ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
24 Νοεμβρίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C. T. C. L.
από Νιγηρία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Χρ. Παφίτη (κα) για Χρ. Λαζάρου
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: N. Νικολάου (κος) για Ι. Γεωργίου (κος), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 10.10.2023 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τ1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε στις 12.11.2022 και ακολούθως εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών στις 14.11.2022, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. Στις 01.12.2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 19.09.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της EUAA (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), ο οποίος υπέβαλε στις 27.09.2023 εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενη την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 10.10.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 17.11.2023, μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής, μέσω της συνηγόρου του προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση των ισχυρισμών περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών περιστατικών της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακυρώσεως, παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας αιτιολογίας προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας αιτιολογίας, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες.
Ο λόγος λοιπόν ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας αιτιολογίας απορρίπτεται ως γενικός, αόριστος αλλά και αλυσιτελής.
Αναφορικά με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω αυτόν σε συνάρτηση και με την ουσία της υπόθεσης αυτής.
Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας
Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.
Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[6].
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, με τη βοήθεια της εκκλησίας καθότι ο ίδιος, η μητέρα και τα αδέλφια του δεν έχουν οικία διαμονής στη χώρα καταγωγής του και διαμένουν όλοι στην εκκλησία (βλ. ερυθρό 1 δ.φ.). Σκοπός του είναι να αποταμιεύσει χρήματα και να αποκτήσει μία οικία για την οικογένειά του στη Νιγηρία (βλ. ερυθρό 1 δ.φ.).
Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ανέφερε, σχετικά με το προσωπικό του προφίλ, ότι γεννήθηκε στο Ogidi, στην πολιτεία Anambra της Νιγηρίας (βλ. ερυθρό 33 – 4Χ δ.φ.). Ως τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής δήλωσε το Agwu, στην πολιτεία Enugu, όπου διέμεινε για διάστημα 5 μηνών πριν από την αναχώρησή του από τη Νιγηρία, ωστόσο στη συνέχεια της συνέντευξής του άλλαξε τον τόπο συνήθους διαμονής του και δήλωσε την πόλη Onitsha στην πολιτεία Anambra (βλ. ερυθρά 32 – 1Χ και 25 – 2Χ δ.φ.). Όσον αφορά το θρήσκευμά του, δήλωσε Χριστιανός και ανέφερε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Igbo (βλ. ερυθρά 34 – 1Χ και 37 δ.φ.). Σχετικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος, ενώ αναφορικά με την οικογένειά του, δήλωσε ότι ο πατέρας του διαμένει στην πολιτεία Lagos και η μητέρα του στην πολιτεία Anambra, ενώ τα 3 αδέλφια του διαμένουν στην πολιτεία Delta, στην Calabar και την Αnambra (βλ. ερυθρό 32 – 2Χ-4Χ δ.φ.). Όσον αφορά το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ομιλεί Igbo και Αγγλικά (βλ. ερυθρό 33 – 1Χ-2Χ δ.φ.). Ως προς την επαγγελματική του εμπειρία, ο Αιτητής δήλωσε ότι εργαζόταν σε μία μικρή εταιρεία παραγωγής πλαστικού από το 2019 έως το 2021 (βλ. ερυθρό 33 – 3Χ δ.φ.).
Αναφορικά με την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τα γεγονότα που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του ήταν ο χωρισμός των γονέων του λόγω της βιαιότητας του πατέρα του προς τη μητέρα του, με αποτέλεσμα να μην έχουν οικία διαμονής ούτε ο ίδιος ούτε η μητέρα και τα αδέλφια μου και να διαμένουν σε διάφορα μέρη και εκκλησίες (βλ. ερυθρό 30 – 3Χ-4Χ δ.φ.). Ο Αιτητής ανέφερε χαρακτηριστικά πως το γεγονός αυτό καθόρισε την απόφασή του καθότι δεν επιθυμεί να καταλήξει να ζει στο δρόμο θέτοντας τη ζωή του σε κίνδυνο όπως έχει δει να συμβαίνει, κάτι το οποίο θα συμβεί εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του (βλ. ερυθρά 30 – 3Χ-4Χ και 29 – 1Χ-4Χ δ.φ.).
Στο πλαίσιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων που τέθηκαν στον Αιτητή δήλωσε πως δεν είναι εφικτό να διαμείνει με κάποιον από τους γονείς του, καθότι ο πατέρας του έχει ήδη συνάψει νέο γάμο και η μητέρα του όπως του έχει αναφέρει η ίδια δεν διαθέτει χώρο για εκείνον (βλ. ερυθρό 29 – 5Χ δ.φ.).
Ερωτηθείς σχετικά με το διαζύγιο των γονέων του δήλωσε άγνοια αναφέροντας πως περί το 2012 – 2013, όταν ο Αιτητής ήταν περί των 12 ετών, η μητέρα του μετέφερε τον ίδιο και τα δύο αδέλφια του, στην Enugu και έπειτα η ίδια με το μικρότερο τέκνο της επέστρεψε στην Anambra (βλ. ερυθρό 28 – 1Χ-2Χ δ.φ.). Σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξης ερωτηθείς σχετικά ανέφερε πως η μητέρα του άφησε τα 3 από τα 4 τέκνα της περί το 2012 στην οικία της γιαγιάς του Αιτητή (ερυθρό 25 – 1Χ δ.φ.). Ως ο ίδιος δήλωσε, κατά την ίδια περίοδο, ήτοι το 2012, ξεκίνησε να διαμένει με την γιαγιά του, όπου παρέμεινε περίπου 1 έτος εναλλάσσοντας τον τόπο διαμονής τους μεταξύ της γιαγιάς και του θείου του για μεγάλο χρονικό διάστημα (βλ. ερυθρό 28 – 2Χ-3Χ δ.φ.). Αναφορικά με την περίοδο όπου διέμενε στους προαναφερθέντες συγγενείς του, ο Αιτητής δήλωσε πως δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά για εκείνον καθότι φρόντιζαν μόνο να μην διανυκτερεύει στο δρόμο και τίποτα άλλο (βλ. ερυθρό 28 – 4Χ δ.φ.). Συνέχισε εξηγώντας πως για εκείνους ήταν πρόβλημα ο πατέρας του, επειδή είναι αλκοολικός και δημιουργούσε εντάσεις στις οικογενειακές συναντήσεις τους (βλ. ερυθρό 28 – 5Χ δ.φ.).
Σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης του στη Νιγηρία ο Αιτητής απαντώντας σε διευκρινιστικά ερωτήματα, επεξήγησε πως δεν είναι εφικτό για τον ίδιο να εξεύρει επαρκείς εργασία στη χώρα καταγωγής του πέραν από κάποιες εργασίες ημιαπασχόλησης που είχε από το 2012 (βλ. ερυθρό 28 – 6Χ δ.φ.). Κληθείς να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες για τα διαβήματα στα οποία προέβη, ανέφερε πως μετέβαινε σε εταιρείες και έκανε αιτήσεις για εργασία χωρίς να λαμβάνει απάντηση παρά την προϋπηρεσία που είχε στην εταιρεία πλαστικών όπου εργαζόταν (βλ. ερυθρό 26 – 5Χ δ.φ.). Ερωτηθείς περαιτέρω, ανέφερε ότι διέμενε με τους γονείς του έως το 2012 στην πόλη Onitsha της πολιτείας Anambra. Το ίδιο έτος, για περίπου έξι μήνες, μετακινήθηκε στη γιαγιά του στο Agwu της πολιτείας Enugu. Στη συνέχεια, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του φιλοξενήθηκαν επί σχεδόν έναν χρόνο από έναν φίλο στην πόλη Koka της πολιτείας Delta, πριν καταλήξει και πάλι στη γιαγιά του λίγο πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 27 – 1Χ–3Χ δ.φ.). Μέχρι το 2014 ζούσε με τον θείο του, οπότε και η γιαγιά του τον μετέφερε στην εκκλησία στο Agwu της πολιτείας Enugu, όπου παρέμεινε για περίπου δύο χρόνια (βλ. ερυθρά 27 – 4Χ και 26 – 1Χ δ.φ.). Από το 2015 έως το 2021 βρισκόταν στους δρόμους της πόλης Onitsha στην πολιτεία Anambra, εργαζόμενος περιστασιακά στον κατασκευαστικό τομέα. Όπως δήλωσε, η βασική δυσκολία που αντιμετώπισε κατά το διάστημα αυτό ήταν η πείνα (βλ. ερυθρό 26 – 1Χ–2Χ δ.φ.). Το 2021 επέστρεψε στη γιαγιά του, αν και – όπως σημείωσε – αποτελούσε για την ίδια βάρος. Έκτοτε διέμεινε σε έναν μακρινό συγγενή, όπου και παρέμεινε έως την έκδοση της θεώρησής του (visa) και την αναχώρησή του από τη χώρα (βλ. ερυθρό 26 – 3Χ–4Χ δ.φ.).
Ερωτηθείς σχετικά με το εάν, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, θα είχε τη δυνατότητα να διαμείνει με τη γιαγιά του αποκρίθηκε αρνητικά καθότι είναι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση και δεν θα μπορέσει να τον βοηθήσει (βλ. ερυθρό 25 – 3Χ δ.φ.). Ομοίως αρνητικά απάντησε και στο ενδεχόμενο να μετεγκατασταθεί στην πολιτεία Lagos επειδή θεωρεί πως έπραξε τα βέλτιστα για να παραμείνει στη Νιγηρία και απέτυχε (βλ. ερυθρό 25 δ.φ.).
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση
Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, ως αυτοί παρατέθηκαν από τον Αιτητή, ο Λειτουργός εντόπισε και αξιολόγησε, στο πλαίσιο της Εισηγητικής του Έκθεσης, δύο (2) ισχυρισμούς:
Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και αυτός έγινε αποδεκτός καθώς στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.
Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε στο ότι δεν είχε μέρος να διαμείνει μετά το χωρισμό των γονέων του το 2012, ισχυρισμός ο οποίος ομοίως έγινε αποδεκτός καθότι στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του.
Ειδικότερα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής περιέγραψε με σαφήνεια και συνοχή τη βίαιη συμπεριφορά του πατέρα του προς τη μητέρα του, η οποία οδήγησε στον χωρισμό τους και είχε ως συνέπεια ο Αιτητής και τα αδέλφια του να μείνουν χωρίς μόνιμη κατοικία στη Νιγηρία, γεγονός που τον ώθησε τελικά να εγκαταλείψει τη χώρα. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι παρουσίασε με συνεκτικό και συγκεκριμένο τρόπο τις συνθήκες διαμονής του από το 2012 και εξής, όταν η μητέρα του άφησε τον ίδιο και τα δύο από τα τρία αδέλφια του στο σπίτι της γιαγιάς τους στο Agwu της πολιτείας Enugu, παρέχοντας λεπτομερείς εξηγήσεις για τις μετέπειτα μετακινήσεις του. Κρίθηκε πρόσθετα πως, ήταν σε θέση να περιγράψει με συνοχή την καθημερινότητά του με τον θείο και τη γιαγιά του, εξηγώντας ότι το ενδιαφέρον τους περιοριζόταν στο να του παρέχουν έναν χώρο για ύπνο και ότι συχνά τον ρωτούσαν πότε θα αποχωρήσει όταν η παραμονή του υπερέβαινε τις δύο εβδομάδες. Επεσήμανε, ακόμη, ότι η γιαγιά του ήταν φτωχή και αδυνατούσε να τον φροντίσει ή να τον στηρίξει ουσιαστικά. Ως κρίθηκε, με επαρκή σαφήνεια εξήγησε, επίσης, την περίοδο διαβίωσής του στους δρόμους από το 2015 έως το 2021, αναφέροντας ότι εργαζόταν περιστασιακά και ότι η κύρια δυσκολία που αντιμετώπιζε ήταν η έντονη πείνα. Τέλος, περιέγραψε με λεπτομέρειες τις προσπάθειες που κατέβαλε για εύρεση εργασίας, εξηγώντας ότι απευθύνθηκε σε πολλές εταιρείες και υπέβαλε αιτήσεις, χωρίς όμως να λάβει ποτέ κάποια απάντηση.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, o Λειτουργός διενέργησε έρευνα, αναφορικά με το πρόβλημα στέγασης στην Νιγηρία και την πενία διαπιστώνοντας ότι περίπου 28.000.000 νιγηριανοί είναι άστεγοι και περίπου η μισή χώρα ζει στα όρια της φτώχειας με το βόρειο τμήμα να αντιμετωπίζει μεγαλύτερο πρόβλημα από το νότιο, ενώ το προσδόκιμο ζωής είναι από τα χαμηλότερα παγκοσμίως στην ηλικία των 55 ετών. Επίσης, η πρόσβαση και σε άλλες βασικές παροχές όπως το ρεύμα αντιμετωπίζουν κρίση.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, ο Λειτουργός επεσήμανε ότι δεν συνέτρεχαν εύλογοι λόγοι να γινόταν αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του, θα κινδύνευε με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης μετά από έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του ίδιου, όπου δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύρραξης. Περαιτέρω, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ο Λειτουργός, κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και αναγνωρίζοντας ότι η πρόσβαση σε κατάλληλο χώρο διαμονής αποτελεί βασικό δικαίωμα του Αιτητή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν προκύπτει κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης εις βάρος του. Το συμπέρασμα αυτό στηρίχθηκε τόσο στις δηλώσεις του Αιτητή ότι κατά καιρούς διέθετε καταλύματα στα οποία μπορούσε να διαμείνει, όσο και στο γεγονός ότι τα αδέλφια του —με τα οποία συνάγεται ότι οι σχέσεις παραμένουν ομαλές— κατοικούν χωρίς δυσκολία σε διάφορες πολιτείες της χώρας. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι, σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής δεν θα αντιμετώπιζε δίωξη ούτε πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β). Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την εισηγητική έκθεση του Λειτουργού, όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ’ ων η Αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, τον οποίο και αποδέχομαι. Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, συντάσσομαι επίσης με το συμπέρασμα του αρμόδιου Λειτουργού ως προς τη στοιχειοθέτηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του. Ο Λειτουργός ορθά διαπίστωσε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν σαφείς, συνεκτικές και επαρκώς λεπτομερείς ως προς τον πυρήνα του ισχυρισμού του. Είναι και η δική μου εκτίμηση ότι οι αναφορές του Αιτητή στα διάφορα μέρη όπου διέμεινε έως την αναχώρησή του ήταν λεπτομερείς και συνεκτικές, περιλαμβάνοντας χρονολογικά στοιχεία, αιτιολογήσεις και περιγραφές των αλλαγών στη διαμονή του. Επιπλέον, παρείχε με συνοχή στοιχεία για την περίοδο που έζησε στον δρόμο από το 2015 έως το 2021, περιγράφοντας με σαφήνεια τη σοβαρότητα της πείνας που αντιμετώπιζε λόγω της περιστασιακής και περιορισμένης απασχόλησης που κατόρθωνε να εξασφαλίσει. Αντίστοιχα λεπτομερής υπήρξε και αναφορικά με τις προσπάθειες εύρεσης σταθερής και επαρκούς εργασίας, παραθέτοντας στοιχεία για τις αιτήσεις που υπέβαλε σε πολυάριθμες εταιρείες, καθώς και για την πλήρη έλλειψη ανταπόκρισης – είτε θετικής είτε αρνητικής – στις προσπάθειές του. Πέραν των διαπιστώσεων του Λειτουργού, επισημαίνεται ότι οι εξηγήσεις του Αιτητή ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν θεωρεί εφικτή την επιστροφή του ήταν επαρκείς, καθώς αναφέρθηκε στις οικονομικές δυσχέρειες της γιαγιάς του και στη γενικότερη απογοήτευσή του λόγω των επανειλημμένων αποτυχημένων προσπαθειών του στη Νιγηρία.
Κατά συνέπεια, η εκτίμηση του Λειτουργού κρίνεται ορθή και επαρκώς αιτιολογημένη, καθώς στηρίζεται στη συνέπεια και τη λεπτομέρεια που διαπερνούν τις δηλώσεις του Αιτητή, στοιχεία που καθιστούν τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του εσωτερικά αξιόπιστο.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, έπειτα από επικαιροποιημένη έρευνα του Δικαστηρίου προκύπτουν τα εξής:
· Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Νιγηρίας, το 30,9% των Νιγηριανών ζούσε κάτω από το διεθνές όριο ακραίας φτώχειας (2,15 δολάρια την ημέρα, σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης 2017) το 2018/19, πριν την πανδημία. Η αντιμετώπιση της φτώχειας απαιτεί μεταρρυθμίσεις που θα προστατεύουν τους φτωχότερους από τον πληθωρισμό και θα ενισχύουν τις ευκαιρίες για πιο παραγωγική εργασία. Για να μετριαστούν οι πληθωριστικές επιπτώσεις πρόσφατων μεταρρυθμίσεων, η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει προσωρινά προγράμματα χρηματικών μεταβιβάσεων με στόχο να φτάσουν σε 15 εκατομμύρια νοικοκυριά, αν και η εφαρμογή τους προχωρά αργά. Τέτοια μέτρα θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων και θα επιτρέψουν στα νοικοκυριά να επενδύσουν στο ανθρώπινο κεφάλαιο, αποφεύγοντας τη διαιώνιση της φτώχειας. Ωστόσο, οι βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις πρέπει να συνοδευτούν από οικονομική διαφοροποίηση που θα ενισχύσει τον μη πετρελαϊκό τομέα και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και από επενδύσεις σε δημόσιες υπηρεσίες —ιδίως στην υγεία, την εκπαίδευση και τις υποδομές. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων επενδύσεων είναι κρίσιμη, δεδομένου του περιορισμένου δημοσιονομικού χώρου[7].
· Η Διεθνής Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (IHRC) επιβεβαίωσε ότι η Νιγηρία αντιμετωπίζει αυξανόμενο αριθμό αστέγων, με το στεγαστικό έλλειμμα να φτάνει τα 28 εκατομμύρια. Παρά τη βελτίωση στις αρχιτεκτονικές σχεδιαστικές πρακτικές και την ανάπτυξη σύγχρονων κατοικιών στις πόλεις, η πρόοδος αυτή υπονομεύεται από το εκτεταμένο στεγαστικό κενό, τα χαμηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης και τον μεγάλο αριθμό ενοικιαστών. Με ραγδαία αύξηση πληθυσμού και αστικοποίησης (4-5% ετησίως), το στεγαστικό απόθεμα παραμένει χαμηλό, στις 12-15 εκατομμύρια κατοικίες. Υπολογίζεται ότι περίπου 25 εκατομμύρια νοικοκυριά των έξι ατόμων δεν διαθέτουν ιδιόκτητη κατοικία. Ο ειδικός Τζόνσον Τσουκγούμα εκφράζει αμφιβολίες για οποιαδήποτε άμεση βελτίωση, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης και της έλλειψης κυβερνητικής δέσμευσης στον στεγαστικό τομέα[8].
Με βάση τις ανωτέρω πηγές στοιχειοθετείται και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή αναφορικά με την στεγαστική κρίση που αντιμετωπίζουν οι πολίτες της Νιγηρίας.
Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.Ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με την αδυναμία εξεύρεσης κατάλληλου χώρου διαμονής στη Νιγηρία, όπως αυτός έγινε δεκτός τόσο σε επίπεδο εσωτερικής όσο και σε επίπεδο εξωτερικής αξιοπιστίας, δεν δύναται να ενταχθεί στο κανονιστικό πλαίσιο του προσφυγικού καθεστώτος, καθότι δεν συνδέεται με κανένα από τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά της Σύμβασης της Γενεύης ή του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε προκύπτει οποιαδήποτε στοχοποίηση, δίωξη ή διακριτική μεταχείριση που να σχετίζεται με τη φυλή, εθνικότητα, θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις ή ιδιότητα μέλους συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι:
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στο υπό (α) εδάφιο (ανωτέρω).
Ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με την αδυναμία εξεύρεσης κατάλληλου χώρου διαμονής στη Νιγηρία, ο οποίος έγινε αποδεκτός, εξετάζεται αποκλειστικά στο πλαίσιο της συμπληρωματικής προστασίας, και ειδικότερα υπό το άρθρο 19(2)(β) του Νόμου, το οποίο αφορά τον κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης.
Η εν λόγω διάταξη καλύπτει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αιτητής, επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του, θα εκτεθεί σε συνθήκες που υπερβαίνουν το όριο του ανεκτού και αγγίζουν το επίπεδο μεταχείρισης που προσβάλλει τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ωστόσο, η νομολογία έχει διαχρονικά τονίσει ότι η οικονομική δυσπραγία, ακόμη και σε έντονο βαθμό, καθώς και η έλλειψη στέγης ή βασικών αγαθών, δεν συνιστούν αφ’ εαυτών απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι ο αιτητής εκτίθεται σε κατάσταση απόλυτης εξαθλίωσης που προκύπτει από πράξεις ή παραλείψεις του κράτους οι οποίες έχουν στοχοποιημένο ή ιδιαιτέρως επιβαρυντικό χαρακτήρα[9]. Το κρίσιμο στοιχείο δεν είναι το ύψος της φτώχειας καθαυτό, ούτε η έκταση της στεγαστικής κρίσης, αλλά η ύπαρξη συνθηκών που θα εξανάγκαζαν τον αιτητή να ζήσει σε κατάσταση που θίγει την αξιοπρέπειά του κατά τρόπο που συνδέεται με κρατική μεταχείριση, αδιαφορία ή εγκατάλειψη σε επίπεδο ξεχωριστό από αυτό του γενικού πληθυσμού.
Επί της παρούσης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις πληροφορίες που προκύπτουν από τον δεύτερο ισχυρισμό, οι οποίες πράγματι επιβεβαιώνουν τις δύσκολες στεγαστικές και οικονομικές συνθήκες στη Νιγηρία, και εξετάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, προκύπτει ότι η κατάστασή του δεν ανέρχεται στο επίπεδο της σοβαρής ατομικής εξαθλίωσης που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση απάνθρωπης μεταχείρισης. Καταρχάς, ο Αιτητής έχει αδέλφια με τα οποία διατηρεί καλές σχέσεις, τα οποία κατοικούν στην πολιτεία Delta και στην περιοχή Calabar, γεγονός που καταδεικνύει την ύπαρξη υφιστάμενου οικογενειακού υποστηρικτικού δικτύου. Περαιτέρω, σε διάφορες περιόδους της ζωής του είχε τη δυνατότητα να διαμείνει σε συγκεκριμένους χώρους, έστω και ως φιλοξενούμενος, ενώ δεν προκύπτει ότι εκτέθηκε σε πλήρη και διαρκή αστεγία χωρίς καμία δυνατότητα προστασίας. Ο ίδιος ο Αιτητής ανέφερε ότι έχει λάβει ή δύναται να λάβει βοήθεια από την εκκλησία, η οποία στο παρελθόν του παρείχε κατάλυμα. Επιπρόσθετα, από διαθέσιμες διαδικτυακές πηγές τεκμηριώνεται η ύπαρξη μη κρατικών οργανισμών που παρέχουν καταφύγιο και στοιχειώδεις συνθήκες υποστήριξης σε άστεγους, με στόχο την ενδυνάμωσή τους και την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας και την κοινωνία[10].
Υπό το φως των ανωτέρω, διαπιστώνω ότι, παρά τις αντικειμενικά δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής διαθέτει ένα πλέγμα πραγματικών και πρακτικών δυνατοτήτων στήριξης, τόσο μέσω της οικογένειάς του όσο και από θρησκευτικούς ή κοινωνικούς φορείς. Το σύνολο αυτών των παραγόντων υποδηλώνει ότι δεν θα βρεθεί σε κατάσταση απόλυτης εξαθλίωσης ή σε περιβάλλον που να συνιστά απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την επιστροφή του στη Νιγηρία. Αντιθέτως, προκύπτει ότι ο Αιτητής έχει τη δυνατότητα να επανενταχθεί και να εξασφαλίσει βασικούς όρους αξιοπρεπούς διαβίωσης, αξιοποιώντας το υποστηρικτικό περιβάλλον που διαθέτει στη χώρα καταγωγής του.
Κατά συνέπεια, ο αποδεκτός ισχυρισμός περί στεγαστικής αδυναμίας, εξεταζόμενος αποκλειστικά στο πλαίσιο του άρθρου 19(2)(β), δεν οδηγεί στη στοιχειοθέτηση σοβαρής βλάβης ούτε στη θεμελίωση δικαιώματος σε συμπληρωματική προστασία.
Εξέτασης συνεπώς χρήζει τώρα, το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[11] ότι συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[12], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ν
Staatssecretaris van Justitie[13]:
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[14] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Anambra. Από την έρευνα, προέκυψαν τα ακόλουθα:
· Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας -η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, το Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.[15]
· Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), κατά το τελευταίο έτος περίπου, στην πολιτεία Anambra, καταγράφηκαν 101 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 169 θανάτους[16]. O συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Anambra με βάση την τελευταία απογραφή (2022) ανέρχεται σε 5.953.500 κατοίκους[17].
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου, πρόσθετα και συμπληρωματικά των ανωτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών, ημερομηνίας 30.05.2025 (Κ.Δ.Π. 145/2025), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14 ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552
[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598
[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[6] Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010
[7] World Bank Group, “Nigeria Poverty and Equity Brief: October 2025, 22/04/2025, [downloaded document], https://documents.worldbank.org/en/publication/documents-reports/documentdetail/099253204222517873 (assessed on 20/11/2025)
[8]Business Day, “Nigeria: Still a homeless nation at 62.”, 04/10/2022,
https://businessday.ng/real-estate/article/nigeria-still-a-homeless-nation-at-62/ (assessed on 20/11/2025)
[9] Βλ. Για σχετική ανάλυση, Supreme Court of Cassation - Civil section [Corte Supreme di Cassazione], Νο. 23925/19, 12.11.2020,https://caselaw.euaa.europa.eu/pages/viewcaselaw.aspx?CaseLawID=1671&returnurl=/pages/searchresults.aspx,Civil Court [Tribunali], Νο. 19642/2018, 05.11.2020, https://caselaw.euaa.europa.eu/pages/viewcaselaw.aspx?CaseLawID=1293&returnurl=/pages/searchresults.aspx, Federal Administrative Court [Bundesverwaltungsgericht - Tribunal administratif fédéral - FAC], Νο. E-38_2019, 22.10.2020,https://caselaw.euaa.europa.eu/pages/viewcaselaw.aspx?CaseLawID=1380&returnurl=/pages/searchresults.aspx, Federal Constitutional Court [Bundesverfassungsgericht], Νο. 2 BvR 854/20, 25.09.2020, https://caselaw.euaa.europa.eu/pages/viewcaselaw.aspx?CaseLawID=1247&returnurl=/pages/searchresults.aspx,
European Court of Human Rights, Nos. 8319/07 and 11449/07, 28.06.2011, https://caselaw.euaa.europa.eu/pages/viewcaselaw.aspx?CaseLawID=1682&returnurl=/pages/searchresults.aspx
[10] Ενδεικτικά βλ. https://pistisfoundation.org/ και https://shi-ng.com/ (assessed on 20/11/2025)
[11] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland
[13] Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[14] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
[15] RULAC, 'Non - international Armed Conflicts in Nigeria', 2023, διαθέσιμο στο: Non-International Armed Conflicts in Nigeria | Rulac (assessed on 20/11/2025)
[16] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria, Events / Fatalities, Political Violence (violence against civilians, explosions/remote violence, riots, battles, protests), Past Year (last update 14/11/2025), https://acleddata.com/platform/explorer (assessed on 20/11/2025)
[17] City Population, Nigeria: Anambra State, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA004__anambra/ (assessed on 20/11/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο