ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 6238/2022
28 Νοεμβρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μ. Μ.
Αιτήτριας
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση.
…………………….
Η αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Αντωνία Χατζηιωσήφ για Θεοχαρία Παπανικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ ων η αίτηση
[Παρούσα η κα Μέλπω Σταύρου για πιστή μετάφραση από γαλλικά σε ελληνικά και αντίστροφα]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 16/08/2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε (εφεξής: «δ. φ.»), τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής: «Λ.Δ.Κ.») και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 22/11/2019, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 25/11/2019 παρέλαβε τη σχετική βεβαίωση υποβολής της αίτησής της. Στις 13/12/2020 η αιτήτρια παρέλαβε βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας για το ανήλικο τέκνο της, το οποίο γεννήθηκε στη Δημοκρατία στις 13/12/2020 (ερυθρά 27-27 του δ.φ.).
Σημειώνεται ότι η αιτήτρια εισήλθε στη Δημοκρατία ως ασυνόδευτη ανήλικη. Μετά από επικοινωνία που πραγματοποιήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου προς τα επαρχιακά γραφεία Ευημερίας, δεν εντοπίστηκαν ειδικές ανάγκες υποδοχής και διαδικαστικών εγγυήσεων, πέρα των αναγκών που προέκυψαν από την ιδιότητά της ως ασυνόδευτη ανήλικη αιτήτρια διεθνούς προστασίας. Με βάση τα στοιχεία του φακέλου δεν διαπιστώνεται ο εντοπισμός οποιασδήποτε ένδειξης ευαλωτότητας στο πρόσωπο της αιτήτριας (ερυθρά 78 και 26 του δ. φ.). Η συνέντευξη προς εξέταση του αιτήματος της, πραγματοποιήθηκε ούσα ενήλικη.
Στις 20/01/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Η αρμόδια λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερομηνίας 01/08/2022 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενη την απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας. Στις 16/08/2022 αρμόδιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για την αίτηση της αιτήτριας και αποφάσισε την απόρριψή της.
Στις 02/09/2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε από την αιτήτρια στις 06/09/2022, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της στη μητρική της γλώσσα. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την προαναφερόμενη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.
Η αιτήτρια με τη Γραπτή της Αγόρευση στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας προώθησε πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους θα παραθέσω στη συνέχεια για σκοπούς εξέτασης του αιτήματός της. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αντικρούοντας τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και υποστήριξε πως η απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, επαρκώς αιτιολογημένη και σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3), του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως η αιτήτρια στα πλαίσια της Γραπτής της Αγόρευσης δεν προωθεί οποιοδήποτε νομικό ισχυρισμό. Θεωρώ ως εκ τούτου χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Η αιτήτρια στην αίτησή της κληθείσα να καταγράψει τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της και να ζητήσει διεθνή προστασία στην Δημοκρατία, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την Λ.Δ.Κ. λόγω κακομεταχείρισης από τον θείο της, ο οποίος ήταν στρατιωτικός. Ανέφερε ότι είναι ορφανή και ότι ο θείος της την πήρε από το χωριό της στο Bandundu, όπου γεννήθηκε, και τη μετέφερε στο Κονγκό. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, ο θείος της επιθυμούσε να συνευρίσκεται μαζί της και την κακοποιούσε, ενώ της απαγόρευε να βγαίνει από το σπίτι και δεν είχε τη δυνατότητα να αντιδράσει εξαιτίας της στρατιωτικής του ιδιότητας. Δήλωσε ότι, λόγω αυτών των συνθηκών και της ανασφάλειας που ένιωθε, δεν μπορούσε να παραμείνει στη χώρα και καθώς δεν είχε οικογένεια στην Κινσάσα, κάποιος τη βοήθησε να διαφύγει στο εξωτερικό (ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 22 του δ.φ.).
Κατά τη διάρκεια της προσωπικής της συνέντευξης ως προς τα προσωπικά της στοιχεία η αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι είναι υπήκοος της Λ.Δ.Κ., με τόπο γεννήσεώς της το Bandundu και τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της την Kinshasa (ερυθρά 39, 1Χ και 38, 2Χ του δ. φ.). Δήλωσε ανύπανδρη και Καθολική ως προς το θρήσκευμα. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, δήλωσε πως έχει ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και κατόπιν έλαβε δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέχρι την ηλικία των 17 ετών αλλά δεν κατάφερε να την ολοκληρώσει διότι εγκατέλειψε τη χώρα (ερυθρό 38, 9Χ του δ. φ.). Όσον αφορά στην επαγγελματική της εμπειρία, δήλωσε πως ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα της (ερυθρό 37 του δ. φ.). Αναφορικά με την οικογένειά της πρόβαλε ότι είναι ορφανή και ότι έχει δύο νεότερα ετεροθαλή αδέρφια από την μητέρα της, τα οποία διαμένουν με τον πατέρα τους στο χωριό και με τα οποία δεν διατηρεί επικοινωνία. Στο Bandundu/Kwilu[1] διαμένουν επίσης συγγενείς τόσο της μητέρας της, όσο και του πατέρα της. Επιπλέον δήλωσε ότι ο θείος της (αδερφός του πατέρα της) διαμένει στην Kinshasa (ερυθρά 38, 3Χ-10Χ και 35 του δ. φ.). Τέλος, ανέφερε ότι στην Κύπρο τον Φεβρουάριο του 2020 γνώρισε έναν άντρα με τον οποίον απέκτησε έναν γιο, όμως ο πατέρας του παιδιού την εγκατέλειψε, αναχώρησε για το Βέλγιο, δεν αναγνώρισε ποτέ το παιδί και δεν την στήριξε οικονομικά (ερυθρό 37 του δ. φ.).
Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ισχυρίστηκε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Λ.Δ.Κ. λόγω της σεξουαλικής κακοποίησης που υφίστατο από τον θείο της στην Kinshasa. Συγκεκριμένα, πρόβαλε ότι ενώ στην αρχή η σχέση της με τον θείο της ήταν καλή, στην πορεία άλλαξε και σε ηλικία 15 ετών έπεσε θύμα βιασμού από τον τελευταίο. Όπως ανέφερε, αισθανόταν σαν «φυλακισμένη», καθώς το σπίτι του θείου της φυλάσσονταν από φρουρούς και η ίδια δεν είχε κανέναν γνωστό στην Kinshasa. Ισχυρίστηκε ότι ακόμη και στο σχολείο μετέβαινε με τη συνοδεία του θείου της. Η μόνη επικοινωνία που ισχυρίζεται ότι είχε ήταν με έναν ιερέα, με τον οποίο μιλούσε τηλεφωνικώς με το τηλέφωνο που της έδωσε ο θείος της. Η αιτήτρια δήλωσε πως εξήγησε στον ιερέα την κατάσταση και εκείνος της είπε ότι θα την βοηθούσε. Ωστόσο, σύντομα ο θείος της ανακάλυψε τις συνομιλίες της με τον ιερέα και της πήρε πίσω το κινητό, ενώ συναντήθηκε και με τον ιερέα για να «δημιουργήσει θέμα».
Έκτοτε η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι κατάφερε να ξαναέρθει σε επαφή με τον ιερέα μέσω αλληλογραφίας, στην οποία βοήθησε και η οικιακή βοηθός του σπιτιού, με την οποία είχε καλές σχέσεις. Ως αφηγήθηκε, μια ημέρα, ο ιερέας πήγε στο σχολείο της για να την βγάλει φωτογραφία για το διαβατήριό της και μόλις είχε έτοιμα τα ταξιδιωτικά της έγγραφα, τηλεφώνησε στην οικιακή βοηθό και μέσω αυτής μετέφερε το μήνυμα στην αιτήτρια. Έπειτα την πήρε από το σχολείο της, και την μετέφερε σε μοναστήρι, όπου έμεινε για μία εβδομάδα μέχρι την αναχώρησή της από τη χώρα. Ερωτηθείσα αν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους αιτήθηκε προστασία, η αιτήτρια απάντησε πως ένιωθε ανασφάλεια και ήταν αβοήθητη. Τέλος, ερωτηθείσα τι είναι αυτό που φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της, απάντησε ότι ο θείος της έχει δύναμη λόγω της στρατιωτικής θέσης που κατέχει και μπορεί να κάνει τα πάντα, ο δε ιερέας που την βοήθησε πλέον έχει αλλάξει κοινότητα (ερυθρά 36-35 του δ.φ.).
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων που ακολούθησε δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής της. Η αιτήτρια διευκρίνισε ότι μετακόμισε στο σπίτι του θείου της στην Kinshasa σε ηλικία 9 ετών λόγω του ότι στην πρωτεύουσα η εκπαίδευση ήταν καλύτερη. Ωστόσο, εκεί δεν γνώριζε κανέναν, καθώς όλα τα μέλη της οικογένειάς της (τόσο από την μητρική όσο και την πατρική γραμμή) κατοικούσαν στο χωριό Bandundu/Kwilu (ερυθρό 35 του δ.φ.).
Περαιτέρω, δήλωσε ότι έχασε την μητέρα της σε ηλικία 12 ετών και τον πατέρα της στην ηλικία των 14 ετών, και πως δεν έχει επικοινωνία με άλλους συγγενείς. Στο σπίτι του θείου της έζησε από την ηλικία των 9 ετών έως την ηλικία των 17 ετών. Ισχυρίστηκε πως ο θείος της ξεκίνησε να την κακοποιεί στην ηλικία των 15 ετών. Όπως περιέγραψε η αιτήτρια, ο θείος της μπήκε μεθυσμένος στο δωμάτιο της, της προσέφερε παιχνίδια και ζαχαρωτά και ενώ εκείνη ήταν στο κρεβάτι, ξάπλωσε μαζί της, ασέλγησε πάνω της και κατόπιν την βίασε. Η αιτήτρια έβαλε τις φωνές και στη συνέχεια ισχυρίστηκε πως μετεφέρθηκε σε νοσοκομείο με τη βοήθεια της οικονόμου του σπιτιού, όπου νοσηλεύτηκε για πέντε ημέρες. Εκεί ισχυρίστηκε ότι επιβεβαίωσαν οι θεράποντες ιατροί ότι υπέστη βιασμό και της προσφέρθηκε φαρμακευτική αγωγή. Κατόπιν επέστρεψε στην οικία του θείου της (ερυθρό 34 του δ. φ.).
Ερωτηθείσα αν κατήγγειλε το περιστατικό βιασμού στην αστυνομία, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά, ισχυριζόμενη ότι κανένας δεν θα την πίστευε λόγω της στρατιωτικής ιδιότητας του θείου της. Η αιτήτρια επιβεβαίωσε πως έπεσε θύμα βιασμού μόνο μια φορά, και μετά το περιστατικό αυτό ο θείος της έπαυσε για κάποια χρόνια να την ενοχλεί, αλλά προσπάθησε να την «πλησιάσει» εκ νέου όταν ήταν στην ηλικία των 17 ετών (ερυθρό 33 του δ.φ.).
Στη συνέχεια, η αιτήτρια κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τον θείο της. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ονομάζεται Dany Mumbasa, ήταν ανύπαντρος αλλά είχε πολλές συντρόφους και είχε στρατιωτική ιδιότητα, πιθανόν του αξιωματικού. Όταν εγκατέλειψε την οικία του θείου της, η τελευταία φορά που επικοινώνησαν ήταν η ημέρα που έφυγε. Η ίδια υποστήριξε ότι έπειτα φιλοξενήθηκε προσωρινά σε μοναστήρι στο Lemba, μια κοινότητα στην Kinshasa. Ο ιερέας του μοναστηριού, με τον οποίο είχε αρχικά επαφή μέσω Facebook, της είπε αργότερα ότι μετακόμισε στην επαρχία Equateur, με αποτέλεσμα να χαθεί η μεταξύ τους επικοινωνία (ερυθρό 33 του δ.φ.).
Σε σχετική ερώτηση, η αιτήτρια ανέφερε ότι οι γονείς της δεν την επισκέφθηκαν όσο έμενε με τον θείο της, αλλά είχε λάβει τη συγκατάθεσή τους να φύγει από το χωριό, καθώς εκεί δεν υπήρχαν σχολεία. Μετά την αναχώρησή της, δεν είχε πια επαφή με την οικογένειά της και δεν μπορούσε να μείνει με τα ετεροθαλή αδέρφια της ή φίλους, διότι θεωρεί ότι είναι άλλη οικογένεια (“is another family, I cannot stay and live with them”). Υποστήριξε επίσης ότι φοβάται τον θείο της, καθώς εκείνος μπορεί να την αναζητεί ακόμη και σήμερα. Κληθείσα να εξηγήσει πώς θα μάθει ο θείος της ότι επέστρεψε στη χώρα, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ένας φίλος της την ενημέρωσε όταν η ίδια αφίχθηκε στη Δημοκρατία πως ο θείος της είχε τυπώσει αφίσες με τη φωτογραφία της και τις είχε αναρτήσει στους δρόμους για να τη βρει. Ερωτηθείσα για ποιο λόγο δεν παρέμεινε στο μοναστήρι, η αιτήτρια δήλωσε ότι η παραμονή της εκεί ήταν προσωρινή (ερυθρό 32 του δ. φ.). Τέλος, σε ερώτηση για ποιο λόγο δεν επέλεξε να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή εντός της χώρας καταγωγής της, απάντησε ότι δεν επιθυμούσε να επιστρέψει στο χωριό διότι κανείς δεν θα την πίστευε αφού ο θείος της είχε χρήματα και ήταν αυτός που χρηματοδοτούσε την οικογένεια (ερυθρό 32, 3Χ του δ. φ.).
Η αρμόδια λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή της η αιτήτρια, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή της δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις της αιτήτριας ως κατωτέρω: (1) Τα προσωπικά στοιχεία, την χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας και (2) Ο ισχυρισμός ότι η αιτήτρια ήταν θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από μέλος της οικογένειάς της.
Η αρμόδια λειτουργός έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό της αιτήτριας ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, καθώς οι δηλώσεις της αιτήτριας κρίθηκαν σαφείς, συνεκτικές ενώ διασταυρώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Αντιθέτως, ο δεύτερος ισχυρισμός δεν έτυχε αποδοχής λόγω έλλειψης τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας.
Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός από τους καθ’ ων η αίτηση. Συγκεκριμένα, η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε πως οι ισχυρισμοί της αιτήτριας ως προς τον λόγο για τον οποίο μετακόμισε στην Kinshasa στην ηλικία των εννέα ετών, ήτοι ότι δεν υπήρχαν «καλά σχολεία», δεν τεκμηριώνονται, καθότι πηγές πληροφόρησης που παραθέτει στη συνέχεια η λειτουργός αποδεικνύουν την ύπαρξη ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και στην περιοχή της (ερυθρό 35, 3Χ και 34, 1Χ του δ. φ.). Περαιτέρω, ως κατέγραψε η αρμόδια λειτουργός, οι πληροφορίες που παρείχε η αιτήτρια για τον θείο της ήταν ελλιπείς.
Ειδικότερα, η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε ότι παρότι έζησε 8 χρόνια μαζί του, δεν μπορούσε να δώσει επαρκείς πληροφορίες για την ηλικία του ή το στρατιωτικό του αξίωμα (ερυθρό 34, 2Χ του δ. φ.). Επιπλέον, η λειτουργός επεσήμανε ότι οι πληροφορίες σχετικά με τη φρούρηση της οικίας του θείου της αιτήτριας κρίθηκαν αντιφατικές, καθότι αφενός ισχυρίστηκε ότι είχε συνεχή φρούρηση, αφετέρου ήταν εφικτό για τον ιερέα να την πάρει από το σχολείο και να τη μεταφέρει στο μοναστήρι. Ομοίως μη ευλογοφανής κρίθηκε και η μη δυνατότητα παραμονής της αιτήτριας στο μοναστήρι, καθότι ούσα ανήλικη θα ήταν αναμενόμενο να τεθεί υπό την κηδεμονία του ιερέα και να παραμείνει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εκεί (ερυθρό 32, 1Χ του δ. φ.).
Ακολούθως, εντοπίστηκε αντίφαση στους ισχυρισμούς της αιτήτριας αναφορικά με την επικοινωνία της με την οικογένειά της. Αρχικά δήλωσε ότι δεν έχει επικοινωνία με την οικογένεια της (παρά μόνο με κάποιους φίλους της), αλλά αργότερα ανέφερε ότι η οικογένεια της γνώριζε την εγκυμοσύνη της (ερυθρό 37, 8Χ του δ. φ.). Ερωτηθείσα για την αντίδραση της οικογένειάς της όταν πληροφορήθηκαν την εγκυμοσύνη της, η αιτήτρια απέφυγε να απαντήσει και δήλωσε πως δεν μιλά με τον θείο της (ερυθρό 37, 8Χ-9Χ του δ. φ.). Επίσης, η αρμόδια λειτουργός εντόπισε αντίφαση σε σχέση με την αίτηση διεθνούς προστασίας, όπου η αιτήτρια υποστήριξε ότι ο θείος της «ανέκαθεν» ήθελε να συνευρεθεί μαζί της, αλλά κατά την συνέντευξή της η αιτήτρια δήλωσε ότι αρχικά όλα κυλούσαν ομαλά και η κακοποίηση ξεκίνησε όταν η ίδια έγινε 15 ετών, χωρίς να τεκμηριώνει επαρκώς τις προθέσεις του νωρίτερα, αφού είχε μετακομίσει μαζί του στην ηλικία των 9 ετών. Επιπλέον, η αρμόδια λειτουργός σημείωσε ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει για ποιο λόγο ο θείος της της έδωσε κινητό τηλέφωνο (ερυθρό 33, 8Χ του δ. φ.).
Επιπρόσθετα, αναφορικά με το ισχυριζόμενο περιστατικό βιασμού, η λειτουργός εντόπισε ασάφειες και έλλειψη ευλογοφάνειας στις δηλώσεις της αιτήτριας. Συγκεκριμένα, ενώ η αιτήτρια περιέγραψε το βιασμό από τον θείο της, δεν εξήγησε για ποιο λόγο δεν υπήρξε καμία προσπάθεια εκ μέρους του θείου της να την αναζητήσει κατά τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο, όπου ως ισχυρίστηκε παρέμεινε για διάστημα πέντε ημερών (ερυθρό 34, 4Χ-5Χ του δ. φ.). Επίσης, ως επεσήμανε η λειτουργός, ενώ η αιτήτρια δήλωσε ότι κατά τη νοσηλεία της επιβεβαιώθηκε ότι υπέστη βιασμό από τους ιατρούς, το νοσοκομείο δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για να αναφέρει ή να καταγγείλει το περιστατικό. Τέλος, καταγράφηκε ότι προκύπτουν αμφιβολίες για τη στάση του ιερέα, αφού ο ιερέας, ο οποίος την γνώριζε από παιδί και γνώριζε την κατάστασή της, ανέφερε ως μόνη λύση την έξοδό της από την χώρα και δεν φέρεται να την υποστήριξε επαρκώς ούτε να παρενέβη άμεσα, όπως θα ήταν αναμενόμενο απέναντι σε ένα ανήλικο κορίτσι (ερυθρό 36, 5Χ του δ. φ.).
Ασαφείς κρίθηκαν και οι δηλώσεις της αιτήτριας ως προς την οικογένειά της. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι έχει δύο ετεροθαλή αδέλφια από τη μεριά της μητέρα της, τα οποία διαμένουν στο χωριό και σε σχετική ερώτηση, απάντησε ότι δεν μπορεί να διαμείνει μαζί τους λόγω του ότι αποτελούν διαφορετική οικογένεια. Ισχυρίστηκε επίσης ότι κανείς δεν θα την πιστέψει, καθότι ο θείος της στηρίζει οικονομικά την οικογένεια, γιατί έχει αρκετά χρήματα (ερυθρό 32,3Χ του δ. φ.), ισχυρισμός ο οποίος ωστόσο δεν κρίθηκε βάσιμος, αφού ως ανέφερε, τα ετεροθαλή αδέλφια της είναι από τη μεριά της μητέρα της, ενώ ο θείος της είναι αδερφός του πατέρα της και επομένως δεν υπάρχει οποιαδήποτε συγγενική σχέση μεταξύ των δύο οικογενειών.
Τέλος, ως προς το ενδεχόμενο επιστροφής της στη χώρα της, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ως μη ευλογοφανή την απάντηση της αιτήτριας ότι ο θείος της γνωρίζει πολλά άτομα και θα μάθει για την επιστροφή της. Ομοίως μη ευλογοφανής κρίθηκε και η δήλωσή της ότι ένας φίλος της την ενημέρωσε ότι ο θείος της έχει τυπώσει και αναρτήσει φυλλάδες στο δρόμο με τη φωτογραφία της (ερυθρό 32, 5χ του δ. φ.). Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε ότι η συνέντευξη της αιτήτριας αποτελεί το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της και παραπέμπει σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι οποίες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ανώτατων ιδρυμάτων και στην περιοχή Bandundu, παρά τις αντίθετες δηλώσεις της αιτήτριας (ερυθρά 56-48 του δ. φ.).
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας και λαμβάνοντας υπόψη ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της την πόλη Kinshasha της Λ.Δ.Κ., η αρμόδια λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου το συμπέρασμα ότι η αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτήτριας σε έναν από τους λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, του Ν. 6 (Ι)/2000, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa της Λ.Δ.Κ., η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, αφού σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί εκεί δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι η αιτήτρια δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς το αίτημά της απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Η αιτήτρια με το έντυπο της προσφυγής της προέβαλε ότι ενίσταται κατά της αρνητικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου λόγω του ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της διότι η ζωή της κινδυνεύει. Περαιτέρω, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης προέβαλε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της καθώς υπήρξε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης και κακομεταχείρισης. Επισήμανε ότι απειλείται τόσο η ζωή της, όσο και η ζωή του παιδιού της, σε περίπτωση που επιστρέψει, και ότι θα μπορούσε να έρθει αντιμέτωπη με τον θάνατο εάν ήταν μόνη της, ωστόσο έχει ένα παιδί, του οποίου δεν μπορεί να διακινδυνεύσει τη ζωή.
Η αιτήτρια ανέφερε ότι κατάφερε να γλιτώσει από τον θάνατο και έφθασε στην Κύπρο, όπου συχνά ήταν άστεγη και χωρίς φαγητό. Αιτείται όπως επανεξεταστεί το αίτημά της, τονίζοντας ότι δεν έχει κανένα άτομο που να μπορεί να τη βοηθήσει να συλλέξει αποδεικτικά στοιχεία για το αίτημά της. Επεσήμανε ότι η κοπέλα η οποία εργαζόταν για τον θείο της θα μπορούσε να δώσει μαρτυρία και ότι μπορεί να δοθεί το όνομα της εκκλησίας όπου βρήκε καταφύγιο και από όπου μπορούν να ζητηθούν πληροφορίες για την ίδια. Τέλος, ανέφερε ότι υποφέρει ψυχικά και σωματικά εξαιτίας των όσων βίωσε, αλλά αντλεί δύναμη από τον γιο της. Δήλωσε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα της και ζήτησε όπως προστατευθεί τόσο η ίδια όσο και το παιδί της.
Ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, η αιτήτρια δήλωσε αναφορικά με την ηλικία του παιδιού της ότι θα γίνει 5 ετών τον Δεκέμβριο. Η αρχική της αίτηση υποβλήθηκε τον Νοέμβριο του 2019, ενώ το παιδί της γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 2020. Η αιτήτρια δήλωσε ότι φοβάται για τη ζωή της αλλά και για τη ζωή του παιδιού της. Από τη συνέντευξη της αιτήτριας στις 20/01/2022 το παιδί είχε ήδη γεννηθεί. Η αιτήτρια υποστήριξε ότι είχε καταχωρήσει το παιδί και είχε προσκομίσει σχετικά έγγραφα στο σχολείο. Επισημάνθηκε επιπλέον ανακρίβεια στην ημερομηνία γέννησης του παιδιού, καθώς αναφερόταν ως Φεβρουάριος 2019 (ερ. 77 του δ. φ.). Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως υπάρχει αναφορά στην ύπαρξη του παιδιού στην Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού και αναφορά στο σχετικό πιστοποιητικό γεννήσεως με την ορθή ημερομηνία γεννήσεως του τέκνου (ερυθρό 77). Περαιτέρω, η αιτήτρια ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε ότι είναι ανύπανδρη και σε σχέση με την επικοινωνία με τον πατέρα του παιδιού της, δήλωσε ότι δεν έχει οποιαδήποτε επικοινωνία πως δεν την βοήθησε ουδέποτε οικονομικά και πως δεν αναγνώρισε το παιδί, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από το πιστοποιητικό γέννησης του παιδιού που βρίσκεται κατατεθειμένο στο ερυθρό 27 του διοικητικού φακέλου. Η αιτήτρια ανέφερε ότι υπάρχουν λάθη στον φάκελό της και επανέλαβε πως δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, επικαλούμενη κίνδυνο για την ίδια και το παιδί της. Όπως ανέφερε δεν έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με οποιοδήποτε άτομο στη χώρα της και δεν έχει οικογενειακό ή φιλικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της.
Κατόπιν μελέτης της Έκθεσης - Εισήγησης της αρμόδιας λειτουργού διαπιστώνω πως οι καθ’ ων η αίτηση κατά το στάδιο αξιολόγησης του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού της αιτήτριας παρέλειψαν να διερευνήσουν την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού σε συνάρτηση με σχετικές πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στη χώρα καταγωγής της, επικαλούμενοι ότι τα όσα ανέφερε η αιτήτρια στη συνέντευξή της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της. Ουδόλως παραγνωρίζεται η υποκειμενική φύση του ισχυρισμού της αιτήτριας περί σεξουαλικής της κακοποίησης από τον θείο της, ωστόσο ο εν λόγω ισχυρισμός εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της έμφυλης βίας στη Λ.Δ.Κ., το οποίο οι καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να εξετάσουν μέσω έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Πρέπει να διευκρινιστεί πως τα αιτήματα διεθνούς προστασίας υπόκεινται σε ενδελεχή έλεγχο από το αρμόδιο όργανο και η έρευνα που το όργανο διεξάγει πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Α.Ε. 108/13, H.R.R. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/11/2019, καθορίζοντας ακριβώς τις αρχές που υπαγορεύει και το ΕΔΑΔ για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου από τα αρμόδια όργανα διαπίστωσε σε άλλο μέρος της πιο πάνω απόφασής της, πως: «Η αξιοπιστία ενός αιτητή περνά διά μέσου της ίδιας της αξιοπιστίας των πηγών ελέγχου της αξιοπιστίας αυτής.», επιβεβαιώνοντας και τις αρχές που τίθενται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, οι οποίες δεν καθορίζουν τίποτα άλλο πέραν του ότι το αρμόδιο όργανο πρέπει να εξετάζει τόσο την εξωτερική αξιοπιστία όσο και την εσωτερική αξιοπιστία του αιτούντα. Τα συμπεράσματα της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας που αφορούν τον αιτούντα πρέπει να αξιολογούνται από το αρμόδιο όργανο και μόνον τότε να υπάρχει τελική απόφαση επί της αξιοπιστίας, για να μπορεί το αρμόδιο όργανο να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.
Υπό το φως των ανωτέρω λεχθέντων, καταλήγω ότι η ανωτέρω παράλειψη, καθιστά τρωτή την προσβαλλόμενη απόφαση και καταδεικνύεται πως δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα έρευνα εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, με αποτέλεσμα να πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Ωστόσο, η κατάληξη μου ως προς το ότι πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, δεν καθορίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν.
Έχω λάβει υπόψη μου όλα τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μου, εξετάζοντας με προσοχή τους ισχυρισμούς που πρόβαλε η αιτήτρια και μελετώντας ταυτόχρονα την Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία υιοθετήθηκε στο σύνολό της από το αρμόδιο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου. Είναι αναγκαίο, στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της υποχρέωσης κατ’ ουσίαν ελέγχου του αιτήματος της αιτήτριας να εξεταστούν οι ισχυρισμοί που πρόβαλε και να διερευνηθούν και από το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες που συγκεντρώνονται για τη χώρα καταγωγής της.
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και το προφίλ της αιτήτριας δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός από τους καθ’ ων η αίτηση.
Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό της αιτήτριας, ότι ήταν θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από μέλος της οικογένειάς της, συντάσσομαι με τα ευρήματα αναξιοπιστίας των καθ’ ων η αίτηση, καθότι οι δηλώσεις της αιτήτριας υπήρξαν αόριστες και στερούμενες λεπτομερειών και βιωματικών στοιχείων, ενώ περιείχαν αντιφάσεις, κενά και ασάφειες. Επισημαίνεται ότι δεδομένης της φύσης του ισχυρισμού περί σεξουαλικής βίας και κακοποίησης της αιτήτριας από τον θείο της καθίσταται εκ προοιμίου σαφές ότι δεν αναμενόταν από την αιτήτρια να προβεί σε λεπτομερή ανάλυση των περιστατικών. Ωστόσο η αιτήτρια περιορίστηκε σε γενικές και επιφανειακές περιγραφές. Η αιτήτρια δεν έδωσε λεπτομέρειες από την καθημερινότητά της στην οικία του θείου της, ούτε έδωσε παραδείγματα για την κακοποίηση που υπέστη. Αρκέστηκε στο να αναφέρει ότι ήταν αλκοολικός και την κτυπούσε, χωρίς να περιγράψει συγκεκριμένα περιστατικά που βίωσε και χωρίς να αναπτύξει τα συναισθήματά της βιώνοντας μία τέτοια κατάσταση. Η αιτήτρια περιέγραψε μόνο το περιστατικό βιασμού, το οποίο ως ισχυρίστηκε συνέβη μόνο μία φορά.
Επιπρόσθετα, η αιτήτρια ενώ δήλωσε ότι από τα εννέα της χρόνια μέχρι τα δεκαπέντε της χρόνια, όλα κυλούσαν ομαλά και ήρεμα, ο θείος της άλλαξε συμπεριφορά και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει την αλλαγή στη συμπεριφορά του. Επιπλέον, ενώ σε σχετική ερώτηση απέδωσε το θάνατο της μητέρας της σε καρκίνο, δεν ήταν σε θέση να αναφέρει την αιτία θανάτου του πατέρα της (ερυθρό 38 3X του δ. φ.). Επίσης, ενώ διέμενε οκτώ χρόνια με τον θείο της, τον κατ’ ισχυρισμό κακοποιητή της (από 9 έως 17 ετών) κληθείσα να δώσει βασικές πληροφορίες γι’ αυτόν, η αιτήτρια επέδειξε άγνοια. Αναφέρθηκε μόνο στο όνομά του και στο ότι είχε στρατιωτική ιδιότητα, καθότι και στο γεγονός ότι είχε αρκετές συντρόφους. Δεν γνώριζε την ηλικία του, ούτε την βαθμίδα που κατείχε ως στρατιωτικός, εικάζοντας ότι ήταν αξιωματικός.
Αρνητικά αξιολογείται περαιτέρω το γεγονός ότι ενώ η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν υπό συνεχή φρούρηση και παρακολούθηση, μετά το περιστατικό βιασμού της, νοσηλεύτηκε για πέντε ημέρες στο νοσοκομείο, χωρίς να γίνει οποιαδήποτε προσπάθεια εντοπισμού της από τον θείο της. Μη ευλογοφανές θεωρείται και το γεγονός ότι ενώ ισχυρίστηκε ότι ο θείος της έχει δύναμη και γνωρίζει αρκετό κόσμο, παρέμεινε για μία εβδομάδα στο μοναστήρι χωρίς να γίνει κάποια προσπάθεια εκ μέρους του να την εντοπίσει. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι ο θείος της όταν ανακάλυψε ότι η αιτήτρια επικοινωνούσε με τον ιερέα, μετέβη στην εκκλησία για να δημιουργήσει πρόβλημα, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο εάν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι εξακολουθεί να την αναζητά, να υποψιαζόταν ότι εμπλέκεται ο ιερέας και να έκανε προσπάθειες να τον εντοπίσει.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, προχώρησα σε σχετική έρευνα σε πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας. Θα πρέπει να επισημανθεί πως δεν βρέθηκαν πηγές που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του προσώπου «Dany Mumbasa» και την στρατιωτική του ιδιότητα στην Λ.Δ.Κ.. Αναφορικά με τη σεξουαλική βία στη Λ.Δ.Κ. ανευρέθηκαν τα ακόλουθα:
H έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων το έτος 2022 στη ΛΔΚ, που δημοσιεύτηκε στις 20 Μαρτίου 2023 σημειώνει τα κάτωθι: «Ο νόμος για τη σεξουαλική βία ποινικοποιεί τον βιασμό όλων των προσώπων, αλλά ο νόμος δεν εφαρμόζεται συχνά. Ο βιασμός και άλλες μορφές βίας λόγω φύλου ήταν ευρέως διαδεδομένες σε όλη τη χώρα, ακόμη και σε περιοχές χωρίς ένοπλες συγκρούσεις. Οι επιζώντες σπάνια ανέφεραν κάτι τέτοιο για πολιτιστικούς και κοινωνικούς λόγους και οι δράστες σπάνια τιμωρήθηκαν. Ο βιασμός ήταν επίσης κοινός και χρησιμοποιήθηκε ως τακτική σε περιοχές ένοπλων συγκρούσεων. Ο νομικός ορισμός του βιασμού δεν περιλαμβάνει βιασμό συζύγου ή βιασμό από στενό σύντροφο. Απαγορεύει επίσης τους εξωδικαστικούς συμβιβασμούς (για παράδειγμα, ένα συνηθισμένο πρόστιμο που καταβάλλει ο δράστης στην οικογένεια της επιζήσασας), αλλά τέτοιες πρακτικές εξακολουθούν να συμβαίνουν. Τόσο οι διεθνείς οργανισμοί όσο και οι τοπικές ΜΚΟ ανέφεραν ότι οι γυναίκες που επιζούσαν βιασμό αναγκάζονταν μερικές φορές να πληρώσουν πρόστιμο για να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και να αποκτήσουν πρόσβαση στα παιδιά τους. Οι σύζυγοι συχνά χώριζαν τις συζύγους που έπεφταν θύματα βιασμού. Ο νόμος απαγορεύει επίσης τον καταναγκαστικό γάμο, αλλά συνεχίζει να συμβαίνει. Ο νόμος επιτρέπει στις επιζήσασες σεξουαλικής βίας να παραιτηθούν από την εμφάνιση στο δικαστήριο και επιτρέπει τις κλειστές ακροάσεις για την προστασία του απορρήτου. Η ελάχιστη ποινή που προβλέπεται για την καταδίκη για βιασμό είναι μια ποινή φυλάκισης πέντε ετών, και τα δικαστήρια μερικές φορές επιβάλλουν τέτοιες ποινές σε καταδίκες για βιασμό, στις σπάνιες περιπτώσεις που τα εγκλήματα εκδικάζονται. Ορισμένες διώξεις έγιναν για βιασμό και άλλα είδη σεξουαλικής βίας».[2]
Σύμφωνα με απάντηση της EUAA σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία στη Λ.Δ.Κ. του 2019, η ενδοοικογενειακή βία είναι διαδεδομένη σε όλη τη χώρα και κυμαίνεται από λεκτική, συναισθηματική, οικονομική και σωματική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αστυνομία σπάνια παρεμβαίνει, καθώς οι ενδοοικογενειακές διαφορές θεωρούνται παραδοσιακά ιδιωτικές οικογενειακές υποθέσεις και υπάρχει γενική κοινωνική αποδοχή της συζυγικής κακοποίησης. Υπάρχει έλλειψη ασφαλών χώρων/καταφυγίων, συμβουλευτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών αποκατάστασης για θύματα ενδοοικογενειακής βίας.[3]
Αναφορά της Υπηρεσίας των Ηνωμένων Εθνών για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία (UNFPA), σημειώνει ότι η έμφυλη βία (Gender Based Violence – GBV) εξακολουθεί να καθιστά ευάλωτες τις γυναίκες και τα κορίτσια που διαβιούν στη Λ.Δ.Κ. Οι μορφές έμφυλης βίας που καταγράφονται στη Λ.Δ.Κ. περιλαμβάνουν το βιασμό, τη σεξουαλική δουλεία, την εμπορία ανθρώπων (trafficking), τον αναγκαστικό γάμο, τον γάμο ανηλίκων, την ενδοοικογενειακή βία και τη σεξουαλική εκμετάλλευση και κατάχρηση. Όπως σημειώνεται στην ως άνω αναφορά, η κατάχρηση εξουσίας και οι έμφυλες ανισότητες επιτείνουν την ευαλωτότητα των γυναικών και κοριτσιών στη Λ.Δ.Κ. απέναντι σε αυτές τις μορφές έμφυλης βίας. Η σεξουαλική βία είναι η μορφή έμφυλης βίας που αναφέρεται με τη μεγαλύτερη συχνότητα αλλά πολλές είναι οι επιζήσασες που φοβούνται να καταγγείλουν το βιασμό τους ή τη σε βάρος τους βία εξαιτίας του στίγματος και του φόβου να υποστούν αντίποινα από τους θύτες. Παρότι η κυβέρνηση της χώρας έχει δεσμευτεί για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι υπηρεσίες για την πρόληψη αλλά και για την αποκατάσταση των θυμάτων εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς και υποχρηματοδοτούμενες.[4]
Επιπλέον, παρόλο που είναι παράνομο, οι γυναίκες και τα κορίτσια υφίστανται διακρίσεις σε όλα τα επίπεδα. Οι γυναίκες και τα κορίτσια πλήττονται δυσανάλογα από τη φτώχεια και αντιμετωπίζουν τακτικά σεξουαλική βία.[5] Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, η ετήσια έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS) για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που καλύπτει το 2023, σημείωσε ότι οι νεαρές ανύπαντρες μητέρες αντιμετώπιζαν συχνά «κοινωνικό στίγμα».[6] Το Ίδρυμα Bertelsmann ανέφερε επίσης ότι, αν και στη ΛΔΚ οι γυναίκες «γίνονταν ολοένα και μεγαλύτεροι πάροχοι για τις οικογένειές τους», συνέχισαν να «υφίστανται βιασμούς και παραβιάσεις των πολιτικών τους δικαιωμάτων.[7]
Η έρευνα του DHS για το 2023/2024 διαπίστωσε ότι μεταξύ των ερωτηθεισών (γυναίκες και κορίτσια ηλικίας 15 έως 49 ετών) που είχαν βιώσει σωματική ή σεξουαλική βία και αναζήτησαν βοήθεια, μόνο το 1,5% απευθύνθηκε στην αστυνομία και το 0,4% σε κοινωνικό λειτουργό.[8]
Ο νόμος για τη σεξουαλική βία ποινικοποιεί τον βιασμό όλων των προσώπων, αλλά συχνά έμεινε ανεφάρμοστος σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS) για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που καλύπτει το 2023. Διεθνείς οργανισμοί και τοπικές ΜΚΟ ανέφεραν ότι οι γυναίκες που επέζησαν από βιασμό αναγκάζονταν μερικές φορές να πληρώσουν πρόστιμο για να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και να αποκτήσουν πρόσβαση στα παιδιά τους. Οι περισσότερες επιζήσασες βιασμού δεν προχώρησαν σε νομικές διαδικασίες λόγω ανεπαρκών πόρων, έλλειψης εμπιστοσύνης στο δικαστικό σύστημα, οικογενειακής πίεσης και φόβου να υποβληθούν σε ταπείνωση, αντίποινα ή και τα δύο.[9]
Η ίδια έκθεση του USDOS ανέφερε ότι ο νόμος απαγόρευε τη σεξουαλική παρενόχληση και προέβλεπε ελάχιστη ποινή ενός έτους σε περίπτωση καταδίκης, αλλά δεν υπήρχε αποτελεσματική επιβολή του νόμου. Εκτεταμένα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης σημειώθηκαν σε όλη τη χώρα. Υπήρξαν αναφορές ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας και οι κυβερνητικοί πράκτορες υποκίνησαν, διέπραξαν ή αποσιώπησαν ρητά ή σιωπηρά τη σεξουαλική παρενόχληση.[10]
Σύμφωνα με άλλες πηγές οι περισσότερες περιπτώσεις έμφυλης βίας δεν καταγγέλλονται,[11] «λόγω του φόβου στιγματισμού, του αποκλεισμού, της αντεκδίκησης, της απόρριψης και της κουλτούρας της ατιμωρησίας». Ως προς το στίγμα που σχετίζεται με αυτό, πολλές γυναίκες συνεχίζουν να υποφέρουν σιωπηλά και πολλές περιπτώσεις σεξουαλικής επίθεσης δεν καταγγέλθηκαν.[12]
Επισημαίνεται ότι παρόλο που η αφήγηση της αιτήτριας βρίσκει έρεισμα στις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της, η έλλειψη εσωτερικής συνοχής στις δηλώσεις της, ως αυτή αναλύθηκε προηγουμένως, καθιστά τον ισχυρισμό της αναξιόπιστο. Συνεπώς, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός.
Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, στα πλαίσια της αξιολόγησης του κινδύνου επιστροφής της αιτήτριας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη κατά την αξιολόγηση του μελλοντοστραφούς κινδύνου, το προφίλ της αιτήτριας ως ανύπανδρης μητέρας ανήλικου τέκνου το οποίο απέκτησε στη Δημοκρατία, η οποία δεν έχει καμία επικοινωνία με τον πατέρα, ο οποίος ως δήλωσε η αιτήτρια βρίσκεται στο Βέλγιο και παρέλειψαν να προβούν σε έρευνα αναφορικά με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που αποτελούν κεφαλή μονογονεϊκής οικογένειας στον τόπο τελευταίας διαμονής της αιτήτριας, την Kinshasa. Η πιο πάνω παράλειψη του αρμόδιου οργάνου, όπως και η προηγούμενη που έχω εντοπίσει, δεν καθιστά άκυρη την διαδικασία ενόψει της φύσης του Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο ουσίας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Επισημαίνεται πως η αιτήτρια εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία ούσα ανήλικη και ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα καταγωγής της. Σε σχέση με τον εκπεφρασμένο φόβο της αιτήτριας ο οποίος απορρέει από το γεγονός ότι αποτελεί ανύπανδρη μητέρα, προχώρησα σε σχετική έρευνα, εκ της οποίας ανέκυψαν οι ακόλουθες πληροφορίες, σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στη ΛΔΚ για τις γυναίκες και ειδικότερα για τις γυναίκες με τις ατομικές περιστάσεις της αιτήτριας ως αυτές έγιναν αποδεκτές, δηλαδή των γυναικών που στερούνται ανδρικού υποστηρικτικού δικτύου, ανύπανδρης με ανήλικο τέκνο, η οποία ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα καταγωγής της και εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία ως ανήλικη.
Έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, αναφέρει ότι η κοινωνία στη ΛΔΚ είναι πατριαρχική, γεγονός το οποίο έχει εδραιώσει την ανισότητα ανάμεσα στα φύλα, τις διακρίσεις κατά των γυναικών, καθώς και την αποδοχή της σεξουαλικής βίας ως φυσιολογική. Αναφέρεται επίσης πως οι μονήρεις γυναίκες ή γυναίκες επικεφαλής των νοικοκυριών στη χώρα πιθανόν να βρίσκονται σε μεγαλύτερο ρίσκο διακρίσεων. Οι ανύπανδρες γυναίκες χωρίς οικογένεια ή κοινωνικό δίκτυο θεωρούνται ιδιαίτερα ευάλωτες. Η προστασία που παρέχεται στις γυναίκες δεν είναι επαρκής ούτε αποτελεσματική, καθότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης σε νομικές υπηρεσίες, ενώ οι αστυνομικές αρχές χαρακτηρίζονται από διαφθορά και προκαταλήψεις λόγω των βαθιά εδραιωμένων πατριαρχικών αντιλήψεων.[13]
Προχωρώντας στη διερεύνηση των συνθηκών που αντιμετωπίζουν οι μονογονεϊκές οικογένειες στη Λ.Δ.Κ., άρθρο του Διεθνούς Περιοδικού Περιβαλλοντικής Έρευνας και Δημόσιας Υγείας του 2021 αναφορικά με τη ΛΔΚ, το οποίο αναφέρει ότι υπάρχει ένας βαθμός στιγματισμού τόσο για τις έφηβες, όσο και για τις ανύπαντρες ενήλικες μητέρες στη ΛΔΚ. Οι εν λόγω μητέρες συχνά αγωνίζονται να είναι ο κύριος προμηθευτής εισοδήματος και πόρων του νοικοκυριού, εκτός από το να έχουν τον ίδιο βαθμό προσοχής στην παρακολούθηση και την επίβλεψη των παιδιών τους. Οι ανύπαντρες μητέρες ήταν πιο πιθανό να είναι άνεργες ή να απασχολούνται σε θέσεις χαμηλού εισοδήματος, στη χειρωνακτική εργασία ή/και στη γεωργία. Η φτώχεια είναι μια συνήθης συνθήκη και πολλές μητέρες αντιμετωπίζουν προβλήματα που σχετίζονται με την ανατροφή παιδιών σε φτωχές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της κάλυψης των καθημερινών δαπανών ενώ έχουν χαμηλό επίπεδο προσωπικών πόρων. Ενώ η φτώχεια είναι ευρέως διαδεδομένη στη ΛΔΚ, οι οικονομικές προκλήσεις συχνά επιδεινώνονται για τις ανύπανδρες μητέρες.[14]
Αναφορικά με τη δυνατότητα πρόσβασης σε στέγη, σε συλλογή πληροφοριών της EUAA ως απάντηση σε COI query που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2023, αναφέρεται ότι σύμφωνα με εκπρόσωπο της Afia Mama, μιας ΜΚΟ με έδρα τη ΛΔΚ, οι γυναίκες στερούνται πόρων για να έχουν πρόσβαση σε στέγαση και, ιδίως, οι γυναίκες χωρίς ακαδημαϊκό πτυχίο.[15] Σύμφωνα με την ίδια πηγή, για τις γυναίκες αυτές οι επιλογές στέγασης περιορίζονται στο να ζουν σε οικογενειακά σπίτια, να μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο με πολλά άτομα, ή σε προσωρινά καταφύγια ή παράγκες, και ότι ορισμένες ανύπαντρες γυναίκες μπορεί να πέσουν θύματα εμπορίας προσώπων, σεξουαλικής εκμετάλλευσης και πορνείας εάν δεν μπορούν να βρουν στέγη. Παλαιότερη πηγή στην οποία παραπέμπει η ανωτέρω συλλογή πληροφοριών είχε αναφέρει ότι «η κοινωνική στέγαση δεν είναι διαθέσιμη για τις γυναίκες που ζουν μόνες τους, αλλά προορίζεται για άτομα με πολιτική ή κοινωνική υποστήριξη.[16]
Σύμφωνα με διεθνή ανθρωπιστική οργάνωση στη ΛΔΚ, είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσει πρόσβαση σε στέγαση ή να αποκτήσει πρόσβαση σε καταφύγιο κάποια γυναίκα χωρίς δίκτυο στην Κινσάσα.[17] Άλλες εκθέσεις επιβεβαιώνουν ότι υπήρξαν διάφορα σκάνδαλα σχετικά με τη σεξουαλική εκμετάλλευση, τα οποία περιλάμβαναν εξέχοντες πολιτικούς και εργαζόμενους στον τομέα της υγείας που συμμετείχαν στην αντιμετώπιση του Έμπολα. H δήλωση αυτή υποστηρίζεται από τους McLean και Modi, οι οποίοι ανέλυσαν περαιτέρω ότι οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς [υποστηρικτικό] δίκτυο στην Κινσάσα συχνά καταφεύγουν στη συναλλακτική σεξουαλική επαφή ως μέσο πρόσβασης στη στέγαση καθώς και για την απόκτηση εισοδήματος. Η συμμετοχή στη σεξουαλική εργασία ή στη συναλλακτική σεξουαλική επαφή συχνά στιγματίζει περαιτέρω τις γυναίκες.[18], [19]
Σύμφωνα με ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2024, το Radio France Internationale (RFI) ανέφερε ότι στη ΛΔΚ, μια οικογένεια στις τρεις είναι μονογονεϊκή οικογένεια. Η ίδια πηγή ανέφερε επίσης ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία των αρχών της ΛΔΚ, περίπου το 36% των γυναικών, συμπεριλαμβανομένων των διαζευγμένων γυναικών και των χηρών, μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους. Το ίδιο άρθρο αναφέρει ότι στην Kinshasa, μια μονογονεϊκή οικογένεια συχνά σημαίνει ακραία επισφάλεια, ιδιαίτερα για τις γυναίκες σε άτυπες θέσεις εργασίας.[20]
Στην ετήσια έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS) για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που καλύπτει το 2023, αναφέρθηκε ότι οι γυναίκες αντιμετώπιζαν οικονομικές διακρίσεις στη ΛΔΚ. Ο νόμος επιτρέπει στις γυναίκες να συμμετέχουν σε οικονομικούς τομείς χωρίς την έγκριση ανδρών συγγενών τους, προβλέπει φροντίδα για τη μητρότητα, απαγορεύει τις ανισότητες που συνδέονται με την καταβολή προίκας και καθορίζει πρόστιμα και άλλες κυρώσεις για όσους ασκούν διακριτική μεταχείριση ή ασκούν βία λόγω φύλου. Η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε αποτελεσματικά τον νόμο. Οι γυναίκες βίωσαν οικονομικές διακρίσεις και υπήρχαν νομικοί περιορισμοί για τις γυναίκες στην απασχόληση.[21]
Ως προς την πρόσβαση γυναικών μόνων χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο σε υπηρεσίες υγείας, η πιο πρόσφατη συλλογή πληροφοριών της EUAA ως απάντηση σε COI query που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2023 αναφέρει ότι οι γυναίκες χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Κινσάσα θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη, συμπεριλαμβανομένης της αναπαραγωγικής υγείας και της θεραπείας για τον HIV, λόγω στιγματισμού.[22]
Έκθεση της Αυστριακής ACCORD του Νοεμβρίου του 2020 αναφέρει ότι στη ΛΔΚ, μια από τις χώρες με τη χαμηλότερη κατάταξη στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, οι γυναίκες είναι σαφώς αντικείμενο διακρίσεων. Ήδη ευάλωτη ως γυναίκα, μια μόνη γυναίκα χωρίς οικογένεια ή κοινωνικό δίκτυο είναι ακόμη πιο ευάλωτη εάν δεν έχει οικονομικά μέσα.[23]
Έρευνα του Danish Immigration Service αναφέρει ότι «ένα πρόσωπο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa θα έχει σοβαρές δυσκολίες στην προσαρμογή και ενσωμάτωση, καθώς χωρίς οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία θα είναι κάπως σαν εγκαταλελειμμένος, αφού στη ΛΔΚ, η κρατική κοινωνική συνδρομή δε λειτουργεί δεόντως. Ένα τέτοιο πρόσωπο αντιμετωπίζει προβλήματα εξεύρεσης κατοικίας, εργασίας και έπειτα οικονομικών πηγών. Επιπλέον ένα τέτοιο πρόσωπο θα έχει προβλήματα με το φαγητό και την πρόσβαση στην υγεία σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά διαδραματίζουν το ρόλο της ανεπίσημης κοινωνικής ασφάλειας».[24]
Σε συνέντευξη μέσω zoom με τον José Bazonzi, από το University of Kinshasa, UNIKIN με την Υπηρεσία Μετανάστευσης της Δανίας σημειώνεται σε έκθεση του Οκτωβρίου του 2022 ως προς την κατάσταση για τους ανθρώπους στην Κινσάσα χωρίς κοινωνικό δίκτυο, ότι «ένα άτομο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Κινσάσα θα έχει σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής και ενσωμάτωσης, γιατί χωρίς την οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία, το άτομο θα νιώθει εγκαταλελειμμένο επειδή στη ΛΔΚ η κοινωνική βοήθεια που παρέχεται από το κράτος δεν λειτουργεί σωστά. Υπάρχει σχεδόν ένα κενό εδώ, και αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους που έρχονται από μακριά για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα, καθώς και για τους ανθρώπους εκεί. Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας υπάρχουν αλλά δεν είναι στο ύψος των καθηκόντων τους. Ένα τέτοιο άτομο αντιμετωπίζει πρώτα τα προβλήματα της στέγασης, πρόσβασης σε εργασία και μετά (σ.σ. αντιμετωπίζει) το πρόβλημα των πόρων. Επιπλέον, το άτομο θα έχει προβλήματα με την διασφάλιση των απαραίτητων ως προς το ζην και την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ, η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά παίζουν τον ρόλο της άτυπης κοινωνικής ασφάλισης. Ίσως πρέπει επίσης να αναφέρουμε εδώ τις ρίζες της ανεργίας των νέων και της αστικής ληστείας (συμμοριών) και του εγκλήματος, γνωστές στην Κινσάσα ως "Kuluna": πολλοί νέοι, χωρίς δουλειά, συχνά υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιδίδονται σε κατακριτέες πράξεις... Έτσι, ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός για ένα άτομο χωρίς υποστήριξη, να τολμήσει να εγκατασταθεί στην Κινσάσα, εξαιτίας της αστικής ληστείας και της οικονομικής ανέχειας».[25]
Αναφορικά με την πρόσβαση στην εργασία η συλλογή πληροφοριών του Συμβουλίου για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες του Καναδά παραπέμπει σε πηγές οι οποίες αναφέρουν ότι οι γυναίκες στην Κινσάσα στρέφονται προς το άτυπο εμπόριο[26] για να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Ένα άρθρο στη L' Avenir,[27] μιας καθημερινής εφημερίδας της Κινσάσα, σχετικά με τις ανάγκες των ανύπαντρων γυναικών στο νοικοκυριό, αναφέρει: [μετάφραση] «Αυτές οι γυναίκες χρησιμοποιούν διάφορες τακτικές για να επιβιώσουν. Μερικές ασχολούνται με μικρές επιχειρήσεις, όπως η πώληση ψωμιού, το πλέξιμο των μαλλιών, το ράψιμο και ακόμη και η πορνεία» και «αδράχνουν κάθε ευκαιρία που προκύπτει στο δρόμο τους, δηλαδή ως ‘nounou’ (υπηρέτρια ή οικονόμος) προκειμένου να φροντίσουν το σπίτι τους».[28] Πολλές γυναίκες από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ανέλαβαν το ρόλο του κύριου παρόχου για τις οικογένειές τους. Εργάζονται συχνά σε χαμηλά αμειβόμενες και σωματικά απαιτητικές θέσεις εργασίας και πλήττονται δυσανάλογα από τη φτώχεια. Σύμφωνα με το UNDP (2017), η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι 61.2% σε σύγκριση με 69.1% για τους άνδρες.[29]
Εκτός από τη σεξουαλική βία και τα αντίποινα για τις καταγγελίες, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν εμπόδια στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη και τα ένδικα μέσα. Μετά τον βιασμό, οι γυναίκες απορρίπτονται συχνά από τις κοινότητές τους, ανεξάρτητα από το αν έχουν παιδιά ή όχι.[30] Το 40.3% των γυναικών του Κονγκό έχουν δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε σύγκριση με το 69.1% των ανδρών.[31] Η γυναίκα χωρίς υποστήριξη κάποιου άνδρα δεν έχει δικαίωμα σε βασικές κοινωνικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τη συλλογή πληροφοριών του Συμβουλίου για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες του Καναδά που δημοσιεύτηκε το 2019. Όσον αφορά την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, η ίδια πηγή σημείωσε ότι η υγειονομική περίθαλψη είναι δωρεάν για ορισμένες ασθένειες όπως η φυματίωση, αλλά ότι ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, μια [μετάφραση] «καλή ιατρική συμβουλή» σημαίνει ότι ‘πάντα δίνεις κάτι’ στους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης.[32]
Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει μεν ότι οι γυναίκες που στερούνται υποστηρικτικού δικτύου, καθώς και οι γυναίκες που αποτελούν κεφαλή μονογονεϊκών οικογενειών στη Λ.Δ.Κ. αντιμετωπίζουν πλήθος δυσχερειών, οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν τόσο τις ίδιες, όσο και τα ανήλικα τέκνα τους.
Από τις ανωτέρω πληροφορίες προκύπτει πως οι γυναίκες στη Λ.Δ.Κ. αφενός υφίστανται διακριτική μεταχείριση και βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση σε σχέση με τους άντρες, αφετέρου είναι ευάλωτες σε επιθέσεις σωματικής και σεξουαλικής βίας ένεκα των βαθιά εδραιωμένων πατριαρχικών αντιλήψεων και παραδοσιακών κανόνων που επικρατούν σε όλες τις πτυχές της ζωής στη χώρα, κατά τους οποίους η ταυτότητα μιας γυναίκας ορίζεται από την ύπαρξη οικογένειας και ανδρικού υποστηρικτικού δικτύου. Ειδικότερα, οι μόνες γυναίκες όπως η αιτήτρια χωρίς περιουσία και χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο στη Λ.Δ.Κ. αντιμετωπίζουν σημαντικούς περιορισμούς στην πρόσβαση στην εργασία, στη στέγαση, στη δικαιοσύνη και στην κατοχή περιουσίας, ενώ συχνά προσφεύγουν στην πορνεία προκειμένου να εξεύρουν στέγαση ή να αποκτήσουν εισόδημα για την οικογένειά του.
Στη βάση λοιπών των ανωτέρω πληροφοριών που αφορούν την επικρατούσα κατάσταση στη Λ.Δ.Κ., σε συνάρτηση με το ότι η αιτήτρια συνιστά μία γυναίκα η οποία δεν στηρίζεται από κάποιο άνδρα, που έφυγε από τη χώρα της ούσα ανήλικη, μη έχοντας οικονομικούς πόρους και περιουσία,έχοντας ένα ανήλικο τέκνο και ούσα ορφανή χωρίς οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα της κρίνω ότι ο εκπεφρασμένος φόβος της περί του ότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ίδια και το ανήλικο παιδί της σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην Kinshasa, η οποία υπήρξε ο τόπος συνήθους διαμονής της, κρίνεται βάσιμος και δικαιολογημένος.
Στη βάση των ανωτέρω, θα προχωρήσω στη νομική ανάλυση προκειμένου να αξιολογηθεί το ενδεχόμενο πλήρωσης των προϋποθέσεων υπαγωγής της αιτήτριας σε καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρικά το ενδεχόμενο εκχώρησης προς το πρόσωπό της καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Στο άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 καθορίζεται πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ’ αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5.»
Προκειμένου να αξιολογηθεί η νομική προϋπόθεση του «βάσιμου», θα πρέπει η αξιολόγηση να επικεντρώνεται στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος της αιτήτριας πρέπει να είναι τρέχων. Οι περιστάσεις που οδήγησαν ένα πρόσωπο να εγκαταλείψει τη χώρα του μπορεί να αλλάξουν ή να παύσουν να υφίστανται με την πάροδο του χρόνου ή αντιστρόφως, να εμφανιστούν μετά την αναχώρησή του.
Επιπρόσθετα, ο «βάσιμος φόβος» στηρίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής. Λόγω των εγγενών δυσκολιών που εμφανίζει η πρόγνωση του τι θα συμβεί εάν η αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα της, ο κίνδυνος υποκειμενικής εκτίμησης εν προκειμένω είναι υψηλός. Είναι, συνεπώς, εξαιρετικά σημαντικό η αξιολόγηση του βάσιμου φόβου να πραγματοποιείται με βάση μια αντικειμενική μεθοδολογία, η οποία αποφεύγει τις εικασίες. Σύμφωνα με την απόφασή του, το ΔΕΕ τόνισε τον μελλοντοστραφή χαρακτήρα του βάσιμου φόβου στην υπόθεση υπ' αριθμόν C-71/11 and C-99/11 Bundesrepublik Deutschland v Y and Z, και αναφέρεται πως εάν ο αιτητής υποβλήθηκε ήδη σε δίωξη ή άμεση απειλή δίωξης, τότε, το γεγονός αυτό αποτελεί αφ' εαυτού «σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος».
Σε σχέση με τον βάσιμο φόβο δίωξης, σχετικές είναι οι σκέψεις 72 και 73 στην απόφαση για τις Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις C – 199 / 12 έως C - 201/12 X κ.λπ., Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 2013, Minister voor Immigratie en Asiel κατά X και Y και Z κατά Minister voor Immigratie en Asiel (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστήριο):
«72 Όσον αφορά τη συγκράτηση που φέρεται ότι πρέπει να επιδείξει το συγκεκριμένο πρόσωπο, στο σύστημα της οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές, όταν αξιολογούν αν ένας αιτών έχει βάσιμο φόβο διώξεως, εξετάζουν αν οι αποδεδειγμένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή ώστε το πρόσωπο αυτό εύλογα να φοβάται, όσον αφορά την ατομική του κατάσταση, ότι όντως θα αποτελέσει το αντικείμενο πράξεων διώξεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση Y και Z, σκέψη 76).
73 Η εν λόγω αξιολόγηση του μεγέθους του κινδύνου, η οποία σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να γίνεται με προσοχή και σύνεση (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, C-175/08, C-176/08, C-178/08 και C-179/08, Salahadin Abdulla κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. I-1493, σκέψη 90), στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται ειδικά στο άρθρο 4 της οδηγίας (προαναφερθείσα απόφαση Y και Z, σκέψη 77).»
Κατά την εφαρμογή του πιο πάνω αναφερθέντος νομικού πλαισίου, παρατηρώ ότι, σε συνάρτηση με τις εξατομικευμένες περιστάσεις της αιτήτριας περί του ότι είναι ανύπανδρη μητέρα η οποία εγκατέλειψε τη χώρα της ούσα ανήλικη και ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα καταγωγής της προτού αποχωρήσει από αυτήν και δεν έχει οικογενειακό και κοινωνικό δίκτυο, είναι δεδομένο πως σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της καθίσταται ο φόβος της αντικειμενικός. Συνεπώς, κρίνω ότι ικανοποιείται το στοιχείο της βασιμότητας του φόβου δίωξης στο αίτημα διεθνούς προστασίας της αιτήτριας, υπό τις προσωπικές της περιστάσεις τις οποίες έθεσε ενώπιον μου.
Παράλληλα, ο περί Προσφύγων Νόμος, μεταφέροντας στην εθνική έννομη τάξη το αντίστοιχο άρθρο 9(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας αναφέρει τα εξής στο άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Πράξεις δίωξης
3Γ.-(1) Οι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης πρέπει:
(α) να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ή
[…]
(στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.
(3) Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 3, απαιτείται να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 3 Δ και της πράξης δίωξης κατά την έννοια του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών.» .»
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω οι σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να συνιστούν δίωξη, όπως επίσης και μεροληπτικές ενέργειες ή σχετικές απειλές συνιστούν δίωξη, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, λαμβανομένου υπόψη του υποκειμενικού στοιχείου για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως. Εν προκειμένω, οι βλάβες με τις οποίες κινδυνεύει εύλογα να βρεθεί αντιμέτωπη η αιτήτρια συνιστούν άνευ ετέρου δίωξη. Με βάση τα ανωτέρω διαπιστώνω ότι οι βλάβες αυτές, μαζί με την απειλή βλάβης της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας, αποτελούν συνδυαστικά σώρευση διαφόρων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία είναι αρκούντως σοβαρά λόγω της φύσης τους, καθότι θα την επηρεάσουν σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.
Υπό το φως των ανωτέρω νομοθετικών διατάξεων, συμπεραίνω ότι οι βλάβες αυτές συνιστούν παρατεταμένες σοβαρές και διαρκείς παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων της και εμπίπτουν στην έννοια της δίωξης. Συγκεκριμένα, θίγονται σειρά προστατευόμενων χωρίς εξαίρεση δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα, το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να μην υφίσταται απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, καθώς και άλλων δικαιωμάτων, των οποίων η παραβίαση υπό προϋποθέσεις, που συντρέχουν εν προκειμένω, οδηγούν σε συνέπειες ουσιωδώς επιζήμιου χαρακτήρα.
Σχετικά δε με τους λόγους δίωξης, το άρθρο 3Δ, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 καθορίζει την έννοια της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«3Δ.-(1) Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:
[…]
(δ) Η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων:
(i) τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και
(ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο.
Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του γενετήσιου προσανατολισμού. Ο γενετήσιος προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ότι περιλαμβάνει πράξεις που θεωρούνται αξιόποινες κατά το κυπριακό δίκαιο. Λαμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας.»
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C621-21, W.S. v. Βουλγαρίας, ημερομηνίας 16/1/2024, όπου επαναλήφθηκαν οι προϋποθέσεις υπαγωγής ατόμου σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα και συγκεκριμένα αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
“39. Κατά το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, το οποίο επαναλαμβάνει το γράμμα του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης, ως «πρόσφυγας» νοείται, μεταξύ άλλων, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 απαριθμεί ορισμένα στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα κράτη μέλη για καθέναν από τους πέντε λόγους δίωξης που είναι ικανοί να οδηγήσουν στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα.
40. Όσον αφορά, ειδικότερα, τον λόγο δίωξης που έγκειται στην «ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», από το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρώτο εδάφιο, προκύπτει ότι η ομάδα θεωρείται ως «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» εφόσον πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, τα μέλη της ομάδας αυτής πρέπει να έχουν τουλάχιστον ένα από τα εξής τρία αναγνωριστικά στοιχεία, ήτοι «κοινά εγγενή χαρακτηριστικά», «κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί» ή «από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει». Δεύτερον, η ομάδα αυτή πρέπει να έχει «ιδιαίτερη ταυτότητα» στη χώρα καταγωγής «διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο».
41. Επιπλέον, το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι «[λ]αμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανόμενης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας». Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 30 της οδηγίας 2011/95, σύμφωνα με την οποία η ταυτότητα του φύλου μπορεί να σχετίζεται με ορισμένες νομικές παραδόσεις και έθιμα, που οδηγούν επί παραδείγματι σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων, υποχρεωτική στείρωση ή υποχρεωτική αποβολή.
42. Επιπλέον, το σημείο 30 των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 1, σχετικά με τη δίωξη λόγω γένους στα πλαίσια ερμηνείας του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης, διευκρινίζει, όσον αφορά την έννοια της «κοινωνικής ομάδας» που αναφέρεται στη σύμβαση αυτή και ορίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, ότι «το φύλο μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατηγορίας της κοινωνικής ομάδας. Οι γυναίκες αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής υπο-ομάδας που καθορίζεται από έμφυτα και ανεπίδεκτα αλλαγής γνωρίσματα και συχνά απολαμβάνουν μεταχείριση διαφορετική από αυτή των αντρών. […] Τα χαρακτηριστικά τους τις ξεχωρίζουν ως κοινωνική ομάδα και σε κάποιες χώρες υπομένουν διαφορετικά κριτήρια και επίπεδο μεταχείρισης.»
Κατά την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα είναι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) «η ένωση προσώπων που συνδέονται με ένα κοινό χαρακτηριστικό, άλλο από το φόβο δίωξης, ή που αντιμετωπίζονται ως ομάδα από την κοινωνία. Το χαρακτηριστικό είναι συχνά έμφυτο, αναλλοίωτο ή θεμελιώδες για την ταυτότητα, τη συνείδηση ή την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μελών της»[33].
Σύμφωνα δε με την αιτιολογική σκέψη 30 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ «για τους σκοπούς του καθορισμού της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη θέματα που απορρέουν από το φύλο του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του φύλου και του γενετήσιου προσανατολισμού, τα οποία μπορεί να σχετίζονται με ορισμένες νομικές παραδόσεις και έθιμα, που οδηγούν επί παραδείγματι σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων, υποχρεωτική στείρωση ή υποχρεωτική αποβολή, στον βαθμό που έχουν σχέση με τον βάσιμο φόβο του αιτούντος για δίωξη σε βάρος του.»
Αναφορικά με το εάν θα μπορούσε να προσδιορισθεί μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στη βάση του φύλου, η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. σε κατευθυντήριες Οδηγίες επισημαίνει πως «το φύλο μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατηγορίας της κοινωνικής ομάδας. Οι γυναίκες αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής υπο-ομάδας που καθορίζεται από έμφυτα και ανεπίδεκτα αλλαγής γνωρίσματα και συχνά απολαμβάνουν μεταχείριση διαφορετική από αυτή των αντρών»[34].
Στη συνέχεια, αναφορικά με την ιδιαίτερη ταυτότητα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο που θέτει η νομοθεσία (άρθρο 3Δ του περί Προσφύγων Νόμου/ άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/95) η ανωτέρω ανάλυση της Ύπατης Αρμοστείας επισημαίνει πως η ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα πρέπει να έχει διακριτό χαρακτήρα ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη δίωξη των μελών της, υπό την έννοια ότι «δεν μπορεί να οριστεί με αποκλειστική αναφορά στη δίωξη που υποφέρουν τα μέλη της ή στον κοινό φόβο δίωξης.»[35] Επομένως, το κοινό χαρακτηριστικό δεν μπορεί να είναι μόνο ο ίδιος ο φόβος δίωξης. Εντούτοις, «η διωκτική ενέργεια σε βάρος της ομάδας μπορεί να αποτελεί καίριας σημασίας παράγοντα για τον εντοπισμό της σε μια ιδιαίτερη κοινότητα.»[36] Επίσης, το μέγεθος της ομάδας, ήτοι το πλήθος των μελών ή των προσώπων που συνθέτουν την ομάδα, δεν ασκεί επιρροή όταν αξιολογείται η ύπαρξη ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας[37].
Αναφορικά με τους λόγους δίωξης που απορρέουν από το φύλο και τη συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στα πλαίσια του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ σε σχετικές Οδηγίες, αναφέρει ότι «Κατ' ακολουθία, το φύλο μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατηγορίας της κοινωνικής ομάδας. Οι γυναίκες αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής υπο-ομάδας που καθορίζεται από έμφυτα και ανεπίδεκτα αλλαγής γνωρίσματα και συχνά απολαμβάνουν μεταχείριση διαφορετική από αυτή των αντρών. Τα χαρακτηριστικά τους τις ξεχωρίζουν ως κοινωνική ομάδα και σε κάποιες χώρες υπομένουν διαφορετικά κριτήρια και επίπεδο μεταχείρισης.»[38]
Στο εγχειρίδιο της EUAA – European Union Agency For Asylum «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας» (Δικαστική Ανάλυση, δεύτερη έκδοση, Ιανουάριος 2023)[39], στη σελίδα 119 (του κειμένου) αναφέρονται τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Οι γυναίκες έχει αναγνωριστεί ότι διώκονται για λόγους που σχετίζονται με την ιδιότητά τους ως μελών ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, τόσο αποκλειστικά λόγω του φύλου τους όσο και, ειδικότερα, όταν συγκροτούν υποομάδες. Όπως επισήμανε το Ιρλανδικό Ανώτερο Δικαστήριο (High Court), «αναμφισβήτητα οι γυναίκες, γενικώς, ή οι γυναίκες που υφίστανται έμφυλη βία, μπορούν να αποτελούν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα για τους σκοπούς της Σύμβασης». Ορισμένα παραδείγματα γυναικών από τέτοιες υποομάδες που αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες παρατίθενται στον πίνακα 17. Συχνά, οι περιστάσεις των υποθέσεών τους χαρακτηρίζονται από τη σώρευση διαφόρων μορφών έμφυλης βίας.».
Στο προοίμιο της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) αναφέρεται το εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Αναγνωρίζοντας με ιδιαίτερη ανησυχία ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια συχνά εκτίθενται σε σοβαρές μορφές βίας, όπως η ενδοοικογενειακή βία, η σεξουαλική παρενόχληση, ο βιασμός, ο εξαναγκασμός σε σύναψη γάμου, τα εγκλήματα που διαπράττονται στο όνομα της ούτως-αποκαλουμένης “τιμής” και σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων, τα οποία συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών και των κοριτσιών, καθώς και σοβαρό εμπόδιο στην επίτευξη ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών.»
Στο σύγγραμμα “Ο καθορισμός του καθεστώτος πρόσφυγα- Ρήτρες Υπαγωγής και Ρήτρες Αποκλεισμού” (2024), της Αικατερίνης Κουτσοπούλου στις σελίδες 398 και 399, αναφέρονται τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
“Για παράδειγμα οι γυναίκες, αποτελούν παράδειγμα κοινωνικού συνόλου προσδιοριζόμενου από εγγενή και αμετάβλητα χαρακτηριστικά, τα οποία ενδέχεται να γίνονται αντιληπτά με διαφορετικό τρόπο από την κοινωνία, ανάλογα με τη χώρα τους, εξαιτίας των κοινωνικών, νομικών ή θρησκευτικών κανόνων της χώρας καταγωγής ή των εθίμων της κοινότητας στην οποία ανήκουν. Επίσης, οι γυναίκες μπορούν να ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, με κριτήριο την φύση των πράξεων δίωξης, στις οποίες φοβούνται ότι θα εκτεθούν, σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους, η οποία φύση αποτελεί κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να προσδιοριστεί η “ιδιαίτερη ταυτότητα της εν λόγω ομάδας στη χώρα καταγωγής”, χωρίς βέβαια τούτο να σημαίνει ότι όλες οι γυναίκες που φοβούνται θα αποτελούν μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας.
Όπως αναλύθηκε ανωτέρω, σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, η αιτήτρια πιθανολογείται ευλόγως ότι θα κινδυνέψει να υποστεί πράξεις κακομεταχείρισης λόγω της διακριτικής μεταχείρισης που υφίστανται στην Λ.Δ.Κ. οι γυναίκες με το ίδιο προφίλ με την αιτήτρια. Οι συγκεκριμένες πράξεις αποτελούν πράξεις δίωξης και συνιστούν παραβίαση του άρθρο 3 της ΕΣΔΑ[40], εκ του οποίου δε χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παρ. 2 της ίδιας Σύμβασης. Ως εκ τούτου, κρίνω ότι το σύνολο των πράξεων που ευλόγως πιθανολογείται να αντιμετωπίσει η αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa συνιστούν αναμφίβολα πράξεις δίωξης.
Διαφαίνεται από την πιο πάνω ανάλυση πως οι γυναίκες υπό προϋποθέσεις αποτελούν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Ακολούθως, θα προχωρήσω να εξετάσω την ύπαρξη φορέα δίωξης. Σε σχέση με τον ορισμό του φορέα δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Α του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 καθορίζονται τα πιο κάτω:
«(α) το κράτος,
(β) ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους,
(γ) μη κρατικοί φορείς, εάν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι φορείς που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), περιλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3Β.»
Ως φορείς δίωξης υπό την έννοια της Σύμβασης για το καθεστώς των προσφύγων μπορεί να είναι είτε κρατικές αρχές είτε ιδιώτες, αν οι κρατικές αρχές ανέχονται ή αρνούνται ή αποδεικνύονται αδύναμες να παρέχουν αποτελεσματική προστασία.[41] Εν προκειμένω, στην υπό εξέταση περίπτωση οι φορείς δίωξης είναι τόσο οι κρατικές υπηρεσίες, όσο και η ευρύτερη κοινωνία της χώρας, όπως προκύπτει από τις ως άνω διαθέσιμες πληροφορίες. Συνεπώς, έχοντας αξιολογήσει τις πιο πάνω πηγές, κρίνω ότι σωρευτικά οι διακρίσεις που υφίστανται οι γυναίκες με το προφίλ της αιτήτριας στη Λ.Δ.Κ., όπως αδυναμία πρόσβασης σε εργασία, σε δημόσιες υπηρεσίες, σε στέγαση, στη δικαιοσύνη, καθώς και οι παραβιάσεις βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων που απορρέουν από τις πατριαρχικές αντιλήψεις που επικρατούν στη Λ.Δ.Κ.. προέρχονται/πηγάζουν τόσο από την κοινωνία, όσο και από το κράτος.
Σύμφωνα με το άρθρο 3Β του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000:
«(1) Προστασία μπορεί να παρέχεται από-
(α) το κράτος, ή
(β) ομάδες ή οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων διεθνών οργανισμών, που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους,
υπό την προϋπόθεση ότι επιθυμούν να προσφέρουν προστασία σύμφωνα με το εδάφιο (2) και είναι σε θέση να το πράξουν.
(2) Η προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης πρέπει να είναι αποτελεσματική και μη προσωρινή. Προστασία παρέχεται κατά κανόνα όταν οι φορείς που αναφέρονται στο εδάφιο (1) λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να αποτρέψουν τη δίωξη ή την πρόκληση σοβαρής βλάβης, μεταξύ άλλων, με τη λειτουργία αποτελεσματικού νομικού συστήματος για τον εντοπισμό, την ποινική δίωξη και τον κολασμό πράξεων που συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη, και όταν ο αιτητής έχει πρόσβαση στην προστασία αυτή.».
Επομένως, αυτό που έπεται να εξεταστεί είναι εάν υπάρχει απροθυμία ή η αδυναμία του κράτους να παρέχει επαρκή κρατική προστασία. Επισημαίνεται πως οι υπεύθυνοι προστασίας πρέπει να έχουν όχι μόνον τη δυνατότητα, αλλά και τη βούληση να προστατεύσουν τον συγκεκριμένο αιτούντα έναντι των διώξεων ή της σοβαρής βλάβης στις οποίες ενδέχεται να εκτεθεί ή είναι εκτεθειμένος. Επίσης, η προστασία αυτή πρέπει να είναι αποτελεσματική και μη προσωρινή.
Ως προς την εν γένει αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης στη Λ.Δ.Κ., διεξήγαγα έρευνα εκ της οποίας εντοπίστηκε έκθεση του US Department of State που δημοσιεύτηκε στις 20 Μαρτίου του 2023, η οποία αναφέρει ότι: «αν και ο νόμος προβλέπει ανεξάρτητο δικαστικό σώμα, το δικαστικό σώμα ήταν διεφθαρμένο και υπόκειται σε επιρροές και εκφοβισμούς. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι και άλλα άτομα με επιρροή συχνά εξανάγκαζαν δικαστές. Το σύνταγμα προβλέπει το δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δίκη, ανεξάρτητο δικαστικό σώμα και τεκμήριο αθωότητας για τον κατηγορούμενο, αλλά αυτά τα δικαιώματα δεν τηρήθηκαν πάντα. Οι αρχές καλούνται να ενημερώσουν τους κατηγορούμενους έγκαιρα και λεπτομερώς για τις κατηγορίες που τους βαρύνουν, με ελεύθερη διερμηνεία, όπως απαιτείται, αλλά αυτό δεν συνέβαινε πάντα. […] Η έλλειψη εισαγγελέων και δικαστών εμπόδισε την ικανότητα της κυβέρνησης να παρέχει γρήγορες δίκες και οι δικαστές αρνούνταν περιστασιακά τις μετακινήσεις σε απομακρυσμένες περιοχές όπου οι ελλείψεις ήταν πιο έντονες επειδή η κυβέρνηση δεν μπορούσε να υποστηρίξει επαρκώς τους δικαστές σε αυτές τις περιοχές. Το Υπουργείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέφερε το 2021 ότι το 90 % των υποθέσεων δεν είχαν δικαστεί»[42].
Η ίδια πηγή αναφέρει ότι η παράλειψη εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων σε υποθέσεις διαφθοράς συνέβαλε στην ατιμωρησία, καθώς οι αποφάσεις συχνά ανατρέπονταν σε δευτεροβάθμια διαδικασία ή απορρίπτονταν λόγω διαδικαστικών λαθών[43]. Παράλληλα, η έκθεση του ΟΟΣΑ για κοινωνικούς θεσμούς το 2019, σημείωσε ότι αν και η ΛΔΚ επικύρωσε το Πρωτόκολλο του Αφρικανικού Χάρτη για τα Δικαιώματα των Ανθρώπων και των Λαών, το Πρωτόκολλο για τα Δικαιώματα των Γυναικών στην Αφρική, το Πρωτόκολλο του Μαπούτο το 2018 και ότι το Σύνταγμά της εγγυάται ότι όλα τα άτομα έχουν δικαίωμα στη ζωή και στη σωματική ακεραιότητα, ωστόσο αναφέρει ότι: «δεν υπάρχει ολοκληρωμένος νόμος που να αντιμετωπίζει τη βία κατά των γυναικών», οι οποίες επιπλέον αντιμετωπίζουν «αδύναμα νομικά και δικαστικά συστήματα» και «κουλτούρα σιωπής των θυμάτων και ατιμωρησίας των δραστών».
Στην έκθεσή του, ο OECD παρατήρησε ότι ενώ υπάρχουν συνταγματικές εγγυήσεις, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης στη δικαιοσύνη, συγκεκριμένα λόγω «του υψηλού κόστους των δικαστικών διαδικασιών, του ανεπαρκούς αριθμού δικαστηρίων, της αντιληπτής αναποτελεσματικότητας και της διαφθοράς στο δικαστικό σύστημα». Η πηγή επεσήμανε άλλες προκλήσεις που περιορίζουν τις γυναίκες να αναφέρουν τη βία ως «τη γενική έλλειψη γνώσης των γυναικών για τα νόμιμα δικαιώματά τους και έναν υποκείμενο φόβο να υποταχθούν[44].
Από τις ανωτέρω πηγές προέκυψε ότι η πρόσβαση και η απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας παρουσιάζεται περιορισμένη, καθώς και ότι η διαφθορά είναι διάχυτη στους κόλπους της αστυνομίας, αλλά και στους θεσμούς απονομής της δικαιοσύνης στην χώρα, στοιχεία που συνηγορούν στο ότι η αιτήτρια δεν θα έχει την δυνατότητα σε κρατική προστασία από τις αρχές της Λ.Δ.Κ.
Καταληκτικά, για όλους τους λόγους που ανωτέρω αναλύθηκαν, διαφαίνεται πως δεν προκύπτουν στοιχεία που συνηγορούν υπέρ του ότι οι αρχές της χώρας καταγωγής της, επιθυμούν και/ή είναι σε θέση να παρέχουν μόνιμη και αποτελεσματική προστασία προς το πρόσωπο της αιτήτριας από τις πράξεις δίωξης όπως σωματικής, ψυχικής και σεξουαλικής βίας, καθώς και συστηματικών διακρίσεων λόγω του φύλου της που ενδέχεται να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της. Το κράτος στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας δεν παρέχει αποτελεσματική και μη προσωρινή προστασία στις ανύπανδρες μητέρες, οι οποίες δεν έχουν ανδρικό και οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο.
Το άρθρο 12Γ (1) του Περί Προσφύγων Νόμου αναφέρει ότι κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει ότι αιτητής δεν χρήζει διεθνούς προστασίας, εάν σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του- (i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή (ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β, και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.». Είναι προφανές ότι το άρθρο αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της αιτήτριας[45].
Δεδομένης λοιπόν της ευαλωτότητας της αιτήτριας, έχω εντοπίσει ότι ο Οδηγός της ΕΥΥΑ για την εσωτερική μετεγκατάσταση, αναφέρει πως ενδεχομένως η εσωτερική μετεγκατάσταση να μην παρουσιάζεται δυνατή για συγκεκριμένες κατηγορίες αιτητών, «για παράδειγμα, σε μερικές χώρες όπου τα ατομικά δικαιώματα των γυναικών είναι περιορισμένα και/ ή δεν είναι δυνατή η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες ή βασικά μέσα επιβίωσης χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο, ίσως να μην είναι σχετική η εξέταση της εσωτερικής μετεγκατάστασης για γυναίκες στις οποίες ελλείπει τέτοια υποστήριξη»[46].
Θα πρέπει να αναφερθεί πως η αιτήτρια αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής της όταν ήταν ανήλικη. Το γεγονός αυτό καθαυτό συνιστά καθοριστικό στοιχείο ευαλωτότητας, καθότι μια ανήλικη, στερούμενη ωριμότητας, ανεξαρτησίας και θεσμικής προστασίας, βρίσκεται αντικειμενικά σε απαξιωμένη θέση έναντι πιθανών κινδύνων εκμετάλλευσης ή κακομεταχείρισης. Η άφιξή της στην Κυπριακή Δημοκρατία υπό αυτές τις συνθήκες επιβεβαιώνει ότι από νεαρή ηλικία στερείτο οικογενειακής ή κοινοτικής στήριξης ικανής να την προστατεύσει. Επιπρόσθετα, από τα στοιχεία της υπόθεσης προκύπτει ότι η αιτήτρια ουδέποτε εργάστηκε ή ανέπτυξε οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα πριν αναχωρήσει από τη χώρα καταγωγής της. Η παντελής έλλειψη επαγγελματικής εμπειρίας ή οικονομικών πόρων καθιστά την αιτήτρια ιδιαίτερα ευάλωτη και εκτεθειμένη, σε περίπτωση επιστροφής, σε κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού, οικονομικής εκμετάλλευσης ή εξαναγκασμού σε πρακτικές αντίθετες προς την αξιοπρέπειά της. Η έλλειψη αυτή εξετάστηκε σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πρόκειται για γυναίκα προερχόμενη από περιβάλλον με γνωστές δομικές ανισότητες ως προς το φύλο.
Η αιτήτρια δεν διαθέτει κανένα οικογενειακό ή κοινωνικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της. Η διαπίστωση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από οποιοδήποτε στοιχείο του φακέλου. Η απουσία ανδρικής και γενικότερα οικογενειακής στήριξης, ιδιαίτερα για γυναίκα χωρίς οικονομικούς πόρους και χωρίς επαγγελματική βάση, συνεπάγεται ουσιαστική αδυναμία επιβίωσης υπό συνθήκες ασφάλειας και αξιοπρέπειας. Στις χώρες όπου κυριαρχούν παραδοσιακές και πατριαρχικές κοινωνικές δομές, η απουσία οικογενειακής προστασίας για γυναίκα νεαρής ηλικίας ισοδυναμεί με υψηλό κίνδυνο θυματοποίησης, κακοποίησης ή εμπορίας. Επιπλέον, η αιτήτρια έχει ανήλικο τέκνο, το οποίο τελεί υπό την αποκλειστική της φροντίδα. Το γεγονός αυτό αυξάνει περαιτέρω την ευαλωτότητά της, καθώς η προστασία της ίδιας αποτελεί προϋπόθεση για την ασφάλεια και την ορθή ανάπτυξη του παιδιού, σύμφωνα με την αρχή του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού. Η επιστροφή της σε περιβάλλον όπου δεν διαθέτει στήριξη ούτε οικονομική βάση θα εξέθετε τόσο την ίδια όσο και το τέκνο της σε ουσιαστικό κίνδυνο.
Με βάση τα ανωτέρω, κρίνω ότι η αιτήτρια συνιστά μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, κατά την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και της σχετικής κυπριακής νομοθεσίας, ήτοι ανύπανδρη γυναίκα σε ευάλωτη κοινωνική, οικογενειακή και οικονομική κατάσταση, η οποία εγκατέλειψε τη χώρα της όταν ήταν ανήλικη και δεν εργάστηκε ποτέ σε αυτήν, για την οποία το φύλο και οι κοινωνικοπολιτισμικοί παράγοντες της χώρας καταγωγής της αποτελούν ουσιώδη στοιχεία κινδύνου. Η συνολική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών καταδεικνύει ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια θα τεθεί σε πραγματικό, σοβαρό και τεκμηριωμένο κίνδυνο δίωξης ή άλλης σοβαρής βλάβης, λόγω της ευάλωτης θέσης της ως γυναίκας χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, χωρίς οικονομικά μέσα και με εξαρτώμενο τέκνο.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι 1) φορείς δίωξης της αιτήτριας δύνανται να είναι τόσο το κράτος, όσο και η ευρύτερη κοινωνία της Λ.Δ.Κ., 2) την αδυναμία του κράτους να παρέχει στην αιτήτρια αποτελεσματική και μόνιμης φύσης προστασία, το ενδεχόμενο μετεγκετάστασης κρίνεται ως αδύνατο, αφού δεν αξιολογείται ως εύλογο και ασφαλές να διαμείνει με ασφάλεια σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής της χωρίς τη στήριξη ενός άνδρα. Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως η αιτήτρια κινδυνεύει να πέσει θύμα διακρίσεων, να υποβληθεί σε σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική κακοποίηση και/ή εκμετάλλευση, σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας καταγωγής της. Κατά συνέπεια δεν αξιολογείται ως ασφαλής και εύλογη η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασής της σε οιαδήποτε περιοχή της Λ.Δ.Κ.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω αποδεκτά γεγονότα σε αντιστοίχιση με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, ως προς την αξιολόγηση του κινδύνου, συναρτάται πως στο πρόσωπο της αιτήτριας συγκεντρώνονται τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία στοιχειοθετώντας πως η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή για έναν από τους λόγους που περιγράφονται στο άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000. Από τα στοιχεία που έχω εξετάσει, διαφαίνεται πως λόγω βάσιμου φόβου δίωξης, η αιτήτρια αναγνωρίζεται πρόσφυγας.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, όπως τα έχω αναφέρει και πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται δυνάμει του άρθρου 146(4)(δ) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, Ν. 73(Ι)/2018, με 600€ έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση. Κρίνω ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της αιτήτριας ως πρόσφυγα και δια ταύτα χορηγείται στην αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Το Bandundu είναι περιοχή της επαρχίας Kwilu στη Λ.Δ.Κ.
https://www.city-facts.com/kwilu/population
[2] USDOS – US Department of State: 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 March 2023
[3] EASO – European Asylum Support Office: 1. Sexual and gender-based violence (SGBV), including: Conflict related sexual violence, sexual and domestic violence, trafficking, traditional harmful practices 2. Legal framework (national legislation and international instruments) and implementation 3. State actors of protection 4. Social perception and non-state actors of protection [Q12], 10 July 2019, σ. 6
https://www.ecoi.net/en/file/local/2012709/2019_06_DRC_COI_Query_SGBV_Q12.pdf
[4] Reliefweb, UNFPA - DRCongo: Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo: Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 24 May 2019
[5] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report: Congo, DR, 19 March 2024, σ. 23
https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2024_COD.pdf
[6] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, σ. 44 https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_CONGO-DEM-REP-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf
[7] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report: Congo, DR, 19 March 2024, σ. 16
https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2024_COD.pdf
[8] Institut national de la statistique (INS) of DRC & ICF. 2025-02-20. Enquête démographique et de santé EDS-RDC III 2023–2024, p. 495, διαθέσιμο σε: IRB - Immigration and Refugee Board of Canada: Democratic Republic of the Congo: Violence against women, including domestic violence and gender-based violence (GBV); treatment of survivors by society and authorities; legislation; state protection and support services available to survivors (2023–March 2025) [COD202235.E], 25 March 2025
https://www.ecoi.net/en/document/2124880.html
[9] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, σ. 40-41
https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_CONGO-DEM-REP-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf
[10] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, σ. 42 https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_CONGO-DEM-REP-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf
[11] Care International, Cases of sexual exploitation and harassment on the rise in the DRC, 11 July 2023, https://www.care-international.org/news/cases-sexual-exploitation-and-harassment-rise-drc ; AP, An alarming humanitarian crisis and massive sexual violence wrack eastern Congo, UN official says, 6 September 2023, https://apnews.com/article/un-congo-humanitarian-sexual-violence-conflict-minerals-0f5ebeaccff39ab97c61e981f1a7a3cf
[12] Care International, Cases of sexual exploitation and harassment on the rise in the DRC, 11 July 2023, https://www.care-international.org/news/cases-sexual-exploitation-and-harassment-rise-drc ; Care International, Health sector in DRC crumbles amidst conflict negatively impacting survivors of sexual assault, 14 November 2023, https://www.care.org/news-and-stories/press-releases/health-sector-in-drc-crumbles-amidst-conflict-negatively-impacting-survivors-of-sexual-assault/
[13] UK Home Office, Country Policy and Information Note: Democratic Republic of Congo (DRC): Gender Based Violence, V.2, September 2018, σ. 8-11
https://www.refworld.org/reference/countryrep/ukho/2018/en/39582
[14] International Journal of Environmental Research and Public Health, "I Don't Know where I Have to Knock for Support": A Mixed-Methods Study on Perceptions and Experiences of Single Mothers Raising Children in the Democratic Republic of Congo, October 2021
[15] EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Situation of women without a support network in Kinshasa [Q28-2023], 25 August 2023
[16] Canada, IRB, Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019), 3 September 2019 https://irb.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458089&pls=1
[17] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 17
[18] McLean Hilker, L., Modi, A. T., ‘’Empowerment’ of adolescent girls and young women in Kinshasa: research about girls, by girls’, Gender and Development, vol. 24, no. 3, 2016, https://core.ac.uk/download/pdf/77599772.pdf,σελ. 478
[19] The World Bank, Democratic Republic of Congo Systematic Country Diagnostic, Policy Priorities for Poverty Reduction and Shared Prosperity in a Post-Conflict Country and Fragile State, March 2018, https://openknowledge.worldbank.org/bitstream/handle/10986/30057/DRC-SCD-FINAL-ENGLISH-06132018.pdf?sequence=1&isAllowed=y σελ. 1
[20] RFI, En RDC, la précarité des familles monoparentales, 11 August 2024
[21] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, σ. 42
https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_CONGO-DEM-REP-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf
[22] Denmark, DIS, Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa, 7 October 2022, σ. 45, 48
[23] ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation: Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020
[24] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), σ. 48
https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf
[26] Switzerland, State Secretariat for Migration (SEM) Focus RD Congo : Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016 available at : https://www.sem.admin.ch/dam/data/sem/internationales/herkunftslaender/afrika/cod/COD-alleinst-frauen-f.pdf σελ. 17-18.
[27] L’Avenir, Suzy Kibira Omari “Se muer en association partagée pour pallier aux besoins du ménage : une solution pour les femmes sans époux.”, 23 March 2017
[28] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) [COD106311.FE], 3 September 2019 https://www.ecoi.net/en/document/2028574.html
[29] FIDH (2019), ‘Five priorities for a State that respects human rights’, σελ.13, διαθέσιμο στο: fidh_drc_five_priorities_for_a_state_that_respects_human_rights_march2019.pdf; UNDP, ‘Human Development Indices and Indicators: 2021 Statistical Update, Briefing note for countries on the 2021 Statistical Update, Congo (Democratic Republic of the)΄, διαθέσιμο στο Gender Inequality Index | Human Development Reports (undp.org)
[30] Kvinnatillkvinna, Equal Power Lasting Peace, The Democratic Republic of Congo. No peace for women, 2018, σελ. 9. 13-Equal-power-lasting-peace-DRC_ENG.pdf (kvinnatillkvinna.org), The Kvinna till Kvinna Foundation is a Swedish based foundation that is able to support women in conflict-affected areas through financial support from government agencies, institutions, foundations, organisations, companies and individual private donors.
[31] FIDH (2019), ‘Five priorities for a State that respects human rights’, σελ.13, διαθέσιμο στο: fidh_drc_five_priorities_for_a_state_that_respects_human_rights_march2019.pdf; UNDP, ‘Human Development Indices and Indicators: 2021 Statistical Update, Briefing note for countries on the 2021 Statistical Update, Congo (Democratic Republic of the)΄, διαθέσιμο στο Gender Inequality Index | Human Development Reports (undp.org)
[32] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) [COD106311.FE], 3 September 2019 www.ecoi.net/en/document/2028574.html
[33] ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ «Συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» στα πλαίσια του Άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/policy/legalguidance/unhcr/2002/en/31818?prevDestination=search
[34] Guidelines on International Protection No. 2: "Membership of a Particular Social Group" Within the Context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or its 1967 Protocol Relating to the Status of Refugees, 7 May 2002, σημείο 12, https://www.refworld.org/policy/legalguidance/unhcr/2002/en/31818
[35] Guidelines on International Protection No. 2: "Membership of a Particular Social Group" Within the Context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or its 1967 Protocol Relating to the Status of Refugees, 7 May 2002, σημείο 14, https://www.refworld.org/policy/legalguidance/unhcr/2002/en/31818
[36] Ό.π.
[37] UNHCR, Κατευθυντήριες οδηγίες για τη διεθνή προστασία των προσφύγων: «Συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» στα πλαίσια του Άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και/ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, 7 Μαΐου 2002, σημείο 18
https://www.refworld.org/policy/legalguidance/unhcr/2002/en/31818
[38] ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ «Δίωξη λόγω γένους στα πλαίσια ερμηνείας του άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων» (HCR/GIP/02/01), διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/docid/3d36f1c64.html παρα. 30
[39] EUAA, Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας Δικαστική ανάλυση, Δεύτερη έκδοση, Ιανουάριος 2023, σ. 119
[40] Ως προς την οριζόντια απαγόρευση η οποία τίθεται τουλάχιστον έμμεσα και έναντι των ιδιωτών βλ. σχετικά και Τσιρλή Μ. 'Άρθρο 3 Απαγόρευση των βασανιστηρίων' σε Λ. Α. Σισιλιάνο 'Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Ερμηνεία Κατ' άρθρο' (Έκδ 2η, Νομική Βιβλιοθήκη), 122 βλ. εξάλλου και ΕΔΔΑ, SA v. Sweden (Application no. 66523/10, απόφαση ημερ. 27.06.2013, παρ. 42) «Owing to the absolute character of the right guaranteed, Article 3 of the Convention may also apply where the danger emanates from persons or groups of persons who are not public officials. However, it must be shown that the risk is real and that the authorities of the receiving State are not able to obviate the risk by providing appropriate protection (H.L.R. v. France, judgment of 29 April 1997, Reports 1997-III, § 40).».
[41] UNCHR «Εγχειρίδιο για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων», 6ηεκδ. (παρ. 51) ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΥΠΑΤΟΥ ΑΡΜΟΣΤΗ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ, Αθήνα 2009, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα:
www.unhcr.gr/no_cache/prostasia/nomiki-prostasia.html , παρ.65
[42] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 March 2023
[43] Ό.π.
[44] OECD, OECD’s Social Institutions and Gender index country report on the Democratic Republic of Congo of 2019
[45] Βλ. σχετικά EASO, 'Practical Guide on the Application of the Internal Protection Alternative' (2021), 12 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Practical-guide-application-IPA.pdf,
[46] EASO, 'Practical Guide on the Application of the Internal Protection Alternative' (2021), 15 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Practical-guide-application-IPA.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο