Y. Ν. M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.1887/24, 28/11/2025
print
Τίτλος:
Y. Ν. M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.1887/24, 28/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.1887/24

 

28 Νοεμβρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Y. Ν. M.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Δημήτριος Α. Παυλίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για αιτητή

Κα Ν. Κουρσάρης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.13/05/24, που του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, τόσο αναφορικά με την πτυχή του προσφυγικού καθεστώτος και συμπληρωματικής προστασίας (Αιτητικά Α & Β), όσο και αναφορικά με την απόφαση επιστροφής του και της διαπίστωσης ότι αυτή δεν είναι σε παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης (Αιτητικό Γ), ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 19/07/22 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 26/07/22 (ερ.1-3, 71).

Στις 04/04/24 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.19-29). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και Εισήγηση και στις 15/04/24 η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε (ερ.96-111).

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, που δόθηκε διά χειρός στις 13/05/24 στην μητρική του γλώσσα (ερ.112, 3).

Στην επίδικη αίτηση ο αιτητής κατέγραψε ότι «[έφυγε] από [το Καμερούν] για να [σώσει] τη ζωή [του] λόγω πολιτικής αστάθειας». Ως αναφέρει, είχε κομμωτήριο και μια μέρα ένας νεαρός άνδρας είχε πάει για κούρεμα και όταν τελείωσε μου είπε ότι θα αφήσει την τσάντα του εκεί και θα περάσει μετά να την πιάσει. Ακολούθως ο αιτητής πήγε σε εστιατόριο για να γευματίσει και τον πήρε τηλέφωνο ένας φίλος του και του είπε ότι ο στρατός εισέβαλε στο κομμωτήριο και συνέλεξε όπλα και σφαίρες και έψαχναν τον αιτητή. Ο αιτητής τότε κρύφτηκε στο σπίτι μιας γυναίκας το βράδυ. Tο επόμενο πρωί οπλισμένοι Ambazonians αναζήτησαν τον αιτητή στο σπίτι της γυναίκας που τον φιλοξένησε και όταν αυτή δεν τους είπε πληροφορίες γι’ αυτόν την «καταδίωξαν» (persecute), απείλησαν τη ζωή της και επέστρεψαν την επόμενη μέρα και τον βρήκαν, τον έδεσαν και τον κατηγόρησαν ότι ήταν εναντίον τους. Ένας άνδρας από το χωριό τον βρήκε και τον βοήθησε να ξεφύγει απ’ εκεί, κατάφερε να φύγει και ένας φίλος του τον πληροφόρησε για την Κύπρο και τον έπεισε να φύγει από τη χώρα.

Κατά τη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στο Manyemen και διέμεινε όλη του τη ζωή στην Kumba, η μητέρα του διαμένει στο ίδιο μέρος και έχει επικοινωνία μαζί της, ο πατέρας του έχει παντρευτεί ξανά και ζει στην Γερμανία, ο αιτητής έχει θείους, θείες, ξαδέλφια και φίλους στη χώρα του, τελείωσε το λύκειο το 2011 και διατηρούσε κουρείο από το 2014 μέχρι που έφυγε από το Καμερούν.

Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε ότι στις 10/05/22 άγνωστος άνδρας μπήκε στο κουρείο του και ζήτησε να τον ξυρίσει. Το πρόσωπο αυτό στη συνέχεια, ζήτησε από τον αιτητή να κρατήσει για λίγο την τσάντα του, όσο αυτός θα πήγαινε στην αγορά. Κατά το μεσημεριανό διάλειμμα σε κοντινό εστιατόριο τηλεφώνησε στον αιτητή ένας φίλος του και τον πληροφόρησε ότι μέλη του ο στρατού είχαν βρει όπλα και σφαίρες στην τσάντα που βρισκόταν στο κουρείο του. Ο αιτητής εξήγησε στον φίλο του ότι η τσάντα ανήκε σε κάποιον πελάτη του όμως ο στρατός θεωρούσε ότι ο αιτητής συνεργαζόταν με τους Ambazonians και ο στρατός εν τέλει συνέλαβε τον πελάτη του αιτητή. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει, ο αιτητής ζήτησε βοήθεια από μια γυναίκα στο εστιατόριο και αυτή αποδέχτηκε να τον κρύψει σπίτι της. Οι αυτονομιστές μαχητές τον εντόπισαν, τον κατηγόρησαν ως προδότη («Black leg»), αφού υποψιάζονταν ότι δίνει πληροφορίες στην κυβέρνηση και τον οδήγησαν σε θαμνώδη περιοχή, όπου ο αιτητής διαπίστωσε ότι σκότωσαν την γυναίκα που τον βοήθησε. Ένας από τους αυτονομιστές τον βοήθησε να δραπετεύσει και τότε ο αιτητής κατέφυγε στην Buea. Στη συνέχεια, κάποιος φίλος και συνάδελφός του, του πρότεινε να εγκαταλείψει την χώρα, και με την βοήθεια ενός ατζέντη ετοίμασε τα ταξιδιωτικά του έγγραφα όπως επίσης και το απολυτήριο του σχολείου για να εγγραφεί σε πανεπιστήμιο (στα κατεχόμενα) και με τη συνδρομή ενός πλούσιου πελάτη του, ο αιτητής εγκατέλειψε την χώρα του.

Σε σειρά διευκρινιστικών ερωτημάτων ο αιτητής ανέφερε ότι ο φίλος που τον ενημέρωσε για το συμβάν, είδε τι συνέβη, αφού μέλη του στρατού πήραν την τσάντα από το κουρείο εξήλθαν από το κουρείο, την άνοιξαν και τότε είδαν το περιεχόμενό της. Ο αιτητής εξήγησε ότι ο στρατός εισήλθε στο κουρείο του, μετά τη σύλληψη του πελάτη και την ομολογία του ότι η τσάντα του βρισκόταν στο κουρείο του αιτητή. Την πληροφορία αυτή, ως εξήγησε, του την μετέφερε ο φίλος του. Όταν ο αιτητής πληροφορήθηκε το περιστατικό δεν ήξερε τι να κάνει και εξήγησε στη γυναίκα στο εστιατόριο τι συνέβη και αυτή του πρότεινε να τον κρύψει στο σπίτι της, όπου, ως ανέφερε, παρέμεινε για δύο μέρες. Κληθείς να περιγράψει τι συνέβη όταν οι αυτονομιστές τον εντόπισαν, ο αιτητής ανέφερε ότι παραβίασαν την πόρτα και έψαξαν στο σπίτι μέχρι που τον βρήκαν, τον κτύπησαν και στη συνέχεια τον μετέφεραν σε θαμνώδη περιοχή, όπου βρισκόταν με 4 αυτονομιστές και παρέμεινε για δύο μέρες, σε άθλιες συνθήκες χωρίς φαγητό και νερό. Από το μέρος αυτό τον βοήθησε να δραπετεύσει ένας γνωστός του αυτονομιστής και ακολούθως μετέβηκε στην Buea, απ’ όπου τηλεφώνησε σε φίλο του ζητώντας βοήθειά και παρέμεινε εκεί για 2-3 εβδομάδες.

Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής δήλωσε ότι ο στρατός δεν του έκανε τίποτε, αφού, ως ανέφερε, ποτέ δεν τον είδαν και, κληθείς να εξηγήσει πως κατόρθωσε να ταξιδέψει από το αεροδρόμιο χωρίς να τον δει ο στρατός, ανέφερε ότι ο φίλος του τον βοήθησε. Σχετικά με τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε ο αιτητής ανέφερε ότι του το έστειλε ο δικηγόρος του την προηγούμενη εβδομάδα (τότε), σημειώνοντας ότι είναι ένταλμα σύλληψης, ένα στην αγγλική γλώσσα και ένα στη γαλλική, χωρίς όμως να γνωρίζει περαιτέρω πληροφορίες.

Ερωτώμενος αν γνωρίζει κατά πόσο τον αναζητούν ακόμα οι αυτονομιστές μαχητές ο αιτητής απάντησε θετικά, αναφέροντας ότι η μητέρα του τον πληροφόρησε γι’ αυτό πριν από ένα μήνα (από τη συνέντευξη).

Οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν και αξιολόγησαν 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή

2.    Ισχυριζόμενα προβλήματα από το στρατό του Καμερούν και τους αυτονομιστές μαχητές

Αναφορικά με τον 1ο εκ των ως άνω ισχυρισμών, κρίθηκε ότι πληρείται η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός έγινε αποδεκτός.

Αναφορικά με τον 2ο ως άνω ισχυρισμό κρίθηκε ότι δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία καθώς ο αιτητής δεν έδωσε ικανοποιητικές, επαρκείς και συνεκτικές πληροφορίες σχετικά με όσα ανέφερε και υπέπεσε σε αντιφάσεις σε καίρια σημεία του αφηγήματος του τόσο αναφορικά με το περιστατικό με την τσάντα στο κουρείο του, όσο και το τι ακολούθησε αυτού και τη σύλληψη και κράτηση του από τους αποσχιστές μαχητές. Συγκεκριμένα, ως οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν στην επίδικη έκθεση, ο αιτητής, ενώ αρχικά δήλωσε την ημερομηνία που συνέβη του περιστατικό με τη τσάντα στο κουρείο του, ακολούθως δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ποιες και πόσες μέρες έμεινε στο σπίτι της γυναίκας που τον βοήθησε και ούτε πότε βρισκόταν κρατούμενος από τους αποσχιστές. Περαιτέρω, ως κρίθηκε, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί γνώριζε ο φίλος του την εισβολή του στρατού στο κουρείο του, γιατί αυτός βρισκόταν εκεί. Αντίφαση εντοπίστηκε επίσης στο ότι, ενώ αρχικά ανέφερε ότι το εστιατόριο βρισκόταν 10 χιλιόμετρα μακριά από το κουρείο του, στη συνέχει ανέφερε ότι ήταν 7 λεπτά με τα πόδια, χωρίς τελικά να είναι σε θέση, όταν κλήθηκε, να εξηγήσει αυτή την αντίφαση. Τέλος, παρόλο που αρχικά είχε αναφέρει ότι τον διώκει ο στρατός, όταν κλήθηκε τελικά να αναφέρει τον λόγο ο αιτητής ανέφερε ότι ο στρατός ουδέποτε είδε τον ίδιο και, ερωτώμενος πως κατάφερε να ταξιδέψει ο αιτητής ανέφερε ότι ο φίλος του τον βοήθησε, χωρίς να εξηγεί περαιτέρω.

Σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, στα πλαίσια αξιολόγησης των εγγράφων που προσκόμισε αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι, καλούμενος να εξηγήσει το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών ο αιτητής ανέφερε ότι του τα έστειλε ο δικηγόρος του, δεν γνώριζε τα υπόλοιπα ονόματα που καταγράφονται στο ένταλμα στην αγγλική γλώσσα και δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί δεν τα είχε στην κατοχή του πριν, εντοπίστηκαν δε συντακτικά λάθη στο κείμενο.

Για τους πιο πάνω λόγους ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού, κατόπιν ανασκόπησης της κατάστασης ασφαλείας στο Καμερούν και τον τόπο διαμονής του (Kumba, SW), σε συνάρτηση με το προφίλ του αιτητή, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να εκτεθεί σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

Στα πλαίσια των αγορεύσεων του ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του και δεν έγινε ορθή αξιολόγηση των ενώπιον τους στοιχείων, πράγμα που, ως ισχυρίζεται οδήγησε τους καθ’ ων η αίτηση σε απόφαση υπό καθεστώς πλάνης, χωρίς να αποδοθεί ως έπρεπε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, χωρίς να αξιολογηθούν οι προσωπικές του περιστάσεις, τα έγγραφα  που προσκόμισε και διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ), η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν αιτιολογείται επαρκώς. Σε συνέχεια των ως άνω παραθέτει αναφορές σε ΠΧΚ [οι οποίες δεν συμμορφώνονται με τις επιταγές του διαδικαστικού κανονισμού 10(β)], εκ των οποίων, ως εισηγείται, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά της επιστροφή. Παραθέτει περαιτέρω αναφορές και αποσπάσματα από σχετική με τα ως άνω νομολογία, προς επίρρωση των ισχυρισμών του.

Οι καθ' ων η αίτηση αναφέρουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή εξειδικεύεται και αναπτύσσεται δεόντως και είναι συνεπώς απορριπτέοι για τον λόγο αυτό. Περαιτέρω, απαντώντας σε έκαστο των προωθούμενων ισχυρισμών του αιτητή, αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, ορθή επί της ουσίας αυτής, λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, δόθηκε δεόντως η ευκαιρία στον αιτητή να τεκμηριώσει όσα ανέφερε και - σε κάθε περίπτωση - η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Τέλος αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους επί της αξιοπιστίας των λεγομένων του αιτητή όσο και επί της μη ύπαρξης κινδύνου διώξεως και σοβαρής βλάβης είναι ορθά και απολύτως εύλογα υπό τις περιστάσεις.

Προτού προχωρήσω σημειώνω ότι, ως προκύπτει από τα ερ.19-29, έγινε εν προκειμένω πλήρης συνέντευξη με τον αιτητή, όπου του δόθηκε δεόντως η ευκαιρία να αναφέρει όσα επιθυμούσε, τόσο στα πλαίσια ελεύθερης αφήγησης των ισχυρισμών του όσο και στα πλαίσια αρκετών διευκρινιστικών ερωτήσεων που υποβλήθηκαν σε σχέση με όλη την έκταση του αφηγήματος του. Περαιτέρω, προτού αρχίσει η συνέντευξη εξηγήθηκε ο τρόπος και η μέθοδος διεξαγωγής της συνέντευξης και, μετά το πέρας αυτής, διαβάστηκε στον αιτητή το πρακτικό της συνέντευξης, όπου και επιβεβαίωσε την πλήρη και ορθή καταγραφή των διαμειφθέντων.

Δεν διαπιστώνω λοιπόν οιονδήποτε σφάλμα στη διαδικασία ή παράβαση κάποιας εκ των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται στα αρ.13, 17 και 18 του Νόμου. Άλλωστε, δεδομένης της φύσης και της έκτασης ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο επί της επίδικης πράξης, με την επί της ουσίας πλήρη και εξ υπαρχής εξέταση όλων των ενώπιον του στοιχείων, ακόμα και ισχυρισμών που προβάλλονται για πρώτη φορά ενώπιον του, κάτι τέτοιο από μόνο του, χωρίς την παράθεση ισχυρισμών που θα ανέτρεπαν ενδεχομένως την απόφαση επί της ουσίας, δεν μπορεί να οδηγήσει άνευ ετέρου στην ακύρωση της. Εν προκειμένω ουδέν περαιτέρω αναφέρει ο αιτητής.

Δεδομένου ότι άπαντες οι λοιποί προωθούμενοι από τον αιτητή ισχυρισμοί συμπλέκονται με την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων (βλ. και Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Ενόψει και κατ’ εφαρμογή των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών θα συμφωνήσω με την απόρριψη ως αναξιόπιστου του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, για τους λόγους που ενδελεχώς καταγράφονται στην επίδικη έκθεση (ερ.104-107), για τους λόγους που πιο κάτω θα εξηγήσω.

Ως προκύπτει από ανάγνωση του επίδικου πρακτικού της συνέντευξης, τα λεγόμενα του αιτητή στερούνται, επί πολλών και καίριων πτυχών του όλου αφηγήματος του, εύλογα αναμενόμενων στοιχείων, περιέχουν αντιφάσεις και βρίθουν ασαφειών και βιωματικών στοιχείων. Υιοθετώ σχετικώς όσα αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση, τα οποία παρατίθενται και στα πλαίσια της παρούσης πιο πάνω, κατά την παράθεση της επίδικης έκθεσης, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω εδώ. Ενδεικτικά σημειώνω ότι ο αιτητής ανέφερε αρχικά ότι το εστιατόριο που γευμάτισε ήταν στον «επόμενο δρόμο, προηγουμένως είχε πει ότι ήταν 10 χιλιόμετρα μακριά (από το κουρείο) και ακολούθως, ερωτώμενος σχετικά ανέφερε ότι ήταν 7 λεπτά με τα πόδια, το μόνο δε που αποκρίθηκε όταν του υποβλήθηκαν τα ως άνω ήταν ότι έκανε λάθος. Ακολούθως ουδεμία λεπτομέρεια δίδει για το συμβάν της κράτησης του από αποσχιστές, τι βίωσε, μια ανάμνηση, έστω φωτογραφική απ’ αυτό, δεν θυμόταν δε τις ημερομηνίες που αυτό συνέβη, παρότι είχε προηγουμένως αναφέρει συγκεκριμένη ημέρα για το περιστατικό με την τσάντα του πελάτη του στο κουρείο και δεν μπόρεσε να εξηγήσει γιατί ισχυρίζεται ότι καταζητείται, αφού ο στρατός – ως ο ίδιος είχε αναφέρει – ουδέποτε τον είδε και συνέλαβε μάλιστα τον πελάτη του με την τσάντα, αλλά ούτε και πως ακριβώς έφυγε από το αεροδρόμιο, δεδομένων των ως άνω ισχυρισμών.

Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι ο αιτητής, σε κανένα σημείο του αφηγήματος, δεν ήταν σε θέση να αναφέρει, έστω κατ’ ελάχιστο, αυτό που εύλογα θα αναμενόταν να είναι σε θέση να αναφέρει, ήτοι μια πλήρη, συνεκτική, ευλογοφανή παράθεση σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο που δεν είχε βιώσει την εμπειρία που παραθέτει. Δεν έχω λοιπόν τίποτε να προσθέσω στα όσα ενδελεχώς καταγράφουν σχετικώς οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση, πέραν των ως άνω επί τούτου συνοπτικών διαπιστώσεων μου, τα οποία άλλωστε έχουν εντοπιστεί και από τους καθ’ ων η αίτηση.

Απομένει η εξέταση της εξωτερικής αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού.

Αναφορικά κατ’ αρχή με τα προσκομισθέντα από τον αιτητή έγγραφα (ερ.30-42), πρέπει να λεχθεί ότι οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση (ερ.123) αναφέρθηκαν μόνο σε ορισμένα απ’ αυτά, χωρίς να προβούν σε αξιολόγηση όλων των προσκομισθέντων. Με δεδομένη την εξουσία που κέκτηται το Δικαστήριο σχετικώς επιβάλλεται η ενασχόληση με τα έγγραφα αυτά.

Παρεμβάλλω ότι στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.107-108, αναφέρονται τα εξής:

«Το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης αφορούν το αν το έγγραφο είναι αξιόπιστο. Ένα έγγραφο μπορεί να είναι γνήσιο, υπό την έννοια ότι πρόκειται όντως για το έγγραφο ως το οποίο υποβάλλεται, αλλά το περιεχόμενό του ενδέχεται να είναι αναξιόπιστο και να μην τεκμηριώνει τις δηλώσεις του αιτούντος. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας και της αξιοπιστίας του εγγράφου το φέρει ο αιτών.

Ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν παράγοντες όπως η εσωτερική συνέπεια, το επίπεδο λεπτομέρειας, η συνέπεια με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και ιδιαίτερα με τις ΠΧΚ, και το αν οι πληροφορίες προέρχονται από άμεση πηγή. Το ίδιο ισχύει και για πτυχές που αφορούν τον συντάκτη, τα προσόντα του, την αξιοπιστία των πληροφοριών στις οποίες βασίζεται το έγγραφο και τον σκοπό για τον οποίο συντάχθηκε.

[…]

Τα έγγραφα πρέπει να υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος: οι αρχές που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αναφέρονται στην ενότητα 4.3 ανωτέρω δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης (324). Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων.»

Εν προκειμένω κατ’ αρχήν παρατηρώ ότι τα ερ.30-36 είναι εκτύπωση συνομιλίας από εφαρμογή μηνυμάτων σε κινητό τηλέφωνο, όπου παρουσιάζεται φερόμενη συνομιλία του αιτητή με την μητέρα του τον Ιούλιο 2022, όπου – σύμφωνα με το περιεχόμενο της εν λόγω συνομιλίας ο αιτητής της αναφέρει ότι έφυγε από τη χώρα και αυτή του λέει ότι τον ψάχνει ο στρατός και οι Ambazonians, του στέλνει δε φωτογραφίες όπου φέρεται να είναι η ίδια δεμένη, την οποία τράβηξαν οι Ambazonians για να ζητήσουν λύτρα. Δεδομένου ότι μια τέτοια συνομιλία είναι εξαιρετικά εύκολο να κατασκευαστεί, λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται για φερόμενη συνομιλία του αιτητή με την μητέρα του, λίγες μέρες αφότου αυτός ήρθε στη Δημοκρατία, επί δε των εκεί αναφερόμενων συμβάντων ουδέν ανέφερε ο αιτητής κατά τη συνέντευξη, που θα ήταν αναμενόμενο να πράξει, και συνεπώς τα όσα εκεί αναφέρονται στερούνται παντελώς υποβάθρου στα λεγόμενα του αιτητή, καταλήγω ότι πρόκειται για κατασκευασμένη συνομιλία, επινόημα του αιτητή.

Αναφορικά με τα ερ.37-38, τα οποία εξετάστηκαν και από τους καθ’ ων η αίτηση, πρέπει να σημειωθεί ότι, πέραν του ότι το κείμενο στην αγγλική, όπου αναφέρονται και ονόματα άλλων ατόμων, τα οποία ο αιτητής αγνοεί, διαφέρει από το κείμενο στη γαλλική και επίσης ουδεμία αναφορά στον χρόνο και τις πράξεις για τις οποίες διώκεται ο αιτητής γίνεται, ως θα ήταν αναμενόμενο, παρά μόνο παρατίθεται αριθμός αδικημάτων, αλλά και συντακτικά λάθη, το δε αγγλικό κείμενο δεν φέρει αριθμό εγγράφου, θεωρώ ότι σ’ αυτά δεν μπορεί παρά να αποδοθεί οριακή βαρύτητα. Τέτοια που δεν μπορεί να υπερκεράσει τις ελλείψεις και κενά που έχουν εντοπιστεί στην εσωτερική συνοχή του αφηγήματος του αιτητή και δεν δύναται να ισχυροποιήσει τους ισχυρισμούς του. Άλλωστε, ως και οι καθ’ ων η αίτηση σημειώνουν (ερ.105), ο ίδιος ο αιτητής ουδέν περαιτέρω ήταν σε θέση να αναφέρει ή και να εξηγήσει σε σχέση μ’ αυτά κατά τη συνέντευξη.

Αναφορικά τέλος με τα ερ.39-42, σημειώνω ότι φέρεται ως ένορκη δήλωση δικηγόρου, όπου καταγράφεται εν πολλοίς αυτολεξεί το αφήγημα του αιτητή ως αυτό παρατέθηκε από τον ίδιο στα πλαίσια της επίδικης αίτησης, χωρίς όμως να εξηγείται η πηγή γνώσης του ατόμου που φέρεται να προβαίνει στην ένορκη δήλωση αυτή, πως έμαθε τα όσα εκεί καταγράφει και πότε. Ούτε επ’ αυτού ο αιτητής αναφέρθηκε κατά τη συνέντευξη και ούτε στα πλαίσια της παρούσης, ως και ανωτέρω, επί των ερ.30-36, αναφέρω. Απορρίπτω λοιπόν ως εκ των υστέρων κατασκευάσματα του αιτητή ή καθ’ υπόδειξη ή εντολή αυτού τα ερ.39-42, αξίζει να ειπωθεί ότι φέρεται να έχουν συνταχθεί στις 22/07/22, αφορούν δε τον ίδιο τον αιτητή προσωπικά, όμως – ως ο ίδιος ανέφερε – τα έλαβε, δι’ αγνώστου τρόπου, λίγες μέρες πριν τη συνέντευξη (Απρίλιος 2024), το οποίο διαβρώνει περαιτέρω την γνησιότητα των εγγράφων αυτών, ως και όλων των λοιπών προσκομισθέντων από τον αιτητή.

Σχετικά με την εξωτερική συνοχή του αφηγήματος του αιτητή εντοπίζω τα εξής.

Η Διεθνής Αμνηστία και το Human Rights Watch (HRW), τέλος, κάνουν λόγο για μη τήρηση και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε εκτεταμένο βαθμό στα πλαίσια της κρίσης στις Αγγλόφωνες επαρχίες και την καταστολή τής δράσης τής Boko Haram στην επαρχία Far North.[1]

Κατά τα Ηνωμένα Έθνη υπάρχουν « […] αναφορές για βίαιες ενέργειες που καταλήγουν σε καταστροφή νοσοκομείων, σχολείων και ολόκληρων χωριών στις εν λόγω περιοχές τις οποίες έχουν διαπράξει μη κυβερνητικές ένοπλες ομάδες και μέλη των ενόπλων δυνάμεων του κυβερνώντος κόμματος […]»[2],  ενώ το HRW και η Διεθνής Αμνηστία επίσης αναφέρουν πως στις ενέργειες αυτές προβαίνουν τόσο κυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί δρώντες[3].  Σχετικά με τη γεωγραφική κατανομή των συγκρούσεων αναφέρονται τα εξής: «Στις ΝΔ και ΒΔ επαρχίες, υψηλά επίπεδα ανασφάλειας συνεχίζονταν. Η παρουσία κρατικών σωμάτων ασφαλείας – αστυνομία, χωροφυλακή, στρατός – είναι συγκεντρωμένη κατά μήκος των κύριων οδικών αρτηριών και στις πόλεις, ενώ οι μη κρατικές ένοπλες ομάδες εντοπίζονται κυρίως στις αγροτικές περιοχές.»[4].

Πηγές των Ηνωμένων Εθνών αναφέρουν τα εξής:

«Με την κλιμακούμενη βία ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και τις μη-κρατικές ένοπλες ομάδες στις Νοτιοδυτικές και Βορειοδυτικές περιοχές τού Καμερούν κατά το 2019, ο άμαχος πληθυσμός είναι αντιμέτωπος με σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων […] μαζικό εκτοπισμό, επιθέσεις κατά περιουσιών, κάψιμο σπιτιών και χωριών, διαχωρισμός οικογενειών, απώλεια εγγράφων ταυτοποίησης, αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση […] έλλειψη πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες που έχουν επηρεασθεί από την κρίση και σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (δολοφονίες, στρατολόγηση παιδιών, απαγωγές, έμφυλη βία, κ.ά. […] Επιθέσεις κατά χωριών, κάψιμο σπιτιών και δολοφονίες έχουν καταγραφεί.».[5]

Σύμφωνα με έκθεση της 1ης Μαρτίου του 2023 της R2P Monitor, «περισσότεροι από 6.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί ως αποτέλεσμα της κρίσης από το 2016. Οι δυνάμεις ασφαλείας διέπραξαν εξωδικαστικές δολοφονίες και εκτεταμένη σεξουαλική βία και βία λόγω φύλου, έκαψαν αγγλόφωνα χωριά και υπέβαλαν σε αυθαίρετη κράτηση, βασανιστήρια και κακομεταχείριση άτομα που θεωρούνταν ύποπτα ως αυτονομιστές. Οι ένοπλοι αυτονομιστές γίνονται επίσης ολοένα και πιο βίαιοι, σκοτώνοντας, απαγάγοντας και τρομοκρατώντας πληθυσμούς ενώ διεκδικούν σταθερά τον έλεγχο σε μεγάλα τμήματα των αγγλόφωνων περιοχών. Από τις αρχές του 2022 η κυβέρνηση αύξησε τις επιχειρήσεις της κατά των ένοπλων αυτονομιστικών προπύργιων. Οι αγγλόφωνοι αυτονομιστές απάντησαν εντείνοντας τις επιθέσεις εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων ασφαλείας, χρησιμοποιώντας περισσότερα φονικά όπλα και αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς IED. Οι αυτονομιστές έχουν απαγορεύσει την κυβερνητική εκπαίδευση και συχνά επιτίθενται, απειλούν και απαγάγουν μαθητές και καθηγητές, και επιπλέον καίνε, καταστρέφουν και λεηλατούν σχολεία. Αυτές οι επιθέσεις, καθώς και τα αυστηρά lockdown που επιβλήθηκαν από ένοπλους αυτονομιστές, έχουν στερήσει την εκπαίδευσή τους από τα παιδιά. Σύμφωνα με τον OCHA, μόνο το 46 τοις εκατό των σχολείων λειτουργούν και το 54 τοις εκατό των μαθητών πραγματοποίησαν εγγραφή για το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023. Περισσότεροι από 2 εκατομμύρια άνθρωποι πλήττονται στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές και χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια. Η OCHA εκτιμά, όπως αναφέρει η ίδια ως άνω έκθεση, ότι τουλάχιστον 628.000 άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά λόγω βίας στις δύο περιοχές, ενώ περισσότεροι από 87.000 έχουν καταφύγει στη Νιγηρία». [6]

Εκ του ως άνω επιβεβαιώνεται, ως ήταν και το σχετικό εύρημα των καθ’ ων η αίτηση, ότι τα όσα αναφέρει περί τούτου ο αιτητής συνάδουν διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, ως γενικές πληροφορίες, ως προς το ότι λαμβάνουν χώρα συγκρούσεις κυβερνητικών δυνάμεων και αποσχιστών και το ότι καταγράφεται πλήθος παραβάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από αμφότερες τις αντιμαχόμενες δυνάμεις.

Όμως προκειμένω η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Τούτο γιατί αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται κατά τ’ άλλα – παντελώς και σε όλη τους την έκταση - εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του. Τονίζω στο σημείο αυτό ότι οι ισχυρισμοί ενός αιτητή και η εσωτερική συνοχή τους παραμένουν ιδιαίτερης βαρύτητας σημείο αναφοράς. Ως άλλωστε και στο εγχειρίδιο EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2018, σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.». 

Στην απουσία δε περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως ανωτέρω καταγράφονται, είναι η κατάληξη μου ότι αυτά παραμένουν και συνεπώς ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή μπορεί να γίνει αποδεκτός, καθότι οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους.

Καταλήγω λοιπόν ότι η διαβρωθείσα εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή δεν μπορεί παρά να είναι καταλυτική ως προς την συνολική αξιοπιστία του αφηγήματος του, δεδομένου ότι το γεγονός πως τα όσα ανέφερε συνάδουν με γενικές ΠΧΚ, δεν μπορεί από μόνο του να οδηγήσει σε αποδοχή ενός αφηγήματος, όταν ο ισχυρισμός αυτός, στα πλαίσια του όλου ιστορικού που παραθέτει ο αιτητής, στερείται σε όλη του την έκταση συνοχής, ενόψει και της συνολικής αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας.

Ενόψει της ως άνω κατάληξης απομένει η αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής του αιτητή (Kumba, SW).

Κατά την περίοδο 09/05/24–09/05/25,στη βάση δεδομένων της ACLED, στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, στην οποία υπάγεται η πόλη Kumba, καταγράφηκαν συνολικά 594 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 612 θάνατοι, τα οποία αφορούν 335 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 118 απώλειες), 14 εξεγέρσεις (με 2 απώλειες), 11 διαμαρτυρίες (χωρίς απώλειες), 218 μάχες (με 474 απώλειες) και 16 περιστατικά έκρηξης ή απομακρυσμένης βίας (με 18 απώλειες). Στην πόλη Kumba, για το ίδιο διάστημα, καταγράφηκαν 17 περιστατικά ασφαλείας (4 θάνατοι). Ο πληθυσμός της περιφέρειας ανέρχεται περί το 1 ½ εκατομμύριο κατοίκων[7], της δε πόλης Kumba περί τις 150.000. [8]

Είναι κατάληξη μου ότι εκ των ανωτέρω στοιχείων δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στον τόπο διαμονής του. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [9] (βλ. και αποφάσεις ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN και C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/09). Σημειώνω εδώ ότι ο αιτητής είναι νεαρός (35 ετών), υγιής, με υποστηρικτικό δίκτυο (μητέρα/θείοι/φίλοι), επαρκές μορφωτικό επίπεδο και προηγούμενη εργασιακή εμπειρία.

Έπεται ότι δεν τεκμηριώνεται εδώ βάσιμος φόβος «καταδίωξης [του αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου αντίστοιχα. Με δεδομένα δε τα όσα ανωτέρω αναλύονται δεν κρίνω ότι η επιστροφή του αιτητή στο Καμερούν θα ήταν σε παράβαση του κατοχυρωμένου δικαιώματος του στην μη επαναπροώθηση

Ουδέν προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσης που να ανατρέπει τα ως άνω.

Η προσφυγή απορρίπτεται.

Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν στην επίδικη έκθεση, ως αυτές ανωτέρω καταγράφονται, ήτοι της μη εξέτασης και πλήρους αξιολόγησης των ενώπιον των καθ’ ων εγγράφων που προσκόμισε ο αιτητής, τα οποία, παρότι δεν είναι ικανά - δεδομένου του εξ υπαρχής ελέγχου που διενεργήθηκε στα πλαίσια της παρούσης - να ανατρέψουν το τελικό αποτέλεσμα ότι δεν υφίσταται εδώ ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας στον αιτητή, καταδεικνύουν πλημμελή έρευνα και αιτιολόγηση, δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Amnesty International (AI), Human Rights in Africa: Review of 2019 - Cameroon [AFR 01/1352/2020], 08 April 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2028266.html ; Human Rights Watch (HRW), World Report 2021 – Cameroon (Events of 2020), 13 January 2021, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2043533.html (accessed on 05/08/2022)

[3] Human Rights Watch (HRW), World Report 2021 – Cameroon (Events of 2020), 13 January 2021, available at:  https://www.ecoi.net/en/document/2043533.html; Amnesty International (AI), Human Rights in Africa: Review of 2019 - Cameroon [AFR 01/1352/2020], 08 April 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2028266.html (accessed on 11/08/2021)

[3] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), p. 9, June 2020, available at:  https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf

[5] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 41-42, June 2020, available at:https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf

[6] Global Centre for the Responsibility to Protect (Author), published by ReliefWeb: R2P Monitor, Issue 64, 1 March 2023, 2 March 2023, σελ. 4,  https://reliefweb.int/attachments/4df72bc8-c5c2-4e1b-a2db-95e32a179862/R2P-Monitor-March-2023.pdf (ημ. 22/04/2024).

[9] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο