ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.2527/23
25 Νοεμβρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Α. Μ.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Κα Λ. Γιάγκου για Ε. Χατζηγιάννη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Κος Ρ. Ευαγγέλου – μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Ελληνικά σε Αγγλικά και αντίστροφα
Κα S. Mohamed – μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Σομαλικά σε Αγγλικά και αντίστροφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία κοινοποιήθηκε στις 21/07/23 με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση και προκύπτει από τον Διοικητικό Φάκελο που κατατέθηκε στα πλαίσια των Διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Σομαλία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 26/10/21 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 10/11/21 (ερ.1-3, 39).
Στις 08/02/23 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στου οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.32-39). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε Έκθεση και στις 03/07/23 αποφασίστηκε να μην παραχωρηθεί διεθνής προστασία στον αιτητή (ερ.96-111). Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 19/06/23 και του μεταφράστηκε στην μητρική του γλώσσα (ερ.112).
Η αίτηση αποτελείται από χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ.1 επί του οποίου δεν καταγράφονται νομικοί λόγοι και χωρίς έκθεση γεγονότων. Αυτό που αναφέρει ο αιτητής είναι ότι επιθυμεί να προσβάλει την επίδικη απόφαση καθότι «δεν [έχει] γονείς […] δεν υπάρχει κυβέρνηση [στη Σομαλία], όπως επίσης υγεία και εκπαίδευση».
Ενόψει της μη συμπερίληψης οποιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) προχωρώ «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας» (βλ. και Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Στα πλαίσια της επίδικης αίτησης (ερ.15) ο αιτητής ανέφερε ότι διέμενε με την μητέρα του, η οποία δκοτώθηκε από την Al Shabaab το 2017, και μετά με τη θεία του, όταν μέλη τη οργάνωσης Al Shabaab του ήθελαν ο αιτητής να κατασκοπεύει γι’ αυτούς. Όταν ο πατέρας του, ο οποίος διαμένει στο Η.Β. από τον καιρό που είχε χωρίσει με την μητέρα του αιτητή, έμαθε γι’ αυτό έκανε διευθετήσεις με τη θεία του αιτητή προκείμενου να φύγει από τη χώρα (ο αιτητής).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής ο αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από την Μογκαντίσου και είχε τελευταίο τόπο διαμονής το Hilwa district, στην Mogadishu, όπου μετακόμισε στη θεία του αφού δεν είχε πλέον κάποιον στην προηγούμενη γειτονιά του. Ανήκει στην κάστα (“clan”) “Shanshi”,είναι μουσουλμάνος, δεν έχει πάει σχολείο λόγω του ότι, ως ανέφερε, ζούσαν σε άσχημες συνθήκες διαβίωσης και η μητέρα του πωλούσε τσάι για να μπορεί να του παρέχει φαγητό (ερυθρά 36 – 2X του παραρτήματος 2). Ως ανέφερε, ένας γείτονας πήγαινε στο σπίτι του και του μάθαινε πως να διαβάζει και να γράφει καθώς και το Κοράνι, δεν έχει εργαστεί ποτέ στη χώρα του, αλλά πήγαινε κάποιες φορές στα τζαμιά και γυάλιζε παπούτσια. Έχει έναν μικρότερο αδελφό 14 ετών (κατά τη συνέντευξη), ο οποίος διαμένει με τη θεία του στο ίδιο μέρος που διέμενε ο αιτητής, ο πατέρας του διαμένει στο Η. Β., δεν έχει όμως καλή επικοινωνία μαζί του, η δε μητέρα του έχει αποβιώσει. Όσον αφορά τον θάνατο της μητέρας του αναφέρει ότι η ίδια πωλούσε τσάι στους αστυνομικούς στην Μογκαντίσου, όταν μέλη της Al Shabaab την απείλησαν πως θα τη σκοτώσουν αν δεν σταματήσει και, αφού συνέχισε να πουλά τσάι, τη σκότωσαν.
Στην ελεύθερη αφήγηση του ο αιτητής ανέφερε πως στον τόπο διαμονής του υπάρχουν πολλά μέλη της οργάνωσης Al Shabaab, ο ίδιος δεν θα είχε καλή ζωή στη Σομαλία λόγω της οικογενειακής του κατάστασης και του μορφωτικού του επιπέδου και ανέφερε ότι η Al Shabaab στρατολογεί άτομα της ηλικίας του.
Ερωτώμενος σχετικά ανέφερε ότι μέλη της Al Shabaab τον προσέγγισαν περί τα τέλη του 2018 με αρχές του 2019 όταν διέμενε στην Hilwa, συνήθως όταν έπαιζε έξω, αλλά δεν θυμάται ακριβώς πόσες φορές. Σε διευκρινιστική ερώτηση για το πως γνώριζε ότι ήταν μέλη της Al Shabaab ανέφερε πως το κατάλαβε από τις ερωτήσεις που του έκαναν και το ότι δεν προσέγγιζαν μόνο τον ίδιο. Σε νερώτηση για το λόγο που δεν έφυγε νωρίτερα από τη χώρα καταγωγής του, ανέφερε ότι είχε μιλήσει στη θεία του για τα άνω περιστατικά και τον συμβούλεψε να μην βγαίνει έξω από το σπίτι, ενώ ταυτόχρονα ειδοποίησε τον πατέρα του για να μεταβεί μαζί του στο Η. Β., ωστόσο τελικά ήρθε στην Κύπρο. Ο αιτητής ανέφερε επίσης, ότι από το περιστατικό του 2019 κι έπειτα δεν τον προσέγγισε κάποιος καθότι ο ίδιος, ως ανέφερε, έμενε μέσα στην οικία του. Σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ο ίδιος δήλωσε ότι δεν αποτελεί ασφαλές μέρος.
Κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν και αξιολόγησαν τους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.
Ο 1ος αφορά τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, ήτοι χώρα καταγωγής, το προφίλ και τον τόπο διαμονής του (Μογκαντίσου), και έγινε δεκτός.
Ο 2ος ισχυρισμός αφορά την επικρατούσα γενικά κατάσταση ασφαλείας στη Σομαλία και ειδικότερα στον τόπο διαμονής του (Hilwa, Mogadishu), ο οποίος, κατόπιν έρευνας που έγινε σε διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά (ΠΧΚ), έγινε ομοίως αποδεκτός.
Ο 3ος ουσιώδης ισχυρισμός αφορούσε τον ισχυριζόμενο φόβο στρατολόγησης του αιτητή από την οργάνωση Al Shabaab.
Επί του ως άνω 3ου ουσιώδους ισχυρισμού κρίθηκε, στα πλαίσια εξέτασης της εσωτερικής συνοχής του εν λόγω ισχυρισμού, ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες και τα λεγόμενα του χαρακτηρίζονται από γενικότητα και ασάφεια. Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, όταν ζητήθηκε απ΄αυτόν να αναφέρει συγκεκριμένα την ημερομηνία προσέγγισης του από την οργάνωση, ο αιτητής απάντησε με αοριστίες, όταν ερωτήθηκε πόσες φορές τον προσέγγισαν απάντησε ότι δεν θυμάται, όταν μετά ερωτήθηκε με ποιο τρόπο προσπάθησαν να τον προσεγγίσουν, είχε αναφέρει – ομοίως - με γενικότητα ότι τον προσέγγισαν καθώς έπαιζε έξω από το σπίτι του και ούτε ήταν σε θέση να εξηγήσει επαρκώς γιατί έφυγε από τη χώρα 2 χρόνια μετά την προσέγγιση που δέχθηκε από την Al Shabaab. Στα πλαίσια εξέτασης της εξωτερικής συνοχής του ως άνω ισχυρισμού εντοπίστηκαν πληροφορίες (ΠΧΚ) εκ των οποίων, παρότι επιβεβαιώνεται ότι η πρακτική εξαναγκαστικής στρατολόγησης παιδιών γίνεται από την Al Shabaab, τα όσα ανέφερε ο αιτητής δεν συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες για τις μεθόδους και τις πρακτικές που μετέρχεται η οργάνωση σε σχέση μ’ αυτό. Συνεπεία των ως άνω ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Ενόψει των ανωτέρω ευρημάτων τους κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Μογκαντίσου), σε συνάρτηση με το προφίλ του, ως αυτό έγινε αποδεκτό, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης και η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη, εκδόθηκε δε απόφαση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του.
Στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης ο αιτητής κατ’ ουσία επαναλαμβάνει τα όσα είχε αναφέρει κατά την επίδικη αίτηση και κατά τις διευκρινήσεις πρόσθεσε ότι λόγω της κακής κατάστασης ασφαλείας στη Σομαλία, της κακής κατάστασης του εκπαιδευτικού αλλά και του συστήματος υγείας «δεν υπάρχει μέλλον για [αυτόν] στη χώρα [του]».
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, ορθή επί της ουσίας αυτής, ελήφθη στα πλαίσια ορθής και επιμελούς διαδικασίας, και, με αναφορές στα ευρήματα αξιοπιστίας του αιτητή και στην τελική τους κατάληξη, αναφέρουν ότι είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και τα επιμέρους ευρήματα τους είναι εύλογα και ορθά.
Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.
Δεδομένου εδώ ότι ο 1ος και 2ος ουσιώδης ισχυρισμός του αιτητή έγινε αποδεκτός προέχει η αξιολόγηση της αξιοπιστίας του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού του, ο οποίος απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ειδικώς σε περιπτώσεις ανήλικων, στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ. 142, αναφέρεται ότι «[κ]ατά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας στην περίπτωση ανήλικων αιτούντων (439), είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται διαφοροποιημένη προσέγγιση τόσο σε σχέση με τα προσωπικά (υποκειμενικά) αποδεικτικά στοιχεία που τους αφορούν όσο και σε σχέση με τον τρόπο αλληλεπίδρασης των στοιχείων αυτών με πληροφοριακά (αντικειμενικά) αποδεικτικά στοιχεία, για παράδειγμα, σχετικά με τις συνθήκες της χώρας.».
Περαιτέρω, στις σελ.151-153 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα κάτωθι:
«Προκειμένου να είναι ρεαλιστικές οι προσδοκίες σχετικά με την ικανότητα των ανήλικων αιτούντων να ανακαλούν γεγονότα του παρελθόντος και να απαντούν σε ερωτήσεις, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητός ο τρόπος λειτουργίας της μνήμης των ανηλίκων. Η μνήμη εξαρτάται από το στάδιο ανάπτυξης και την ωριμότητα του ανηλίκου. Επομένως, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του, ένας ανήλικος ενδέχεται να αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες όσον αφορά την αντίληψη του χρόνου και τον υπολογισμό του κινδύνου (478).
[…]
Οι ατομικές και ευρύτερες περιστάσεις του παιδιού, όπως το στάδιο ανάπτυξης και η προσωπική του ικανότητα, θα πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά όταν χρησιμοποιούνται «συνήθεις» δείκτες αξιοπιστίας.
- Επαρκώς λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες: Τα παιδιά αφηγούνται συνήθως τις ιστορίες τους με λιγότερες λεπτομέρειες από ό,τι οι ενήλικες. Παρότι μπορεί να είναι σε θέση να δώσουν λεπτομέρειες, χρειάζονται περισσότερη στήριξη για να τις περιγράψουν. Τα παιδιά μπορεί επίσης να επικεντρώνονται σε πολύ διαφορετικά ζητήματα και να έχουν διαφορετικά ενδιαφέροντα από τους ενήλικες και τούτο θα επηρεάσει τα στοιχεία για τα οποία μπορούν να παράσχουν τις περισσότερες λεπτομέρειες.
- Γενικά, η εσωτερική συνέπεια έχει περιορισμένη αξία, ως δείκτης αξιοπιστίας, στην περίπτωση των παιδιών. Επιπλέον όλων των γενικών στρεβλώσεων της μνήμης που συνεπάγονται φυσιολογικές ανακολουθίες, συχνά τα παιδιά επηρεάζονται ειδικότερα από την υποβολιμότητα των ερωτήσεων, τις στρεβλωτικές συνέπειες της έλλειψης εμπιστοσύνης και τις αναπτυξιακές μεταβολές της μνήμης (ιδίως στους εφήβους).
- Εξωτερική συνέπεια: Οι δηλώσεις του παιδιού θα πρέπει να συγκρίνονται πολύ προσεκτικά με τις πληροφορίες για τη χώρα ή τις μαρτυρίες ενηλίκων. Συχνά τα παιδιά δεν γνωρίζουν ορισμένες σημαντικές πληροφορίες για τη χώρα, την κοινότητά τους κ.λπ. λόγω περιορισμένης εκπαίδευσης, έλλειψης ειδικού ενδιαφέροντος ή του αναπτυξιακού σταδίου στο οποίο βρίσκονται (483).
Ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν την προσέγγιση που περιγράφεται στο Εγχειρίδιο της UNHCR, το οποίο αναφέρει σχετικά με την εκτίμηση της αξιοπιστίας ότι «αν η αφήγηση του αιτούντος φαίνεται αξιόπιστη, η περίπτωσή του πρέπει, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για το αντίθετο, να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας» (484). H UNHCR αναγνωρίζει επίσης ότι η εκτίμηση της αξιοπιστίας ενός ανήλικου «διέπεται από φιλελεύθερη εφαρμογή της αρχής “του ευεργετήματος της αμφιβολίας”» (485). Σε όλα τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από την εφαρμογή ή μη της προσέγγισης αυτής, κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του ανηλίκου πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η ηλικία και ο βαθμός ευαισθησίας.»
Στις Κατευθυντήριες Οδηγίες [1] για Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών, της UNHCR, σημειώνεται σχετικώς τα εξής:
«4. Η υιοθέτηση ευαισθητοποιημένης στις ανάγκες των παιδιών ερμηνείας της Σύμβασης του 1951 δεν σημαίνει ότι τα παιδιά αιτούντες άσυλο δικαιούνται αυτομάτως να αναγνωριστούν πρόσφυγες. Το παιδί που αιτείται άσυλο οφείλει να αποδείξει ότι διατρέχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων. Η ηλικία, όπως και το φύλο, ασκούν καθοριστική επιρροή στον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα4.
[…]
Για την προσήκουσα εφαρμογή των κριτηρίων υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα, εκτός από την ηλικία, επιβάλλεται να συνεκτιμώνται το επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού, οι γνώσεις και / ή οι αναμνήσεις του από τη χώρα καταγωγής του καθώς και το καθεστώς του ως ευάλωτου προσώπου6.
[…]
72. Δεν μπορεί να αναμένεται από τα παιδιά να εκφράσουν τις εμπειρίες τους όπως οι ενήλικες. Μπορεί να δυσκολεύονται να εξωτερικεύσουν το φόβο τους για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένων των τραυματικών εμπειριών που έχουν βιώσει, των οδηγιών των γονέων τους, της έλλειψης παιδείας, του φόβου που τους αποπνέουν οι κρατικές αρχές ή πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εξουσίας, των «κατασκευασμένων» καταθέσεων των διακινητών ή του φόβου των αντιποίνων. Μπορεί να είναι πολύ μικρά ή ανώριμα για να αξιολογήσουν ποιες είναι οι σημαντικές πληροφορίες ή για να ερμηνεύσουν ό, τι έχουν αντιληφθεί ή βιώσει με τρόπο που μπορεί να κατανοήσει ένας ενήλικας. Μερικά παιδιά μπορεί να παραλείπουν ή να παρανοούν/διαστρεβλώνουν ζωτικής σημασίας πληροφορίες ή να αδυνατούν να διακρίνουν μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Μπορεί επίσης να δυσκολεύονται να κατανοήσουν αφηρημένες έννοιες, όπως είναι ο χρόνος ή η απόσταση. Έτσι, ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ψέμα στην περίπτωση ενός ενήλικα δεν είναι απαραίτητο να είναι ψέμα στην περίπτωση ενός παιδιού. Επομένως, για την ακριβοδίκαιη αξιολόγηση της αξιοπιστίας και της σημασίας των ισχυρισμών του παιδιού έχει ιδιαίτερη σημασία η εξειδικευμένη και κατάλληλη κατάρτιση των κριτών των αιτημάτων ασύλου141. Τούτο μπορεί να απαιτεί τη διεξαγωγή συνεντεύξεων με τα παιδιά εκτός επίσημων σχημάτων, με τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων, ή την παρακολούθηση των παιδιών και την επικοινωνία μαζί τους σε περιβάλλον όπου αισθάνονται ασφαλή, για παράδειγμα, σε ένα κέντρο υποδοχής.
73. Παρότι στις περιπτώσεις των ενηλίκων το βάρος της απόδειξης μοιράζεται συνήθως ανάμεσα στον αιτούντα άσυλο και στον εξεταστή, ενδέχεται ο κριτής του αιτήματος ασύλου ενός παιδιού, ειδικά εάν είναι ασυνόδευτο, να υποχρεωθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς που αυτό προβάλει 142. Αν δεν είναι εφικτή η επαλήθευση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και / ή το παιδί αδυνατεί να εκφράσει ολοκληρωμένα τον ισχυρισμό του για το φόβο δίωξης που διατρέχει, ο κριτής του αιτήματος ασύλου οφείλει να αποφασίσει λαμβάνοντας υπόψη όλες τις γνωστές περιστάσεις, εφαρμόζοντας ενδεχομένως με πνεύμα φιλελεύθερο το ευεργέτημα της»
Σημειώνω εδώ ότι η παράθεση ανωτέρω κατευθυντήριων γραμμών που αφορούν αιτητές ανήλικους γίνεται καθώς θα πρέπει βεβαίως να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω, το γεγονός ότι, παρά την στο μεταξύ ενηλικίωση του αιτητή, αυτός ήταν ανήλικος κατά τον χρόνο που αυτός τοποθετεί τα γεγονότα που εξιστόρησε αλλά και κατά τη συνέντευξη.
Εν προκειμένω, διερχόμενος με προσοχή του πρακτικού της συνέντευξης αλλά και της επίδικης έκθεσης, αποδέχομαι – ως ήταν και η κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση - ότι εδώ εντοπίζονται πολλές και καίριες ελλείψεις εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών σχετικά με όσα ανέφερε ο αιτητής περί προσέγγισης του από μέλη της Al Shabaab προκειμένου να τον στρατολογήσουν, χωρίς τελικά να αναφέρεται πότε ακριβώς έγινε αυτός, πόσες φορές, τι ακριβώς του ειπώθηκε, πως, πόσα ήταν τα άτομα που τον προσέγγισαν και γιατί τελικά ο αιτητής έφυγε από τη χώρα 2 χρόνια μετά που τον προσέγγισαν για πρώτη φορά, ενώ εν τω μεταξύ, ως ο ίδιος αναφέρει, οι προσεγγίσεις συνεχίζονταν. Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου, σε συμφωνία με τους καθ’ ων η αίτηση, ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του διατηρεί χρονική συνέχεια και συνέπεια και άπαντα τα λεγόμενα του σχετικά με τον ισχυρισμό στερούνται κάθε ψήγματος βιωματικής λεπτομέρειας ή και στοιχείου, τα οποία θεωρώ ότι αποτελούν επινοήματα του ιδίου, προκειμένου να συνδέσει το αφήγημα του με περιστατικά που λαμβάνουν χώρα στη χώρα καταγωγής. Δεν έχω λοιπόν τίποτε να προσθέσω στα όσα λεπτομερώς και με πολλές αναφορές στα λεγόμενα του αιτητή καταγράφονται σχετικά στα ερ.103-104, πέραν όσων πιο πάνω σημειώνω.
Προς τα ως άνω συνυπολογίζω εν προκειμένω το ότι, παρά την ανηλικότητα του κατά τον χρόνο που συνέβησαν τα όσα ισχυρίστηκε, ο αιτητής ήταν ηλικίας περί των 17 ½ ετών κατά τη συνέντευξη. Δεν μπορεί λοιπόν θεωρώ να αποδοθούν οι ελλείψεις, τα κενά και οι ασάφειες του αφηγήματος του αιτητή στην ανηλικότητα του, δεδομένου και του ότι δεν προκύπτει εκ του πρακτικού της επίδικης συνέντευξης, να στερείται της ικανότητας να παραθέσει τους ισχυρισμούς και να αποκριθεί στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν και λαμβανομένου υπόψη ότι οι όποιες ελλείψεις έχουν εντοπιστεί στο αφήγημα του θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από ένα άτομο της ηλικίας του να έχει συγκρατήσει, έστω ορισμένες, λεπτομέρειες αναφορικά με όσα ανέφερε.
Παρότι η παντελής έλλειψη εσωτερικής συνοχής ενδεχομένως να αρκούσε εν προκειμένω για την απόρριψη του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, εντούτοις, για σκοπούς πληρότητας της παρούσης, παραθέτω τις πιο κάτω ΠΧΚ σχετικά.
Πρόσφατη έκθεση της EUAA, Country Guidance: Somalia, June 2022, αναφέρεται ότι αναγκαστική στρατολόγηση παιδιών από την Al Shabaab λαμβάνει χώρα κυρίως στην ύπαιθρο, σε περιοχές υπό τον έλεγχο και επιρροή της οργάνωσης, χωρίς να αποκλείεται η στρατολόγηση σε αστικά κέντρα όπως η Mogadishu, και αφορά, πέραν των ένοπλων, και διοικητικό προσωπικό:
«Recruitment by Al-Shabaab originally took place in urban centres. Since Al-Shabaab lost territory in the urban centres in 2012 and 2015, recruitment has begun in rural areas. It has been reported that Al-Shabaab increased their strength of active fighters, from an estimated 2 000 – 3 000 in 2017 to 5 000 – 7 000 in 2020. Although Al-Shabaab predominantly recruits from territories under its control, there have also been reports of recruitment from government-controlled areas, especially Mogadishu. Recruitment outside Al-Shabaab’s own territory frequently involves aspects of coercion. Forced recruitment has also been reported in areas controlled by the group.
[…]
Recruitment includes both men and women and takes place among all age groups. The purpose of recruitment is influenced by age, gender, educational background, and prior professions. Al-Shabaab not only recruits fighters but also administrative staff, financiers, logistics personnel, judges, teachers, and health workers. It also relies on supporters and sympathisers. Informants are recruited in areas not under the control of Al-Shabaab. The organisation can rely on a very strong intelligence network in Mogadishu, where informants can be ordinary students, people in office, in the security forces, etc.» [2]
Στην έκθεση του EASO «of origin information report - Somalia: Targeted profiles»[3], Σεπτεμβρίου 2021, σημειώνεται ότι, με αναφορά και στην έκθεση του Finnish Immigration Service, Somalia: Fact-finding mission to Mogadishu, ότι η αναγκαστική στρατολόγηση παιδιών και νέων λαμβάνει χώρα αλλά στην πρωτεύουσα είναι «σχεδόν ανύπαρκτη», βασιζόμενη - σε αστικά κέντρα – κυρίως σε εκβιασμούς για εξασφάλιση πληροφοριών για αξιωματούχους της κυβέρνησης. Στην ίδια έκθεση, βάση αναφορών του Ο.Η.Ε. και άλλων πηγών, καταγράφεται ότι ο ρυθμός αναγκαστικής στρατολόγησης παιδιών και νέων, στο σύνολο της επικράτειας της Σομαλίας, κυμαίνεται (2020 - 2021) περί τα 1000 παιδιά κατ’ έτος και αφορά κυρίως αγροτικές περιοχές (Middle Jubba, Lower Shabelle και Bay), που βρίσκονται υπό τον ενεργό έλεγχο της και εστιάζεται σε παιδιά σχολικής ηλικίας, τα οποία έχουν διέλθει από το εκπαιδευτικό σύστημα της οργάνωσης, πράγμα το οποίο αυξάνει την αφοσίωση τους:
«Three sources indicated to DIS that forced recruitment ‘does take place in areas fully controlled by al-Shabaab but it will most often be in relation to big operations or during and after attacks when al-Shabaab is in need of people for logistics or to replace lost fighters.’100
[…]
According to a 2018 report by Marchal, forced recruitment (and brainwashing) is not strategically used by AS. It is rather practised in limited ways or in particular situations.104 Forced recruitment has been reported to be ‘almost non-existent’ in Mogadishu, though it occurs in other parts of the country.105
As an example for coercive strategies in urban settings not directly under the control of AS it was described that the group may request an office worker in Mogadishu to act as its informant, promising him a financial reward in exchange for crucial information (e.g. on the whereabouts of a high-ranking official), while at the same time threatening to do harm to their children in case of non-compliance.106
[…]
Ingiriis, in his 2020 report, states that AS has resorted to recruiting local children due to decreasing numbers of non-Somali fighters, for example from USA, Europe, Afghanistan,111 joining its ranks.112 According to a 2018 Hiraal Institute report, most persons recruited by AS since 2011 have been children ‘who have gone through the AS education system, which greatly increases their loyalty to the group.’113
The United Nations reported that between January and June 2020, 535 children were recruited, some of them as young as 13, with Al-Shabaab being responsible for 402 (or over 75 %) of the cases. The largest numbers of such incidents were documented in Middle Jubba (121), Lower Shabelle (98) and Bay (87).114 As indicated in the UN Secretary-General’s reports on the situation in Somalia, 3 898 ‘grave violations’ against children were verified between early February 2020 and early May 2021, of which between 58.6 % and 74.3 % were attributed to AS. The instances of ‘grave violations’ against children included the recruitment and use of 1 615 children.115 Children recruited by AS have been used in combat, including as human shields116 and suicide bombers, or to plant explosive devices, as well as in auxiliary roles, ‘such as carrying ammunition, water, and food; removing injured and dead militants; gathering intelligence; and serving as guards.’117 For further details see EASO’s COI report Somalia: Actors, published in July 2021.118»
Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της Σομαλίας είναι σήμερα περί τα 19 εκατομμύρια και της Mogadishu περί τα 2,5 εκατομμύρια κατοίκων. [4]
Εκ των ως άνω θα πρέπει να γίνει δεκτό, σε συμφωνία και πάλι με τους καθ’ ων η αίτηση ότι, παρότι αναγκαστική στρατολόγηση παιδιών από την Al Shabaab λαμβάνει χώρα στη Σομαλία, και μάλιστα ενδεχομένως σε μεγάλη κλίμακα, αυτή γίνεται σε περιοχές οι οποίες βρίσκονται υπό τον έλεγχο της οργάνωσης, που δεν είναι η Μογκαντίσου, και οι μέθοδοι της διαφέρουν από τα όσα ανέφερε ο αιτητής.
Δεδομένης λοιπόν εδώ της καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητής, ως ανωτέρω – με αναφορές και στην επίδικη έκθεση – λεπτομερώς εξηγείται, δεν μπορεί να υπερκερασθεί από το ότι – ως γενικές πληροφορίες - επιβεβαιώνεται ότι αναγκαστική στρατολόγηση από την Al Shabaab γίνεται, δεδομένης της ουσιώδης διάστασης μεταξύ των όσων ο αιτητής αναφέρει και των διαθέσιμων επ’ αυτού ΠΧΚ, ως αμέσως πιο πάνω αναφέρω. Ως εξάλλου στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.97, αναφέρεται «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.» Επίσης, στη σελ.131 τονίζεται σχετικώς ότι «[η] γενικευμένη προσβασιμότητα πολλών πηγών ΠΧΚ, μέσω του διαδικτύου ή άλλων μέσων ενημέρωσης, συνεπάγεται την ανάγκη οι δικαστικοί λειτουργοί να έχουν υπόψη τους την πιθανότητα ορισμένες αιτήσεις διεθνούς προστασίας να έχουν καταρτιστεί κατά τρόπο ώστε να είναι συνεπείς με τις συναφείς ΠΧΚ.»
Σημειώνω και τα εξής σχετικά με του γεγονός ότι ο αιτητής υπήρξε κατά την υποβολή της επίδικης αίτησης ασυνόδευτος ανήλικος, έχει δε ενηλικιωθεί λίγο μετά την έκδοση της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης, στις 13/05/23, προτού καταχωρηθεί η παρούσα προσφυγή.
Στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στη C-517/17, Milkiyas Addis, ημ.16/07/20, ECLI:EU:C:2020:579, αναφέρεται ότι οι κανόνες που σχετίζονται με την επάρκεια και την μέθοδο διεξαγωγής της συνέντευξης και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που θα πρέπει να απολαμβάνει ένας αιτητής, αναλόγως των αναγκών που προκύπτουν κατά περίπτωση, «σκοπό έχουν να διασφαλίσουν ότι ο αιτών κλήθηκε να παράσχει, σε συνεργασία με την υπεύθυνη για τη συνέντευξη αρχή, όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση του […] βασίμου της αίτησής του για παροχή διεθνούς προστασίας, γεγονός που προσδίδει στη συνέντευξη αυτή […] πρωταρχική σημασία κατά τη διαδικασία εξέτασης της εν λόγω αίτησης» (σκέψη 70) και πως απαιτείται «από τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται κατά τρόπο κατάλληλο για παιδιά.» (σκέψη 65). Προσθέτω εδώ ότι, σύμφωνα με το αρ.9 του Νόμου, οι καθ’ ων η αίτηση λαμβάνουν κατά περίπτωση «τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του» και πως «οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται με τρόπο κατάλληλο για παιδιά».
Ενόψει και της ως άνω σχετικής με τα επίδικα εδώ ζητήματα νομολογίας, είναι κατάληξη μου ότι κατά την επίδικη συνέντευξη δόθηκε δεόντως η «δυνατότητα να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αίτησής του». Περαιτέρω, στην παρουσία εκπρόσωπου από το Γραφείο Ευημερίας του δόθηκαν σαφείς και πλήρεις εξηγήσεις επί της διαδικασίας (ερ.38), οι οποίες θεωρώ επαρκούν, σε συνάρτηση και με δεδομένο ότι δεν υπάρχει σημείο στη συνέντευξη εκ του οποίου να δύναται να συναχθεί ότι ο αιτητής στερήθηκε της ευκαιρίας να αναφέρει όσα επιθυμούσε ή ότι αυτός αντιμετώπιζε οιανδήποτε δυσκολία ή δυσχέρεια να αντιληφθεί τα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν ή να αποκριθεί με ακρίβεια και εύλογη επάρκεια κατά τη συνέντευξη. Συνεπώς ο τρόπος που η επίδικη συνέντευξη διεξήχθη δεν θέτουν εν αμφιβόλω ότι εν προκειμένω λήφθηκαν όλα τα απαραίτητα μέτρα προς διασφάλιση του ότι θα συλλεγούν κατά τη συνέντευξη «όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση του […] βασίμου της αίτησής […] διεθνούς προστασίας» (Milkiyas, ανωτέρω).
Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι τα όσα επί του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού του αναφέρει ο αιτητής δεν μπορούν αν γίνουν αποδεκτά.
Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου απομένει μια αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Μογκαντίσου).
Όσον αφορά ειδικότερα την Mogadishu, σχετικές πληροφορίες αναφέρουν τα εξής.
«Ενώ […] κατοικείται από άτομα από όλες τις φυλές της Σομαλίας καθώς και από μειονότητες, κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από την οικογενειακή φυλή Hawiye που ελέγχει 15 περιοχές και απολαμβάνει οφέλη, όπως τοπικά φορολογικά έσοδα, συμβάσεις και θέσεις εργασίας. Ο σημαντικός αριθμός των εκτοπισμένων έχει συμβάλει στην ετερογενή εθνοτική σύνθεση της πόλης, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι οι Digil-Mirifle και Somali Bantus. […] Το Mogadishu ελέγχεται κανονικά από τους οργανισμούς ασφαλείας της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης της Σομαλίας (FGS) και φιλοξενεί το αρχηγείο της δύναμης African Transitional Mission in Somalia (ATMIS). Την ίδια στιγμή, η Al-Shabaab έχει διεισδύσει σε μεγάλο βαθμό στον κρατικό μηχανισμό και ασκεί τις δραστηριότητές της στην πόλη, συμπεριλαμβανομένης της είσπραξης φόρων και τρομοκρατικών επιθέσεων. Η κατάσταση ασφαλείας στο Mogadishu χαρακτηρίζεται από τη σύρραξη μεταξύ της Al-Shabaab και των φορέων κατά της Al-Shabaab. Αναφέρεται ότι οι διάφορες ομοσπονδιακές, τοπικές και περιφερειακές δυνάμεις ασφαλείας που βρίσκονται στο Mogadishu συχνά συγκρούονται μεταξύ τους. Γενικά απαντούν στις αρχές της φυλής παρά σε μια κυβερνητική αλυσίδα διοίκησης. […] Η Al-Shabaab δεν ελέγχει άμεσα καμία περιοχή στο Mogadishu, όπου δεν είχε εμφανή παρουσία εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Ωστόσο, ενεργώντας ως ένα δίκτυο, με πράκτορες κρυμμένους ανάμεσα στον πληθυσμό, έχει διατηρήσει την ικανότητα να πραγματοποιεί επιθέσεις και στοχευμένες δολοφονίες. Η Al-Shabaab συμμετείχε στο 74% των επεισοδίων στο Benadir μεταξύ 1ης Ιουλίου 2021 και 30 Νοεμβρίου 2022. Μετά την έναρξη της επίθεσης υπό την ηγεσία της κυβέρνησης κατά της Al-Shabaab τον Αύγουστο του 2022, η ομάδα φέρεται να αναδιατάχθηκε στο Benadir και στο Lower Shabelle. Αριθμός φυλετικών και ιδιωτικών πολιτοφυλακών είναι παρόν και κινητοποιούνται εύκολα στο Mogadishu. [...] Οι πολιτοφυλακές των φυλών και οι δυνάμεις προστασίας ήταν η κύρια πηγή προστασίας για τους κατοίκους. Αυτές οι πολιτοφυλακές αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από τους Hawiye, παράγοντας που ενισχύει την τοπική τους κυριαρχία.».[5]
Ειδικότερα, από τα δεδομένα για τα περιστατικά βίας που καταγράφηκαν στο Mogadishu, αναφέρεται ότι, «Το ACLED κατέγραψε 898 περιστατικά ασφαλείας (κατά μέσο όρο 12,2 περιστατικά ασφαλείας την εβδομάδα) στην περιοχή Benadir μεταξύ 1ης Ιουλίου 2021 και 30 Νοεμβρίου 2022, κατατάσσοντας την περιοχή δεύτερη ως προς τον υψηλότερο αριθμό περιστατικών ασφαλείας μετά το Lower Shabelle. Από αυτά τα περιστατικά, 559 κωδικοποιήθηκαν ως ‘μάχες’, 159 ως ‘εκρήξεις / βία εξ αποστάσεως’ και 180 ως ‘βία κατά αμάχων’. Την περίοδο από την 1η Δεκεμβρίου 2022 έως τις 14 Απριλίου 2023, καταγράφηκαν 264 περιστατικά ασφαλείας στο Benadir που αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο 13,8 περιστατικά ασφαλείας την εβδομάδα. Από αυτά τα περιστατικά, τα 136 κωδικοποιήθηκαν ως ‘μάχες’. […] Στους 17 μήνες μεταξύ Ιουλίου 2021 και Νοεμβρίου 2022, το ACLED κατέγραψε συνολικά 901 θανάτους στην περιοχή. Στους 4,5 μήνες από τον Δεκέμβριο του 2022 έως τα μέσα Απριλίου 2023, το ACLED κατέγραψε συνολικά 213 θανάτους στην περιοχή. Σε σύγκριση με τα στοιχεία για τον πληθυσμό της περιοχής από το 2021, αυτό αντιπροσωπεύει περίπου 42 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους για ολόκληρη την περίοδο αναφοράς.».[6]
Σχετικά με το ενδεχόμενο επιστροφής του αιτητή στην Μογκαντίσου, στην ίδια με την ως άνω έκθεση της EUAA αναφέρονται τα εξής.
«Εξετάζοντας τους δείκτες, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ‘παρουσία και μόνο’ στην περιοχή δεν θα αρκούσε για να διαπιστωθεί πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης σύμφωνα με το Άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ στην περιοχή Benadir/Mogadishu. Ωστόσο, η αδιάκριτη βία φθάνει σε υψηλό επίπεδο και, κατά συνέπεια, απαιτείται ένα χαμηλότερο επίπεδο εξατομικευμένων στοιχείων προκειμένου να υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι να πιστεύεται ότι ένας άμαχος, που θα επιστρέψει στην περιοχή, θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την έννοια του Άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.».[7]
Στην ίδια έκθεση της EUAA, καταγράφεται ότι η Mogadishu διαθέτει διεθνές αεροδρόμιο, στο οποίο «πραγματοποιούνται τόσο διεθνείς όσο και εσωτερικές πτήσεις» και «βρίσκεται περίπου 1,6 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης» και «[έχουν] καταγραφεί επιθέσεις με όλμους που εξαπέλυσε η Al Shabaab κατά του συγκροτήματος του αεροδρομίου.», ενώ «[τον] Μάρτιο του 2022, η ομάδα μπόρεσε να διεισδύσει στη ζώνη του αεροδρομίου για να πραγματοποιήσει επίθεση εσωτερικά.».[8] Επιπλέον σημειώνεται ότι, «[αρκετές] εκατοντάδες σημεία ελέγχου στο Mogadishu επανδρωμένα από δυνάμεις ασφαλείας είχαν σκοπό να διασφαλίσουν την ασφάλεια στην πόλη. Πολίτες ανέφεραν φόβο να περάσουν από σημεία ελέγχου λόγω διεφθαρμένων αστυνομικών ή τον κίνδυνο τρομοκρατικών βομβιστικών επιθέσεων. Έχουν επίσης αναφερθεί βίαια περιστατικά σε σημεία ελέγχου που προκάλεσαν θανάτους και παρενοχλήσεις από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και Ασφάλειας (NISA) ή άλλους φορείς ασφαλείας. Τα οδοφράγματα συνέχισαν να παρουσιάζουν μια ‘επαναλαμβανόμενη πρόκληση ασφαλείας’ το 2021 - 2022.».[9]
Σε άλλη πρόσφατη πηγή, όσον αφορά την Mogadishu, καταγράφεται ότι «[η] ασφάλεια στο Mogadishu βελτιώθηκε σημαντικά το 2023 λόγω των επιθέσεων της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης της Σομαλίας (FGS) που απώθησε την al-Shabaab από περιοχές που γειτνιάζουν με την πρωτεύουσα, όπως η Hirshabelle. Ωστόσο, η πόλη συνέχισε να αντιμετωπίζει προκλήσεις σχετικά με ζητήματα ασφαλείας. Τον Ιανουάριο [2023], μαχητές της al-Shabaab επιτέθηκαν στα κεντρικά γραφεία της περιφερειακής διοίκησης του Banadir, πυροδοτώντας μια βόμβα και εξαπολύοντας επίθεση. Η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα την τραγική απώλεια τουλάχιστον πέντε αμάχων ενώ τραυματίστηκαν άλλοι 16. Τον Απρίλιο [2023], εκδόθηκε οδηγία που απαγορεύει τη μεταφορά βαρέων όπλων δημοσίως και τη χρήση βαρέως οπλισμένων στρατιωτικών οχημάτων στο Mogadishu. Αυτή η απόφαση αποκάλυψε μια διαφοροποιημένη προσέγγιση για την εθνική ασφάλεια, η οποία περιελάβανε την προώθηση ενός αισθήματος ασφάλειας και ομαλότητας εντός της πρωτεύουσας με τον περιορισμό της επίδειξης τέτοιων όπλων, παρά τις συνεχιζόμενες απειλές από την al-Shabaab. Ωστόσο, η επιβολή αυτής της απαγόρευσης αντιμετώπισε προκλήσεις. Ο αρχηγός της αστυνομίας του Banadir […] κατηγόρησε τους πολιτικούς ότι αγνόησαν την οδηγία. […] Οι κυβερνητικές προσπάθειες για ειρήνευση της πόλης συνεχίστηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του 2023. Τον Σεπτέμβριο [του 2023], οι δυνάμεις ασφαλείας εγκαθίδρυσαν νυχτερινές περιπολίες και επιχειρήσεις, καθώς οι κλοπές από νεαρούς είχαν γίνει πρόβλημα σε ορισμένα σημεία της πόλης. Η κυβέρνηση ανέπτυξε επίσης μια νέα μονάδα στρατιωτικής αστυνομίας, επιφορτισμένη με την αντιμετώπιση της απειλής που θέτει η al-Shabaab, αλλά και την αντιμετώπιση της απειλής από συμμορίες νεαρών […]. Αυτές οι συμμορίες τρομοκρατούσαν τους κατοίκους μέσω ληστειών, εκβιασμών και πράξεων βίας.».[10]
Σύμφωνα με την βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης 01/11/25), στη Διοικητική Περιοχή Benaadir, της Σομαλίας, όπου ανήκει η Mogadishu, καταγράφηκαν 488 περιστατικά πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 274 θάνατοι.[11] Ο πληθυσμός της Mogadishu εκτιμάται περί τα 2,3 εκατομμύρια κατοίκων [12]. Της περιοχής Benadir, περί των 2,8 εκατομμυρίων κατοίκων[13].
Στο εγχειρίδιο της EUAA Country Guidance: Somalia [14], August 2023, αναφέρεται ότι, παρότι η Al Shabaab έχει απωλέσει προ δεκαετίας τον άμεσο έλεγχο των περιοχών της πρωτεύουσας, διατηρεί την δυνατότητα να πραγματοποιεί επιθέσεις και δολοφονίες και η δράση της ευθύνεται για τα ¾ των περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή για μέρος του 2021 και σχεδόν το σύνολο του 2022. Για το ίδιο χρονικό διάστημα έχουν καταγραφεί στην περιοχή 898 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 901 θάνατοι. Εκ των παρατιθέμενων στο εν λόγω εγχειρίδιο περιστατικών ασφαλείας καθίσταται σαφές ότι στην Μογκαντίσου εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα τυφλές επιθέσεις, με συχνά και πολλά θύματα αμάχων και η κατάσταση χαρακτηρίζεται από αδιακρίτως ασκούμενη βία υψηλής έντασης, με αποτέλεσμα –στη βάση της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας – να απαιτούνται λιγότερα προσωπικά στοιχεία προκειμένω να συναχθεί σχετικός κίνδυνος για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα αμάχου εκ της παρουσίας του στην περιοχή.
Αποτιμώντας τα πιο πάνω δεδομένα είναι κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει με την επιστροφή του στην Μογκαντίσου κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθώς, παρότι καταγράφονται περιστατικά ασφαλείας σχετικά υψηλής έντασης, με αδιάκριτη βία, κυρίως προερχόμενης από την Al Shabaab, αλλά και εκ των συγκρούσεων κυβερνητικών δυνάμεων με την οργάνωση αυτή, τα οποία δημιουργούν βεβαίως ενδεχομένως κινδύνους για τον τοπικό πληθυσμό, εντούτοις, δεδομένου ότι δεν μπορώ να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος του, δεν υφίσταται, θεωρώ, κίνδυνος στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, κατ’ εφαρμογή και της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[15].
Σημειώνω επί των ως άνω και τα εξής.
Σχετικώς με την εφαρμογή του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, στην απόφαση ΔΕΕ C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/09, σκέψη 35-39, λέχθηκαν τα εξής καθοδηγητικά:
«35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»
Στην πιο πρόσφατη σχετική απόφαση του ΔΕΕ στη C-901/19, CF and DN, ημ.10/06/21, διευκρινίστηκαν τα εξής διαφωτιστικά:
«39. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, επιβάλλεται προκαταρκτικώς η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 56 των προτάσεών του, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 έννοια της «σοβαρής και προσωπικής απειλής» κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος επικουρική προστασία πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως.
40. Επομένως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται «σοβαρή και προσωπική απειλή», κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, απαιτείται να ληφθούν υπόψη σφαιρικά όλες οι σχετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως δε εκείνες που χαρακτηρίζουν την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος.
[…]
43. Ειδικότερα, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 56 και 59 των προτάσεών του, μπορούν επίσης να συνεκτιμηθούν, μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
Εν προκειμένω, στη βάση και της ως άνω νομολογίας, θα πρέπει να συνυπολογιστεί και να συνεκτιμηθεί ότι ο αιτητής διαθέτει οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής (θεία και αδελφός, ο οποίος θα πρέπει να έχει ενηλικιωθεί), με τους οποίους διατηρεί επικοινωνία (ερ.34), δεν έχει, δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος του επί τούτου, υποστεί προσωπική στοχοποίηση από την Al Shabaab, είναι 20 ετών σήμερα, υγιής, χωρίς άλλα στοιχεία ευαλωτότητας, εκ των οποίων καταδεικνύεται θεωρώ ότι δεν συντρέχουν εδώ τα απαραίτητα προσωπικά στοιχεία που θα επέτειναν τον κίνδυνο για τον αιτητή. Εφόσον λοιπόν – ως ανωτέρω εξηγώ – παρότι ασκείται αδιάκριτη βία, τα επίπεδα και η ένταση της δεν είναι τέτοια, συγκριτικά και με τον πληθυσμό της περιοχής, που θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι δεν απαιτείται πρόσθετο προσωπικό στοιχείο (που εδώ δεν εντοπίζεται), καταλήγω ότι ο αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής [του] ακεραιότητας», ως ορίζεται από το αρ.19 (2) (γ) του Νόμου και την οικεία νομολογία που παραθέτω πιο πάνω.
Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα. Δεδομένου δε του ότι δεν έχω εντοπίσει κάποιον άλλο κίνδυνο για τον αιτητή θεωρώ ότι τυχόν επιστροφή του στη χώρα καταγωγής δεν είναι αντίθετη με την αρχή της μη επαναπροώθησης.
Τα ως άνω σφραγίζουν την τύχη της παρούσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] https://www.unhcr.org/gr/wp-content/uploads/sites/10/2017/05/children-Asylum-Seekers-UNHCR-2009.pdf
[2] EUAA, Country Guidance: Somalia, June 2022, p.83, 84
[3] https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2021_09_EASO_COI_Report_Somalia_Targeted_profiles.pdf
[5] Ibid. (βλ. ενότητα ‘Common analysis – 4. Subsidiary protection – 4.3. Article 15(c) QD: indiscriminate violence in situations of armed conflict – 4.3.4. Indiscriminate violence – Benadir/Mogadishu’ – σελ. 170-171, Last update: August 2023)
[6] Ibid. (βλ. ενότητα ‘Common analysis – 4. Subsidiary protection – 4.3. Article 15(c) QD: indiscriminate violence in situations of armed conflict – 4.3.4. Indiscriminate violence – Benadir/Mogadishu – Incidents: data / Fatalities among civilians and non-civilians’ – σελ. 172, Last update: August 2023)
[7] Ibid. (βλ. σχετική κατάληξη στην σελ. 173)
[8] Ibid. (βλ. ενότητα ‘Common analysis – 6. Internal protection alternative – 6.4. Travel and admittance’ – σελ. 216)
[9] Ibid. (βλ. ενότητα ‘Common analysis – 6. Internal protection alternative – 6.4. Travel and admittance’ – σελ. 216-217)
[10] Heritage Institute, Stare of Somalia – 2023 Report (Year in review), May 2024, https://8v90f1.p3cdn1.secureserver.net/wp-content/uploads/2024/05/SOS-REPORT-2023-.pdf (βλ. ενότητα ‘3. Banadir’ – σελ. 13-14) [
[11] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Egypt, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/11/2025).
[12] City Population, Somalia, Benaadir, https://www.citypopulation.de/en/somalia/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/11/2025).
[13] IPC, Nearly 8.3 million people across Somalia face Crisis (IPC Phase 3) or worse acute food insecurity outcomes [Table], 13 December 2022, https://fews.net/sites/default/files/documents/reports/Multi-Partner%20Technical%20Release%20on%20Updated%20IPC%20Analysis%20for%20Somalia%20for%20October%202022%20to%20June%202023%20Final%20%28English%29%20%20-%2013%20Dec%202022.pdf , p. 4 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/11/2025).
[14] EUAA, Country Guidance: Somalia, August 2023, https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-somalia-august-2023 p.169-173
[15] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο