ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ: A.B., Νομική Αρωγή Αρ. ΝΑ 35/25, 4/11/2025
print
Τίτλος:
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ: A.B., Νομική Αρωγή Αρ. ΝΑ 35/25, 4/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

(Νομική Αρωγή Αρ. ΝΑ 35/25)

 

04 Νοεμβρίου 2025

 

[Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002)

ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ:

A.B.

Αιτήτρια

.....................

Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά

Ν. Νικολάου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα

[Παρόν: Κ. Σφέτσος (κος) για πιστή μετάφραση από Ελληνικά σε Γαλλικά και αντίστροφα]

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα αίτηση για παροχή προς αυτήν δωρεάν νομικής αρωγής, έτσι ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να διορίσει δικηγόρο στην καταχωρηθείσα προσφυγή με αριθμό 513/25 κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 19/02/2025. Με την εν λόγω απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε δεόντως στην Αιτήτρια, η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή της για χορήγηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, προς τον οποίο η υπο εξέταση αίτηση επιδόθηκε, υπέβαλε σχετική εισήγηση αναφορικά με το αίτημα της Αιτήτριας για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, καταχωρώντας γραπτό σημείωμα υποστηριζόμενο από όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα.

 

Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία προκύπτει ότι πρόκειται για ενήλικη, υπήκοο Γουινέας, κάτοχο επίσημου διαβατηρίου που εκδόθηκε από τις αρχές της χώρας καταγωγής της, και η οποία εγκατέλειψε την Γουινέα αεροπορικώς στις 02/10/2020, μεταβαίνοντας στις κατεχόμενες περιοχής της Κύπρου όπου και παρέμεινε για σχεδόν 3 έτη. Ακολούθως, στις 21/09/2023 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 06/10/2023 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 15/11/2023 και 14/01/2025 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις της Αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 16/01/2025 συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Στις 31/01/2025, συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 19/02/2025, μαζί με τη σχετική εισηγητική έκθεση που αποτελεί την αιτιολογική βάση αυτής, παραλήφθηκαν δια χειρός από την Αιτήτρια αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή της μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της, σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από την ίδια.

 

Εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η Αιτήτρια υπέβαλε την υπ' αριθμό 513/25 προσφυγή, ενώ προηγουμένως στις 20/02/2025 είχε ήδη καταχωρίσει την υπό εξέταση αίτηση νομικής αρωγής.

 

Αποτελεί θέση του εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την παραχώρηση του ευεργετήματος της νομικής αρωγής, καθώς η προσφυγή της Αιτήτριας δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εισηγείται ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είναι καθόλα νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη και εκδόθηκε μετά από εκτεταμένη έρευνα όλων όσων η Αιτήτρια ανέφερε κατά τη συνέντευξή της αλλά και σε σχέση με τη χώρα καταγωγής της. Ειδικότερα, ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα υιοθετώντας την εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας και επισημαίνοντας τον ενδελεχή έλεγχο της Υπηρεσίας και την αδυναμία θεμελίωσης προσωπικής δίωξης εκ μέρους της Αιτήτριας, κατέληξε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό της τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία παραχώρησης διεθνούς προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου. 

 

Το νομικό πλαίσιο στο οποίο εξετάζεται η παρούσα αίτηση, στηρίζεται στον περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικό Κανονισμό (Αρ. 1) του 2003 (3/2003) και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί. Η περίπτωση της Αιτήτριας υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 6Β(2), υποεδάφια (α), (αα) και (ββ), του Ν. 165(Ι)/2002, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Νομική αρωγή σε αιτητές και δικαιούχους διεθνούς προστασίας

6Β. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 8 -

[…]

(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος -

(α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή

[..]

υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο∙ και

(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:

Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη

 

Το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει κατά πόσο η προσφυγή της Αιτήτριας έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας (βλ. Νομική Αρωγή αρ. 23/2010, Farshad Khamsen, ημερομηνίας 14/10/2010). Τούτο χωρίς να αποφασίζει επί της οριστικής τύχης της προσφυγής που καταχώρησε η Αιτήτρια. Τονίζεται επίσης πως το αποτέλεσμα της παρούσας αίτησης δεν επηρεάζει την τελική εκδίκαση της προσφυγής, που έχει ήδη καταχωρήσει η Αιτήτρια. [βλ. επίσης, Νομική Αρωγή αρ. 130/2022, M.K., ημερ. 08/02/2023]

 

Το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του το δικαίωμα της Αιτήτριας να ακουστεί, αλλά θα πρέπει περαιτέρω να εξετάσει την αίτηση με βάση το υλικό που έχει ενώπιον του, ώστε να μην δίδονται νομικές αρωγές ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας (βλ. Νομική Αρωγή αρ. 10/2010, Αlali Abdulhamid, ημερ. 06/05/2010 και Νομική Αρωγή αρ. 25/2010, Αnthonia Idahor, ημερ. 13/12/2010).

Έχω μελετήσει προσεκτικά το Γραπτό Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα και τα επισυνημμένα σε αυτό έγγραφα, ήτοι τις δύο συνεντεύξεις της Αιτήτριας, την Εισηγητική Έκθεση του αρμόδιου λειτουργού και την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ως επίσης, τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακρόαση της αίτησης και γενικά το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου.

 

Επιγραμματικά αναφέρω ότι η Αιτήτρια, κατά την υποβολή της αίτησής της για παροχή διεθνούς προστασίας, δήλωσε ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει, ότι η ζωή της ήταν σε κίνδυνο αφότου ο πατέρας της απεβίωσε κατά τον Σεπτέμβριο του 2018 και η ίδια ούσα μοναχοπαίδι δεχόταν απειλές από τις αδελφές του πατέρα της, οι οποίες ήθελαν να πάρουν όλη του την περιουσία. Ως επικαλείται επίσης, ο πατέρας της ήταν διάσημος ποδοσφαιριστής και ο μάνατζερ του, που γνώριζε για τις απειλές που η ίδια δεχόταν από τις θείες της, είχε μεριμνήσει για το ταξίδι της Αιτήτριας εκτός της χώρας καταγωγής της. Τέλος, η Αιτήτρια σημειώνει ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην Γουινέα καθότι φοβάται για την ζωή της.

 

Κατά τη συνέντευξη που διεξήχθη στις 15/11/2023, η Αιτήτρια αναφέρθηκε στα προσωπικά της στοιχεία, στο μορφωτικό της υπόβαθρο στη χώρα καταγωγής της, στα μέλη της οικογένειάς της που διαμένουν εκεί, καθώς και στον τόπο καταγωγής και διαμονής της στη Γουινέα. Επιπρόσθετα, παρέθεσε στοιχεία σχετικά με το ταξίδι της από τη Γουινέα προς την Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η ζωή της ετέθη σε κίνδυνο μετά τον θάνατο του πατέρα της. Όπως ανέφερε, ούσα το μοναδικό του τέκνο, δεχόταν απειλές από τα μέλη της οικογένειας του πατέρα της (θείους και θείες), οι οποίοι την εκφόβιζαν ώστε να μην διεκδικήσει οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας που ο πατέρας της άφησε μετά θάνατον.

 

Ειδικότερα, ανέφερε ότι σε μία περίπτωση δέχθηκε σωματική επίθεση από τον εξάδελφό της. Μετά το περιστατικό, επικοινώνησε με τον μάνατζερ του πατέρα της, ο οποίος τη φρόντιζε και χρηματοδοτούσε τις σπουδές της. Ο τελευταίος, αντιλαμβανόμενος ότι η ζωή της Αιτήτριας βρισκόταν σε κίνδυνο, αποφάσισε να τη βοηθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα, με σκοπό την προστασία της.


Η Αιτήτρια υποστήριξε περαιτέρω ότι δεν είναι σε θέση να επιστρέψει στη Γουινέα, καθώς δεν έχει κανέναν συγγενή ή άλλο πρόσωπο εκεί, ενώ θεωρεί ότι τα μέλη της οικογένειας του πατέρα της θα της προξενήσουν κακό, πιστεύοντας ότι ενδεχόμενη επιστροφή της θα συνδεόταν με προσπάθεια διεκδίκησης της κληρονομιάς. Κατέστησε σαφές ότι δεν προτίθεται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της και επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο, ζητώντας προστασία.

 

Επιβεβαίωσε ότι ο κύριος λόγος της αναχώρησής της από τη Γουινέα ήταν η περιουσιακή διαφορά με την οικογένεια του πατέρα της. Ειδικότερα, οι απειλές σε βάρος της ξεκίνησαν μετά την κηδεία του πατέρα της, όταν προέκυψε η συζήτηση περί κληρονομικών ζητημάτων. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι οι συγγενείς της την απειλούσαν με θάνατο ή με εκδίωξη από την οικία, ενώ υπέστη και κακομεταχείριση. Παρά ταύτα, δήλωσε ότι ουδέποτε είχε πρόθεση να διεκδικήσει την εν λόγω περιουσία.

 

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, οι τίτλοι ιδιοκτησίας του πατέρα της περιήλθαν στην κατοχή των συγγενών της. Τόνισε ότι, πέραν της μίας περίπτωσης σωματικής επίθεσης από τον εξάδελφό της και τη μητέρα του, δεν υπέστη άλλο προσωπικό επεισόδιο βίας. Η περιουσιακή διαμάχη, όπως διευκρίνισε, εκδηλώθηκε εντός του 2020, οπότε και αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές της και να εγκαταλείψει τη χώρα με τη βοήθεια του μάνατζερ του πατέρα της.

 

Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ούσα μοναχοπαίδι, η κληρονομιά του πατέρα της θα της ανήκε, γεγονός που αποτέλεσε και την αιτία των απειλών που δέχθηκε. Ωστόσο, δεν γνωρίζει τι απέγινε η περιουσία, καθώς οι συγγενείς της είχαν ήδη καταλάβει όλα τα περιουσιακά στοιχεία και την είχαν απειλήσει να μην προβεί σε οποιαδήποτε διεκδίκηση.

 

Επιπλέον, ανέφερε ότι δεν ήταν σε θέση να καταφύγει στην αστυνομία ή σε άλλη αρμόδια αρχή για προστασία ή καταγγελία, καθώς δεν διέθετε την απαραίτητη υποστήριξη ή πόρους. Τέλος, δήλωσε ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη Γουινέα, αγνοεί ποιες θα είναι οι συνέπειες για την ίδια, εκφράζοντας φόβο για την ασφάλειά της και αδυναμία να επανενταχθεί στη ζωή της χώρας καταγωγής της, αφού – όπως ανέφερε – «έχασε τα πάντα».

 

Κατά την προσωπική της συνέντευξη ημερομηνίας 14/01/2025, δεύτερη συνέντευξή της, η Αιτήτρια επανέλαβε ουσιαστικά το ίδιο βασικό αφήγημα με εκείνο της πρώτης συνέντευξης (15/11/2023), δηλαδή ότι εγκατέλειψε τη Γουινέα λόγω της κληρονομικής διαφοράς με τα αδέλφια του πατέρα της, ωστόσο διαφοροποίησε και συμπλήρωσε ορισμένα σημεία. Συγκεκριμένα, πρόσθεσε ότι είναι έγκυος και διατηρεί σχέση με υπήκοο της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, τον οποίο γνώρισε στην Κύπρο, ενώ επιβεβαίωσε ότι δεν έχει πλέον κανέναν συγγενή στη χώρα καταγωγής της. Παρείχε περισσότερες λεπτομέρειες για την περιουσία του πατέρα της, αναφέροντας ότι αυτή περιλάμβανε δύο κατοικίες, και διευκρίνισε ότι, αν και ήταν νομίμως η κληρονόμος, δεν κατείχε τους σχετικούς τίτλους ιδιοκτησίας. Επίσης, διαφοροποίησε τη φύση των απειλών που δεχόταν, καθώς ενώ στην πρώτη συνέντευξη ανέφερε ότι είχε δεχθεί σωματική βία και απειλές θανάτου, στη δεύτερη περιορίστηκε να περιγράψει την κατάσταση ως «πίεση» και «αγενή συμπεριφορά» χωρίς να επικαλεστεί συγκεκριμένα περιστατικά βίας ή άμεσου κινδύνου. Τέλος, παραδέχθηκε ότι δεν αποτάθηκε στις αρχές για βοήθεια και δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα της όχι λόγω φόβου για τη ζωή της, αλλά λόγω των δυσάρεστων αναμνήσεων και της απουσίας υποστηρικτικού περιβάλλοντος εκεί.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά στη χώρα καταγωγής, την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας και ο δεύτερος στο ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει εξαιτίας οικογενειακών διαφωνιών με τα αδέλφια του πατέρα της για την κληρονομιά της.

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στο σύνολο του καθώς οι σχετικές πληροφορίες που παρέθεσε η Αιτήτρια κρίθηκαν ότι ήταν άμεσες, συνεκτικές και σε ικανοποιητικό βαθμό, ως επίσης, οι απαντήσεις της ήταν επαρκείς και λεπτομερείς, και τα όσα ανέφερε η ίδια αποδόθηκαν με συνέπεια, ενώ επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν τόσο από το προσκομισθέν πρωτότυπο διαβατήριο που η ίδια προσκόμισε αλλά και από πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές.

 

Παρομοίως και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι σχετικές δηλώσεις της Αιτήτριας χαρακτηρίζονται από επάρκεια πληροφοριών και λεπτομερειών. Ειδικότερα, ο λειτουργός σημείωσε τα όσα η Αιτήτρια ανέφερε κατά τη συνέντευξή της σχετικά με το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει, που οφείλεται στο ότι από το θάνατο του πατέρας της στις 25/08/2018, τα αδέλφια του απαιτούσαν την περιουσία η οποία δικαιωματικά ανήκε στην ίδια ως μοναχοπαίδι και ως εκ τούτου, της μιλούσαν άσχημα και ήταν αγενείς μαζί της. Περαιτέρω, ο λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια ανέφερε πως κατά τα δύο χρόνια που ακολούθησαν, η ίδια συνέχιζε να διαμένει ακόμη με τους θείους και τις θείες της, ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή της καθώς και τον πρώτο χρόνο πανεπιστημιακών σπουδών, ενώ το 2020 ο πρώην μάνατζερ του πατέρα της, την συμβούλευσε να φύγει από την χώρα καθώς συνεχίζονταν οι διαφωνίες με τα αδέλφια του πατέρα της για την κληρονομιά. Ως επίσης σημείωσε ο λειτουργός, η Αιτήτρια ανέφερε πως ουδέποτε η ίδια διεκδίκησε την κληρονομιά της μέσω κάποιας νόμιμης οδού και πως την είχε συμβουλεύσει ο πρώην μάνατζερ του πατέρα της ότι θα ήταν καλύτερα για την ίδια να φύγει από τη χώρα, όπως και έπραξε. Καταλήγοντας, ο λειτουργός επεσήμανε ότι η Αιτήτρια επιβεβαίωσε πως δεν υπέστη κάποια σοβαρή σωματική βλάβη από τους συγγενείς της, ούτε είχαν επαφή ξανά μεταξύ τους και ούτε την ενόχλησαν ποτέ ξανά από το 2020. Τέλος, ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε ότι, οι περιοχές στις οποίες αναφέρθηκε η Αιτήτρια σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία της κληρονομιάς του πατέρα της και συγκεκριμένα τα 2 σπίτια που είχε, επιβεβαιώνονται από πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, ήτοι ότι διαπιστώνεται πως πρόκειται για υγιές άτομο, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα υγείας και ενδείξεις ευαλωτότητας, με μόρφωση μέχρι και το πρώτο έτος του πανεπιστημίου, και με ικανότητα να εργαστεί, καθώς και με συγγενικούς δεσμούς και κοινωνικό δίκτυο στη χώρα της, ως επίσης, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε ότι η Αιτήτρια είχε υποστεί στη χώρα καταγωγής της οποιαδήποτε μορφή δίωξης ή σοβαρής βλάβης, κατέληξε στο ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής. Ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην Γουινέα, ο λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, σημειώνοντας ότι με βάση πληροφορίες από έγκυρη πηγή, δεν παρατηρούνται σοβαρά περιστατικά συγκρούσεων στην Γουινέα.

 

Ειδικότερα, όσον αφορά το γεγονός ότι η Αιτήτρια έφυγε από τη χώρα της εξαιτίας οικογενειακών ζητημάτων, ο λειτουργός διέκρινε ότι δεν δύναται τούτο το γεγονός να συνδεθεί με την οποιαδήποτε μορφή πράξης δίωξης κατά της ιδίας, όπως ορίζεται από το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε και με τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως ορίζεται στο άρθρο 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, σημειώθηκε πως η απόφαση της Αιτήτριας να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της και η απροθυμία της να επιστρέψει, δεν συνδέονται με οποιαδήποτε παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων προς το πρόσωπό της. Ούτε η Αιτήτρια κατάφερε να θεμελιώσει σε εύλογο βαθμό, ότι η εξακολούθηση της παραμονής της στη χώρα της, της είχε γίνει αφόρητη ή θα μπορούσε να γίνει αφόρητη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής. Κατά συνέπεια, ως καταλήγει ο λειτουργός, δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι ώστε να θεωρείται ότι εάν η Αιτήτρια επιστρέψει στον τόπο καταγωγής της και συγκεκριμένα στο Conakry, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Ως εκ των ανωτέρω, κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της Αιτήτριας δεν διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό της συντρέχουν τα απαραίτητα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που να στοιχειοθετούν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, για κάποιον από τους λόγους που (εξαντλητικά) αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε πως η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Περαιτέρω, κατά την εξέταση του ενδεχόμενου παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός διέκρινε πως από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, δεν συντρέχουν ούτε οι προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας βάσει του άρθρου 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικά ως προς την πιθανότητα παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(γ) του Νόμου, διαπιστώθηκε, με βάση σχετική έρευνα, ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε πως η Αιτήτρια δεν πληροί ούτε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατά την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διαδικασία, η Αιτήτρια επικαλέστηκε ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, ο αρμόδιος λειτουργός δεν παρέλαβε έγγραφα, τα οποία η Αιτήτρια επιθυμούσε να προσκομίσει. Αναφερόμενη στα εν λόγω έγγραφα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αυτά αφορούν σε κάποιες φωτογραφίες που δείχνουν ότι είχε κακοποιηθεί στη χώρα της, καθώς επίσης, σε έγγραφα που αναφέρουν ότι υπέστη γυναικεία περιτομή (ήτοι ακρωτηριασμό γυναικείων γεννητικών οργάνων – εφεξής «ΑΓΓΟ» ή «FGM») στη χώρα καταγωγής της. Ισχυρίστηκε επίσης, ότι ενώ είχε αναφερθεί στα πιο πάνω κατά τη συνέντευξη της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, εντούτοις, οι εν λόγω ισχυρισμοί της δεν καταγράφηκαν. Η Αιτήτρια προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου δυο ιατρικές βεβαιώσεις στις οποίες αναφέρεται ότι υπέστη κλειτοριδεκτομή τύπου ΙΙ στην ηλικία των 11 ετών. Ερωτηθείσα επί τούτου και ειδικότερα σε τυχόν επηρεασμό της στην καθημερινότητά της, η Αιτήτρια ανέφερε πως αυτό αποτελεί έναν από τους λόγους για τους οποίους  εγκατέλειψε τη χώρα της, προσθέτοντας και την κακοποίηση που υπέστη από τους θείους της, μετά τον θάνατο του πατέρα της, εξαιτίας της κληρονομίας. Στο ερώτημα αναφορικά με το ποιοι την υπέβαλαν σε ΑΓΓΟ στη χώρα της, η Αιτήτρια υπέδειξε τις δύο θείες της, αναφέροντας ότι αυτό έγινε μετά τον θάνατο της μητέρας της και ενόσω ο πατέρας της απουσίαζε στο εξωτερικό όπου είχε μεταβεί για να συμμετάσχει σε ποδοσφαιρικό αγώνα. Επιπλέον, αναφέρθηκε στα προβλήματα που είχε λόγω του ΑΓΓΟ που υπέστη σε μικρή ηλικία και χωρίς αναισθησία, που την επηρέασε στη ζωή της έως σήμερα και η ίδια είχε αιμορραγίες και ένιωθε πόνους.  Τέλος, αναφέρθηκε στην εγκυμοσύνη της, επικαλούμενη ωστόσο πως δεν γνωρίζει σε ποιον ανήκει το τέκνο που κυοφορεί.

 

Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα υιοθέτησε το περιεχόμενο του Σημειώματος του.  Όσον αφορά την πρακτική ΑΓΓΟ στην οποία η Αιτήτρια υπεβλήθη στη χώρα της, ο κ. Νικολάου διέκρινε ότι το εν λόγω περιστατικό έγινε όταν η ίδια ήταν στην ηλικία των 11 ετών, ωστόσο από τότε μέχρι και το 2018 τελούσε υπό την προστασία του πατέρα της και άρα δεν είχε οποιαδήποτε προβλήματα. Αρά, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το ζήτημα του ΑΓΓΟ επηρεάζει την ίδια, ούτε προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, η ίδια κινδυνεύει να υποστεί βλάβη υπό τέτοια μορφή εξευτελιστικής μεταχείρισης εκεί.

 

Κληθείς να διευκρινίσει εάν στο διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας υπάρχουν σχετικές ιατρικές βεβαιώσεις, ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, επιβεβαίωσε πως υπάρχει αντίγραφο από υπερηχογράφημα που έγινε στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου, καθώς και μία ιατρική βεβαίωση που αναφέρεται σε κλειτοριδεκτομή τύπου ΙΙ.

 

Στο μέτρο που οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας έχουν γίνει αποδεκτοί ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστοι, το παρόν Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εκ πρώτης όψεως εξέταση της αξιολόγησης κινδύνου και της σχετικής νομικής ανάλυσης όπως αυτή έχει πραγματοποιηθεί από τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Παρατηρείται καταρχάς ότι, οι ισχυρισμοί που προέβαλε η Αιτήτρια κατά τις συνεντεύξεις της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, περιορίστηκαν μόνο στα προβλήματα που η ίδια είχε με τους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα της, λόγω κληρονομικών διαφορών σχετικά με την περιουσία του αποβιώσαντα πατέρα της. Ωστόσο, ως προς τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας και κατόπιν σχετικής επιβεβαίωσης από τον εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, ότι εντός του διοικητικού φακέλου υπάρχουν σχετικές ιατρικές βεβαιώσεις που επιβεβαιώνουν ότι η Αιτήτρια υπεβλήθη σε ΑΓΓΟ, καθώς επίσης, ως προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης ημερομηνίας 14/01/2025 (βλ. ερυθρό 47), υπάρχει χειρόγραφη σημείωση ότι η Αιτήτρια προσκόμισε έγγραφα από ιατρό, παρατηρείται ότι ουδεμία έρευνα και αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. 

 

Συνεπώς, διαπιστώνω εκ πρώτης όψεως πως ο αρμόδιος λειτουργός όφειλε να διερευνήσει και να εξετάσει το σχετικό κίνδυνο της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στο τόπο συνήθους διαμονής της, στη βάση του προφίλ της, ήτοι νεαρής εγκυμονούσας (τότε) γυναίκας, η οποία έχει υποβληθεί στη πρακτική ΑΓΓΟ, δεδομένης και της χώρας καταγωγής της.  Μια τέτοια αξιολόγηση εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης νομικής αρωγής και συνιστά αξιολόγηση η οποία ανήκει στο Δικαστήριο το οποίο θα εκδικάσει την προσφυγή στην ουσία της.

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κρίση περί πιθανότητας επιτυχίας δεν πρέπει να περιορίζει αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και την ουσιαστική πρόσβαση της Αιτήτριας διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη, κρίνω ότι τεκμηριώνεται εκ πρώτης όψεως, η απαιτούμενη εκ του Νόμου πιθανότητα επιτυχίας της προσφυγής που έχει καταχωρήσει η Αιτήτρια. 

  

Σύμφωνα με το εδάφιο (6) στο άρθρο 7 του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002, Ν.165(Ι)/2002, ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 7 δεν εφαρμόζεται πλέον, για σκοπούς, μεταξύ άλλων του εδαφίου (2) του άρθρου 6Β, ως η παρούσα, και ως εκ τούτου δεν απαιτείται πλέον η υποβολή κοινωνικοοικονομικής έκθεσης για αιτητές διεθνούς προστασίας.

 

Ως εκ τούτου κρίνω ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση πιστοποιητικού Νομικής Αρωγής και δια ταύτα εντέλλεται το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο να προχωρήσει στις νενομισμένες διαδικασίες για διορισμό δικηγόρου σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικό Κανονισμό και δυνάμει του σχετικού Νόμου. 

 

Α.Α. AΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο