ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.:2295/2024
07 Νοεμβρίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.M.S..
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
O Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά
M. Βασιλείου (κα) για Ρ. Προδρόμου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
[Παρών ο κ. Tshintu Tshiabo για πιστή μετάφραση από ελληνικά στα γαλλικά και αντίστροφα]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 06/06/2024, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε δυνάμει των άρθρων 13(2)(δ) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν (εφεξής Καμερούν), ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 26/09/2022 και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια διήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 19/10/2022 αίτηση διεθνούς προστασίας.
Στις 16/04/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στο Αιτητή και ακολούθησε στις 09/05/2024 σύνταξη εισηγητικής έκθεσης υποβληθείσα προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, σύμφωνα με την οποία γίνεται εισήγηση για απόρριψη της αίτησης του Αιτητή. Στις 15/04/2024 συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της ενώπιον του εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή και την επιστροφή του στο Καμερούν.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 06/06/2024, μαζί με την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή του αφού προηγουμένως του επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της σε γλώσσα που κατανοεί πλήρως, ήτοι την γαλλική.
Εμπρόθεσμα ο Αιτητής υπέβαλε την υπό εξέταση προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, προβάλλοντας πραγματικούς ισχυρισμούς και όχι νομικά επιχειρήματα για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν δύναται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, καθώς αντιμετωπίζει σοβαρό και προσωπικό κίνδυνο από πρόσωπο το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, ευθύνεται για τον θάνατο του πατέρα του μέσω χρήσης μαγείας, στο πλαίσιο διαμάχης για την κληρονομιά. Πρόσθεσε ότι το εν λόγω πρόσωπο αντιτίθεται στην απόκτηση της πατρικής περιουσίας από τον Αιτητή.
Με τη γραπτή αγόρευσή του, ο Αιτητής προωθεί τον ισχυρισμό ότι αιτείται προστασία από τη Δημοκρατία της Κύπρου, προκειμένου να διασφαλίσει την ελευθερία και τη σωματική του ακεραιότητα, εκφράζοντας τον φόβο ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ενδέχεται να έχει την ίδια κατάληξη με τον πατέρα του, ο οποίος, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, απεβίωσε συνεπεία πνευματικής επίθεσης.
Οι Καθ' ων η αίτηση, με τη Γραπτή τους Αγόρευση, υποστηρίζουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και ότι ορθά κρίθηκε πως δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε και τις προϋποθέσεις για την παροχή συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 19 του ιδίου Νόμου και καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή και επικυρώσει την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση.
Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου και δεδομένου ότι το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.
Κατά την καταγραφή του αιτήματός του, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, μετά από απειλές κατά της ζωής του από τους θείους του, οι οποίοι, όπως ανέφερε, είχαν προηγουμένως θανατώσει τον πατέρα του με «μυστηριώδεις ασθένειες», εξαιτίας κληρονομικών διαφορών. Επιπλέον, ανέφερε ότι τον εκδίωξαν από την οικογενειακή οικία.
Στο πλαίσιο της συνέντευξης του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου επιβεβαίωσε ότι είναι υπήκοος Καμερούν, γεννηθείς στην περιοχή Babete, West Region όπου και μεγάλωσε. Ακολούθως το έτος 2020, μετέβη στην πόλη της Douala, όπου διέμεινε μέχρι να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του. Κατά δήλωσή του άγαμος και άτεκνος η δε πατρική του οικογένεια αποτελείται από τη μητέρα του η οποία διαμένει στην περιοχή Babete μαζί με την αδελφή του, ενώ ο πατέρας του απεβίωσε το 2021. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε ότι ολοκλήρωσε δύο έτη στο πανεπιστήμιο Institute Universitaire de la Cote, το οποίο δεν συνέχισε εξαιτίας οικονομικών δυσχερειών. Τέλος, δήλωσε ότι δεν εργαζόταν στην χώρα καταγωγής του εγκατέλειψε δε το Καμερούν στις 26 Σεπτεμβρίου 2022 με χρήση διαβατηρίου.
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του δήλωσε κατά την ελεύθερη αφήγηση πως ο πατέρας του είχε καταβάλει χρήματα για την αγορά οικοπέδου και οικίας, στέλνοντας τα χρήματα στον αδελφό του για την πραγματοποίηση της αγοράς. Ωστόσο, το όνομα του πατέρα του δεν καταχωρήθηκε ποτέ στα σχετικά έγγραφα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, τον οποίο ο Αιτητής χαρακτήρισε ως «μυστηριώδη», ο αδελφός του πατέρα του υποστήριξε ότι το οικόπεδο και η οικία δεν ανήκαν στον πατέρα του, καθώς δεν υπήρχε καταγραφή του ονόματός του στα επίσημα έγγραφα. Ο Αιτητής επισήμανε ότι, σύμφωνα με την παράδοση της χώρας καταγωγής του, ο πρωτότοκος υιός είναι εκείνος που διαδέχεται τον πατέρα. Πρόσθεσε ότι αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα, ώστε να αποφύγει περαιτέρω προβλήματα, μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ανέφερε επίσης ότι για τον λόγο αυτό η μητέρα του τακτοποίησε τις υποθέσεις της και εγκαταστάθηκε με την αδελφή του στην οικογενειακή οικία, ενώ ο ίδιος μετέβη στη Douala.
Ερωτηθείς τί πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, δήλωσε ότι φοβάται πως θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα με τον θείο του. Εξέφρασε επίσης τον φόβο του απέναντι στον θείο του, καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο, ο τελευταίος «συνηθίζει να κάνει παραδοσιακά πράγματα», τα οποία του προκαλούν φόβο.
Επί των διευκρινιστικών ερωτήσεων που τέθηκαν στον Αιτητή, αναφορικά με την κληρονομιά, τα προβλήματα που προέκυψαν και τις απειλές που, όπως ισχυρίστηκε, δέχθηκε από τον θείο του, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι δυσκολίες με τον θείο του ξεκίνησαν σταδιακά και εντάθηκαν κυρίως μετά τον θάνατο του πατέρα του. Όπως ανέφερε, πριν ακόμη αποβιώσει ο πατέρας του, ο αδελφός του είχε αρχίσει να τους απειλεί ζητώντας να εγκαταλείψουν το οικόπεδο, ισχυριζόμενος ότι του ανήκει. Ο Αιτητής επεσήμανε ότι ο πατέρας του τούς είχε διαβεβαιώσει πως διέθετε ακόμη και την απόδειξη μεταφοράς των χρημάτων που είχε στείλει στον αδελφό του για την αγορά του οικοπέδου. Περαιτέρω, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι η κληρονομιά αφορούσε οικόπεδο, επί του οποίου ο πατέρας του είχε ανεγείρει οικία, στην οποία και διέμεναν.
Ερωτηθείς από τον αρμόδιο λειτουργό ποιο ήταν το ακριβές αντικείμενο της διαμάχης, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι το πρόβλημα αφορούσε το εν λόγω οικόπεδο, καθώς ο θείος του τούς έλεγε να εγκαταλείψουν την οικία. Περαιτέρω, δήλωσε ότι ο θείος του υποστήριζε πως ουδέποτε χρησιμοποίησε τα χρήματα που του απέστειλε ο πατέρας του για την αγορά του οικοπέδου, αλλά τα διέθεσε για άλλους σκοπούς.
Ως προς τον θάνατο του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι προτού αποβιώσει είχε αρρωστήσει σοβαρά και παρέμεινε παράλυτος στο κρεβάτι επί τρεις μήνες. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο πατέρας του υπέφερε από ασθένεια που διήρκεσε περίπου ένα χρόνο και έξι μήνες, κατά τη διάρκεια της οποίας επισκέφθηκε το νοσοκομείο πολλές φορές. Ωστόσο, όπως δήλωσε, οι γιατροί δεν εντόπισαν κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας. Ο Αιτητής υπογράμμισε ότι τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του αποδίδουν τον θάνατο του πατέρα του σε «παραδοσιακά πράγματα» που, όπως είπε, προέβαινε ο θείος του, χωρίς ωστόσο να είναι ο ίδιος σε θέση να κατανοήσει ακριβώς τί είδους «παραδοσιακές πρακτικές» πραγματοποιούσε ο θείος του, καθώς του ήταν δύσκολο να τις ερμηνεύσει. Εντούτοις πιστεύει πως ο θείος του έκανε «μυστηριώδη πράγματα» στον πατέρα του, παρότι θα έπρεπε να είναι αυτός που θα τον βοηθούσε. Δήλωσε ότι φοβόταν τον θείο του και, κατά την άποψή του, η κατάσταση σχετίζεται με τη διαμάχη που υπήρχε για την κληρονομιά του οικοπέδου.
Αναφορικά με τις απειλές που δέχτηκε, ο Αιτητής ανέφερε ότι δέχτηκε πρώτη φορά απειλή από τον θείο του πέντε μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ερωτηθείς πότε ήταν η τελευταία φορά που τον απείλησε, δήλωσε ότι δεν θυμάται ακριβώς όλες τις ημερομηνίες, αλλά εκτίμησε ότι η τελευταία απειλή έλαβε χώρα περίπου τον Απρίλιο ή Μάιο του 2022, πριν εγκαταλείψει τη χώρα. Όπως δήλωσε, η απειλή αυτή διατυπώθηκε μέσω μηνύματος στο WhatsApp, όπου ο θείος του τού έγραψε να προσέχει, τονίζοντας ότι δεν αστειεύεται.
Περιγράφοντας τη σοβαρότερη απειλή που έλαβε, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος του τού είχε στείλει μήνυμα αναφέροντας πως θα του στείλει μια ασθένεια, η οποία θα τον σκοτώσει σιγά σιγά. Ανέφερε ότι οι απειλές ήταν πάρα πολλές, συχνά από ανώνυμους τηλεφωνικούς αριθμούς, μέσω μηνυμάτων και τηλεφωνικών κλήσεων. Ερωτηθείς αν δέχθηκε ποτέ απειλή δια ζώσης, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά.
Τέλος, ερωτηθείς εάν προσπάθησε να εξεύρει κάποια λύση, ο Αιτητής απάντησε ότι είναι δύσκολο και ότι ακόμη και μετά από 5 – 6 χρόνια εάν επιτρέψει θα του κάνει κακό.
Οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή του ο Αιτητής, διέκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του Αιτητή. Πρώτον το προσωπικό προφίλ, ταυτότητα και χώρα καταγωγής του Αιτητή και δεύτερο τις απειλές που δέχτηκε από το θείο του μετά τον μυστηριώδη θάνατο του πατέρα του Αιτητή, οι οποίες σχετίζονταν με μια διαμάχη για την ιδιοκτησία οικοπέδου μεταξύ του πατέρα του Αιτητή και του θείου.
Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός καθώς οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ (φυλή, θρήσκευμα, περιοχή συνήθους διαμονής και γέννησης) κρίθηκαν συνεκτικές και επαρκείς πληροφοριών, καθώς και βρίσκουν έρεισμα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής του Αιτητή.
Εντούτοις, ο δεύτερος ισχυρισμός του περί του ότι μετά τον μυστηριώδη θάνατο του πατέρα του, ο Αιτητής δέχθηκε απειλές από τον αδελφό του πατέρα του, οι οποίες σχετίζονταν με μια διαμάχη για την ιδιοκτησία οικοπέδου μεταξύ του πατέρα του Αιτητή και του αδελφού του πατέρα του, δεν έγινε αποδεκτός.
Ειδικότερα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναπτύξει περαιτέρω τους ισχυρισμούς του και να παρέχει συγκεκριμένες και εξατομικευμένες λεπτομέρειες σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετώπισε και ειδικότερα ως προς τις απειλές που δέχτηκε. Κληθείς να δώσει μια ολοκληρωμένη εξήγηση των ισχυρισμών του, απαντούσε με γενικές πληροφορίες χωρίς να παρέχει συγκεκριμένα στοιχεία για τα προβλήματα που αντιμετώπισε. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι ο αδελφός του πατέρα του άρχισε να τους απειλεί να φύγουν από την ιδιόκτητη οικία, αλλά δεν έδωσε καμία λεπτομέρεια ως προς τις απειλές που δέχτηκε.
Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί του ως προς τον θάνατο του πατέρα του κρίθηκαν ως αόριστοι. Επιπλέον, οι δηλώσεις του Αιτητή δεν τεκμηριώνουν τη σύνδεση μεταξύ του θανάτου του πατέρα και της διαμάχης για την ιδιοκτησία του οκοπέδου. Ομοίως, οι δηλώσεις του σχετικά με τις φερόμενες απειλές ήταν μη συγκεκριμένες και χωρίς λεπτομέρειες. Περιέγραψε γενικά ότι ο αδελφός του πατέρα του του τηλεφωνούσε και έστελνε μηνύματα, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει με σχετικές λεπτομέρειες, το περιεχόμενο, τον αριθμό και/ή τη συχνότητα αυτών των φερόμενων απειλών. Ο Αιτητής, χωρίς να είναι συγκεκριμένος σχετικά με τον αριθμό των απειλών, απλώς δήλωσε ότι οι απειλές ήταν «πάρα πολλές».
Ομοίως, οι δηλώσεις του ως προς την πρώτη απειλή, ήταν μη επαρκείς σε λεπτομέρειες, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι απειλές αποτελούν προσωπικά και ουσιαστικά στοιχεία στους ισχυρισμούς του. Ως προς την τελευταία απειλή, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν επίσης αόριστες, δηλώνοντας ότι ο αδελφός του πατέρα του τού είπε να «προσέχει», και ότι το έλαβε αυτό μέσω WhatsApp. Επιπλέον, οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με την αντίδρασή του στις απειλές που έλαβε, κρίθηκαν ως αόριστες, δηλώνοντας απλώς ότι δεν απαντούσε στα μηνύματα και τηλεφωνήματα.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού, κρίθηκε πως δεν βρέθηκαν πληροφορίες στις διαθέσιμες εξωτερικές πηγές σχετικά με τις συγκεκριμένες δηλώσεις του Αιτητή και τη προσωπική και υποκειμενική φύση αυτών, καθώς σχετίζονται με ατομικό ισχυρισμό, ο οποίος δεν μπορεί να επαληθευτεί από οποιαδήποτε εξωτερική πηγή.
Κατά την εξέταση του κινδύνου και στο πλαίσιο τoυ πρώτου ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν πως επί τη βάσει των πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν και λαμβάνοντας υπόψη το προσωπικό του προφίλ, δεν συντρέχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα, στην περιοχή Babete, West Regio.
Προχωρώντας, στη νομική ανάλυση, κρίθηκε, επί τη βάσει των προβαλλόμενων αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή, ότι εκλείπει το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου του Αιτητή και συνεπώς, δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Αναφορικά δε, με το δικαίωμα στη συμπληρωματική προστασία, με βάση τους ισχυρισμούς του Αιτητή το προσωπικό του προφίλ και την αξιολόγηση κινδύνου διαπιστώθηκε ότι: (α) δεν θεωρείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης δυνάμει του άρθρου 15 (α) του Qualification Directive, (β) δεν θεωρείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15 (β) του Qualification Directive σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του και (γ) ούτε και κρίθηκε ότι ο Αιτητής με την επιστροφή στη χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και ατομική απειλή λόγω αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης, δεδομένου ότι η Δυτική Περιφέρεια δεν επηρεάζεται από τη διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύγκρουση στο Καμερούν. Ως συνέπεια, η αίτηση διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη.
Ενώπιον του Δικαστηρίου στο στάδιο των διευκρινίσεων, ο Αιτητής υποστήριξε πως ότι έχει δεχθεί επανειλημμένες απειλές μέσω τηλεφωνικών κλήσεων. Ως προς το περιεχόμενο αυτών, ανέφερε ότι επρόκειτο για απειλές θανάτου με τη χρήση «μαύρης μαγείας». Σε σχετική ερώτηση, εάν υπήρξε περίπτωση κατά την οποία τον προσέγγισε κάποιο πρόσωπο απευθείας, ο Αιτητής απάντησε καταφατικά, διευκρινίζοντας ότι το άτομο που τον απείλησε ήταν ο θείος του, ο οποίος σύμφωνα με τα λεγόμενά του σκότωσε τον πατέρα του. Αναφορικά με τον λόγο των απειλών, ο Αιτητής δήλωσε ότι, ως πρωτότοκος υιός, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έπρεπε να κληρονομήσει την περιουσία του, γεγονός που, όπως υποστήριξε, αποτέλεσε την αιτία της διαμάχης με τον θείο του. Τέλος, δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν θα πέσει θύμα «μαύρης μαγείας».
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.
Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομικής διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, στη βάση της παρεχόμενης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μελετώντας το σύνολο του διοικητικού φακέλου, κρίνει ορθή και πλήρη την διεξαχθείσα από τους Καθ’ ων η αίτηση έρευνα και εξέταση των λεγόμενων του Αιτητή. Διαπιστώνω πως πράγματι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει το αφήγημά του με συνοχή και λεπτομέρειες, επαναλαμβάνοντας γενικά ότι δέχεται απειλές από το θείο του χωρίς να δύναται να συγκεκριμενοποιήσει ούτε την έκταση ούτε το χρόνο των εν λόγω κατ’ ισχυρισμό απειλών. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το αφήγημα του Αιτητή παρουσιάζει βασική συνοχή ως προς τον πυρήνα του προβλήματος, ήτοι οικογενειακή διαμάχη για κληρονομιά, ωστόσο εντοπίζονται σοβαρές ασάφειες και κενά. Ειδικότερα, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία για την αγοραπωλησία του οικοπέδου ή για την ύπαρξη της «απόδειξης μεταφοράς χρημάτων» που ο ίδιος επικαλέστηκε. Οι αναφορές του σε «παραδοσιακές πρακτικές» ή «μυστηριώδη πράγματα» από πλευράς του θείου του κρίνονται γενικές και αόριστες και μη επαληθεύσιμες, χωρίς σαφή περιγραφή συγκεκριμένων ενεργειών ή περιστατικών. Επιπλέον, παρά τους επανειλημμένους ισχυρισμούς περί απειλών, ο Αιτητής δεν ανέφερε καμία προσπάθεια αναζήτησης προστασίας από τις αρμόδιες αρχές ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, γεγονός που αποδυναμώνει την επίκληση ύπαρξης σοβαρού και διαρκούς κινδύνου.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου που ο Αιτητής ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, αρχικά παρατηρώ ότι το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου του πληρούται δια της υποβολής αιτήσεως διεθνούς προστασίας και της απροθυμίας του Αιτητή να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.
Ως προς το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου του, παρατηρώ ότι ο Αιτητής περιορίστηκε να δηλώσει πως σε περίπτωση επιστροφής του φοβάται ότι ο θείος του θα του κάνει κακό μέσω μαύρης μαγείας.
Το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σχετικά με τις πρακτικές μαγείας στο Καμερούν από όπου προκύπτει ότι η άσκηση μαγείας και οι σχετικές ποινές ορίζονται στο Άρθρο 251 του Ποινικού Κώδικα του Καμερούν[1], το οποίο αναφέρει:
“Όποιος διαπράξει οποιαδήποτε πράξη μαγείας ή μαντείας που μπορεί να διαταράξει τη δημόσια τάξη ή την ηρεμία, ή να βλάψει άλλον στο πρόσωπο, την περιουσία ή την ουσία του, είτε με την αποδοχή ανταμοιβής είτε όχι, τιμωρείται με φυλάκιση...”.
Ένα άρθρο του 2017 από το ‘World Wide Religious News’ αναφέρει ότι η μαγεία είναι παράνομη στο Καμερούν λόγω των επιβλαβών επιδράσεών της στις φυλετικές κοινότητες, όπου οι πιστοί συχνά ρίχνουν ξόρκια με την ελπίδα να βλάψουν τους εχθρούς τους.[2]
Σε έκθεση της EUAA ως προς την πρακτική μαγείας, καταγράφεται ότι παρά το γεγονός ότι οι πρακτικές μαγείας είναι παράνομες στο Καμερούν, αρκετές πηγές αναφέρουν ότι οι πρακτικές μαγείας, συμπεριλαμβανομένων των τελετών, είναι διαδεδομένες όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά και στους πολιτικούς κύκλους.[3] Σύμφωνα με πηγές που χρονολογούνται από το 2021–2022, τα προβλήματα ψυχικής υγείας στο Καμερούν θεωρούνταν συνδεδεμένα με τη μαγεία και τα άτομα που επηρεάζονταν από αυτά αντιμετώπιζαν στιγματισμό και απορρίπτονταν από την κοινωνία. [4]
Από τα πιο πάνω προκύπτει πως παρόλο ότι η μαγεία απαγορεύεται από το Άρθρο 251 του Ποινικού Κώδικα, οι σχετικές πρακτικές παραμένουν ευρέως διαδεδομένες και κοινωνικά αποδεκτές. Η πίστη στη μαγεία επηρεάζει σημαντικά την καθημερινή ζωή και την πολιτική, ενώ συχνά συνδέεται με προβλήματα ψυχικής υγείας και κοινωνικό στιγματισμό. Η νομοθετική απαγόρευση, επομένως, δεν έχει εξαλείψει το φαινόμενο, αλλά αντανακλά περισσότερο την προσπάθεια του κράτους να περιορίσει τις κοινωνικές εντάσεις και τις επιβλαβείς συνέπειες που αποδίδονται σε αυτές τις πρακτικές.
Ωστόσο δεδομένης της αοριστίας των ισχυρισμών του Αιτητή όπως προβλήθηκαν τόσο κατά τη συνέντευξη του όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, ο εκπεφρασμένος του φόβος κρίνεται αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.
Συνεκτιμώντας τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, όπως αυτά προκύπτουν από τον πρώτο αποδεκτό ισχυρισμό, ήτοι ενήλικος άνδρας, χωρίς πρόβλημα υγείας, έχοντας οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο (την μητέρα και την αδελφή του), με μόρφωση (έχοντας ολοκληρώσει δύο έτη στο πανεπιστήμιο), δεν προκύπτουν λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποβληθεί σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή σοβαρή βλάβη.
Συμπερασματικά, από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση κινδύνου, προκύπτει ότι αυτός δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε άλλωστε κατά τη διάρκεια του συνόλου της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Εξετάζοντας περαιτέρω την υπόθεση διαπιστώνω, ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Douala, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.
Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Douala, της περιφέρειας Littoral, ήτοι τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση για την χώρα στην ιστοσελίδα του ACAPS της χώρας αναφέρεται πως το Καμερούν βιώνει διάφορες κρίσεις στην χώρα. Οι μακροχρόνιες δυσαρέσκειες της αγγλόφωνης κοινότητας στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, μετά από δεκαετίες περιθωριοποίησης των μειονοτικών αγγλόφωνων περιοχών από τη γαλλόφωνη Κυβέρνηση, κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες στα τέλη του 2016. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφορετικών αυτονομιστικών να φωνάζουν/διαδηλώνουν υπέρ της αυτοαποκαλούμενης Δημοκρατίας της Ambazonias στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά. Οι συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των αυτονομιστικών δυνάμεων έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις ανωτέρω περιοχές, οδηγώντας 638.400 ανθρώπους σε εκτοπισμό στο εσωτερικό της χώρας και 64.000 σε αναζήτηση καταφυγίου στη γειτονική Νιγηρία μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2024. Επίσης, η εξέγερση της Boko Haram στα βορειοανατολικά της Νιγηρίας έχει επίσης εξαπλωθεί στην περιοχή του Άπω Βορρά (extreme Nord), όπου 120.869 Νιγηριανοί πρόσφυγες έχουν καταφύγει στον Άπω Βορρά του Καμερούν, ενώ η βία από την Μπόκο Χαράμ και το Ισλαμικό Κράτος έχει εκτοπίσει εσωτερικά περισσότερους από 453.600 ανθρώπους.[5]
Σε σχέση με την επαρχία Littoral, πρωτεύουσα της οποίας αποτελεί η πόλη Douala, πληροφορίες αναφέρουν ότι η βία που σχετίζεται με τους αυτονομιστές δεν είναι συχνή στη συγκεκριμένη περιοχή[6]. H πιο πρόσφατη έρευνα της αυστριακής ACCORD (Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation) που δημοσιεύτηκε στις 7 Αυγούστου 2025 για το Καμερούν και αφορά το πρώτο τρίμηνο του 2025, κάνει αναφορά στα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στην Περιφέρεια Littoral, από την οποία προκύπτει ένα περιστατικό ασφαλείας το οποίο έλαβε χώρα στην Douala.[7]
Για λόγους πληρότητας της έρευνας θα παρατεθούν ποσοτικά δεδομένα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Περιφέρεια Littoral. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 03.09.2025) καταγράφηκαν 7 περιστατικά ασφαλείας πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), τα οποία είχαν ως συνέπεια 4 απώλειες.[8] Σημειώνεται ότι από τα εν λόγω περιστατικά 5 έλαβαν χώρα στην πόλη της Douala, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 3 απώλειες. Επισημαίνεται πως ο πληθυσμός της Περιφέρειας Littoral εκτιμάται στους 3.355.000 κατοίκους σύμφωνα με εκτίμηση του 2015 και ο πληθυσμός της Douala εκτιμάται στους 3.793.693 κατοίκους σύμφωνα με εκτίμηση του 2023.[9]
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €600 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ
[1] Republic of Cameroon, Law No. 2016/007 of July 12, 2016, relating to the Penal Code, Part II, Section 251, (Law No 2016/007 of 12 July 2016 relating to the Penal Code, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/09/2025)
[2] WWRN, Cameroon has been using witchcraft to fight Boko Haram, available at: Cameroon has been using witchcraft to fight Boko Haram | WWRN - World-wide Religious News, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/09/2025)
[3] EUAA, Coi Query, Witchcraft practices towards twins, 27 July 2018, available at: (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/09/2025)
[4] Sunkel, Ch. and Sartor, C., Perspectives: involving persons with lived experience of mental health conditions in service delivery, development and leadership, June 2022, Perspectives: involving persons with lived experience of mental health conditions in service delivery, development and leadership - PMC; GGA, The cracks in Cameroon’s health system, 15 March 2021, The cracks in Cameroon’s health system | Good Governance Africa; Justine, L. M., State of play of Mental Health in Cameroon: Achievements and Weaknesses of the System, n.d., Conferenza_Mental_Health_Trieste_2022.pdf , p. 10 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/09/2025)
[5] ACAPS, Country analysis, CAMEROON, February 2024, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/09/2025)
[6] Crisis24, Cameroon: Suspected separatists attack security post in Matouke, Littoral Region, May 2023, διαθέσιμο σε: https://crisis24.garda.com/alerts/2023/05/cameroon-suspected-separatists-attack-security-post-in-matouke-littoral-region-may-1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/09/2025)
[7] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation: CAMEROON, FIRST QUARTER 2025: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 7 August 2025, available at: Cameroon, first quarter 2025: Update on incidents according to Armed Conflict Location & Event Data (ACLED) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/09/2025)
[8] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Cameroon, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.09.2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο