Μ.Κ.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 773/2023, 24/11/2025
print
Τίτλος:
Μ.Κ.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 773/2023, 24/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 773/2023

24 Νοεμβρίου 2025

[Ε. ΡΗΓΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μ.Κ.Α.,

από Πακιστάν

                                  Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Ζ. Ποντίκη (κα) για Αλ Ταχέρ Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Κ. Ιμανίμης (κος) για Μ. Μαυρονικόλας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 30.12.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»), αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν και περί τις 20.06.2016 αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ κατά την περίοδο από τις 31.08.2016 έως την 21.05.2017 είχε μεταβεί πολλαπλές φορές στη χώρα καταγωγής του για να επισκεφθεί τη μητέρα του ως δήλωσε (βλ. ερυθρά 5, 69 και 63 δ.φ.) επιστρέφοντας στη συνέχεια πίσω στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 01.11.2017 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Ακολούθως, στις 12.07.2022 εκδόθηκε απόφαση για το κλείσιμο του φακέλου λόγω παράλειψης του Αιτητή να παραστεί στην προσωπική του συνέντευξη, παρά το γεγονός ότι οι Καθ’ ων η αίτηση τον είχαν ειδοποιήσει εγκαίρως και μέσω επιστολής στη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή ταχυδρομικώς στις 11.08.2022. Στη συνέχεια, ο Αιτητής προχώρησε στις 31.10.2022 με την καταχώριση της υπό κρίση αίτησης για επανάνοιγμα του φακέλου του και επανεξέταση της αίτησής του. Καθότι κρίθηκε ότι ο Αιτητής υπέβαλε το αίτημά του εμπρόθεσμα εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για κλείσιμο του φακέλου του, ο φάκελος επανανοίχθηκε αυτόματα προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του. Κατόπιν τούτου, ο Αιτητής προσήλθε σε συνέντευξη στις 21.12.2022 με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), ο οποίος υπέβαλε στη συνέχεια εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 24.12.2022, με εισήγηση για απόρριψη της αίτησής του. Στις 30.12.2022 ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου υπάλληλος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, απόφαση η οποία και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. 

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω του συνηγόρου του προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού

δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Μάλιστα, κατά την διάρκεια των διευκρινήσεων της τελευταίας δικασίμου οι πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση απέσυρε την προδικαστική ένσταση περί εκπρόθεσμης υποβολής της παρούσας προσφυγής.

                               

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας

 

Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου.[1] Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.[2] Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία, ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία,[3] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[4] Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως.  

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία,[5] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[6] Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης.[7]

 

Αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση  της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος άπτεται εν πάση περιπτώσει της ουσίας της υπόθεσης.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[8]

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

 

Κατά την αρχική αίτησή του ο Αιτητής κατέγραψε ότι ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του έγκειται στη συμμετοχή του στο πολιτικό κόμμα JKLF, καθώς έχει καταγωγή από Kashmir, εξαιτίας της οποίας η ζωή του ευρισκόταν σε κίνδυνο (βλ. ερυθρό 4 και η μετάφραση 21 δ.φ.). Στη συνέχεια κατά την υποβολή της αίτησης επανανοίγματος του φακέλου του (σε έντυπο το οποίο φέρει τον τίτλο «subsequent application for international protection» βλ. ερ. 48-45), o Αιτητής επαναλαμβάνει τον ίδιο λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του επισημαίνοντας ότι τα τελευταία 6 έτη δεν έχει επιστρέψει στη χώρα καταγωγής τους επειδή κινδυνεύει η ζωή του (βλ. ερυθρά 46 και η μετάφραση 49 δ.φ.).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στη Neelum Valley (η οποία βρίσκεται στην περιοχή Azad Jammu και Kashmir) όπου διέμενε μέχρι και το 2013 οπόταν μετακινήθηκε στη μόνιμη κατοικία του στη Muzaffarabad (η οποία επίσης βρίσκεται στην περιοχή Kashmir) μαζί με την μητέρα του, η οποία αργότερα πέθανε. Ο πατέρας του ασθένησε και πέθανε το 2005, ενώ έχει τέσσερα αδέλφια και έξι αδελφές, τα οποία και οι οποίες διαμένουν στο Πακιστάν σε διάφορες περιοχές, με τα περισσότερα να διαμένουν στην περιοχή Lahore.  Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής σταμάτησε το σχολείο μετά την 3η τάξη του δημοτικού, ενώ ως προς την εργασιακή του εμπειρία, ο ίδιος απασχολήθηκε σε διάφορες εργασίες ως ξυλουργός, ως εργάτης σε οικοδομές, ενώ εργαζόταν κατά περιόδους και σε εστιατόρια ή άλλες χειρωνακτικές εργασίες. 

Ως προς την ουσία του αιτήματός του, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για να διασφαλίσει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και ένα καλύτερο μέλλον, δήλωσε δε πως οι γονείς του έχουν αποβιώσει, δεν έχει κανέναν στην χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει (βλ. ερυθρό 62/5Χ δ.φ.). Ως ο ίδιος δήλωσε αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που διέφυγε δηλώνοντας πως σε περίπτωση επιστροφής του θα έχει οικονομικά προβλήματα αφού ξόδεψε τις αποταμιεύσεις του για να εξασφαλίσει θεώρηση εισόδου (visa) στην Κύπρο (βλ. ερυθρό 62/6Χ και 61/4Χ δ.φ.).

 

Στη συνέχεια, ωστόσο, ερωτηθείς εάν συντρέχει άλλος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε πως αντιμετωπίζει ποικίλα προβλήματα ως κάτοικος του Kashmir, περιοχή η οποία επιδιώκει να αποτελέσει έτερη χώρα και να μην είναι μέρος της Ινδίας ή της χώρας καταγωγής του και αυτός είναι ο λόγος που οι αρχές των δύο χωρών μπορεί να του προκαλέσουν προβλήματα (βλ. ερυθρό 61/5Χ δ.φ.). Κληθείς να αναφερθεί σε κάποιο προσωπικό βίωμα από την κυβέρνηση της χώρας καταγωγής του πέραν της γενικής κατάστασης, δήλωσε ότι την τελευταία φορά που επισκέφθηκε την πόλη Muzaffarabad ενεπλάκη σε συμπλοκή με αγνώστους οι οποίοι θεώρησε ότι τον είχαν στοχοποιήσει, αλλά κατάφερε να διαφύγει και να επιστρέψει στην Κυπριακή Δημοκρατία (βλ. ερυθρό 60 δ.φ.). Κληθείς από τον Λειτουργό να αναφέρει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το συγκεκριμένο γεγονός δήλωσε ότι ήταν 3 – 4 άτομα, τα οποία του επιτέθηκαν επειδή γνώριζαν ότι είχε επιστρέψει και επιχειρούσε να ευαισθητοποιήσει τους ανθρώπους σχετικά με τα δικαιώματα του Kashmir, ενώ ανέφερε πως τον ξυλοκόπησαν  και του έσκισαν τα ρούχα, ενώ τον προειδοποίησαν πως σε περίπτωση που εξέφραζε ξανά αντίλογο κατά της κυβέρνησης, θα τον σκότωναν (βλ. ερυθρό 60/2Χ-4Χ, 6Χ δ.φ.). Περαιτέρω, δήλωσε πως είδε τα πρόσωπα τους, αλλά δεν τους γνώριζε (βλ. ερυθρό 60/5Χ δ.φ.).

 

Ερωτηθείς εάν κατήγγειλε το περιστατικό στις αστυνομικές αρχές, ο Αιτητής υποστήριξε ότι προσέγγισε τις αρχές για να καταθέσει όπου του ζητήθηκε να ταυτοποιήσει τα άτομα, κάτι το οποίο δεν έπραξε καθώς δεν τους γνώριζε, με αποτέλεσμα οι αρχές να μην καταγράψουν την καταγγελία του (ερυθρό 60/8Χ δ.φ.). Ερωτηθείς εάν αντιμετώπισε κάτι περαιτέρω πέραν του περιστατικού που ανέφερε, δήλωσε πως πολλές φορές ότι ενόσω βρισκόταν ακόμη στη χώρα καταγωγής του, οι αρχές δεν ήθελαν να εκφράζεται για την κυβέρνηση (βλ. ερυθρό 59/1Χ δ.φ.).

 

Ακολούθως, ο Αιτητής περιέγραψε τη δράση του αναφέροντας πως μιλούσε για τα δικαιώματα του Kashmir και εξέφραζε στην κυβέρνηση πως ήθελαν να αποτελέσουν ξεχωριστό κράτος και καταλήγοντας πως ο ίδιος είναι πρόεδρος του Liberation JKLF (βλ. ερυθρό 59/2Χ, 3Χ δ.φ.). Σχετικά με το JKLF δήλωσε πως είναι μέλος 5-6 χρόνια, από το 2013, μέσω του οποίου ευαισθητοποιούσε και συσπείρωνε τον κόσμο σχετικά με τα δικαιώματα του Kashmir (βλ. ερυθρό 59/4Χ-5Χ δ.φ.). Ερωτηθείς εάν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από την κυβέρνηση, ο Αιτητής απάντησε πως έλαβε προειδοποιήσεις να μην προβαίνει σε τέτοιες δραστηριότητες (βλ. ερυθρό 59/ 6Χ δ.φ.). Αναφορικά με τις συλλήψεις του από τις αστυνομικές αρχές της χώρας καταγωγής του, δήλωσε πως είχε συλληφθεί δύο φορές, το 2012 και το 2013, την πρώτη φορά είχε κρατηθεί για 2 ημέρες και την δεύτερη για 4 ημέρες, ωστόσο τα δικαστικά έγγραφα περί της αποφυλακίσεώς του δεν τα είχε στην κατοχή του, αλλά ευρίσκονται στην οικία της αδελφής του στο Lahore (βλ. ερυθρά 58 – 1Χ-2Χ και 57 – 1Χ-2Χ δ.φ.). Ερωτηθείς σχετικά με το πολιτικό κόμμα στο οποίο συμμετείχε, απάντησε πως επιζητούν την ελευθερία και πως ο αρχηγός και ιδρυτής του ονομάζεται Maqbool Bhat (βλ. ερυθρό 57 – 4Χ δ.φ.). Σε σχετική ερώτηση ως προς το ενδεχόμενο επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν επιθυμεί την επιστροφή του αλλά αν υποθετικά συνέβαινε θα επέστρεφε στην πόλη Lahore, όπου διαμένει η αδελφή του και έχει αναλάβει και την φροντίδα του (βλ. ερυθρά 62 – 7Χ και 61 – 3Χ δ.φ.).

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ο Λειτουργός  διέκρινε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από τις δηλώσεις του.

 

Ο πρώτος αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, ο οποίος έγινε αποδεκτός. Ο δεύτερος έγκειτο στους οικονομικούς λόγους που ώθησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει το Πακιστάν, ο οποίος επίσης έγινε αποδεκτός. Τέλος, ο τρίτος ισχυρισμός αφορούσε τα προβλήματα του Αιτητή λόγω της εμπλοκής του με το κόμμα JFLK, ο οποίος αφού αξιολογήθηκε απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος, λόγω σημαντικών ασάφειων και αντιφάσεων. Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε από τον Λειτουργό, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να προσδιορίσει με ακρίβεια τον χρόνο της υποτιθέμενης επίθεσης, ούτε των απειλών που ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε. Οι περιγραφές του για τη λειτουργία και τις δράσεις του κόμματος, καθώς και για τον δικό του ρόλο, παρέμειναν αόριστες. Πρόσθετα, η επιστολή που προσκόμισε από τον πρόεδρο του κόμματος, ήταν χωρίς υπογραφή και σφραγίδα και ο ίδιος δήλωσε άγνοια για το περιεχόμενό της. Οι αναφορές του στις συλλήψεις του το 2012 και 2013 κρίθηκαν ως εξαιρετικά γενικές, χωρίς ουσιαστικές λεπτομέρειες. Τέλος, σε ερωτήσεις για άλλα περιστατικά εις βάρος του, περιορίστηκε σε αόριστο ισχυρισμό ότι «αρκετές φορές δεν τον άφηναν να μιλήσει», χωρίς καμία επιπλέον πληροφορία.

 

Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο Λειτουργός δεν προέβη σε περαιτέρω έρευνα ένεκα της μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή καταλήγοντας ότι η έλλειψη λεπτομερειών σε σχέση με τον πυρήνα του ισχυρισμού του ήταν αρκετές για την απόρριψη του ισχυρισμού στο σύνολό του. 

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στο Πακιστάν στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών του, ήτοι του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων και τους λόγους οικονομικού περιεχομένου, ο Λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως απόρροια της κατάστασης ασφαλείας στο Πακιστάν.

 

Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β).  Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία απορρίφθηκε δια της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του Λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:


Καταρχάς, συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου και δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή τους οποίους και αποδέχομαι ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστους με παραπομπή στην ανάλυση του Λειτουργού ως αυτή προκύπτει από την εισηγητική του έκθεση (βλ. ερ. 78-77 δ.φ.) 

 

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι τα προβλήματα που κατ’ ισχυρισμόν αντιμετώπισε λόγω εμπλοκής του με το πολιτικό κόμμα JKLF, φρονώ πως η αξιολόγηση του Λειτουργού επί του ισχυρισμού αυτού κρίνεται ως ορθή, τόσο μεθοδολογικά όσο και ουσιαστικά. Ο Λειτουργός στηρίχθηκε σε θεμελιώδεις αρχές αξιολόγησης αποδεικτικών στοιχείων, εξετάζοντας την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων του Αιτητή και εντοπίζοντας ουσιώδεις αντιφάσεις, ασάφειες και έλλειψη πειστικών λεπτομερειών στα κομβικά σημεία του ισχυρισμού. Υπό το φως της αδυναμίας του Αιτητή να παρουσιάσει συνεκτική αφήγηση ως προς τα γεγονότα που φέρεται να συνέβησαν, η απόφαση να μη διερευνηθεί περαιτέρω η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού χαρακτηρίζεται ως εύλογη και σύμφωνη με τις καθιερωμένες πρακτικές στη διαδικασία εξέτασης αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Η εσωτερική αξιοπιστία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση της εξέτασης· όταν απουσιάζει, η περαιτέρω έρευνα δεν μπορεί να θεραπεύσει τα κενά μιας ασυνεπούς αφήγησης.

 

Προβαίνοντας σε ανεξάρτητη αξιολόγηση του ίδιου ισχυρισμού, προκύπτει ότι η αφήγηση του Αιτητή πάσχει πράγματι ως εσωτερικά αναξιόπιστη. Ήδη από την αρχή, ο Αιτητής παρουσιάζει τρεις διαφορετικές και αμοιβαία αντιφατικές εκδοχές για τον λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του. Στην αρχική αίτηση και την αίτηση επανανοιγματός του, δηλώνει ότι εγκατέλειψε τη χώρα λόγω της συμμετοχής του στο JKLF και του κινδύνου που αντιμετώπιζε εξαιτίας της καταγωγής του από το Kashmir. Αντιθέτως, κατά τη συνέντευξη αναφέρει ότι έφυγε αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους, χαρακτηρίζοντάς τους μάλιστα ως τον μοναδικό λόγο φυγής. Μόνο όταν του ζητείται να διευκρινίσει αν υφίσταται κάποιος άλλος λόγος, προσθέτει εκ των υστέρων ότι υπάρχουν γενικότερα προβλήματα για τους κατοίκους του Kashmir, χωρίς να παραθέτει συγκεκριμένα προσωπικά περιστατικά, τα οποία ωστόσο παρέθεσε στη συνέχεια κατόπιν περαιτέρω ερωτημάτων που τέθηκαν από τον Λειτουργό. Η μεταβολή αυτή υπονομεύει τη συνοχή και την αξιοπιστία της βασικής του θέσης.

 

Εξίσου προβληματική είναι και η περιγραφή του υποτιθέμενου περιστατικού επίθεσης στο Muzaffarabad. Ο Αιτητής αδυνατεί να τοποθετήσει χρονικά το γεγονός, δεν εξηγεί πώς οι φερόμενοι δράστες γνώριζαν την επιστροφή του στη χώρα, ούτε με ποιον τρόπο κατάφερε να διαφύγει ή αν αναζήτησε ιατρική βοήθεια μετά τον ξυλοδαρμό που ισχυρίζεται ότι υπέστη. Η αφήγηση στερείται λεπτομερειών που αναμένονται από πρόσωπο το οποίο έχει βιώσει σοβαρή επίθεση και απειλές κατά της ζωής του. Η αναφορά του ότι προσέγγισε την αστυνομία αλλά δεν έγινε καταγραφή της καταγγελίας, επειδή δεν μπορούσε να ταυτοποιήσει τους δράστες, ενισχύει περαιτέρω τον ατεκμηρίωτο χαρακτήρα του ισχυρισμού, καθώς η διαδικασία αυτή παρουσιάζεται με τρόπο γενικό και ασαφή, χωρίς καμία περιγραφή της ενέργειας των αρχών ή της έκβασης της επίσκεψής του σε αυτές.

Αντιφάσεις παρατηρούνται και στην παρουσίαση της δράσης του στο JKLF. Ο Αιτητής άλλοτε αυτοχαρακτηρίζεται ως απλό μέλος της οργάνωσης, άλλοτε ως πρόεδρος του “Liberation JKLF”, ενώ δεν παραθέτει ούτε βασικές πληροφορίες για τη δομή, τις δραστηριότητες και τους στόχους του κόμματος. Οι περιγραφές του παραμένουν σε επίπεδο γενικόλογων δηλώσεων περί «ελευθερίας» και «δικαιωμάτων», χωρίς καμία συγκεκριμένη αναφορά σε ενέργειες, πρωτοβουλίες ή συμμετοχή σε οργανωμένη πολιτική δράση. Η αντίφαση μεταξύ της ιδιότητας του “απλού μέλους” και του “προέδρου” είναι ιδιαίτερα σοβαρή και πλήττει τον πυρήνα του ισχυρισμού.

 

Η αναφορά σε δύο συλλήψεις το 2012 και το 2013 είναι επίσης αόριστη. Δεν περιγράφονται οι περιστάσεις που οδήγησαν στις συλλήψεις, ο τρόπος δράσης των αρχών, η μεταχείριση που υπέστη ή οι λόγοι για τους οποίους αφέθηκε ελεύθερος. Η απουσία δικαστικών εγγράφων, τα οποία υποτίθεται βρίσκονται στην κατοικία της αδελφής του, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να προσκομιστούν ή να εξηγηθεί η αδυναμία προσκόμισης, καθιστούν τον ισχυρισμό ακόμη πιο δυσχερή στην αποδοχή του.

 

Τέλος, η στάση του Αιτητή ως προς την πιθανή επιστροφή στη χώρα καταγωγής του παρουσιάζει αντίφαση. Από τη μία πλευρά δηλώνει ότι δεν έχει κανέναν στη χώρα και δεν επιθυμεί να επιστρέψει, ενώ από την άλλη αναφέρει ότι σε περίπτωση υποχρεωτικής επιστροφής θα μεταβεί στην πόλη Lahore, όπου διαμένει η αδελφή του η οποία τον φροντίζει. Η ύπαρξη οικογενειακού δικτύου προστασίας εντός της χώρας καταγωγής του αντιβαίνει ευθέως στην αρχική του δήλωση περί πλήρους έλλειψης υποστηρικτικού περιβάλλοντος.

 

Με βάση όλα τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι ο ισχυρισμός περί δίωξης λόγω πολιτικής δράσης και καταγωγής από το Kashmir στερείται εσωτερικής συνοχής και πειστικότητας. Οι αντιφάσεις, οι μεταβαλλόμενες εκδοχές, η απουσία λεπτομερειών και η αδυναμία παράθεσης σαφών, συγκεκριμένων και συνεπών γεγονότων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αφήγηση του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη. Συνεπώς, η κρίση του Λειτουργού ότι ο ισχυρισμός είναι εσωτερικά αναξιόπιστος, και ως εκ τούτου δεν χρήζει περαιτέρω διερεύνησης ως προς την εξωτερική του τεκμηρίωση, είναι πλήρως δικαιολογημένη και εντός του ορθού πλαισίου αξιολόγησης αιτημάτων διεθνούς προστασίας.

 

Σε σχέση με το τελευταίο, ήτοι την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή, είναι και η δική μου εκτίμηση ότι δεδομένης της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας, της γενικότητας και της αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής τους συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EASO (νυν EUAA), Evidence and credibility  assessment in the context of  the  Common  European  Asylum  System[9], σελ. 169 όπου  διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

 

«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»

 

Βλέπε σχετικώς και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου στην   πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην FERDINAND EBELE EWELUKWA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2023, 31.10.2024

 

Σημειώνω ωστόσο ότι μετά από έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, επιβεβαιώνεται η ύπαρξη και η δράση του JFLK[10] ωστόσο αυτό δεν αρκεί για να ανατραπεί η κρίση περί αναξιοπιστίας του τρίτου ισχυρισμού του Αιτητή, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. 

 

Ως προς το έγγραφο που εντοπίζεται στον φάκελο του Αιτητή και το οποία φέρεται να συνιστά επιστολή από τον πρόεδρο του κόμματος (βλ. ερ. 13 του δ.φ.), επισημαίνεται ότι αυτό παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα αυθεντικότητας, καθώς στερείται υπογραφής και σφραγίδας. Πρόσθετα ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε άγνοια για το περιεχόμενο του κατά το στάδιο της συνέντευξής του, ζητώντας μάλιστα να το φωτογραφίσει ώστε να δει τι αναγράφεται σε αυτό. Η συμπεριφορά αυτή καταδεικνύει είτε ότι το έγγραφο δεν προέρχεται από τον ίδιο είτε ότι δεν έχει γνώση της προέλευσης και της αξιοπιστίας του, γεγονός που αποδυναμώνει πλήρως την αποδεικτική του αξία.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή απορρίπτεται ως αναξιόπιστος.

 

Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, είναι και η δική μου κατάληξη ότι υπό το φως των αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή, ευλόγως κρίθηκε ότι αυτοί δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Κατόπιν τούτου, το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία, καθώς κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951.

 

Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησής ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[11] αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου[12]. 

 

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου διαφαίνεται ότι ο αρμόδιος λειτουργός που διεξήγαγε την συνέντευξη στον Αιτητή κατέγραψε τους βασικούς του ισχυρισμούς, τους αξιολόγησε, προέβη σε επαρκή έρευνα και μετά από την εισήγηση του στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, το αίτημα του Αιτητή απορρίφθηκε, αφού κρίθηκε και αιτιολογήθηκε επαρκώς ότι στο πρόσωπο του δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και συνεπώς ορθώς κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται ούτε και η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Επισημαίνεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση ανέτρεξαν και σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, εξετάζοντας την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστανται καταστάσεις ένοπλων δραστηριοτήτων ώστε να υπάρχει πραγματικός κίνδυνος  σωματικής βλάβης.

 

Ενόψει των ανωτέρω, δεν διαπιστώνω περιθώρια παρέμβασης του Δικαστηρίου αφού είναι η κατάληξη μου ότι ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην έρευνα, αιτιολογία και κατάληξή των Καθ' ων η αίτηση.

 

Απομένει λοιπόν μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι στην περιοχή Azad Jammu and Kashmir του Πακιστάν, σε επικαιροποιημένη βάση και έχοντας προχωρήσει σε σχετική έρευνα, προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Οι αναλύσεις του Ινστιτούτου Ειρήνης του Πακιστάν (PIPS) δείχνουν ότι στα δύο χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν (Αύγουστος 2021 – Ιούλιος 2023), οι «τρομοκρατικές» επιθέσεις στο Πακιστάν αυξήθηκαν κατά 64 %, ενώ οι θάνατοι που προκλήθηκαν από αυτές αυξήθηκαν κατά 73 %. Οι επαρχίες Χάιμπερ Παχτούνχβα και Βαλουχιστάν επλήγησαν περισσότερο. Τρία μεγάλα ερευνητικά κέντρα με έδρα το Ισλαμαμπάντ – PIPS, PICSS και CRSS – κατέγραψαν περαιτέρω επιδείνωση της ασφάλειας το 2023, με αύξηση της βίας και των θυμάτων σε σχέση με το 2022, κυρίως στις ίδιες δύο επαρχίες[13].

 

Οι εκθέσεις και αναλύσεις που δημοσιεύθηκαν το 2025 καταδεικνύουν ότι η ασφάλεια στο Πακιστάν επιδεινώθηκε δραματικά το 2024 και στις αρχές του 2025, με σημαντική αύξηση τρομοκρατικών επιθέσεων, θυμάτων και γενικότερης βίας. Αναλυτικότερα:

 

  • Το Centre for Research & Security Studies επισημαίνει ότι το 2024 ήταν το πιο θανατηφόρο έτος της τελευταίας δεκαετίας για τις πακιστανικές πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις ασφαλείας, με 685 νεκρούς και 444 επιθέσεις.

 

  • Το Pak Institute for Conflict and Security Studies αναφέρει σαφή αύξηση της συνολικής βίας το 2024 συγκριτικά με το 2023, ενώ καταγράφει 521 τρομοκρατικές επιθέσεις το 2024, αυξημένες κατά 70% από το προηγούμενο έτος.

 

  • Τον Ιανουάριο 2025, το Financial Times σημειώνει ότι περισσότεροι από 2.500 άνθρωποι –πολίτες, δυνάμεις ασφαλείας και μαχητές– σκοτώθηκαν σε επιθέσεις μέσα στο 2024, που συνιστούν αύξηση 66% από το 2023.
  • Το Institute for Economics and Peace τονίζει ότι η άνοδος των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της τρομοκρατίας στο Πακιστάν, με εντατικοποίηση των επιθέσεων από ομάδες που δρουν από το Αφγανιστάν. Οι περιοχές Μπαλουχιστάν και Κιμπέρ Παχτούνκβα παραμένουν οι περισσότερο πληγείσες.

 

  • Τον Μάρτιο 2025, το PIPS καταγράφει αύξηση 73% των θανάτων που σχετίζονται με την τρομοκρατία μόνο τον Φεβρουάριο 2025, με το 62% των θυμάτων στο Μπαλουχιστάν.

 

  • Μέσα ενημέρωσης, όπως Al Jazeera, Economist Intelligence Unit, RFE/RL, AFP και AP, επιβεβαιώνουν την ανοδική τάση της βίας τα τελευταία χρόνια, συνδέοντάς τη με την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία στο Αφγανιστάν, την ενίσχυση των επιθέσεων από το TTP (Tehrik-i-Taliban Pakistan), την αύξηση των ενεργειών των Βαλούχων αυτονομιστών και τη συγκέντρωση της βίας κυρίως στις συνοριακές περιοχές.

 

  • Το PICSS τον Απρίλιο 2025 αναφέρει ότι ο Μάρτιος 2025 ήταν ο πιο θανατηφόρος μήνας της τελευταίας δεκαετίας, με 105 επιθέσεις, τον υψηλότερο αριθμό από το 2014[14].

 

Για σκοπούς πληρότητας της έρευνας θα παραθέσω και αριθμητικά δεδομένα αναφορικά με τα πρόσφατα περιστατικά ασφαλείας. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), κατά το τελευταίο έτος περίπου, στην περιοχή Azad Jammu and Kashmir, καταγράφηκαν 27 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 47 θανάτους [15]. O συνολικός πληθυσμός της περιοχής Azad Jammu and Kashmir με βάση την τελευταία απογραφή (2017) ανέρχεται σε 4.045.366 κατοίκους [16].

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία του φακέλου, τις δηλώσεις του Aιτητή και τα πρόσφατα δεδομένα για την κατάσταση ασφάλειας στο Πακιστάν, προκύπτει ότι η περιοχή συνήθους διαμονής του, ήτοι η Azad Jammu and Kashmir, δεν βρίσκεται σε κατάσταση γενικευμένης και αδιάκριτης βίας τέτοιας έντασης που να καθιστά κάθε άμαχο πρόσωπο εκτεθειμένο σε πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Τα περιστατικά βίας που καταγράφονται στην περιοχή είναι περιορισμένα σε αριθμό και αναλογία προς τον συνολικό πληθυσμό, ενώ η ένταση της αστάθειας συγκεντρώνεται κυρίως σε άλλες επαρχίες του Πακιστάν, όπως η Khyber Pakhtunkhwa και το Balochistan. Παράλληλα, από τις δηλώσεις του Αιτητή δεν τεκμηριώνεται ατομική στοχοποίησή του από κρατικούς ή μη κρατικούς δρώντες· αντίθετα, οι ισχυρισμοί του εμφανίζουν σημαντικές αντιφάσεις και ο ίδιος αναγνωρίζει ότι αναχώρησε για λόγους οικονομικού περιεχόμενου. Επιπλέον, ο Αιτητής διαθέτει ασφαλές και προσβάσιμο δίκτυο υποστήριξης στην Lahore, όπου διαμένουν τα αδέλφια του και όπου ο ίδιος έχει ήδη ζήσει, χωρίς να επικαλεστεί φόβο ή κίνδυνο. Υπό τα ανωτέρω, δεν καθίσταται εμφανές ότι ο Αιτητής διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του και συνεπώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Τουναντίον, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενα του, ο Αιτητής, ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα του αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον για τον ίδιο μετά το θάνατο των γονέων του, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και  στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και  τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι:

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[17].

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το πιο πρόσφατο διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 30.05.2025 (Κ.Δ.Π. 145/2025), δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα καταγωγής, χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1]  Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019: «Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[4] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007.

[5] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[6] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007.

[7] Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

[8] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[9] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 31.10.2025)

[10] Immigration and Refugee Board of Canada (ΙRB), Pakistan: The Jammu Kashmir Liberation Front (JKLF), including its objectives, leaders, and affiliations; treatment by authorities and society; situation near the Line of Control (2012 - July 2016), 12/07/2016, https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=456603&wbdisable=true και Immigration and Refugee Board of Canada (ΙRB), Activities of the Jammu Kashmir Liberation Front (JKLF); whether the JKLF practices forced recruitment, and if so, whether this is done in collaboration with the Sipah-e-Sahaba Pakistan (SSP) [PAK41794.E], 07/08/2003, https://www.ecoi.net/en/document/1179858.html και Dawn, Pakistan denounces fresh round of curbs on political parties of India-occupied Kashmir: FO, 19/03/2024, https://www.dawn.com/news/1822532 και Ministry of Foreign Affairs – Government of Pakistan, Pakistan Denounces Fresh Round of Curbs on Kashmiri Political Parties, 19/03/2024, https://mofa.gov.pk/press-releases/pakistan-denounces-fresh-round-of-curbs-on-kashmiri-political-parties (assessed on 19/11/2025)

 

[11] Βλ. ενδεικτικώςΥπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγωνημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320

[12] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.

[13] European Union Agency for Asylum (E.U.A.A.), “Pakistan – Country Focus”, December 2024, p. 46, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_12_EUAA_COI_Report_Pakistan_Country_Focus.pdf (assessed on 21/11/2025)

[14] European Union Agency for Asylum (E.U.A.A.), Author: Refugee Documentation Centre of Ireland, “Pakistan: Security”, 10/04/2025, https://coi.euaa.europa.eu/administration/ireland/PLib/2025_04_Pakistan_Security.pdf (assessed on 21/11/2025)

[15] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Pakistan, Events / Fatalities, Political Violence (violence against civilians, explosions/remote violence, riots, battles, protests), Past Year (last update 14/11/2025), https://acleddata.com/platform/explorer (assessed on 21/11/2025)

[16] City Population, Pakistan: Azad Jammu and Kashmir, https://www.citypopulation.de/en/pakistan/cities/azadkashmir/ (assessed on 21/11/2025)

[17]  Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο