ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 1898/2022
28 Νοεμβρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1. W. M. W.
2. B. J. W.
3. M. B. W.
4. U. B. W.
5. J. M. W.
Αιτητές
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση.
…………………….
Άντρη Χαραλάμπους, Δικηγόρος για τον αιτητή
Κατερίνα Χρυσοστόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Οι αιτητές προσφεύγουν με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 13/12/2021, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά τους για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και καλούν το Δικαστήριο με το αιτητικό Α, όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, με το αιτητικό Β να εκδώσει νέα απόφαση επί της ουσίας του αιτήματός τους και με το αιτητικό Γ να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνει δίκαιη και εύλογη.
Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της Ένστασης που καταχώρησε η ευπαίδευτη δικηγόρος που εκπροσωπεί το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, οι αιτητές 1 και 2 είναι ενήλικοι σύζυγοι και οι αιτητές 3, 4 και 5 τα τέκνα αυτών. Οι αιτητές είναι υπήκοοι της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (εφεξής «ΛΔΚ») και στις 10/7/2018 υπέβαλαν αίτηση για διεθνή προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 11/07/2018, δόθηκε στους αιτητές βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας. Στις 17/02/2021, 19/02/2021, 09/03/2021, 11/03/2021 και 31/03/2021 διεξήχθησαν συνεντεύξεις στον αιτητή αρ.1 και στις 09/04/2021 στην αιτήτρια αρ.2 από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO, πλέον Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο-EUAA) (εφεξής «αρμόδιος λειτουργός») και τους παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα.
Μετά τις συνεντεύξεις, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας. Στις 13/12/2021, η εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδια λειτουργός, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης που υπέβαλαν οι αιτητές. Στις 08/03/2022 ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς τους αιτητές σχετικά με την απόρριψη του αιτήματός τους. Η εν λόγω επιστολή κοινοποιήθηκε στους αιτητές στις 11/03/2022 και τους επεξηγήθηκε σε γλώσσα που κατανοούν. Οι αιτητές αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλαν την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.
Με την κατάθεση της προσφυγής, οι αιτητές προσκόμισαν τα πιο κάτω:
1) Αντίγραφο του από 05/07/2018 Εντάλματος Προσαγωγής της Εισαγγελίας του Δικαστηρίου Grande Instance του Lubumbashi.
2) Αντίγραφο της από 16/06/2018 κλήσης προς εμφάνιση του Επαρχιακού Αστυνομικού τμήματος της Haut Katanga.
3) Αντίγραφα επικοινωνίας με την Υπηρεσία Ασύλου
4) Αντίγραφα βεβαιώσεων σπουδών
Η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών με τη Γραπτή της Αγόρευση προώθησε τους πιο κάτω λόγους ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης: 1) Μη δέουσα έρευνα και πλάνη περί τα πράγματα, λόγω μη αξιολόγησης του προσκομισθέντος εντάλματος σύλληψης, την ελλιπή έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και την απουσία αξιολόγησης τυχόν κινδύνου απέλασης, που οδήγησαν σε εσφαλμένη αξιολόγηση του κινδύνου που αντιμετωπίζουν οι αιτητές σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους, 2) Έλλειψη επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας, λόγω απουσίας αξιολόγησης της αίτησης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου και απλής υιοθέτησης του περιεχομένου της Έκθεσης – Εισήγησης του αρμόδιου λειτουργού, 3) Παραβίαση των αρχών της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης, λόγω έκδοσης της απόφασης σε διάστημα άνω των 4 ετών από την κατάθεση του αιτήματός τους, 4) Υπέρβαση εξουσίας, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου και παραπονείται μεταξύ άλλων για τη μη χορήγηση του ευεργετήματος της αμφιβολίας στο πρόσωπο του αιτητή.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, αλλά και προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει πως αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία της υπόθεσης και αναφέρει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Επιπλέον, εισηγείται ότι οι αιτητές δεν κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών τους που θεμελιώνουν το αίτημά τους για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθώς δεν απέδειξαν βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, έτσι ώστε να τους αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξαν ότι δύναται να τους χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Στη συνέχεια, οι αιτητές καταχώρησαν την 01/02/2023 αίτηση για άδεια προσαγωγής μαρτυρίας, η οποία έγινε δεκτή με την από 08/09/2023 Ενδιάμεση Απόφαση του Δικαστηρίου. Με την προσαγωγή προσκομίστηκε αντίγραφο Ειδοποίησης Αναζητούμενου Προσώπου, ημερομηνίας 12/12/2022, από την Δικαστική Μονάδα του Lubumbashi, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής αναζητείται από τις αρχές με την κατηγορία των εκτροπών (αρ. 136 -138 πκ).
Στην ένορκή του δήλωση ο αιτητής, ανέφερε ότι όλα άρχισαν το 1995 όταν ο θείος του σκότωσε την μητέρα του και στη συνέχεια, με την βοήθεια των δύο σωματοφυλάκων του, ο ίδιος συνελήφθη, φυλακίστηκε και υπέστη βασανιστήρια από αστυνομικούς. Φοβούμενος για τη ζωή του, ισχυρίστηκε ότι βρήκε καταφύγιο στην Katanga στο Νότιο Κονγκό, όπου νυμφεύθηκε την αιτήτρια αρ. 2 και απέκτησαν πέντε τέκνα και εργαζόταν σε ταξιδιωτικό γραφείο, ως υπεύθυνος έκδοσης εισιτηρίων για μέλη της κυβέρνησης. Τον Δεκέμβριο του 2013, ισχυρίστηκε ότι όλοι οι πιστοί της εκκλησίας του προφήτη Mukungubila δολοφονήθηκαν και σφαγιάστηκαν από τους στρατιώτες του Kabila, ο οποίος έδωσε εντολή να συλλάβουν τον μεγαλύτερο αδελφό της συζύγου του, ο οποίος ήταν ένας από τους πάστορες και προκειμένου να σωθεί, βρήκε καταφύγιο στην οικία του. Εκεί τον συνέλαβαν και στη συνέχεια τον δολοφόνησαν. Ο ίδιος και η σύζυγός του κατηγορήθηκαν από τα υπόλοιπα μέλη της εκκλησίας ότι ήταν υπαίτιοι για τον θάνατο του και ότι συνεργάστηκαν με την κυβέρνηση με συνέπεια να λάβουν απειλές για την ζωή τους. Ισχυρίστηκε ότι η σύζυγός του υπήρξε θύμα απόπειρας βιασμού. Στις 06/01/2015 η αστυνομία τον συνέλαβε, τον ξυλοκόπησε και τον οδήγησε στην φυλακή, όπου υπέστη βασανιστήρια επειδή έκδωσε εισιτήριο στον Muyambo Kiassa, μέλος της κυβέρνησης. Αφέθηκε ελεύθερος όταν ο τελευταίος επέστρεψε στην χώρα. Λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 15/06/2018, όντας υπεύθυνος του ταξιδιωτικού γραφείου, έκδωσε εισιτήρια σε δυο πρόσωπα, τα οποία ήταν αντίπαλοι της κυβέρνησης, γεγονός το οποίο ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε. Εξαιτίας αυτού, άρχισε να δέχεται απειλητικά μηνύματα και τηλεφωνήματα για τον ίδιο και την οικογένειά του. Οι στρατιώτες του τότε Προέδρου, ανέφερε ότι προσπάθησαν να συλλάβουν την σύζυγό του και να απαγάγουν την κόρη του Mariamie από το σχολείο. Εναντίον του εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και σε επικοινωνία που είχε με φίλο του, ενημερώθηκε ότι αναζητείται ακόμη από την αστυνομία.
Προς υποστήριξη αυτού, εξασφάλισε εκ μέρους του σχετική ειδοποίηση, η οποία αναφέρει ρητά ότι η Δικαστική Αστυνομία εξακολουθεί να τον αναζητά με την κατηγορία των «εκτροπών», γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα του, θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του και θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία ή ακόμη και σε θάνατο. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι η γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη ΛΔΚ επηρεάζει άμεσα την ζωή και την σωματική ακεραιότητα τόσο του ιδίου, όσο και της οικογένειάς του και ότι ακόμη κι αν αλλάξει το καθεστώς ή εκλεγεί νέος Πρόεδρος, ο κίνδυνος για την ζωή του θα συνεχίσει να υφίσταται διότι, αναζητείται για ποινικά αδικήματα.
Μετά την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 08/09/2023 σύμφωνα με την οποία κρίθηκε σχετικό το Τεκμήριο 1 που ζήτησε ο αιτητής να προσκομίσει και η μαρτυρία κατατέθηκε από τον αιτητή με σχετική ένορκη δήλωση, χωρίς βέβαια να εξεταστεί σε εκείνο το στάδιο η βασιμότητα των ισχυρισμών του, ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και του τέθηκαν διάφορα ζητήματα στα οποία τοποθετήθηκε και θα αναφερθούν εκτενέστερα πιο κάτω.
Με την Απαντητική Γραπτή Αγόρευση της, η συνήγορος των αιτητών επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν τους ισχυρισμούς της περί βάσιμου φόβου δίωξης των αιτητών, θέση που επιρρώνεται κατά τη εισήγησή της από το προσκομισθέν έγγραφο περί αναζήτησης του αιτητή, αντικρούοντας τους ισχυρισμούς των καθ’ ων η αίτηση και ζητώντας όπως χορηγηθεί στους αιτητές διεθνής προστασία.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3), του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών με τον πρώτο λόγο ακύρωσης ισχυρίζεται πως η απόφαση λήφθηκε κατόπιν ανεπαρκούς, ελαττωματικής, μη δέουσας έρευνας ενώ με το δεύτερο λόγο υποδεικνύει ότι η κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση περί μη απόδειξης βάσιμου φόβου δίωξης ή σοβαρής βλάβης ήταν λανθασμένη, παράνομη και αυθαίρετη. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υποδεικνύει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί έπειτα από δέουσα έρευνα και είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Κρίνω πως λόγω της σχετικότητας των δύο προαναφερόμενων ισχυρισμών που προβάλλονται από τους αιτητές θα πρέπει να εξεταστούν στο σύνολό τους. Έχω εξετάσει με προσοχή τα εκατέρωθεν επιχειρήματα που προβάλλονται από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των αιτητών και των καθ’ ων η αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο και κρίνω πως πρέπει να καταγραφούν οι ισχυρισμοί των αιτητών σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός τους, τόσο για σκοπούς εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, όσο και για να εξεταστούν οι νομικοί ισχυρισμοί που προβάλλει η ευπαίδευτη συνήγορός τους.
Κατά την υποβολή της αίτησης χορήγησης διεθνούς προστασίας ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του λόγω στοχοποίησής του από την τότε κυβέρνηση και φοβούμενος για τη ζωή του ιδίου και της οικογενείας του, λόγω κατηγοριών περί εμπλοκής του στη διαφυγή πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος από τη χώρα. Ειδικότερα, δήλωσε ότι ήταν υπάλληλος σε ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο και συνεργαζόταν με πολλούς πολιτικούς του Haut-Katanga – Lubumbashi, οι περισσότεροι από τους οποίους εγκατέλειψαν τη χώρα, με τον ίδιο να ετοιμάζει τα εισιτήριά τους. Μόλις έφυγαν, άρχισε να δέχεται απειλές κατά της ζωής του. Ανέφερε ότι δεχόταν απειλητικά τηλεφωνήματα και ότι τον κατηγορούσαν ότι έπαιρνε χρήματα για τη διαφυγή τους, αναφέροντας επιπλέον ότι αποπειράθηκαν να απαγάγουν τα τέκνα του από το σχολείο.
Κατά την προσωπική του συνέντευξη ο αιτητής δήλωσε υπήκοος ΛΔΚ, με καταγωγή από το Inongo, της επαρχίας Mai-Ndombe της ΛΔΚ, και τόπο συνήθους διαμονής το Lumbubashi. Φυλετικής καταγωγής Basengele, χριστιανός καθολικός, απόφοιτος πανεπιστημίου, εργαζόταν ως υπάλληλος τουριστικού γραφείου. Με την αιτήτρια παντρεύτηκαν στις 24/10/2009 στο Lubumbashi και απέκτησαν πέντε τέκνα, εκ των οποίων τα δύο βρίσκονται στο εξωτερικό, ενώ τα άλλα τρία είναι αιτητές στην παρούσα, γεννηθέντα στις 12/10/2005, 17/07/2008 και 27/09/2010 αντίστοιχα. Αυτή ήταν η οικογενειακή του κατάσταση τη στιγμή της συνέντευξης. Η πατρική του οικογένεια αποτελείται από μια αδερφή που βρίσκεται στο εξωτερικό, ενώ οι γονείς του και ένας ακόμα αδερφός του απεβίωσαν.
Εγκατέλειψε με την οικογένεια του την χώρα καταγωγής του αεροπορικώς τον Ιούνιο του 2018. Ερωτηθείς σχετικά με τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα, δήλωσε πως τα διαβατήρια των υπολοίπων μελών της οικογένειάς είχαν λήξει και πως τους βοήθησε τρίτο πρόσωπο, προκειμένου να ταξιδέψουν, χωρίς να γνωρίζει τις ενέργειες που έκανε. Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα του, αναφέρθηκε 1) στη στοχοποίησή του από τις κρατικές αρχές λόγω κατηγοριών περί συνδρομής του στη διαφυγή πολιτικών αντιπάλων του Προέδρου Kabila, 2) στην προσωπική του διαμάχη με τον θείο του που τύγχανε αρχηγός της φυλής, λόγω της δολοφονίας της μητέρας του και 3) στην στοχοποίηση του ίδιου και της συζύγου του, λόγω εμπλοκής της τελευταίας στην εκκλησία του πάστορα Mukungumobila.
Ειδικότερα, αναφορικά με τον πρώτο λόγο δήλωσε ότι στοχοποιήθηκε από τις κρατικές αρχές, λόγω κατηγοριών περί έκδοσης ταξιδιωτικών εισιτηρίων σε πολιτικούς αντιπάλους του Προέδρου Kabila, γεγονός που τον κατέστησε ύποπτο για υποστήριξη αυτών των προσώπων. Συγκεκριμένα δήλωσε ότι η στοχοποίηση ξεκίνησε το 2015, όταν συνελήφθη λόγω της διευθέτησης αεροπορικού εισιτηρίου για τον Muyambo-Kiasa (Muyambo), με αποτέλεσμα στις 07/01/2015 τρία άτομα να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν σε όχημα της αστυνομίας, όπου και τον ξυλοκόπησαν.
Σε σχέση με την κράτησή του το 2015, ο αιτητής δήλωσε ότι ο δικηγόρος του προσπάθησε να εξασφαλίσει την αποφυλάκισή του χωρίς αποτέλεσμα και ότι τελικά αφέθηκε ελεύθερος χάρη σε παρέμβαση της συζύγου του μέσω προσώπων που όπως είπε, είχαν επιρροή στην κυβέρνηση. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει το περιεχόμενο των εγγράφων που υπέγραψε προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος, ο αιτητής απάντησε ότι δεν γνώριζε ακριβώς τι υποχρεώσεις αναλάμβανε, διότι τα υπέγραψε υπό πίεση και απειλές.
Ο αιτητής δήλωσε ότι αισθάνθηκε προσωρινή ανακούφιση όταν πληροφορήθηκε αργότερα πως ο Muyambo συνελήφθη, θεωρώντας ότι, αφού είχε τεθεί υπό κράτηση το πρόσωπο για το οποίο κατηγορείτο πως παρείχε υποστήριξη, δεν θα συνέχιζε να απασχολεί τις αρχές. Ωστόσο, η στοχοποίησή του συνεχίστηκε το 2018, όταν ο Πρόεδρος Kabila αρνήθηκε να αποχωρήσει από την εξουσία. Ο αιτητής ανέφερε ότι ο ίδιος είχε εγγραφεί στην πολιτική πλατφόρμα του Moïse Katumbi (Ensemble pour le Changement) και ότι μετά την εγγραφή αυτή άρχισε να δέχεται επαναλαμβανόμενες τηλεφωνικές απειλές.
Στις 16/05/2018 κλήθηκε από τον εργοδότη του να παραστεί σε συγκεκριμένη συνάντηση, όπου ήταν παρόντες οι αρχηγοί ασφαλείας (security leaders) της χώρας. Κατά τη συνάντηση αυτή, του ζητήθηκε να παραδώσει λίστα ονομάτων προσώπων, καθώς και τα στοιχεία όσων θεωρούνταν αντίπαλοι του Προέδρου Kabila. Ανέφερε ότι κατηγορήθηκε για το ότι είχε επιτρέψει την είσοδο στη χώρα προσώπων που υποστήριζαν τον Katumbi, καθώς και για το ότι είχε διευκολύνει την έξοδο προσώπων, όπως ο Muyambo και ένας δικαστής που συνδεόταν με τον Katumbi.
Ερωτηθείς σχετικά με το τι του ζητήθηκε να υπογράψει, δήλωσε ότι εξαναγκάστηκε, υπό την απειλή όπλου, να υπογράψει έγγραφο το περιεχόμενο του οποίου δεν του γνωστοποιήθηκε. Ανέφερε ότι οι παρευρισκόμενοι του είπαν ότι ο εργοδότης του θα του εξηγούσε αργότερα το περιεχόμενό του. Σε ερώτηση αν γνωρίζει τελικά τι ανέφερε το έγγραφο που υπέγραψε, απάντησε ότι ποτέ δεν πληροφορήθηκε τις ακριβείς συνέπειες, ούτε έλαβε αντίγραφο. Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως από την επόμενη ημέρα, ο εργοδότης του άρχισε να του ζητά συγκεκριμένες λίστες επιβατών που ταξίδευαν με συγκεκριμένες αεροπορικές εταιρείες. Το 2019, του ζητήθηκε να διευθετήσει τα εισιτήρια δύο προσώπων που επρόκειτο, σύμφωνα με τον ίδιο, να μεταβούν στη Νότια Αφρική για να συναντήσουν τον Katumbi. Διευκρίνισε ότι τα πρόσωπα αυτά ήταν ο Pierre Lumbi και ο Juvenal Kitungwa, τους οποίους χαρακτήρισε μέλη της επιτροπής υποστήριξης του Katumbi.
Ο αιτητής ανέφερε πως παρά το γεγονός ότι είχε ήδη υπογράψει έγγραφα υπό απειλή, προχώρησε στη διευθέτηση των εισιτηρίων αυτών, εξηγώντας ότι το έπραξε επειδή πίστευε στην ανάγκη πολιτικής αλλαγής στη χώρα. Μετά τη συγκεκριμένη ενέργεια, άρχισε να δέχεται εκ νέου τηλεφωνικές απειλές, αυτή τη φορά όχι μόνο κατά της δικής του ζωής αλλά και κατά της συζύγου και των τέκνων του, συμπεριλαμβανομένων απειλών απαγωγής. Όταν του ζητήθηκε να αναφέρει τον αριθμό και το περιεχόμενο των απειλητικών τηλεφωνημάτων, ανέφερε ότι ήταν πολλά και ότι τα άτομα που καλούσαν τον προειδοποιούσαν πως γνώριζαν τι έκανε και ότι θα πλήρωναν όλοι, αναφερόμενοι στη σύζυγο και τα παιδιά του.
Ο αιτητής δήλωσε ότι σε κάποια χρονική στιγμή έλαβε «επιστολή καταδίκης» (letter of conviction), με την οποία καλείτο να παρουσιαστεί ενώπιον των αρχών στις 18/06. Ερωτηθείς αν προσκόμισε ή διαθέτει αντίγραφο της επιστολής, ανέφερε ότι δεν το έχει στην κατοχή του. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν παρουσιάστηκε στην ημερομηνία που του είχε οριστεί, δήλωσε ότι ζήτησε αρχικά από τον δικηγόρο του να εμφανιστεί αντ’ αυτού, αλλά οι αρχές απάντησαν πως η παρουσία του ιδίου ήταν υποχρεωτική, επειδή θεωρείτο πρόσωπο που διευκολύνει τη διαφυγή πολιτικών αντιπάλων του Kabila. Ανέφερε ότι ζήτησε από τον εργοδότη του να παρουσιαστούν μαζί ενώπιον των αρχών, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Όταν ρωτήθηκε αν ο εργοδότης του του εξήγησε τους λόγους της άρνησης, απάντησε αρνητικά. Στη συνέχεια απευθύνθηκε σε οικείο δικηγόρο, ο οποίος, όπως δήλωσε, έλαβε την ίδια απάντηση: ότι ο αιτητής έπρεπε να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως.
Ο αιτητής δήλωσε ότι στις 20 του μήνα άρχισε να λαμβάνει επίμονες τηλεφωνικές κλήσεις από άγνωστους αριθμούς, στις οποίες δεν απάντησε. Την επόμενη ημέρα, άκουσε πυροβολισμούς έξω από την κατοικία του. Ανέφερε ότι, όταν έφθασε η αστυνομία, εντοπίστηκαν σφαίρες στον εξωτερικό χώρο. Σε σχετική ερώτηση, δήλωσε ότι αστυνομικοί που ήταν παρόντες του είπαν ανεπίσημα ότι πιθανόν επρόκειτο για διεφθαρμένους αστυνομικούς που δρούσαν ως ένοπλες ομάδες. Ο αιτητής ανέφερε ότι την ίδια ημέρα, πηγαίνοντας στην εργασία του, ο φύλακας του κτιρίου τον ενημέρωσε ότι κάποιοι τον αναζητούσαν. Αργότερα, τρία ένοπλα άτομα εισήλθαν στον χώρο εργασίας του και ζήτησαν να δουν τον προϊστάμενο. Ο αιτητής τους κάλεσε στο γραφείο του, όπου του είπαν ότι τον αναζητούσαν επειδή είχαν πληροφορηθεί ότι προσπαθούσε να δολοφονήσει τον Kabila. Όταν διαπίστωσαν ότι το γραφείο του ανώτερου του ήταν άδειο, άφησαν μήνυμα για εκείνον και αποχώρησαν.
Όταν του ζητήθηκε να αναφέρει, εαν κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία, απάντησε αρνητικά, εξηγώντας ότι η αστυνομία ήταν μέρος του προβλήματος και ότι ήδη πίστευε πως υπήρχε εμπλοκή ένστολων στις απειλές ή στις ενέργειες εναντίον του. Όταν ζητήθηκε να διευκρινίσει αν γνώριζε την ταυτότητα των ενόπλων, απάντησε ότι δεν γνώριζε, αλλά υποπτευόταν ότι συνδέονταν με κρατικές ή παρακρατικές δομές. Τέλος, ο αιτητής δήλωσε ότι επικοινώνησε με τον δικηγόρο του, ο οποίος τον κάλεσε σε συνάντηση, και αντιλήφθηκε τότε πως δεν υπήρχε πλέον ασφαλής τρόπος παραμονής του στη χώρα, αφού, όπως είπε, είχε στοχοποιηθεί από πρόσωπα που δρούσαν τόσο μέσα όσο και έξω από τις κρατικές δομές.
Σχετικά με τον δεύτερο λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε ότι σε νεαρή ηλικία στοχοποιήθηκε από τον θείο του, ο οποίος, ήταν αρχηγός της φυλής Basengele. Ανέφερε ότι ο θείος του δολοφόνησε τη μητέρα του, τοποθετώντας το γεγονός χρονικά γύρω στο 1995. Ερωτηθείς για το κίνητρο της δολοφονίας, ανέφερε ότι δεν γνώριζε με βεβαιότητα τον λόγο, δηλώνοντας ότι ο θείος του είχε εξουσία στη φυλή και ότι ασκούσε επιρροή. Όταν ρωτήθηκε αν υπήρχε προηγούμενη διαφορά μεταξύ των δύο οικογενειών, απάντησε ότι δεν γνώριζε, διότι τότε ήταν παιδί.
Περαιτέρω, ανέφερε ότι, όταν πληροφορήθηκε τη δολοφονία της μητέρας του, επιτέθηκε στον θείο του και τον χτύπησε, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να διατάξει τη δολοφονία του. Ερωτηθείς αν υπήρξε καταγγελία ή κρατική παρέμβαση, απάντησε αρνητικά, εξηγώντας ότι ο θείος του είχε ισχύ και σχέση με τις αρχές. Δήλωσε ότι, κατόπιν των εντολών διώξεώς του, συνελήφθη και κρατήθηκε σε κελί, όπου και βασανίστηκε. Όταν του ζητήθηκε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για την κράτησή του, απάντησε ότι δεν γνώριζε την ακριβή τοποθεσία της φυλακής, καθώς ήταν δεμένος και με καλυμμένα μάτια. Ο αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του, μόλις πληροφορήθηκε τη σύλληψη και κράτησή του, παρενέβη προκειμένου να εξασφαλίσει την αποφυλάκισή του και την μεταφορά του στην Kinshasa, προκειμένου να αποφύγει την εκτέλεση της εντολής θανάτωσής του από τον θείο του. Ερωτηθείς σχετικώς, δήλωσε ότι δε γνωρίζει λεπτομέρειες για τις ενέργειες του πατέρα του, δεδομένου ότι ήταν ανήλικος.
Όταν του ζητήθηκε να αναφέρει εάν μετά την απομάκρυνσή του, υπήρξε επαφή ή περαιτέρω απειλές από τον θείο του ή την φυλή Basengele, απάντησε ότι δεν υπήρξε άμεση επίθεση, αλλά ότι ο κίνδυνος παρέμενε, καθώς ο θείος του είχε επιρροή και πρόσβαση σε πρόσωπα με όπλα. Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει αν ο συγκεκριμένος λόγος δίωξης συνδέεται με τα νεότερα γεγονότα που τον οδήγησαν στην αναχώρηση από τη χώρα, απάντησε ότι αποτελεί παλαιότερο αλλά ουσιαστικό στοιχείο της στοχοποίησής του, διότι όπως δήλωσε, ήταν από μικρός στο στόχαστρο ανθρώπων με εξουσία. Ερωτηθείς αν υπάρχουν σήμερα μέλη της οικογένειας του θείου του που τον αναζητούν ή ασκούν επιρροή, δεν έδωσε συγκεκριμένη απάντηση και δήλωσε ότι δεν γνώριζε την τρέχουσα κατάσταση, καθώς έχει εγκαταλείψει τη χώρα.
Ως τρίτο λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε γεγονότα που, σύμφωνα με τον ίδιο, συνέβησαν το 2013 στο Lubumbashi. Δήλωσε ότι τότε η σύζυγός του ήταν μέλος εκκλησίας που τελούσε υπό την καθοδήγηση του πάστορα Mukungubila. Ανέφερε ότι ο συγκεκριμένος πάστορας έδωσε εντολή στους ακολούθους του να δολοφονήσουν τον Πρόεδρο Kabila, γεγονός που οδήγησε σε εκτεταμένες ενέργειες καταστολής από τις κρατικές αρχές.
Περαιτέρω, δήλωσε ότι ο αδελφός της συζύγου του, μαζί με τρία άλλα μέλη της εκκλησίας, μετέβησαν στην οικία του ζητώντας του να τους βοηθήσει να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ερωτηθείς γιατί απευθύνθηκαν σε εκείνον, απάντησε ότι πίστευαν πως, λόγω της πρόσβασής του σε αεροπορικές διαδικασίες, θα μπορούσε να τους διευκολύνει. Σύμφωνα με τον αιτητή, ο κουνιάδος του τελικά συνελήφθη, ακρωτηριάστηκε και δολοφονήθηκε. Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει πώς έλαβε γνώση των γεγονότων, απάντησε ότι ενημερώθηκε από τη σύζυγό του και άλλα μέλη της εκκλησίας.
Επιπρόσθετα, ανέφερε πως συνελήφθη και ανακρίθηκε από την αστυνομία σχετικά με την τύχη των μελών της εκκλησίας που δεν εντοπίστηκαν. Ανέφερε ότι ο ίδιος και η σύζυγός του δέχθηκαν απειλές προκειμένου να αποκαλύψουν το πού βρίσκονταν τα πρόσωπα που είχαν καταφέρει να διαφύγουν. Ερωτηθείς αν υπέστη σωματική κακοποίηση κατά την ανάκριση, απάντησε ότι δεν ξυλοκοπήθηκε, αλλά δέχθηκε έντονες απειλές και πίεση. Όταν του ζητήθηκε να προσδιορίσει το διάστημα κράτησης, ο αιτητής ανέφερε πως δεν έμεινε για πολύ λόγω παρέμβασης γνωστού προσώπου.
Ο αιτητής δήλωσε ότι αποφυλακίστηκε χάρη στην παρέμβαση προσώπου που όπως είπε, εργαζόταν στο Υπουργείο Εθιμοτυπίας (Protocol Ministry) και είχε επιρροή ώστε να διατάξει την απελευθέρωσή του. Ερωτηθείς για την ταυτότητα του συγκεκριμένου προσώπου, δεν την αποκάλυψε αναφέροντας ότι «δεν επιθυμεί να δημιουργήσει πρόβλημα» σε εκείνον. Μετά την αποφυλάκισή του, όπως ισχυρίστηκε, ο ίδιος και η σύζυγός του υποχρεώθηκαν να παρουσιάζονται στο τέλος κάθε μήνα στις αρχές, ενώ όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει σε ποια υπηρεσία έδινε την υπογραφή του, απάντησε ότι επρόκειτο για υπηρεσία ασφαλείας. Ερωτηθείς αν είχαν επιβληθεί άλλοι περιοριστικοί όροι ή αν του αφαιρέθηκε ταξιδιωτικό έγγραφο, απάντησε αρνητικά.
Ο αιτητής ανέφερε ότι από εκείνο το σημείο και μετά θεωρούταν από την εκκλησία της συζύγου του ως υπεύθυνος για τον θάνατο του κουνιάδου του, επειδή, όπως δήλωσε, τα μέλη της εκκλησίας πίστευαν ότι είχε στήσει ενέδρα ώστε να δολοφονηθεί. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει πώς προέκυψε αυτή η κατηγορία, απάντησε ότι κάποιοι από την εκκλησία το πίστεψαν επειδή τον είχαν δει να συνεργάζεται με τις αρχές. Ερωτηθείς αν υπήρξε περαιτέρω επίθεση ή απόπειρα βίας από μέλη της εκκλησίας εις βάρος του, απάντησε ότι δεν υπήρξε φυσική επίθεση, αλλά ότι «ένιωθε στοχοποιημένος» και ότι ήξερε ότι παρακολουθείτο.
Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει γιατί ο συγκεκριμένος λόγος συνδέεται με την απόφασή του να εγκαταλείψει τη χώρα, δήλωσε ότι το επεισόδιο αυτό απέδειξε πως όποιος βρίσκεται σε αντίθεση με τον Kabila ή με ομάδες που συνδέονται με βία, δεν έχει καμία προστασία, και ότι ήδη τότε κατανόησε ότι τα δίκτυα δίωξης λειτουργούσαν πέρα από την επίσημη αστυνομία. Ως προς το μελλοντικό του φόβο, δήλωσε ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, θεωρεί βέβαιο ότι θα συλληφθεί ή θα δολοφονηθεί. Ανέφερε ότι ο πρώην Πρόεδρος Kabila εξακολουθεί να ασκεί εξουσία από το Lubumbashi και ότι, διοικεί όλη τη χώρα. Επιπλέον, δήλωσε ότι το όνομά του «είναι καταγεγραμμένο σε όλα τα αεροδρόμια» και ότι καταζητείται σε εθνικό επίπεδο.
Όταν ρωτήθηκε ποιος θεωρεί ότι θα τον στοχοποιήσει, απάντησε ότι κινδυνεύει τόσο από κρατικές αρχές όσο και από παρακρατικά ή ένοπλα πρόσωπα που συνδέονται με το καθεστώς. Σε ερώτηση αν έχει λάβει επίσημη ενημέρωση για ένταλμα ή δικαστική διαδικασία εις βάρος του, απάντησε αρνητικά, αλλά επέμεινε ότι η παρακολούθησή του «ήταν πραγματική» και ότι το όνομά του «κυκλοφορεί στις λίστες όσων πρέπει να συλληφθούν». Ερωτηθείς αν ο κίνδυνος αφορά μόνο την περιοχή όπου ζούσε ή επεκτείνεται σε όλη τη χώρα, απάντησε ότι δεν υπάρχει καμία ασφαλής περιοχή, διότι «οι δυνάμεις του Kabila και οι υπηρεσίες ασφαλείας έχουν πρόσβαση παντού».
Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει σε τι ακριβώς κίνδυνο πιστεύει ότι θα εκτεθεί σε περίπτωση επιστροφής του, δήλωσε ότι θα συλληφθεί, θα υποστεί βασανιστήρια και θα δολοφονηθεί. Ερωτηθείς αν εξέτασε το ενδεχόμενο να μετακινηθεί σε άλλη περιοχή της χώρας πριν αναχωρήσει στο εξωτερικό, απάντησε ότι δεν το θεωρούσε επιλογή, καθώς, θα τον εντόπιζαν οπουδήποτε, επειδή το όνομά του είναι στο σύστημα των αεροδρομίων και των αρχών. Όταν του ζητήθηκε να προσδιορίσει αν υπάρχει περιοχή όπου δεν θα κινδύνευε από τον Kabila ή τις κρατικές αρχές, απάντησε αρνητικά. Σε διευκρινιστική ερώτηση αν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς να χρησιμοποιεί αεροδρόμια και άρα να μείνει σε περιοχή μακριά από τις αστικές δομές, απάντησε ότι ο Kabila έχει ανθρώπους σε όλη τη χώρα και ότι, η αστυνομία, ο στρατός και ένοπλες ομάδες συνεργάζονται.
Η αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της δήλωσε ότι κατάγεται από την Kinshasa της ΛΔΚ, με τόπο συνήθους διαμονής το Lubumbashi. Φυλετικής καταγωγής Mongo, απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διατηρούσε δική της επιχείρηση κομμωτηρίου από το 2014 μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα της. H πατρική της οικογένεια αποτελείται από τέσσερα αδέρφια, τρία εκ των οποίων διαβιούν στο Lubumbashi, ένα εκτίει ποινή φυλάκισης, ενώ οι γονείς της και δύο ακόμα αδέρφια της έχουν αποβιώσει. Σε σχέση με την κατάσταση της υγείας της ανέφερε ότι αντιμετωπίζει πόνους στην κοιλιακή χώρα, λόγω του ξυλοδαρμού της κατά τη σύλληψή της στις 31/12/2013. Ο γιατρός στη Δημοκρατία της συνέστησε να πραγματοποιήσει επέμβαση, κάτι που ωστόσο δεν συνέβη.
Κατά την ελεύθερη αφήγησή της, η αιτήτρια αναφέρθηκε στα προβλήματα που αντιμετώπισαν λόγω της εμπλοκής της στην εκκλησία του Προφήτη Mukungubila αλλά και στη στοχοποίησή τους λόγω του συζύγου της. Ειδικότερα, δήλωσε ότι ήταν πιστή της εκκλησίας του Προφήτη Mukungubila. Στις 30/12/2013 στάλθηκαν στρατιώτες από τον τότε Πρόεδρο Kabila με σκοπό να σκοτώσουν τα μέλη της εκκλησίας, επειδή ο Προφήτης είχε δηλώσει πως ο Πρόεδρος κατάγεται από τη Ρουάντα και ως εκ τούτου, «θα έπρεπε να θανατωθεί». Ο αδελφός της, ο οποίος ήταν πάστορας και αντιπρόσωπος της εκκλησίας στο Lubumbashi, βρισκόταν στον χώρο της εκκλησίας όταν ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί, κατορθώνοντας εντούτοις να διαφύγει και να καταφύγει στην κατοικία της, όπου της εξιστόρησε τα γεγονότα. Σε διευκρινιστική ερώτηση σχετικά με το πού ακριβώς βρισκόταν ο αδελφός της κατά την επίθεση, η αιτήτρια απάντησε ότι εκείνος ήταν μέσα στον χώρο της εκκλησίας, όταν οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ. Όταν ζητήθηκε να διευκρινίσει πώς ο αδελφός της κατάφερε να διαφύγει, ανέφερε ότι έφυγε από την πίσω πλευρά του κτιρίου και κατέληξε στο σπίτι της.
Λίγο αργότερα η αστυνομία έφθασε στην κατοικία της, συνέλαβε τον αδελφό της και τον υπέβαλε σε βασανισμό, προβαίνοντας σε ακρωτηριασμό του. Ανέφερε επίσης ότι η ίδια υπέστη σωματική επίθεση από αστυνομικό. Σε σχετική ερώτηση για την τύχη του αδελφού της μετά τη σύλληψη, η αιτήτρια δήλωσε ότι δεν έλαβε καμία περαιτέρω ενημέρωση από εκείνο το σημείο και μετά. Περαιτέρω, δήλωσε ότι το επόμενο πρωί μετά τη σύλληψη του αδελφού της, η αστυνομία επέστρεψε στην κατοικία της και απαίτησε από την ίδια και τον σύζυγό της να παρουσιαστούν στο αστυνομικό τμήμα για ανάκριση. Δήλωσε ότι στη συνέχεια οδηγήθηκαν στην Υπηρεσία Πληροφοριών (ANR), όπου κατηγορήθηκε ότι ήταν σύζυγος του πάστορα και ότι ανήκε η ίδια στην εκκλησία του Προφήτη, κατηγορίες τις οποίες αρνήθηκε.
Όταν κλήθηκε να εξηγήσει τον τρόπο μεταχείρισής της στην ANR, η αιτήτρια ανέφερε ότι τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της υπέστησαν βασανιστήρια. Σε σχετική ερώτηση για το πώς κατέστη δυνατή η απελευθέρωσή τους, δήλωσε ότι παρενέβη πρόσωπο με κρατική θέση (state protocol), το οποίο επικαλέστηκε τη θέση εργασίας του συζύγου της και εξασφάλισε την αποδέσμευσή τους. Η αιτήτρια πρόσθεσε ότι της ζητήθηκε να επιστρέψει εκ νέου στις μυστικές υπηρεσίες, όπου χωρίστηκε από τον σύζυγό της και υπεβλήθη σε περαιτέρω ανάκριση σχετικά με άλλους πιστούς και τη σχέση της με τον αδελφό της. Δήλωσε ότι το πρόσωπο που χειριζόταν την υπόθεσή της άρχισε να την παρενοχλεί.
Όταν ζητήθηκε να διευκρινίσει το περιεχόμενο της υπογραφής εγγράφου, η αιτήτρια ανέφερε ότι υποχρεώθηκε να υπογράφει στο τέλος κάθε μήνα. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, η υποχρέωση αυτή διήρκεσε έως τον Ιούνιο του 2015. Περαιτέρω, δήλωσε ότι την 01/01/2014 έλαβε τηλεφώνημα από τη σύζυγο του αδελφού της, η οποία την κατηγόρησε ότι τον πρόδωσε. Από το χρονικό αυτό σημείο και έπειτα, η αιτήτρια ανέφερε ότι θεωρήθηκε υπεύθυνη για τον θάνατό του τόσο από την οικογένειά του όσο και από μέλη της εκκλησίας. Όταν ζητήθηκε να διευκρινίσει αν οι κατηγορίες περιορίζονταν εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος, η αιτήτρια απάντησε ότι η κατηγορία προδοσίας επεκτάθηκε και σε πρόσωπα εκτός της οικογένειας, δηλαδή σε άτομα που ανήκαν στην εκκλησία. Σε σχετική ερώτηση ως προς το αν δεχόταν απειλές και από άλλα πρόσωπα, η αιτήτρια δήλωσε ότι άτομα στον τόπο διαμονής της την κατηγορούσαν για τον θάνατο του αδελφού της και ότι δεχόταν απειλές και από αυτούς.
Σε σχέση με τον δεύτερο λόγο που εγκατέλειψε τη χώρα της, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο σύζυγός της εξέδωσε εισιτήρια για δύο πρόσωπα τα οποία ήταν πολιτικοί αντίπαλοι του πρώην Προέδρου Kabila. Δήλωσε ότι ο σύζυγός της έλαβε κλήση και ότι, όπως του εξήγησαν δύο δικηγόροι, όφειλε να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως, επειδή είχε εκδώσει εισιτήρια για πρόσωπα τα οποία δεν ήταν σε θέση να ταξιδέψουν. Όταν ζητήθηκε να διευκρινίσει τι ακριβώς συνέβη στη σύσκεψη που ανέφερε, η αιτήτρια δήλωσε ότι κατά τη διάρκειά της ο σύζυγός της δέχθηκε κατευθυντήριες γραμμές υπό απειλή όπλου.
Η αιτήτρια ανέφερε πως ένα βράδυ ακούστηκαν πυροβολισμοί έξω από την κατοικία τους και ότι ενημερώθηκαν πως στρατιωτικοί είχαν έρθει να συλλάβουν συγκεκριμένο πρόσωπο. Σε ερώτηση σχετικά με την επιχειρούμενη σύλληψη του συζύγου της στον χώρο εργασίας του, η αιτήτρια απάντησε ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες. Ανέφερε επίσης ότι ο σύζυγός της έλαβε κλήση από το σχολείο της κόρης τους, όπου ενημερώθηκε ότι πρόσωπα επεδίωκαν να αναχωρήσουν μαζί με την κόρη τους. Όταν κλήθηκε να εξηγήσει το περιστατικό με τα τέσσερα άτομα που επισκέφθηκαν την οικία της, η αιτήτρια δήλωσε ότι της ανακοίνωσαν πως επρόκειτο να συλληφθεί. Σε διευκρινιστική ερώτηση σχετικά με τον τρόπο διαφυγής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι κατόρθωσε να απομακρυνθεί μαζί με τα τέκνα της, όταν της επετράπη να αλλάξει ενδυμασία.
Σχετικά με τον φόβο της, η αιτήτρια δήλωσε ότι, σε περίπτωση επιστροφής στη ΛΔΚ, θα θανατωθεί. Ανέφερε ότι πρόσωπα από την εκκλησία, καθώς και η οικογένεια του αδελφού της, εξακολουθούν να την αναζητούν, θεωρώντας την υπεύθυνη για τον θάνατό του. Δήλωσε επίσης ότι και άλλα άτομα στον τόπο διαμονής της την κατηγορούσαν για το ίδιο γεγονός και ότι δέχεται απειλές. Αναφορικά με το ενδεχόμενο εγκατάστασης σε άλλη περιοχή της ΛΔΚ, ανέφερε ότι δεν θα ήταν ασφαλής, καθώς – σύμφωνα με όσα δήλωσε – τα πρόσωπα που την αναζητούν εξακολουθούν να βρίσκονται στη χώρα και θα μπορούσαν να την εντοπίσουν.
Οι αιτητές αρ.1 και αρ.2 κατέθεσαν έγγραφα αποδεικτικά, στην πλειοψηφία τους προσωπικών στοιχείων των ιδίων και των αιτητών αρ.3, αρ.4 και αρ.5, ως κατωτέρω: πιστοποιητικό γάμου των αιτητών αρ.1 και αρ.2, αντίγραφα διαβατηρίων, δίπλωμα οδήγησης του αιτητή αρ.1, εκλογικές κάρτες των αιτητών αρ.1 και αρ.2, πιστοποιητικό γέννησης του αιτητή αρ.1 και πιστοποιητικά γέννησης των αιτητών αρ.3, αρ.4 και αρ.5. Κατέθεσαν επίσης πιστοποιητικό εργασίας, επαγγελματική κάρτα και κάρτα εργασίας του αιτητή αρ.1 στο ταξιδιωτικό πρακτορείο Jeffery Travels.
Ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος αφορούσε την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής των αιτητών, ο δεύτερος αφορούσε τον ισχυρισμό του αιτητή αρ.1 ότι το 1995 κατηγορήθηκε για το θάνατο της μητέρας του και για το λόγο αυτό υπέστη δίωξη από την κοινότητα του χωριού του, ο τρίτος ότι σύμφωνα με την αιτήτρια αρ.2 το 2014 κατηγορήθηκε από την κοινότητα στο Lubumbashi για τον θάνατο του αδελφού της, γνωστό πάστορα της εκκλησίας της Mukungumobila και για το λόγο αυτό υπάρχει επιθυμία δολοφονίας της και ο τέταρτος ότι το 2018 ο αιτητής αρ.1 εξέδωσε αεροπορικά εισιτήρια σε γνωστά μέλη της αντιπολίτευσης και στη συνέχεια αναζητήθηκε από τις αρχές διαμέσου της Υπηρεσίας Πληροφοριών της χώρας καταγωγής του (ANR). Ο πρώτος και ο τέταρτος ισχυρισμός έγιναν αποδεκτοί, ωστόσο ο δεύτερος και ο τρίτος αυτών απορρίφθηκαν.
Συγκεκριμένα, ως προς την απόρριψη του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο ισχυρισμός παρουσιάστηκε με αρκετές αντιφάσεις και ασυνέπειες, στις οποίες ο αιτητής αρ.1 δεν ήταν σε θέση σε απαντήσει, όταν τέθηκαν ενώπιόν του από τον αρμόδιο λειτουργό. Ασυνέπειες παρουσιάστηκαν ως προς τα χτυπήματα που δέχθηκε και το διάστημα που δεν είχε τις αισθήσεις του, ενώ ασυνέπειες παρουσιάστηκαν και κατά τον προσδιορισμό του φορέα της σε βάρος του βιαιοπραγίας ενώ βρισκόταν στη φυλακή. Αξιολογήθηκε ακόμα ότι από την εγκατάλειψη της περιοχής το 1995 δεν έλαβε περαιτέρω απειλές, ενώ τέλος, αξιολογήθηκε ότι ο αιτητής ρητά εξήγησε ότι καθώς διέφυγε διαμένοντας σε ένα ασφαλές περιβάλλον αργότερα, αποφάσισε την παραμονή του στη χώρα καταγωγής του. Ενόψει της υποκειμενικής φύσης του ισχυρισμού του αιτητή αρ.1, δεν ανευρέθηκαν σχετικές εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προς αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού. Δεδομένης τη μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του αιτητή, αυτός δεν έγινε αποδεκτός στο σύνολό του.
Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός, ότι η αιτήτρια αρ. 2 κατηγορήθηκε από την κοινότητά της στο Lubumbashi για τη δολοφονία του αδελφού της, πάστορα της εκκλησίας του Mukungubila δεν έγινε αποδεκτός από τον αρμόδιο λειτουργό. Τα γεγονότα ως περιεγράφηκαν από τους αιτητές έλαβαν χώρα στο πλαίσιο των επιθέσεων της 30/12/2013, που οδήγησαν σε ένταση μεταξύ των στρατιωτικών και των οπαδών του προφήτη Mukungubila. Εκείνη τη νύχτα, ως αφηγήθηκε η αιτήτρια, ο αδελφός της κατέφυγε στην οικία της και το πρωί της 31ης/12/2013, οι στρατιωτικοί κατάφεραν να εισέλθουν στο σπίτι και τον συνέλαβαν. Αργότερα, η αστυνομία και η ANR άρχισαν να ανακρίνουν τους αιτητές, καθώς υποψιάζονταν ότι γνώριζαν πού κρύβονταν άλλα μέλη της εκκλησίας. Το ζευγάρι αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με την εκκλησία και τους επιβλήθηκε να παρουσιάζονται κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα μέχρι τον Ιούνιο του 2015, όπου η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι παρενοχλείτο τακτικά από έναν αξιωματικό της ANR. Μέχρι την αναχώρηση των αιτητών από τη χώρα τους, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι λάμβανε τακτικά απειλές από τις αρχές καθώς και από τους οπαδούς της εκκλησίας.
Εξετάζοντας την εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο λειτουργός κατέγραψε ότι η αιτήτρια εξήγησε με συνέπεια τη συμμετοχή του αδελφού της, Ngalu Embondo Roger, στην εκκλησία ως πάστορας, καθώς και το τεταμένο κλίμα που επικρατούσε στις 30/12/2013. Συγκεκριμένα, η αιτήτρια περιέγραψε ότι ακούγονταν πυροβολισμοί στην πόλη, κάποιοι άνθρωποι σκοτώθηκαν και όταν ο αδερφός της ήρθε στην κατοικία τους, αποφάσισαν να τον φιλοξενήσουν. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι στρατιωτικοί εισέβαλαν στην οικία τους και αφού τραυμάτισαν τον αδερφό της, τον πήραν μαζί τους και έκτοτε δεν είχαν νέα του. Επίσης επισημάνθηκε πως η αιτήτρια εξήγησε με συνοχή ότι κλήθηκαν με τον σύζυγό της από την ANR για ανάκριση και με ποιο τρόπο η επιρροή που είχε ο σύζυγός της συνέβαλε στην απελευθέρωσή τους. Η αιτήτρια ανέφερε με λεπτομέρεια ότι την 01/01/2014, το ζευγάρι πήγε στα γραφεία της ANR, χωρίστηκαν σε δύο διαφορετικές αίθουσες και όταν έμεινε μόνη της με ένα αξιωματικό της ANR, εκτός από την ανάκριση για τους άλλους πιστούς της εκκλησίας, της ζήτησε «να κοιμηθεί μαζί του» για να «εξαφανίσει την υπόθεση» και όταν αρνήθηκε άρχισε να την απειλεί (ερ. 326 του δ.φ.).
Παρά τις πιο πάνω επισημάνσεις, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει το γεγονός ότι η ζωή της απειλούνταν από μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας. Υπογράμμισε το γεγονός ότι από το 2015 μέχρι το 2018, η αιτήτρια ανέφερε ότι δέχτηκε μία φορά σωματική επίθεση από μέλη της κοινότητας (συγκεκριμένα από τα παιδιά της Kapiamba) και ότι εκτός από αυτό το περιστατικό, οι υπόλοιπες απειλές που δέχτηκε ήταν μόνο λεκτικές (ερ. 320 του δ.φ.). Ως προς τον αξιωματικό της ANR, η αιτήτρια δήλωσε ότι η σεξουαλική παρενόχληση από τον εν λόγω αξιωματικό συνεχίστηκε μέχρι το 2015, διάστημα κατά το οποίο παρουσιάζονταν κάθε μήνα στον αστυνομικό σταθμό για να υπογράψουν. Έκτοτε η αιτήτρια ανέφερε ότι της τηλεφωνούσε για να της πει ότι η υπόθεσή τους δεν έχει κλείσει. Ενόψει των πιο πάνω δεδομένων διαφαίνεται πως η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν μπορεί έγινε αποδεκτή.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, ο λειτουργός παρέπεμψε σε πηγές πληροφόρησης που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της εκκλησίας Mukungubila, με ηγέτη τον Joseph Mukungubila καθώς και την περιγραφή της επίθεσης που έδωσε η αιτήτρια που έλαβε χώρα στις 30/12/2013 όπου εκατοντάδες οπαδοί του πάστορα Mukungubila αιχμαλωτίστηκαν στο Lubumbashi και στο Kolwezi. Τέλος, ο λειτουργός επεσήμανε ότι δεν ανευρέθηκε οποιαδήποτε αναφορά στον αδερφό της αιτήτριας, Ngalu Embondo Roger.
Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα σχετικά με την εθνική υπηρεσία πληροφοριών της ΛΔΚ, την ANR (“Agence Nationale de Renseignements”), χωρίς ωστόσο να εντοπίσει πηγές που να επιβεβαιώνουν τις προσωπικές περιστάσεις των αιτητών. Επεσήμανε ότι καθότι δεν έχει υποβληθεί κανένα έγγραφο σχετικά με αυτό, οι δηλώσεις τους είναι τα μόνα στοιχεία που μπορούν να αξιολογηθούν. Καταλήγοντας, έκρινε ότι παρόλο που η αιτήτρια παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες σχετικά με τα γεγονότα της 31/12/2013, δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει ότι έλαβε απειλές σε βαθμό που να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της. Ως προς την παρενόχληση που δέχτηκε από αξιωματικό της ANR, ο λειτουργός σημείωσε ότι παρόλο που φαίνεται να αποτελεί κατάχρηση εξουσίας, δεν συνδέεται άμεσα με τον ισχυρισμό της αιτήτριας και επίσης δεν έφτασε στο επίπεδο να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της. Τέλος, κατέγραψε ότι τα στοιχεία αυτά λαμβάνονται υπόψη σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η αιτήτρια παρέμεινε στο Lubumbashi μέχρι το 2018 χωρίς να της συμβεί οτιδήποτε. Ως εκ τούτου ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.
Ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός, ότι το 2018, σύμφωνα με τον αιτητή, εξέδωσε αεροπορικά εισιτήρια σε δύο γνωστά μέλη της αντιπολίτευσης και εξαιτίας αυτού ερευνήθηκε από τις αρχές μέσω της ANR έγινε αποδεκτός. Ειδικότερα, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι από το 2004, εργάστηκε για το ταξιδιωτικό γραφείο Jeffery Travel Agency και σταδιακά έγινε διευθυντής του γραφείου το 2012. Από το 2012, ως ανέφερε ο αιτητής, η εταιρεία άρχισε να συνεργάζεται με το Κρατικό Πρωτόκολλο, διευθετώντας κρατήσεις εισιτηρίων για την κυβέρνηση. Η θέση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να αναπτύξει καλές σχέσεις με ορισμένους πολιτικούς. Τον Μάρτιο του 2018, ο αιτητής ανέφερε ότι άρχισε να δραστηριοποιείται στην πολιτική με το “Ensemble pour le Changement”, που αντιτίθετο στον τότε πρόεδρο Kabila και τον Μάιο του 2018, άρχισε να ελέγχεται από την ANR, λαμβάνοντας συνεχείς απειλές. Τον Ιούνιο του 2018, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι εξέδωσε αεροπορικά εισιτήρια σε δύο γνωστά μέλη της αντιπολίτευσης, γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια να λάβει απειλές κατά της ζωής του και να αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα του με την οικογένειά του.
Εξετάζοντας την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής υπήρξε λεπτομερής, συγκεκριμένος και συνεπής περιγράφοντας την πρόσληψη και την επακόλουθη εξέλιξή του στο ταξιδιωτικό πρακτορείο “Jeffery Agency”.
Διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής ήταν σε θέση να παρέχει συγκεκριμένες λεπτομέρειες όπως τη διεύθυνση και το τηλέφωνο του πρακτορείου, τους πρώτους πελάτες με τους οποίους συνεργάστηκε και περιέγραψε λεπτομερώς τις αρμοδιότητές του. Ομοίως συγκεκριμένος και λεπτομερής κρίθηκε ο αιτητής όταν αναφέρθηκε στα καθήκοντά του ως υπεύθυνος για την αντιμετώπιση των αιτημάτων του κρατικού πρωτοκόλλου από το 2012, αναφέροντας ότι ο Jeffery υπέγραψε σύμβαση με την κυβέρνηση του Κονγκό γύρω στον Οκτώβριο του 2011 και άρχισε να συνεργάζεται μαζί τους τον Ιανουάριο του 2012, όταν ανέλαβε τις νέες του αρμοδιότητες. Αναφέρθηκε στο όνομα του επικεφαλής του κρατικού πρωτοκόλλου στο Lubumbashi κ. Kabwe και περιέγραψε με ποιο τρόπο η σχέση τους έγινε φιλική λόγω των συχνών συναναστροφών. Ο αιτητής εξήγησε με ποιο τρόπο αυτή η στενή σχέση που είχε αναπτύξει το Πρωτόκολλο του Κράτους του παρείχε ορισμένη προστασία, ειδικά μετά το επεισόδιο με τα περιστατικά στην εκκλησία Mukungubila.
Συγκεκριμένα, ο αιτητής δήλωσε ότι άρχισε να έχει μεγάλη επιρροή και απέκτησε φιλική σχέση με αστυνομικούς. Περαιτέρω, ο αιτητής περιέγραψε με λεπτομέρεια τη συνάντησή του με τον κ. Christian Mwando, πρώην υπουργό του Kabila, ο οποίος συνοδεύονταν από το Κρατικό Πρωτόκολλο και ο οποίος χρησιμοποιούσε τακτικά το πρακτορείο για ταξίδια με την οικογένειά του, αξιοποιώντας τις ικανότητες του αιτητή στην εξεύρεση λύσεων λόγω των δυσκολιών στις αεροπορικές συνδέσεις της χώρας. Eξήγησε ακολούθως ότι τον Μάρτιο του 2018, μετά από πρόταση του κ. Mwando και ενώ δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με την πολιτική στο παρελθόν, προσχώρησε στο κίνημα “Ensemble pour le Changement” ενόψει των εθνικών εκλογών που επρόκειτο να διεξαχθούν τον Δεκέμβριο του 2018.
Ο αιτητής περιέγραψε με λεπτομέρεια ότι η κατάσταση είχε αλλάξει από τις 16 Μαΐου 2018, όταν ο κ. Salman (ο προϊστάμενός του) τον έστειλε σε μια συνάντηση με την ANR. Εξήγησε ότι στο παρελθόν δεν είχε ποτέ συμμετάσχει σε τέτοιου είδους συναντήσεις, δεν γνώριζε τη φύση τους, κατανοούσε ότι υπήρχε κίνδυνος να σκοτωθεί ή να φυλακιστεί λόγω του ότι η ANR διοργάνωνε τη συνάντηση και δεν είχε χρόνο να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες από τον προϊστάμενό του. Ως επεσήμανε ο λειτουργός, ο αιτητής έδωσε επαρκείς περιγραφές για την εν λόγω συνάντηση, αναφέροντας ότι συμμετείχαν άτομα από τον τομέα της αεροπορίας, αστυνομικοί, ένας στρατηγός του στρατού και ένας συνταγματάρχης. Ανέφερε επίσης ότι η συνάντηση διοργανώθηκε από τον ταγματάρχη Alpha, επικεφαλής της υπηρεσίας ANR στο αεροδρόμιο, ο οποίος ήταν εξοργισμένος και φώναζε στους παρευρισκόμενους.
Ομοίως λεπτομερής κρίθηκε και η περιγραφή που έδωσε για τον σκοπό της συνάντησης ημερομηνίας 16/05/2018, αναφέροντας ότι ο ταγματάρχης παρουσίασε την τρέχουσα κατάσταση της χώρας ως κρίσιμη και εξήγησε ότι συγκέντρωσε όλους τους παράγοντες του τομέα των αερομεταφορών για να καταγγείλουν και να αναφέρουν όποιον δημιουργεί προβλήματα ή είναι ύποπτος στα ταξίδια από και προς τη χώρα, οδηγίες οι οποίες προήλθαν απευθείας από τον Πρόεδρο. Περιέγραψε επίσης την αντίδραση των συναδέλφων του, καθώς και τον φόβο που είχαν οι αεροπορικές εταιρείες για τις δραστηριότητές τους. Στο τέλος της συνάντησης, ζητήθηκε από τον αιτητή να παραμείνει και υπό την απειλή όπλου τον ρώτησε ο ταγματάρχης κατά πόσο εμπλέκεται στις υποθέσεις του 2016 και τον ανάγκασε να υπογράψει ένα έγγραφο το οποίο δεν μπόρεσε να διαβάσει. Ο αιτητής περιέγραψε πόσο προβληματισμένος ένιωθε μετά από αυτή τη συνάντηση και ότι δεν έλαβε το απαραίτητο ενδιαφέρον από τον προϊστάμενό του όταν του αφηγήθηκε τι συνέβη.
Ως κατέγραψε ο λειτουργός, ο αιτητής παρείχε ικανοποιητικές λεπτομέρειες για τα γεγονότα που συνέβησαν από τη συνάντηση της 16/05/2018 μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα, τον Ιούλιο του 2018. Αρχικά, ο διευθυντής του ζήτησε να του παρέχει δύο φορές την ημέρα τα ονόματα όλων των επιβατών που χρησιμοποιούσαν το πρακτορείο για να ταξιδέψουν, και υπογράμμισε ότι αυτό ήταν αντίθετο με τη συνήθη πολιτική της εταιρείας. Επιπλέον, δήλωσε ότι έλαβε μηνύματα και κλήσεις από άγνωστο πρόσωπο που τον απείλησε ότι εάν δεν ακολουθήσει τις εντολές, θα τον σκοτώσουν. Η κατάσταση, ως αφηγήθηκε ο αιτητής, παρέμεινε ως είχε μέχρι τις 15/06/2018, όταν εξέδωσε εισιτήρια σε δύο σημαντικά μέλη της αντιπολίτευσης. Από την επόμενη μέρα, στις 16/06/2018, άρχισε να λαμβάνει άγνωστες κλήσεις που τον ρωτούσαν γιατί άφησε τους αντιπάλους να διαφύγουν, περιγράφοντας την κατάσταση σύγχυσης και το αίσθημα ανασφάλειας που ένιωθε.
Στις 18/06/2018, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι έλαβε κλήση από την αστυνομία και κατόπιν έρευνας του δικηγόρου του, αντιλήφθηκε ότι κατηγορείτο για προδοσία και για τη διαφυγή ατόμων που αντιτίθενται στον Πρόεδρο της χώρας. Συνεχίζοντας την αφήγησή του, ο αιτητής περιέγραψε με επαρκή λεπτομέρεια περιστατικό τη νύχτα της 20ης με 21ης Ιουνίου, κατά το οποίο ακούστηκαν πυροβολισμοί στον δρόμο της οικίας τους, το οποίο επιβεβαίωσε και η εκδοχή που αφηγήθηκε η σύζυγός του. Το επόμενο πρωί, στις 21 Ιουνίου, ο αιτητής περιέγραψε λεπτομερώς ότι τρεις άνδρες ήρθαν στο γραφείο αναζητώντας τον «επικεφαλής της ομάδας» του γραφείου. Έχοντας ήδη ενημερωθεί από τον υπάλληλο ασφαλείας για την άφιξή τους, ο αιτητής τους ξεγέλασε και θεώρησαν ότι απουσίαζε ο άνδρας που αναζητούσαν. Την ίδια μέρα, η αιτήτρια περιέγραψε περιστατικό κατά το οποίο τέσσερις άνδρες, εκ των οποίων οι δύο φορούσαν στολή, ήρθαν στο σπίτι της για να την συλλάβουν και να την μεταφέρουν στην ANR, όπου υποτίθεται ότι είχε συλληφθεί ο σύζυγός της. Αφού τους ζήτησε να της δείξουν επίσημο έγγραφο σύλληψης, αρνήθηκαν και άρχισαν να την τραβούν έξω από το σπίτι της, με συνέπεια να την γδύσουν και κατόπιν διαμαρτυρίας των ανθρώπων που βρέθηκαν τριγύρω, της επέτρεψαν να φορέσει τα ρούχα της, γεγονός το οποίο εκμεταλλεύτηκε για να επιστρέψει στο σπίτι, να καλέσει τον σύζυγό της και να δραπετεύσει με τα δύο παιδιά της από την πίσω πλευρά του σπιτιού. Από εκείνη τη χρονική στιγμή, η οικογένεια επανενώθηκε και αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους.
Σχετικά με τα εισιτήρια που εξέδωσε ο αιτητής στις 15/06/2018 σε δύο σημαντικά πρόσωπα της αντιπολίτευσης, ο λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής έδωσε συγκεκριμένες λεπτομέρειες. Εξήγησε ότι εκείνη την ημέρα ο επικεφαλής του πρωτοκόλλου του κράτους, Christian Mwando, ήρθε συνοδευόμενος από δύο σημαντικές προσωπικότητες της αντιπολίτευσης. Την επόμενη μέρα, στις 16/06/2018, πραγματοποιήθηκε συνάντηση στο Γιοχάνεσμπουργκ, με σκοπό να προγραμματιστεί η επιστροφή του Moise Katumbe, ο οποίος εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε εξορία στο Βέλγιο. Ο αιτητής διευκρίνισε ότι εξέδωσε εισιτήρια για τον Pierre Lumbi, εθνικό πρόεδρο του “Ensemble pour le Changement”, καθώς και για τον Juvenile Kitungwa, οι οποίοι αφίχθησαν γύρω στις 9 π.μ. και είχαν πτήση γύρω στις 11 π.μ. με την εταιρεία South Africa Express.
Κληθείς να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους, παρά τη συνάντηση με την ANR που πραγματοποιήθηκε στις 16/05/2018, εξέδωσε δύο εισιτήρια σε σημαντικά μέλη της αντιπολίτευσης ένα μήνα αργότερα, ο αιτητής έδωσε συνεκτική απάντηση, δηλώνοντας ότι ήθελε εν μέρει να βοηθήσει τα μέλη του “Ensemble pour le Changement” (στο οποίο προσχώρησε και ο ίδιος τον Μάρτιο του 2018) για να εφαρμόσουν αλλαγές στη χώρα του. Πρόσθεσε επίσης ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί στο να εξυπηρετήσει κάποιον τόσο σημαντικό όσο ο Pierre Lumbi, πρώην μέλος της κυβέρνησης Kabila. Υπογράμμισε επίσης ότι δεν είχε σαφείς οδηγίες σχετικά με το ποιος μπορούσε να ταξιδέψει και ποιος όχι. Τέλος ανέφερε ότι ο κ. Lumbi και ο κ. Kitungwa του είπαν ότι δεν υπήρχε πρόβλημα και ότι θα το διευθετούσαν οι ίδιοι.
Ως προς την κλήση που έλαβε ο αιτητής από τη δικαστική αστυνομία στις 18/06/2018, ο λειτουργός επεσήμανε ότι ο αιτητής εξήγησε με συνέπεια το περιεχόμενό της και τον τρόπο με τον οποίο έλαβε τις πληροφορίες. Ο αιτητής ανέφερε ότι ζήτησε τη βοήθεια του προσωπικού του φίλου, του δικηγόρου Maître Flory, ο οποίος του είπε ότι το θέμα αφορά την Προεδρία και τώρα βρίσκεται στα χέρια της Δικαστικής Αστυνομίας («OPJ»), λόγω του ότι ο αιτητής επέτρεψε να διαφύγει αντίπαλος του Προέδρου, μεταξύ των οποίων ο Pierre Lumbi, πρώην σύμβουλος ασφαλείας του Προέδρου. Ο αιτητής περιέγραψε εύλογα ότι το ταξιδιωτικό πρακτορείο και ο δικηγόρος της εταιρείας δεν ήταν διατεθειμένοι να τον βοηθήσουν και τότε αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να διαφύγει. Ο λειτουργός επεσήμανε επίσης ότι ο αιτητής ήταν σε θέση να περιγράψει με επαρκή λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο ταξίδεψε η οικογένεια του αιτητή, με τη βοήθεια ενός πάστορα, ο οποίος ήταν ένας από τους τακτικούς πελάτες του και με τη βοήθεια ενός φίλου του που εργαζόταν στο αεροδρόμιο του Lubumbashi.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, ο λειτουργός διεξήγαγε έρευνα, βάσει της οποίας επιβεβαιώνεται η ύπαρξη του ταξιδιωτικού πρακτορείου Jeffery Agency, το οποίο λειτουργεί από το 1987 και τις σχετικές πληροφορίες που παρείχε ο αιτητής (διεύθυνση, τηλέφωνο, όνομα διευθυντή). Προς επίρρωση του ισχυρισμού, ο αιτητής υπέβαλε την επαγγελματική του κάρτα, με το πλήρες όνομά του, τη θέση του στην εταιρεία, τα στοιχεία επικοινωνίας της εταιρείας, το λογότυπο της εταιρείας Jeffery και τα λογότυπα των εταιρειών-εταίρων, καθώς και το λογότυπο της IATA (ερ. 62 του δ. φ.).
Σχετικά με τον Christian Mwando, πολιτικό τον οποίο ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι συνάντησε περίπου τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 2015, πηγές στις οποίες παραπέμπει ο λειτουργός και χρονολογούνται από τον Νοέμβριο του 2016, αναφέρουν ότι ο Christian Mwando διέμενε στο Lubumbashi και ήταν ήδη μέλος της πλατφόρμας της αντιπολίτευσης. Επιπλέον ανευρέθηκε ότι ήταν πράγματι υπουργός οικονομικών της επαρχίας Katanga (ερυθρά 384-383 του διοικητικού φακέλου), καθώς και υπουργός προϋπολογισμού μεταξύ 2007 και 2015 (ερ. 377 του δ. φ.). Επιπλέον, όσον αφορά το κίνημα “Ensemble pour le Changement”, εξωτερικές πηγές στις οποίες ανέτρεξε ο λειτουργός επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις του αιτητή, καθότι αναφέρουν ότι τον Μάρτιο του 2018, ηγέτες πολιτικών κομμάτων, κινημάτων και ενώσεων καθώς και ανεξάρτητες προσωπικότητες υπέγραψαν το καταστατικό του κινήματος, επιβεβαιώνοντας την υποστήριξή τους προς τον Moïse Katumbi ως υποψηφίου για τις προεδρικές εκλογές (ερ. 376-375 του δ. φ.).
Ακολούθως, ο λειτουργός επεσήμανε ότι δεν κατάφερε να εξεύρει πληροφορίες για τη συνάντηση στην οποία συμμετείχε ο αιτητής στις 16/05/2018 στο αεροδρόμιο του Lubumbashi, ούτε για τον επικεφαλής της ANR “Major Alpha”. Ωστόσο, ως κατέγραψε, αναφορές σε πηγές συνάδουν με τις δηλώσεις του αιτητή, καθότι περιγράφουν την ANR ως «πολιτική αστυνομική δύναμη» υπό τον Joseph Kabila και ως μέσο πολιτικής καταστολής των ηγετών της αντιπολίτευσης και των ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Πηγές στις οποίες παραπέμπει ο λειτουργός αναφέρουν ότι η ANR κατηγορείται συχνά για παράνομες συλλήψεις και κρατήσεις αντιπάλων και ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. (ερ. 374-371 του δ. φ.).
Όσον αφορά τις δύο σημαντικές προσωπικότητες της αντιπολίτευσης στις οποίες ο αιτητής εξέδωσε εισιτήρια στις 15/06/2018, οι εξωτερικές πηγές στις οποίες παραπέμπει ο λειτουργός συμφωνούν με τα όσα ανέφερε ο αιτητής. Επιβεβαιώθηκε το γεγονός ότι ο Pierre Lumbi ήταν πρώην σύμβουλος ασφαλείας του Joseph Kabila, ο οποίος ακολούθως αποφάσισε να αποχωρήσει και να ενταχθεί στην αντιπολιτευτική συμμαχία G7 που υποστηρίζει τον Moise Katumbi, εν μέρει επειδή αρνήθηκε να δει τον Kabila να διεκδικεί τρίτη θητεία και έγινε ο δεύτερος στην ιεραρχία της πλατφόρμας “Ensemble” (ερ. 370 του δ.φ.). Όσον αφορά τον Juvenile Kitungwa, διαπιστώθηκε ότι το 2008 υπήρξε υπουργός Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης της επαρχίας Katanga (ερ. 368 του δ.φ.). Το καλοκαίρι του 2018, εν όψει των εκλογών, ο Kitungwa φαίνεται να είναι μέλος του Κοινοβουλίου και ισχυρός υποστηρικτής του Katumbi για τις εκλογές (ερ. 365 του δ. φ.).
Ο λειτουργός στη συνέχεια επεσήμανε ότι δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες για ενδεχόμενη συνάντηση υπό την ηγεσία του Katumbi στις 16 Ιουνίου 2018 στο Γιοχάνεσμπουργκ. Βάσει πηγής πληροφόρησης διαπιστώθηκε ότι ο Katumbi κατά τη μετάβασή του από το Βέλγιο (όπου βρισκόταν σε εξορία) στη Ρωσία για να παραστεί στην έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αντιμετώπισε πρόβλημα με το διαβατήριό του στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών στις 13/06/2018 (ερ. 364 και 358 του δ. φ.). Ο λειτουργός κατέγραψε επιπλέον ότι με βάση εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, πραγματοποιήθηκε μια πολιτική συνάντηση που οργανώθηκε από τον Moise Katumbi με σκοπό την προετοιμασία της επιστροφής του στη ΛΔΚ, ενόψει των εκλογών του Δεκεμβρίου 2018, κατά το Σαββατοκύριακο της 10ης/03/2018 στο Γιοχάνεσμπουργκ (ερ. 356-355 του δ. φ.).
Ο αιτητής προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου δύο φωτοαντίγραφα τα οποία αφορούν κλήση από την δικαστική αστυνομία και ένταλμα σύλληψης, ημερομηνίας 18/06/2018 και 05/07/2018 αντίστοιχα. Ο αρμόδιος λειτουργός δεν προχώρησε σε αξιολόγηση των εν λόγω εγγράφων, καθώς ως κατέγραψε πρόκειται για φωτοαντίγραφα και δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η γνησιότητά τους. Ως εκ τούτου δεν λήφθηκαν υπόψη στην αξιολόγησή του. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ο λειτουργός κατέληξε ότι πέραν των πιο πάνω ευρημάτων, δεν εντοπίστηκαν πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές που να επιβεβαιώνουν τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή σχετικά με την αλληλεπίδρασή του με την ANR και ενόψει της τεκμηριωθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας στις δηλώσεις του, ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός.
Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε δεκτό τον πρώτο ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων των αιτητών, όπως και τον τέταρτο ισχυρισμό περί έκδοσης εισιτηρίων εκ μέρους του αιτητή αρ.1 σε δύο πρόσωπα της αντιπολίτευσης, τον Pierre Lumbi και τον Juvenal Kitungwa, προκειμένου να συναντηθούν με τον Moise Katumbe. Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής του, ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε την πολιτική μετάβαση η οποία ξεκίνησε στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό από τη στιγμή κατά την οποία ο Felix Tshisekedi ανήλθε στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2019, όπως αναδεικνύεται από την επιστροφή της κύριας μορφής της αντιπολίτευσης, Moise Katumbi, στη χώρα κάποιους μήνες αργότερα. Επιπλέον βάσει εξωτερικών πηγών διαπιστώθηκε ότι ο Pierre Lumbi απεβίωσε εξαιτίας της πανδημίας τον Ιούνιο του 2020, ενώ είχε διατηρήσει τη θέση του ως Γραμματέας του κόμματος του Moise Katumbi. Το έτερο από τα πρόσωπα στα οποία είχε πωλήσει εισιτήρια ο αιτητής, Juvenal Kitungwa, κατέχει υψηλή πολιτική θέση στην επικράτεια της Haut Katanga.
Κρίθηκε ως εκ τούτου πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση στους αιτητές του καθεστώτος πρόσφυγα ή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, όπως προνοείται στα άρθρα 3 και 19 (1) και (2) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Ειδικά στο πλαίσιο του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ήτοι το άρθρο 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός παραθέτοντας πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής διαπίστωσε ότι ο τόπος τελευταίας διαμονής των αιτητών, η πόλη Lubumbashi, δεν επηρεάζεται από τη σύρραξη η οποία λαμβάνει χώρα σε ανατολικές επαρχίες της χώρας (North Kivu, South Kivu, Kasai, Tanganyika), ενώ τα περιστατικά ασφαλείας τα οποία καταγράφονται στην πόλη αφορούν περιοδικά διαδηλώσεις, πολλές εκ των οποίων προσλαμβάνουν βίαιο χαρακτήρα.
Αξιολογώντας τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί και μελετώντας τόσο την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού όσο και τους ισχυρισμούς των αιτητών ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία, όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία επισημαίνονται τα ακόλουθα. Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των καθ’ ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις των αιτητών κρίνονται σαφείς, δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις τους επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες ανέτρεξε ο αρμόδιος λειτουργός.
Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ότι ο αιτητής αρ.1 έτυχε κακομεταχείρισης και βασανισμού εξαιτίας περιστατικού το οποίο έλαβε χώρα το 1995 μεταξύ του ιδίου και του θείου του, θα συμφωνήσω με την αξιολόγηση του αρμόδιου λειτουργού ότι αυτός δεν έχει παρατεθεί κατά εσωτερικά αξιόπιστο τρόπο. Ακριβώς όπως ο αρμόδιος λειτουργός εξηγεί, έχουν παρατεθεί τρεις διαφορετικές περιγραφές σχετικά με το πώς κατέληξε να χάσει τις αισθήσεις του, ενώ σε διαφορετικά σημεία της εξιστόρησής του αναφέρει αφενός πως ξυλοκοπήθηκε από την αστυνομία κατ’ εντολή του θείου του (ερυθρό 263 του διοικητικού φακέλου), αφετέρου πως δεν του συνέβη κάτι σχετικό από την αστυνομία (ερυθρό 258 του διοικητικού φακέλου), χωρίς να δίδει μία εύλογη εξήγηση για τη σχετική αντίφαση κατόπιν της ερώτησης του αρμόδιου λειτουργού, εμμένοντας μόνο στη δεύτερη εκδοχή (ερ. 258 του διοικητικού φακέλου).
Ιδίως ως προς τα σημάδια που κατ’ ισχυρισμό ο αιτητής φέρει εξαιτίας του περιστατικού (ερ. 263 του δ. φ.), τα οποία συνιστούν ενδείξεις[1], ο αιτητής δεν προσκόμισε ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο να καταδεικνύει την πιθανή προέλευση αυτών. Αντίθετα, στην αίτηση ακυρώσεως που υπέβαλε στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, προέβη σε ασυνεπείς με τους ισχυρισμούς δηλώσεις, παραλλάσσοντας το λόγο της σοβαρής βλάβης την οποία αυτός κατ’ ισχυρισμό υπέστη. Συγκεκριμένα, μέσω της συνηγόρου του ο αιτητής προέβαλε διαφοροποιημένη εκδοχή της αφήγησής του, ισχυριζόμενος ότι ήταν μέλος της ομάδας της Basengele στο Βόρειο Κονγκό και τον Ιούνιο του 1995, όταν ένιωσε να απειλείται η ζωή του, αναγκάστηκε να ενταχθεί σε μια αίρεση για να αντικαταστήσει τον παραδοσιακό θρησκευτικό ηγέτη που ήταν θείος του. Η μητέρα του ως ισχυρίστηκε σκοτώθηκε επειδή τον υποστήριξε. Συμφωνώ με τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση, ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα εξιστορισθέντα γεγονότα με λεπτομέρεια, σαφήνεια και ευλογοφάνεια. Κατά το στάδιο διερεύνησης των ισχυρισμών του, δεν κατέστη δυνατό να παρασχεθούν από τον ίδιο σαφείς, συνεκτικές και σταθερές απαντήσεις, με αποτέλεσμα το αφήγημά του να εμφανίζεται ως ένα σύνολο γενικών αναφορών, οι οποίες συνδέονται με μη επαληθεύσιμα γεγονότα.
Ως προς την αξιολόγηση του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού, ότι η αιτήτρια αρ.2 κατηγορήθηκε από την κοινότητα για τη δολοφονία του αδελφού της, ο οποίος ήταν πάστορας της εκκλησίας του Mukungubila συντάσσομαι επίσης με τα ευρήματα που παρέθεσαν οι καθ’ ων η αίτηση. Κατόπιν εκ νέου μελέτης του συνόλου των δηλώσεων και στοιχείων του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνονται επιπρόσθετες ενδείξεις που ενισχύουν περαιτέρω την ορθότητα της απόρριψης του ισχυρισμού. Παρατηρώ ότι η αιτήτρια αρ. 2 δεν ήταν σε θέση να παραθέσει κανένα σύμβολο της εκκλησίας. Παρότι ανέφερε σε σχετική ερώτηση ότι έχει καιρό να παρευρεθεί στην εκκλησία, θα αναμενόταν από αυτήν, αφού περιέγραψε τον εαυτό της ως πιστή της εκκλησίας Mukungubila να αναφέρει κάποιο βασικό συμβολισμό.
Ανέφερε αόριστα χωρίς να εξειδικεύει ότι η κύρια φιλοσοφία της εκκλησίας βασίζεται στην παλαιά διαθήκη και πιστεύουν στον θεό των προγόνων τους. Πρόσθετα, ούτε και ως προς τα καθήκοντα του αδελφού της κατόρθωσε να παρέχει κάποια ουσιώδη πληροφορία παρά το μεγάλο κατά την ίδια χρονικό διάστημα το οποίο πέρασε στην συγκεκριμένη εκκλησία, αφού ως δήλωσε ο αδερφός της εργαζόταν στην εκκλησία αυτή από τότε που η ίδια ήταν μικρή (ερ. 322-321 του δ. φ.). Ιδιαίτερα ως προς το συγκεκριμένο περιστατικό επίθεσης, όπως αυτό περιεγράφηκε, η αιτήτρια πράγματι όπως παρατηρεί και ο λειτουργός ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομέρειες, χωρίς ωστόσο να δώσει κάποια ευλογοφανή εξήγηση ως προς το πώς γνώριζαν οι αρχές ότι ο αδελφός της βρισκόταν στη δική της κατοικία, ή να εξηγεί γιατί οι αρχές θεωρούσαν την κατοικία της ως δική του.
Αντίστοιχα ο αιτητής αρ.1 δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες ως προς το λόγο για τον οποίο ήταν αναγκαίο να υπογράφουν κάθε μήνα. Ομοίως η αιτήτρια μόνο με γενικότητα και αοριστία αναφέρθηκε στα περιστατικά παρενόχλησής της από αξιωματικό της ANR. Υπενθυμίζεται η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος μέχρι το 2018 από τη στιγμή του περιστατικού, διάστημα κατά το οποίο η αιτήτρια διέμενε στην περιοχή. Επίσης, ως ορθά επεσήμανε ο αρμόδιος λειτουργός από το 2015 οπότε και σταμάτησε να υπογράφει στο τμήμα η αιτήτρια, δεν ανέφερε ποτέ να συνάντησε ξανά το άτομο αυτό, παρά μόνο ότι ορισμένες φορές την καλούσε τηλεφωνικά. Τονίζεται το γεγονός ότι παρέμεινε στη χώρα της μέχρι το 2018 χωρίς να της συμβεί οτιδήποτε σχετικό με το περιστατικό που έλαβε χώρα εναντίον του αδερφού της. Υπενθυμίζεται ότι ο βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης απαιτεί αντικειμενικά δεδομένα προς στοιχειοθέτησή του, τα οποία δεν ήταν σε θέση να παρέχουν εν προκειμένω οι αιτητές.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, διεξήγαγα έρευνα σε πηγές πληροφόρησης για την εκκλησία του προφήτη Mukungubila και για τη μεταχείριση των μελών της κατά την οποία διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα. Ομοίως με τον αρμόδιο λειτουργό, δεν ανευρέθηκε οποιαδήποτε πληροφορία για τον αδερφό της αιτήτριας, ονόματι “Ngalu Embondo Roger”, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ήταν πάστορας και ο οποίος ως δήλωσε συνελήφθη και δολοφονήθηκε από τις αρχές. Ως προς το περιστατικό της 30ης/12/2013, σύμφωνα με έκθεση της International Crisis Group για την Αφρική (2016), αναφέρεται ότι στις 30 Δεκεμβρίου 2013, οπαδοί του αυτοαποκαλούμενου προφήτη Mukungubila (από την ίδια περιοχή με τον Καμπίλα και ανεπιτυχή υποψήφιο στις εκλογές του 2006) επιτέθηκαν στον κρατικό τηλεοπτικό σταθμό (RTNC), το υπουργείο Άμυνας και το εθνικό αεροδρόμιο, όλα στην Κινσάσα. Λίγες ώρες αργότερα, κυβερνητικά στρατεύματα περικύκλωσαν το συγκρότημα της ομάδας σε μια οικιστική περιοχή της Lubumbashi και επιτέθηκαν αφού, σύμφωνα με πληροφορίες, οι οπαδοί είχαν ανοίξει πυρ. Αναφέρεται ότι σκοτώθηκαν αρκετές εκατοντάδες οπαδοί, οι περισσότεροι στη Lubumbashi.[2]
Η έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για την ελευθερία της θρησκείας στη ΛΔ Κονγκό το 2014 αναφέρει ότι: «Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, στις 30 Δεκεμβρίου 2013 στρατιώτες της 6ης Στρατιωτικής Περιφέρειας, πράκτορες της Στρατιωτικής Αστυνομίας και της Προεδρικής Φρουράς σκότωσαν τουλάχιστον 46 οπαδούς του προφήτη Joseph Mukungubila, ευαγγελικού πάστορα και πρώην υποψηφίου για την προεδρία της χώρας, στην επαρχία Katanga. Η κυβέρνηση ανέφερε ότι οι οπαδοί του είχαν επιτεθεί νωρίτερα σε κυβερνητικές εγκαταστάσεις στην Kinshasa και στη Lubumbashi και είχαν καταλάβει τον κρατικό τηλεοπτικό σταθμό, μεταδίδοντας πολιτικό μήνυμα. Υπήρξαν αντικρουόμενες αναφορές για τον αριθμό των νεκρών. Το BBC μετέδωσε ότι, σύμφωνα με τον Mukungubila, οι επιθέσεις έλαβαν χώρα ως απάντηση στην παρενόχληση από την κυβέρνηση».[3]
Σύμφωνα με πιο πρόσφατες εξελίξεις και με βάση δημοσίευμα του ειδησεογραφικου μέσου Radio France Internationale, στις 21 Οκτωβρίου 2023, ο Πρόεδρος της ΛΔΚ, Tshisekedi, ανακοίνωσε την αναστολή των ποινών (καταδίκη) που είχαν επιβληθεί στον πάστορα Paul-Joseph Mukungubila και στους οπαδούς του. Αυτές οι καταδίκες σχετίζονταν με τις επιθέσεις που σημειώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2013 σε διάφορες πόλεις της χώρας. Η απόφαση αυτή άνοιξε τον δρόμο για την επιστροφή του Mukungubila στη ΛΔΚ τον Ιούλιο του 2024, μετά από δέκα χρόνια εξορίας στη Νότια Αφρική. Η αναστολή των ποινών/καταδίκων θεωρήθηκε από τον Mukungubila ως μια πράξη συμφιλίωσης και αποκατάστασης της δικαιοσύνης. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες της απόφασης και οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν δεν έχουν δημοσιοποιηθεί πλήρως. Η επιστροφή του Mukungubila στη ΛΔΚ έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις, με ορισμένους να βλέπουν την κίνηση αυτή ως βήμα προς την εθνική συμφιλίωση, ενώ άλλοι εκφράζουν ανησυχίες για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στη χώρα.[4]
Επίσης, σύμφωνα με δημοσίευμα του Jeune Afrique, ημερομηνίας 16/7/2024 ο Paul-Joseph Mukungubila, αυτοαποκαλούμενος «προφήτης του Αιώνιου/Αιωνιότητας» και πρώην αντίπαλος του Joseph Kabila, επέστρεψε στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στις 7 Ιουλίου 2024, μετά από έντεκα χρόνια εξορίας. Η επιστροφή του κατέστη δυνατή χάρη σε αμνηστία που του χορηγήθηκε από τον Πρόεδρο Felix Tshisekedi. Ο Mukungubila είχε καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο το 2019 για τις επιθέσεις που πραγματοποίησαν οι οπαδοί του το 2013 σε κυβερνητικά κτίρια και στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Κατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο της Kinshasa, δήλωσε ότι δεν θεωρεί πως του απονεμήθηκε χάρη, αλλά ότι διορθώθηκε ένα λάθος, και εξέφρασε την πρόθεσή του να υπηρετήσει τη χώρα του.[5]
Η ανωτέρω είδηση επιβεβαιώνεται και από άρθρο στον ειδησεογραφικό ιστότοπο We Africa24 ημερομηνίας 08/07/2024 το οποίο αναφέρει την επιστροφή του Mukungubila στην ΛΔΚ μετά από 10 έτη εξορίας. Συνεχίζει ότι η επιστροφή του Joseph Mukungubila διευκολύνθηκε από τον Πρόεδρο Félix Tshisekedi, αν και ο ίδιος ο Mukungubila θεωρεί την αναστολή της ποινής του και των οπαδών του, τον προηγούμενο Οκτώβριο, ως αποκατάσταση μιας αδικίας.[6]
Παρόλο που η περιγραφή του περιστατικού της επίθεσης ημερομηνίας 30/12/2013 επιβεβαιώνεται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ο ισχυρισμός δεν προβλήθηκε με συνοχή και με επαρκή λεπτομέρεια, καθότι η αιτήτρια αρ. 2 δεν ήταν σε θέση να παρέχει στοιχειώδεις πληροφορίες για την ιδεολογία της εκκλησίας, ούτε έδωσε επαρκείς πληροφορίες για τον αδερφό της, ο οποίος ως ισχυρίστηκε υπήρξε πάστορας για μεγάλο χρονικό διάστημα και για τον οποίο τονίζεται ότι δεν ανευρέθη οποιαδήποτε αναφορά σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Κρίνεται ότι οι δηλώσεις των αιτητών για το περιστατικό πηγάζουν από ευρέως γνωστές πληροφορίες, καθότι το εν λόγω περιστατικό προβλήθηκε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και δεν προέρχονται από βιωματική εμπειρία.
Ακόμη κι αν γινόταν αποδεκτός, βάσει των ευρημάτων έρευνας που παρατέθηκαν παραπάνω, παρόλο που στοιχειοθετούνται κρατικές ενέργειες κατά του κινήματος του Mukungubila στο παρελθόν, δεν ανευρίσκονται πρόσφατες, τρέχουσες και στοχευμένες διώξεις των οπαδών του προφήτη στις δημόσια διαθέσιμες πηγές στις οποίες ανέτρεξε το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα έρευνα στη βάση δεδομένων “www.ecoi.net” με όρους αναζήτησης “Democratic Repulic of Congo” και “Mukungubila” εμφανίζει ως τελευταία σχετική έκθεση, αναφορά του 2017[7]. Το γεγονός μάλιστα ότι τον Ιούλιο του 2024, ο Mukungubila επέστρεψε στη ΛΔΚ μετά την εξορία του, κατόπιν αμνηστίας που χορήγησε ο Πρόεδρος Félix Tshisekedi, υποδηλώνει χαλάρωση της επικρατούσας κατάστασης προς το πρόσωπό του. Βάσει των ανωτέρω, κρίνεται ότι δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για τους αιτητές λόγω των διώξεων που υπήρξαν στο παρελθόν εναντίον των μελών του θρησκευτικού κινήματος του Mukungubila.
Επί του τέταρτου ουσιώδους ισχυρισμού, θεωρώ πως θα έπρεπε να διαχωριστεί σε δύο επιμέρους ισχυρισμούς, ως ακολούθως: ως τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός όφειλε να σχηματιστεί ότι ο αιτητής αρ. 1 έκδωσε εισιτήρια σε δύο γνωστά μέλη της αντιπολίτευσης, γεγονός που προσέλκυσε το ενδιαφέρον των αρχών και ως πέμπτος, η ισχυριζόμενη αναζήτησή του από τις αρχές της χώρας του βάσει ενταλμάτων κλήτευσης και σύλληψης εναντίον του. Προς επίρρωση της πιο πάνω επισήμανσης, παρατηρώ ότι κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας στο πλαίσιο του τέταρτου ουσιώδους ισχυρισμού, ενώ συμπεριλήφθηκαν τα έγγραφα, ο αρμόδιος λειτουργός αρκέστηκε στο να αναφέρει ότι επειδή πρόκειται για φωτοαντίγραφα, δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της γνησιότητάς τους και ως εκ τούτου δεν θα ληφθούν υπόψιν κατά την ανάλυση του ισχυρισμού. Είναι σαφές ότι ως φωτοαντίγραφα, τα προσκομισθέντα έγγραφα δε θα φέρουν την αποδεικτική αξία του πρωτοτύπου,[8] ωστόσο εξακολουθούν να συνιστούν ενδείξεις οι οποίες οφείλουν να τύχουν αξιολόγησης. Σε κάθε περίπτωση, κρίνεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση έπρεπε να σχηματίσουν ξεχωριστό ισχυρισμό για το κατά πόσο εκκρεμούν εντάλματα εναντίον του αιτητή αρ. 1. και όφειλαν να αξιολογήσουν τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον μου, αξιολόγηση στην οποία θα προβεί το Δικαστήριο.
Από την πιο πάνω αξιολόγηση διακρίνω πως το αρμόδιο όργανο δεν διεξήγαγε την δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, γεγονός που θα προκύψει και από τα στοιχεία που θα παραθέσω πιο κάτω. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο εξέταζε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και μόνον θα καθιστούσε άκυρη την προσβαλλόμενη απόφαση. Επειδή όμως το Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης προχώρησα και αξιολόγησα τον ισχυρισμό. Στη βάση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου θα διεξάγω έρευνα σε πηγές πληροφόρησης για ζητήματα που αναδύονται από τους αποδεκτούς ισχυρισμούς.
Εξετάζοντας τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό όπως έχει σχηματιστεί και ο οποίος έγινε αποδεκτός από τους καθ’ ων η αίτηση, το Δικαστήριο συντάσσεται με τo συμπέρασμα ότι η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού είναι ικανοποιητική. Ο αιτητής περιέγραψε με επαρκή σαφήνεια και χρονολογική συνέπεια την ένταξή του στο ταξιδιωτικό πρακτορείο το 2004 και την ανέλιξη του σε διευθυντή το 2012, περιγράφοντας με λεπτομέρεια τα καθήκοντά του και παρέχοντας βασικές πληροφορίες για το πρακτορείο. Ακολούθως αναφέρθηκε με συνοχή στη συνεργασία που είχε το γραφείο του με το Κρατικό Πρωτόκολλο για κρατικές κρατήσεις, γεγονός που του επέτρεψε να αναπτύξει σχέσεις με κυβερνητικούς αξιωματούχους, όπως τον κ. Kabwe, και να αποκτήσει κάποια προστασία. Ομοίως συνεπείς και συγκεκριμένοι υπήρξαν οι δηλώσεις του για την ένταξή του στο κίνημα της αντιπολίτευσης “Ensemble pour le Changement” τον Μάρτιο του 2018 κατόπιν παρότρυνσης του Christian Mwando, γεγονός που οδήγησε στην παρακολούθησή του από την Αρχή Εθνικής Πληροφόρησης (ANR).
Ο αιτητής έδωσε λεπτομερή περιγραφή για τη συνάντηση της ANR στην οποία κλήθηκε στις 16 Μαΐου 2018 όπου, υπό την απειλή όπλου, εξαναγκάστηκε να υπογράψει άγνωστο έγγραφο και παρά την ανησυχία που είχε, στις 15 Ιουνίου 2018 εξέδωσε εισιτήρια για τον Pierre Lumbi και τον Juvenile Kitungwa, μέλη της αντιπολίτευσης, τα οποία ταξίδεψαν στη Νότια Αφρική για πολιτική συνάντηση σχετικά με την επιστροφή του Moise Katumbi. Ο αιτητής ήταν σε θέση να αφηγηθεί με συνοχή και ικανοποιητική λεπτομέρεια τα γεγονότα που ακολούθησαν της ανωτέρω ενέργειάς του, αναφερόμενος στις απειλές, στα τηλεφωνήματα που έλαβε, σε περιστατικό πυροβολισμών έξω από την οικία του τη νύχτα της 20ης – 21ης Ιουνίου, σε περιστατικό απόπειρας σύλληψης της γυναίκας του στις 21 Ιουνίου, καθώς και σε περιστατικό κατά το οποίο άγνωστοι επιχείρησαν να παραλάβουν τα παιδιά τους από το σχολείο με ψευδές πρόσχημα. Οι περιγραφές του αιτητή δεν παρουσιάζουν εσωτερικές αντιφάσεις και συνοδεύονται από αναφορές σε συγκεκριμένα περιστατικά και σε πολιτικά πρόσωπα, το προφίλ των οποίων επιβεβαιώθηκε από πηγές που παρέθεσε ο αρμόδιος λειτουργός. Επίσης επισημαίνεται ότι σε αρκετά σημεία της αφήγησής του ήταν σε θέση να αναπτύξει τα συναισθήματα σύγχυσης, ανησυχίας και φόβου που βίωνε σε διάφορες χρονικές στιγμές.
Επισημαίνεται ωστόσο ότι σχετική με τον ως άνω σχηματισθέντα ισχυρισμό είναι η αφήγηση του αιτητή αρ. 1 για περιστατικό που συνέβη το 2015 και το οποίο δεν λήφθηκε υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε στη συνέντευξή του ότι στις 07/01/2015, τον συνέλαβαν και έτυχε κακοποίησης επειδή εξέδωσε εισιτήριο για τον Muyambo-Kyassa. Ανέφερε ότι στις 03/01/2015 είχε οδηγίες από τον προϊστάμενό του να εκδώσει 137 εισιτήρια για άτομα που θα ταξίδευαν στο Lubumbashi. Στις 05/01/2015 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ όλων των υψηλόβαθμων ηγετών και του Kabila στην Katanga. Ισχυρίστηκε ότι o Moise Katumbe και ο Muyambo-Kyassa αρνήθηκαν να παρευρεθούν.
Στις 06/01/2015 ισχυρίστηκε ότι ο τελευταίος ήρθε προσωπικά στο γραφείο του και του μιλούσε διότι τον γνώριζε από την τηλεόραση (λόγω του περιστατικού με τον αδερφό της συζύγου του) και μοιραζόταν πολλές πληροφορίες με τον ίδιο, ζητώντας του ένα εισιτήριο για το Γιοχάνεσμπουργκ για τις 7 Ιανουαρίου. Το ίδιο βράδυ, όταν έκλεινε το γραφείο του, ισχυρίστηκε ότι είδε τρεις μεγαλόσωμους άντρες να έρχονται στο γραφείο του και να τον αρπάζουν από διάφορα μέρη του σώματός του, του έβαλαν χειροπέδες και τον μετέφεραν σε ένα τζιπ της αστυνομίας, όπου τον κτύπησαν. Ισχυρίστηκε ότι εκείνη τη μέρα μάζεψαν κι άλλα 6-7 άτομα στο τζιπ και τον ανέκριναν για τον Muyambo, καθότι δεν είχε το δικαίωμα να εγκαταλείψει τη χώρα, επειδή είχε προσβάλει τον Kabila. Με τη βοήθεια της συζύγου και του δικηγόρου του, αφέθηκε ελεύθερος, αφού πρώτα υπέγραψε έγγραφα με τα οποία δήλωνε ότι δεν θα προέβαινε ξανά σε τέτοιες ενέργειες. Ακολούθως πληροφορήθηκε ότι ο Muyambo είχε συλληφθεί και φυλακιστεί.
Ως προς το ανωτέρω αφηγηθέν από τον αιτητή περιστατικό, κρίνεται ότι συνδέεται με τον πυρήνα του τέταρτου ουσιώδους ισχυρισμού και ενισχύει την εσωτερική του αξιοπιστία, καθότι θεωρείται εύλογο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που είχε ο αιτητής εργαζόμενος σε ταξιδιωτικό πρακτορείο να συναναστραφεί με αντιφρονούντα άτομα τα οποία θα διευθετούσαν κάποιο ταξίδι.
Αξιολογώντας την εξωτερική αξιοπιστία του σχηματισθέντα τέταρτου ισχυρισμού, το Δικαστήριο εξετάζοντας την επαγγελματική κάρτα που προσκόμισε ο αιτητής και ανατρέχοντας στις πηγές που παρέθεσε ο αρμόδιος λειτουργός σχετικά με τα όσα αφηγήθηκε ο αιτητής συντάσσομαι με την θετική αξιολόγηση αυτών από την Υπηρεσία Ασύλου και δεν κρίνεται απαραίτητη η περαιτέρω ανάλυση. Ενόψει της στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας, ορθά ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός ισχυρισμός έγινε αποδεκτός.
Αναφορικά με τον σχηματισθέντα από το Δικαστήριο πέμπτο ουσιώδη ισχυρισμό, ότι ο αιτητής καταζητείται από τις αρχές της ΛΔΚ με επίσημα εντάλματα κλήτευσης και σύλληψής του, επισημαίνεται ότι για το ένταλμα κλήτευσης, ο αιτητής στη συνέντευξή του ανέφερε ότι ενώ το έγγραφο φέρει ημερομηνία 16/06/2018 και επιβάλλει όπως παρουσιαζόταν στις 18/06/2018 στις 10 το πρωί, του παραδόθηκε στις 18/06/2018 την ώρα που θα έπρεπε να εμφανιζόταν. Τότε ζήτησε τη βοήθεια του προσωπικού του φίλου, του δικηγόρου Maître Flory, ο οποίος του είπε ότι το θέμα αφορά την Προεδρία και τώρα βρίσκεται στα χέρια της Δικαστικής Αστυνομίας («OPJ»), λόγω του ότι ο αιτητής επέτρεψε να διαφύγει αντίπαλος του Προέδρου, μεταξύ των οποίων ο Pierre Lumbi, πρώην σύμβουλος ασφαλείας του Προέδρου. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ανέφερε το συμβάν στον προϊστάμενό του, λέγοντάς του ότι επειδή πρόκειται για επαγγελματική κατάσταση, θα έπρεπε να τον συνοδεύσει, αλλά εκείνος (ο προϊστάμενος) του είπε ότι επειδή η συναλλαγή έγινε με μετρητά και όχι μέσω της σύμβασης που είχαν με την κυβέρνηση, θα έπρεπε να παρουσιαστεί μόνος του και ως εκ τούτου αντιλήφθηκε ότι κάτι συνέβαινε.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, ο αιτητής προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου τα κάτωθι φωτοαντίγραφα: 1) Δικαστική κλήση που εκδόθηκε στις 18/06/2018 από την δικαστική αστυνομία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (ερυθρό 115 του διοικητικού φακέλου) και 2) Ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε στις 05/07/2018 στο Lubumbashi από τον εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ερυθρό 113 του διοικητικού φακέλου).
Το πρώτο έγγραφο φέρει τίτλο “Convocation” (κλήση προς εμφάνιση), το οποίο φέρει ημερομηνία έκδοσης 16/06/2018 και καλεί τον αιτητή να παρουσιαστεί στις 18/06/2018. Επίσης αναγράφεται με κόκκινο μελάνι πριν τον τίτλο “1ere” (πρώτη). Το εν λόγω έγγραφο φέρει επίσημη σφραγίδα της δικαστικής αστυνομίας και δυσανάγνωστη υπογραφή. Δεν κατέστη δυνατή η εξαγωγή περαιτέρω ευρημάτων λόγω της θολότητας του εγγράφου σε αρκετά σημεία (λογότυπα, υπογραφή), καθότι πρόκειται για αντίγραφο. Το προσκομισθέν έγγραφο είναι εκ της φύσεως του χαμηλής αποδεικτικής αξίας, ενώ δεν προκύπτει από το εν λόγω έγγραφο ο λόγος κλήσης του αιτητή.
Το δεύτερο έγγραφο φέρει τίτλο “Mandat d’ amener” (ένταλμα προσαγωγής/σύλληψης) και το οποίο φαίνεται να εκδόθηκε στις 05/07/2018 με βάση το άρθρο 15 του κώδικα ποινικής δικονομίας από την Εισαγγελία Δικαστηρίου στη Lubumbashi. Το πεδίο της κατηγορίας παρουσιάζεται κενό, ενώ στη συνέχεια αναγράφεται ότι «ο πιο πάνω ονομαζόμενος δεν παρουσιάστηκε και η εμφάνισή του είναι αναγκαία».
Σε σχέση με δικαστικά ή αστυνομικά έγγραφα στην ΛΔΚ και συγκεκριμένα στις κλήσεις προς εμφάνιση αλλά και στο ένταλμα σύλληψης που αναφέρθηκε ο αιτητής, ανέτρεξα σε πηγές πληροφόρησης προκειμένου να εξετάσω τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του. Σύμφωνα με το έγγραφο 'Immigration and Refugee Board of Canada - Democratic Republic of the Congo: Documents issued by the Congolese National Police (Police nationale congolaise, PNC), including wanted notices (avis de recherche), police reports and appearance notices (citations à comparaître); their appearance, their security features and the procedure for obtaining these documents; samples (2021-March 2023)'[9] τα έγγραφα που εκδίδονται από την Αστυνομία πιθανόν να διαφέρουν σε μορφή, χρώμα και είδος χαρτιού, εντούτοις το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο. Παρότι δεν συντάσσονται υπό τις ίδιες συνθήκες, πρέπει εντούτοις να συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις και τύπο που προβλέπεται από το Νόμο. Σε γενικές γραμμές, τα έντυπα είναι πανομοιότυπα παντού στη χώρα.
Όπως αναφέρεται στην προαναφερόμενη πηγή πληροφόρησης, η ειδοποίηση καταζητούμενου προσώπου αποτελεί διαδικαστικό έγγραφο που εκδίδεται με σκοπό την διερεύνηση γεγονότων. Είναι ένα μέτρο που επιτρέπει στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα (Officier du Ministere Public - OMP) να αναζητήσει τον φερόμενο ως δράστη ή/και καταδικασθέντα, ο οποίος έχει εξαφανιστεί. Η ειδοποίηση του καταζητούμενου πάντα συνοδεύεται από ένα άλλο ένταλμα, το λεγόμενο mandate d'amener, με σκοπό ο ύποπτος να έρθει ενώπιον του OMP ή και να συλληφθεί, αναλόγως της περίστασης. Πρέπει επίσης να δημοσιοποιηθεί ούτως ώστε ο οποιοσδήποτε έχει πληροφορίες για τον καταζητούμενο να τις δώσει στον OMP ή στο αρμόδιο όργανο που είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση της ειδοποίησης αυτής. Σύμφωνα με πηγή πληροφόρησης που αναφέρεται στο πιο πάνω έγγραφο του IRB, η έκδοση της ειδοποίησης καταζητούμενου επέρχεται κατόπιν ενός γραπτού ή προφορικού παραπόνου ή κάποια πληροφόρηση από οποιοδήποτε άτομο που κατέχει γνώση των γεγονότων και του δράστη ή από παραπομπή από το Magistrate's Office ή του OPJ.
Ως προς την εκδίδουσα αρχή, το IRB, παραθέτοντας διαφορετικές πηγές, αναφέρει ότι οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου εκδίδονται και υπογράφονται από τον OMP, ή εκδίδονται από τον Officier de Police Judiciaire (OPJ). Η ίδια πηγή που κατονομάζει τον OPJ ως την εκδίδουσα αρχή της ειδοποίησης καταζητούμενου αναφέρει ότι αυτές οι ειδοποιήσεις έχουν ισχύ τριών μηνών. Άλλη πηγή πληροφόρησης, αναφέρει ότι οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου δύνανται να εκδοθούν από την Εθνική Αστυνομία του Κονγκό (Police Nationale Congolaise - PNC), το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα και τις δυνάμεις ασφαλείας.
Ο Νόμος 11/013 της 11ης Αυγούστου 2011 για την Οργάνωση και Λειτουργία της Εθνικής Αστυνομίας του Κονγκό (The Organic Law No. 11/013 of 11 August 2011on the Organization and Functioning of the Congolese National Police (Loi organique no 11/013 du 11 août 2011 portant organization et fonctionnement de la Police nationale congolaise), αναφέρει τα εξής αναφορικά με τον ρόλο της PNC: To Άρθρο 2 αναφέρει ότι η Εθνική Αστυνομία (PNC) εκτελεί τις λειτουργίες της Διοικητικής Αστυνομίας (Administrative Police) και της Δικαστικής Αστυνομίας (Judicial Police). Το Άρθρο 77 αναφέρει ότι όταν μέλη της Εθνικής Αστυνομίας (National Police Officers) εκτελούν χρέη των μελών της Δικαστικής Αστυνομίας (Judicial Police Officers) κατέχουν καθεστώς εκπροσώπου του Δικαστηρίου και υπάγονται στην εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα. Μέλη της Εθνικής Αστυνομίας των κατηγοριών A με C κατέχουν καθεστώς Μέλους της Δικαστικής Αστυνομίας. Όλοι οι υπόλοιποι είναι Μέλη της Δικαστικής Αστυνομίας. Έκαστος υπάγεται σε νομοθετικούς περιορισμούς που δημιουργήθηκαν για την λειτουργία των Μελών της Δικαστικής Αστυνομίας.
Σύμφωνα με μια από τις πηγές που επικαλείται το IRB, υφίσταται διαφορά ανάμεσα στις ειδοποιήσεις καταζητούμενου (wanted notices) και τις κλήσεις για εμφάνιση (summonses to appear). Οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου εκδίδονται από τους OPJ, ενώ οι κλήσεις για εμφάνιση από τους OMP. Σημειώνεται επίσης ότι σύμφωνα με το Υπουργικό Διάταγμα n° 016/CAB/ME/MIN/J&GS/ 2019 du 11 janvier 2019 portant organisation et fonctionnement de la Police judiciaire des parquets,[10] η Police Judiciaire des Parquets έχει δικαιοδοσία να διανέμει τα 'avis de recherche' ενώ εντέλλεται να δρα ως το εθνικό σημείο αναφοράς (National Central Bureau) της Interpol.[11]
Στο ίδιο πιο πάνω έγγραφο του IRB του 2022 τονίστηκε η δυσκολία να εξασφαλιστούν πληροφορίες αναφορικά με την εξασφάλιση αστυνομικών εκθέσεων, ειδοποιήσεων καταζητούμενων καθώς και ειδοποιήσεις για εμφάνιση. Μια πηγή πληροφόρησης αναφέρει ότι τέτοια έγγραφα εξασφαλίζονται με την εξής διαδικασία: Παραπομπή της υπόθεσης στην αστυνομία μέσω γραπτού και ενυπόγραφου παραπόνου, επιβεβαίωση του παραπόνου ενώπιον του OPJ και απόφαση του OPJ, αναλόγως της υπόθεσης και των περιστάσεων της, ως προς το κατά πόσον είναι απαραίτητο ο φερόμενος ως δράστης να κληθεί [στο γραφείο] για να επαληθευτούν οι κατηγορίες εναντίον του.
Αξιολογώντας τα εν λόγω έγγραφα παρατηρώ με βάση πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής πως επιβεβαιώνουν τον τύπο των εγγράφων που προσκόμισε ο αιτητής. Εξετάζοντας το περιεχόμενο των δύο αυτών εγγράφων, παρατηρώ ότι από το έγγραφο της κλήσης δεν υπάρχει το όνομα του προσώπου το οποίο εξέδωσε αυτήν, χαρακτηριστικό το οποίο φέρεται ανάμεσα στα κοινά γνωρίσματα των κλήσεων. Παρατηρώ επίσης ότι από το ένταλμα προσαγωγής δεν υπάρχει ο αριθμός αναφοράς, στοιχείο το οποίο επίσης συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κοινά γνωρίσματά τους.[12] Κενό είναι επίσης το πεδίο της κατηγορίας.
Αν και τα όσα καταγράφονται βρίσκονται σε συμφωνία με την αφήγηση του αιτητή αρ.1, οι εν λόγω ελλείψεις μειώνουν περαιτέρω την αποδεικτική αξία των εγγράφων, αφού όπως έχει ήδη αναφερθεί το γεγονός ότι συνιστούν φωτοαντίγραφα προσδίδει ήδη μειωμένη αποδεικτική αξία.[13] Σε κάθε περίπτωση παρατηρώ ότι σύμφωνα με τις πιο πάνω πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του “τα εντάλματα προσαγωγής παραμένουν σε ισχύ για τρεις μήνες και είναι ανανεώσιμα”[14]. Δεδομένων των ανωτέρω διαπιστώσεων και χωρίς αυτό να αποτελεί κρίση περί της γνησιότητας των εγγράφων, καταλήγω πως δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά τα έγγραφα αυτά και κατά συνέπεια ο ισχυρισμός του αιτητή περί ύπαρξης ενταλμάτων κλήσης και σύλληψης εναντίον του απορρίπτεται στο σύνολό του.
Ενόψει όλων των ανωτέρω διαπιστώσεων οι οποίες αναδεικνύουν ουσιώδεις ασυνέπειες ως προς το περιεχόμενο, αλλά και των προσκομισθέντων εγγράφων σε σχέση με τα επίσημα και τυπικώς προβλεπόμενα έγγραφα των αρχών της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, καθιστούν αυτά αμφιβόλου προελεύσεως και αξιοπιστίας. Κατά συνέπεια, τα υποβληθέντα έγγραφα δεν ενισχύουν ούτε επιβεβαιώνουν τον προβληθέντα ισχυρισμό περί ύπαρξης ενταλμάτων κλήσης ή σύλληψης σε βάρος του αιτητή. Συνεπεία τούτων και ελλείψει οποιουδήποτε άλλου αξιόπιστου και αντικειμενικώς επαληθεύσιμου στοιχείου, ο ισχυρισμός του αιτητή περί αναζήτησής του από τις αρχές της χώρας καταγωγής του δεν τεκμηριώνεται. Κατά συνέπεια, ο πέμπτος ουσιώδης ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός στο σύνολό του.
Ενώπιον του Δικαστηρίου με την ένορκη δήλωσή του, ο αιτητής αρ.1 αναφέρθηκε στο περιστατικό με τον θείο του το 1995 κατά το οποίο συνελήφθη και έτυχε κακομεταχείρισης. Ακολούθως έκανε αναφορά στην εργασία του ως υπεύθυνος έκδοσης εισιτηρίων για μέλη της κυβέρνησης σε ταξιδιωτικό πρακτορείο Τον Δεκέμβριο του 2013, ισχυρίστηκε ότι όλοι οι πιστοί της εκκλησίας του προφήτη Mukungubila δολοφονήθηκαν και σφαγιάστηκαν από τους στρατιώτες του Kabila, ο οποίος έδωσε εντολή να συλλάβουν τον μεγαλύτερο αδελφό της συζύγου του, ο οποίος ήταν ένας από τους πάστορες και ο οποίος, προκειμένου να σωθεί, βρήκε καταφύγιο στην οικία τους, όπου οι αρχές τον συνέλαβαν και στη συνέχεια τον δολοφόνησαν. Συνεπεία αυτού του περιστατικού, ισχυρίζεται ότι ο ίδιος και η σύζυγός του κατηγορήθηκαν από τα υπόλοιπα μέλη της εκκλησίας ότι ήταν υπαίτιοι για τον θάνατο του πάστορα και ότι συνεργάστηκαν με την κυβέρνηση με συνέπεια να λάβουν απειλές για την ζωή τους.
Ακολούθως αναφέρεται σε περιστατικό κατά το οποίο στις 06/01/2015 η αστυνομία τον συνέλαβε, τον ξυλοκόπησε και τον οδήγησε στην φυλακή, όπου υπέστη βασανιστήρια επειδή έκδωσε εισιτήριο στον Muyambo Kiassa, μέλος της κυβέρνησης και αφέθηκε ελεύθερος όταν ο Myuambo επέστρεψε στην χώρα. Λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα στις 15/06/2018, όντας υπεύθυνος του ταξιδιωτικού γραφείου, έκδωσε εισιτήρια σε δυο πρόσωπα, τα οποία ήταν αντίπαλοι της κυβέρνησης, γεγονός το οποίο ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε. Εξαιτίας αυτού, άρχισε να δέχεται απειλητικά μηνύματα και τηλεφωνήματα για τον ίδιο και την οικογένειά του. Οι στρατιώτες του τότε Προέδρου, ανέφερε ότι προσπάθησαν να συλλάβουν την σύζυγό του και να απαγάγουν την κόρη του Mariamie από το σχολείο.
Εναντίον του εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και σε επικοινωνία που είχε με φίλο του, ενημερώθηκε ότι αναζητείται ακόμη από την αστυνομία. Προς υποστήριξη αυτού, εξασφάλισε εκ μέρους του σχετική ειδοποίηση, η οποία αναφέρει ρητά ότι η Δικαστική Αστυνομία εξακολουθεί να τον αναζητά με την κατηγορία των «έκτροπων», γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα του, θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Τέλος, ισχυρίζεται ότι η γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη ΛΔΚ επηρεάζει άμεσα την ζωή και την σωματική ακεραιότητα τόσο του ιδίου, όσο και της οικογένειάς του και ότι ακόμη κι αν αλλάξει το καθεστώς ή εκλεγεί νέος Πρόεδρος, ο κίνδυνος για την ζωή του θα συνεχίσει να υφίσταται διότι, αναζητείται για ποινικά αδικήματα.
Κατά την ακροαματική διαδικασία που έλαβε χώρα στις 12/11/2024 τέθηκαν διευκρινιστικές ερωτήσεις στον αιτητή. Σε σχέση με το έγγραφο δίωξης που προσκόμισε, δήλωσε ότι κατέθεσε μόνο φωτοαντίγραφο, διότι το έλαβε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον δικηγόρο του στη ΛΔΚ και δεν υπήρχε πρακτική δυνατότητα αποστολής του πρωτοτύπου, επειδή πρόκειται για κρατικό έγγραφο. Ανέφερε επίσης ότι ο δικηγόρος του, το εξασφάλισε επειδή στη ΛΔΚ, οι δικηγόροι έχουν πρόσβαση σε αστυνομικά και δικαστικά έγγραφα. Εξήγησε ότι ο λόγος για τον οποίο ο δικηγόρος του μπήκε στη διαδικασία να ερευνήσει, ήταν ο θόρυβος που προκλήθηκε μετά την ομιλία της κόρης του ενώπιον του Πάπα στην Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία μεταδόθηκε διεθνώς από τα ΜΜΕ, προκάλεσε συγκίνηση, μιλούσε στην ελληνική γλώσσα και προκάλεσε ενόχληση στο καθεστώς. Διευκρίνισε ότι στην ομιλία αυτή υπήρξαν τόσο προσωπικές αναφορές, όσο και αναφορές στη γενικότερη κοινωνικοπολιτική κατάσταση της νεολαίας στο Κονγκό.
Σε σχέση με το έγγραφο που προσκόμισε ο αιτητής στο Δικαστήριο του τέθηκαν αρκετές ερωτήσεις. Αναφορικά με το λογότυπο “interpole” που εμφανίζεται στο έγγραφο, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν γνωρίζει λεπτομέρειες, αλλά το θεωρεί έγγραφο της δικαστικής αστυνομίας της χώρας του. Τόνισε επίσης ότι το ένταλμα δεν έχει ημερομηνία λήξης και ισχύει μέχρι τον εντοπισμό του. Σε σχέση με άλλες εκκρεμείς διαδικασίες εις βάρος του, ανέφερε ότι έχει ήδη καταθέσει δύο έγγραφα: το ένταλμα σύλληψης και το δελτίο καταζητούμενου προσώπου. Όταν ρωτήθηκε τι θα συνέβαινε αν ολοκληρωνόταν η δικαστική διαδικασία στη χώρα καταγωγής του, απάντησε ότι κατά την άποψή του, μια τέτοια διαδικασία δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ, διότι το καθεστώς είναι ανελέητο και ικανό ακόμη και να δολοφονήσει την κόρη του. Σε ερώτηση σχετικά με την αλλαγή προέδρου στη ΛΔΚ και το ενδεχόμενο μεταβολής των συνθηκών, υποστήριξε ότι το καθεστώς παραμένει ουσιαστικά το ίδιο, με τις ίδιες ομάδες εξουσίας να ελέγχουν τη χώρα.
Για τον τρόπο με τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα, δήλωσε ότι διέφυγε με τη βοήθεια μέλους της κυβέρνησης και ότι δεν χρησιμοποίησε διαβατήριο. Η οικογένειά του, όπως είπε, έφυγε με τον ίδιο τρόπο, καθώς είχε προηγηθεί απόπειρα απαγωγής της κόρης του και απόπειρα βιασμού της συζύγου του. Εξήγησε ακόμη ότι δεν μπορούσε να αναζητήσει προστασία από άτομα που τον είχαν αρχικά βοηθήσει διότι και αυτοί έχουν εγκαταλείψει το Κονγκό και βρίσκονται πλέον σε αυτοεξορία. Σχετικά με την παραμονή του στην Κύπρο, ανέφερε ότι ζει στη χώρα σχεδόν επτά χρόνια. Είπε ότι το μικρότερο παιδί του γεννήθηκε στη Λευκωσία το 2023, ότι μία κόρη του ηλικίας 19 ετών σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, και ότι η μεγαλύτερη κόρη του 24 ετών, βρίσκεται στη Ζιμπάμπουε. Δήλωσε επίσης ότι το κύριο μέσο επικοινωνίας του με τη χώρα καταγωγής του είναι ο δικηγόρος του. Τέλος, ερωτηθείς σχετικά με την αναχώρησή του από τη ΛΔΚ αεροπορικώς, δήλωσε ότι ταξίδεψε χωρίς έγγραφα, χρησιμοποιώντας άλλο όνομα.
Κατά την ακροαματική διαδικασία που έλαβε χώρα στις 11/04/2025, αμφότεροι οι συνήγοροι υιοθέτησαν το περιεχόμενο των Γραπτών τους Αγορεύσεων. Επιπλέον, η συνήγορος των αιτητών, δήλωσε ότι το μικρότερο τέκνο τους δεν δηλώθηκε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αναφέροντας παράλληλα πως το τέκνο, αιτήτρια αρ. 3 φοιτά πλέον στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ενώ τα τέκνα, αιτητές αρ. 4 και 5 εργάζονται ως ποδοσφαιριστές σε ομάδες της Δημοκρατίας.
Ως προς το ένταλμα που προσκόμισε ο αιτητής κατά την αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, αυτό αφορά “Avis de recherche” (ένταλμα αναζήτησης) ημερομηνίας 12/12/2022 και στο οποίο αναγράφεται ότι η δικαστική αστυνομία αναζητά ενεργά τον αιτητή που πιθανότατα διαμένει στη Lubumbashi και διώκεται με την κατηγορία των έκτροπων γεγονός που τιμωρείται από τα άρθρα 136-138 του ποινικού κώδικα. Σύμφωνα με έκθεση του IRB[15] τα έγγραφα που εκδίδονται από την Αστυνομία πιθανόν να διαφέρουν σε μορφή, χρώμα και είδος χαρτιού, εντούτοις το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο. Παρότι δεν συντάσσονται υπό τις ίδιες συνθήκες, πρέπει εντούτοις να συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις και τύπο που προβλέπεται από το Νόμο.
Σε γενικές γραμμές, τα έντυπα είναι πανομοιότυπα παντού στην χώρα. Όπως αναφέρεται στην πιο πάνω πηγή, η ειδοποίηση καταζητούμενου προσώπου (wanted notice ή avis de recherche) αποτελεί διαδικαστικό έγγραφο που εκδίδεται με σκοπό την διερεύνηση γεγονότων. Είναι ένα μέτρο που επιτρέπει στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα (Officier du Ministere Public – OMP) να αναζητήσει τον φερόμενο ως δράστη ή/και καταδικασθέντα, ο οποίος έχει εξαφανιστεί. Η ειδοποίηση του καταζητούμενου πάντα συνοδεύεται από ένα άλλο ένταλμα, το λεγόμενο mandate d’amener, με σκοπό ο ύποπτος να έρθει ενώπιον του OMP ή και να συλληφθεί, αναλόγως της περίστασης. Πρέπει επίσης να δημοσιοποιηθεί ούτως ώστε ο οποιοσδήποτε έχει πληροφορίες για τον καταζητούμενο να τις δώσει στον OMP ή στο αρμόδιο όργανο που είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση της ειδοποίησης αυτής.
Σύμφωνα με πηγή που αναφέρεται στην πιο πάνω έκθεση του IRB, η έκδοση της ειδοποίησης καταζητούμενου επέρχεται κατόπιν ενός γραπτού ή προφορικού παραπόνου, ή κάποια πληροφόρηση από οποιοδήποτε άτομο που κατέχει γνώση των γεγονότων και του δράστη, ή από παραπομπή από το Magistrate’s Office ή του OPJ. Ως προς την εκδίδουσα αρχή, το IRB, παραθέτοντας διαφορετικές πηγές, αναφέρει ότι οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου εκδίδονται και υπογράφονται από τον OMP, ή εκδίδονται από τον Officier de Police Judiciaire (OPJ). Η ίδια πηγή που κατονομάζει τον OPJ ως την εκδίδουσα αρχή της ειδοποίησης καταζητούμενου αναφέρει ότι αυτές οι ειδοποιήσεις έχουν ισχύ τριών μηνών. Έτερη πηγή, αναφέρει ότι οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου δύνανται να εκδοθούν από την Εθνική Αστυνομία του Κονγκό (Police Nationale Congolaise – PNC), το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα και τις δυνάμεις ασφαλείας. Σημειώνεται επίσης ότι σύμφωνα με το Υπουργικό Διάταγμα n° 016/CAB/ME/MIN/J&GS/ 2019 du 11 janvier 2019 portant organisation et fonctionnement de la Police judiciaire des parquets,[16] η Police Judiciaire des Parquets έχει δικαιοδοσία να διανέμει τα ‘avis de recherche’ ενώ εντέλλεται να δρα ως το εθνικό σημείο αναφοράς (National Central Bureau) της Interpol.[17]
Ως προς το έμβλημα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό που απεικονίζεται στο έγγραφο[18], δεν ήταν δυνατό να εξακριβωθεί εάν το συγκεκριμένο λογότυπο εμφανίζεται σε τέτοιου είδους έγγραφα. Το μόνο στοιχείο σύγκρισης που υπάρχει είναι το πρότυπο ‘Avis de Recherche’ που εξασφαλίστηκε από το IRB του Καναδά. Στο εν λόγω πρότυπο δεν υπάρχει οποιοδήποτε από τα δύο λογότυπα. Περαιτέρω διαφαίνεται το λογότυπο της Interpol. Από έρευνα στην ιστοσελίδα της Interpol[19] ανευρέθηκαν οι εξής πληροφορίες. Το λογότυπο του εν λόγω οργανισμού συνίσταται στον συνδυασμό του εμβλήματος και του ονόματος του. Το έμβλημα παρουσιάζεται ως μια υδρόγειος, με κλάδους ελαίας και ένα σπαθί. Επάνω αναγράφεται το όνομα Interpol, καθώς και τα αρχικά του οργανισμού στα αγγλικά (ICPO) και στα γαλλικά (OIPC).
Το λογότυπο παρουσιάζεται ως μια μονόχρωμη (single – color) εικόνα. Το λογότυπο που παρουσιάζεται στην ιστοσελίδα του οργανισμού δεν συνάδει με το λογότυπο που υπάρχει στο υπό κρίση έγγραφο. Περαιτέρω, στην ιστοσελίδα της Interpol[20] αναφέρεται ότι η χρήση του λογότυπου από τρίτα άτομα γίνεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο κατόπιν γραπτής εξουσιοδότησης από την ίδια την Interpol. Συνήθως η εξουσιοδότηση υπόκειται σε όρους. Οποιαδήποτε χρήση του λογοτύπου πρέπει να συμβαδίζει με την Οπτική Πολιτική Ταυτοποίησης της Interpol (Interpol’s Visual Identity Policy). Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις το λογότυπο της Interpol δύναται να χρησιμοποιηθεί πλάι σε λογότυπα άλλων οργανισμών. Για παράδειγμα, στην συνδιοργάνωση εκδηλώσεων ή κοινών δημοσιεύσεων με τρίτους.
Σχετικά με τη δυνατότητα εξασφάλισης τέτοιων εγγράφων, η ανωτέρω έκθεση του IRB του 2022 υπογράμμισε η δυσκολία να εξασφαλιστούν πληροφορίες αναφορικά με την εξασφάλιση αστυνομικών εκθέσεων, ειδοποιήσεων καταζητούμενων καθώς και ειδοποιήσεις για εμφάνιση. Μια αναφερόμενη πηγή όμως αναφέρει ότι τέτοια έγγραφα εξασφαλίζονται με την εξής διαδικασία: Παραπομπή της υπόθεσης στην αστυνομία μέσω γραπτού και ενυπόγραφου παραπόνου, επιβεβαίωση του παραπόνου ενώπιον του OPJ και απόφαση του OPJ, αναλόγως της υπόθεσης και των περιστάσεων της, ως προς το κατά πόσον είναι απαραίτητο ο φερόμενος ως δράστης να κληθεί [στο γραφείο] για να επαληθευτούν οι κατηγορίες εναντίον του.
Τα άρθρα στα οποία στηρίζεται το “Avis de Recherche” που προσκόμισε ο αιτητής είναι τα 136 – 138 του Ποινικού Κώδικα, τα οποία εντοπίζονται στην ιστοσελίδα ecoinet[21]. Σε σύνοψη και ελεύθερη μετάφραση τα εν λόγω άρθρα αναφέρουν ως ακολούθως. Το Άρθρο 136 αφορά σε προσβολή μέλους, με λόγια, πράξεις ή χειρονομίας ή απειλές του Πολιτικού Γραφείου, ή της Εθνοσυνέλευσης, ή της Κυβέρνησης ή του Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά την άσκηση ή την ευκαιρία της άσκησης της εντολής ή των καθηκόντων του. Τέτοιο αδίκημα επιφέρει καταναγκαστική εργασία από 6 – 12 μήνες και πρόστιμο πενήντα ζαΐρ το μέγιστον.
Ακόμη, όποιος, με λόγια, πράξεις ή χειρονομίες ή απειλές, εξοργίζει άλλους παράγοντες της δημόσιας εξουσίας ή δύναμης στην άσκηση ή με αφορμή την άσκηση των λειτουργιών του, δυνατόν να καταδικαστεί σε καταναγκαστική εργασία από 7 έως 15 ημέρες. Το Άρθρο 138 αναφέρει ότι τιμωρείται με καταναγκαστική εργασία από 6 έως 30 μήνες και πρόστιμο 30 έως 200 ζαΐρ ή μία μόνο από αυτές τις ποινές, όποιος κτυπήσει μέλος του Πολιτικού Γραφείου, ή της Εθνοσυνέλευσης ή της Κυβέρνησης ή του Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά την άσκηση ή κατά την άσκηση της εντολής του ή των καθηκόντων του, χωρίς να προκληθεί τραυματισμός. Οι κυρώσεις που προβλέπονται στα πιο πάνω αναφερόμενα άρθρα δύνανται να διωχθούν μόνο κατόπιν καταγγελίας του ζημιωθέντος ή του φορέα στο οποίο ανήκει το πρόσωπο αυτό.
Αξιολογώντας το προσκομισθέν έγγραφο υπό το φως των ανωτέρω, παρά το ότι σχετίζεται με τον πυρήνα του αιτήματος του αιτητή και φαίνεται να έχει εκδοθεί από τον OPJ (“officiaire de police judiciaire”), η οποία παρουσιάζεται ως μια από τις αρμόδιες αρχές για την έκδοση τέτοιων εγγράφων, ενώ τα άρθρα του ποινικού κώδικα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο και τα οποία αφορούν σε προσβολή μελών της κυβέρνησης, είναι δυνατόν να έχουν προσαφθεί στον αιτητή, δεδομένου του προηγούμενου ιστορικού του, δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητά του. Συγκεκριμένα το λογότυπο της Interpol που παρουσιάζεται στο έγγραφο δεν συνάδει με εκείνο που εμφανίζεται στην επίσημη ιστοσελίδα της και παρόλο που η Interpol συνεργάζεται στενά με τις εθνικές αρχές για την ανταλλαγή πληροφοριών, δεν θεωρείται εύλογη η χρήση του σε τέτοιας φύσης έγγραφο.
Συνυπολογίζεται επίσης το γεγονός ότι ο αιτητής αρ. 1 κατά το στάδιο των διευκρινίσεων συνέδεσε το εν λόγω έγγραφο με την ομιλία της θυγατέρας του κατά την επίσκεψη του Πάπα στη Δημοκρατία. Το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα κατά την οποία εντοπίστηκε η εν λόγω ομιλία στο διαδίκτυο και στην οποία ουδεμία αναφορά γίνεται για τις προσωπικές περιστάσεις των αιτητών, ούτε σε γεγονότα τα οποία θα προκαλούσαν δυσαρέσκεια στις αρχές της ΛΔΚ. Δεν θεωρείται εύλογο να προκάλεσε η εν λόγω ομιλία τον θόρυβο που ισχυρίζεται ο αιτητής και να οδηγήσει τις αρχές να προβούν σε εκ νέου αναζήτησή του. Ούτως ή άλλως ο αιτητής δεν προσκόμισε στοιχεία που υποστηρίζουν τη θέση του αυτή.
Τέλος, τονίζεται ότι σχετικά με την πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη ΛΔΚ, όπως θα διαφανεί στην ανάλυση που γίνεται πιο κάτω κατά το στάδιο της αξιολόγησης κινδύνου, υπάρχει αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό, με αλλαγή προέδρου και χαλάρωση προς τους πολιτικά αντιφρονούντες. Ο Pierre Lumbi (ένα εκ των ατόμων για τα οποία ο αιτητής έκδωσε εισιτήριο) απεβίωσε εξαιτίας της πανδημίας το 2020, έχοντας τη θέση του Γενικού Γραμματέα του κόμματος του Katumbi.[22] O Christian Mwando, μέσω του οποίου ο αιτητής αρ.1 γνώρισε τα ως άνω πρόσωπα, συνιστά Υπουργό υπεύθυνο για το Σχεδιασμό.[23] O Jean Claude Muyambo Kyassa, για τον οποίο ο αιτητής έκδωσε εισιτήριο και εξαιτίας του οποίου συνελήφθη το 2015, προκύπτει ότι συνελήφθη και αυτός το 2015 και του δόθηκε χάρη στις αρχές του 2019.[24] Από τα πιο πάνω στοιχεία εξάγεται το συμπέρασμα πως ο αιτητής δεν στοιχειοθετεί οποιοδήποτε ισχυρισμό σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του
Ενόψει της αρμοδιότητας του παρόντος δικαστηρίου για πλήρη και ex nunc έλεγχο των πραγματικών και νομικών ζητημάτων τα οποία εγείρονται, θα προχωρήσω σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των ισχυρισμών οι οποίοι έχουν γίνει αποδεκτοί, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία των αιτητών και ότι ο αιτητής έκδωσε εισιτήρια για γνωστά άτομα της αντιπολίτευσης, προσελκύοντας με τον τρόπο αυτό το δυσμενές ενδιαφέρον των αρχών.
Καθότι έχει γίνει αποδεκτό το γεγονός ότι ο αιτητής προσέλκυσε το δυσμενές ενδιαφέρον των αρχών λόγω της έκδοσης εισιτηρίων σε μέλη της αντιπολίτευσης. Στο πλαίσιο της επαγγελματικής του ιδιότητας ως υπεύθυνου σε ταξιδιωτικό γραφείο, σε συνδυασμό με την προσχώρησή του στην πλατφόρμα “Ensemble de changement”, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σχετικά με την πολιτική κατάσταση στη ΛΔΚ. Διαπιστώνεται ότι ο Félix Tshisekedi ανακηρύχθηκε πρόεδρος το 2019 έπειτα από εκλογές οι οποίες έλαβαν χώρα κατά το τέλος του 2018.[25] Ο Tshisekedi, ωστόσο, αρχηγός του συνασπισμού Course for Change (CACH), πιστεύεται ότι ήλθε στην εξουσία μέσω παρασκηνιακής συμφωνίας, συμμαχώντας με το Common Front for Congo (FCC) του οποίου ηγείται ο Kabila.[26]
Το 2019 σχηματίστηκε κυβέρνηση όπου η εξουσία του CACH μοιραζόταν με το FCC του Kabila.[27] Όπως εξηγεί η αναφορά της Bertelsmann Stiftung, προκειμένου να διασφαλίσει μία κυβερνητική πλειοψηφία και τη δυνατότητα σχηματισμού της επόμενης κυβέρνησης, το CACH προέβη σε συμμαχία με το FCC, την πολιτική πλατφόρμα των κομμάτων τα οποία υποστήριζαν τον απερχόμενο πρόεδρο Kabila και από την οποία ο Πρωθυπουργός, Sylvestre Ilunga Ilunkamba, επιλέχθηκε.[28] Κατά το 2019 και 2020, οι υποστηρικτές του πρώην Προέδρου Kabila κατείχαν ακόμα θέσεις υψηλού επιπέδου στο κράτος.[29] Οι πηγές υποδεικνύουν ότι ο Kabila τοποθέτησε τους συμμάχους του σε σημαντικούς θεσμούς και καίριες υπουργικές θέσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε επαρχιακό επίπεδο.[30] Σύμφωνα με το Freedom House, ο Kabila αρχικά διατήρησε την επιρροή και επί του δικαστικού συστήματος.[31]
Η συμφωνία αυτή διαμοιρασμού εξουσίας διαλύθηκε το Δεκέμβριο του 2020 από τον Tshisekedi, ο οποίος εγκαθίδρυσε μία νέα κυβέρνηση η οποία πέρασε με σχεδόν ομόφωνη υποστήριξη τον Απρίλιο του 2021, δημιουργώντας το συνασπισμό ‘Sacred Union’.[32] Οι διορισθέντες από τον Kabila σε καίριες υπουργικές θέσεις απομακρύνθηκαν.[33] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «η υψηλότερη προτεραιότητα για τον Tshisekedi το 2019 και το 2020 ήταν προφανώς να κερδίσει πλήρη πολιτική δύναμη και να γίνει ανεξάρτητος του πρώην Προέδρου Kabila».[34]
Κατά το 2020, ο Tshisekedi έκανε σημαντικά βήματα προς το να χτίσει ισχυρή υποστηρικτική βάση στους κρατικούς θεσμούς, οικειοποιούμενος συχνά τους υποστηρικτές του Kabila.[35] Τον Οκτώβριο του 2020 διόρισε τρεις νέους δικαστές στο Συνταγματικό Δικαστήριο, διασφαλίζοντας «την πίστη του θεσμού, το οποίο κάποτε υπήρχαν υποψίες ότι ήταν στις υπηρεσίες του Kabila».[36] Πηγή του IRB Καναδά στις 28 Φεβρουαρίου 2021 αναφέρει ότι ο Πρόεδρος κατάφερε να εισάγει τους υποστηρικτές του σε όλους του θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων των εκλογικών και δικαστικών.[37] Κατά το τέλος του Ιανουαρίου του 2021 ο πιστός στον Kabila πρωθυπουργός αναγκάστηκε σε παραίτηση.[38] Σύμφωνα με άρθρο επικαιροποιηθέν το Μάρτιο του 2021, πρόσωπα πιστά στον Kabila έχουν ισχυρή παρουσία στην αστυνομία και στις υπηρεσίες πληροφοριών, ενώ παρόμοια δυναμική εντοπίζεται και στο δικαστικό σύστημα.[39] Πηγή του IRB Καναδά δηλώνει ότι η κυβέρνηση του Κογκό κινείται σε ‘ημι-αυτόνομο χώρο’, ενόψει της έλλειψης ιεραρχικής πειθαρχίας. Εξηγεί ότι οι πρακτικές των θεσμών δεν έχουν αλλάξει ενόψει της αποχώρησης του Kabila. «Εντός των υπηρεσιών πληροφοριών, οι υπάλληλοι εκτελούν εντολές ή ακόμα εγκλήματα, έπειτα από αίτημα πολιτικών μορφών στις οποίες δε λογοδοτούν».[40]
Περαιτέρω, η ΛΔΚ ανέστειλε, τον Απρίλιο του 2025, το πολιτικό κόμμα του Kabila και διέταξε τη δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων λόγω κατηγοριών για υποστήριξη ανταρτών που υποστηρίζονται από τη Ρουάντα στην ανατολική περιοχή. Τον Μάιο, ο πρώην Πρόεδρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά δημόσια, σε περιοχή που ελέγχεται από αντάρτες, στην ασταθή ανατολική περιοχή της χώρας, συναντώντας θρησκευτικούς ηγέτες σε μια πρωτοβουλία που, σύμφωνα με συμμετέχοντες, αποσκοπεί στην προώθηση της ειρήνης.[41] Ο Kabila, ο οποίος βρίσκεται εκτός χώρας από το 2023, κυρίως στη Νότια Αφρική, καταζητείται στη χώρα για φερόμενα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας λόγω υποστήριξης της εξέγερσης στην ανατολή, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του στη σφαγή αμάχων.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2025, το στρατιωτικό δικαστήριο της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό καταδίκασε ερήμην τον πρώην πρόεδρο Kabila, σε θάνατο για προδοσία, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.[42] Σύμφωνα με άρθρο του "Human Rights Watch", η καταδίκη και η επιβολή θανατικής ποινής στον πρώην πρόεδρο Kabila από στρατιωτικό δικαστήριο της ΛΔΚ αναδεικνύει προβλήματα δικαιοσύνης και δημοκρατίας στη χώρα.[43]
Ως προς τον Moise Katumbi, πρόσωπο στου οποίου την πλατφόρμα ο αιτητής αναφέρει ότι συμμετείχε και πρόσωπο το οποίο οι άλλες δύο μορφές της αντιπολίτευσης κατά τον αιτητή είχαν σκοπό να συναντήσουν δια των εισιτηρίων που ο αιτητής εξέδωσε, ανευρίσκεται ότι παρεμποδίστηκε από την επιστροφή στη χώρα και την εγγραφή του ως υποψηφίου στις εκλογές του 2018. Το Μάιο του 2016 του είχαν απαγγελθεί κατηγορίες έπειτα από τη σύλληψη πέντε μελών του προσωπικού ασφαλείας του για κατ’ ισχυρισμό μισθοφορικές δραστηριότητες, ενώ είχε κληθεί από εισαγγελέα του Lubumbashi για κτηματική διαφορά. Του επετράπη η έξοδος από τη χώρα για ιατρικούς λόγους υπό τον όρο της επιστροφής του όταν αναρρώσει.
Η απόφαση επί της κτηματικής διαφοράς ήταν καταδικαστική σε τρία χρόνια φυλάκισης. Οι κατηγορίες φέρονται να εξυπηρετούσαν πολιτικά κίνητρα, ήτοι αντίποινα για τον εθελούσιο διαχωρισμό του από το κυβερνόν κόμμα προκειμένου να διεκδικήσει την προεδρία στο τέλος της δεύτερης εντολής του Kabila.[44] Στις 3 Αυγούστου 2018 επιχείρησε την επιστροφή του στη ΛΔΚ δια των συνόρων με τη Ζάμπια, αλλά η συνοριοφυλακή δεν του επέτρεψε την είσοδο. Οι εθνικές αρχές τόνισαν ότι όφειλε να εκτίσει την ποινή του με την επιστροφή του, ενώ υποστήριξαν ότι δεν ήταν πλέον πολίτης της ΛΔΚ.[45] Ο Moise Katumbi προσχώρησε στη USN[46], όπου βρίσκεται ακόμα. [47]
Διαφαίνεται ωστόσο η ύπαρξη χάσματος με το στρατόπεδο του Tshisekedi (clan Tshisekendi).[48] Ο Jacky Ndala, πρόεδρος της νεολαίας του κόμματος του Katumbi “Ensemble pour la Republique”, καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών για «παρακίνηση σε πολιτική ανυπακοή» εξαιτίας μηνύματός του για διαμαρτυρία στη βουλή σε περίπτωση που ψηφισθεί ορισμένο νομοσχέδιο.[49] Το νομοσχέδιο ευρέως θεωρείται προσπάθεια περιθωριοποίησης του Katumbi, ο οποίος παρότι το κόμμα του βρίσκεται στην κυβέρνηση, θεωρείται ως ένας από τους πιθανούς αντιπάλους του Tshisekedi για τις εκλογές του 2023.[50] Στις 18 Ιουνίου 2022 ο Jacky Ndala απελευθερώθηκε επωφελούμενος προεδρικής χάρης.[51]
Όσο για την πλατφόρμα ‘Ensemble Pour le Changement’, στην οποία ανέφερε ότι ανήκει ο αιτητής αρ.1, συνιστά διακριτό από το κόμμα του Katumbi συνασπισμό κομμάτων.[52] Ανευρίσκεται πως οι βουλευτές μέλη της πλατφόρμας και μέλη της Union Sacrée,[53] διαφωνώντας με τις δηλώσεις του εκπροσώπου τύπου του κόμματος ‘Ensemble Pour la Republique’, ζήτησαν την απόσυρση των αντιπροσώπων του κόμματος με κυβερνητικές θέσεις και θέσεις σε άλλους θεσμούς και ανανέωσαν την πίστη και την εμπιστοσύνη τους στον πρόεδρο Tshisekedi.[54]
Ειδικά ως προς τα πρόσωπα για τα οποία ο αιτητής αρ.1 διευθέτησε την έκδοση εισιτηρίων, βάσει των πλέον πρόσφατων πηγών ο Juvenal Kitungwa ήταν υποψήφιος του συνασπισμού της Union Sacrée για τη θέση του Αντιπροέδρου της Επαρχιακής Συνέλευσης (Assemblée provinciale) της Haut Katanga το 2022.[55] Ο Pierre Lumbi όπως διαπίστωσε και ο αρμόδιος λειτουργός απεβίωσε εξαιτίας της πανδημίας το 2020, έχοντας τη θέση του Γενικού Γραμματέα του κόμματος του Katumbi.[56] O Christian Mwando, μέσω του οποίου ο αιτητής αρ.1 γνώρισε τα ως άνω πρόσωπα, συνιστά Υπουργό υπεύθυνο για το Σχεδιασμό.[57] O Jean Claude Muyambo Kyassa προκύπτει ότι συνελήφθη το 2015 και του δόθηκε χάρη στις αρχές του 2019.[58]
Επισημαίνεται επίσης ότι σε απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου [2023] UKUT 00117[59] αναφέρονται τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«1. Η αλλαγή στην Προεδρία, μετά τις εκλογές που διεξήχθησαν στις 30 Δεκεμβρίου 2018 και την ανακοίνωση στις 10 Ιανουαρίου 2019 ότι ο Felix Tshisekedi ήταν ο νικητής των εκλογών, οδήγησε σε μια μόνιμη αλλαγή στον κίνδυνο δίωξης των πραγματικών και υποτιθέμενων αντιπάλων του πρώην Προέδρου Kabila και του νυν Προέδρου Tshisekedi, έτσι ώστε να ισχύουν οι ακόλουθες γενικές οδηγίες:
(i) Οι πραγματικοί ή φαινομενικοί αντίπαλοι του πρώην Προέδρου Kabila δεν διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο δίωξης κατά την επιστροφή τους στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό («ΛΔΚ»).
(ii) Σε γενικές γραμμές, τα απλά μέλη των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης ή οι πολιτικοί αντίπαλοι του Προέδρου Tshisekedi και/ή του Sacred Union δεν θεωρείται εύλογο να διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο. Οι υψηλού προφίλ αντίπαλοι ωστόσο, ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο σε ορισμένες περιπτώσεις.
2. Η αξιολόγηση των ατόμων που διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο δίωξης για λόγους που σχετίζονται με το [1(ii)] απαιτεί μια ανάλυση του προφίλ του ατόμου με βάση τα πραγματικά περιστατικά, στην οποία θα ληφθούν υπόψη οι ακόλουθοι (μη εξαντλητικοί) παράγοντες:
α. Το αν ένα άτομο είναι αρκετά γνωστός αντίπαλος του Προέδρου Tshisekedi, λαμβάνοντας υπόψη τον ρόλο και το προφίλ του, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής του σε δραστηριότητες που ενδέχεται να το έφεραν στο επίκεντρο της αρνητικής προσοχής του καθεστώτος Tshisekedi.
β. Το πολιτικό κόμμα του οποίου το άτομο είναι αξιωματούχος ή μέλος, ή με το οποίο ταυτίζονται οι απόψεις του ατόμου.
γ. Η θέση του πολιτικού κόμματος ή οι απόψεις του ατόμου έναντι του Προέδρου Tshisekedi και του Sacred Union.
δ. Η φύση και η συχνότητα των δραστηριοτήτων του ατόμου σε αντίθεση με το Sacred Union του Tshisekedi και σε ποιο βαθμό οι αρχές γνωρίζουν για αυτό.
ε. Είναι απίθανο ένα απλό μέλος οποιουδήποτε κόμματος ή ομάδας της αντιπολίτευσης να έχει επαρκές προφίλ ώστε να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο κατά την επιστροφή του χωρίς περαιτέρω ενέργειες.
3. Ειδικότερα:
(i) Τα μέλη του MLC και του Ensemble pour le Changement δεν διατρέχουν πλέον κίνδυνο να στοχοποιηθούν.
(ii) Τα μέλη ή οι υποστηρικτές και οι ακτιβιστές του UDPS δεν διατρέχουν πλέον κίνδυνο κατά την επιστροφή τους στη ΛΔΚ. Οι κατευθυντήριες γραμμές για τη χώρα που ορίζονται στο AB και DM Democratic Republic of Congo CG [2005] UKAIT 00118, επικυρώθηκαν στο MK DRC CG [2006] UKAIT 00001 και επιβεβαιώθηκαν στο MM (Μέλη του UDPS – Κίνδυνος κατά την επιστροφή) Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό CG [2007] UKAIT 00023, όσον αφορά τον κίνδυνο δίωξης των μελών και ακτιβιστών του UDPS, δεν πρέπει πλέον να ακολουθούνται.»
Με βάση τα ευρήματα των πηγών που παρατέθηκαν ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι ο αιτητής ως άτομο που συνέβαλε στην έκδοση εισιτηρίων ατόμων της αντιπολίτευσης και ως άτομο που υποστήριζε τον Moise Katumbi, εξακολουθεί να διατρέχει κίνδυνο δίωξης. Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Πρόεδρο Felix Tshisekedi το 2019, η κυβέρνηση προχώρησε σε απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, ακύρωση ενταλμάτων σύλληψης και το επίπεδο ανασφάλειας μελών της αντιπολίτευσης έχει μειωθεί σημαντικά. Επομένως, με τα σημερινά δεδομένα, δεν τεκμηριώνεται ότι ο αιτητής αντιμετωπίζει πραγματικό ή άμεσο κίνδυνο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ.
Συνεπώς, η αξιολόγηση κινδύνου θα προχωρήσει βάσει του εναπομείναντα αποδεκτού ισχυρισμού των αιτητών, ο οποίος αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής τους και το προφίλ τους. Στο προφίλ των αιτητών περιλαμβάνονται βεβαίως και τα τέκνα τους.
Η συνήγορος των αιτητών προέβαλε τόσο στη Γραπτή της Αγόρευση, όσο και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ότι θα πρέπει να εξεταστούν οι οικογενειακές τους περιστάσεις. Η συνήγορος των αιτητών στη Γραπτή της Αγόρευση αναφέρει συγκεκριμένα πως ο αιτητής και η σύζυγός του βρίσκονται στην Κυπριακή Δημοκρατία και εργάζονται, δεν λαμβάνουν επιδόματα από το κράτος και ο αιτητής το έτος 2019 ενεγράφη σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο και σπουδάζει. Τόσο ο αιτητής όσο και η σύζυγός του παρακολούθησαν μαθήματα ελληνικής γλώσσας στα προγράμματα του Υπουργείου παιδείας και πολιτισμού ΔΡΑΣΕ, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να ξεχνούν τις τοπικές τους γλώσσες και μιλούν μόνο ελληνικά. Τα παιδιά φοιτούν σε δημόσια σχολεία. Επιπρόσθετα, αναφέρει πως τόσο τα παιδιά τους, όσο και οι ίδιοι έχουν ενσωματωθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία και ισχυρίζεται πως είναι εξαιρετικά δύσκολο σε περίπτωση επιστροφής τους να επανενταχθούν στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας τους. Σημειώνεται πως ο αιτητής ανέφερε πως η θυγατέρα του φοιτά στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Αξίζει να αναφερθεί πως το πρώτο τους παιδί με ημερομηνία γέννησης 12/10/2005 είναι σήμερα 20 ετών, το δεύτερο παιδί με ημερομηνία γέννησης 17/07/2008 είναι σήμερα 17 ετών και το τρίτο παιδί με ημερομηνία γέννησης 27/09/2010 είναι σήμερα 15 ετών.
Με τις λεπτομέρειες του πιο πάνω ζητήματος δεν θα ασχοληθώ ενόψει του ότι αφορούν ζητήματα που συνδέονται κυρίως με τα παιδιά τα οποία δεν έχουν εξεταστεί ούτε στο ελάχιστο από την Υπηρεσία Ασύλου, παρόλο που η επιστολή ενημέρωσης της απόφασης απευθύνεται και στα ανήλικα τέκνα. Θα πρέπει βέβαια να αναφέρω πως η Υπηρεσία Ασύλου μέσω της δικηγόρου τους, η οποία χειριζόταν τότε την υπόθεση, στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας και συγκεκριμένα περί της 02/06/2022 και αφού είχε καταχωρηθεί η ένσταση της Υπηρεσίας Ασύλου στην αίτηση ακυρώσεως που υπέβαλαν οι αιτητές, υπέβαλε αίτημα όπως η υπόθεση εκδικαστεί σύντομα δεδομένης της φύσης της υπόθεσης. Συγκεκριμενοποίησαν το αίτημά τους και ανέφεραν πως επειδή η παρούσα ενδεχομένως να επηρεάσει τη σχολική χρονιά των παιδιών δεν θα ήταν ορθό να εκδοθεί απόφαση σε χρόνο που θα επηρέαζε το ακαδημαϊκό έτος των παιδιών. Τελικά και οι δύο πλευρές χρειάζονταν χρόνο για καταχώρηση αγορεύσεων ενόψει των ζητημάτων που προκύπτουν από τη υπόθεση και δεν επέμειναν οι καθ’ ων η αίτηση στο αίτημά τους για σύντομη εκδίκαση. Ακολούθησε η προαναφερόμενη αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, η έκδοση απόφασης και η εναλλαγή των δικηγόρων της Δημοκρατίας για θέματα βεβαίως που δεν σχετίζονται με την υπόθεση. Ο σχολιασμός αυτός παρατίθεται για να διευκρινίσω πως απασχόλησε την Υπηρεσία Ασύλου στην παρούσα διαδικασία η ύπαρξη των παιδιών και η ολοκλήρωση της σχολικής χρονιάς και προβληματίστηκε για την επιστροφή τους. Στην παρούσα υπόθεση τα παιδιά ήρθαν σε κρίσιμες ηλικίες, σήμερα επίσης είναι σε κρίσιμες ηλικίες και θα έπρεπε να αξιολογηθούν βεβαίως στο προφίλ των αιτητών κατά την αξιολόγηση κινδύνου και για σκοπούς επιστροφής από την Υπηρεσία Ασύλου. Η συνήγορος του αιτητή θέτει ζητήματα που δεν εξετάστηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου, τα οποία οφείλει να εξετάσει το αρμόδιο όργανο.
Υπενθυμίζω ότι βάσει του άρθρου 10 (1Α) του Περί Προσφύγων Νόμου, «1Α) Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου οι οποίες αφορούν τη διεθνή προστασία και τους ανηλίκους.» Καίτοι η παραπάνω διάταξη βρίσκεται υπό την υποκεφαλίδα «Ασυνόδευτοι ανήλικοι αιτητές», δε θα μπορούσε να νοηθεί ότι σχετική αξιολόγηση οφείλει να λαμβάνει χώρα μόνο σε περίπτωση ασυνόδευτων ανήλικων. Στο πλαίσιο της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ εξάλλου παρατίθεται ως γενικός κανόνας στο πλαίσιο του άρθρου 20 αυτής ότι «Το
μείζον συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα για τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου που αφορούν ανηλίκους». Το προοίμιο εξάλλου της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ υπό (18) παραπέμπει στη Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού. Οι Κυρωτικοί Νόμοι αυτής ορίζουν στο άρθρο 1 ως παιδί «Για σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, παιδί σημαίνει κάθε ανθρώπινο ον κάτω των δεκαοκτώ ετών, εκτός εάν η ενηλικίωση επέρχεται νωρίτερα, σύμφωνα με την ισχύουσα για το παιδί νομοθεσία.»
Βάσει του προοιμίου της Οδηγίας υπό (18) «Κατά την αξιολόγηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν ιδίως υπόψη τους την αρχή της οικογενειακής ενότητας, την ευημερία και την κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου, ζητήματα ασφάλειας και προστασίας και τις απόψεις του ανηλίκου ανάλογα με την ηλικία του και την ωριμότητά του.» Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το βέλτιστο συμφέρον των αιτητών 3, 4 και 5 δε θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατεύθυνση άλλη από την προάσπιση της οικογενειακής ενότητας αυτών. Κατόπιν των ανωτέρω δεν είναι δυνατό να στοιχειοθετηθεί βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης των αιτητών στο πλαίσιο του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Καμία εξέταση δεν έγινε για την επιστροφή των παιδιών παρόλο που η απόφαση και επηρεάζει και αφορά τα τέκνα του αιτητή. Θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω απόσπασμα από τον Πρακτικό οδηγό της EASO σχετικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού στις διαδικασίες ασύλου [60]και συγκεκριμένα στη σελίδα 16 του 2019 όπου αναφέρονται τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Το BIC συνιστά πρωταρχικό μέλημα το οποίο ενδεχομένως χρειάζεται να σταθμίζεται σε συνάρτηση με τα συμφέροντα τρίτων, μη εξαιρουμένου του κράτους. Η βαρύτητα που πρέπει να αποδοθεί στο BIC αποτελεί τμήμα της ανάλυσης του αρμόδιου για τη λήψη της απόφασης οργάνου. Το BIC πρέπει να έχει υψηλή προτεραιότητα και να μη συνιστά απλώς έναν από τους πολλούς παράγοντες που συνεκτιμώνται (42). Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι σε άλλα πλαίσια, συγκριτικά, το BIC πρέπει να συνιστά πρώτιστο μέλημα, να είναι δηλαδή ο καθοριστικός παράγοντας κατά τη λήψη της απόφασης.».
Δεν προσμετρήθηκε το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και πως θα αντιμετωπιστούν τα παιδιά αυτά, τα οποία βρίσκονται στην Κυπριακή Δημοκρατία, σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους και είναι ξεκάθαρο πως δεν διεξήχθη η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Στα πλαίσια της αξιολόγησης των ατομικών περιστάσεων που αφορούν τους αιτητές θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη και το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών. Σε όλες τις ενέργειες που σχετίζονται με τα παιδιά πρέπει να γίνεται αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού προτού ληφθεί απόφαση η οποία δύναται να τα επηρεάσει (βλ.απόφαση του ΕΔΔΑ no. 8687/08, Rahimi vs. Ελλάδας, ημερομηνίας 5/7/2011). Τα παιδιά των αιτητών διαμένουν στη Δημοκρατία επί επτά συνεχόμενα έτη. Ήδη τη στιγμή που αποφασιζόταν το αίτημά τους από την Υπηρεσία Ασύλου τα παιδιά βρίσκονταν στη Δημοκρατία τέσσερα χρόνια και όφειλαν να εξετάσουν τις συνθήκες τους στη Δημοκρατία, αλλά και την ευχέρεια επαναπροσαρμογής τους σε περίπτωση επιστροφής τους λόγω ακριβώς των ηλικιών τους.
Η έκταση της εξουσίας του Δικαστή στις διοικητικές διαφορές ουσίας κατευθύνεται από την ίδια τη βούληση του νομοθέτη η οποία ενεργοποιείται όταν υπάρχει κρίση του αρμόδιου οργάνου και αφού ακολουθηθούν όλες οι διαδικασίες που καθορίζει ο Νόμος. Η υπεισέλευση του Δικαστηρίου σε ζητήματα στα οποία το αρμόδιο όργανο δεν αποφάσισε θα συνεπαγόταν την πλήρη υποκατάσταση της κρίσης του αρμόδιου οργάνου και εξέταση όλων των ζητημάτων σε πρώτο βαθμό. Η ευχέρεια του Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο ουσίας της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να θεωρηθεί πανάκεια σε όλες τις διοικητικές διαφορές. Σε αυτές τις περιπτώσεις ως η παρούσα, το Δικαστήριο ουσίας περιορίζεται σε ακύρωση της πράξης προκειμένου να εκδοθεί απόφαση από το αρμόδιο όργανο ούτως ώστε να τύχει εξέτασης το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών στην ορθή βάση.
Το γεγονός ότι ένα Δικαστήριο ουσίας έχει τη δυνατότητα να εξετάσει και να διορθώσει αποφάσεις της διοίκησης δεν θα πρέπει να θεωρείται πανάκεια ούτε να χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για τη διοίκηση να παραλείπει την ορθή εξέταση των ζητημάτων που τίθενται ενώπιον της κατά τη λήψη των αποφάσεών της. Το κριτήριο για την επάρκεια της έρευνας έγκειται στη συλλογή και στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων που αφορούν την κάθε υπόθεση τα οποία μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Στη βάση των ανωτέρω κρίνω πως δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου των αιτητών και διαπιστώνεται πως το αρμόδιο όργανο δεν διεξήγαγε την δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας επιτυγχάνει. Ενόψει της κατάληξης μου αυτής δεν κρίνω αναγκαίο να εξετάσω οποιοδήποτε άλλο προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως, εφόσον το ζήτημα καθίσταται πλέον ακαδημαϊκό.
Οι πιο πάνω διαπιστωθείσες πλημμέλειες, υπό το φως και της προεκτεθείσας νομολογίας, καθιστούν τρωτή και υποκείμενη σε ακύρωση την προσβαλλόμενη απόφαση εφόσον δεν μπορεί να διαπιστωθεί η λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης υπό την σωστή ακολουθητέα διαδικασία. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός που προώθησε η συνήγορος των αιτητών περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου επιτυγχάνει. Ενόψει της κατάληξής μου αυτής, θεωρώ ότι παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε προβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως καθότι το θέμα καθίσταται πλέον ακαδημαϊκό.
Για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €1600 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, έξοδα, υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Χ. Μιχαηλίδου Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] UNHCR, ‘Beyond Proof Credibility Assessment in EU Asylum Systems’ (2013),256 διαθέσιμο σε https://www.unhcr.org/51a8a08a9.pdf
[2] International Crisis Group, Katanga: Tensions in DRC’s Mineral Heartland, Africa Report N°239, 3 August 2016, https://www.ecoi.net/en/file/local/1327268/1226_1471855759_239-katanga-tensions-in-drcs-mineral-heartland.pdf , σελ.20
[3] US Department of State (14 October 2015) 2014 Report on International Religious Freedom - Democratic Republic of the Congo, https://www.refworld.org/reference/annualreport/usdos/2015/en/107671
[4] RFI, RDC: Félix Tshisekedi suspend les condamnations visant le pasteur Mukungubila et ses adeptes, 22/10/2023
[5] Jeune Afrique, RDC : Paul-Joseph Mukungubila, l’ennemi juré de Joseph Kabila, amnistié par Félix Tshisekedi, 16.7.2024, διαθέσιμο σε: https://www.jeuneafrique.com/1587729/politique/rdc-paul-joseph-mukungubila-lennemi-jure-de-joseph-kabila-amnistie-par-felix-tshisekedi/
[6] We Africa 24, Joseph Mukungubila Returns to the DRC After a Decade in Exile, 08/07/2024, https://weafrica24.com/2024/07/08/joseph-mukungubila-returns-to-the-drc/
[7] Ecoi.net (Search terms: Democratic Republic of Congo – Mukungubila)
https://www.ecoi.net/en/document-search/?content=Mukungubila&country%5B%5D=cod
[8] Βλ. σχετικά και EASO, ‘Practical Guide: Evidence Assessment’ (2015), 13 διαθέσιμο σε
https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf
[9] Immigration and Refugee Board of Canada (IRB), Democratic Republic of the Congo: Documents issued by the Congolese National Police (Police nationale congolaise, PNC), including wanted notices (avis de recherche), police reports and appearance notices (citations à comparaître); their appearance, their security features and the procedure for obtaining these documents; samples (2021-March 2023) [COD201410.FE], 31 March 2023, https://www.ecoi.net/en/document/2092757.html
[10] Journal official de la République du Congo, 1 /4/ 2019, σ. 15 - 16 ως υπάρχει δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα Droit Congolais
https://www.droitcongolais.info/files/352.01.19-Arrete-du-11-janvier-2019_Police-judiciaire.pdf
[11] Interpol, Congo (Democratic Republic of)
https://www.interpol.int/en/Who-we-are/Member-countries/Africa/CONGO-Democratic-Rep
[12] IRB, ‘Democratic Republic of the Congo: Judiciary documents, including summonses to appear (mandats de comparution), bench warrants (mandats d'amener) and arrest warrants (mandats d'arrêt); issuing authorities; features of judiciary documents, including contents and appearance; samples (2022–March 2022)’ (2022), υπό 3.1 Summonses to Appear, [COD200966.FE], 4 April 2022
https://irb.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458580&pls=1
[13] EASO, ‘Practical Guide: Evidence Assessment’ (2015), 13
https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf
[14] IRB, ‘Democratic Republic of the Congo: Judiciary documents, including summonses to appear (mandats de comparution), bench warrants (mandats d'amener) and arrest warrants (mandats d'arrêt); issuing authorities; features of judiciary documents, including contents and appearance; samples (2022–March 2022)’ (2022), υπό 1.1 Summonses to Appear and Bench Warrants διαθέσιμο σε https://irb.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458580&pls=1
[15] Immigration and Refugee Board of Canada (IRB), Democratic Republic of the Congo: Documents issued by the Congolese National Police (Police nationale congolaise, PNC), including wanted notices (avis de recherche), police reports and appearance notices (citations à comparaître); their appearance, their security features and the procedure for obtaining these documents; samples (2021–March 2023) [COD201410.FE], 31 March 2023, https://www.ecoi.net/en/document/2092757.html
[16] Journal official de la République du Congo, 1 /4/ 2019, σελ. 15 – 16 ως υπάρχει δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα Droit Congolais, https://www.droitcongolais.info/files/352.01.19-Arrete-du-11-janvier-2019_Police-judiciaire.pdf
[17] Interpol, Congo (Democratic Republic of), https://www.interpol.int/en/Who-we-are/Member-countries/Africa/CONGO-Democratic-Rep.
[18] Flags, Symbols & Currency οf Democratic Republic Of The Congo https://www.worldatlas.com/flags/democratic-republic-of-the-congo
[19] Interpol, Name and Logo, https://www.interpol.int/Who-we-are/Legal-framework/Name-and-logo
[20] Interpol, Name and Logo, https://www.interpol.int/Who-we-are/Legal-framework/Name-and-logo
[21] Journal Officiel de la République Démocratique du Congo, Cabinet du President de la République, Code Penal Congolais, Decret du 30 Janvier 1940 tel que modifie et complete a ce jour , Mis a jour au 30 november 2004, https://www.ecoi.net/en/file/local/1073603/1504_1216039672_code-penal-congolais.pdf
[22]http://www.editeur.cd/newsdetails.php?newsid=984&cat=coronavirus&refid=7vKRXfNuVHE4Geq8yAFwoJ1pCcDmYOMPbWd0g6ah3kTxnrZs259tljUiBQzLSI
[23] https://acpcongo.com/index.php/2022/09/02/the-government-of-the-republic-determined-to-successfully-complete-eiti-process-in-drc/ https://www.jumelages-partenariats.com/en/actualites.php?n=17072&art=DRC:_Approximately_30_companies_sign_contracts_for_the_execution_of_the_PDL_145_territories
[24] https://www.theafricareport.com/72452/drc-tshisekedis-government-in-a-legal-battle-with-kalev-mutond/
[25] Freedom House, ‘Freedom in the World 2022 Democratic Republic of Congo’ (2022), υπό Α.Electoral Process, διαθέσιμο σε https://freedomhouse.org/country/democratic-republic-congo/freedom-world/2022
[26] Freedom House, ‘Freedom in the World 2022 Democratic Republic of Congo’ (2022), υπό Α.Electoral Process, διαθέσιμο σε https://freedomhouse.org/country/democratic-republic-congo/freedom-world/2022 βλ. για το ίδιο και Bertelsmann Stiftung, ‘BTI 2022 Country Report Congo, DR’ (2022), 12, διαθέσιμο σε https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_COD.pdf
[27] Freedom House, ‘Freedom in the World 2022 Democratic Republic of Congo’ (2022), υπό Β.1, διαθέσιμο σε https://freedomhouse.org/country/democratic-republic-congo/freedom-world/2022
[28] Bertelsmann Stiftung, ‘BTI 2022 Country Report Congo, DR’ (2022), 8, διαθέσιμο σε https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_COD.pdf
[29] Bertelsmann Stiftung, ‘BTI 2022 Country Report Congo, DR’ (2022), 32, διαθέσιμο σε https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_COD.pdf
[30] International Crisis Group, ‘DR Congo: No Grace Period for the New Government’ (Μάιος 2021), διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/democratic-republic-congo/dr-congo-no-grace-period-new-government , Bertelsmann Stiftung, ‘BTI 2022 Country Report Congo, DR’ (2022), 8, διαθέσιμο σε https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_COD.pdf
[31] Freedom House, ‘Freedom in the World 2022 Democratic Republic of Congo’ (2022), υπό Β.1, διαθέσιμο σε https://freedomhouse.org/country/democratic-republic-congo/freedom-world/2022
[32] Freedom House, ‘Freedom in the World 2022 Democratic Republic of Congo’ (2022), υπό Β.1, διαθέσιμο σε https://freedomhouse.org/country/democratic-republic-congo/freedom-world/2022 ως προς τη διάλυση του σχηματισμού με τον Kabila βλ. και Bertelsmann Stiftung, ‘BTI 2022 Country Report Congo, DR’ (2022), υπό Executive Summary, διαθέσιμο σε https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_COD.pdf, βλ. ως προς τη διάλυση του συνασπισμού και τη δημιουργία της UNION SACREE DE LA NATION και CEDOCA, ‘COI Focus: Republique Democratique du Congo Situation politique’ (Νοέμβριος 2022), 19 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2083075/coi_focus_rdc._situation_politique_20221125.pdf βλ. και AI, ‘Democratic Republic of the Congo 2021’ (2022), διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/
[33] CEDOCA, ‘COI Focus: Republique Democratique du Congo Situation politique’ (Νοέμβριος 2022), 6 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2083075/coi_focus_rdc._situation_politique_20221125.pdf, Freedom House, ‘Freedom in the World 2022 Democratic Republic of Congo’ (2022), υπό Β.1, διαθέσιμο σε https://freedomhouse.org/country/democratic-republic-congo/freedom-world/2022
[34] Bertelsmann Stiftung, ‘BTI 2022 Country Report Congo, DR’ (2022), 28, διαθέσιμο σε https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_COD.pdf
[35] Bertelsmann Stiftung, ‘BTI 2022 Country Report Congo, DR’ (2022), 32, διαθέσιμο σε https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_COD.pdf , έτσι και International Crisis Group, ‘DR Congo: No Grace Period for the New Government’ (Μάιος 2021), διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/democratic-republic-congo/dr-congo-no-grace-period-new-government
[36] International Crisis Group, ‘DR Congo: No Grace Period for the New Government’ (Μάιος 2021), διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/democratic-republic-congo/dr-congo-no-grace-period-new-government
[37] IRB Canada, ‘Democratic Republic of the Congo: The political situation, including ties between the current and previous governments; ties between state institutions and the former government (2020–March 2022)’ (2022), υπό 3.1 διαθέσιμο σε https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458579
[38] Bertelsmann Stiftung, ‘BTI 2022 Country Report Congo, DR’ (2022), 8, διαθέσιμο σε https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_COD.pdf
[39] CENTRE D’ ETUDES STRATEGIQUES DE L’ AFRIQUE, ‘La nouvelle donne politique fait souffler un vent de réforme en RDC’ (2021), διαθέσιμο σε https://africacenter.org/fr/spotlight/la-nouvelle-donne-politique-fait-souffler-un-vent-de-reforme-en-rdc/
[40] IRB Canada, Democratic Republic of the Congo: The political situation, including ties between the current and previous governments; ties between state institutions and the former government (2020–March 2022)’ (2022), υπό 3.2 διαθέσιμο σε https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458579
[41] euters, Congo ex-president Kabila makes first public appearance in rebel-held Goma, 29 May 2025, https://www.reuters.com/world/africa/congo-ex-president-kabila-makes-first-public-appearance-rebel-held-goma-2025-05-29/, BBC, Ex-DR Congo president returns from self-imposed exile, party says, May 2025, https://www.bbc.com/news/articles/cy8nrg2r0evo
[42] Reuters, Congo's ex-president Kabila sentenced to death in absentia by military court, 30 Sep 2025, https://www.reuters.com/world/africa/congo-military-court-sentences-ex-president-kabila-death-absentia-2025-09-30/; The Guardian, Former DRC president Joseph Kabila sentenced to death in absentia, 30 Sep 2025, https://www.theguardian.com/world/2025/sep/30/former-drc-president-joseph-kabila-sentenced-to-death-in-absentia
[43] HRW - Human Rights Watch: Vendetta in Democratic Republic of Congo, 1 October 2025
https://www.ecoi.net/en/document/2130787.html
[44] The Carter Center, ‘Democratic Republic of the Congo 2018 Harmonized Presidential, Parliamentary and Provincial Elections’, 29 διαθέσιμο σε https://www.cartercenter.org/resources/pdfs/news/peace_publications/election_reports/drc-2018-election-report-final-en.pdf
[45] The Carter Center, ‘Democratic Republic of the Congo 2018 Harmonized Presidential, Parliamentary and Provincial Elections’, 29 διαθέσιμο σε https://www.cartercenter.org/resources/pdfs/news/peace_publications/election_reports/drc-2018-election-report-final-en.pdf
[46] International Crisis Group, ‘DR Congo: No Grace Period for the New Government’ (Μάιος 2021), διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/democratic-republic-congo/dr-congo-no-grace-period-new-government
[47] CEDOCA, ‘COI Focus: Republique Democratique du Congo Situation politique’ (Νοέμβριος 2022), 8 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2083075/coi_focus_rdc._situation_politique_20221125.pdf
[48] Βλ. αναλυτικά ανωτέρω CEDOCA, ‘COI Focus: Republique Democratique du Congo Situation politique’ (Νοέμβριος 2022), 8 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2083075/coi_focus_rdc._situation_politique_20221125.pdf
[49] HRW, ‘Hasty, Harsh Sentence for Congo Critic’ (Ιούλιος 2021), διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/news/2021/07/22/hasty-harsh-sentence-congo-critic
[50] HRW, ‘Hasty, Harsh Sentence for Congo Critic’ (Ιούλιος 2021), διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/news/2021/07/22/hasty-harsh-sentence-congo-critic
[51] CEDOCA, ‘COI Focus: Republique Democratique du Congo Situation politique’ (Νοέμβριος 2022), 15 διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/en/file/local/2083075/coi_focus_rdc._situation_politique_20221125.pdf
[52] CEDOCA, ‘COI Focus: Republique Democratique du Congo Situation politique’ (Νοέμβριος 2022), 8 διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/en/file/local/2083075/coi_focus_rdc._situation_politique_20221125.pdf
[53] Όπως φαίνεται και στο συνημμένο έγγραφο https://rtnc.cd/rdc-assemblee-nationale-35-deputes-nationaux-du-courant-revolutionnaire-progressiste-demandent-aux-delegues-densemble-pour-la-republique-de-quitter-les-institutions/
[54] https://rtnc.cd/rdc-assemblee-nationale-35-deputes-nationaux-du-courant-revolutionnaire-progressiste-demandent-aux-delegues-densemble-pour-la-republique-de-quitter-les-institutions/
[55] Congo Profund, Haut-Katanga/Assemblée provinciale : Juvenal Kitungwa Lugoma candidat de l’Union Sacrée au poste de vice-président, 26/6/2022, διαθέσιμο σε:
[56]http://www.editeur.cd/newsdetails.php?newsid=984&cat=coronavirus&refid=7vKRXfNuVHE4Geq8yAFwoJ1pCcDmYOMPbWd0g6ah3kTxnrZs259tljUiBQzLSI
[57] https://acpcongo.com/index.php/2022/09/02/the-government-of-the-republic-determined-to-successfully-complete-eiti-process-in-drc/ https://www.jumelages-partenariats.com/en/actualites.php?n=17072&art=DRC:_Approximately_30_companies_sign_contracts_for_the_execution_of_the_PDL_145_territories
[58] https://www.theafricareport.com/72452/drc-tshisekedis-government-in-a-legal-battle-with-kalev-mutond/
[60] EASO, Πρακτικός οδηγός της EASO σχετικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού στις διαδικασίες ασύλου, 2019
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο