Ν. Η. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.2317/23, 24/11/2025
print
Τίτλος:
Ν. Η. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.2317/23, 24/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.2317/23

 

24 Νοεμβρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Ν. Η.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Νατ. Χαραλαμπίδου, Δικηγόρος για αιτητή

Κα Λ. Γιάγκου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν στις 17/07/23, δι’ επιστολής ίδιας ημερομηνίας, ως άκυρης, παράνομης, αντισυνταγματικής και στερούμενης έννομου αποτελέσματος (Αιτητικό Α), καθώς και έκδοση «νέας εκτελεστής απόφασης […] επί της ουσίας του αιτήματος των αιτητών για διεθνή προστασία […] η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση» (Αιτητικό Β).

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (ΔΦ) που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Σομαλία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 19/06/19 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας την ίδια μέρα (ερ.14-16, 18-20, 58).

Στις 07/06/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει την αίτηση του (ερ.44-58). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 02/02/23 η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε (ερ.74-86).

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 13/04/23, κατόπιν μετάφρασης του περιεχομένου της από διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.87, 2).

Στην επίδικη αίτηση ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του «εξαιτίας της ανασφάλειας, επίσης ο πατέρας και η γιαγιά [του] σκοτώθηκαν».

Κατά τη συνέντευξή ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στην πόλη Baraawe, σε πολύ νεαρή ηλικία μετοίκησε στην Moghadishu, στην περιοχή Warta Nabada, όπου και διέμενε μέχρι που έφυγε από τη χώρα. Η μητέρα του απεβίωσε όσο ίδιος ήταν πολύ μικρός και η γιαγιά του είπε ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της γέννας, ο δε πατέρας του απεβίωσε στις 15/05/15 και τους είχαν αναφέρει πελάτες του ότι τον σκότωσαν μέλη της Al-Shabaab. Η γιαγιά του απεβίωσε στις 20/03/19, λόγω έκρηξης, η μεγαλύτερη αδελφή του βρίσκεται στην Κύπρο με προσφυγικό καθεστώς, η άλλη αδελφή του ζει με τον σύζυγό της στην επαρχία Lower Shabelle, ο μεγαλύτερος αδελφός του βρισκόταν στην Moghadishu λίγο πριν αναχωρήσει ο αιτητής από την Σομαλία αλλά έκτοτε δεν έχει λάβει νέα του, ενώ ο μικρότερος αδελφός του βρίσκεται στην Moghadishu, μαζί με την θεία τους από την πλευρά της μητέρας του, η οποία έχει αναλάβει την ανατροφή του. Ο αιτητής είναι Μουσουλμάνος Σουνίτης, έλαβε εκπαίδευση σε θρησκευτικό σχολείο, ανήκει στη φυλή Tunni, που, ως ανέφερε, αποτελεί μειονότητα και για το λόγο αυτό δεχόταν διακρίσεις στο σχολείο και σε δραστηριότητες όπως το ποδόσφαιρο. Σημειώνεται ότι ο αιτητής ήταν ανήλικος κατά την άφιξη του στη Δημοκρατία (17 ½ ετών).

Ως προς του λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής ανέφερε ότι δεχόταν κατ’ επανάληψη επιθέσεις από άτομα που αναζητούσαν την μεγάλη αδερφή του, η οποία έφυγε από τη Σομαλία τον Απρίλιο 2017 και έκτοτε βρίσκεται στην Κύπρο με προσφυγικό καθεστώς. Ως ανέφερε, μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μεγαλύτερη αδερφή του, που είναι κυβερνητική υπάλληλος, ανέλαβε την ανατροφή αυτού και του αδερφού του. Ένα βράδυ, μία ομάδα αντρών εισέβαλε σπίτι τους και αναζητούσε την αδερφή του, η οποία όμως δεν ήταν στο σπίτι εκείνη την ώρα, και άρχισαν να χτυπούν και να δέρνουν το αιτητή και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που ήταν εκεί. Η αδερφή του, όταν έμαθε για την επίθεση αυτή, τρομαγμένη, αποφάσισε να φύγει από τη Σομαλία. Έκτοτε η γιαγιά του αιτητή είχε αναλάβει την ανατροφή αυτού και του αδερφού του. Μία βδομάδα μετά την αναχώρηση της αδερφής του αιτητή, η ίδια ομάδα αντρών εισέβαλε πάλι στο σπίτι τους, αναζητώντας την αδερφή του και προβαίνοντας εκ νέου σε πράξεις βίας, και γενικά αυτό επαναλαμβανόταν κάθε δύο βδομάδες. Όταν η γιαγιά του τους φώναξε σταμάτησαν να έρχονται, αλλά μετά τον θάνατο της γιαγιάς του αιτητή, άρχισαν πάλι να πηγαίνουν στο σπίτ και να χτυπάνε τον αιτητή και τον μεγάλο αδερφό του, αναζητώντας την αδερφή του, ως δε ανέφερε, σε μια από τις επιθέσεις, του έχουν κάνει σημάδι με καυτό μαχαίρι. Όταν ο αιτητής ανέφερε ότι μπορεί να δείξει το σημάδι (από το καυτό μαχαίρι), του υποδείχθηκε ότι μπορεί να υποβάλει σχετικό έγγραφο. Η άλλη αδερφή του, ως ανέφερε ο αιτητής, στο μεταξύ είχε παντρευτεί και είχε φύγει από το σπίτι, ο μικρότερος αδερφός του ζούσε στη θεία τους, ο δε μεγάλος αδερφός του έφυγε από το σπίτι και ο αιτητής αποφάσισε να φύγει από τη χώρα.

Σε ερωτήσεις σχετικά με το περιστατικό που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για την απόφασή του να αναχωρήσει από τη χώρα, ο αιτητής ανέφερε ότι οι επιθέσεις εντάθηκαν μετά τον θάνατο τις γιαγιάς του και αποφάσισε να φύγει από την χώρα μετά το περιστατικό που τον έκαψαν με το μαχαίρι. Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής ανέφερε ότι δεν έχει μάθει για κάποια εξέλιξη μετά που έφυγε από τη χώρα. Ερωτώμενος προς διευκρίνηση των ως άνω δηλώσεων του ο αιτητής ανέφερε ότι δεν σταμάτησαν να έρχονται όταν η γιαγιά τους τους φώναζε, παρότι έφυγαν εκείνη την ώρα γιατί φοβήθηκαν ότι θα έρθουν οι γείτονες, αλλά γενικά συνέχιζαν να έρχονται. Ερωτηθείς τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του, ο αιτητής απάντησε ότι φοβόταν ότι αυτοί οι άντρες θα τον σκοτώσουν. Ερωτηθείς για τη δουλεία της μεγαλύτερης αδερφής του, η οποία, ως ο αιτητής είχε αναφέρει, δούλευε για την κυβέρνηση, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει πολλά αλλά νομίζει πως ήταν καθαρίστρια για περίπου δύο χρόνια. Ερωτηθείς αν η αδερφή είχε πολιτική δράση ο αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει, αναφέροντας ότι αυτή δεν εμπλακεί σε κάποια θρησκευτική ομάδα. Σε ερώτηση αν γνωρίζει ποιοι ήταν οι άντρες που έψαχναν την αδερφή του απάντησε πως άτομα της περιοχής τους είπαν ότι είναι μέλη της Al Shabaab. Κληθείς να περιγράψει τους εν λόγω άντρες ανέφερε ότι ήταν σύνολο τρεις, ψηλοί και δυνατοί ως προς την σωματική τους διάπλαση, και όποτε έρχονταν είχαν καλυμμένα πρόσωπα και τους αναγνώριζαν από την φωνή. Ερωτηθείς πότε ήταν πρώτη φορά που ήρθαν ανέφερε ότι ήταν περί τις 20-25 Απριλίου 2017 και ότι δεν γνωρίζει γιατί αναζητούσαν την αδερφή του. Σε σχετική ερώτηση επιβεβαίωσε ότι έκτοτε και μέχρι το 2019 οι επιθέσεις επαναλαμβάνονται κάθε μια ή δύο βδομάδες. Κληθείς να αναφερθεί στην πρώτη φορά που επισκέφθηκαν αυτοί οι άντρες το σπίτι τους μετά  τον θάνατο της γιαγιάς του, ο αιτητής δήλωσε πως ήρθαν 4 μέρες μετά τον θάνατό της, ήταν μόνος του στο σπίτι, καθώς ο αδερφός του είχε πάει να παίξει ποδόσφαιρο, και επέμεναν να τους πει που βρίσκεται η αδερφή του, καίγοντας το σώμα του με καυτό μαχαίρι, το οποίο επαναλήφθηκε τόσο στον ίδιο όσο και στον αδερφό του.

Ερωτηθείς αν μέσα σ ’αυτά τα δύο χρόνια που δεχόταν επιθέσεις σκέφτηκε να μεταφερθεί σε άλλη περιοχή για να μην τον εντοπίσουν ανέφερε ότι μόνο αυτό το σπίτι είχαν. Σε ερώτηση αν έχει αναφέρει τα εν λόγω περιστατικά στις Αρχές της Σομαλίας αποκρίθηκε αρνητικά, εξηγώντας ότι δεν γνώριζε αν οι δράστες ήταν μέλη της οργάνωσης Al-Shabaab ή του (κυβερνητικού) στρατού. Κληθείς να περιγράψει περαιτέρω το περιστατικό το οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα, ο αιτητής ανέφερε ότι ήταν μόνος στο σπίτι, γιατί ο αδερφός του ήταν για ποδόσφαιρο με τους φίλους του, και οι εν λόγω άντρες τον ανάγκασαν να καθίσει κάτω, του έδεσαν το στόμα, τον χτυπούσαν με ζώνη για περίπου μισή ώρα, απείλησαν να τον σκοτώσουν και τραυμάτισαν το στομάχι του με μαχαίρι. Όταν ο αδερφός του επέστρεψε και τον είδε σ ’αυτή την κατάσταση έτρεξε μακριά από το σπίτι και ο ίδιος αποφάσισε να φύγει από τη χώρα. Σε ερώτηση αν θα μπορούσε να επιστρέψει στη Σομαλία και να εγκατασταθεί στην πόλη Hargeisa ο αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά λόγω του ότι δεν έχει οικογένεια εκεί, εξηγώντας ότι από περιοχή σε περιοχή διαφέρουν οι φυλές, προσθέτοντας ότι θα αντιμετωπίσει δυσκολίες γιατί εκεί αντιλαμβάνονται τα άτομα από την Moghadishu ως μέλη της Al-Shabaab και, περαιτέρω, ως ανέφερε, φοβάται μήπως τον εντοπίσουν εκεί οι άντρες που αναζητούν την αδερφή του.      

Οι καθ’ ων η αίτηση κατά την εξέταση του αφηγήματος του αιτητή εντόπισαν και εξέτασαν τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως κατωτέρω.

1.    Ταυτότητα, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή

2.    Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι παρενοχλήθηκε και απειλήθηκε από τρεις άγνωστους άνδρες από τον Απρίλιο 2017 μέχρι που έφυγε από τη χώρα το 2019

3.    Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι υπέστη διακρίσεις λόγω του ότι ανήκει στη (clan) Tunni

Επί των ως άνω κρίθηκε ότι πληρείται η εσωτερική αλλά και εξωτερική αξιοπιστία του 1ου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού και ως εκ τούτου έγινε αποδεκτό, απορρίφθηκε δε ο 2ος και 3ος ουσιώδεις ισχυρισμοί του αιτητή.

Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, στα πλαίσια αξιολόγησης εσωτερικής συνοχής, κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να παραθέσει με ακρίβεια που βασίζει την εικασία του ότι οι δράστες των επιθέσεων που κατ’ ισχυρισμό δέχθηκε ήταν μέλη της Al Shabaab, ενώ οι περιγραφές που έδωσε γι’ αυτούς δεν ήταν λεπτομερείς και συγκεκριμένες, καθώς το μόνο που ανέφερε είναι ότι αυτοί ήταν ψηλοί, δυνατοί με καλυμμένα τα πρόσωπα, δεν γνωρίζει τον λόγο για τον οποίο αυτοί οι άντρες αναζητούσαν την αδερφή του και δεν ήταν σε θέση να αναφέρει με ακρίβεια πόσες φορές του επιτέθηκαν οι εν λόγω άντρες μετά τον θάνατο της γιαγιάς του. Περαιτέρω κρίθηκε πως δεν ήταν λεπτομερείς οι απαντήσεις που έδωσε για την πρώτη επίθεση μετά τον θάνατο της γιαγιάς του, καθώς απάντησε ότι ο αδερφός του δεν ήταν στο σπίτι και ότι τον ίδιο τον έκαψαν με μαχαίρι που είχαν βάλει πριν σε φωτιά, οι δε περιγραφές του αιτητή σχετικά με τη δεύτερη επίσκεψη από τους εν λόγω άντρες μετά τον θάνατο της γιαγιάς του, κατά την οποία αναφέρει ότι επανέλαβαν τα βασανιστήρια με το καυτό μαχαίρι και έκαναν το ίδιο και στον αδερφό του στερούνταν και πάλι εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και στοιχείων. Αρνητικά αξιολογήθηκε και η αναφορά του αιτητή ότι αναγνώριζε από τη φωνή του ενός ότι επρόκειτο για την ίδια ομάδα αντρών σε όλες αυτές τις επισκέψεις. Τέλος, μη συνεκτικές τις δηλώσεις του αιτητή σε σχέση με την τελευταία επίθεση από τους εν λόγω άντρες, η οποία στην ουσία τον ώθησε να αναχωρήσει από τη χώρα, καθώς ο αιτητής ανέφερε ότι τον μαχαίρωσαν, έμεινε όλο το βράδυ χωρίς ιατρική βοήθεια και επιβίωσε και το πρωί έλαβε πρώτες βοήθειες από τοπικό φαρμακείο, ενώ - όταν του επισημάνθηκε η έλλειψη συνοχής στις δηλώσεις του – ο αιτητής απάντησε ότι ο τραυματισμός δεν ήταν και τόσο σοβαρός.

Κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας κρίθηκε ότι, λόγω της ιδιωτικής φύσης των περιστατικών, δεν είναι δυνατό να διασταυρωθούν με εξωτερικές πηγές και γι’ αυτό δεν έγινε έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ).

Επί του 3ου ουσιώδη ισχυρισμού κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του αιτητή για τις κατ’ ισχυρισμό διακρίσεις που υπέστη λόγω της φυλής του δεν ήταν συγκεκριμένες ή λεπτομερείς, καθώς ανέφερε ότι αντιμετώπισε διακριτική μεταχείριση στο σχολείο και στο ποδόσφαιρο, χωρίς τελικά να αναφέρει κάτι περισσότερο επί τούτου.

Κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας εντοπίστηκαν διαθέσιμες πληροφορίες βάσει των οποίων επιβεβαιώθηκε ότι οι Tunni αποτελούν όντως μειονοτική φυλή, η οποία στοχοποιούνταν από τις φυλές Hawiye και Darod λόγω του ότι κατάγονται και κατοικούν σε εύφορα εδάφη στην περιοχή Lower Shabelle, ωστόσο, σύμφωνα με άλλη πηγή, έχουν καλές σχέσεις με την πλειοψηφική φυλή των Digil – Mirifle/Rahanweyn, μέσω συμφωνιών με τη φυλή αυτή που αφορά τον διαμοιρασμό της πρόσβασης στη γη και πρώτες ύλες.

Δεδομένων των ως άνω πληροφοριών, λαμβανομένου υπόψη ότι ουδέν τελικά ανέφερε ο αιτητής στα πλαίσια του εν λόγω ισχυρισμού του, πέραν ασαφών ισχυρισμών περί διακρίσεων που υπέστη στο σχολείο και όταν ήθελε να παίξει ποδόσφαιρο, ο ως άνω 3ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Στα πλαίσια της αξιολόγηση κινδύνου στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών, κατόπιν ανασκόπησης της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Mogadishu), λαμβανομένου υπόψη του προφίλ του ως αυτό έγινε αποδεκτό, κρίθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα αυτός να εκτεθεί σε κίνδυνο δίωξης ή και σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του και δεν είναι σε παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

Στην προσφυγή ο αιτητής καταγράφει πλήθος νομικών σημείων, πολλά εκ των οποίων αναπτύσσονται εμπεριστατωμένα στα πλαίσια των αγορεύσεων που ακολούθησαν.

Στις αγορεύσεις της η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή εισηγείται ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του, δεν έγιναν περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις επ’ αυτών, δεν ερευνήθηκαν ενδελεχώς οι ισχυρισμοί του περί προηγούμενης δίωξης που υπέστη, δεν του αποδόθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας και δεν έγινε έρευνα σε διαθέσιμες σχετικά πληροφορίες, εκ των οποίων, ως εισηγείται, προκύπτει ότι υφίσταται κίνδυνος δίωξης ή και σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του, οι δε ως άνω περιγραφόμενες πλημμέλειες οδήγησαν σε λήψη απόφασης υπό καθεστώς πλάνης και η οποία στερείται αιτιολογίας ή – σε κάθε περίπτωση – επαρκούς αιτιολόγησης. Παραθέτει σχετικώς σωρεία αποσπασμάτων από το πρακτικό της επίδικης συνέντευξης, εκ των οποίων, ως αναφέρει, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα όσα ο αιτητής ανέφερε διατηρούν εσωτερική συνοχή και συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ), τα οποία θα έπρεπε, λαμβανομένου υπόψη και του ευεργετήματος της αμφιβολίας να καταστήσουν αποδεκτούς τους ισχυρισμούς.

Περαιτέρω αναφέρει ότι κατά την εξέτασης της επίδικης αίτησης οι καθ’ ων η αίτηση δεν αξιολόγησαν και δεν έλαβαν – ως όφειλαν – το ότι ο αιτητής ήταν ανήλικος κατά την άφιξη του στη Δημοκρατία, με αποτέλεσμα να μην εφαρμοστούν εδώ οι δέουσες διαδικαστικές εγγυήσεις, σύμφωνα με τον Περί Προσφύγων Νόμο, αρ.10 και 13Α (στο εξής ο Νόμος) δεν λήφθηκε υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του ως ανήλικου και δεν παραπέμφθηκε σε εξετάσεις προσδιορισμού της ηλικίας του.

Σημειώνεται ότι κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος του αιτητή απέσυρε την αγόρευση ημ.10/06/24 (συμπληρωματική) και το σύνολο των εκεί εγειρόμενων ισχυρισμών.  

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των προωθούμενων ισχυρισμών εκ του αιτητή έχει δικογραφηθεί και γι’ αυτό θα πρέπει να απορριφθούν, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, και αναφέρουν ότι – σε κάθε περίπτωση – νομικά σημεία που έχουν καταγραφεί στην προσφυγή αλλά δεν αναπτύχθηκαν στις αγορεύσεις θα πρέπει ομοίως να απορριφθούν ως εγκαταλειφθέντες. Περαιτέρω αναφέρουν, απαντώντας εις έκαστο εκ των ως άνω ισχυρισμών του αιτητή, ότι η επίδικη διαδικασία είναι καθ' όλα νόμιμη, δεν έγινε κατά την εξέταση της αίτησης καμία πλημμέλεια αναφορικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις, η δε επίδικη απόφαση είναι προϊόν δέουσας έρευνας, επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας. Αναφέρουν σχετικώς ότι ο αιτητής ήταν ασαφής στις δηλώσεις του, τόσο επί του 2ου όσο και επί του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού, οι οποίοι ορθώς και απολύτως εύλογα κρίθηκαν αναξιόπιστοι και δεν έγιναν αποδεκτοί και – πέραν τούτου – σημειώνουν ότι, σε κάθε περίπτωση, ο αιτητής δεν ζήτησε προστασία από τις Αρχές της χώρας του και ούτε απέδειξε, αν ήθελε γίνει αποδεκτό ότι υπέστη πράξεις διώξεως, ότι αυτές δεν είναι σε θέση να παρέχουν τέτοια προστασία. Επί όλων δε των ως άνω εισηγήσεων τους οι καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν σε πλούσια νομολογία και αποφάσεις του Δικαστηρίου.

Έχω διέλθει με προσοχή τα όσα αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών στις γραπτές τους αγορεύσεις, καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φάκελου.

Σχετικά με τα όσα άπτονται της ανηλικότητας του αιτητή κατά τον χρόνο υποβολής της επίδικης αίτησης σημειώνω κατ’ αρχήν ότι, καθώς αυτό έγινε δεκτό από τους καθ’ ων η αίτηση, χωρίς να φαίνεται να προέκυψαν λόγοι αμφισβήτησης της ηλικίας του, δεν υπήρχε σκοπιμότητα διενέργειας εξετάσεων, δεδομένου ότι, κατά τα διαλαμβανόμενα στο αρ.10 (1Ζ) (α) του Νόμου, «η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να χρησιμοποιεί ιατρικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό της ηλικίας ασυνόδευτου ανήλικου, στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησής του, όταν, μετά τις γενικές δηλώσεις ή άλλες συναφείς ενδείξεις, υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την ηλικία του αιτητή.». Εν προκειμένω λοιπόν, δεδομένου ότι εκ του περιεχομένου του ΔΦ (ερ.5-6, 8-12) συνάγεται ότι η ανηλικότητα του αιτητή έγινε δεκτή εκ της καταχωρήσεως της επίδικης αιτήσεως και δεν τέθηκε κάποια αμφιβολία περί τούτου, ουδέν έχρηζε να διενεργηθεί.

Σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που (δεν) δόθηκαν στον ανήλικο κατά την υποβολή της επίδικης αίτησης αιτητή, ως εισηγείται η συνήγορος του, σημειώνω τα εξής.

Στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στη C-517/17, Milkiyas Addis, ημ.16/07/20, ECLI:EU:C:2020:579, αναφέρονται τα εξής, που θεωρώ τυγχάνουν, τηρουμένων των αναλογιών, εφαρμογής και εν προκειμένω, ως και επί πάσης υπόθεσης όπου επίδικό καθίσταται το κατά πόσο υπήρξε παράβαση του δικαιώματος ακρόασης και οι συνέπειες αυτής:

«61. […] η οδηγία περί διαδικασιών διακρίνει μεταξύ, αφενός, της «αποφαινόμενης αρχής», την οποία ορίζει στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, ως «κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις», και, αφετέρου, του «δικαστηρίου», περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 46 αυτής, το οποίο είναι αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 22, από το άρθρο 4 και από τη γενική οικονομία της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας από διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο που διαθέτει ειδικά προς τούτο μέσα και ειδικευμένο προσωπικό αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών που καθιερώνει η εν λόγω οδηγία (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 103 και 116).

[…]

65. Ειδικότερα, από το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας περί διαδικασιών προκύπτει ότι η προσωπική συνέντευξη πρέπει να πραγματοποιείται υπό συνθήκες που να εγγυώνται δεόντως την εμπιστευτικότητα και να παρέχουν στον αιτούντα τη δυνατότητα να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αίτησής του. Όσον αφορά ιδίως το τελευταίο αυτό σημείο, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε το πρόσωπο που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές και γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής, του φύλου, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της ευαισθησίας του αιτούντος. Εξάλλου, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν, στο μέτρο του δυνατού, ώστε η συνέντευξη με τον αιτούντα να διεξάγεται από πρόσωπο του ιδίου φύλου, εφόσον το ζητήσει ο αιτών, εκτός εάν η αίτηση βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτούντος να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό. Επιπλέον, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να επιλέγουν διερμηνέα δυνάμενο να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτούντος και του προσώπου που διεξάγει τη συνέντευξη, προκειμένου ο αιτών να είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμά του, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών, να του παρασχεθούν υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσει τα επιχειρήματά του. Το δε άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται κατά τρόπο κατάλληλο για παιδιά.

66. Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 106, 109 και 115 των προτάσεών του, το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν περιορίστηκε στο να προβλέψει, στα άρθρα 14 και 34 της οδηγίας περί διαδικασιών, την υποχρέωση παροχής στον αιτούντα της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης, αλλά επέλεξε να επιβάλει επιπλέον στα κράτη μέλη ειδικούς και λεπτομερείς κανόνες ως προς τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να διεξάγεται η συνέντευξη αυτή αποδεικνύει τη θεμελιώδη σημασία που αποδίδει όχι μόνο στην ίδια τη συνέντευξη, αλλά και στις συνθήκες υπό τις οποίες αυτή διεξάγεται και των οποίων η τήρηση αποτελεί προαπαιτούμενο για το κύρος της απόφασης που διαπιστώνει το απαράδεκτο αίτησης ασύλου.

67. Εξάλλου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 32 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι σκοπός των συνθηκών αυτών είναι ιδίως να διασφαλίζεται ότι κάθε αιτών απολαύει επαρκών διαδικαστικών εγγυήσεων, αναλόγως του φύλου και της ειδικής κατάστασής του. Επομένως, οι συνθήκες που εφαρμόζονται στην περίπτωσή του πρέπει να καθορίζονται σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση του αιτούντος και κατά περίπτωση.»

Εκ της ως άνω απόφασης καθίσταται αναμφισβήτητο ότι οι κανόνες που σχετίζονται με την επάρκεια και την μέθοδο διεξαγωγής της συνέντευξης και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που θα πρέπει να απολαμβάνει ένας αιτητής, αναλόγως των αναγκών που προκύπτουν κατά περίπτωση, «σκοπό έχουν να διασφαλίσουν ότι ο αιτών κλήθηκε να παράσχει, σε συνεργασία με την υπεύθυνη για τη συνέντευξη αρχή, όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση του […] βασίμου της αίτησής του για παροχή διεθνούς προστασίας, γεγονός που προσδίδει στη συνέντευξη αυτή […] πρωταρχική σημασία κατά τη διαδικασία εξέτασης της εν λόγω αίτησης» (σκέψη 70) και πως απαιτείται «από τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται κατά τρόπο κατάλληλο για παιδιά.» (σκέψη 65). Προσθέτω εδώ ότι, σύμφωνα με το αρ.9 του Νόμου, οι καθ’ ων η αίτηση λαμβάνουν κατά περίπτωση «τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του» και πως «οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται με τρόπο κατάλληλο για παιδιά». Όμως ο αιτητής εν προκειμένω ενηλικιώθηκε περί τους 6 μήνες αφότου αφίχθηκε στη Δημοκρατία, διέμενε δε κατά τον χρόνο που ήταν ανήλικος (αλλά και ακολούθως) με την αδελφή του, η οποία βρίσκεται εδώ, ειδοποιήθηκε δε δεόντως για την καθυστέρηση που σημειώθηκε μέχρι να κληθεί σε συνέντευξη (βλ. ερ.23, 37). Συνεπώς κατά τον χρόνο που έγινε η συνέντευξη ο αιτητής ήταν ενήλικος (20 ½ ετών).

Ενόψει και της ως άνω σχετικής με τα επίδικα εδώ ζητήματα νομολογίας, είναι κατάληξη μου ότι κατά την επίδικη συνέντευξη δόθηκε δεόντως η «δυνατότητα να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αίτησής του». Περαιτέρω τα όσα εξηγήθηκαν επί της διαδικασίας (ερ.57) επαρκούν, σε συνάρτηση και με δεδομένο ότι δεν υπάρχει σημείο στη συνέντευξη εκ του οποίου να δύναται να λεχθεί ότι ο αιτητής στερήθηκε της ευκαιρίας να αναφέρει όσα επιθυμούσε ή ότι αυτός αντιμετώπιζε οιανδήποτε δυσκολία ή δυσχέρεια να αντιληφθεί τα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν ή να αποκριθεί σ’ αυτά με ακρίβεια και εύλογη επάρκεια. Συνεπώς, τα όσα του εξηγήθηκαν επί της διαδικασίας και ο όλος τρόπος που η επίδικη συνέντευξη διεξήχθη δεν θέτουν εν αμφιβόλω ότι εν προκειμένω λήφθηκαν όλα τα απαραίτητα μέτρα προς διασφάλιση του ότι θα συλλεγούν κατά τη συνέντευξη «όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση του […] βασίμου της αίτησής […] διεθνούς προστασίας» (Milkiyas, ανωτέρω).

Σημειώνω ότι δεν διαλανθάνει της προσοχής μου ότι, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΔΕΕ C-550/16, ημ.12/04/18 και C-560/20, ημ.30/01/24, όπου λέγεται ότι η εκκρεμούσης της εξέτασης αιτήσεως διεθνούς προστασίας ενηλικίωση του αιτητή δεν επηρεάζει το δικαίωμα του να αιτηθεί οικογενειακή επανένωση, δεδομένου του ότι ο κρίσιμος χρόνος προς τούτο είναι ο χρόνος υποβολής του αιτήματος ασύλου, όμως δεν θεωρώ ότι μπορεί κατ’ αναλογία να εφαρμοσθεί αυτό εν προκειμένω, σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις, δεδομένων και των όσων αμέσως πιο πάνω εξηγώ επί τούτου.

Δεδομένων των ως άνω προχωρώ σε επί της ουσίας εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων.

Προέχει βεβαίως η αξιολόγηση της αξιοπιστίας του αιτητή.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Ειδικώς σε περιπτώσεις ανήλικων, στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ. 142, αναφέρεται ότι «[κ]ατά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας στην περίπτωση ανήλικων αιτούντων (439), είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται διαφοροποιημένη προσέγγιση τόσο σε σχέση με τα προσωπικά (υποκειμενικά) αποδεικτικά στοιχεία που τους αφορούν όσο και σε σχέση με τον τρόπο αλληλεπίδρασης των στοιχείων αυτών με πληροφοριακά (αντικειμενικά) αποδεικτικά στοιχεία, για παράδειγμα, σχετικά με τις συνθήκες της χώρας.».

Περαιτέρω, στις σελ.151-153 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα κάτωθι:

«Προκειμένου να είναι ρεαλιστικές οι προσδοκίες σχετικά με την ικανότητα των ανήλικων αιτούντων να ανακαλούν γεγονότα του παρελθόντος και να απαντούν σε ερωτήσεις, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητός ο τρόπος λειτουργίας της μνήμης των ανηλίκων. Η μνήμη εξαρτάται από το στάδιο ανάπτυξης και την ωριμότητα του ανηλίκου. Επομένως, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του, ένας ανήλικος ενδέχεται να αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες όσον αφορά την αντίληψη του χρόνου και τον υπολογισμό του κινδύνου (478).

[…]

Οι ατομικές και ευρύτερες περιστάσεις του παιδιού, όπως το στάδιο ανάπτυξης και η προσωπική του ικανότητα, θα πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά όταν χρησιμοποιούνται «συνήθεις» δείκτες αξιοπιστίας.

-       Επαρκώς λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες: Τα παιδιά αφηγούνται συνήθως τις ιστορίες τους με λιγότερες λεπτομέρειες από ό,τι οι ενήλικες. Παρότι μπορεί να είναι σε θέση να δώσουν λεπτομέρειες, χρειάζονται περισσότερη στήριξη για να τις περιγράψουν. Τα παιδιά μπορεί επίσης να επικεντρώνονται σε πολύ διαφορετικά ζητήματα και να έχουν διαφορετικά ενδιαφέροντα από τους ενήλικες και τούτο θα επηρεάσει τα στοιχεία για τα οποία μπορούν να παράσχουν τις περισσότερες λεπτομέρειες.

-       Γενικά, η εσωτερική συνέπεια έχει περιορισμένη αξία, ως δείκτης αξιοπιστίας, στην περίπτωση των παιδιών. Επιπλέον όλων των γενικών στρεβλώσεων της μνήμης που συνεπάγονται φυσιολογικές ανακολουθίες, συχνά τα παιδιά επηρεάζονται ειδικότερα από την υποβολιμότητα των ερωτήσεων, τις στρεβλωτικές συνέπειες της έλλειψης εμπιστοσύνης και τις αναπτυξιακές μεταβολές της μνήμης (ιδίως στους εφήβους).

-       Εξωτερική συνέπεια: Οι δηλώσεις του παιδιού θα πρέπει να συγκρίνονται πολύ προσεκτικά με τις πληροφορίες για τη χώρα ή τις μαρτυρίες ενηλίκων. Συχνά τα παιδιά δεν γνωρίζουν ορισμένες σημαντικές πληροφορίες για τη χώρα, την κοινότητά τους κ.λπ. λόγω περιορισμένης εκπαίδευσης, έλλειψης ειδικού ενδιαφέροντος ή του αναπτυξιακού σταδίου στο οποίο βρίσκονται (483).

Ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν την προσέγγιση που περιγράφεται στο Εγχειρίδιο της UNHCR, το οποίο αναφέρει σχετικά με την εκτίμηση της αξιοπιστίας ότι «αν η αφήγηση του αιτούντος φαίνεται αξιόπιστη, η περίπτωσή του πρέπει, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για το αντίθετο, να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας» (484). H UNHCR αναγνωρίζει επίσης ότι η εκτίμηση της αξιοπιστίας ενός ανήλικου «διέπεται από φιλελεύθερη εφαρμογή της αρχής “του ευεργετήματος της αμφιβολίας”» (485). Σε όλα τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από την εφαρμογή ή μη της προσέγγισης αυτής, κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του ανηλίκου πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η ηλικία και ο βαθμός ευαισθησίας.»

Στις Κατευθυντήριες Οδηγίες [1] για Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών, της UNHCR, σημειώνεται σχετικώς τα εξής:

«4. Η υιοθέτηση ευαισθητοποιημένης στις ανάγκες των παιδιών ερμηνείας της Σύμβασης του 1951 δεν σημαίνει ότι τα παιδιά αιτούντες άσυλο δικαιούνται αυτομάτως να αναγνωριστούν πρόσφυγες. Το παιδί που αιτείται άσυλο οφείλει να αποδείξει ότι διατρέχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων. Η ηλικία, όπως και το φύλο, ασκούν καθοριστική επιρροή στον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα4.

[…]

Για την προσήκουσα εφαρμογή των κριτηρίων υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα, εκτός από την ηλικία, επιβάλλεται να συνεκτιμώνται το επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού, οι γνώσεις και / ή οι αναμνήσεις του από τη χώρα καταγωγής του καθώς και το καθεστώς του ως ευάλωτου προσώπου6.

[…]

72. Δεν μπορεί να αναμένεται από τα παιδιά να εκφράσουν τις εμπειρίες τους όπως οι ενήλικες. Μπορεί να δυσκολεύονται να εξωτερικεύσουν το φόβο τους για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένων των τραυματικών εμπειριών που έχουν βιώσει, των οδηγιών των γονέων τους, της έλλειψης παιδείας, του φόβου που τους αποπνέουν οι κρατικές αρχές ή πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εξουσίας, των «κατασκευασμένων» καταθέσεων των διακινητών ή του φόβου των αντιποίνων. Μπορεί να είναι πολύ μικρά ή ανώριμα για να αξιολογήσουν ποιες είναι οι σημαντικές πληροφορίες ή για να ερμηνεύσουν ό, τι έχουν αντιληφθεί ή βιώσει με τρόπο που μπορεί να κατανοήσει ένας ενήλικας. Μερικά παιδιά μπορεί να παραλείπουν ή να παρανοούν/διαστρεβλώνουν ζωτικής σημασίας πληροφορίες ή να αδυνατούν να διακρίνουν μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Μπορεί επίσης να δυσκολεύονται να κατανοήσουν αφηρημένες έννοιες, όπως είναι ο χρόνος ή η απόσταση. Έτσι, ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ψέμα στην περίπτωση ενός ενήλικα δεν είναι απαραίτητο να είναι ψέμα στην περίπτωση ενός παιδιού. Επομένως, για την ακριβοδίκαιη αξιολόγηση της αξιοπιστίας και της σημασίας των ισχυρισμών του παιδιού έχει ιδιαίτερη σημασία η εξειδικευμένη και κατάλληλη κατάρτιση των κριτών των αιτημάτων ασύλου141. Τούτο μπορεί να απαιτεί τη διεξαγωγή συνεντεύξεων με τα παιδιά εκτός επίσημων σχημάτων, με τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων, ή την παρακολούθηση των παιδιών και την επικοινωνία μαζί τους σε περιβάλλον όπου αισθάνονται ασφαλή, για παράδειγμα, σε ένα κέντρο υποδοχής.

73. Παρότι στις περιπτώσεις των ενηλίκων το βάρος της απόδειξης μοιράζεται συνήθως ανάμεσα στον αιτούντα άσυλο και στον εξεταστή, ενδέχεται ο κριτής του αιτήματος ασύλου ενός παιδιού, ειδικά εάν είναι ασυνόδευτο, να υποχρεωθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς που αυτό προβάλει 142. Αν δεν είναι εφικτή η επαλήθευση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και / ή το παιδί αδυνατεί να εκφράσει ολοκληρωμένα τον ισχυρισμό του για το φόβο δίωξης που διατρέχει, ο κριτής του αιτήματος ασύλου οφείλει να αποφασίσει λαμβάνοντας υπόψη όλες τις γνωστές περιστάσεις, εφαρμόζοντας ενδεχομένως με πνεύμα φιλελεύθερο το ευεργέτημα της»

Σημειώνω εδώ ότι η παράθεση ανωτέρω κατευθυντήριων γραμμών που αφορούν αιτητές ανήλικους γίνεται καθώς θα πρέπει βεβαίως να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω, το γεγονός ότι, παρά την στο μεταξύ ενηλικίωση του αιτητή, αυτός ήταν ανήλικος κατά τον χρόνο που αυτός τοποθετεί τα γεγονότα που εξιστόρησε.

Λεχθέντων των ως άνω επανέρχομαι στους ενώπιον μου ισχυρισμούς.

Σε σχέση με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, είναι κατάληξη μου ότι συμφωνώ με όλα τα επί της εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση, για τους λόγους που θα εξηγήσω αμέσως πιο κάτω.

Ως στην επίδικη έκθεση (ερ.80-82) λεπτομερώς καταγράφεται, οι ισχυρισμοί περί κατ’ εξακολούθηση επιθέσεων που δεχόταν ο ίδιος και η οικογένεια του από τον Απρίλιο 2017 μέχρι που έφυγε από τη χώρα τον Ιούλιο του 2019 στερούνται καταφανώς και επί πάσης πτυχής τους λεπτομερειών, συνοχής, χρονικής αλλά και λογικής συνέπειας, βιωματικών στοιχείων και συγκεκριμένων πληροφοριών που θα τους στοιχειοθετούσε. Ως προκύπτει από μια ανάγνωση του επίδικου πρακτικού της συνέντευξης, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει την παραμικρή λεπτομέρεια ή βιωματικό στοιχείο αναφορικά με αυτές τις κατ’ ισχυρισμό πολλές επιθέσεις που δέχθηκε από αγνώστους, τι έγινε, τι ακριβώς ειπώθηκε, πότε, τα συναισθήματα του κατά τη διάρκεια αυτών των επιθέσεων, μια φωτογραφική, έστω, ανάμνηση που του έμεινε στο μυαλό απ’ αυτές τις τραυματικές εμπειρίες που, ως ο ίδιος ανέφερε, βίωσε κατ’ επανάληψη. Ουδεμία πληροφορία ή χαρακτηριστικό σχετικά με τους δράστες ανέφερε και ουδόλως εξήγησε γιατί αποδίδει σ’ αυτούς συμμετοχή στην Al Shabaab. Ομοίως δεν μπόρεσε να παραθέσει το παραμικρό σε σχέση με τη φυγή της αδελφής του από τη Σομαλία, γιατί αυτοί οι άγνωστοι που του επιτίθονταν αναζητούσαν αυτή και πως αντέδρασαν τα υπόλοιπα αδέλφια του. Οι αναφορές του σε φυγή τους κατά τον χρόνο που αυτός έφυγε από τη χώρα δεν συνάδει άλλωστε με τα λεγόμενα του, όταν ρωτήθηκε ο ίδιος, ότι δεν θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί σε άλλο μέρος της χώρας με ασφάλεια. Εν ολίγοις όλα τα όσα αναφέρθηκαν υπολείπονταν κατά πολύ μιας πλήρους, συνεκτικής, ευλογοφανούς παράθεσης σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που αυτός παραθέτει.

Στην κατάληξη μου αυτή συνυπολογίζω το ότι, παρά την ανηλικότητα του κατά τον χρόνο που συνέβησαν τα όσα ισχυρίστηκε, ο αιτητής ήταν ηλικίας περί των 15 ½ ετών κατά την 1η επίθεση και περί των 17 ½ ετών όταν αυτός έφυγε, αμέσως μετά την τελευταία επίθεση που δέχθηκε. Δεν μπορεί λοιπόν να αποδοθούν οι ελλείψεις, τα κενά και οι ασάφειες του αφηγήματος του στην ανηλικότητα του, δεδομένου και του ότι – ως και ανωτέρω αναφέρω – δεν προκύπτει εκ του πρακτικού της επίδικης συνέντευξης να στερείται της ικανότητας να παραθέσει τους ισχυρισμούς και να αποκριθεί στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν και λαμβανομένου υπόψη ότι οι όποιες ελλείψεις έχουν εντοπιστεί στο αφήγημα του θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από ένα άτομο της ηλικίας του να έχει συγκρατήσει, έστω ορισμένες, λεπτομέρειες αναφορικά με όσα ανέφερε.

Είναι στα ως άνω σημεία που το αφήγημα υπολείπεται του ευλόγως αναμενόμενου και είναι εκ τούτων που θεωρώ ότι διαβρώνεται σημαντικά και μοιραία η εσωτερική συνοχή των λεγομένων του αιτητή, σε σημείο που οιαδήποτε άλλη προσέγγιση των λεγομένων του θα συνιστούσε θεωρώ αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή ισχυρισμών που στερούνται κάθε ψήγματος ευλογοφάνειας, λεπτομερειών και εν γένει συνοχής.

Δεδομένης της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων δεν θεωρώ ότι ήταν απαραίτητη η αναζήτηση πληροφορίων (ΠΧΚ) σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία και ορθώς, αν και αδοκίμως αναφέρεται ότι δεν έγινε λόγω της αμιγώς προσωπικής φύσης των ισχυρισμών του αιτητή, παραλήφθηκε τέτοια έρευνα. Σχετικώς, στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.132, αναφέρεται ότι η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.».

Παρά τα ως άνω, για σκοπούς πληρότητας, δεδομένου ότι ο αιτητής ανέφερε ότι άκουσε από γείτονες ότι οι δράστες των κατ’ ισχυρισμών επιθέσεων που δέχθηκε ήταν μέλη της Al Shabaab, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τις πιο κάτω ΠΧΚ σε σχέση με τη δράση της οργάνωσης.

Σε έκθεση για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σομαλία κατά το έτος 2023 από την πηγή Amnesty International επιβεβαιώνεται ότι η σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης και της Al-Shabaab συνεχίστηκε και όλα τα μέρη διέπραξαν σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένοντας ατιμώρητα[2].

Η πιο πρόσφατη έκθεση της EUAA για την κατάσταση ασφαλείας στη Σομαλία του Απριλίου 2023 επικαλούμενη το Rule of Law in Armed Conflicts project (RULAC), αναφέρει πως η κυβέρνηση της Σομαλίας είναι μέρος σε μια μη διεθνή ένοπλη σύγκρουση με την Al-Shabaab.[3] Κατά την περίοδο αναφοράς (1 Δεκεμβρίου 2022 -  14 Απριλίου 2023) αυτή ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη της σύγκρουσης στη Σομαλία, με τα περισσότερα τα επεισόδια ασφαλείας που διαπράττονται από την Al-Shabaab, με στόχο τις δυνάμεις ασφαλείας της Σομαλίας και την ATMIS/AMISOM, και συχνά περιλαμβάνουν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς».[4] Σε έκθεση του Οκτωβρίου του 2022, «η ομάδα διατηρεί παρουσία και την ικανότητα να διεξάγει επιχειρήσεις στο μεγαλύτερο μέρος της Σομαλίας, περιλαμβανομένης της Μογκαντίσου», ενώ η «σφαίρα επιρροής της εκτείνεται πέρα από περιοχές που ελέγχει».[5] Σε σχετική έκθεση του ACLED του 2024, αναφέρεται ότι η Al Shaabab ελέγχει περιοχές της κεντρικής και νότιας Σομαλίας και προβαίνει σε θανατηφόρες επιθέσεις στο Mogadishu και τη γειτονική Κένυα.[6]

Σύμφωνα με έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την Σομαλία του Οκτωβρίου 2024 αναφέρεται πως η Al-Shabaab εξακολουθεί να αποτελεί τη σημαντικότερη απειλή για την ειρήνη και ασφάλεια στη Σομαλία. Η Al-Shabaab συνεχίζει να πραγματοποιεί περίπλοκες επιθέσεις κατά της κυβέρνησης, της ATMIS και των διεθνών δυνάμεων, καθώς κατά των πολιτών και της επιχειρηματικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των προστατευόμενων περιοχών στην Μογκαντίσου. Στις 2 Αυγούστου 2024, η Al-Shabaab πραγματοποίησε μια από τις πιο φονικές σύνθετες επιθέσεις εναντίον αμάχων εδώ και χρόνια, στοχεύοντας εστιατόριο στην Μογκαντίσου [7]. Στις 29/09/23, βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας μέσα στο Bar Bulsho, κοντά στο προεδρικό μέγαρο στην Μογκαντίσου, σκότωσε επτά άτομα. Την ευθύνη για την επίθεση ανέλαβε η Al-Shabaab [8].

Εκ των ως άνω δεν θα πρέπει να αμφισβητείται ότι όσα αναφέρει περί επιθέσεων από μέλη της Al Shabaab φαίνεται να συνάδουν – ως γενικές πληροφορίες - με ΠΧΚ για τη χώρα καταγωγής που κάνουν λόγο συχνή και αιματηρή δράση της οργάνωσης εντός της Μογκαντίσου, παρότι δεν ελέγχει ενεργά καμία περιοχή της.

Εν προκειμένω όμως η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, ως και ανωτέρω εξηγώ, είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Τούτο γιατί αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών οι οποίοι στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων ενός αιτητή. Οι ισχυρισμοί ενός αιτητή και η εσωτερική συνοχή τους, δεν μπορεί παρά να παραμένουν ιδιαίτερης βαρύτητας σημείο αναφοράς. Ως άλλωστε στο εγχειρίδιο EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2018, σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.». Στην απουσία δε περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις είναι κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν και γι’ αυτό ουδείς εκ των ισχυρισμών του γίνεται αποδεκτός, καθότι οι σημαντικές εδώ ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν μπορούν να υπερκερασθούν από την επιβεβαίωση της ύπαρξης και δράσης του κατ’ ισχυρισμό διώκτη του αιτητή και συνεπώς δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής του αφηγήματος του.

Αναφορικά τώρα με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή θα συμφωνήσω και πάλι με τους καθ’ ων η αίτηση, καθώς, ως και στην επίδικη έκθεση αναφέρεται, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει το παραμικρό περιστατικό διακριτικής συμπεριφοράς που υπέστη, πέραν του να αναφερθεί – γενικώς και ασαφώς – σε διακρίσεις στο σχολείο και όταν ήθελε να παίξει ποδόσφαιρο.

Επί της δε εξωτερικής συνοχής του εν λόγω ισχυρισμού παραθέτω τα εξής.

Σε όλες τις πτυχές της ζωής στη Σομαλία, η φυλή είναι ταυτόχρονα μέσο αναγνώρισης και τρόπος ζωής. Οι φυλές καθορίζουν τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων. Η συμπερίληψη σε μια ισχυρή φυλή έχει μεγάλη σημασία σε σχέση με την πρόσβαση σε πόρους, πολιτική επιρροή, δικαιοσύνη και ασφάλεια.[9]

Οι Tunni ανήκουν σε αυτές τις εθνοτικές ομάδες της Σομαλίας, οι οποίες θεωρούνται πλειοψηφικές ή μειονοτικές, αναλόγως με τις αντιλήψεις τρίτων, των ίδιων ή ατόμων που ανήκουν σε υποομάδες τους, ή μπορεί να οφείλεται σε τοπικές συνθήκες και δομές που εμφανίζονται σε ορισμένες περιοχές ως μειοψηφία ενώ σε άλλες περιοχές όχι.[10]

Οι Tunni υπάγονται στην φυλή Rahanweyn και πιο συγκεκριμένα στην υποφυλή Digil σύμφωνα με την πλειοψηφία των πηγών, εκτός από μία πηγή που αναφέρει ότι δεν ανήκουν επισήμως σε αυτή τη φυλή αλλά έχουν συνάψει συμφωνία για διαμοιρασμό γης και πόρων. Κάποιοι πληθυσμοί αυτής της ομάδας φέρεται να κατέχουν αδύναμη θέση, λόγω αμφισβητούμενης κτήσης της ιδιοκτησίας τους ή λόγω τοπικών συνθηκών.  Οι Tunni των αστικών κέντρων  μοιάζουν πολιτισμικά και ασχολούνταν με το εμπόριο ή εργάζονταν ως τεχνίτες.[11]

Σε αναφορά του Immigration and Refugee Board of Canada, όπου γίνεται λεπτομερής επεξήγηση της φυλής Tunni και της αλληλεπίδρασης της με άλλες φυλές, δεν φαίνεται να καταγράφονται σοβαρές διακρίσεις κατά των μελών της, που ζουν κατά βάση αρμονικά με άλλες φυλές και αναφέρεται ότι τυχόν επιθέσεις της Al Shabaab κατά μελών της φυλής, που λαμβάνουν χώρα σε άλλες περιοχές, έχουν να κάνουν με αντιδράσεις των ατόμων αυτών στη δράση της και δεν σχετίζονται με την ιδιότητα τους αυτή ως Tunni.[12]

Τα ως άνω καθιστούν απορριπτέο και τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, καθώς, πέραν του ότι τελικώς ουδέν συγκεκριμένο ανέφερε ο αιτητής σε σχέση με τις κατ’ ισχυρισμό του πράξεις διάκρισης που υπέστη εκ της φυλής του, δεν προκύπτουν πληροφοριές που να καθιστούν πιθανό, τουλάχιστον όχι σε εύλογο βαθμό πιθανότητας, δεδομένης και της μη προηγούμενης στοχοποίησης του, να υποστεί πράξεις διώξεως γι’ αυτόν τον λόγο.

Δεδομένων των ως άνω διαπιστώσεων μου απομένει εξέταση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Μογκαντίσου) σε επικαιροποιημένη βάση.

Στο εγχειρίδιου του EUAA Country Guidance: Somalia [13], August 2023, αναφέρεται ότι, παρότι η Al Shabaab έχει απωλέσει προ δεκαετίας τον άμεσο έλεγχο των περιοχών της πρωτεύουσας, διατηρεί την δυνατότητα να πραγματοποιεί επιθέσεις και δολοφονίες και η δράση της ευθύνεται για τα ¾ των περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή για μέρος του 2021 και σχεδόν το σύνολο του 2022. Για το ίδιο χρονικό διάστημα έχουν καταγραφεί στην περιοχή 898 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 901 θάνατοι. Εκ των παρατιθέμενων στο εν λόγω εγχειρίδιο περιστατικών ασφαλείας καθίσταται σαφές ότι εκεί λαμβάνουν χώρα τυφλές επιθέσεις, με συχνά και πολλά θύματα αμάχων και η κατάσταση στην περιοχή χαρακτηρίζεται από αδιακρίτως ασκούμενη βία σχετικά υψηλής έντασης, με αποτέλεσμα να απαιτούνται λιγότερα στοιχεία προσωπικών περιστάσεων προκειμένω να συναχθεί σχετικός κίνδυνος για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα αμάχου εκ μόνης της παρουσίας του στην περιοχή. 

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 16/12/23 έως τις 13/12/24 στην περιφέρεια Banaadir, όπου βρίσκεται η Mogadishu, καταγράφηκαν 201 με 194 απώλειες. Εξ αυτών των 58 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» (“battles”) και οδήγησαν σε 82 απώλειες, 49 ως «βία κατά πολιτών» και οδήγησαν σε 34 απώλειες, 64 ως «έκρηξη ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”) και οδήγησαν σε 75 απώλειες, 26 ως «διαδηλώσεις» τα οποία οδήγησαν σε 2 απώλειες και 4 περιστατικά στην κατηγορία «εξεγέρσεις» (“riots”) που οδήγησαν σε 1 απώλεια.[14]

Σύμφωνα με την βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης 01/11/25), στη Διοικητική Περιοχή Benaadir, της Σομαλίας, όπου ανήκει η Mogadishu, καταγράφηκαν 488 περιστατικά πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 274 θάνατοι.[15] Ο πληθυσμός της Mogadishu εκτιμάται περί τα 2,3 εκατομμύρια κατοίκων [16]. Της περιοχής Benadir, περί των 2,8 εκατομμυρίων κατοίκων[17].

Αποτιμώντας τα επί τούτου δεδομένα που παραθέτω πιο πάνω σχετικά με την κατάστσαη ασφαλείας στην Μογκαντίσου είναι κατάληξη μου ότι δεν δεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του εκεί κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθώς, παρότι καταγράφονται περιστατικά ασφαλείας σχετικά υψηλής έντασης, με αδιάκριτη βία, κυρίως προερχόμενης από την Al Shabaab, αλλά και εκ των συγκρούσεων κυβερνητικών ή φίλιων δυνάμεων με την οργάνωση αυτή, τα οποία δημιουργούν βεβαίως ενδεχομένως κινδύνους για τον τοπικό πληθυσμό, εντούτοις, δεδομένου ότι δεν μπορώ να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος του περί διώξεως του ιδίου και της οικογένειας του, δεν υφίσταται, θεωρώ, κίνδυνος στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, κατ’ εφαρμογή και της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[18].

Σημειώνω επί των ως άνω και τα εξής.

Σχετικώς με την εφαρμογή του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, στην απόφαση ΔΕΕ C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/09, σκέψη 35-39, λέχθηκαν τα εξής καθοδηγητικά:

«35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»

Στην πιο πρόσφατη σχετική απόφαση του ΔΕΕ στη C-901/19, CF and DN, ημ.10/06/21, διευκρινίστηκαν τα εξής διαφωτιστικά:

«39. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, επιβάλλεται προκαταρκτικώς η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 56 των προτάσεών του, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 έννοια της «σοβαρής και προσωπικής απειλής» κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος επικουρική προστασία πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως.

40. Επομένως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται «σοβαρή και προσωπική απειλή», κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, απαιτείται να ληφθούν υπόψη σφαιρικά όλες οι σχετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως δε εκείνες που χαρακτηρίζουν την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος.

[…]

43. Ειδικότερα, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 56 και 59 των προτάσεών του, μπορούν επίσης να συνεκτιμηθούν, μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»

Εν προκειμένω, στη βάση και της ως άνω νομολογίας, θα πρέπει να συνυπολογιστεί και να συνεκτιμηθεί ότι ο αιτητής είναι νεαρός (20 ετών σήμερα), υγιής, με οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής του (αδελφός/θεία), χωρίς άλλα στοιχεία ευαλωτότητας, τα οποία δεικνύουν θεωρώ ότι δεν συντρέχουν εδώ τα απαραίτητα προσωπικά στοιχεία που θα επέτειναν τον κίνδυνο για τον αιτητή. Εφόσον λοιπόν, παρότι ασκείται αδιάκριτη βία, τα επίπεδα και η ένταση της δεν είναι τέτοια, συγκριτικά και με τον πληθυσμό της περιοχής, που θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι δεν απαιτείται πρόσθετο προσωπικό στοιχείο (που εδώ δεν εντοπίζεται), καταλήγω ότι ο αιτητής δεν αναμένεται, σε περίπτωση επιστροφής του στη Μογκαντίσου, να υποστεί «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής [του] ακεραιότητας», ως ορίζεται από το αρ.19 (2) (γ) του Νόμου και εξηγείται στη νομολογία που παραθέτω πιο πάνω.

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα. Δεδομένου δε του ότι δεν έχω εντοπίσει κάποιον άλλο κίνδυνο για τον αιτητή θεωρώ ότι τυχόν επιστροφή του στη χώρα καταγωγής δεν είναι αντίθετη με την αρχή της μη επαναπροώθησης.

Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι η (ενήλικη) αδελφή του διαμένει σήμερα στη Δημοκρατία ως αναγνωρισμένη πρόσφυγας δεν σημαίνει αυτομάτως την υπαγωγή του αιτητή σε τέτοιο καθεστώς. Ως αναφέρεται στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδ. 2011/95/ΕΕ)», σελ.109, «[η] ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) δεν προβλέπει αυτόματο παράγωγο καθεστώς». Άλλωστε, ως και στην απόφαση του ΔΕΕ στη C652/16, Ahmedbekova, ημ.04/10/18, σκέψη 50, αναφέρεται, «η αίτηση διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή απλώς και μόνον επειδή ένα μέλος της οικογένειας του αιτούντος έχει βάσιμο φόβο δίωξης ή αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εντούτοις, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 32 των προτάσεών του, τέτοιες απειλές σε βάρος μέλους της οικογένειας του αιτούντος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτών αντιμετωπίζει ο ίδιος, λόγω του οικογενειακού δεσμού με το απειλούμενο πρόσωπο, απειλή δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Συναφώς, όπως επισημαίνεται με την αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2011/95, τα μέλη της οικογένειας ενός απειλούμενου προσώπου κατά κανόνα κινδυνεύουν επίσης να βρεθούν σε ευάλωτη θέση.». Σε κάθε δε περίπτωση ουδέν ετέθη ενώπιον μου σε σχέση με τους ισχυρισμούς της αδελφής του.

Τα ως άνω σφραγίζουν την τύχη της παρούσης.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[2] Amnesty International, "The State of the World's Human Rights; Somalia 2023", 24.4.2024, https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/somalia/report-somalia/

[3] RULAC, Non-international armed conflict in Somalia, 10 November 2022, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-somalia

[4] UNSG, Situation in Somalia, S/2022/101, 8 February 2022, https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_2022_101.pdf , para. 19; EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): COI Query Somalia: Security situation update [Q13-2023], 25 April 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2092138/2023_04_EUAA_COI_Query_Response_Q13_Somalia_Security_Situation.pdf 

[5] UN Security Council, Report of the Panel of Experts on Somalia, S/2022/754, 10 October 2022, para. 8 in EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): COI Query Somalia: Security situation update [Q13-2023], 25 April 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2092138/2023_04_EUAA_COI_Query_Response_Q13_Somalia_Security_Situation.pdf p. 24

[6] ACLED, ‘What’s next for the fight against al Shaabab’, 4 September 2024, https://acleddata.com/2024/09/04/whats-next-for-the-fight-against-al-shabaab-in-kenya-and-somalia-august-2024/

[7] UN Security Council: Report of the Panel of Experts pursuant to resolution 2713 (2023) submitted in accordance with resolution 2713 (2023) [S/2024/748], 28 October 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2117749/n2426838.pdf 

[8] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Somalia 2023, 24 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107967.html

[9] EUAA, Somalia Actors, Country of Origin Information, July 2021, available at: https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_07_EASO_COI_Report_Somalia_Actors.pdf σελ. 45–50

[10] EUAA, Somalia Targeted Profiles, September 2021, p. 72, διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/en/file/local/2060580/2021_09_EASO_COI_Report_Somalia_Targeted_profiles.pdf 

[11] EUAA, Somalia Targeted Profiles, September 2021, p. 74, διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/en/file/local/2060580/2021_09_EASO_COI_Report_Somalia_Targeted_profiles.pdf  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/07/2024)

[13] EUAA, Country Guidance: Somalia, August 2023, https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-somalia-august-2023 p.170-173

[14] ACLED EXPLORER,  με στοιχεία ανάλυσης ως εξήςΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 13/12/2023 - 16/12/2024,  ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa -Somalia  – Banaadir), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[15] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Egypt, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/11/2025).

[16] City Population, Somalia, Benaadir, https://www.citypopulation.de/en/somalia/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/11/2025).

[17] IPC, Nearly 8.3 million people across Somalia face Crisis (IPC Phase 3) or worse acute food insecurity outcomes [Table], 13 December 2022, https://fews.net/sites/default/files/documents/reports/Multi-Partner%20Technical%20Release%20on%20Updated%20IPC%20Analysis%20for%20Somalia%20for%20October%202022%20to%20June%202023%20Final%20%28English%29%20%20-%2013%20Dec%202022.pdf , p. 4 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/11/2025).

[18] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο