Β. Α. Α. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3777/22, 18/11/2025
print
Τίτλος:
Β. Α. Α. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3777/22, 18/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.3777/22

 

18 Νοεμβρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1.    Β. Α. Α.

2.    Η. Κ.

                                                                                                                        Αιτητές

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Νατάσα Χαραλαμπίδου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτητές

Κα Α. Δημητριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την τροποποιημένη προσφυγή οι αιτητές αιτούνται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας που τους κοινοποιήθηκε στις 19/05/22 με επιστολή ημ.13/05/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α), καθώς και έκδοση «νέας εκτελεστής απόφασης […] επί της ουσίας του αιτήματος των αιτητών για διεθνή προστασία […] η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση» (Αιτητικό Β).

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, οι αιτητές κατάγονται από το Ιράν, εισήλθαν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 16/05/19 και υπέβαλαν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 22/05/19 (ερ.3-4, 19-23, 49). Σημειώνω ότι η αίτηση είχε τότε υποβληθεί από την αιτήτρια 1 (στο εξής η αιτήτρια) εξ ονόματος της ιδίας και του αιτητή 2 (στο εξής ο αιτητής), υιού της, που ήταν τότε ανήλικος (περί των 17 ½ ετών).

Στις 16/09/21, 23/09/21 και 05/10/21 διεξάχθηκαν συνεντεύξεις με έκαστο εκ των αιτητών από την Υπηρεσία προς εξέταση της επίδικης αιτήσεως, όπου τους δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσουν τους λόγους στους οποίους στηρίζουν το αίτημα τους (ερ.43-66, 72-89). Με το πέρας των συνεντεύξεων, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.116-127) και στις 03/04/22 απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση και εκδόθηκε κατά των αιτητών απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους.

Ακολούθως, ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης των αιτητών για την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία τους δόθηκε διά χειρός στις 13/05/22, μαζί με την αιτιολογία αυτής, κατόπιν μετάφρασης από διερμηνέα στην μητρική τους γλώσσα (ερ.131-132).

Στην επίδικη αίτηση (ερ.26-28) η αιτήτρια καταγράφει ότι έφυγαν από το Ιράν και μέσω Τουρκίας έφθασαν στα κατεχόμενα, απ’ όπου, με τη βοήθεια πράκτορα (agent), πέρασαν στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας. Ως αναφέρει, πριν από ένα χρόνο (τότε, 2019), η αιτήτρια χώρισε με τον σύζυγο της, ο οποίος εργαζόταν στην υπηρεσία πληροφοριών της Ιρανικής Επαναστατικής Φρουράς. Λόγω της θέσης και της ισχύος του, ο σύζυγος της «δημιουργούσε προβλήματα» γι’ αυτή και επιθυμούσε να εγγράψει τον αιτητή (υιό τους) στην επαναστατική φρουρά, χωρίς να συνυπολογίζει τις επιθυμίες της και το συμφέρον του υιού τους. Έτσι, ως αναφέρει η αιτήτρια, έστειλε τον αιτητή στην Τουρκία και μετά από τρεις μέρες έφυγε η ίδια, για να πάνε σε «ασφαλές μέρος και χώρα». Ο πρώην σύζυγος της αιτήτριας το έμαθε και την απείλησε ότι θα τη σκοτώσει αν δεν επιστρέψει τον υιό τους στο Ιράν και «έβαλε όπλο στο κεφάλι [της] και είπε “φέρ’ τον πίσω στο Ιράν”». Την ίδια μέρα, ως αναφέρει η αιτήτρια, αυτή έφυγε από τη χώρα και πήγε στην Τουρκία, όπου και βρισκόταν ο αιτητής και μετά ήρθαν στη Δημοκρατία μαζί.

Στη συνέντευξη που ακολούθησε η αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Abadan όπου έζησε για 5 έτη, στη συνέχεια μετέβη με την οικογένεια της στην Ahvaz και από την ηλικία των 17 ετών διέμενε στην πόλη Karaj, μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα. Έχει λάβει 12ετή εκπαίδευση, νυμφεύθηκε τον πρώην σύζυγό της το 1991 και έλαβαν διαζύγιο το 2011, στο Karaj του Ιράν. Από τον γάμο της έχει αποκτήσει δυο τέκνα, μια κόρη, η οποία ζει με τον σύζυγό της στο Karaj, και τον αιτητή. Οι γονείς της έχουν πεθάνει, έχει τρεις αδελφούς και τέσσερις αδελφές, εκ των οποίων ο ένας αδελφός έχει πεθάνει, οι άλλοι δύο μαζί με την μια αδελφή της διαμένουν στο Ahwaz και οι άλλες τρεις αδελφές της διαμένουν στο Karaj. Η αιτήτρια εργαζόταν ως σεφ για περίπου 14 έτη στο Karaj, σε επιχείρηση στην οποία κατείχε ποσοστό.

Αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της η αιτήτρια δήλωσε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν η ίδια και ο υιός της με τον πρώην σύζυγό της και ειδικότερα την απειλή θανάτου που δέχθηκε απ’ αυτόν επειδή έστειλε τον υιό τους εκτός της χώρας καταγωγής τους, καθώς δεν ήθελε ο υιός τους να εργασθεί στους Sepah.

Ειδικότερα, η αιτήτρια δήλωσε πως ο υιός της, κατά τον τελευταίο χρόνο του γυμνασίου, γυρνώντας από το σπίτι του πατέρα του, της δήλωσε ότι θέλει να εγγράφει στους Basij, όπως θα έκανε και ο ετεροθαλής αδελφός του και φίλος του Ashkan, και να συμμετάσχει μαζί του στην κατασκήνωση που οργάνωναν οι Basij για εφήβους. Η αιτήτρια εξεπλάγη με την απόφαση του υιού της και, καθώς δεν γνώριζε πολλά για τους Basij, συμφώνησε με την επιθυμία του υιού της. Ο υιός της ξεκίνησε να πηγαίνει σε αυτές τις κατασκηνώσεις των Basij από το 2017 και για ένα έτος πήγαινε σε αυτές  χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα. Κληθείσα να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις ανωτέρω κατασκηνώσεις, η αιτήτρια δήλωσε πως δεν γνωρίζει περισσότερες πληροφορίες, δεν ξέρει σε ποια τοποθεσία λάμβαναν χώρα, ούτε  το περιεχόμενο τους, επειδή θεωρούσε ότι έφηβοι απλά μαζεύονταν και πήγαιναν για κατασκήνωση.

Στη συνέχεια η αιτήτρια δήλωσε ότι ο αιτητής αρνήθηκε να συμμετάσχει σε άλλες τέτοιες κατασκηνώσεις, καθώς την τελευταία φορά που πήγε το 2017/2018, έλαβαν χώρα κάποια περιστατικά που δεν του άρεσαν. Κληθείσα να περιγράψει την τελευταία φορά που ο υιός της πήγε η αιτήτρια δήλωσε ότι ο υιός της είχε κλειστό το κινητό του για 4-5 ημέρες, με αποτέλεσμα αυτή να ανησυχήσει και να πάρει τηλέφωνο τον πρώην σύζυγό της, ο οποίος της είπε ότι είναι μαζί. Στην συνέχεια ο υιός της την κάλεσε στο τηλέφωνο και της ζήτησε να πάει να τον πάρει από το σπίτι του πρώην συζύγου της. Όταν ο υιός της επέστρεψε στο σπίτι ήταν κακοδιάθετος και δεν ήθελε να μιλήσει για το τι συνέβη στην κατασκήνωση. Η αιτήτρια κάλεσε την κόρη της που ζούσε στην Τεχεράνη για να μιλήσει μαζί του και στην οποία ο υιός της είπε ότι τους πήγαν σε ένα μέρος που έμοιαζε με διαδήλωση και τότε άρχισαν να χτυπούν και να συλλαμβάνουν ανθρώπους. Δεν τον ρώτησαν περισσότερα επειδή ήταν νευρικός και υπό πίεση. Ο πρώην σύζυγός της προσπαθούσε να καλέσει τον υιό της στο τηλέφωνο μετά το περιστατικό αλλά αυτός δεν απαντούσε, με αποτέλεσμα όπως δήλωσε η αιτήτρια, να πάει στο σχολείο του υιού της και να τον χτυπήσει.

Κατά την περίοδο της πρωτοχρονιάς (2018/2019), ο υιός της πήγε στον σπίτι του πρώην συζύγου της, για να γιορτάσει. Όταν επέστρεψε από εκεί ο υιός της ήταν ανήσυχος, τον ρώτησε τι είχε συμβεί και της είπε ότι ο πατέρας του τον ανάγκασε να υπογράψει κάποια έγγραφα, τα οποία ούτε διάβασε και ούτε  ρώτησε για το περιεχόμενο τους, φοβούμενος μήπως ο πατέρας του τον χτυπήσει πάλι. Η αιτήτρια δήλωσε ότι ανησύχησε για αυτά τα έγγραφα που ανάγκασε τον υιό της να υπογράψει και ξεκίνησε τις διαδικασίες για να τον στείλει εκτός της χώρας καταγωγής τους. Αρχικά ήθελε να τον στείλει στη Γερμανία, στην εξαδέλφη τους, αλλά χρειάζονταν βίζα για εκεί και έτσι αποφάσισαν να τον στείλουν στην Τουρκία, σε έναν φίλο του συζύγου της αδελφής της, ώστε από εκεί να μεταβεί αργότερα στη Γερμανία.

Κληθείσα να περιγράψει την απειλή με όπλο και την σωματική επίθεση που δέχθηκε από τον πρώην σύζυγό της προτού εγκαταλείψει το Ιράν, δήλωσε ότι το πρωί στις 08/04/19, την ώρα που πήγαινε να πάρει το αυτοκίνητο της για να μεταβεί στην εργασία της, συνάντησε τον πρώην σύζυγό της στο χώρο στάθμευσης του κτιρίου όπου διέμενε, αυτός άρχισε να την ρωτάει για το που βρίσκεται ο υιός τους και γιατί δεν πήγαινε στο σχολείο και δεν απαντούσε στο κινητό του τηλέφωνο. Άρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους σχετικά με τον εξαναγκασμό που άσκησε ο πρώην σύζυγός της προς το τέκνο τους ώστε αυτό να εργασθεί μαζί του, με αποτέλεσμα η αιτήτρια να θυμώσει από τις προσβολές που δέχονταν και να του αποκαλύψει ότι έχει στείλει τον υιό τους «κάπου που αυτός δεν θα μπορέσει να τον βρει».  Στη συνέχεια η αιτήτρια προσπάθησε να εισέλθει στο αυτοκίνητο της για να φύγει για την εργασία της και τότε αυτός την τράβηξε από πίσω, προσπάθησε να την πνίξει, την απείλησε με  το όπλο του στο κεφάλι της πως εάν δεν καλέσει πίσω τον υιό τους θα την σκοτώσει, την κλώτσησε και έφυγε. Η ίδια έπεσε στα γόνατα, αισθάνθηκε πόνο σε όλο της το σώμα και άρχισε να κλαίει. Παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση για περίπου 30 λεπτά και μετά, όταν άρχισε να συνέρχεται, ανέβηκε σπίτι της, αντιλήφθηκε πως είχε ξεχάσει την τσάντα της κάτω, οπότε κατέβηκε, πήρε την τσάντα της και αμέσως τηλεφώνησε στην κόρη της, η οποία πήγε να την βρει με τον σύζυγό της. Η κόρης της την συμβούλευσε να φύγει από το Ιράν, πράγμα που έπραξε την επόμενη μέρα. Σε ερώτηση σχετικά με το πως ένιωσε τη στιγμή που αντίκρυσε τον πρώην σύντροφό της στο χώρο στάθμευσης του κτιρίου δήλωσε πως δεν τον φοβόταν και δεν περίμενε ότι θα αντιδράσει με αυτό τον τρόπο και ότι θα την απειλήσει με όπλο. Ερωτηθείσα εάν έχει αντιμετωπίσει παρόμοια φύσεως προβλήματα με τον σύζυγό της στο παρελθόν η αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά.

Αναφορικά με την εργασία του πρώην συζύγου της η αιτήτρια δήλωσε ότι ο σύζυγός της εργάζεται για την κυβέρνηση και ειδικότερα για την υπηρεσία πληροφοριών τους Sepah Ettelaat. Ερωτώμενη σχετικά  δήλωσε ότι η ίδια στην αρχή του γάμου τους δεν γνώριζε τίποτα για την εργασία του, το μόνο που ήξερε ήταν ότι είχε μια επιχείρηση και ότι ταξίδευε συχνά σε μέρη με συνωστισμό, χωρίς αυτός να της δίνει περισσότερες πληροφορίες, όμως αργότερα έλαβαν χώρα κάποια περιστατικά, τα οποία συνέδεσε και την έκαναν να καταλάβει το αντικείμενο της εργασίας του. Ερωτηθείσα πως αυτά τα περιστατικά την έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι ο πρώην σύζυγός της εργαζόταν για τους Sepah, δήλωσε ότι αρχικά είδε τον πρώην σύζυγό της να έχει όπλο και να το παίρνει μαζί του παντού κατά το 2007-2008, αλλά και αργότερα έμαθε από τον αδελφό της, ο οποίος εργάζεται ως φύλακας σε εταιρεία πετρελαίου στο Khuzestan, ότι το 2007/2008 ο πρώην σύζυγός της ήταν μεταξύ αυτών που είχαν έρθει στην εταιρεία για να συλλάβουν τους εργαζόμενους που ήθελαν να παραιτηθούν και να οργανώσουν διαδήλωση. Αναλογιζόμενη όλα αυτά η αιτήτρια αντιλήφθηκε πως κάθε φορά που ο πρώην σύζυγός της έβγαινε έξω, πήγαινε σε μέρη με πολύ κόσμο και συλλάμβανε ανθρώπους. Δεν γνωρίζει όμως, όπως δήλωσε, περισσότερες πληροφορίες για τη θέση και τα καθήκοντα του εντός της οργάνωσης και πιστεύει πως ακόμα εργάζεται για αυτούς. 

Ερωτηθείσα εάν θα μπορούσε να διαμείνει με ασφάλεια σε άλλη περιοχή της χώρας η αιτήτρια δήλωσε ότι δεν θα μπορούσε, επειδή – ως ανέφερε - ο πρώην σύζυγός της θα την εντοπίσει σίγουρα και θα τη χρησιμοποιήσει για να φέρει πίσω τον υιό τους. Πρόσθεσε ότι ο πρώην σύζυγός της δεν έχει πρόβλημα μαζί της, το μόνο που θέλει είναι να φέρει πίσω τον υιό τους. Ερωτώμενη τι πιστεύει ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της δήλωσε ότι ο μεγαλύτερος φόβος της είναι ο υιός της και δεν ξέρει τι θα του συμβεί εάν επιστρέψει πίσω στην χώρα καταγωγής τους.

Ο αιτητής, στη συνέντευξη που έγινε, ανέφερε ότι είναι άγαμος, άτεκνος, έχει μια αδελφή που είναι παντρεμένη και ζει στο Ιράν και έναν ετεροθαλή αδελφό, από τον γάμο του πατέρα του με τη νέα του σύζυγο, μετά που χώρισε με την μητέρα του.

Αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής δήλωσε ότι αντιμετώπιζε προβλήματα με τον πατέρα του, ο οποίος τον εξανάγκασε να υπογράψει κάποια έγγραφα τα οποία σχετίζονταν με την ένταξη του στους Sepah Quds. Ερωτηθείς εάν εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του εξαιτίας της κακοποιητικής συμπεριφοράς του πατέρα του αποκρίθηκε «όχι ακριβώς» και ότι απλά δεν ήθελε να ενταχθεί στους Sepah. Ως ανέφερε, όλα ξεκίνησαν κατά το τέλος του γυμνασίου, όταν αποφάσισε με τον ετεροθαλή αδελφό του, τον Ashkan, να εγγραφούν «για πλάκα» στους Basij και στις κατασκηνώσεις και δραστηριότητες που οργάνωναν. Πρώτη φορά συμμετείχε σε κατασκήνωση των Basij (Basij camping) περίπου δύο έτη πριν εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του. Κληθείς να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτές τις κατασκηνώσεις δήλωσε ότι συμμετείχε σε τέσσερις τέτοιου τύπου κατασκηνώσεις, οι οποίες διαρκούσαν συνήθως 1-3 ημέρες, κάποιες περιλάμβαναν στρατιωτική εκπαίδευση, όπου τους μάθαιναν πως να χρησιμοποιούν όπλα τύπου SLR, AK-47 και Kalashnikov, πως να σημαδεύουν και πως να χρησιμοποιούν μαχαίρια. Πέραν αυτού συμμετείχε και σε άλλες δραστηριότητες και εκπαιδεύσεις των  Basij, όπως σε μαθήματα αυτοάμυνας και θρησκευτικά. Ερωτώμενος ανέφερε ότι συμμετείχε σε 30 τέτοιες δραστηριότητες, εκπαιδεύσεις και κατασκηνώσεις.

Στην συνέχεια ο αιτητής δήλωσε ότι την τελευταία φορά που συμμετείχε σε κατασκήνωση των Βasij είδε πράγματα που τον έκαναν να σταματήσει την συμμετοχή του. Κληθείς να περιγράψει τα περιστατικά, δήλωσε ότι μια ημέρα, περίπου το καλοκαίρι του 2018, τους κάλεσαν να μεταβούν στη βάση των Basij και όταν πήγαν εκεί τους πήγαν σε ένα μέρος, το οποίο περιέγραψε λεπτομερώς, τους πήραν τα προσωπικά τους αντικείμενα, τους έδωσαν στρατιωτικές στολές των Sepah και τους παρέδωσαν μαθήματα σχετικά με την χρήση των γκλομπς. Την επόμενη ημέρα τους πήγαν στο μέρος της διαδήλωσης, εκεί τους χώρισαν σε δύο ομάδες, ο ίδιος μπήκε στην δεύτερη ομάδα. Ερωτηθείς σχετικά την διαδήλωση και όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα ο αιτητής δήλωσε ότι η διαδήλωση έλαβε χώρα στην 5η πλατεία στο Fardis, η πρώτη ομάδα ήταν μπροστά σε απόσταση τεσσάρων μέτρων από την δική τους, αυτοί που ήταν στην πρώτη γραμμή έπρεπε να καταστείλουν τους διαδηλωτές και τους χτυπούσαν με γκλομπ και τους συλλάμβαναν, ενώ η δική του ομάδα ήταν υπεύθυνη για την μεταφορά των συλληφθέντων σε λεωφορεία. Όλα όσα είδε κατά την πρώτη ημέρα τον εξόργισαν, με αποτέλεσμα, όταν επέστρεψε πίσω στη βάση όπου έμεναν, να ζητήσει από τον αξιωματικό του να επιστρέψει στο σπίτι του, αλλά αυτός του είπε ότι εξαρχής συμφώνησε και ότι πρέπει να παραμείνει μέχρι το τέλος. Τη 2η μέρα της διαδήλωσης ο αιτητής δήλωσε ότι παρέμεινε στο βαν μέχρι να τελειώσει η διαδήλωση, την τρίτη ημέρα επέστρεψε πίσω τη στολή του και την επόμενη μέρα το πρωί τους άνοιξαν τις πόρτες και επέστρεψε στο σπίτι του πατέρα του. Στη συνέχεια δήλωσε ότι κάλεσε την μητέρα του να έρθει να τον πάρει. Πρόσθεσε πως καθώς πήγαινε να επιστρέψει τη στολή του είδε να χτυπούν και να κλωτσούν κάποιους από αυτούς που είχαν συλλάβει κατά τις διαδηλώσεις. Ερωτηθείς αν χτύπησε διαδηλωτές ενόσω βρίσκονταν στη δεύτερη γραμμή αποκρίθηκε αρνητικά και δήλωσε πως μόνο έβαλε χειροπέδες και συνέλαβε άτομα.

Όταν ο αιτητής επέστρεψε σπίτι του δεν είχε καλή διάθεση και ήταν θυμωμένος, τότε η αδελφή του και μετά η μητέρα του τον ρώτησαν τι είχε συμβεί, και αυτός τους εξιστόρησε τι είχε συμβεί και ότι δεν ήθελε να συνεχίσει. Παράλληλα, ο πατέρας του και ο ετεροθαλής αδελφός του τον καλούσαν συνεχώς στο τηλέφωνο επειδή ήθελαν να του αλλάξουν γνώμη, ώστε αυτός να μην εγκαταλείψει τους Basij. Μετά το τέλος των θερινών διακοπών, όταν άνοιξαν τα σχολεία, ο πατέρας του συνέχισε να τον πιέζει. Ο αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του πήγε πολλές φορές στο σχολείο του για να τον μεταπείσει αλλά ο ίδιος κάθε φορά έβρισκε τρόπο και ξέφευγε. Μια μέρα, όμως, μετά το τέλος του σχολείου του, ο πατέρας του πήγε και τον βρήκε, έβαλε τα χέρια στους ώμους του, αυτός προσπάθησε να φύγει και τότε αυτός τον χαστούκισε, με αποτέλεσμα ο αιτητής να εκνευρισθεί και να λογομαχήσουν. Μετά ο πατέρας του άρχισε να τον χτυπάει μέχρι που επενέβη ο σχολικός φύλακας. Ο φύλακας πήρε τον πατέρα του στο δωμάτιο ασφαλείας και ο αιτητής βρήκε την ευκαιρία να φύγει και να επιστρέψει σπίτι του. Σε διευκρινιστική ερώτηση ο αιτητής ανέφερε ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας του τον χτύπησε και δεν είχε συμβεί κάποιο παρόμοιο περιστατικό στο παρελθόν. Ερωτηθείς για την σχέση του με τον πατέρα του δήλωσε ότι δεν είχαν καλές σχέσεις και άρχισαν να έχουν επαφές στο γυμνάσιο, όταν έγινε φίλος με τον ετεροθαλή αδελφό του.

Την ημέρα της εορτής του εθίμου Charshanbeh Suri πήγε στο σπίτι του πατέρα του για να περάσει την ημέρα μαζί τους. Κατά το βράδυ εκείνης της ημέρας, ενώ ήταν στην αυλή με τον ετεροθαλή αδελφό του, ο πατέρας του τους κάλεσε μέσα στο σπίτι και τους έδωσε να υπογράψουν κάποια έγγραφα. Ο αιτητής αρχικά αρνήθηκε αλλά στη συνέχεια ο πατέρας του άρχισε να του φωνάζει και του είπε πως πρέπει να τα υπογράψει αλλιώς θα τον σκότωνε. Κληθείς να επεξηγήσει την απειλή που δέχθηκε ο αιτητής δήλωσε πως ο πατέρας του δεν εννοούσε ακριβώς ότι θα τον σκότωνε αλλά ότι θα τον χτυπούσε πολύ εάν δεν υπέγραφε τα έγγραφα. Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής ανέφερε πως δεν θυμάται ακριβώς πότε έλαβε χώρα το ανωτέρω περιστατικό, πιστεύει ότι συνέβη είτε το 2018 ή 2019, ενώ σε επόμενη διευκρινιστική ερώτηση δήλωσε ότι έλαβε χώρα 20 ημέρες προτού εγκαταλείψει την χώρα (06/04/19). Κληθείς να δώσει περισσότερες πληροφορίες για το περιεχόμενο των ανωτέρω εγγράφων δήλωσε ότι δεν θυμάται λεπτομέρειες επειδή έχει περάσει καιρός, ενώ πρόσθεσε ότι ήταν τρία έγγραφα, ένα αφορούσε τον μισθό, το άλλο την ασφάλεια σε περίπτωση ατυχήματος και το τρίτο η συμφωνία ένταξης ως στρατιώτης στους Sepah Quds. Ερωτηθείς για ποιο λόγο ήθελε ο πατέρας του να υπογράψει αυτά τα έγγραφα δήλωσε ότι δεν γνωρίζει.

Καλούμενος να αναφέρει τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του δήλωσε ότι δεν θέλει να επιστρέψει επειδή θα τον οδηγήσουν σε στρατιωτική δίκη, καθώς έφυγε από την χώρα ενώ είχε υπογράψει τα έγγραφα ένταξης του στους Sepah-Quds. Ερωτηθείς εάν γνωρίζει ποιες είναι οι συνέπειες κάποιος να μην ενταχθεί τελικά στην οργάνωση Sepah-Quds ενώ έχει εγγραφεί σε αυτή πριν εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, δήλωσε ότι αρχικά θα σε συλλάβουν, θα σου επιβάλλουν πρόστιμο και διά της βίας θα σε αναγκάσουν να ενταχθείς. Δήλωσε ακόμη ότι, εξαιτίας των εγγράφων που υπέγραψε, αυτός πλέον ανήκει στους Sepah-Quds και δεν χρειάζεται να εκτίσει την τυπική στρατιωτική θητεία, αλλά πρέπει να πάει μαζί τους σε αποστολές εκτός της χώρα, όπως στη Συρία, Λίβανο, κάτι το οποίο δεν επιθυμεί, καθώς δεν θέλει να θέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο.

Ερωτηθείς εάν θα μπορούσε να διαμείνει με ασφάλεια σε άλλη περιοχή εντός της χώρας καταγωγής του αποκρίθηκε αρνητικά, δήλωσε ότι  θα τον εντοπίσουν, καθώς στο Ιράν οι Sepah έχουν παντού παραρτήματα. Επίσης, δήλωσε πως εάν επιστρέψει θα πρέπει να πάει στον στρατό, και πως εάν δεν το κάνει δεν θα μπορέσει να εκδώσει ταυτότητα και λογαριασμό τράπεζας. Ερωτηθείς αν θα μπορούσε να εφαρμοσθεί στη περίπτωση του η πολιτική του μοναδικού αρσενικού τέκνου στην οικογένεια, ώστε να μην εκτίσει την στρατιωτική του θητεία, αποκρίθηκε αρνητικά, αφού – ως ανέφερε - από τη στιγμή που υπέγραψε τα ανωτέρω έγγραφα έγινε στρατιώτης. Σε διευκρινιστική ερώτηση που του τέθηκε σχετικά με τις ενστάσεις του σχετικά με την στρατιωτική θητεία ο αιτητής διέκρινε τον συμβατικό στρατό από τους Sepah Al Quds και δήλωσε ότι στην πρώτη περίπτωση απλά θα εκτίσει την θητεία του για δύο έτη και μετά θα είναι ελεύθερος ενώ στη δεύτερη θα γίνει στρατιώτης.

Εκ των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν τους ακόλουθούς ουσιώδεις ισχυρισμούς, τους οποίους και αξιολόγησαν.

1.    Ταυτότητα, προφίλ και τόπος διαμονής αιτητών

2.    Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε απειλές και κλοτσιές από τον πρώην σύζυγο της με όπλο

3.    Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του τον ανάγκασε δι’ απειλών να υπογράψει έγγραφα που σχετίζονται με το σώμα Sepah Al Quds

4.    Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του τον έδειρε μετά που έφυγε από τους Basij

Εκ των ως άνω έγιναν αποδεκτοί οι 1ος, 2ος και 4ος ισχυρισμοί, αφού – ως κρίθηκε – ο αιτητής και η αιτήτρια αντίστοιχα υπήρξαν αρκούντως λεπτομερείς στα λεγόμενα τους επί των ισχυρισμών αυτών, ειδικώς δε επί του 4ου ουσιώδους ισχυρισμού εντοπίστηκαν ΠΧΚ που επιβεβαιώνουν τη δράση των Basij σε καταστολή διαδηλώσεων, απορρίφθηκε όμως ο 3ος ουσιώδης ισχυρισμός ως αναξιόπιστος.

Ειδικότερα, ο 3ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε καθώς, ως κρίθηκε, τα λεγόμενα του αιτητή επί τούτου χαρακτηρίζονταν από αοριστία, ανεπάρκεια πληροφοριών και έλλειψη συνοχής. Περαιτέρω – ως κρίθηκε – ο αιτητής δεν ήταν ακριβής σχετικά με τα έγγραφα που αναγκάστηκε να υπογράψει παρά αναφέρονταν σε αυτά τα έγγραφα με αοριστία και δεν μπορούσε να παραθέσει περισσότερες λεπτομέρειες. Ως ελλιπής θεωρήθηκε και η δήλωση του αιτητή σχετικά με τον λόγο για τον οποίο ο πατέρας του τον εξανάγκασε να υπογράψει αυτά τα έγγραφα. Επίσης, ως αξιολογήθηκε, δεν ήταν σαφές με  ποιον τρόπο ο αιτητής στοχοποιήθηκε από την αστυνομία. Στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας του ως άνω ισχυρισμού, εντοπίστηκαν πληροφορίες σχετικά με τους Sepah Al Quds και τη νομική βάση παραπομπής σε στρατιωτική δίκη για εγκατάλειψη του σώματος. Εντούτοις, δεδομένων – ως κρίθηκε – των κενών που εντοπίστηκαν στα όσα ο αιτητής ανέφερε, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Ακολούθησε αξιολόγηση και εκτίμηση κινδύνου στη βάση του 1ου, 2ου και 4ου ουσιώδους ισχυρισμούς, οι οποίοι και έγιναν αποδεκτοί, με την ακόλουθη κατάληξη.

Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό κρίθηκε ότι δεν συντρέχει κίνδυνος για την αιτήτρια, καθώς αυτή δεν εξέφρασε κάποιο φόβο για τον εαυτό της σε περίπτωση επιστροφής της στο Ιράν, δήλωσε ότι το μόνο που φοβάται είναι τι θα συμβεί στον υιό της σε περίπτωση επιστροφής του εκεί, λαμβανομένου υπόψη του ότι – ως η ίδια ανέφερε -  δεν είχε δεχθεί παρόμοιας φύσεως μεταχείριση από τον πρώην σύζυγό της στο παρελθόν και ότι το περιστατικό στο οποίο η ίδια αναφέρθηκε ήταν μεμονωμένο συμβάν.

Αναφορικά με τον 4ο ουσιώδη ισχυρισμό κρίθηκε – ομοίως – ότι δεν συντρέχει κίνδυνος για τον αιτητή, δεδομένου – ως κρίθηκε - ότι δεν εξέφρασε κάποιο φόβο σχετικά με την κακοποιητική συμπεριφορά του πατέρα του και δήλωσε ότι δεν είχε δεχθεί παρόμοιας φύσεως μεταχείριση από τον πατέρα του στο παρελθόν. Επισημάνθηκε δε σχετικώς ότι ο αιτητής είναι πλέον ενήλικος και ως εκ τούτου δεν βρίσκεται πλέον υπό την επιρροή του πατέρα του.

Συνεπεία των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας καθώς – στη βάση του προφίλ τους (το οποίο – ως κρίθηκε – δεν συγκαταλέγεται στις ομάδες που, στη βάση ΠΧΚ, διατρέχουν κίνδυνο) - δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα οι εδώ αιτητές να υποστούν μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή τους στη χώρα καταγωγής τους, αφού αξιολογήθηκε και η γενική κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής τους (Karaj), και δεν υπάρχουν στοιχεία που να δεικνύουν ότι αυτοί θα υποστούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά των αιτητών απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής.

Τα ως άνω συνοψίζουν τους ισχυρισμούς των αιτητών στην επίδικη αίτηση, την πορεία εξέτασης της και το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.

Στα πλαίσια της τροποποιημένης προσφυγής, κατόπιν αλλαγής δικηγόρου, οι αιτητές καταγράφουν σωρεία νομικών σημείων, ορισμένα εκ των οποίων αναπτύσσονται και στην αγόρευση που ακολούθησε.

Σημειώνω προτού προχωρήσω ότι καταχωρήθηκαν και εκδικάστηκαν στα πλαίσια της παρούσης δύο αιτήσεις προσαγωγής μαρτυρίας. Η 1η, ημ.17/07/23, έγινε δεκτή και έτσι καταχωρήθηκε ένορκη δήλωση του αιτητή ημ.04/03/24 (στο εξής ΕΔ), η δε 2η αίτηση, ημ.30/04/24, απορρίφθηκε, για τους λόγους που λεπτομερώς εξηγούνται στις ενδιάμεσες αποφάσεις ημ.23/02/24 και 22/10/24, αντίστοιχα. Σημειώνω περαιτέρω, ίσως και εκ του περισσού, ως αυτονόητο, ότι στοιχεία ή και έγγραφα που άπτονται της κατ’ ισχυρισμό μεταστροφής των αιτητών στον Χριστιανισμό, δεν μπορούν και δεν θα εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσης, καθότι – ως αμέσως πιο πάνω αναφέρω – η αίτηση ημ.30/04/24 για προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας απορρίφθηκε, για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση μου ημ.22/10/24.

Στην ΕΔ που καταχωρήθηκε (βλ. ενδιάμεση απόφαση ημ.23/02/24) ο αιτητής επισυνάπτει ως Τεκμήριο 1 «πιστοποιητικό ολοκλήρωσης μαθημάτων κατάρτισης Basij ημ.28/11/05, εξιδεικευμένης εκπαίδευσης του Σώματος Φρουρών της Επανάστασης, το οποίον αποδεικνύει την ένταξη [του] και την αρχική εκπαίδευση την οποίαν [έλαβε] σε ενεργό σεμινάριο κατάρτισης δεξιοτήτων για δύο ημέρες στο σώμα της εν λόγω παραστρατιωτικής πολιτοφυλακής» και ως Τεκμήριο 2 «αντίγραφο της ταυτότητας του πατέρα [του] […] που αποδεικνύει ότι αυτός είναι ενεργό μέλος της  παραστρατιωτικής πολιτοφυλακής Basij και την εξουσία την οποίαν ο ίδιος ασκεί στην κυβέρνηση του Ιράν» (παρ.3 ΕΔ), σημειώνοντας δε περαιτέρω ότι «είναι αδύνατο να [προσκομίσει] τα αυθεντικά έγγραφα των εν λόγω τεκμηρίων, αφού αυτά βρίσκονται στην κατοχή και φύλαξη του αυστηρού και αυταρχικού πατέρα [του] ο οποίος είναι αντίθετος, προσβεβλημένος και ήδη πολύ θυμωμένος μαζί [του] για την αποστασία [του] και την ντροπή που του [προκάλεσε] με το να [εγκαταλείψει] τα σώματα του εν λόγω στρατού» και ότι τα εξασφάλισε «με την βοήθεια της αδελφής [του] η οποία […] κατάφερε με μεγάλο ρίσκο να κλέψει προσωρινά και να τα βγάλει φωτογραφίες, τις οποίες και [του] απέστειλε» (παρ.4 ΕΔ). Κατά τις ακόλουθες παραγράφους της ΕΔ ο αιτητής επαναλαμβάνει κατ’ ουσία ισχυρισμούς τους οποίους είχε ήδη αναφέρει στη συνέντευξη, παραπέμποντας μάλιστα στα σχετικά ερυθρά όπου αυτοί καταγράφονται, και σημειώνει ότι, δεδομένου ότι αυτός έχει φύγει/αποστατήσει από τις τάξεις των Basij, είναι πολύ πιθανόν να υποστεί κατά την επιστροφή του στη χώρα να καταδικαστεί σε πολυετή φυλάκιση, βασανιστήρια ή άλλες πράξεις διακρίσεως, αφού η οργάνωση «έχει τέτοια δύναμη και εξουσία στο Ιράν που θα [του] κλείσει όλες τις πόρτες, είτε για οιεσδήποτε σπουδές που θα [θελήσει] να [κάνει], είτε για επαγγελματική καταξίωση, έτσι ώστε να [τον] εξαναγκάσει να [παραμείνει] στους κόλπους της» (παρ.5 ΕΔ).

Ο αιτητής αντεξετάστηκε επί των ως άνω δηλώσεων του από τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση όπου, κατά το μάλλον ή ήττον, ο αιτητής ενέμεινε κατ’ ουσία στους ισχυρισμούς του. Σε σχετική ερώτηση που του υπεβλήθηκε ανέφερε ότι έφυγε από τη χώρα νομίμως με το διαβατήριο του. Σε επόμενη ερώτηση αν προέκυψε πρόβλημα κατά την έξοδο του από τη χώρα ανέφερε ότι «ήταν κοντά στο να [τον] βάλουν στο στοπ λιστ», σε ακόλουθη δε ερώτηση από το Δικαστήριο πως γνωρίζει ο αιτητής ότι επέκειτο να του απαγορευτεί η έξοδος από τη χώρα ανέφερε ότι δεν επιτρέπετε να βγάλεις διαβατήριο μετά που κλείνει κάποιος 16 ετών και ο ίδιος το εξέδωσε ένα χρόνο προηγουμένως, όταν ήταν 14-15 ετών, ως ανέφερε.

Στην αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών, κατόπιν αναφορών στην οικεία νομοθεσία και παράθεσης σημείων αυτής αλλά και πλήθος νομολογίας, εισηγείται ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα επί των ισχυρισμών στη συνέντευξη, οι οποίοι, ως σημειώνει, έχουν πλέον εμπλουτιστεί με την ΕΔ που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της παρούσης, δεν δόθηκε επαρκής χρόνος κατά τη συνέντευξη, δεν τους δόθηκε ευκαιρία να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις ή πρόσθετα στοιχεία και δεν έγινε επαρκής αξιολόγηση των λεγομένων τους, με συνέπεια τα ευρήματα και η τελική κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση να είναι προϊόντα πλάνης, κατά παράβαση της ενδεδειγμένης μεθόδου αξιολόγησης αξιοπιστίας και – σε κάθε περίπτωση, ως αναφέρει - δεν αιτιολογούνται επαρκώς τα ευρήματα επί των ουσιωδών ισχυρισμών των αιτητών και η κατάληξη ότι δεν υφίστανται εν προκειμένω ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας.

Εισηγείται περαιτέρω η συνήγορος των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, αφού στο ερ.127 δεν εντοπίζεται η υπογραφή και το όνομα του λαμβάνοντος αυτή λειτουργού, αφού τα στοιχεία αυτά, ως αναφέρει, υπάρχουν κάτω από τη σφραγίδα της απόφασης επιστροφής και όχι την απόρριψη της επίδικης αίτησης, από δε το περιεχόμενο του Φακέλου δεν προκύπτει η εμπλοκή του προϊσταμένου στη λήψη της επίδικης απόφασης, η δε επιστολή ημ.13/05/22 (ερ.132) υπογράφεται από μια «απλή λειτουργό της Υπηρεσίας» (σελ.14 αγόρευσης). Για τους λόγους αυτούς – ως εξηγεί - με παράθεση εκτενούς αποσπάσματος από την απόφαση στην υπόθεση ΔΔΠ436/19, I. S. ν Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.30/12/20, της Προέδρου του ΔΔΔΠ κ. Παπαντωνίου, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως ληφθείσα αναρμοδίως.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή έχει δεόντως δικογραφηθεί και είναι γι’ αυτό ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης, παραπέμποντας επί τούτου σε νομολογία. Περαιτέρω εμμένουν στη νομιμότητα της επίδικης διαδικασίας και ορθότητα της κατάληξης τους και αναφέρουν ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν δέουσας έρευνας και εξατομικευμένης εξέτασης, επαρκώς αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη έχει παρεισφρήσει κατά τη λήψη αυτής. Σχετικά με τα ευρήματα τους επί της αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή, ανατρέχοντας στη συνέντευξη, υπεραμύνονται του εύλογου και της ορθότητας των ευρημάτων τους και λέγουν ότι ουδεμία πλημμέλεια εντοπίζεται στην επίδικη αίτηση και διαδικασία εξέτασης της και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή επί της ουσίας και απολύτως δικαιολογημένη. Επί όλων δε των εισηγήσεων τους οι καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν σε πλούσια νομολογία και αποφάσεις του Δικαστηρίου.

Κατά τις Διευκρινήσεις η συνήγορος των αιτητών προσκόμισε πλήθος πληροφοριών (ΠΧΚ) σχετικά με τους ισχυρισμούς τους, επί των οποίων θα αναφερθώ πιο κάτω, όπου τούτο ήθελε κριθεί απαραίτητο για τους σκοπούς της παρούσας.

Προέχει η ενασχόληση με τους λόγους άπτονται του κατά πόσο η επίδικη εδώ απόφαση ελήφθη αρμοδίως.

Εν προκειμένω, ως είναι άλλωστε δεκτό και από τη συνήγορο των αιτητών, το πρακτικό της επίδικης απόφασης συνίσταται στις σφραγίδες που εντοπίζονται στο ερ.127. Στο πάνω δεξιά μέρος του ερ.127 εντοπίζω σφραγίδα που αναγράφει «Υπηρεσία Ασύλου, Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται», πιο κάτω, σε απόσταση περί των 5 εκατοστών από την ανωτέρω, εντοπίζεται άλλη σφραγίδα που αναγράφει «Αποφασίζω την επιστροφή του αιτητή / της αιτήτριας στο Ιράν δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου», αμέσως πιο κάτω χειρόγραφα σημειώνεται η ημερομηνία 03/04/22 και υπογραφή στο δεξιά μέρος της και αμέσως πιο κάτω η σφραγίδα με το όνομα του υπογράφοντος και την ένδειξη «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ». Από ανάγνωση του εν λόγω ερυθρού είναι θεωρώ σαφές ότι όλες οι ως άνω σφραγίδες, παρότι μερικές εξ αυτών έχουν μια απόσταση ολίγων εκατοστών, ένεκα – προφανώς, κατά την κοινή λογική – του ότι παρεμβάλλεται εκτυπωμένο κείμενο της έκθεσης-εισήγησης, η οποία και εγκρίνεται από τον λειτουργό, το όνομα και η υπογραφή του οποίου εντοπίζεται δεόντως, τελούν σε στενή νοηματική και λογική συνέχεια μεταξύ τους. Δεν θεωρώ λοιπόν ότι μπορεί να τεθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο εν αμφιβόλω το ποιος λειτουργός έλαβε την επίδικη απόφαση επιστροφής όσο και την απόφαση απόρριψης της επίδικης αιτήσεως, δια της εγκρίσεως της έκθεσης που ακολουθεί στα ερ.116-126 (άλλωστε το ερ.127 είναι, ως αναγράφεται και στο κάτω μέρος του, η 1η σελίδα της εκθέσεως αυτής).

Σημειώνω επίσης ότι στο ερ.130 εντοπίζεται εξουσιοδότηση ημ.24/02/21, δια της οποίας ο Υπουργός εξουσιοδοτεί  τον εγκρίνοντα την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού να ασκεί τις εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, και την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του αρ.2 του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία φέρει την υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών.

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[...] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών».

Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε λειτουργό της Υπηρεσίας να ασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), καταλήγω ότι η σχετική εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνοντα την σχετική έκθεση και δια τούτο, ως ανωτέρω εξηγείται, λαμβάνοντα την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι έγκυρη.

Με την επιστολή ημ.13/05/22 (ερ.132) κοινοποιείται η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτηση, το δε γεγονός ότι τούτη υπογράφεται «για Προϊστάμενο» από πρόσωπο άλλο από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης από τη στιγμή που, ως και ανωτέρω αναλύεται, δια της υπογραφής της ενημερωτικής τούτης επιστολής ουδεμία αποφασιστική αρμοδιότητα ασκείται, δεδομένου ότι η αποφασιστική αρμοδιότητα καταγράφεται στο ερ.127. Το ερ.132 δεν αποτελεί παρά την επιστολή κοινοποίησης της επίδικης απόφασης, η οποία λήφθηκε ως ανωτέρω περιγράφεται, και απολύτως νόμιμα υπογράφεται εκ μέρους του Προϊστάμενου από λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση.

Σχετικά σε κάθε περίπτωση είναι και τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ.6447/2013, ημ.30/09/15, όπου, με αναφορά σε σχετική νομολογία, σημειώθηκαν τα εξής :

«Όπως λέχθηκε και στην Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 29, όπου απερρίφθη παρόμοιο επιχείρημα, η ένθεση υπογραφής ή υπόδειξης ότι αυτή γίνεται «για», εκ μέρους δηλαδή προσώπου, δεν υποδηλώνει απεμπόληση εξουσίας.  Η άσκηση εξουσιών γίνεται από οποιονδήποτε έχει εξουσιοδότηση, η δε υπογραφή αυτού του είδους, παραπέμπει στο ουσιαστικό όργανο που έλαβε την απόφαση από το οποίο και εκπορεύεται αυτή, χωρίς να ενέχει σημασία η ταυτότητα του προσώπου που υπέγραψε τη διοικητική πράξη, αλλά η ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την απόφαση, (Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576).  Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας θεωρείται ότι η κατ’ εξουσιοδότηση αποστολή επιστολής, και αυτό υποδηλώνει το «για», γίνεται εντός του πλαισίου της κανονικής λειτουργίας της διοίκησης, (Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ.    αρ. 13/07, ημερ. 5.5.2009 και Carlos Services Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 582/07, ημερ. 21.5.2009)

Υπέρ της ως άνω κατάληξης συνηγορούν και τα λεχθέντα στη Φάνη Α. Γεωργιάδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2412/2006, ημ.16/07/09, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

«Από τα πιο πάνω είναι πρόδηλο ότι η εξουσία και απόφαση δεν εκχωρήθηκε από τον Διευθυντή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.  Αντίθετα ήταν και παρέμενε ο αρμόδιος φορέας εξουσίας, εξ ονόματος του οποίου και μόνο, διεκπεραιώνονταν οι διάφορες πράξεις.  Η υπογραφή «για Διευθυντή», υποδηλώνει την εκ μέρους του ιδίου του Διευθυντή αναγκαία ενέργεια εκφραζόμενη μέσω αρμοδίου λειτουργού.  Δεν νοείται λογικά να θεωρείται η έννοια του «Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως», ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπο του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, θεωρείται ότι κατ’ εξουσιοδότηση έγιναν οι διάφορες ενέργειες και αποστάληκαν οι διάφορες επιστολές και σημειώματα πάντοτε εκ μέρους και εξ ονόματος του. Στην πρόσφατη απόφαση Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/07, ημερ. 5.5.09, ανάλογη υπογραφή «για περιφερειακό Δασικό Λειτουργό ..» θεωρήθηκε ότι είχε ορθά εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση και ενόψει και του τεκμηρίου της κανονικότητας.»

Οι ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη δια της παρούσας απόφαση απορρίπτονται.

Προχωρώ λοιπόν σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.

Στη βάση των ως άνω, δεδομένου ότι ο 1ος και 2ος και 4ος ουσιώδεις ισχυρισμοί έχουν γίνει αποδεκτοί από τους καθ’ ων η αίτηση προχωρώ σε αξιολόγηση του 3ου ισχυρισμού, στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων. Σημειώνω εδώ ότι συμφωνώ με όλα τα επιμέρους ευρήματα και την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί των αποδεκτών ισχυρισμών των αιτητών, τα οποία και υιοθετώ στην ολότητα τους, ως καταγράφονται στην επίδικη έκθεση (ερ.119-121 και 122-125). Επιγραμματικά αναφέρω ότι οι αιτητές υπήρξαν, για τους αντίστοιχους με το αφήγημα εκάστου ουσιώδεις ισχυρισμούς, αρκούντως λεπτομερείς, παραθέτοντας μια πλήρη, συνεκτική και ευλογοφανή εξιστόρηση της εγγραφής του αιτητή στους Basij, των προγραμμάτων στα οποία μετείχε, την μετέπειτα άρνηση του να συνεχίσει τα μαθήματα του και την εκπαίδευση που λάμβανε, την αντίδραση του πατέρα του σ’ αυτά, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο ξυλοδαρμός τόσο του αιτητή όσο και της αιτήτριας. Για τους ισχυρισμούς του αιτητή στην ΕΔ και τα έγγραφα που επισυνάπτει θα επανέλθω πιο κάτω.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται, στη σελ.98, αναφέρεται ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρεται ότι «οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες […] (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου. […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Ανατρέχοντας στα πρακτικά των επίδικων συνεντεύξεων παρατηρώ ότι η αιτήτρια δεν δηλώνει γνώση για τα έγγραφα τα οποία ο πατέρας του (πρώην σύζυγος της) ανάγκασε τον αιτητή να υπογράψει, λίγες μέρες προτού ο τελευταίος φυγαδευθεί, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αιτητών αρχικά στην Τουρκία και ακολούθως, μέσω κατεχομένων, στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας. Επί τούτου, στο ερ.85, καταγράφεται η δήλωση της αιτήτριας ότι «[…] τα έγγραφα που επέγραψε [ο αιτητής] στο σπίτι του πατέρα του, δεν [είναι] σίγουρη, αλλά [πιστεύει] ότι [ο υιός της - αιτητής] γνωρίζει τι ήταν αυτά τα έγγραφα και δεν [της] είπε […] γιατί είδε ότι [ανησυχούσε] γι’ αυτόν», το μόνο που τελικά της είπε ο αιτητής είναι ότι «[υπέγραψε] κάποια έγγραφα, τα οποία δεν θα έπρεπε».

Ο αιτητής αναφέρεται στα έγγραφα με τα οποία – σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του – ενεγράφη στο σώμα Sepah Quds, στα ερ.82-84 και 74-75, όπου αναφέρει ότι, παρότι δεν πρόλαβε να τα διαβάσει, εξαιτίας των πιέσεων και απειλών που δέχθηκε από τον πατέρα του για να τα υπογράψει, συγκράτησε ότι επρόκειτο για εγγραφή του στο σώμα Sepah Al Quds, ασφάλεια κινδύνου (σε περίπτωση θανάτου ή ατυχήματος) και τον μισθό που θα λάμβανε ο αιτητής.

Σημειώνεται ότι η μαρτυρία που προσήχθη στα πλαίσια της παρούσης περιλαμβάνει ένα πιστοποιητικό συμμετοχής του αιτητή σε «σεμινάριο κατάρτισης δεξιοτήτων» των Basij στις 14-15/08/18 και μια ταυτότητα του πατέρα του, όπου πιστοποιείται ότι αυτός ανήκει στο σώμα των Basij. Τα έγγραφα αυτά – ως αναφέρει – τα πήρε κρυφά από τον πατέρα τους η αδελφή του αιτητή, τα φωτογράφισε και τα έστειλε σ’ αυτόν.

Στη βάση ενώπιον μου δεδομένων καταλήγω ότι ο ισχυρισμός του αιτητή περί δι’ απειλών εγγραφής του στο σώμα Sepah Al Quds δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός για τους λόγους που θα εξηγήσω αμέσως πιο κάτω.

Επί του συγκεκριμένου ισχυρισμού οι αιτητές δεν ήταν σε θέση να παρέχουν λεπτομέρειες ή και στοιχεία που θα ενίσχυαν την εσωτερική συνοχή των λεγομένων τους. Τούτο γιατί, παρότι θα ήταν ενδεχομένως εύλογο για την αιτήτρια, η οποία άλλωστε – σύμφωνα με τα ίδια τα λεγόμενα των αιτητών – δεν ήταν παρούσα στην κατ’ ισχυρισμό υπογραφή των εγγράφων αυτών, δεν θεωρώ πως είναι εύλογο για τον αιτητή να μην είναι σε θέση να αναφέρει επί τούτου περαιτέρω λεπτομέρειες για το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, η υπογραφή των οποίων – εν τέλει, σύμφωνα με τα λεγόμενα του – αποτελούσε και τον λόγο που αυτός έφυγε από το Ιράν. Αξιολογώ δε περαιτέρω επί τούτου το ότι, εφόσον, ως ο ίδιος ο αιτητής ανέφερε, η αδελφή του κατάφερε να αποσπάσει από τον πατέρα τους και να φωτογραφίσει τα έγγραφα που αυτός επισυνάπτει στην ΕΔ που προσκόμισε, θα πρέπει να γίνει δεκτό, στην απουσία εξήγησης, να αποστείλει και τα έγγραφα εκ των οποίων, ως είναι οι ισχυρισμοί του, αποδεικνύουν ότι αυτός ενεγράφη παρά τη θέληση του στο σώμα Sepah Al Quds.

Διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ) σχετικά με το σώμα αυτό αναφέρουν ότι το Quds Force συνιστά πτέρυγα του Σώματος Ισλαμικών Φρουρών της Επανάστασης (IRGC), το οποίο δρα κυρίως στο εξωτερικό, όπου υποστηρίζει πληρεξουσίους (proxies) και κρατικούς ή μη κρατικούς δρώντες (τοπικές πολιτοφυλακές ή και άλλες ένοπλες ομάδες, Hezbollah, Hamas, Houthi Rebels) στην Μέση Ανατολή, προάγοντας συμφέροντα και επιδιώξεις του καθεστώτος του Ιράν στην ευρύτερη περιοχή.[1] Το σώμα IRGC Quds Force αριθμεί περί τις 5.000-15.000 ενεργού προσωπικού, οι οποίοι έχουν επιλεγεί ατομικά από το ευρύτερο σώμα IRGC για την ικανότητα και την πίστη τους στο καθεστώς [2] και δεν συμμετέχουν σ’ αυτό κληρωτοί στρατιώτες (που υπηρετούν υποχρεωτική στρατιωτική θητεία).[3] To Qods συντονίζει τις περιφερειακές δραστηριότητες του Ιράν, παρέχοντας όπλα, εκπαίδευση και άλλη υποστήριξη στο δίκτυο συνεργαζόμενων ένοπλων ομάδων που συμμερίζονται τον στόχο του καθεστώτος. [4]

Ενόψει των ελλείψεων που εντοπίζονται στην εσωτερική συνοχή των ισχυρισμών τόσο του αιτητή όσο και της αιτήτριας επί του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού, δεδομένου και του ότι, ως εκ των ως άνω ΠΧΚ προκύπτει, η συμμετοχή στο σώμα IRGC Qods Force είναι αποτέλεσμα προσεκτικής επιλογής και όχι εξαναγκαστικής εγγραφής κάποιου από τον πατέρα του, ως ισχυρίζεται ο αιτητής, καθότι πρόκειται για επίλεκτο σώμα του IRGC, δεν θεωρώ ότι μπορεί να γίνει αποδεκτός ο εν λόγω ισχυρισμός του αιτητή, εφόσον έρχεται και σε ευθεία αντίθεση με διαθέσιμες πληροφορίες για το σώμα. Σημειώνω περαιτέρω ότι τα όσα αναφέρει ακολούθως ο αιτητής περί φυλάκισης του ή στέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων έχουν να κάνουν με άτομα που αποφεύγουν την κατάταξη για εκπλήρωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής τους θητείας, τα οποία δεν φαίνεται να συνάδουν με όσα αναφέρει ο αιτητής περί εξαναγκασμού του να εγγραφεί στο σώμα. Δεν μπορεί τέλος να αγνοηθεί ότι ο αιτητής δεν αναφέρει τελικά τι έγινε αφότου έφυγε από τη χώρα, παρότι, ως ο ίδιος αναφέρει, η αδερφή του διαμένει ακόμα στο ίδιο μέρος και μάλιστα, δεδομένου ότι έχει καταφέρει – σύμφωνα με όσα ο ίδιος αναφέρει – να υφαρπάξει, έστω προσωρινά, από τον πατέρα τους και να φωτογραφήσει τα έγγραφα που επισυνάπτει ο αιτητής στην ΕΔ. Συνεπώς θα ήταν αναμενόμενο ο αιτητής να είναι σε θέση να αναφέρει τι έγινε από το 2019 που έφυγε ο ίδιος από τη χώρα, μαζί με την μητέρα του. Δεδομένου ότι το ζήτημα δεν θα μπορούσε βεβαίως να σταματά στην υπογραφή των εγγράφων από τον αιτητή, είναι βεβαίως πολύ σημαντικό για τον ισχυρισμό αυτό να διευκρινιστεί τι έκανε ο πατέρας του μετά. Έστειλε τελικά τα έγγραφα που κατ’ ισχυρισμό πίεσε τον αιτητή να υπογράψει στις αρχές, έχει καταγγείλει τον αιτητή για αποστασία ή αποφυγή των υποχρεώσεων του, έχουν ενημερωθεί η Αρχές για την υπογραφή των εγγράφων; Η απουσία των ως άνω εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών διαβρώνει, επιπροσθέτως όσων αμέσως πιο πάνω καταγράφονται, την εσωτερική συνοχή των λεγομένων του αιτητή.

Ενόψει λοιπόν της απόρριψης του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού, απομένει η αξιολόγηση κινδύνου στη βάση των αποδεκτών 1ου, 2ου και 4ου ουσιωδών ισχυρισμών των αιτητών, η οποία – δεδομένου ότι ο αιτητής έχει (ήδη, από το 2019) ενηλικιωθεί – θα πρέπει να γίνει χωριστά για τον αιτητή και την αιτήτρια.

Σημειώνω, προτού προχωρήσω ότι αποδέχομαι ως αξιόπιστα τα Τεκμήρια 1 και 2 της ΕΔ που προσκόμισε ο αιτητής, καθώς το περιεχόμενο τους συνάδει πλήρως με τα όσα ήδη έχουν γίνει αποδεκτά από τους καθ’ ων η αίτηση, κατάληξη με την οποία συμφωνώ, ως ανωτέρω εξηγώ, στα πλαίσια του 2ου και 4ου ισχυρισμού των αιτητών για τη συμμετοχή του αιτητή σε προγράμματα γαλούχησης/εκπαίδευσης εφήβων στο σώμα των Basij.

Παρεμβάλλω ότι στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.107-108, αναφέρονται τα εξής:

«Το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης αφορούν το αν το έγγραφο είναι αξιόπιστο. Ένα έγγραφο μπορεί να είναι γνήσιο, υπό την έννοια ότι πρόκειται όντως για το έγγραφο ως το οποίο υποβάλλεται, αλλά το περιεχόμενό του ενδέχεται να είναι αναξιόπιστο και να μην τεκμηριώνει τις δηλώσεις του αιτούντος. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας και της αξιοπιστίας του εγγράφου το φέρει ο αιτών.

Ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν παράγοντες όπως η εσωτερική συνέπεια, το επίπεδο λεπτομέρειας, η συνέπεια με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και ιδιαίτερα με τις ΠΧΚ, και το αν οι πληροφορίες προέρχονται από άμεση πηγή. Το ίδιο ισχύει και για πτυχές που αφορούν τον συντάκτη, τα προσόντα του, την αξιοπιστία των πληροφοριών στις οποίες βασίζεται το έγγραφο και τον σκοπό για τον οποίο συντάχθηκε.

[…]

Τα έγγραφα πρέπει να υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος: οι αρχές που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αναφέρονται στην ενότητα 4.3 ανωτέρω δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης (324). Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων.»

Στη βάση λοιπόν και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών αποδέχομαι ως αξιόπιστα τα έγγραφα (Τεκμήρια 1 και 2 της ΕΔ). Δεν είναι όμως η ίδια η κατάληξη μου αναφορικά με τα όσα αναφέρει ο αιτητής περί υπογραφής εγγράφων και του κατ’ ισχυρισμό κινδύνου που υφίσταται σε περίπτωση επιστροφής του, λόγω της κατ’ ισχυρισμό αποστασίας του από το σώμα των Sepah Al Quds, εφόσον αυτά συνιστούν επανάληψη κατ’ ουσία των όσων ο αιτητής ανέφερε κατά τη συνέντευξη, τα οποία δεν έχουν γίνει αποδεκτά, ως και πιο πάνω εξηγείται.

Επανέρχομαι στην αξιολόγηση κινδύνου για τους αιτητές, ως προκύπτει, αν προκύπτει, από τους αποδεκτούς ενώπιον μου ισχυρισμούς και στοιχεία.

Ο αιτητής από την πλευρά του έγινε δέκτης πιέσεων και απειλών από τον πατέρα του και τον είχε χτυπήσει μια φορά στο σχολείο, αρκετό καιρό μετά που ο αιτητής σταμάτησε να μετέχει στο πρόγραμμα εκπαίδευσης των Basij. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συμμετοχή του αιτητή στις εκπαιδεύσεις των Basij, πέραν των λεγομένων του αιτητή στη συνέντευξη, τα οποία περιλαμβάνονται και στον αποδεκτό 4ο ουσιώδη ισχυρισμό, ενισχύεται από την ΕΔ και το συνημμένο σ’ αυτήν Τεκμήριο 1. Παρότι λοιπόν έχει απορριφθεί ο 3ος ουσιώδης ισχυρισμός του αιτητή παραμένει, ως προκύπτει από τους αποδεκτούς ισχυρισμούς των αιτητών, το ενδεχόμενο δίωξης ή βλάβης του αιτητή λόγω του ότι έφυγε από τη χώρα του προτού εκπληρώσει την υποχρεωτική δια νόμου στρατιωτική του θητεία. Επί τούτου, ως αναφέρει τόσο στη συνέντευξη όσο και στη ΕΔ, ο αιτητής φοβάται ότι, δεδομένου ότι έχει αποστατήσει, ως ισχυρίζεται, από τις τάξεις των Basij και του ότι έχει φύγει από τη χώρα λίγο πριν καταστεί στρατεύσιμος, κατά την επιστροφή του στη χώρα, θα καταδικαστεί σε πολυετή φυλάκιση, στα πλαίσια της οποίας θα υποστεί βασανιστήρια και ότι, ακόμα και μετά από τη φυλάκιση του, θα υποστεί στέρηση άλλων δικαιωμάτων του (βλ. συνέντευξη ερ.74)  αφού η οργάνωση «έχει τέτοια δύναμη και εξουσία στο Ιράν που θα [του] κλείσει όλες τις πόρτες, είτε για οιεσδήποτε σπουδές που θα [θελήσει] να [κάνει], είτε για επαγγελματική καταξίωση, έτσι ώστε να [τον] εξαναγκάσει να [παραμείνει] στους κόλπους της» (παρ.5 ΕΔ).  Το ζήτημα αυτό, παρότι αναφέρθηκε ακροθιγώς στα πλαίσια της αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού, δεν αξιολογήθηκε στα πλαίσια της εκτίμησης κινδύνου (σε μελλοντοστραφή βάση) και γι’ αυτό θα πρέπει να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσης, δεδομένης της εξουσίας που κέκτηται το Δικαστήριο για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των ενώπιον του στοιχείων, δεδομένου ότι, παρότι δεν έγινε αποδεκτό ότι υπέγραψε έγγραφα για ένταξη του στο σώμα Sepah Al Quds, παραμένει το ζήτημα της υποχρέωσης του αιτητή να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία, ως θα εξηγήσω πιο κάτω.

Επί του ως άνω ζητήματος εντοπίζω τις εξής πληροφορίες (ΠΧΚ).

Πρόσφατη (2023) έκθεση του Department of Foreign Affairs and Trade της Αυστραλίας [5] αναφέρει ότι ισχύει υποχρεωτική στρατιωτική θητεία για όλους τους άνδρες άνω των 18 ετών στο Ιράν, μεταξύ 14 και 24 μηνών, η οποία προσφάτως (αρχές 2024) έχει μειωθεί σε ένα μέσο ορό περί των 14 μηνών και οι συνθήκες της στρατιωτικής θητείας ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με τις ατομικές τοποθετήσεις και τις περιστάσεις. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι «Όσοι αποφεύγουν την υπηρεσία αλλά δεν μπορούν να ζητήσουν νόμιμα εξαίρεση μπορεί να τιμωρηθούν. Όσοι εγκαταλείπουν τη χώρα και επιστρέφουν πριν συμπληρώσουν τα 50 χρόνια μπορούν να στρατολογηθούν. Όσοι είναι άνω των 40 ετών πιθανότατα θα λάβουν πρόστιμο. Οι ποινικές κυρώσεις περιλαμβάνουν πρόστιμα ή φυλάκιση ή ανάκληση της άδειας οδήγησης, του διαβατηρίου ή της άδειας εξόδου από τη χώρα. Μπορεί επίσης να εμποδιστεί η πρόσβαση σε θέσεις εργασίας του δημόσιου τομέα (η κυβέρνηση είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης στο Ιράν μακράν) ή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τοπικές πηγές αναφέρουν ότι οι άνδρες που επιστρέφουν στο Ιράν και επιδιώκουν να αποφύγουν τη στράτευση θα μένουν λιγότερο από τρεις μήνες σε κάθε επίσκεψη.»

Στην έκθεση της EUAA «COI ReportIran: Country Focus» (June 2024) [6] αναφέρονται τα εξής σχετικά με τη στρατιωτική θητεία, το IRGC και Basij.

«Προηγουμένως, οι στρατεύσιμοι τοποθετούνταν «τυχαία» σε διάφορες ένοπλες δυνάμεις [όπλα/σώματα], περιλαμβανομένου του IRGC, αλλά από το 2010, το 80 % των στρατολογημένων ατόμων του IRGC εντάσσονται εθελοντικά. […] Το IRGC και οι Basij δεν χρησιμοποιούν βία για να στρατολογήσουν τα μέλη τους. Η στρατολόγηση από το IRGC βασίστηκε σε μια «ριζοσπαστικοποιημένη» ιδεολογία. Το IRGC στρατολογεί κυρίως μεταξύ των ενεργών μελών της Basij ή ατόμων με περισσότερο ιδεολογικό υπόβαθρο. Πάνω από το 70 % των μελών του IRGC προέρχονται από την Basij και περίπου το 30 % από αυτά είναι άτομα με μεταπτυχιακό που εντάχθηκαν εθελοντικά στο IRGC για να ασκήσουν εργασίες που σχετίζονται με το γραφείο. Το IRGC και οι Basij χρησιμοποιούν οικονομικά κίνητρα ως εργαλείο για να προσελκύσουν και να στρατολογήσουν άτομα. Οι Basij είναι επίσης γνωστοί για τη στρατολόγηση παιδιών εθελοντών σε ιρανικά σχολεία,  από το δημοτικό μέχρι το γυμνάσιο. Ο μέσος όρος ηλικίας των μελών της είναι μεταξύ 15 και 30 ετών. Τα μέλη των Basij, ηλικίας άνω των 15 ετών, λαμβάνουν δίμηνη υποχρεωτική εκπαίδευση από τον IRGC. […] Τα μέλη των Basij επιτρέπεται να αποφεύγουν την υποχρεωτική στράτευση στη χώρα.».

Στην αναφορά της EUAA «COI Query: Iran, Desertion / draft evasion from the army and the Islamic Revolutionary Guard Corps (IRGC)» [7] (09/02/22), εξηγείται οι ένοπλες δυνάμεις του Ιράν αποτελούνται από τον (κανονικό) στρατό (Artesh), που επιφορτίζεται με την υπεράσπιση της χώρας από εξωτερικές απειλές, το IRGC, που επιφορτίζεται με την υπεράσπιση του καθεστώτος κατά οιασδήποτε «εσωτερικής ή εξωτερικής απειλής» και το LEC, που είναι η εθνική αστυνομία της χώρας, άπαντα των οποίων βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Ανώτατου Ηγέτη του Ιράν. Στην ίδια έκθεση καταγράφονται τα εξής σχετικά με την αντιμετώπιση λιποτακτών ή ατόμων που αποφεύγουν τη στράτευση:

«Μια έκθεση του 2013 από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ολλανδίας, ανέφερε ότι τα άτομα που θεωρούνται ανυπότακτοι μπορεί να χάσουν τα κοινωνικά και πολιτικά τους δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην εργασία, στην εκπαίδευση ή στη δημιουργία της δικής τους επιχείρησης.

Το 2014, το Κέντρο Τεκμηρίωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ιράν (IRAN HRDC) σημείωσε ότι «η αποτυχία να υπηρετήσει χωρίς να του χορηγηθεί εξαίρεση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την άρνηση της κυβέρνησης να χορηγήσει άδεια οδήγησης σε αυτό το άτομο, την ανάκληση του διαβατηρίου του και την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα χωρίς ειδική άδεια».

Ένα άρθρο του Middle East Eye του 2016 ανέφερε ότι η ιρανική κυβέρνηση είχε ξεκινήσει μια καταστολή των νεαρών ανδρών που προσπαθούσαν να αποφύγουν την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, προσθέτοντας ότι μεταξύ 30.000 και 35.000 άτομα συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια του 2016 για απόπειρα αποφυγής της στρατιωτικής θητείας.

Τον Μάρτιο του 2021, ο αντιπρόεδρος του κοινοβουλίου του Ιράν, Amir-Hossein Ghazizadeh-Hashemi, ζήτησε τον τερματισμό της υποχρεωτικής στράτευσης, ενημερώνοντας ότι, μέχρι εκείνη την ημερομηνία, υπήρχαν 3 εκατομμύρια ανυπότακτοι. Επικαλούμενη το ιρανικό Fars News, τον Απρίλιο του 2021, η Jerusalem Post ανέφερε ότι περίπου 50.000 άνθρωποι στο Ιράν είχαν υπογράψει μια αναφορά που ζητούσε τον τερματισμό της υποχρεωτικής στρατιωτικής στράτευσης.»

Σχετικά με τον τόπο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπηρετούν τη θητεία τους οι στρατεύσιμοι, στην έκθεση του Home Office του Η.Β. «Country Policy and Information Note Iran: Military service» [8] αναφέρονται τα εξής:

«Μια κοινή έκθεση της Υπηρεσίας Μετανάστευσης της Δανίας (DIS) και του Δανικού Συμβουλίου Προσφύγων (DRC), που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2018, η οποία εξέτασε τη στρατολόγηση Ιρανών υπηκόων στον πόλεμο στη Συρία, δεν έκανε καμία αναφορά σε όσους υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία [να έχουν αναπτυχθεί] στη Συρία. Η έκθεση ανέφερε ότι ήταν τα επίλεκτα και επαγγελματικά μέλη του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης ή των Ειδικών Δυνάμεων και όχι οι απλοί στρατιωτικοί που συμμετείχαν στις μάχες εκεί.

[…]

Σύμφωνα με άρθρο της 21ης Μαΐου 2022 του Iran International, η πλειονότητα των στρατευσίμων «... επιστρατεύονται στον παραδοσιακό στρατό, αλλά κάποιοι με τις σωστές διασυνδέσεις υπηρετούν στους Φρουρούς της Επανάστασης όπου οι συνθήκες είναι πολύ καλύτερες. Ωστόσο, πολλοί υπηρετούν σε εθνικές αστυνομικές μονάδες, οι οποίες χρησιμοποιούνται επίσης για την καταστολή διαδηλώσεων.

Επικαλούμενος τη δική του εμπειρία από τη στρατιωτική θητεία, ο Sina Azodi έγραψε ότι «Αφού ολοκλήρωσα τη βασική εκπαίδευση έξω από τη βάση αεράμυνας Semnan, έλαβα κάποια μέτρια εκπαίδευση ως μέλος της στρατιωτικής αστυνομίας και έκανα κυρίως δουλειά γραφείου.

Ο Moghadam σημείωσε σχετικά με τα στρατιωτικά καθήκοντα ότι, σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, εκτός από τους στρατιώτες που υπηρετούν στα σύνορα: «... Μερικοί στρατιώτες ασχολούνται με ένα επάγγελμα που δεν σχετίζεται ούτε με την εξειδίκευσή τους ούτε με τον βαθμό τους ή την καθιερωμένη περιγραφή για αυτήν την υπηρεσία.

Μερικά από αυτά τα έργα που δηλώθηκαν από στρατιώτες είναι 1. Κηπουρική, 2. Βοσκή, 3. Εργασία, 4. Πεζός, 5. Καθαρισμός, 6. Αξιωματικοί προσωπικοί οδηγοί, 7. Γραμματέας και 8. Κάνοντας στους αξιωματικούς προσωπικές δουλειές όπως η αγορά ειδών παντοπωλείου, το σιδέρωμα και η φροντίδα των παιδιών τους. Αυτό συμβαίνει ενώ, δήλωσαν ορισμένοι στρατιώτες που βρίσκονταν σε στρατώνες, η διετής υπηρεσία τους αφαιρείται σε καθημερινές πορείες χωρίς καμία συγκεκριμένη εκτελεστική στρατιωτική εκπαίδευση.

Η έκθεση της DFAT ανέφερε ότι «Μια τοπική πηγή που είχε υποβληθεί σε στρατιωτική θητεία είπε στην DFAT ότι δεν είχε βιώσει ή δει κακοποίηση ή υποσιτισμό, αλλά δεν μπορούσε να τους απορρίψει, ιδιαίτερα σε πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας. Ο Sina Azodi δήλωσε ότι οι στρατεύσιμοι «... συχνά τύγχαναν κακομεταχείρισης από αξιωματικούς, αλλά δεν παρείχε περισσότερες λεπτομέρειες.»

Παρότι πολλά κράτη μέλη της ΕΕ έχουν τοποθετήσει το σώμα IRGC στον κατάλογο με τρομοκρατικές ομάδες, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρότι το ζήτημα συζητείται συχνά, δεν έχει ακόμα προβεί σε τέτοια συμπερίληψη. Σημειώνεται ότι, ως προκύπτει από άρθρο του περιοδικού Foreign Policy ημ.30/01/23, τυχόν κατάταξη στρατεύσιμων στο IRGC δεν είναι τυχαία, αλλά αποτέλεσμα προσεκτικής επιλογής μεταξύ ατόμων που το καθεστώς έχει από πριν γαλουχήσει ή είναι πεπεισμένο ότι θα ανταποκριθούν στα καθήκοντα και είναι αρκούντως ιδεολογικά ευθυγραμμισμένα μ’ αυτό. [9]

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ΠΧΚ που προσκόμισαν οι αιτητές κατά τις διευκρινίσεις δεν διαφέρουν από τις ως άνω, τα όσα δε αναφέρονται στη σελ.7 του Υπομνήματος που κατατέθηκε από τη συνήγορος του περί αναγκαστικής στρατολόγησης στο σώμα Quds αφορούν άτομα άλλων εθνοτήτων και το σώμα αυτό και μόνο. Τα όσα τέλος αναφέρονται σχετικά με της μεθόδους στρατολόγησης στο IRGC και Basij (σελ.8-9) επιβεβαιώνουν ότι η ένταξη στα σώματα αυτά είναι εθελοντική, δια της προσέλκυσης ενδιαφερομένων.

Εκ των ως άνω συνάγεται ότι, δεδομένου ότι ο 3ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος, ο αιτητής θα πρέπει – κατά λογική συνέπεια - κατά την επιστροφή του στο Ιράν να καταταγεί ώστε να εκπληρώσει την υποχρεωτική στρατιωτική του θητεία. Εν προκειμένω σημειώνω ότι, πέραν τις αναφοράς περί μαζικών συλλήψεων το 2016 ατόμων τα οποία απέφευγαν να στρατευθούν, η πρόσφατη δε τάση είναι η μείωση του χρόνο της θητείας σχεδόν κατά το ήμισυ (από 24 σε 14 μήνες), ενώ συχνά συζητείται η πλήρης εξάλειψη της υποχρεωτικής θητείας, έχουν δε κατά το παρελθόν εφαρμοστεί σχέδια για εξαγορά της θητείας, ουδεμία άλλη αναφορά εντοπίζεται η οποία να καθιστά πιθανόν για άτομο που επιστρέφει από το εσωτερικό να υποστεί κάτι άλλο παρά να αναγκασθεί, ενόψει των κυρώσεων σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της θητείας του, οι οποίες είναι πολλές και αρκούντως σοβαρές (βλ. ΠΧΚ πιο πάνω), να υπηρετήσει. Εν προκειμένω θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ενόψει του ότι οι σχέσεις του με τον πατέρα του ήταν τεταμένες ήδη από το 2018 (όταν ο αιτητής έπαυσε να παρακολουθεί τα μαθήματα στις τάξεις των Basij, τα οποία, ως γίνεται αντιληπτό, είναι προθάλαμος για την μετέπειτα υπηρεσία στο σώμα αυτό), αναμένεται πως δεν θα επιδιώξει επικοινωνία μαζί του. Κατά την στράτευση του, σύμφωνα με τις πιο πάνω πληροφορίες, χωρίς να επιδιώξει ο ίδιος ή μέσω του πατέρα του να ενταχθεί σε κάποιο συγκεκριμένο σώμα (όπως IRGC ή κάποιο παρακλάδι αυτού) δεν αναμένεται να βιώσει κάτι περισσότερο από μια φυσιολογική θητεία, χωρίς ιδιαίτερη ή εντατική εκπαίδευση ή κακουχίες, όπως όλοι οι στρατεύσιμοι νέοι της χώρας. Σημειώνω δε ότι το γεγονός ότι στο παρελθόν ο αιτητής σταμάτησε τα μαθήματα γαλούχησης στα οποία πήγαινε (στο σώμα των Basij εφήβων), καθιστά ακόμα πιο απομακρυσμένη την ήδη πολύ μικρή πιθανότητα να κληθεί ο αιτητής να υπηρετήσει στο IRGC (ή στο παρακλάδι αυτού Basij), τα οποία και επιφορτίζονται ενίοτε με την καταστολή διαμαρτυριών με τη χρήση βίας, χωρίς να το επιζητήσει, δεδομένου άλλωστε ότι ήταν και ο λόγος που ο αιτητής εγκατέλειψε το σώμα. Θα πρέπει επί τούτου να σημειωθεί ότι ο αιτητής ουδέν στοιχείο έδωσε για τη θέση του πατέρα του στο σώμα, παρότι ερωτήθηκε σχετικώς στη συνέντευξη, ουδέν δε περαιτέρω ανέφερε στην ΕΔ, εκ του οποίου θα μπορούσε ενδεχομένως να συναχθεί αν υφίσταται η πιθανότητα ο πατέρας του να επέμβει κατά την επιστροφή του αιτητή και να επηρεάσει το που θα εκπληρώσει ο αιτητής τη θητεία του.

Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι οι κυρώσεις σε περίπτωση αποφυγής στράτευσης ή και λιποταξίας είναι πολλές και ιδιαίτερα σοβαρές και αγγίζουν κάθε πτυχή της ζωής ενός Ιρανού. Όμως εδώ το ζήτημα δεν φτάνει στο σημείο να είναι αναγκαίο να γίνει αξιολόγηση των συνεπειών αυτών για τους εξής λόγους. Ο ίδιος ο αιτητής, ερωτώμενος σχετικά κατά τη συνέντευξη, αλλά και στην ΕΔ, το μόνο που δίδει ως λόγο για να μην στρατευθεί είναι ότι φοβάται ότι θα σταλεί με το σώμα Quds σε μάχιμη υπηρεσία στο εξωτερικό. Αυτός όμως ο ισχυρισμός βασίζεται στον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος απορρίφθηκε και δεν μπορεί συνεπώς να εξεταστεί το ζήτημα σ’ αυτή τη βάση. Το άλλο που ο αιτητής ανέφερε είναι ότι δεν θέλει να εμπλέκεται σε καταστολή διαδηλώσεων και βία κατά πολιτών. Όμως, παρότι η συμμετοχή του σε μαθήματα γαλούχησης των Basij έγινε δεκτή, η αποχώρηση του ήδη από το 2018 (περί τον 1 χρόνο προτού φύγει από το Ιράν) δεν φαίνεται να είχε κάποια επίπτωση στον ίδιο και – σε κάθε περίπτωση, ως εκ των ως άνω ΠΧΚ προκύπτει – δεν αναμένεται να ενταχθεί στις τάξεις του IRGC (ή στο παρακλάδι αυτού Basij), εφόσον η υπηρεσία στρατεύσιμου στο σώμα αυτό είναι είτε αποτέλεσμα εθελοντικής κατάταξης του εκεί ή κατόπιν διαπίστωσης ότι το άτομο αυτό ευθυγραμμίζεται πλήρως με τη γραμμή και τα ιδεώδη του εν λόγω σώματος. Συνεπώς, δεδομένου ότι ο αιτητής έχει στο παρελθόν κατ’ ουσία παραιτηθεί από τα μαθήματα γαλούχησης στα οποία λάμβανε μέρος, είναι θεωρώ απίθανο να επιλεγεί να υπηρετήσει  σε τέτοια θέση.

Δεδομένων των ως άνω διαπιστώσεων μου, οι μόνες επιπτώσεις που ενδεχομένως θα έχει ο αιτητής κατά την επιστροφή του στο Ιράν πηγάζουν από την επιλογή του (κατά την επιστροφή του) να μην στρατευθεί, ως υποχρεούται, η οποία και δεν έχει συνδεθεί (είτε από τον αιτητή είτε από την αιτήτρια) καθ’ οιοδήποτε τρόπο με έκφραση αποστροφής του (αιτητή) στο καθεστώς (ουδέν έχει αναφερθεί σχετικώς) ή συνδέεται με άλλη πεποίθηση του, πολιτικής ή άλλης φύσεως, ή κάποια ιδεολογία ή στάση ζωής που δεν του επιτρέπει να στρατευθεί για συγκεκριμένους λόγους.

Σχετικώς με όσα αμέσως πιο πάνω σημειώνω, θεωρώ σκόπιμο να υπομνησθούν τα όσα καταγράφονται στο σχετικό εγχειρίδιο του EASO «Πρακτικός Οδηγός για τις πολιτικές πεποιθήσεις» (Νοέμβριος 2022), σελ.60-62.

«Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα κράτη νομιμοποιούνται να επιβάλλουν υποχρέωση στρατιωτικής θητείας και, ως εκ τούτου, η άρνηση στράτευσης δεν συνιστά έγκυρο λόγο για. χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Το κράτος έχει την εξουσία να επιβάλλει ποινές για λιποταξία ή ανυποταξία. Η στρατιωτική θητεία, ωστόσο, πρέπει να έχει μια νομική βάση, να εκτελείται με τρόπο μη αυθαίρετο και αμερόληπτο και να βασίζεται σε στρατιωτικές ανάγκες και σχέδια. Οποιαδήποτε τιμωρία λόγω άρνησης εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας θα πρέπει να αποτρέπει κάθε είδους διάκριση, να είναι αναλογική και να προβλέπεται από τη νομοθεσία. Πρέπει επίσης να δίνεται η δυνατότητα προσφυγής κατά της πρόσκλησης στράτευσης ενώπιον δικαστηρίου.

[…]

Υπάρχουν διάφορες περιστάσεις κατά τις οποίες η άρνηση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας μπορεί να οδηγήσει σε δίωξη για λόγους (αποδιδόμενων) πολιτικών πεποιθήσεων.

Αντίρρηση συνειδήσεως Η απουσία δυνατότητας αναγνώρισης της αντίρρησης συνειδήσεως και η απουσία δυνατότητας εναλλακτικής θητείας μπορούν, για τους. αντιρρησίες συνειδήσεως, να θεωρηθούν από μόνες τους σοβαρή παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η οποία θα ισοδυναμούσε με δίωξη (45). Σχετικό παράδειγμα θα μπορούσε να αποτελεί ένας ειρηνιστής αντιρρησίας συνείδησης σεχώρα όπου δεν υπάρχει αναγνώριση ή διαδικασία για την απόδοση καθεστώτος αντιρρησία συνείδησης ούτε και δυνατότητα εναλλακτικής θητείας.

Διακρίσεις ή/και κακομεταχείριση κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας. Ορισμένοι αιτούντες έχουν αντιμετωπίσει διακρίσεις και κακομεταχείριση κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους θητείας. Αυτό μπορεί να ισχύει στην περίπτωση ανθρώπων με απόψεις αντίθετες προς τις κυβερνητικές πολιτικές, οι οποίοι υφίστανται διακρίσεις και κακομεταχείριση λόγων των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Ένα ακόμα σχετικό παράδειγμα είναι εκείνο των στρατευμένων από συγκεκριμένες περιοχές οι οποίοι τοποθετούνται στο μέτωπο με δυσανάλογο ρυθμό αμέσως μετά τη στράτευσή τους και με ελάχιστη εκπαίδευση σε συνθήκες μάχης, ως ένα είδος τιμωρίας για την έλλειψη αφοσίωσης στο καθεστώς που επιδεικνύουν ορισμένες ομάδες στην περιοχή της χώρας από την οποία προέρχονται οι συγκεκριμένοι στρατευμένοι.

Δυσανάλογη ή/και αυθαίρετη τιμωρία του λιποτάκτη ή του ανυπότακτου, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η τιμωρία που επιβάλλεται στους αιτούντες που αρνούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία είναι δυσανάλογη ή εφαρμόζεται αυθαίρετα λόγω των (εικαζόμενων) πολιτικών πεποιθήσεων ή του ιστορικού του αιτούντος.

Ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής για την άρνηση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας σε σύρραξη, εάν η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας θα περιλάμβανε εγκλήματα ή πράξεις που εμπίπτουν στους λόγους αποκλεισμού που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση). Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), μια πράξη δίωξης μπορεί να λάβει τη μορφή ποινικής δίωξης ή επιβολής ποινής για την άρνηση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας σε σύρραξη, εάν η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας θα περιλάμβανε εγκλήματα ή πράξεις που εμπίπτουν στους λόγους αποκλεισμού. Σχετικά παραδείγματα μπορεί να αφορούν και περιπτώσεις ανυποταξίας ή λιποταξίας κατά τη διάρκεια εμφυλίου πολέμου.»

Επανερχόμενος τώρα στα ενώπιον μου στοιχεία διαπιστώνω ότι ουδεμία εκ των ως άνω περιπτώσεων ισχύει εν προκειμένω. Ο αιτητής το μόνο που αναφέρει τελικά είναι ότι δεν επιθυμεί να στρατευθεί, δεδομένου ότι – ως και ανωτέρω έχω εξηγήσει – ο κίνδυνος να ενταχθεί παρά τη θέληση του στο σώμα Quds έχει ήδη απορριφθεί, η δε πιθανότητα να ενταχθεί στις τάξεις του IRGCBasij) είναι, υπό το φως των ως άνω ΠΧΚ, πολύ μικρή, καθώς δεν φαίνεται να είναι τυχαία η επιλογή στο σώμα αυτό, ακόμα δε και τότε δεν είναι σίγουρο ότι θα εμπλακεί σε καταστολή διαδηλώσεων. Δεν αναφέρει λοιπόν ούτε κάποιο λόγο που θα έθετε την άρνηση του στα πλαίσια ενός λόγου δίωξης, ως αυτοί παρατίθενται στο αρ.3Δ ή ότι ενδεχόμενη δίωξη του σε περίπτωση άρνησης του εμπίπτει στο αρ.3Γ (2) (ε) του Νόμου (βλ. τελευταία περίπτωση του ως άνω αποσπάσματος).

Σημειώνω δε περαιτέρω ότι στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη C‑238/19, ΕΖ, ημ.19/11/20, όπου επίδικο ήταν το ζήτημα απόδειξης του συσχετισμού της άρνησης εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας σε σύρραξη (πράγμα που δεν ισχύει εν προκειμένω), λέχθηκαν τα εξής, τα οποία εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και εδώ.

«47. Βεβαίως, σε πολλές περιπτώσεις, η άρνηση εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας αποτελεί έκφραση πολιτικών πεποιθήσεων –είτε αυτές συνίστανται στην απόρριψη κάθε χρήσης στρατιωτικής δύναμης είτε στην αντίθεση προς την πολιτική ή τις μεθόδους των αρχών της χώρας καταγωγής–, θρησκευτικών πεποιθήσεων ή, ακόμη, είναι απόρροια της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Στις περιπτώσεις αυτές, με τους ίδιους ως άνω λόγους συνδέονται και οι πράξεις δίωξης στις οποίες μπορεί να οδηγήσει η άρνηση αυτή.

48. Ωστόσο, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 67 των προτάσεών της, οι λόγοι άρνησης εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας ενδέχεται επίσης να είναι διαφορετικοί από τους πέντε προαναφερθέντες λόγους δίωξης. Η άρνηση αυτή μπορεί, μεταξύ άλλων, να οφείλεται στον φόβο έκθεσης στους κινδύνους που συνεπάγεται η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας σε πλαίσιο ένοπλης σύρραξης.

50. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη συσχετισμού μεταξύ τουλάχιστον ενός από τους λόγους δίωξης που μνημονεύονται στο άρθρο 10 της οδηγίας αυτής και της ποινικής δίωξης και επιβολής ποινής που διαλαμβάνονται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεδειγμένη ούτε, κατά συνέπεια, να εξαιρεθεί από την εξέταση την οποία διενεργούν οι εθνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας.»

Συνεπώς, ως και εκ του ως άνω αποσπάσματος συνάγεται, η άρνηση ενός αιτητή να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία δεν σημαίνει αυτομάτως και δεν επάγεται άνευ ετέρου ότι τούτη η άρνηση του συνδέεται με κάποιο λόγο δίωξης ή συνδέεται με την κατά περίπτωση επαπειλούμενη (ενδεχομένως) πράξη δίωξης. Εδώ ο αιτητής δεν εξέφρασε σε κανένα σημείο των δηλώσεων του απαρέσκεια προς το καθεστώς ή ιδεολογικούς ή άλλους λόγους για την άρνηση (ή, καλύτερα, μη επιθυμία) του να στρατευθεί, παρά μόνο παράθεσε τις επαπειλούμενες κυρώσεις στην περίπτωση που εμμένει στην άρνηση του και τον φόβο του κινδύνου που (πιστεύει ότι) συνεπάγεται η στράτευση του.

Είναι εκ των ως άνω λοιπόν κατάληξη μου ότι εκ των ενώπιον μου στοιχείων δεν υπάρχει, σε εύλογο βαθμό πιθανότητας, πιθανότητα ο αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν, σε κάθε δε περίπτωση ουδόλως συνδέεται με λόγο δίωξης, και ουδέν ετέθη που να καθιστά ευλόγως πιθανό, σε περίπτωση που τελικά στρατευθεί, να εκτεθεί σε κίνδυνο που υπερβαίνει αυτόν που υπόκειται το σύνολο των στρατευμένων (κληρωτών) στη χώρα, ο οποίος, σύμφωνα με τις διαθέσιμες ΠΧΚ που παραθέτω πιο πάνω, δεν αναμένεται να είναι αυξημένος, η ίδια δε η διάρκεια της θητείας έχει κατά πολύ μειωθεί εκ της αναχώρησης του αιτητή από τη χώρα. Συνεπώς αν εμμένει κατά την επιστροφή του στην άρνηση του να στρατευθεί ο αιτητής θα έπρεπε οι κυρώσεις με τις οποίες απειλείται να συνδέονται με κάποιο από τους λόγους δίωξης, σύνδεση που, ως ανωτέρω εξηγώ, δεν υφίσταται εν προκειμένω. Άρα λοιπόν παρέλκει η αξιολόγηση της σοβαρότητας των κυρώσεων σε περίπτωση μη στράτευσης του αιτητή, στην απουσία, σε κάθε περίπτωση, λόγου (δίωξης) που να συνδέεται με τις πράξεις αυτές, ήτοι του αν αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως έχουσες το απαιτούμενο επίπεδο σοβαρότητας ώστε να συνιστούν πράξεις διώξεως. Δεν έχουν δε εντοπιστεί ΠΧΚ που να δεικνύουν ότι άτομα που δεν κατατάγονται δύναται να θεωρηθούν εκ μόνου τούτου ως αντιφρονούντες.

Αξίζει να σημειώσω τέλος ότι, σχετικά με το ενδεχόμενο ο πατέρας του αιτητή (πρώην σύζυγος της αιτήτριας) να αποτελεί κίνδυνο (ως φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης) κατ’ αυτών, δεδομένου ότι ουδέν αναφέρθηκε για τη θέση που αυτός έχει στο καθεστώς ή και στο σώμα των Basij, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση επιστροφής τους στο Ιράν, είναι πιθανό αυτός να τους εντοπίσει και να τους βλάψει καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή να επαναλάβει τις πράξεις βίας και απειλές που υπέστηκαν οι αιτητές απ’ αυτόν κατά το παρελθόν, έχουν δε παρέλθει πέραν των 6 ετών έκτοτε και δεν έχει αναφερθεί τίποτε εκ των αιτητών για άλλη εξέλιξη εν τω μεταξύ. Άλλωστε η αιτήτρια συνδέει τον φόβο της μόνο με τον υιό της και τα έγγραφα που αυτός υπέγραψε (ισχυρισμοί που δεν έγιναν αποδεκτοί), ο δε φόβος του αιτητή συνάρταται – δεδομένου ότι όσα ανέφερε στα πλαίσια του 3ου ουσιώδους ισχυρισμούς δεν έχουν γίνει αποδεκτά - μόνο με την άρνηση του να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία με την επιστροφή του.

Ενόψει των ως άνω απομένει μια εκτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής των αιτητών (Karaj) σε επικαιροποιημένη βάση.

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στην επαρχία Alborz, πρωτεύουσα της οποίας αποτελεί η πόλη Karaj, καταγράφηκαν το τελευταίο έτος (Νοέμβριος 2024 - 2025) 52 περιστατικά ασφαλείας, που επέφεραν 25 απώλειες[10]. Στην πόλη Karaj συγκεκριμένα (απέχει 38 χιλιόμετρα από την Τεχεράνη[11]) καταγράφηκαν 34 εξ αυτών και επέφεραν 24 απώλειες[12]. Toν τελευταίο μήνα, στην πόλη Karaj καταγράφηκαν τρία περιστατικά ασφαλείας, διαδηλώσεις στο σύνολό τους, οι οποίες δεν επέφεραν κάποια απώλεια[13].  Ο πληθυσμός της επαρχίας Alborz ανέρχεται[14] περί τα 2 εκατομμύρια [15], της δε πόλης Karaj περί το ενάμιση εκατομμύριο κατοίκους[16].

Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι δεν δεικνύεται εύλογη πιθανότητα οι αιτητές να αντιμετωπίσουν με την επιστροφή τους σοβαρή απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής τους ακεραιότητας, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμεναν, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψουν, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχουν κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας τους εκεί. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τους αιτητές, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [17] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21). 

Λαμβάνω προς τις ως άνω διαπιστώσεις μου υπόψη ότι ο αιτητής έχει ενηλικιωθεί (είναι 24 ετών σήμερα), η αιτήτρια διατηρούσε δική της επιχείρηση και έχει εργασιακή εμπειρία, δεν αντιμετώπισαν άλλα προβλήματα στο παρελθόν με τον σύζυγο της αιτήτριας, πατέρα του αιτητή και διατηρούν οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής τους (κόρη αιτήτριας, αδελφή αιτητή) και αδελφή αιτήτριας (ερ.61).

Έπεται λοιπόν ότι οι αιτητές, έκαστος ατομικά ή και μαζί, δεν κατάφεραν να τεκμηριώσουν βάσιμο φόβο «καταδίωξης [τους] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν [επιστρέψουν] στη χώρα ιθαγένειάς [τους], θα [αντιμετωπίσουν] πραγματικό κίνδυνο να [υποστούν] σοβαρή βλάβη», ως οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου. Ούτε ετέθη ενώπιον μου στοιχείο εκ του οποίου να στοιχειοθετείται ότι επιστροφή των αιτητών στο Ιράν είναι σε παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Για τους λόγους που πιο πάνω εξηγούνται η προσφυγή απορρίπτεται.

Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν αναφορικά με την εξέταση της επίδικης αιτήσεως, ήτοι των ελλείψεων και κενών στην επίδικη έκθεση/εισήγηση που αφορούν την μη εξέταση της πτυχής που αφορά την άρνηση του αιτητή να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία, το οποίο δεν εξετάστηκε αυτοτελώς και σε όλη του την έκταση, τα οποία, παρότι δεν είναι ικανά - δεδομένου του εξ υπαρχής ελέγχου που έγινε στα πλαίσια της παρούσης - να ανατρέψουν την κατάληξη ότι εν προκειμένω δεν υφίσταται ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας στους αιτητές, καταδεικνύουν πλημμελή έρευνα, αλλά και ελλιπή αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[3] IRB Canada -  Iran: The army, its organization, including the different branches and their roles and responsibilities; the different military ranks, how they are determined, the roles and duties associated with each, and the criteria for promotion; types and terms of service (2019–December 2022) https://www.ecoi.net/en/document/2090335.html

[4] CRS – Congressional Research Service (Author): Iran: Background and U.S. Policy, 23 March 2023
https://sgp.fas.org/crs/mideast/R47321.pdf (accessed on 16 June 2023)

[12] Acled, Conflict Data, Data Platforms, Explorer, Iran, View Country Profile, Past Year, Alborz (zoom map at Karaj city)https://acleddata.com/platform/explorer, , (14/11/25).

[13] Acled, Conflict Data, Data Platforms, Explorer, Iran, Past Month, View Country Profile, Alborz (zoom map at Karaj city) https://acleddata.com/platform/explorer, , (14/11/25).

[17] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο