμόδιο όργανο έλαβε υπόψη όλα όσα αναφέρθηκαν στην αίτηση και κατά την συνέντευξή. Όλη η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου αλλά και τα όσα περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς τεκμηριωμένα, προϊόντα επαρκούς έρευνας των υποβληθέντων στοιχείων, υπαγωγής τους στο σχετικό νομικό πλαίσιο που διέπει διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας ως ανωτέρω παρατίθενται και είναι περαιτέρω πλήρως αιτιολογημένη η απόφαση.

Έπεται ότι δεν τεκμηριώνεται εν προκειμένω βάσιμος φόβος «καταδίωξης του [αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως ορίζεται στα αρ.3 και 19 του Νόμου. Δεδομένων δε των ως άνω διαπιστώσεων μου δεν θεωρώ ότι τυχόν επιστροφή του αιτητή θα είναι σε παράβαση του εκ του αρ.3 της ΕΣΔΑ δικαιώματος του στην μη επαναπροώθηση.

Σημειώνεται δε ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στην ΚΔΠ 145/2025, που εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. Zisakou S (2021) Credibility Assessment in Asylum Claims Based on Sexual Orientation by the Greek Asylum Service: A Deep-Rooted Culture of Disbelief. https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fhumd.2021.693308/full

[3] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/25 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria; Region: Lagos, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία πρόσβασης 27/11/25).

[4] City Population, Nigeria https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/?admid=5752 (ημερομηνία πρόσβασης 27/11/25).

[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο