S. T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.:2233/2022, 24/11/2025
print
Τίτλος:
S. T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.:2233/2022, 24/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

    Υπόθεση Αρ.:2233/2022

 

24 Οκτωβρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S. T.

από Τουρκία

                                                   Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                                       Καθ' ων η Αίτηση

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Μετά την επιφύλαξη της απόφασης του Δικαστηρίου επί της παρούσας προσφυγής στις 09.04.2025, το Δικαστήριο προβληματίστηκε σοβαρά αναφορικά με το ζήτημα της κατάστασης της υγείας του Αιτητή, το οποίο τέθηκε ενώπιόν του στο πλαίσιο της αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας ημερομηνίας 30.01.2025.

 

Παρά το γεγονός ότι το εκδοθέν διάταγμα προσαγωγής μαρτυρίας που εκδόθηκε στο πλαίσιο της προρρηθείσας αίτησης δεν περιέλαβε τελικώς το ζήτημα αυτό, καθόσον το Δικαστήριο, σε εκείνο το στάδιο, εξέταζε αποκλειστικά το ζήτημα του εκπροθέσμου της προσφυγής, εντούτοις, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ουσία και τη φύση των ζητημάτων διεθνούς προστασίας, θεωρεί ότι η ψυχική κατάσταση του Αιτητή ενδέχεται να έχει ουσιώδη σημασία για την ορθή και δίκαιη εκτίμηση της υπόθεσης.

 

Επί του θέματος, επισημαίνω ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποκαλύπτει ότι πριν την έκδοση της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου ενυπάρχει σύμφυτη δικαιοδοσία στο ίδιο το Δικαστήριο για να αποφασίσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας για το επανάνοιγμα της υπόθεσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πρωτίστως όπου προκύπτουν νέα γεγονότα μετά την επιφύλαξη της απόφασης (βλ. Payiatas v. Republic (1984(3) C.L.R. 1239, Παπαϊωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (1991) 3 Α.Α.Δ. 659, Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848, Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 134)

 

Στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 49, λέχθηκαν τα πιο κάτω αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το θέμα:

 

«Η επιφύλαξη δικαστικής απόφασης δεν αποτελεί στάδιο της διαδικασίας. Όπως επισημαίνεται στη Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ. 1) (1994) 2 Α.Α.Δ. 213, η έκδοση της δικαστικής απόφασης αποτελεί καθήκον του δικαστηρίου μόλις αυτό καταλήξει στην ετυμηγορία του. Το επανάνοιγμα υπόθεσης, στην οποία η απόφαση έχει επιφυλαχθεί, μπορεί να διαταχθεί μόνο εφόσον το δικαστήριο διαπιστώσει ότι αυτό επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης, λόγω γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης - (βλ. Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848Παπαϊωάννου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 659Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44 και Συμεωνίδου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 165. Βλ. επίσης, Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239, 1245). Η επιθυμία διαδίκου να προβάλει περαιτέρω επιχειρηματολογία προς στήριξη των θέσεών του, στην ουσία απολήγει στην επανακρόαση της υπόθεσης και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας στο διάδικο ν' αναπτύξει την υπόθεσή του.  Η παροχή δεύτερης ευκαιρίας στο διάδικο ν' ακουστεί πλήττει το θεμέλιο των κανόνων απονομής της δικαιοσύνης, που συναρτά την τελεσιδικία με το κλείσιμο της υπόθεσης των αντιδίκων.»

 

Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρθηκαν στην Φροσούλλα Θεοκλέους v 1. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.α., υπόθεση 471/2011, ημερομηνίας 19.07.2013 (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία, στις περιπτώσεις που έχει ήδη επιφυλαχθεί απόφαση, δεν μπορεί να επανανοίξει η υπόθεση, εκτός εάν το ίδιο το δικαστήριο κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται για το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενόψει γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης. Όπως εξηγείται, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για επανάνοιγμα της υπόθεσης διατάσσεται με φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Σχετικές είναι οι αποφάσεις στη Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 ΑΑΔ 848, 849 οι αρχές της οποίας υιοθετήθηκαν στην Παπαϊωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1991) 3 ΑΑΔ 659, 661 και Ξενοφώντος ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 261 (βλ. επίσης Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο Α. και Σ. Αγγελίδη (2011) σελ. 155-160).»

 

Παράλληλα, στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 134, το Δικαστήριο άφησε να νοηθεί ότι υπάρχει κάποια διαφορά στις αρχές που διέπουν το θέμα όταν πρόκειται για εκδίκαση προσφυγών βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, όπου το σύστημα που ακολουθείται είναι ανακριτικό και όχι σύστημα αντιδικίας, όπως σε άλλες υποθέσεις.  Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

 

«Πρέπει, επίσης, να διευκρινίσω ότι, ότι εγείρεται είναι το επανάνοιγμα της υπόθεσης η οποία εκδικάζεται βάσει του συστήματος αντιδικίας, το πλαίσιο εκδίκασης της οποίας διακρίνεται από εκείνο που διέπει την εκδίκαση προσφυγών βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, όπου ισχύει το εξεταστικό σύστημα διαδικασίας.»

 

Ως η κατανόησή μου, η διαφοροποίηση έγκειται στο γεγονός ότι στο εξεταστικό/ανακριτικό σύστημα -σε αντίθεση με το σύστημα αντιδικίας- το Δικαστήριο έχει ενεργότερο ρόλο στην εξεύρεση της αλήθειας, καθώς το ίδιο μπορεί να αναλάβει την πρωτοβουλία για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και τη διερεύνηση ζητημάτων, πέραν από αυτά που φέρνουν οι διάδικοι ενώπιόν του.

 

Πρόσθετα των πιο πάνω επισημαίνεται ότι οι Κανονισμοί 8 και 11 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών  Κανονισμών του 2019 (3/2019), επιτρέπουν στο Δικαστήριο να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση για τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις. Ειδικότερα, οι Κανονισμοί αυτοί έχουν ως ακολούθως:

 

«8. Το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις».

 

«11. Το Δικαστήριο δύναται να καλέσει τον αιτητή και να τον διατάξει να απαντήσει σε ερωτήσεις ή να προσκομίσει έγγραφα τα οποία είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα της προσφυγής».

 

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το ιατρικό πιστοποιητικό ημερομηνίας 19.11.2024, το οποίο τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου στις 30.01.2025, φέρει ως διάγνωση σε σχέση με τον Αιτητή: «Δ/χη προσωπικότητας, σχιζοσυναισθηματική δ/χη, μετατραυματική διαταραχή», καθώς και το γεγονός ότι από την έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού έχει παρέλθει σημαντικό χρονικό διάστημα (περίπου εννέα μήνες), το Δικαστήριο κρίνει απαραίτητη την προσκόμιση επικαιροποιημένου ιατρικού πιστοποιητικού ή έκθεσης, προκειμένου να αποτυπωθεί με ακρίβεια η τρέχουσα ψυχική και σωματική κατάσταση του Αιτητή.

 

Η προσκόμιση αυτή κρίνεται αναγκαία και ουσιώδης, ώστε η απόφαση που θα εκδοθεί να ανταποκρίνεται στην υποχρέωση του Δικαστηρίου να προβαίνει σε πλήρη και εκ νέου (ex nunc) αξιολόγηση της υπόθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 46(3) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Ενόψει των πιο πάνω, το Δικαστήριο αποφασίζει το επανάνοιγμα της υπόθεσης για σκοπούς συμπληρωματικής εξέτασης της σημερινής κατάστασης της υγείας του Αιτητή και προς τούτο διατάσσει όπως:

 

1.         Ο Αιτητής προσκομίσει επικαιροποιημένη ιατρική έκθεση ή πιστοποιητικό από το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθαλάσσας ή/και άλλο δημόσιο νοσηλευτήριο, στο οποίο να περιγράφεται η τρέχουσα ψυχική και σωματική του κατάσταση, καθώς και οποιαδήποτε συνέχεια ή εξέλιξη των διαταραχών που είχαν αναφερθεί στο πιστοποιητικό ημερ. 19.11.2024 που τέθηκε προηγουμένως ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

2.         Η προσκόμιση της πιο πάνω έκθεσης να γίνει εντός δέκα(10) ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης.

 

3.         Οι Καθ’ ων η αίτηση να λάβουν αντίγραφο του εν λόγω πιστοποιητικού και να έχουν δικαίωμα να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις επί του περιεχομένου του εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτούς και/ή προφορικά κατά την επόμενη δικάσιμο.

 

Η υπόθεση ορίζεται για συνέχιση των Διευκρινίσεων στις 14.11.2025.

 

 

 

Ε. ΡήγαΔ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο