C. B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4056/24, 26/11/2025
print
Τίτλος:
C. B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4056/24, 26/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 4056/24

26 Νοεμβρίου, 2025

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C. B.

Αιτητού,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

A. Φιλίππου (κ.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

T. Tshiabo (κος), για πιστή διερμηνεία από λινγκάλα στην ελληνική και αντίστροφα

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 6.9.2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος) και αποφασίστηκε η επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.

Γεγονότα

1.            Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής: «ΛΔΚ»). Εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία από τις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και περί 5.2.2020, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 21.11.2023 και στις 30.7.2024, πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις του Αιτητή από λειτουργό, ο οποίος στις 5.9.2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή και επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 6.9.2024. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 17.9.2024, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.            Στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής καταγράφει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, καθώς αστυνομικός σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας διαμαρτυρίας, η οποία είχε φοιτητικό χαρακτήρα και αφορούσε τα δίδακτρα του πανεπιστημίου. Η αστυνομία τον κατηγόρησε και τον καταδιώκει στη χώρα του.

3.            Στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσής του, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι διώκεται στη χώρα του, και ειδικότερα ότι εκκρεμεί δικαστική διαδικασία εναντίον του, την οποία θα ήταν πολύ δύσκολο να κερδίσει λόγω της διαφθοράς που, κατά τους ισχυρισμούς του, επικρατεί. Το σχετικό συμβάν έλαβε χώρα στις 6.1.2020, και προς τούτο γίνονται αναφορές και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως ο ίδιος εξηγεί. Ως δεύτερο λόγο για τον οποίο δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του, προβάλλει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς του, θεωρείται στη χώρα του θανάσιμο αμάρτημα.

4.            Από την πλευρά τους, οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης απόφασης. Προς τούτο παραπέμπουν στα συναφή ευρήματά τους κατά την διοικητική διαδικασία, όπου αξιολογήθηκε ο πυρήνας του αιτήματος του Αιτητή και απομονώθηκαν, πέραν της χώρας καταγωγής του, ο τόπος διαμονής του και το προσωπικό του προφίλ. Ως ιδιαίτεροι ουσιώδεις ισχυρισμοί που εξετάστηκαν, επισημαίνονται η επίκληση δίωξής του από τις αρχές της χώρας καταγωγής του και ο σεξουαλικός του προσανατολισμός. Οι Καθ’ ων η αίτηση παραθέτουν τα επιμέρους αξιολογικά τους ευρήματα, τα οποία, κατά την κρίση τους, καθιστούν τον Αιτητή αναξιόπιστο ως προς τους εν λόγω ουσιώδεις ισχυρισμούς που συνθέτουν τον πυρήνα του αιτήματός του και, ως εκ τούτου, μη δυνάμενο να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, εισηγούνται την απόρριψη της παρούσας προσφυγής.

Το νομικό πλαίσιο

5.            Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».

6.            Ο Κανονισμός 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2023 έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

7.            Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2025 (στο εξής: o περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

8.            Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

9.            Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο Αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο Αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του Αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο Αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙ [...]».

10.         Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

11.         Είναι κρίσιμο να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την ενώπιόν του αίτηση διεθνούς προστασίας εξ υπαρχής και δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά εξετάζει την ουσιαστική της ορθότητα de novo και ex nunc (Βλ. Aπόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C‑283/24 [Barouk], B. F. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:2025:236, απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2019, TorubarovC-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 50 έως 53 (σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας) Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο εκάστοτε αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

12.         Συναφές εν προκειμένω είναι και το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας του Αιτητή ασύλου να τεκμηριώσει με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή του, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI: EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

 

13.         Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, προκύπτει ότι ο Αιτητής, κατά την καταγραφή της αίτησής του, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα του για λόγους ανασφάλειας και απειλών εναντίον του. Ως φοιτητής, φέρεται να είχε λάβει μέρος σε διαδήλωση κατά των αρχών της χώρας, η οποία οργανώθηκε λόγω της προσπάθειας των αρχών να αυξήσουν τα δίδακτρα στο πανεπιστήμιο. Κατά τη δήλωσή του, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδήλωσης σκοτώθηκε ένας αστυνομικός και άλλοι τραυματίστηκαν. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι καταζητείται και ότι, εάν εντοπιστεί, θα τον σκοτώσουν, καθώς, κατά τους ισχυρισμούς του, οι αρχές της χώρας του επιδιώκουν να τον βλάψουν.

 

14.         Κατά την αξιολόγηση ευαλωτότητας της 7.2.2020, ο Αιτητής επανέλαβε τους ισχυρισμούς περί δίωξής του από την αστυνομία, λόγω της συμμετοχής του τον Ιανουάριο σε διαδήλωση, κατά τη διάρκεια της οποίας –κατά τους ισχυρισμούς του– σκοτώθηκαν πολλοί φοιτητές και αστυνομικοί.

 

15.         Κατά το στάδιο της συνέντευξης (21.11.2023 και 30.7.2025), ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε το 2000 στην κοινότητα Ngaliema, που βρίσκεται στην Kinshasa, ενώ προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του διέμενε στην κοινότητα Maluku, επίσης στην Kinshasa. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι η μητέρα του εξακολουθεί να διαμένει στην Kinshasa, ο πατέρας του έχει αποβιώσει, και ο ίδιος δεν διαθέτει αδέλφια. Επισήμανε ότι έχει ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων θείων, και αναφέρθηκε σε μία εξαδέλφη, μέσω της οποίας διατηρεί επικοινωνία με τη μητέρα του. Δήλωσε ότι είναι Χριστιανός Καθολικός ως προς το θρήσκευμα και εθνοτικής καταγωγής Lokele. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ανέφερε ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι για μερικά έτη φοίτησε σε πανεπιστήμιο, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Δεν διαθέτει επαγγελματική πείρα στη χώρα του, καθώς ήταν φοιτητής.

 

16.         Ερωτηθείς για τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής, κατά την ελεύθερη αφήγησή του, ανέφερε ότι, ως φοιτητής και αρχηγός της τάξης του, συμμετείχε σε διαμαρτυρία στο Catholic University of Congo στις 6.1.2020, κατά τη διάρκεια της οποίας σημειώθηκαν επεισόδια και η αστυνομία επενέβη βίαια. Κατά τη σύγκρουση, αστυνομικοί σκοτώθηκαν, ενώ φοιτητές συνελήφθησαν και απήχθησαν. Μετά τα γεγονότα αυτά, η αστυνομία μετέβη στην οικία του αναζητώντας τον, γεγονός που του προκάλεσε φόβο σύλληψης. Ο Αιτητής απέδωσε το γεγονός αυτό σε προδοσία από φίλο του, ο οποίος –κατά τους ισχυρισμούς του– ζήλευε επειδή ο Αιτητής διατηρούσε στενή σχέση με καθηγητή του, ο οποίος τον ευνοούσε. Ο Αιτητής αναφέρθηκε επίσης σε δίωξή του τόσο από τις αρχές της χώρας του όσο και από την οικογένεια θανόντος αστυνομικού. Παράλληλα, ανέφερε ότι δεχόταν διακρίσεις λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Δήλωσε επίσης, ότι ήταν η μητέρα του εκείνη που χρηματοδότησε το ταξίδι του στη Δημοκρατία.

 

17.         Κατά την υποβολή διευκρινιστικών ερωτημάτων, ζητήθηκε από τον Αιτητή να απαντήσει σε ερωτήματα που άπτονται των βασικών παραμέτρων των δηλώσεών του και συγκεκριμένα των γεγονότων και των περιστάσεων της διαδήλωσης της 6.1.2020, της προσωπικής του ανάμιξης σε αυτήν και της μετέπειτα στοχοποίησής του. Ακολούθως, υποβλήθηκαν ερωτήματα αναφορικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, τη φερόμενη σχέση του με έναν εκ των καθηγητών του, τις ερωτικές του σχέσεις γενικότερα, τον χρόνο κατά τον οποίο έγινε γνωστός ο σεξουαλικός του προσανατολισμός στον οικογενειακό του κύκλο και την αντίδραση αυτού. Στο πλαίσιο των απαντήσεών του, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι δεν είχε υπάρξει αποδέκτης οποιασδήποτε απειλής λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, πέραν της ντροπής που, όπως ανέφερε, εξέφρασε η οικογένειά του. Ως προς τον μελλοντοστραφή κίνδυνο που ισχυρίζεται ότι διατρέχει, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει εξαιτίας της αναζήτησής του από την οικογένεια του αστυνομικού και λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, επισημαίνοντας ότι υπάρχει κίνδυνος να συλληφθεί ακόμη και στο αεροδρόμιο. Ο Αιτητής δεν προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο προς επιβεβαίωση ή τεκμηρίωση των δηλώσεών του.

 

18.         Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στην ταυτότητα, στη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του, ο δεύτερος ότι καταζητείται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του και τρίτον, ότι υπέστη διακριτική μεταχείριση ένεκα της σεξουαλικής του ταυτότητας. Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός του έγινε αποδεκτός, κρίνοντας ότι οι επιμέρους δηλώσεις του ήταν αρκούντως συγκεκριμένες και συνεκτικές, ευρισκόμενες σε συμφωνία με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Επισήμαναν ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο ταυτοποίησης καθώς ανέφερε ότι ταξίδεψε με το διαβατήριο άλλου ατόμου.

 

19.         Αντιθέτως, κατά την αξιολόγηση του δευτέρου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ότι καταζητείται λόγω της συμμετοχής του σε διαδήλωση, παρατηρήθηκαν σημαντικές ελλείψεις. Ειδικότερα, εντοπίστηκαν ελλείψεις επαρκών πληροφοριών ως προς τον τρόπο με τον οποίο πληροφορήθηκε ότι αναζητείται από τις αρχές, την ταυτότητα ή τον αριθμό των αστυνομικών, καθώς και τις συνθήκες υπό τις οποίες φέρεται να απέφυγε τη σύλληψη (Π.Β.ερυθρ.41-1Χ,2Χ,3Χ,4Χ). Επίσης διαπιστώθηκαν ελλείψεις επαρκών λεπτομερειών σχετικά με τον τρόπο διαφυγής του από την περιοχή, τις κινήσεις των αστυνομικών και το πώς αντιλήφθηκε ότι κινδύνευε, ενώ οι περιγραφές του παραμένουν γενικόλογες και μη εξατομικευμένες (Π.Β.ερυθρ.42-1Χ,2Χ,3Χ,4Χ,5Χ). Περαιτέρω, καταγράφηκε έλλειψη συνοχής μεταξύ των συνεντεύξεων, καθώς οι αναφορές του Αιτητή για το πού βρίσκονταν οι αστυνομικοί, πώς τον αναζητούσαν και πώς ο ίδιος κατόρθωσε να διαφύγει διαφοροποιούνται ουσιωδώς (Π.Β.ερυθρ.43-1Χ,2Χ,3Χ,4Χ,5Χ,6Χ,7Χ). Επιπλέον, εντοπίστηκαν ασάφειες και αντιφάσεις, ιδίως ως προς τον λόγο για τον οποίο θεωρούσε ότι θα συλλαμβανόταν ή ότι αποτελούσε στόχο των αρχών, (Π.Β.ερυθρ.44-1Χ,2Χ,3Χ). Τέλος, σημειώθηκε ότι υπάρχει έλλειψη εξωτερικής τεκμηρίωσης, καθώς ο Αιτητής δεν προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο που να επιβεβαιώνει ότι αναζητήθηκε ή ότι υπήρξε καταγγελία εις βάρος του (Π.Β.ερυθρ.45-1Χ). Λόγω των ανωτέρω ασυνεπειών, ελλείψεων και αντιφάσεων, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή απορρίφθηκε.

 

20.         Επίσης, ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι υπέστη διακρίσεις από το οικογενειακό του περιβάλλον λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι υπήρξαν σοβαρές ασυνέπειες. Πρώτον, εντοπίστηκαν ελλείψεις επαρκών λεπτομερειών σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιλήφθηκε την έλξη του προς άτομα του ίδιου φύλου, καθώς και για τη διαδικασία αποδοχής της σεξουαλικής του ταυτότητας, με τις περιγραφές του να αξιολογούνται ως γενικόλογες και χωρίς συγκεκριμένα πραγματικά παραδείγματα (Π.Β.ερυθρ.39-3Χ,4Χ,5Χ). Επιπλέον, καταγράφηκε έλλειψη συνοχής στη χρονική ακολουθία των γεγονότων, τόσο ως προς την πρώτη συνειδητοποίηση της σεξουαλικότητάς του όσο και σχετικά με τις αντιδράσεις των μελών της οικογένειάς του, οι οποίες διαφοροποιούνται μεταξύ των συνεντεύξεων (Π.Β.ερυθρ.40-1Χ,2Χ,3Χ,4Χ,5Χ). Σημειώθηκαν επίσης αντιφάσεις ως προς τη σχέση με τον αναφερόμενο πρώτο σύντροφό του, τον τρόπο που αναπτύχθηκε η σχέση, το περιεχόμενο των συζητήσεων μεταξύ τους και το πώς αυτό επηρέασε τη δική του αποδοχή της ταυτότητάς του (Π.Β.ερυθρ.39-1Χ,2Χ,3Χ). Περαιτέρω, εντοπίστηκε έλλειψη ευλογοφάνειας, καθώς οι αναφερόμενες συναισθηματικές μεταβολές ή κοινωνικές συνέπειες λόγω της σεξουαλικής του ταυτότητας κρίθηκε ότι δεν συνδέονται με συγκεκριμένα περιστατικά ή με αναμενόμενα αποτελέσματα στο οικογενειακό του περιβάλλον, ιδίως σε κοινωνία με υψηλό βαθμό στιγματισμού (Π.Β.ερυθρ.38-3Χ,39-1Χ). Τέλος, οι Καθ’ ων η αίτηση επισήμαναν ότι δεν προσκομίστηκαν εξωτερικά τεκμήρια (έγγραφα, επικοινωνίες ή άλλες αντικειμενικές ενδείξεις) που να επιβεβαιώνουν είτε την ύπαρξη της σχέσης είτε τις οικογενειακές αντιδράσεις (Π.Β.ερυθρ.41-6Χ,7Χ). Λαμβάνοντας υπόψη τις ασάφειες, αντιφάσεις, ελλείψεις λεπτομερειών και τη μη προσκόμιση τεκμηρίων, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός.

 

21.         Στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι της ταυτότητας, της χώρας καταγωγής και των προσωπικών του στοιχείων, και λαμβάνοντας υπόψη διαθέσιμες πληροφορίες αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του, κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται πως σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

22.         Στο πλαίσιο της νομικής ανάλυσης, οι Καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν προκύπτει δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτού δυνάμει του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικά σχετικά με ενδεχόμενη υπαγωγή του στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, από τις πληροφορίες που παρατέθηκαν σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, διαπιστώθηκε ότι δεν προκύπτει η ύπαρξη ένοπλης σύρραξης στην Kinshasa.

 

23.         Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστήριο, υποβλήθηκαν στον Αιτητή ερωτήματα αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του.  Ο Αιτητής επιβεβαίωσε ως τόπο καταγωγής και τελευταίας διαμονής τη ΛΔΚ και την Kinshasa, αντίστοιχα. Δήλωσε ότι στη χώρα καταγωγής του παραμένει η μητέρα του, με την οποία δεν έχει απευθείας επικοινωνία λόγω έλλειψης τηλεφώνου, ενημερώνεται όμως μέσω της ξαδέρφης του, με την οποία διατηρεί επικοινωνία.

 

24.         Ως προς τον λόγο αναχώρησής του, ανέφερε ότι τον Ιανουάριο του 2020 έλαβε χώρα διαδήλωση στο Πανεπιστήμιο “Uniki”, την οποία – όπως ισχυρίστηκε – ο ίδιος διοργάνωσε με την ιδιότητά του ως «ηγέτης της τάξης». Η διαδήλωση αφορούσε τριπλή αύξηση των διδάκτρων και ξεκίνησε, όπως είπε, ειρηνικά. Μετά από ρίψη αντικειμένων προς τους αστυνομικούς, χρησιμοποιήθηκαν δακρυγόνα και ακολούθησαν επεισόδια. Δήλωσε ότι μπροστά στα μάτια του συμφοιτητές έβαλαν φωτιά σε γραφεία και οχήματα καθηγητών και ότι ένας αστυνομικός ξυλοκοπήθηκε από φοιτητές και αργότερα απεβίωσε από αιμορραγία. Ο Αιτητής τοποθέτησε τον εαυτό του στο «μπροστινό μέρος» της πορείας, χωρίς να περιγράψει συγκεκριμένες ενέργειες καθοδήγησης πέραν της συγκέντρωσης των συμφοιτητών του. Ανέφερε ότι περίπου 2.000 άτομα συμμετείχαν. Μετά τη διαδήλωση, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, η κυβέρνηση και η οικογένεια του θανόντος αστυνομικού τον αναζήτησαν, διότι τον θεωρούσαν ηγετικό πρόσωπο της πορείας. Υποστήριξε ότι αστυνομικοί με πολιτικά μετέβησαν στο σπίτι του περίπου μία εβδομάδα μετά τον θάνατο του αστυνομικού, όπου παρευρισκόταν η ξαδέρφη του, η οποία τον ειδοποίησε τηλεφωνικώς να μην επιστρέψει διότι θα συλλαμβανόταν. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η αστυνομία συνέχισε να τον αναζητά τόσο στην οικία όσο και στην περιοχή και ότι εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του, το οποίο όμως δεν προσκόμισε, με τη δικαιολογία ότι τα σχετικά έγγραφα βρίσκονται στη χώρα του και ότι του ανέφεραν ότι δεν απαιτείτο να τα προσκομίσει κατά τη συνέντευξη.

 

25.         Σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, ανέφερε ότι δεν υφίσταται άλλος λόγος δίωξης πλην του περιστατικού στη διαδήλωση και του θανάτου του αστυνομικού, προσθέτοντας στη συνέχεια ότι υφίσταται και δεύτερος λόγος, ο σεξουαλικός του προσανατολισμός. Δήλωσε ότι αυτοπροσδιορίζεται ως ομοφυλόφιλος  από την ηλικία περίπου 15–16 ετών. Υποστήριξε ότι είχε την πρώτη του σχέση γύρω στα 14–15 με άτομο ονόματι A. από τη γειτονιά, ενώ αργότερα είχε σχέση και με έναν καθηγητή του στο πανεπιστήμιο. Ανέφερε ότι ουδέποτε αντιμετώπισε προβλήματα από την κοινωνία ή το κράτος λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, αλλά είχε θέματα εντός της οικογένειας, όπου θεωρήθηκε «ντροπή», ιδιαίτερα από τη μητέρα του και τους αδελφούς της. Η μητέρα του, κατά τους ισχυρισμούς του, πληροφορήθηκε για τον προσανατολισμό του όταν κάποιοι συμφοιτητές την ενημέρωσαν ότι είχε σχέση με καθηγητή, γεγονός που τοποθετεί χρονικά «μερικούς μήνες» πριν από την αναχώρησή του από τη χώρα. Ο Αιτητής δεν ανέφερε άλλες μορφές στοχοποίησης, επιθέσεων ή απειλών σε σχέση με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, πέραν της οικογενειακής δυσαρέσκειας και ντροπής. Δεν ισχυρίστηκε ότι είχε συλληφθεί, απειληθεί ή κακοποιηθεί προηγουμένως από κρατικές ή μη κρατικές αρχές για αυτόν τον λόγο.

 

26.         Προχωρώντας στη de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, αξιολογεί τους προβληθέντες ισχυρισμούς στην βάση των κοινώς αποδεκτών δεικτών αξιοπιστίας, όπου επισημαίνονται τα κάτωθι:

 

27.         Σε σχέση με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι καταρχάς με το εύρημα των Καθ’ ων η αίτηση περί αξιοπιστίας του, για τους λόγους που καταγράφονται στην εισηγητική έκθεση, η οποία αποτέλεσε και την αιτιολογική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

28.         Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή περί δίωξής του από τις αρχές της χώρας του και συνακόλουθα από την οικογένεια του θανόντος αστυνομικού μετά τη διαδήλωση της 6.1.2020, στην οποία συμμετείχε ως «ηγέτης», επισημαίνονται τα εξής: καίτοι ο ισχυρισμός αυτός θα μπορούσε να διαιρεθεί σε επιμέρους σκέλη, η στενή συνάφεια των επί μέρους γεγονότων και το γεγονός ότι εντοπίζονται σημαντικές ελλείψεις και ασυνεπείς αναφορές στο αφήγημά του καθιστούν σκόπιμη τη συνεξέτασή τους. Πέραν των ευρημάτων των Καθ’ ων η αίτηση όπως καταγράφονται ανωτέρω, μετά και τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στον Αιτητή κατά την ακροαματική διαδικασία, διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:

 

29.         Ως προς τη συμμετοχή του στη διαδήλωση και τον φερόμενο ηγετικό του ρόλο, μολονότι ο Αιτητής υπήρξε συνεκτικός ως προς τον χρόνο, τον σκοπό της διαδήλωσης και το ότι σημειώθηκαν επεισόδια μεταξύ φοιτητών και αστυνομικών, εντούτοις οι δηλώσεις του για τον δικό του ρόλο αποδείχθηκαν εξαιρετικά γενικόλογες και στερούμενες βιωματικών και αναμενόμενων λεπτομερειών. Οι αναφορές του περιορίστηκαν στη φράση ότι «βρισκόταν μπροστά» στη διαδήλωση, χωρίς να εξηγήσει τον τρόπο οργάνωσης, τις επιμέρους ενέργειές του, τον τρόπο με τον οποίο γινόταν αντιληπτός ως ηγέτης από πλήθος δύο χιλιάδων ατόμων ή εάν υπήρχε ομάδα συντονισμού. Το κενό αυτό καθίσταται ακόμη πιο έντονο σε συνάρτηση με το μορφωτικό του επίπεδο και τη θέση που ισχυρίζεται ότι κατείχε. Περαιτέρω, εντοπίστηκε αντίφαση ως προς τον αριθμό των νεκρών αστυνομικών: ενώ αρχικά ανέφερε ότι απεβίωσε ένας αστυνομικός, αργότερα έκανε λόγο για περισσότερους αστυνομικούς που «σκοτώθηκαν» (βλ. ερ. 20 του δ.φ.). Η αντίφαση αυτή αφορά κρίσιμο γεγονός που βρίσκεται στον πυρήνα του ισχυρισμού του περί στοχοποίησης.

 

30.         Ως προς τα γεγονότα που φέρεται να ακολούθησαν τα επεισόδια, οι αναφορές του περί αναζήτησής του από τις αρχές και από την οικογένεια του θανόντος αστυνομικού υπήρξαν εξίσου γενικόλογες και αόριστες. Ο Αιτητής δεν μπόρεσε να περιγράψει τις περιστάσεις της φερόμενης αναζήτησής του, τη συχνότητα, το χρονικό σημείο, τον τρόπο αναζήτησης ή τον αριθμό/ταυτότητα των προσώπων που, κατά τους ισχυρισμούς του, τον αναζητούσαν. Η δε αναφορά του ότι εξακολουθούσαν να τον αναζητούν στην περιοχή της κατοικίας του παραμένει ατεκμηρίωτη, καθώς δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ποια ήταν η πηγή της πληροφόρησής του, ούτε να περιγράψει συγκεκριμένα περιστατικά που να καταδεικνύουν συνεχιζόμενη έρευνα σε βάρος του.

 

31.         Η δήλωσή του ότι είναι «καταζητούμενος» δεν ενισχύεται από συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και εμφανίζεται σε κάποιο βαθμό μη ευλογοφανής: ο ίδιος παραδέχθηκε ότι δεν ήταν το μόνο άτομο που βρισκόταν στο μπροστινό μέρος της διαδήλωσης ούτε το μόνο που είχε ηγετικό ρόλο, ενώ παραδέχθηκε επίσης ότι η επίθεση στον αστυνομικό τελέστηκε από «περισσότερα άτομα». Δεν προκύπτει, συνεπώς, βάσιμος λόγος για τον οποίο θα στοχοποιείτο προσωπικά ως δράστης της επίθεσης, ούτε με ποιον τρόπο θα ταυτοποιείτο από τις αρχές ή από την οικογένεια του θανόντος.

 

32.         Περαιτέρω, η αναφορά του περί ύπαρξης εντάλματος σύλληψης παραμένει ατεκμηρίωτη και ασυνεπής με το υπόλοιπο αφήγημά του. Δεν προσδιόρισε ποια αρχή το εξέδωσε, πότε, σε ποιο όνομα, ποιος το είδε ή πώς ο ίδιος το πληροφορήθηκε. Ενώ ισχυρίστηκε ότι διέθετε σχετικά έγγραφα, στις διοικητικές συνεντεύξεις (ερυθρό 33) είχε δηλώσει ότι δεν είχε οποιοδήποτε έγγραφο να προσκομίσει, δημιουργώντας άμεση αντίφαση με τη μεταγενέστερη κατάθεσή του στο ακροατήριο. Η μη προσκόμιση οποιασδήποτε εξωτερικής τεκμηρίωσης για τόσο κρίσιμο ζήτημα ενισχύει τον βαθμό της αμφιβολίας ως προς την ευλογοφάνεια του ισχυρισμού του. Συνολικά, οι προαναφερθείσες ασάφειες, ελλείψεις, αντιφάσεις και η έλλειψη συγκεκριμένων και συνεπών λεπτομερειών υπονομεύουν σημαντικά την αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού περί στοχοποίησης και δίωξής του λόγω της συμμετοχής του στη διαδήλωση.

 

33.         Ως προς την εξωτερικής αξιοπιστία του Αιτητή, όπως επισημαίνεται ανωτέρω, ο ίδιος δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του είτε κατά τη διοικητική είναι κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία. Ωστόσο, έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου επιβεβαιώνει την διαδήλωση στην οποία αναφέρεται, καθώς σύμφωνα με την ιστοσελίδα Scholars at Risk «από τις 6 Ιανουαρίου 2020, ξέσπασαν αρκετές βίαιες συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και φοιτητών στο Πανεπιστήμιο της Kinshasa, με αποτέλεσμα ένας αστυνομικό να χάσει τη ζωή του και αρκετοί άλλοι να τραυματιστούν. Στις 6 Ιανουαρίου, φοιτητές συγκεντρώθηκαν στην πανεπιστημιούπολη του Πανεπιστημίου της Kinshasa (Unikin) για να διαμαρτυρηθούν για την αύξηση των διδάκτρων […] Οι φοιτητές, πιθανώς μαζί με άλλους διαδηλωτές, φέρεται να έφραξαν με οδοφράγματα τις εισόδους του πανεπιστημίου, έκαψαν ελαστικά και ένα όχημα, και βανδάλισαν πολλά κτίρια εντός και εκτός της πανεπιστημιούπολης. Η αστυνομία που βρισκόταν έξω από το πανεπιστήμιο φέρεται να έκανε χρήση δακρυγόνων και να συγκρούστηκε βίαια με ορισμένους από τους διαδηλωτές, με αποτέλεσμα τους τραυματισμούς ατόμων και από τις δύο πλευρές».[1] Εντούτοις, παρά την επιβεβαίωση μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης του εν λόγω γεγονότος, λόγω μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή, ο συναφής ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

34.         Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, αναφορικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και τις διακρίσεις που ισχυρίζεται ότι υφίσταται ένεκα αυτού, παρατηρούνται τα ακόλουθα. Καταρχάς, σε σχέση με το μοντέλο ανάλυσης που χρησιμοποιήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση [Difference, Stigma, Shame and Harm (DSSH) model], σημειώνεται ο σκεπτικισμός του Δικαστηρίου ως προς την υιοθέτησή του, καθώς ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας στερεοτύπων ή προσέγγισης της αξιολόγησης αξιοπιστίας υπό το πρίσμα τυποποιημένων στοιχείων, τα οποία ένας αιτών καλείται να επιβεβαιώνει ή όχι, εις βάρος της εξατομικευμένης εξέτασης που επιβάλλεται. Χωρίς το εν λόγω μοντέλο να αποκλείεται ως βοηθητικό εργαλείο, το Δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση αξιολογεί τον ισχυρισμό στη βάση των κοινώς αποδεκτών δεικτών αξιοπιστίας, χωρίς ειδική αναφορά στο DSSH, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω. Προς τούτο παρατηρείται ότι κατά τη διοικητική συνέντευξη ο Αιτητής υπεβλήθη σε πλήθος ερωτήσεων ανοικτού, κλειστού και διευκρινιστικού τύπου, που του παρείχαν την ευκαιρία να αναπτύξει με επαρκή λεπτομέρεια τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, καθώς και να αποσαφηνίσει σε βάθος τους επίμαχους ισχυρισμούς του. Ορθώς δε δεν τέθηκαν ερωτήσεις παρεμβατικές στην ιδιωτική του ζωή, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ (απόφαση 2.12.2014, C-148/13 έως C-150/13, A, B, C, ECLI:EU:C:2014:2406). Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι δεν αναμένεται όλα τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα να βιώσουν τη σεξουαλικότητά τους με ομοιόμορφο τρόπο, αφού οι σχετικές εμπειρίες επηρεάζονται από προσωπικούς, κοινωνικοοικονομικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Το γεγονός ότι ο Αιτητής δηλώνει θετικές ή ουδέτερες εμπειρίες στη χώρα καταγωγής του δεν αποδυναμώνει αφ’ εαυτού την αξιοπιστία του ισχυρισμού περί σεξουαλικού προσανατολισμού. Συναφή ερωτήματα τέθηκαν και κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

35.          Συντάσσομαι με τα ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση ότι οι αναφορές του Αιτητή σχετικά με την προσωπική του συνειδητοποίηση και τις παρελθούσες ερωτικές σχέσεις παρουσιάζονται επιφανειακές και χωρίς τη βιωματικότητα που προσιδιάζει σε τέτοιου είδους ισχυρισμούς. Μολονότι υπήρξε συνεκτικός ως προς την αναφορά της σχέσης του με καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο, και πάλι οι δηλώσεις του στερούνται λεπτομερειών και προσωπικής χροιάς.

 

36.         Περαιτέρω, παρατηρείται ασυνέπεια ως προς τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο η οικογένειά του έλαβε γνώση του σεξουαλικού του προσανατολισμού, αφού κατά τόπους διαφοροποιείται το χρονικό σημείο, αλλά και οι περιστάσεις ενημέρωσης της μητέρας του από τους συμφοιτητές του (ερ. 40, 35 Δ.Φ.). Ως προς την αντιμετώπισή του από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, πέραν της δήλωσης ότι η οικογένειά του «αισθάνθηκε ντροπή» για τον προσανατολισμό του, και η μητέρα του δεν αποδέχθηκε την συγκεκριμένη «ιδέα» (ερυθρό 35 Δ.Φ.), αναφορές οι οποίες παρουσιάζονται με τρόπο γενικό, δεν προκύπτει από τη δική του κατάθεση οποιαδήποτε μορφή δίωξης, βλάβης ή διάκρισης στο πρόσωπό του που να ανέρχεται σε επίπεδο δίωξης είτε από ιδιώτες είτε από τις αρχές της χώρας του. Αντιθέτως, ο ίδιος επιβεβαίωσε ότι, παρά την αρχική αντίδραση της μητέρας του, εκείνη κατέβαλε το κόστος του ταξιδιού του (ερυθρό 20/2Χ Δ.Φ.) και ότι διατηρεί μέχρι σήμερα επικοινωνία τόσο με εκείνη όσο και με την ξαδέρφη του (ερυθρό 22/8Χ και 43 Δ.Φ.), γεγονός που υποδεικνύει ότι δεν υπήρξε πλήρης ρήξη των οικογενειακών σχέσεων. Υπό τα ανωτέρω, δεν θεμελιώνεται ο ισχυρισμός του Αιτητή περί στοχοποίησης ή διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος του λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού.

 

37.         Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του, επισημαίνεται ότι λόγω του εξόχως προσωπικού χαρακτήρα του συγκεκριμένου ισχυρισμού δεν ήταν εύλογο να εντοπισθεί από το Δικαστήριο σχετική ανεξάρτητη πηγή που να αφορά τις προσωπικές του εμπειρίες, ούτε ο ίδιος προσκόμισε οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία. Γενικότερα, αναφορικά με την αντιμετώπιση των ομοφυλοφίλων στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, από την έρευνα που διεξήγαγε το Δικαστήριο προκύπτουν τα ακόλουθα ευρήματα:

 

38.         Σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ), «κανένας νόμος δεν απαγορεύει ρητά τη συναινετική σεξουαλική συμπεριφορά μεταξύ ενηλίκων. Ωστόσο, άτομα που επιδίδονταν σε οποιασδήποτε μορφής σωματική επαφή με άτομα του ιδίου φύλου σε δημόσιο χώρο, κάποιες φορές υπόκεινται σε δίωξη σύμφωνα με τις δημόσιες διατάξεις περί απρέπειας, οι οποίες σπάνια εφαρμόζονται σε ετερόφυλα ζευγάρια».[2]

 

39.         Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση, «κανένας νόμος δεν απαγορεύει ρητά τις διακρίσεις από κρατικούς ή μη φορείς με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα ή έκφραση φύλου ή τα χαρακτηριστικά του φύλου. Ο νόμος προβλέπει δικαίωμα στην απασχόληση, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση για όλα τα άτομα. Ωστόσο, προασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναφέρουν ότι ΛΟΑΤΚΙ άτομα αντιμετώπισαν διακρίσεις σε όλους αυτούς τους τομείς, καθώς και στην εύρεση ή διατήρηση στέγης και πρόσβασης σε δημόσιες υπηρεσίες».[3]

 

40.         Σημειώνεται ότι εντοπίστηκαν δημοσιεύματα στα οποία γίνεται αναφορά περί προώθησης αντι-ομοφυλοφιλικής νομοθεσίας.[4] Επισημαίνεται ωστόσο, ότι σύμφωνα με πηγές, από το 2010 έγιναν προσπάθειες περί θεσμοθέτησης της ομοφυλοφιλίας ως ποινικό αδίκημα, χωρίς όμως να έχει προωθηθεί/θεσμοθετηθεί.[5]

 

41.         Όλως επικουρικώς, ακόμα και αν γινόταν αποδεκτός ο ισχυρισμός περί ομοφυλοφιλίας, ως συνάγεται από τις ανωτέρω πηγές δεν προκύπτει βάσιμος φόβος δίωξης του Αιτητή λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού.

 

42.         Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει ο Αιτητής, στη βάση του μόνου αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού του ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, επιπρόσθετα προς όσα καταγράφονται στην Εισηγητική-Έκθεση, ιδίως όσον αφορά στην επικαιροποιημένη εικόνα της κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του, παρατηρώ τα εξής:

 

43.         Σύμφωνα με την ιστοσελίδα RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η ΛΔΚ εμπλέκεται σε αρκετές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων μη κρατικών ένοπλων ομάδων, μεταξύ των οποίων οι ADF (Allied Democratic Forces), Mai-Mai Yakutumba, FDLR (Forces démocratiques de libération du Rwanda), CODECO (Coopérative de développement économique du Congo) και M23[6]. Ειρηνευτική αποστολή των Ηνωμένων Εθνών (UN Organization Stabilization Mission in the Democratic Republic of the Congo- MONUSCO) υποστηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις της ΛΔΚ[7], και το Συμβούλιο Ασφαλείας,  με το ψήφισμά του υπ’ αρ. 2765 (2024), αποφάσισε την επέκταση της εντολής της MONUSCO μέχρι τις 20.12.2025[8]. Οι περιοχές Kivu, Kasai και Ituri είναι αυτές οι οποίες πλήττονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις ένοπλες συγκρούσεις, αν και η βία είναι εκτεταμένη και επηρεάζει ολόκληρη τη χώρα[9]. Ειδικά στην Kinshasa, οι προαναφερόμενες οργανώσεις, δεν παρουσιάζονται ως δρώσες[10].

 

44.         Καταληκτικά, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στην πρωτεύουσα Kinshasa της ΛΔΚ, τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 14.11.2025), καταγράφηκαν 43 περιστατικά πολιτικής βίας[11] τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 55 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.[12] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πρωτεύουσας Kinshasa εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 17,778,500 (2025) κατοίκους.[13] Υπό το φως των ανωτέρω ποσοτικών και αριθμητικών δεδομένων, δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε κίνδυνος για τον Αιτητή ένεκα της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο προηγουμένης διαμονής του.

 

45.         Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράμετρος του προφίλ του, η οποία να επιτείνει με οποιοδήποτε τρόπο τον κίνδυνο που τυχόν αυτός διατρέχει, ούτε και καθαυτό κάποιο στοιχείο του προφίλ του δίδει βάσιμο έρεισμα για φόβο δίωξης.  Ούτε και ο Αιτητής εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο απορρέων από το προφίλ του, πέραν των όσων εξετάστηκαν ήδη ανωτέρω.

 

46.         Ειδικώς ως προς το θρησκευτικό του προφίλ ως χριστιανού, ούτε με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, αντιμετωπίζει ευλόγως κίνδυνο. Πέραν της απουσίας εκπεφρασμένου φόβου ένεκα αυτής της παραμέτρου ή άλλων συναφών προσωπικών περιστάσεων, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, το σύνταγμα της ΛΔΚ απαγορεύει τις θρησκευτικές διακρίσεις και προβλέπει την ελευθερία της θρησκείας και το δικαίωμα λατρείας, με την επιφύλαξη της «συμμόρφωσης με τον νόμο, τη δημόσια τάξη, την δημόσια ηθική και τα δικαιώματα των άλλων». Ορίζει δε ότι το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία δεν μπορεί να καταργηθεί ακόμη και όταν η κυβέρνηση κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή πολιορκία. Σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α του 2023, σχετικά με τη θρησκευτική ελευθερία στη ΛΔΚ, οι χριστιανοί αποτελούν το 95,1% του πληθυσμού και 48,1% των χριστιανών είναι προτεστάντες. Αν και καταγράφηκαν κάποιες επιθέσεις από το ISIS-DRC/ADF, αυτές αφορούσαν αδιακρίτως βία κατά πολιτών.[14] Ούτε, επίσης, προκύπτει τέτοιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος λόγω της εθνοτικής καταγωγής του Αιτητή, καθώς δεν εντοπίστηκαν οποιεσδήποτε πληροφορίες που να παραπέμπουν σε εμπλοκή της εθνοτικής φυλής του Αιτητή, ήτοι Lokele, σε εσωτερικές διενέξεις, ή διακρίσεις εναντίον ατόμων που ανήκουν στην εν λόγω φυλή. Σημειώνεται, ότι ούτε ο Αιτητής πρόβαλε οποιοδήποτε υποκειμενικό φόβο προς αυτή την κατεύθυνση.

 

47.         Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη και το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, ως αυτό έγινε αποδεκτό και ειδικότερα ότι ο Αιτητής είναι νεαρός, υγιής, με εργασιακή εμπειρία στον τόπο συνήθους διαμονής του και με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του, και χωρίς οποιοδήποτε σημείο ευαλωτότητας ή αποδεδειγμένο περιστατικό παρελθούσας δίωξης, κρίνεται πως σε συνάρτηση με τις παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής του, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του εκεί, θα εκτεθεί  ευλόγως σε κίνδυνο.

 

48.         Υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης κινδύνου, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

49.         Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

50.         Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

51.         Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο προσφεύγων, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή (βλ. άρθρο 19(2)(γ) απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43).

 

52.         Σημειώνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως  «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

53.         Ως προς τον όρο διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, το ΔΕΕ, διευκρίνισε ότι της έννοιας της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως, η σημασία και το περιεχόμενο των όρων αυτών πρέπει να καθορίζονται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑549/07, Wallentin-Hermann, Συλλογή 2008, σ. I‑11061, σκέψη 17, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑119/12, Probst, σκέψη 20). Υπό το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως αφορά κατάσταση στην οποία οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή στην οποία δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους. (Βλ.  απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψεις 27 και 28). Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, δεν λαμβάνει χώρα ένοπλη σύρραξη στην Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή.

54.         Ακολούθως ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (Βλ. C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

55.         Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

56.         Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

57.         Ενόψει των ανωτέρω ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών, δεν είναι δυνατό η επικρατούσα κατάσταση στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι στην ευρύτερη επαρχία της Kinshasa, να χαρακτηριστεί ως αδιάκριτη βία λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής μόνο λόγω της παρουσίας του εκεί να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Την ίδια στιγμή δεν προκύπτει οποιοσδήποτε παράγοντας επίτασης του κινδύνου στο πρόσωπο του Αιτητή (ΔΕΕ, C-285/12, Diakité, ημερ. 30/01/2014, σκ. 27-28). Ενόψει της έλλειψης της ουσιώδους αυτής προϋπόθεσης εφαρμογής του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο αντίστοιχο καθεστώς.

58.         Ως προς δε την απόφαση επιστροφής του, από τα ενώπιόν μου στοιχεία, δεν προκύπτει οποιοδήποτε άλλο ζήτημα συναφές με την αρχή της μη επαναπροώθησης και των προϋποθέσεων έκδοσης της απόφασης επιστροφής, πέραν των όσων ήδη εξετάστηκαν και αναλύθηκαν ανωτέρω (Βλ. απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C 156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, ιδίως σκέψεις 50 έως 51).

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

Κ. Κ. ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 



[1] Scholars at Risk Network, https://www.scholarsatrisk.org/report/2020-01-06-university-of-kinshasa/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26.11.2025]

[2] U.S. Department of State, Democratic Republic of Congo (2023), “No law specifically prohibited consensual same-sex sexual conduct between adults, but individuals who engaged in public displays of consensual same-sex conduct, such as kissing, were sometimes subject to prosecution under public indecency provisions, which were rarely applied to opposite-sex couples”, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/democratic-republic-of-the-congo/  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26.11.2025]

[3] U.S. Department of State, Democratic Republic of Congo (2023), “No law specifically prohibited discrimination by state or nonstate actors based on sexual orientation, gender identity or expression, or sex characteristics, but the law did provide for a right to employment, health care, and education for all persons. Nonetheless, human rights defenders reported LGBTQI+ persons faced discrimination in all these areas throughout the year, as well as in finding or keeping housing and access to public services”, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/democratic-republic-of-the-congo/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26.11.2025]

[4] Washington Blade, Congolese Law Maker Introduces Anti-Homosexuality Bill, 15.04.2024, https://www.washingtonblade.com/2024/04/15/congolese-lawmaker-introduces-anti-homosexuality-bill/ ; Mamba Online, Alarming Move to Criminalize Homosexuality in the DRC, 11.04.2024, https://www.mambaonline.com/2024/04/11/alarming-move-to-criminalise-homosexuality-in-the-drc/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26.11.2025]

[5] ILGA World (Lesbian, Gay, Bisexual, Trans and Intersex Association), https://database.ilga.org/democratic-republic-of-congo-lgbti; [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26.11.2025]

[6] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, ‘Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo’, Last updated: Tuesday 14th February 2023, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26.11.2025]

[7] Ο.π.

[8] UNSC, S/RES/2765 (2024) διαθέσιμο σε https://digitallibrary.un.org/record/4069994?v=pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26.11.2025]

[9] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, ‘Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo’, Last updated: Tuesday 14th February 2023, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26.11.2025]

[10] Βλ. σχετικά Global Protection Cluster, https://www.globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-02/points_saillants-situation_de_protection_decembre_2023_vf.pdf,  Παρουσία των ανωτέρω ομάδων στην Kinshasa δε μαρτυρείται ούτε κατά την πρόσφατη επιστολή ομάδας ειδικών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας UNSC, 'Letter dated 15 December 2023 from the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo addressed to the President of the Security Council' (2023), διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2103043/N2336437.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26.11.2025]

[11] Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, η Πολιτική Βία (Political Violence) περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες περιστατικών: Βία κατά Αμάχων (Violence Against Civilians), Μάχες (Battles), Ταραχές (Riots), Εκρήξεις/Απομακρυσμένη Βία (Explosions/Remote Violence), Διαδηλώσεις (Protests).

[12] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/platform/explorer  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Political Violence, DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, COUNTRY: Democratic Republic Congo, Kinshasa) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26.11.2025]

[13] World Population Review, https://worldpopulationreview.com/cities/dr-congo/kinshasa [Ημερομηνία Πρόσβασης: 26.11.2025]

[14] USDOS - US Department of State, ‘DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2023 INTERNATIONAL RELIGIOUS FREEDOM REPORT’ (26 June 2024) σελ. 3 διαθέσιμο σε https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/democratic-republic-of-the-congo/  (ημερομηνία πρόσβασης 22.10.2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο