ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.327/23
27 Νοεμβρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
F. S.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Α. Ξυψιτή, Δικηγόρος για Αιτήτρια
Κα Θ. Παπανικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την τροποποιημένη προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν με επιστολή ημ.27/01/23, δια της οποίας απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια είναι υπήκοος Γουινέας, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων τον Σεπτέμβριο 2022 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 17/10/19 (ερ.1-3, 14-16, 40).
Στις 13/09/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία, όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.35-54). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε Έκθεση και στις 29/11/22 το αίτημα για διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.66-74).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε διά χειρός στις 27/01/23 και της μεταφράστηκε σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.75, 16).
Επί της επίδικης αιτήσεως ασύλου η αιτήτρια καταγράφει ότι η μητέρα της απεβίωσε πριν από τον αναγκαστικό γάμο της αιτήτριας, η ίδια έφυγε από το σχολείο για να παντρευτεί και η γυναίκα του πατέρα της δεν είναι καλή και λέει ότι δεν μπορεί η αιτήτρια και η κόρη της να μείνει στο σπίτι της αν δεν υποβάλλονταν σε ακρωτηριασμό γυναικείων γεννητικών οργάνων (στο εξής FGM).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε στην Ακτή Ελεφαντοστού από πατέρα που καταγόταν από τη Γουινέα και μητέρα που καταγόταν από την Ακτή Ελεφαντοστού και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Γουινέα (έχει διαβατήριο Γουινέας – ερ.34), είναι διαζευγμένη, δεν κατάφερε να πάει σχολείο, μιλάει αγγλικά, γαλλικά και λίγα αραβικά. Στη χώρα καταγωγής της – ως ανέφερε - δεν εργάστηκε, όμως, όταν πήγε στη Σαουδική Αραβία εργάστηκε για όσο διάστημα διέμεινε εκεί ως καθαρίστρια και εργαζόταν και σε κουζίνες. Από τη γέννησή της έως και το 2002 η αιτήτρια διέμενε στην Ακτή Ελεφαντοστού και το 2002 μετακόμισε στη Γουινέα. Από εκεί το 2013 μετακόμισε στη Σαουδική Αραβία όπου εργάστηκε μέχρι και το 2017. Το 2009 επέστρεψε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Ακτή Ελεφαντοστού για να γεννήσει την κόρη της και ύστερα από τη Σαουδική Αραβία το 2017 επέστρεψε στην Γουινέα, όπου διέμεινε μέχρι που αναχώρησε από τη χώρα. Η αιτήτρια έχει μια κόρη, οι βιολογικοί της γονείς έχουν αποβιώσει, η ίδια διέμενε με τη μητριά της και τον σύζυγό της, και έχει μικρότερο αδελφό, ο οποίος, μαζί με την κόρη της αιτήτριας, διαμένουν στην Ακτή Ελεφαντοστού, σε μια κοντινή φίλη της βιολογικής της μητέρας. Αναφορικά με την υγεία της δήλωσε ότι δεν έχει κάποιο πρόβλημα υγείας και δεν λαμβάνει κάποια αγωγή.
Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι σημαντικός λόγος αποτέλεσε το γεγονός ότι η μητριά της απαιτούσε η αιτήτρια και η κόρη της να προβούν σε FGM, με την πρόφαση ότι αν δεν κάνει, η μητριά της θα την θεωρεί ως «αγόρι» και δεν θα της επιτρέπεται η είσοδος και η διαμονή στο σπίτι τους. Η αιτήτρια λόγω του φόβου που βίωνε τόσο για την ίδια όσο και για τη 13χρονη κόρη της, καθώς δεν επιθυμούσε να προβεί ούτε η ίδια ούτε η κόρη της σε FGM, αποφάσισε να φύγει από τη χώρα καταγωγής της και να έρθει στη Δημοκρατία.
Κατά τα λεγόμενα της η αιτήτρια δεν είχε καλές σχέσεις με τη μητριά της εξαιτίας της άρνησής της να προβεί εκείνη και η κόρη της σε FGM. Η αιτήτρια ανέφερε ότι όταν ήταν μικρή και της ζητήθηκε να προβεί σε FGM, το ανέφερε στην μητέρα της και της ξεκαθάρισε πως δεν ήθελε να προχωρήσει με αυτό και ισχυρίζεται ότι η μητέρα της την κατάλαβε και της επέτρεψε να μην προβεί σε FGM, σε αντίθεση με τη μητριά της, όπου, όταν αρνήθηκε η αιτήτρια να προβεί σε FGM εκείνη και η κόρη της, δημιουργήθηκαν προβλήματα. Σε ερωτήσεις που ακολούθησαν σχετικά με την κόρη της η αιτήτρια ανέφερε ότι όταν ήταν 19-20 ετών αναγκάστηκε να παντρευτεί και έτσι απέκτησε την κόρη της. Η αιτήτρια τόνισε ότι ο γάμος με τον σύζυγό της διήρκησε λιγότερο από ένα χρόνο και μετά αποφάσισε να ξεφύγει από την περιοχή Lola, όπου διέμενε στη Γουινέα, και έφτασε στο Abijan με τη βοήθεια ενός οδηγού, όντας έγκυος, και ο γάμος θεωρήθηκε ότι λύθηκε. Ερωτώμενη η αιτήτρια ανέφερε ότι η διαδικασία του FGM κρίνεται υποχρεωτική στη Γουινέα, σε κάθε ηλικία, και στην περίπτωση που μία γυναίκα δεν έχει προβεί σε FGM στοχοποιείται. Τέλος ανέφερε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει γιατί εκείνη και η κόρη της θα κινδυνέψουν να βιώσουν FGM και θα βρίσκονται σε κίνδυνο.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η αιτήτρια εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Ταυτότητα, προφίλ, χώρα ιθαγενείας και τόπο διαμονής της αιτήτριας
2. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τη Γουινέα επειδή η μητριά της ήθελε να υποβάλει αυτή και την κόρη της σε ακρωτηριασμό γυναικείων γεννητικών οργάνων
Εκ των ως άνω ισχυρισμών έγινε αποδεκτός ο 1ος, ο δε 2ος απορρίφθηκε.
Συγκεκριμένα, επί του ως άνω 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, ως κρίθηκε, η αιτήτρια δεν υπήρξε λεπτομερής και συγκεκριμένη στα λεγόμενά της, αφού, μεταξύ άλλων, παρά το ότι στην αρχή της συνέντευξής της υποστήριξε ότι όταν ήταν σε μικρότερη ηλικία και ζούσε με τη μητέρα της και κινδύνεψε να υποστεί FGM, ωστόσο το συζήτησε με τη μητέρα της και εκείνη σεβάστηκε την άρνησή της στο FGM, χωρίς όμως να είναι σε θέση να δώσει πληροφορίες σχετικά με την ηλικία που βρισκόταν τότε. Ερωτηθείσα η αιτήτρια αναφορικά με το αν το FGM κρίνεται αναγκαίο και απαραίτητο στη Γουινέα στην αρχή υποστήριξε ότι βρίσκεται στην ευχέρεια της κάθε γυναίκας αν θα προβεί ή όχι, καθώς υπάρχουν αρκετές απόψεις γύρω από το εν λόγω θέμα, ενώ σε ερώτηση λίγο αργότερα στη συνέντευξή της τόνισε ότι το FGM πραγματοποιείται στη Γουινέα σε κάθε ηλικία και αν δεν έχεις προβεί σε αυτό τότε μπορεί να στοχοποιηθείς, δηλώσεις οι οποίες κρίθηκαν αντιφατικές. Επίσης, ως κρίθηκε, σε ερώτηση που της τέθηκε για το εν λόγω ζήτημα, η αιτήτρια ανέφερε ότι FGM μπορεί να πραγματοποιηθεί σε όλες τις ηλικίες και συνήθως προβαίνουν και σε μία γιορτή πριν την εν λόγω πράξη, χωρίς τελικά να αναφέρει περαιτέρω λεπτομέρειες σε σχέση μ’ αυτό, ισχυριζόμενη ότι η μητριά της, δεδομένου ότι η αιτήτρια δεν είχε προβεί σε FGM, τη θεωρούσε «αγόρι» και δεν της επέτρεπε να φάει μαζί τους. Σε ερώτηση σχετικά με τον λόγο που επέτρεπε στην μητριά της όλα αυτά και γιατί αυτή – σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η αιτήτρια - είχε τον έλεγχο της ζωής της, δεδομένου και του ότι η αιτήτρια ήταν 34 ετών (κατά τη συνέντευξη – 31 όταν έφυγε από τη χώρα καταγωγής), είχε μία κόρη 13 ετών και ήταν – βάσει των λεγομένων της - οικονομικά ανεξάρτητη, επί του οποίου, ως κρίθηκε, η αιτήτρια δεν απάντησε ευλογοφανώς και δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει την κατάσταση επαρκώς.
Επίσης δεν κρίθηκε ευλογοφανής και σαφής αναφορικά με τα λεγόμενά της σε σχέση με το ταξίδι που κανόνισε η μητριά της προς το χωριό για να υποβάλει την αιτήτρια σε FGM, όπου η αιτήτρια ανέφερε ασαφώς και αντιφατικώς ότι γνώριζε για το εν λόγω ταξίδι, αφού, ως ανέφερε, το είχαν συζητήσει με τη μητριά της και αποδέχτηκε να την ακολουθήσει εκεί, παρότι δεν ήθελε να υποβληθεί σε FGM.
Σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού εντοπίστηκε, μετά από έρευνα, σε διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ) ότι η νομοθεσία της Γουινέας απαγορεύει το FGM καθ’ οιονδήποτε τρόπο και ότι περαιτέρω, ομοίως δια της νομοθεσίας, ποινικοποιείται η βία εναντίον των παιδιών και γίνεται ειδική αναφορά στο FGM. Επομένως, ως κρίθηκε, παρά το γεγονός ότι οι πληροφορίες φαίνεται να επιβεβαιώνουν έμμεσα την αληθοφάνεια των δηλώσεων της αιτήτριας, δεδομένου του γεγονότος ότι το FGM, απαγορεύεται δια νόμου και τηρείται ως επί το πλείστο σε μικρότερες ηλικίες, η εσωτερική αξιοπιστία των όσων ανέφερε η αιτήτρια δεν στοιχειοθετείται, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι δηλώσεις της στερούνταν λεπτομερειών και ήταν μη ευλογοφανείς.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού της αιτήτριας, κατόπιν έρευνας για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής της (Κονάκρι), αξιολογώντας και συνυπολογίζοντας ότι αυτή πρόκειται για ενήλικη, υγιή γυναίκα, που, παρότι δεν έλαβε μόρφωση, υπήρξε αυτάρκης οικονομικά, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής.
Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της.
Κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος της αιτήτριας απέσυρε ρητά τους λοιπούς νομικούς ισχυρισμούς προωθώντας εν τέλει μόνο τον ισχυρισμό περί μη δέουσας έρευνας κατά τη λήψη και μη επαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης.
Οι καθ' ων η αίτηση αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν άπαντες οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας αυτής, ζητώντας γι’ αυτό απόρριψη της προσφυγής.
Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ενόψει και κατ’ εφαρμογή και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του φακέλου, των λεγομένων της αιτήτριας κατά την επίδικη αίτηση καθώς και των προωθούμενων ισχυρισμών της στα πλαίσια της παρούσης, είναι κατάληξη μου ότι συμφωνώ πλήρως και σε όλη τους την έκταση με τα ευρήματα και την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτά λεπτομερώς και ενδελεχώς αναφέρονται στα ερ.69-70, ως και ανωτέρω στα πλαίσια της παρούσης καταγράφονται, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω. Ως προκύπτει από μια ανάγνωση του πρακτικού της επίδικης συνέντευξης, το σύνολο του αφηγήματος της αιτήτριας βρίθει κενών και ασαφειών, σε κανένα δε σημείο των λεγομένων της, τόσο σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό άσχημη συμπεριφορά που δέχθηκε από την μητριά της όσο και αναφορικά με την ισχυριζόμενη πίεση που δεχόταν απ’ αυτήν προκειμένου η ίδια και η κόρη της να υποβληθούν σε FGM, δεν ήταν σε θέση η αιτήτρια να παραθέσει, ούτε κατ’ ελάχιστο, το παραμικρό ψήγμα βιωματικής λεπτομέρειας ή στοιχείο. Τα όσα η αιτήτρια παρέθεσε στερούνταν χρονικής συνέχειας και λογικής συνέπειας, αλλά και κάθε στοιχείου που εύλογα αναμενόταν να είναι σε θέση να παραθέσει η αιτήτρια. Ενδεικτικά σημειώνω ότι παρέμεινε γενική σχετικά με την κακομεταχείριση που κατ’ ισχυρισμό υπέστη από την μητριά της, αναφέροντας ότι τη χτυπούσε, ουδεμία λεπτομέρεια έδωσε για το κατ’ ισχυρισμό ταξίδι στο χωριό της μητριάς της, όπου θα υποβαλλόταν σε FGM και πως ξέφυγε ως αναφέρει απ’ αυτό και δεν εξήγησε τελικά γιατί δεν μπορούσε να φύγει από το σπίτι της μητριάς της, εφόσον – σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της – ήταν οικονομικά αυτάρκης και δεν περιοριζόταν φυσικά.
Αναφορικά με την εξωτερική συνοχή των ισχυρισμών της αιτήτριας, πέραν των όσων οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν και αξιολόγησαν, παραθέτω τα εξής, τα οποία κατατείνουν στα ίδια συμπεράσματα.
Σε έκθεση του Immigration and Refugee Board of Canada (January 2018)[1], αναφέρονται τα εξής σε σχέση με το ζήτημα FGM, την επικράτηση της πρακτικής στην κοινωνία της Γουινέας και τις επιπτώσεις μη υποβολής μιας γυναίκας στην πρακτική αυτή:
«Η Έρευνα Πολλαπλών Δεικτών του 2016 (MICS 2016) της Δημοκρατίας της Γουινέας, με την υποστήριξη της UNICEF, αναφέρει ότι το 2016, το 96,8 τοις εκατό των γυναικών της Γουινέας ηλικίας 15 έως 49 ετών αποκόπηκαν από κάποια μορφή ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων (Γουινέα Ιούλιος 2017, 272). Η ίδια πηγή αναφέρει ότι το 2016, το 98,7 τοις εκατό των γυναικών της Γουινέας ηλικίας 45 έως 49 ετών και το 94,5 τοις εκατό των γυναικών ηλικίας 15 έως 19 ετών αποκόπηκαν με μια μορφή ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων (Γουινέα Ιούλιος 2017, 272). Σύμφωνα με την ίδια πηγή, το 2016, το 98,6 τοις εκατό των γυναικών στην Κάτω Γουινέα, το 99,1 τοις εκατό των γυναικών στη Μέση Γουινέα, το 98,1 τοις εκατό στην Άνω Γουινέα και το 92,0 τοις εκατό των γυναικών στη Δασική Περιοχή της Γουινέας είχαν υποβληθεί σε κάποια μορφή ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων (Γουινέα Ιούλιος 2017, 272). Η ίδια πηγή αναφέρει ότι η έρευνα πεδίου διεξήχθη από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο του 2016 και ότι από τις 10.245 γυναίκες που πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης, οι 9.663 ερωτήθηκαν στο πλαίσιο της μελέτης (Γουινέα Ιούλιος 2017, iv).
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, το 2016, το 45,3 τοις εκατό των νεαρών κοριτσιών ηλικίας 0 έως 14 ετών υποβλήθηκαν σε κάποια μορφή ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων, το οποίο αναλύεται στο 10,4 τοις εκατό των κοριτσιών ηλικίας 0 έως 4 ετών, στο 53,4 τοις εκατό των κοριτσιών ηλικίας 5 έως 9 ετών και στο 85,3 τοις εκατό των κοριτσιών ηλικίας 10 έως 14 ετών (Γουινέα Ιούλιος 2017, 274). Η ίδια πηγή σημειώνει ότι τα δεδομένα σχετικά με τον επιπολασμό του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων μεταξύ των κοριτσιών ηλικίας 0 έως 14 ετών δείχνουν εάν τα κορίτσια αποκόπηκαν όταν συλλέχθηκαν τα δεδομένα και όχι εάν κινδύνευαν να αφαιρεθούν κάποια στιγμή στο μέλλον (Γουινέα Ιούλιος 2017, 273).
[…]
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η κυβέρνηση της Γουινέας αύξησε τις προσπάθειές της για την καταπολέμηση του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων το 2016 με την υποστήριξη θρησκευτικών ηγετών (ΗΠΑ 3 Μαρτίου 2017, 20). Μαζί με τη UNICEF, το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Πληθυσμό, ΜΚΟ, μέλη δικτύων της κοινωνίας των πολιτών, τα μέσα ενημέρωσης και πολλά υπουργεία, η αστυνομία εργάστηκε για την εφαρμογή του νόμου που απαγορεύει τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων (ΗΠΑ 3 Μαρτίου 2017, 20). Η ίδια πηγή αναφέρει ότι η κυβέρνηση έχει κάνει αρκετές δηλώσεις κατά της πρακτικής του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων (ΗΠΑ 3 Μαρτίου 2017, 20). Δεν κατέστη δυνατό να βρεθούν επιβεβαιωτικές πληροφορίες μεταξύ των πηγών που συμβουλεύτηκε η Διεύθυνση Έρευνας εντός των χρονικών περιορισμών της παρούσας απάντησης.
[…]
Ο Δρ Barry δήλωσε ότι παρόλο που υπάρχει κοινωνική πίεση και στίγμα, οι γυναίκες που αρνούνται την εκτομή δεν κινδυνεύουν από βία, απαγωγή ή αναγκαστική εκτομή (21 Δεκεμβρίου 2017). Δεν κατέστη δυνατό να βρεθούν επιβεβαιωτικές πληροφορίες μεταξύ των πηγών που συμβουλεύτηκε η Διεύθυνση Έρευνας εντός των χρονικών περιορισμών της παρούσας απάντησης.
Η έκθεση της Ύπατης Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ αναφέρει ότι, σύμφωνα με νέους της Γουινέας που ερωτήθηκαν σχετικά με τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων, οι συνέπειες της μη αποκοπής περιλαμβάνουν κοινωνικό στιγματισμό, άρνηση του δικαιώματος λόγου, απαγόρευση συμμετοχής σε εθιμικές τελετές, [μετάφραση] «ασέβεια, κοροϊδία, προσβολές και προσβλητικά σχόλια» και την αποξένωση των γυναικείων ομάδων ή ενώσεων (ΟΗΕ Απρ. 2016, 19). Σύμφωνα με την ίδια πηγή, [μετάφραση] «σε κάθε κοινότητα της Γουινέας, το να πεις ότι μια γυναίκα δεν αποκόπτεται είναι άτιμο και σοβαρή προσβολή» (ΟΗΕ Απρ. 2016, 19).
[…]
Οι εκθέσεις ανά χώρα για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για το 2016 από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ αναφέρουν ότι, σε δύο δίκες που σχετίζονται με τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων το 2016, οι δικαστές επέβαλαν μόνο ελαφριές ποινές σε καταδικασθέντες δράστες (ΗΠΑ 3 Μαρτίου 2017, 19). Σύμφωνα με τη μελέτη του 2017 που διεξήχθη από τον Δρ Barry σχετικά με τον επιπολασμό του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων, έχουν απαγγελθεί κατηγορίες σε σχέση με την πρακτική του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων από το 2014 και τα δικαστήρια εξέδωσαν ετυμηγορίες ότι [η μετάφραση] «ήταν ως επί το πλείστον ποινές με αναστολή και... ασήμαντα πρόστιμα» (Barry 31 Οκτωβρίου 2017). Στην τηλεφωνική συνέντευξη του Δεκεμβρίου 2017, ο Δρ Barry δήλωσε ότι, ενώ υπήρξαν κάποιες «συμβολικές» δοκιμές που σχετίζονται με την πρακτική του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων στη Γουινέα, δεν είναι σημαντικές (Barry 21 Δεκεμβρίου 2017).
[…]
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η κυβέρνηση της Γουινέας αύξησε τις προσπάθειές της για την καταπολέμηση του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων το 2016 με την υποστήριξη θρησκευτικών ηγετών (ΗΠΑ 3 Μαρτίου 2017, 20). Μαζί με τη UNICEF, το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Πληθυσμό, ΜΚΟ, μέλη δικτύων της κοινωνίας των πολιτών, τα μέσα ενημέρωσης και πολλά υπουργεία, η αστυνομία εργάστηκε για την εφαρμογή του νόμου που απαγορεύει τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων (ΗΠΑ 3 Μαρτίου 2017, 20). Η ίδια πηγή αναφέρει ότι η κυβέρνηση έχει κάνει αρκετές δηλώσεις κατά της πρακτικής του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων (ΗΠΑ 3 Μαρτίου 2017, 20). Δεν κατέστη δυνατό να βρεθούν επιβεβαιωτικές πληροφορίες μεταξύ των πηγών που συμβουλεύτηκε η Διεύθυνση Έρευνας εντός των χρονικών περιορισμών της παρούσας απάντησης.»
Σε πιο πρόσφατη έρευνα του U.S. Department of State (2023)[2] αναφέρονται τα εξής:
«Ακρωτηριασμός/Κοπή των γυναικείων γεννητικών οργάνων (FGM/C): Αν και ο Χάρτης Μετάβασης δεν απαγόρευε ρητά τον FGM/C, παρείχε στα άτομα το δικαίωμα στη σωματική τους ακεραιότητα. Πριν από το 2021, το σύνταγμα και οι νόμοι απαγόρευαν τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων. Η χώρα είχε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό επιπολασμού του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων. Σύμφωνα με έρευνα της UNICEF του 2018, το 94,5 τοις εκατό των γυναικών και των κοριτσιών ηλικίας 15 έως 49 ετών είχαν υποβληθεί στη διαδικασία, η οποία εφαρμόστηκε σε όλη τη χώρα και σε όλες τις θρησκευτικές και εθνοτικές ομάδες.
Ο νόμος προέβλεπε φυλάκιση από πέντε έως 20 χρόνια και πρόστιμο εάν το θύμα τραυματιζόταν σοβαρά ή πέθαινε. εάν το θύμα πέθανε εντός 40 ημερών από τη διαδικασία, η ποινή που προβλέπεται έως ισόβια κάθειρξη ή θάνατο. Ο νόμος προέβλεπε φυλάκιση από τρεις μήνες έως δύο χρόνια και πρόστιμα για τους δράστες που δεν προκάλεσαν σοβαρό τραυματισμό ή θάνατο. Αυτοί οι νόμοι δεν εφαρμόζονταν αποτελεσματικά ούτε τακτικά.
Κατά τη διάρκεια του έτους, η κυβέρνηση εφάρμοσε δράσεις για την καταπολέμηση του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων. Τον Μάρτιο, μέλη του Εθνικού Μεταβατικού Συμβουλίου, του μεταβατικού νομοθετικού σώματος, ζήτησαν εκπαίδευση από τη UNICEF για την αντιμετώπιση του προβλήματος του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων κατά τη σύνταξη του νέου συντάγματος. Τον Ιανουάριο, 37 πράκτορες από ολοκληρωμένες υπηρεσίες (δικαιοσύνη, αστυνομία, χωροφυλακή και υγεία) έλαβαν εκπαίδευση με επίκεντρο την πρόληψη και την παροχή ιατρικής, νομικής, δικαστικής και ψυχοκοινωνικής φροντίδας που σχετίζεται με την έμφυλη βία και τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων. Μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουλίου, 105 κοινότητες από τις περιοχές N'Zérékoré, Mamou, Labé και Faranah δεσμεύτηκαν δημόσια να εγκαταλείψουν τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων και τους γάμους παιδιών στις κοινότητές τους. Οι δεσμεύσεις αυτές συνοδεύονταν από μηχανισμούς παρακολούθησης μετά τη δήλωση. Επιπλέον, στις 4 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση εγκαινίασε επίσημα μια πλατφόρμα για τη συγκέντρωση εθνικών δεδομένων σχετικά με τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων.»
Ενόψει των ως άνω πληροφοριών (ΠΧΚ) δεν θα πρέπει εν προκειμένω να αμφισβητείται ότι το FGM/C είναι πρακτική που εφαρμόζεται σε συντριπτικά ποσοστά του γυναικείου πληθυσμού, κυρίως σε κορίτσια προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Αν ένα κορίτσι δεν υποβληθεί σε FGM και αυτό γίνει γνωστό στον περίγυρο της είναι συχνά τα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού από τον περίγυρο και ενδεχομένως την οικογένεια της αλλά και η πίεση προς αυτή να υποβληθεί στην πρακτική αυτή. Σύμφωνα με πηγή που παρατίθεται πιο πάνω, παρόλο που υπάρχει κοινωνική πίεση και στίγμα, οι γυναίκες που αρνούνται να υποβληθούν σε FGM δεν φαίνεται να κινδυνεύουν από βία, απαγωγή ή αναγκαστική υποβολή τους στην πρακτική αυτή. Η πρακτική αυτή έχει ποινικοποιηθεί προ πολλού, με όμως δεν φαίνεται να εφαρμόζεται συστηματικά η νομοθεσία ή επιβλήθηκαν ήπιες ποινές σε καταδικασθέντες στη βάση αυτής. Πρόσφατα (2023) φαίνεται ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση του περιορισμού του φαινομένου και έχουν προωθηθεί γι’ αυτό δράσεις, μεταξύ των οποίων και δεσμεύσεις τοπικών κοινοτήτων για μη εφαρμογή της πρακτικής και παρακολούθησης της προόδου στο ζήτημα αυτό αλλά και την πρόληψη την εκπαίδευση και παροχή νομικής, ιατρικής και ψυχολογικής υποστήριξης.
Εν προκειμένω, παρά τις ως άνω ΠΧΚ, οι οποίες συνάδουν – μερικώς – με τα λεγόμενα της αιτήτριας, το αφήγημα της δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Τούτο γιατί τα όσα επί τούτου ανέφερε η αιτήτρια βρίθουν κενών, αντιφάσεων, μη ευλογοφανών δηλώσεων, ως πιο πάνω λεπτομερώς εξηγώ, τα οποία διαβρώνουν σημαντικά την εσωτερική συνοχή αυτών που ανέφερε. Είναι δε τέτοιας έκτασης οι ελλείψεις στην εσωτερική συνοχή των όσων η αιτήτρια αναφέρει που, σε συνδυασμό με το ότι – ως εκ των ως άνω ΠΧΚ προκύπτει – η πρακτική FGM επιβάλλεται σε μικρά κορίτσια (η αιτήτρια είναι 37 ετών), το γεγονός ότι η πρακτική τηρείται και σήμερα, δεν είναι αρκετό για να υπερκερασθούν οι ελλείψεις που παρατηρούνται στα λεγόμενα της καθότι, πολύ απλά η συμφωνία με ΠΧΚ κατά τ’ άλλα παντελώς στερούμενων εσωτερικής συνοχής ισχυρισμών δεν αρκεί για να καταστήσει αυτούς αξιόπιστους. Είναι λοιπόν κατάληξη μου, διερχόμενος με προσοχή του επίδικου πρακτικού της συνέντευξης και τον επιμέρους λεγομένων και αποκρίσεων της αιτήτριας, ότι το όλο αφήγημα της αιτήτριας, παρότι κατά τόπους περιέχει αληθείς δηλώσεις, κυρίως αναφορικά με το ιστορικό της, την ύπαρξη της κόρης της, την εργασία της στο εξωτερικό και τον γάμο της, ο οποίος λύθηκε χωρίς προβλήματα σε λιγότερο από ένα έτος, αποτελεί κατ’ ουσία ένα συνονθύλευμα ισχυρισμών που στερούνται, για τους λόγους που εξηγώ ανωτέρω, παντελώς συνοχής και ευλογοφάνειας, οι οποίοι συνιστούν επινόημα της ίδιας, προκειμένου να συνδέσει την αίτηση που υπέβαλε με φαινόμενο (FGM) που ασφαλώς απαντάται (σε υψηλότατα ποσοστά) στη Γουινέα. Προς τούτο προσμετρώ και το ότι, ως η ίδια ανέφερε, η αιτήτρια δεν υπεβλήθη σε αυτή την πρακτική, ούτε όταν ήταν μικρή, που θα ήταν αναμενόμενο, αλλά ούτε και κατόπιν των κατ’ ισχυρισμό πιέσεων από την μητριά της να το πράξει, πράγμα που, πέραν του ότι δεν συνάδει με τις ΠΧΚ σχετικά, διαβρώνει την ευλογοφάνεια των ισχυρισμών της και δεικνύει ότι – στη βάση του αφηγήματος της, όπου ουδέν άλλον δεικνύει η αιτήτρια ως πιθανό φορέα δίωξης της – σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε, δεδομένης της ηλικίας και της οικονομικής της αυτάρκειας, να φύγει από το σπίτι της μητριάς της και να απαλλαγεί από τις κατ’ ισχυρισμό πιέσεις που δεχόταν απ’ αυτήν. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι τα όσα αναφέρει σχετικά με την κόρη της, εφόσον η κόρη της διαμένει σε τρίτη χώρα και είναι ασφαλής, δεν θα μπορούσαν βεβαίως ούτε να εξεταστούν αλλά ούτε και να συνυπολογιστούν στα πλαίσια της παρούσης, παρά μόνο σε συνάρτηση με το προφίλ της ίδιας της αιτήτριας και κατά πόσο αυτό διαφοροποιείται από την ύπαρξη της κόρης της.
Στη βάση τώρα των ενώπιον μου αποδεκτών ισχυρισμών, ήτοι του προφίλ της αιτήτριας, σημειώνω τα εξής.
Σε έκθεση του EUAA (2021)[3] σχετικά με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες των γυναικών στη Γουινέα αναφέρονται τα εξής:
«Η έκθεση USDOS του 2021 σημείωσε ότι, παρόλο που ο νόμος απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω φύλου στις προσλήψεις, η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε αποτελεσματικά αυτή τη διάταξη κατά τη διάρκεια του 2020. Ο νόμος περιορίζει την απασχόληση γυναικών από επαγγέλματα και καθήκοντα που θεωρούνται επικίνδυνα και από βιομηχανίες όπως τα ορυχεία και οι κατασκευές. Ωστόσο, σε έκθεση του 2020 του ιδρύματος Bertelsmann αναφέρεται ότι «οι γυναίκες εκπροσωπούνται σχετικά καλά στο εργατικό δυναμικό» και «αποτελούν σταθερά το 45 % του εργατικού δυναμικού». Σε έκθεση του 2021, η Παγκόσμια Τράπεζα δεν εντόπισε αρνητικές πτυχές σχετικά με ζητήματα όπως «περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία, νόμοι που επηρεάζουν τις αποφάσεις των γυναικών να εργαστούν, περιορισμοί στην ίδρυση και τη λειτουργία επιχείρησης από τις γυναίκες και νόμοι που επηρεάζουν το ύψος της σύνταξης μιας γυναίκας». Ωστόσο, η ίδια πηγή τόνισε επίσης ότι, «όσον αφορά τους νόμους που επηρεάζουν τις αμοιβές των γυναικών, τους περιορισμούς που σχετίζονται με τον γάμο, τους νόμους που επηρεάζουν την εργασία των γυναικών μετά την απόκτηση παιδιών και τις διαφορές μεταξύ των φύλων στην περιουσία και την κληρονομιά, η Γουινέα θα μπορούσε να εξετάσει μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της νομικής ισότητας για τις γυναίκες». Η Παγκόσμια Τράπεζα σημείωσε επίσης ότι οι γυναίκες της Γουινέας που εργάζονται επίσημα κερδίζουν 38% λιγότερο από τους άνδρες. Επιπλέον, οι παντρεμένες γυναίκες που εργάζονται «αντιμετωπίζουν σημαντικό μειονέκτημα αποδοχών. Αυτό μπορεί να αντανακλά νομικούς περιορισμούς που ορίζουν ότι μια γυναίκα δεν μπορεί να βρει δουλειά ή να ασκήσει εμπόριο ή επάγγελμα εάν ο σύζυγός της αντιτίθεται με βάση τα συμφέροντα της οικογένειας».»
Στην ίδια έρευνα αναφέρονται τα εξής σχετικά με τις ανύπαντρες γυναίκες στο Κονάκρι, που είναι ο τόπος διαμονής της αιτήτριας.
«Το 2015 το Συμβούλιο Μετανάστευσης και Προσφύγων του Καναδά (IRB) διεξήγαγε συνέντευξη με τη Διεθνή Ομοσπονδία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (FIDH), η οποία ανέφερε ότι «οι ανύπαντρες γυναίκες στο Κόνακρι δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα, εκτός από την κοινωνική πίεση να παντρευτούν και να λάβουν πολύ μικρή κοινωνική αναγνώριση ως γυναίκες που ζουν μόνες τους». Ωστόσο, «τις περισσότερες φορές μια νεαρή γυναίκα παραμένει με τους γονείς της εάν δεν είναι παντρεμένη», καθώς το να ζει μόνη της θα ήταν «απαράδεκτο για την οικογένειά της, συχνά για λόγους τιμής, και αποδοκιμάζεται από την κοινότητα να ζει μόνη της ως γυναίκα». Η πηγή σημείωσε περαιτέρω ότι μια νεαρή ανύπαντρη γυναίκα που ζει μόνη της θα μπορούσε να χάσει «τις πιθανότητές της να παντρευτεί επειδή μπορεί να θεωρηθεί ως κακή προοπτική: να είναι από κακή οικογένεια ή να είναι πολύ απελευθερωμένη». Επίσης, «οι ανύπαντρες γυναίκες που είναι διαζευγμένες μπορούν να ζήσουν μόνες τους εάν έχουν σταθερά οικονομικά μέσα, αλλά, όπως οι γυναίκες που δεν έχουν παντρευτεί ποτέ, η αποδεκτή πρακτική είναι να ζουν με την οικογένεια.
Η ίδια πηγή πρόσθεσε ότι, «είναι ευκολότερο για μια ανύπαντρη γυναίκα να βρει στέγη εάν έχει επαρκή οικονομικά μέσα», αν και «η υποστήριξη ενός άνδρα μπορεί να διευκολύνει μια ανύπαντρη γυναίκα να αποκτήσει στέγη επειδή ορισμένοι ιδιοκτήτες διστάζουν να τους έχουν ως ενοικιαστές λόγω της κοινωνικής τους θέσης και επειδή τους θεωρούν ότι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους».»
Εκ των ως άνω δεικνύεται ότι γυναίκα που διαβιεί μόνη της στο Κονάκρι, δεδομένου ότι διαθέσιμες πληροφορίες αναφέρουν ότι δεν φαίνεται να στερείται πρόσβασης σε εργασία, βιοπορισμό και στέγαση, δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει κάτι περισσότερο από ήπιο κοινωνικό στίγμα και ενδεχομένως αποδοκιμασίας ή – ίσως – να μειώνει της πιθανότητες της να νυμφευθεί στο μέλλον, λόγω της συντηρητικής κοινωνίας της χώρας.
Ενόψει των ως άνω δεδομένων δεν εντοπίζω εδώ να υφίσταται κίνδυνος η αιτήτρια να υποστεί κατά την επιστροφή στη Γουινέα, ως στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)» (EASO), στις σελ.39-40, περιγράφονται, διάφορα μεροληπτικά μέτρα, η σώρευση των οποίων ενδεχομένως να έχει «σημαντικές επιζήμιες συνέπειες για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, όπως για παράδειγμα στέρηση του δικαιώματος βιοπορισμού, του δικαιώματος άσκησης της θρησκείας ή άρνηση κάθε πρόσβασης σε κανονικά διαθέσιμες εκπαιδευτικές υπηρεσίες» (βλ. και αποφάσεις ΔΕΕ στη C-608/22, AH and FN, ημ.04/10/24 και C‑621/21, WS, ημ.16/01/24). Διευκρινίζεται δε στο ίδιο εγχειρίδιο ότι «το ζήτημα του κατά πόσον υφίσταται σώρευση μπορεί να έχει ιδιαίτερη σημασία».
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στο ως άνω εγχειρίδιο του EASO, σελ.36 επ., αναφέρονται και τα εξής:
«Από τη συλλογιστική του ΔΕΕ συνάγεται ότι παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία χωρεί παρέκκλιση, όπως τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη της ΕΕ/στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, πρέπει να υπερβαίνουν ένα υψηλότερο κατώτατο όριο σοβαρότητας, ενώ η παραβίαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, μπορεί να συνιστά δίωξη λόγω της ίδιας της φύσης της πράξης.
[…]
Το κατά πόσον οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του 1961 (146) ή στο Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα του 1966 (147) μπορούν να θεωρηθούν «βασικά» ανθρώπινα δικαιώματα εξαρτάται από τη δυνητική σοβαρότητα της επέμβασης στις βασικές συνθήκες διαβίωσης ενός προσώπου. Γενικά, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν πληρούν το κριτήριο δυνητικής σοβαρότητας συγκρίσιμης με παράβαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση.
[…]
Στην περίπτωση περιορισμών που βασίζονται στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, ο χαρακτήρας της παράβασης ως παραβίασης βασικού ανθρώπινου δικαιώματος πρέπει να εξετάζεται λαμβάνοντας υπόψη τη γενική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος διεθνή προστασία.
[…]
Η έννοια της προσωπικής ακεραιότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και ο τρόπος και ο βαθμός οποιασδήποτε βλάβης ή απειλής βλάβης που θίγει την ατομική κατάσταση του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, είναι στοιχεία λυσιτελή για την εκτίμηση αυτή (154). Η παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος μπορεί να χαρακτηρισθεί σοβαρή λόγω του ιδιαίτερου αντικτύπου της σε συγκεκριμένο αιτούντα.»
Εδώ λοιπόν, δεδομένης και της κατάληξης μου ότι δεν αναμένεται στέρηση πρόσβασης της αιτήτριας στην αξιοπρεπή διαβίωση, οι όποιες στερήσεις ή άλλες αντιξοότητες ήθελε αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της, περιλαμβανομένου ίσως και ήπιου κοινωνικού στίγματος, δεν θεωρώ ότι «μπορεί να χαρακτηρισθεί σοβαρή λόγω του ιδιαίτερου αντικτύπου της» σ’ αυτήν, λαμβανομένου βεβαίως υπόψη και του ότι, άνευ ετέρου λόγου, «[γ]ενικά, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν πληρούν το κριτήριο δυνητικής σοβαρότητας συγκρίσιμης με παράβαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση.». Σημειώνω εδώ ότι η κόρη της αιτήτριας μένει εδώ και χρόνια στην Ακτή Ελεφαντοστού (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας), ακόμα δε και αν θελήσει να της ζητήσει να επιστρέψει και να διαμείνει μαζί της, το προφίλ της αιτήτριας δεν φαίνεται και πάλι να διαφοροποιείται ουσιωδώς και συνεπώς οι ως άνω διαπιστώσεις μου παραμένουν.
Τα ως άνω δεδομένα συνηγορούν υπέρ του ότι η αιτήτρια διατηρεί εύλογες πιθανότητες να εξασφαλίσει στέγαση και επαρκή βιοπορισμό κατά την επιστροφή της και δεικνύουν ότι οι όποιες δυσκολίες αντιμετωπίσει δεν θα καθιστούσαν τη ζωή της ανυπόφορη και δεν θα την εξέθεταν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός. Ως και στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».
Αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας εντοπίζονται τα εξής.
Σύμφωνα με την βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης 01/11/25), στην περιοχή Conakry της Γουινέας καταγράφηκαν συνολικά 107 περιστατικά πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις και απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 12 θάνατοι.[4] Ο πληθυσμός της εν λόγω περιφέρειας εκτιμάται περί τα 2 εκατομμύρια κατοίκων.[5]
Στη βάση των ως άνω δεδομένων είναι κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [6] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21).
Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα. Δεδομένων εδώ και των ως άνω διαπιστώσεων μου αναφορικά με τις συνθήκες που αναμένεται να αντιμετωπίσει η αιτήτρια δεν θεωρώ ότι τυχόν επιστροφή της είναι σε παράβαση της εκ του αρ.3 της ΕΣΔΑ αρχής της μη επαναπροώθησης (βλ. και ΕΔΔΑ, Grand Chamber, M.S.S. v Belgium and Greece, 30696/09, ημ.21/01/11, παρ.263).
Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Με δεδομένο ότι η αιτήτρια είναι δέκτης νομικής αρωγής, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Ενόψει της προσφυγής στο Δικαστήριο δυνάμει διατάγματος δωρεάν νομικής αρωγής, τα έξοδα του δικηγόρου της αιτήτριας να καταβληθούν από το Ταμείο Νομικής Αρωγής.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Guinea: The practice of female genital mutilation (FGM), particularly among the Peul [Peuhl, Fulani] and in Conakry; the possibility of refusing excision and the consequences for parents and children if there is a refusal; state protection available (2016-January 2018) [GIN106039.FE] - https://www.ecoi.net/en/document/1449652.html
[2] 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Guinea - https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/guinea/
[3] https://www.ecoi.net/en/file/local/2065117/2021_12_Q49_EASO_COI_Query_Respone_GUINEA_Single_Women.pdf
[4] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Guinea; Region: Conakry, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/11/2025).
[5] Worldometer, Population, Guinea, https://www.worldometers.info/world-population/guinea-population/#google_vignette (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/11/2025).
[6] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο