R.N.S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. ΔΚ 38/2025, 19/11/2025
print
Τίτλος:
R.N.S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. ΔΚ 38/2025, 19/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ. ΔΚ 38/2025

19 Νοεμβρίου 2025

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

R.N.S.

Aιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

 

Καθ’ ων η αίτηση

………………………………..

Α. Τσαγγαρίδου (κα) Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Α Φιλίππου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αιτείται την έκδοση απόφασης με την οποία να ανακηρύσσει το Διάταγμα Κράτησης ημερομηνίας 29/09/2025, εκδοθέν δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 ως παράνομο, άκυρο και στερημένο κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Διαζευκτικά, αιτείται την έκδοση απόφασης με την οποία να ακυρώνει ή τροποποιεί το εν λόγω Διάταγμα Κράτησης και στη θέση του να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την αίτηση ακυρώσεως, την ένσταση αλλά και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου[1] που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήριο «Α», τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση είναι τα εξής:

 

O Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος Ιράν, ο οποίος, μαζί με την οικογένειά του, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και αφίχθηκε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία την 03/01/2001 ως επισκέπτης. Την 31/01/2001 ο Αιτητής υπέβαλε ενώπιον της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών αίτηση ασύλου, η δε άδεια παραμονής του, εκκρεμούσης της εξέτασης του αιτήματος του ανανεωνόταν αναλόγως. Στις 30/09/20202 το αίτημά του απορρίφθηκε και ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση αναθεώρησης της απορριπτικής απόφασης, η οποία αφού εξετάστηκε με επιστολή της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών ημερομηνίας 21/04/2003, απορρίφθηκε. Στις 26/05/2003 ο Αιτητής κλήθηκε για πρώτη φορά όπως αποχωρήσει από την Κύπρο (ερυθρό 117 στον πρώτο τόμο του Τεκμηρίου Α).  

 

Έκτοτε ο Αιτητής με διάφορες επιστολές και για διάφορους λόγους, τόσο προσωπικά όσο και μέσω διάφορων δικηγόρων, επεδίωξε τη νομιμοποίηση της παραμονής του με τις αρχές να απορρίπτουν κάθε του αίτημα, καλώντας τον να αναχωρήσει από τη χώρα. Ενδεικτικά αναφέρομαι σε επιστολές ημερομηνίας 03/07/2003 με απορριπτική απάντηση ημερομηνίας 15/09/2003, επιστολή ημερομηνίας 07/04/2004 με απάντηση ημερομηνίας 05/05/2004, επιστολή ημερομηνίας 12/06/2006, 19/09/2006, απορριπτικές απαντήσεις 25/06/2007, 11/01/2012. Σημειώνω ότι ουδεμία από τις πιο πάνω αναφερόμενες αποφάσεις των αρχών αμφισβητήθηκε ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να διαμένει παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας από το έτος 2004, το δε όνομά του τέθηκε στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων έκτοτε.

 

Την 03/03/2025 ο Αιτητής εντοπίστηκε από μέλη της ΥΑΜ Λεμεσού και, κατόπιν ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι αυτός διαμένει παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία, τα δε στοιχεία του εντοπίστηκαν στον κατάλογο StopList από 19/05/2005 με την ένδειξη «αιτητής ασύλου που απορρίφθηκε και συνεχίζει να διαμένει παράνομα». Συνεπεία τούτου ο Αιτητής την 04/03/2025 και ώρα 00:55 συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και εναντίον του εκδόθηκαν σχετικά διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, τα οποία δεν προκύπτει να έχει αμφισβητήσει ενώπιον Δικαστηρίου. Κατά την παραμονή του στα κρατητήρια, ένα μήνα αργότερα και συγκεκριμένα στις 06/04/2025 ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερο αίτημα ασύλου.

 

Με σχετικό σημείωμα της Λειτουργού Μετανάστευσης, στη βάση του μεταναστευτικού ιστορικού του Αιτητή, ήτοι στο γεγονός ότι από το 2004[2] και για 21 χρόνια συνεχίζει να διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία, στην προσπάθεια του για καθυστέρηση/παρεμπόδιση της διαδικασίας απομάκρυνσης του από την Δημοκρατία καθώς και στο ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος, δεδομένης της μη συμμόρφωσης με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής, (α) απορριπτική απόφαση ΤΑΠΜ ημερομηνίας 11/01/2012, (β) διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 09/04/2013 (γ) απορριπτική επιστολή ΤΑΠΜ ημερομηνίας 20/09/2018, καθώς και (δ) Διάταγμα Απέλασης ημερομηνίας 04/03/2025, αλλά και λόγω της μη κατοχής ταξιδιωτικών ή άλλων εγγράφων ταυτοποίησης, της δήλωσης μη συμμόρφωσης με την απόφαση επιστροφής καθώς και της μη ύπαρξης διεύθυνσης συνήθους διαμονής, γίνεται εισήγηση ακύρωσης του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 04/03/2025 και έκδοση νέου διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) και (δ) καθώς επίσης αναστολή του διατάγματος απέλασης μέχρι την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την αίτηση του Αιτητή. Σημειώνω ότι όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή κρίθηκε παραδεκτό στις 11/09/2025 πλην όμως μέχρι σήμερα εκκρεμεί η εξέτασή του.

 

Η εισήγηση έτυχε της έγκρισης της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης η οποία εξέδωσε την 29/09/2025 νέο Διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου, αναστέλλοντας παράλληλα το προηγουμένως εκδοθέν Διάταγμα απέλασης «λόγο του αιτήματος ασύλου».

 

Εμπρόθεσμα ο Αιτητής, υπέβαλε την υπό εξέταση προσφυγή, αφού προηγήθηκε έγκριση αιτήματος του για νομική αρωγή[3] προσβάλλοντας την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση για έκδοση Διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 29/09/2025.

 

Με την γραπτή της αγόρευση η συνήγορος του Αιτητή, αναφέροντας το μεταναστευτικό ιστορικό του Αιτητή, ισχυρίζεται ότι λανθασμένα οι Καθ΄ων η αίτηση έκριναν ότι αυτός υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, απλώς για να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, προωθώντας την θέση περί μη δέουσας έρευνας. Ισχυρίζεται επιπλέον η κ. Τσαγγαρίδου ότι προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας, δέουσας έρευνα και πλάνης περί τα πράγματα αλλά και παράλειψης διεξαγωγής εξατομικευμένης αξιολόγησης από πλευράς των Καθ΄ ων η αίτηση σε σχέση με τις ατομικές περιστάσεις του Αιτητή, εισηγούμενη πως στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής όλα τα χρόνια που διέμενε στην Δημοκρατία δεν απασχόλησε τις αρχές, διατηρεί αριθμό κοινωνικών ασφαλίσεων και ότι πρόκειται για νομοταγή πολίτη ο οποίος δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει εκεί. Παρά τους αναφερόμενους πιο πάνω λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, παρατηρώ από την αγόρευσή της συνηγόρου του Αιτητή, παράδοχή της ως προς την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 9Στ (2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (σελίδες 5 και 6) ωστόσο προβάλλει τη θέση πως κακώς ο Αιτητής κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης εφόσον είχε υποβάλει αίτηση ασύλου. Τέλος γίνεται εισήγηση πως η κράτηση δεν είναι το αναλογικό υπό τις περιστάσεις μέτρο και ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εξέτασαν κατά πόσο μπορούσαν να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.  

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση με τη δική τους αγόρευση υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Εισηγείται ότι η απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, σύμφωνη με την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

 

Κατά τις διευκρινίσεις κάθε ένας από τους συνηγόρους, επανέλαβε ουσιαστικά τις θέσεις του, εμμένοντας στους ισχυρισμούς τους.  

 

Έχω μελετήσει με δέουσα προσοχή τα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων, όπως αυτά περιέχονται στις γραπτές τους αγορεύσεις αλλά και όσα προφορικά υποστήριξαν στο στάδιο των διευκρινήσεων καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Θεωρώ ορθό όπως τεθεί αρχικά το νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει την κράτηση αιτητών διεθνούς προστασίας, εφόσον κατά κανόνα η κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας, λόγω μόνο της ιδιότητας του/της ως αιτητή/τρια ασύλου απαγορεύεται. Κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας μπορεί να διαταχθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως αυτές καθορίζονται στον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6(Ι)/2000 ο οποίος υιοθετεί το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις περί Συνθηκών Υποδοχής των αιτούντων διεθνούς προστασίας.

 

 Το άρθρο 9ΣΤ του Νόμου, προνοεί τα ακόλουθα:

 

«9ΣΤ. (1)     Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

(2)     Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

[…]

(β)     για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή

[…]

(δ)     όταν κρατείται στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» (ο τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Από το πιο πάνω άρθρο του Νόμου, γίνεται αντιληπτό ότι κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας, μπορεί να διαταχθεί μετά από ατομική αξιολόγηση και αφού κριθεί ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά της κράτησης μέτρα. Αναδεικνύεται υποχρέωση του Υπουργού Εσωτερικών, [βλ. 9ΣΤ (2)(δ)] όπως τεκμηριώσει συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο/η αιτητής/τρια επιδιώκει την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής. Λαμβάνεται περαιτέρω υπόψη το γεγονός ότι ο/η αιτητής/τρια είχε την δυνατότητα πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου, αλλά επέλεξε να το πράξει μετά την λήψη απόφασης επιστροφής του/της.

 

Ως εκ των πιο πάνω, συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις για ενεργοποίηση του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) είναι: λόγω του κινδύνου διαφυγής του/της αιτητή/τριας καθίσταται αναγκαία η κράτησή του/της για σκοπούς προσκόμισης των στοιχείων εκείνων στα οποία βασίζεται η αίτηση ασύλου, τα οποία σαφώς θα πρέπει να συγκεκριμενοποιούνται και να εξειδικεύονται.

 

Οι δε προϋποθέσεις για ενεργοποίηση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) είναι: να εκκρεμεί απόφαση επιστροφής εναντίον του/της αιτητή/τριας, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο/η αιτητής/τρια υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, περιλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο/η αιτητής/τρια είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου και δεν το έπραξε.

 

Είναι γνωστό, ότι η στέρηση της ελευθερίας ατόμου, δεν μπορεί να τεκμηριώνεται βάση της σπουδαιότητας οπουδήποτε μεμονωμένου παράγοντα αλλά μέσω της εξέτασης όλων των στοιχείων σωρευτικά.

 

Στην 15η αιτιολογική σκέψης τη Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, προνοείται ότι:

 

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής».

 

Σύμφωνα με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, θα πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ της κράτησης και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, που στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας απομάκρυνσης του Αιτητή. Το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει τα εναλλακτικά μέτρα για να διασφαλίσει με άλλο αποτελεσματικό τρόπο τον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ. C18/16 K. v. Stagtsse Cretans van Veiligheide Justice, ημερομηνίας 4/05/2017, σκέψεις 5, 6, 72,76).

 

Ερχόμενη στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, παρατηρώ ότι όντως εναντίον του Αιτητή εκκρεμεί διαδικασία επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και ότι ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερο αίτημα ασύλου στις 06/04/2025 και ενώ τελούσε υπό κράτηση[4].  Δεν παραγνωρίζω άλλωστε ότι αυτό είναι παραδεκτό και από την πλευρά του Αιτητή, ως ανέφερα πιο πάνω.

 

Παράλληλα, δεν διαφαίνεται από το διοικητικό φάκελο ποια ήταν τα στοιχεία αυτά της αίτησής του Αιτητή τα οποία ήταν αναγκαία να προσδιοριστούν, η απόκτηση των οποίων θα ήταν αδύνατη χωρίς την κράτησή του[5].

 

Κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραθέσω αυτούσιο το επίδικο Διάταγμα κράτησης για σκοπούς εξέτασης των λόγων ακύρωσης και δη της πάσχουσας αιτιολογίας, όπως προβάλλεται από τη ευπαίδευτη συνήγορο του Αιτητή.

 

« ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000 – 2020)

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

 

ΕΠΕΙΔΗ ο R.N.S., υπήκοος ΙΡΑΝ, είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περι Προσφύγων Νόμου, καθότι

o R.N.S. κρατείται

(α) Για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή.

(β) Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 180Γ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο R.N.S. αφίχθηκε στη Δημοκρατια μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας το 2001 με τη σύζυγό του και το τότε ανήλικο παιδί τους και υπέβαλε αίτημα ασύλου στην Ύπατη αρμοστεία των Η.Ε. το οποίο απορρίφθηκε το 2002 και το 2003, στο ότι το 2004 υπέβαλε αίτηση ασύλου η οποία απορρίφθηκε το 2004 και έπειτα υπέβαλε προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή η οποία επίσης απορρίφθηκε, τον ίδιο χρόνο, και, έπειτα από το 2004 συνέχισε να διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία, δηλαδή για εικοσιένα (21) χρόνια και μόνο αφού εντοπίστηκε και συνελήφθηκε και κρατήθηκε με σκοπό την απέλασή του το 2025, έπειτα δηλαδή από 21 χρόνια, υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, ως εκ τούτου, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του.

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο R.N.S. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ(2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίτπωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 180Δ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

1.    ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής: 1) Απορρπττική Απόφαση ΤΑΠΜ ημερ. 11/01/2012, 2) Διάταγμα Απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 09/04/2013, 3) Απορριπτική Επιστολή ΤΑΠΜ ημερ. 20/09/2018, 4) Διάταγμα Απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 04/03/2025.

2.    ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεσή του για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.

3.    ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν εντοπίσθηκε στην κατοχή του έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο.

4.    ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής. Η ΥΑΜ αναφέρει ότι δεν διέμενε σε καμία από τις δηλωθείσες διευθύνσεις διαμονής.

5.   ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ είχε προηγούμενη εξαφάνιση. Ο αλλοδαπός, έπειτα από την από την απορριπτική της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων συνέχισε να διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία σε άγνωστη διεύθυνση εξαφανισμένος και τα στοιχεία του είχαν τοποθετηθεί στο κατάλογο αναζητούμενων προσώπων της Αστυνομίας.

6.   ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ.04/03/2025.

7.   ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) και το Άρθρο 188.3.(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια του Τμήματος Μεΐανάστευσης με το παρόν διατάσσω όπως ο R.N.S. ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης που αναφέρονται πιο πάνω.

 

Με το παρόν διάταγμα, εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

 

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 29η ημέρα του Σεπτεμβρίου 2025».

 

Αποτελεί ισχυρισμό του Αιτητή, ότι από το πιο πάνω Διάταγμα ελλείπει η απαιτούμενη αιτιολογία. Περιορίζεται η συνήγορος του να ισχυριστεί ότι για 25 χρόνια ο Αιτητής διαμένει στη Δημοκρατία υποβάλλοντας αιτήματα για να του παρασχεθεί άδεια παραμονής δίνοντας στις αρμόδιες αρχές την διεύθυνσή του και/ή τα στοιχεία του, ωστόσο κατά τη συνήγορο όλα αυτά τα χρόνια δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια εναντίον του.

 

Τούτων λεχθέντων προχωρώ στην εξέταση της δοθείσας από τους Καθ’ ων η αίτηση αιτιολογίας.

 

Κατ’ αρχήν παρατηρώ ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ (2) (β) και (δ) του Νόμου, οι προϋποθέσεις των οποίων τέθηκαν πιο πάνω.

 

Προς εξέταση της αιτιολογίας και δη του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) του Νόμου, έχω διέλθει του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου ωστόσο δεν μπορώ να εντοπίσω οποιοδήποτε στοιχείο σύμφωνα με το οποίο η κράτηση του Αιτητή καθίσταται απαραίτητη για προσδιορισμό των στοιχείων εκείνων στα οποία βασίζεται η αίτησή του, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση Διατάγματος κράτησης δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ του Νόμου. Μοναδική μνεία επί τούτου γίνεται στην εισήγηση της λειτουργού Μετανάστευσης η οποία απλά αναφέρει αυτολεξεί την πρόνοια του Νόμου χωρίς να εξειδικεύει τα αναφερόμενα στοιχεία. 

 

Οι κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR σχετικά με την κράτηση αιτητή/τριας με παρεχόμενη την αιτιολογία του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) είναι χρήσιμες και παραπέμπω. Αναφέρονται τα ακόλουθα στην οδηγία 4.1 στην παράγραφο 28:

 

«Είναι επιτρεπτή η κράτηση ενός αιτούντος για ένα περιορισμένο αρχικό διάστημα για λόγους καταγραφής, στα πλαίσια προκαταρκτικής συνέντευξης, των στοιχείων στα οποία βασίζει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Παρ’ όλ’ αυτά, η κράτηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση. Αυτό συνεπάγεται την καταγραφή σημαντικών πληροφοριών από τον αιτούντα άσυλο, όπως για παράδειγμα των λόγων για τους οποίους ζητεί να του χορηγηθεί άσυλο. Αυτό συνήθως δεν επεκτείνεται στην κρίση για το βάσιμο των ισχυρισμών του. Η εξαίρεση αυτή στον βασικό κανόνα —ότι δηλαδή η κράτηση των αιτούντων άσυλο αποτελεί έσχατο μέτρο— δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καθορισμού του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο, ή για απεριόριστο χρονικό διάστημα».

 

Κρίνω ότι επί τούτου ελλείπει η αιτιολογία στην έκδοση του Διατάγματος δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) εφόσον δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία που να το δικαιολογούν και κατά συνέπεια να μπορεί το Δικαστήριο να προβεί σε δικαστικό έλεγχο. Ως εκ τούτου κρίνω πως το επίδικο διάταγμα περιέχει εσφαλμένη αιτιολογία.

 

Παρά ταύτα, η κριθείσα πάσχουσα αιτιολογία δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την δεύτερη αιτιολογία επί της οποίας εδράζεται το επίδικο Διάταγμα κράτησης. Το άρθρο 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, Ν 158(Ι)/99 προνοεί πως σε περίπτωση όπου υπάρχουν πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες και μια από αυτές είναι λανθασμένη, η πράξη είναι ακυρωτέα, εκτός αν κριθεί ότι η λανθασμένη αιτιολογία ήταν επικουρική ή δευτερεύουσα της ορθής αιτιολογίας.

 

Τούτων λεχθέντων προχωρώ να εξετάσω την έτερη δοθείσα αιτιολογία του επίδικου διατάγματος, ήτοι το εδάφιο (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) η οποία ως εκ πρώτοις διαφαίνεται αποτελεί την κύρια αιτιολογία του Διατάγματος Κράτησης.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση στηρίζουν την απόφασή τους για κράτηση του Αιτητή και στο άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι ότι αυτός κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή του ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και τεκμηριώνεται βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι με την άφιξή του στην Δημοκρατία προ 25ετίας υπέβαλε αίτηση ασύλου η οποία εξετάστηκε και απορρίφθηκε το 2002, ακολούθησε αίτημα του για αναθεώρηση το οποίο απορρίφθηκε στις 2003, επαναλήφθηκε το αίτημά του το 2004 και έπειτα υπέβαλε προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων η οποία επίσης απορρίφθηκε, τον ίδιο χρόνο. Από το 2004 συνέχισε να διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία, δηλαδή για εικοσιένα (21) χρόνια και μόνο αφού εντοπίστηκε και συνελήφθηκε και κρατήθηκε με σκοπό την απέλασή του το 2025, δηλαδή μετά από 21 χρόνια, υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, συνεπώς υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι αυτός υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Πρόσθετα, προβάλλεται ως επιπλέον αιτιολογία το γεγονός ότι δήλωσε την πρόθεση μη συμμόρφωσης με απόφαση επιστροφής, ότι δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής εφόσον δε διέμενε σε καμία από τις δηλωθείσες διευθύνσεις διαμονής, καθώς επίσης ότι από την απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων το 2004, ο Αιτητής συνέχισε να διαμένει παράνομα στη δημοκρατία, τα δε στοιχεία του τοποθετήθηκαν στο κατάλογο αναζητούμενων προσώπων της Αστυνομίας. Δεδομένων τούτων κρίθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής και δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα.   

 

Επαναλαμβάνω ότι το ουσιαστικό στοιχείο που κρίνει το κατά πόσον αιτητής/τρια ασύλου μπορεί να τεθεί υπό κράτηση σύμφωνα με τον εθνικό μας νόμο και δη το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), είναι να υπάρχουν βάσιμοι λόγοι, αντικειμενικά κρινόμενοι, να θεωρείται ότι το πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας προβαίνει σε αυτήν την ενέργεια προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.

 

Μελετώντας τα ενώπιον μου στοιχεία και δη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, παρατηρώ ότι ο Αιτητής υπέβαλε την μεταγενέστερη αίτηση ασύλου στις 06/04/2025 ενώ τελούσε υπό κράτηση και ενώ είχαν εκδοθεί εναντίον του ένα μήνα προηγουμένως Διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου. Δεν παραγνωρίζω πως ο Αιτητής κλήθηκε σε διάφορες ημερομηνίες όπως αναχωρήσει από τη χώρα χωρίς αυτός να έχει μέχρι σήμερα συμμορφωθεί.  Όλα αυτά τα χρόνια ο Αιτητής ναι μεν προέβαινε σε ενέργειες για νομιμοποίηση της παραμονής του μέσω επιστολών είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω συνηγόρου προβάλλοντας διάφορα αιτήματα, μεταξύ άλλων για άδεια εργασίας, άδεια παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, αίτημα απόκτησης καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντες και όχι αίτημα διεθνούς προστασίας ωστόσο ουδεμία εξ αυτών έτυχε της έγκρισης των αρχών. Το γεγονός αυτό, δεν καθιστά κατά την κρίση μου εσφαλμένο το επίδικο διάταγμα κράτησης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης του.

 

Στην απόφαση του ΔΕΕ C‑534/11, Mehmet Αrslan ν Policie CR Krajsjke reditelstvi policie Usteckeho kraje, ημερομηνίας 30/05/2013, σκέψεις 57-60, αναφέρεται ότι:

 

«57. Όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.

 

58. Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85 εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

59. Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.

 

60. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ' αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C-329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι-12695, σκέψη 30).»

 

Τα γεγονότα και η συμπεριφορά της Αιτήτριας πριν αλλά και κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτηση ασύλου μπορούν να στηρίξουν εύλογα συμπεράσματα κατά πόσο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.

 

Στην βάση όλων των πιο πάνω αποτελεί διαπίστωσή μου, ότι η δοθείσα αιτιολογία είναι αρκετή για να τεκμηριώσει την επιβολή του έσχατου μέτρου της κράτησης του Αιτητή. Τα όσα περιέχονται στο επίδικο διάταγμα αναδεικνύουν εξατομικευμένη αξιολόγηση στην οποία το αρμόδιο όργανο οφείλει να προβαίνει πριν την έκδοση απόφασης κράτησης σε αιτητή/τρια ασύλου.

 

Κρίνω ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι επαρκής και στηρίζεται στο πλήρες ιστορικό του Αιτητή και δη στο γεγονός ότι υπέβαλε μεταγενέστερο αίτημα ένα μήνα μετά την σύλληψή του, έχοντας στο παρελθόν εξαντλήσει όλα τα άλλα μέτρα για νομιμοποίηση της παραμονής του, όπως αναφέρθηκαν και πιο πάνω.

 

Η αιτιολόγηση των διοικητικών αποφάσεων είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσο η απόφαση είναι σύμφωνη με τον Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο πού βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του. Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων μπορεί, όπως έχει πάγια νομολογηθεί να συμπληρωθεί ή ακόμα και να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1171 και άρθρο 29 του Ν, 158(Ι)/1999).

 

Ως εκ τούτου κρίνω ότι προκύπτει με σαφήνεια ότι ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερο αίτημα ασύλου με σκοπό να καθυστερήσει τη διαδικασία απομάκρυνσής του. Ενώπιον του Δικαστηρίου υπάρχουν όλα τα στοιχεία που καταδεικνύουν ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε επαρκή έρευνα σε σχέση με την παρούσα υπόθεση, ιδιαίτερα σε συνάρτηση με την υποχρέωση που είχαν να εκδώσουν το διάταγμα κράτησης υπό το φως των αρχών της αναγκαιότητας και αναλογικότητας. Στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης υπάρχουν τέτοια στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός υποβολής του μεταγενέστερου αιτήματος από τον Αιτητή ήταν η καθυστέρηση και/ή παρεμπόδιση της απέλασης του και ότι η έκδοση Διατάγματος κράτησης προκύπτει από το ιστορικό του Αιτητή και είναι το λογικό επακόλουθο της όλης συμπεριφοράς του.

 

Απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό υποβληθέν από την συνήγορο της Αιτήτριας, κρίνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση μετά από δέουσα έρευνα ορθά κατέληξαν στην απόφασή τους προβάλλοντας επαρκή αιτιολογία.

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή, ότι το προσβαλλόμενο Διάταγμα κράτησης εκδόθηκε υπό πλάνη περί τα πράγματα αλλά και το Νόμο. Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για την ύπαρξη πλάνης το έχει ο ίδιος ο Αιτητής και στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» [Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011] σελ. 136 και 137). Ισχυρισμός περί πλάνης περί τα πράγματα δεν εξετάζεται αφηρημένα και ακαδημαϊκά αλλά στη βάση συγκεκριμένων γεγονότων και περιστατικών σε κάθε υπόθεση. Μελετώντας τον διοικητικό φάκελο αλλά και τους ισχυρισμούς του Αιτητή δεν διαπιστώνω ότι στην υπό εξέταση περίπτωση εμφιλοχώρησε πλάνη ούτε περί τα πράγματα αλλά ούτε περί το Νόμο.

 

Πέραν των πιο πάνω, το παρόν Δικαστήριο, κέκτηται εξουσίας όπως προβεί σε έλεγχο ουσίας του Διατάγματος κράτηση, πέραν από τον έλεγχο νομιμότητας όπως καθορίστηκε και στην απόφαση του ΔΕΕ C-924/19 και C- 925/19, FMS, FNZ, SA, SA junior, ημερ. 14 Μαΐου 2020.

 

«292. Δεύτερον, τονίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 ορίζουν ρητώς ότι, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως.

 

293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C 146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.»

 

Στην βάση των ενώπιον μου δεδομένων και σε συνάρτηση με τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, θεωρώ απόλυτα εύλογο να μην εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, εφόσον είναι εμφανές πως το καταλληλότερο μέτρο ήταν η κράτηση του Αιτητή, εν αναμονή της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, η οποία σε περίπτωση απόρριψης θέτει σε εφαρμογή τις διαδικασίες απομάκρυνσης ή/και επιστροφής του.

 

Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει στο σύνολό της και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, χωρίς καμία διαταγή για έξοδα. Ενόψει της προσφυγής του Αιτητή στο Δικαστήριο δυνάμει διατάγματος νομικής αρωγής, τα έξοδα της δικηγόρου του Αιτητή να καταβληθούν από το Ταμείο Νομικής Αρωγής. 

 

 

Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ, Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Vol I και vol II

[2] Μετά την έκδοση απόφασης από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων

[3] Απόφαση Νομικής Αρωγής στην αίτηση υπ’ αριθμό ΝΑ180/25, ημερομηνίας 10/10/2025

[4] Ως οι προϋποθέσεις του άρθρου 9ΣΤ (2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου.

[5] Ως οι προϋποθέσεις του άρθρου 9ΣΤ (2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο