ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 950/2022
7 Νοεμβρίου 2025
[Χ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
K. E. F.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η Αίτηση
……………………………………………..
Μιχάλης Κοντογιώργης, Δικηγόρος για τον Αιτητή
Μαρίνα Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Χ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, ημερομηνίας 29/01/2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος του Καμερούν και αφού αφίχθη παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 21/9/2018.
Στις 24/03/2021 και στις 12/04/2021 πραγματοποιήθηκαν προφορικές συνεντεύξεις του αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum - E.U.A.A.), στο εφεξής «λειτουργός». Στις 18/01/2022, ο λειτουργός ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή. Στις 29/01/2022, αρμόδιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για την αίτηση του αιτητή και αποφάσισε την απόρριψή της και την επιστροφή του αιτητή στη χώρα καταγωγής του. Η Υπηρεσία Ασύλου στις 04/02/2022 εξέδωσε επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή στις 08/02/2022. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο αιτητής στην αίτηση ακυρώσεως που καταχώρισε αρχικά αυτοπροσώπως δεν εξειδικεύει οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης. Αναφέρει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του, διότι υπάρχει ένταλμα σύλληψης εναντίον του και μόλις φτάσει στο αεροδρόμιο θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί. Σε μεταγενέστερο στάδιο ο αιτητής διόρισε νομικό εκπρόσωπο και στις 02/02/2023 εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης της προσφυγής και στις 08/03/2023 καταχωρήθηκε η τροποποιημένη προσφυγή.
Μέσω της Γραπτής Αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του προώθησε ως λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης την έλλειψη αιτιολογίας, την ύπαρξη πραγματικής και νομικής πλάνης του αποφασίζοντος οργάνου και την έλλειψη δέουσας έρευνας, σημειώνοντας ότι σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να του χορηγηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας, προκειμένου να του χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης σημειώνοντας πως αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του νόμου, ότι είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ότι καμία πλάνη δεν εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Ζητά την απόρριψη όλων των ισχυρισμών ως αόριστων, εισηγούμενη παράλληλα ότι ο αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών του που θεμελιώνουν το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, το οποίο δεν κατάφερε ο αιτητής να αποσείσει στην προκειμένη περίπτωση, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, έτσι ώστε να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Ως εκ τούτου, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο.
Στην Απαντητική Γραπτή του Αγόρευση, ο συνήγορος του αιτητή επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της προσφυγής και της Γραπτής του Αγόρευσης. Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων ημερομηνίας 10/04/2025 και οι δύο πλευρές υιοθέτησαν το περιεχόμενο των Γραπτών τους Αγορεύσεων και επέμεναν στις θέσεις τους ως αυτές διαφαίνονται στις αγορεύσεις τους.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Ο αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω πολιτικής δίωξης (ερυθρό 1, του διοικητικού φακέλου). Κατά τη διάρκεια των προφορικών του συνεντεύξεων, ο αιτητής δήλωσε υπήκοος Καμερούν, φυλετικής καταγωγής Mbo, με τόπο συνήθους διαμονής την περιοχή Mbalangi, της διοικητικής περιφέρειας Meme, του Νοτιοδυτικού Καμερούν. Δήλωσε ότι είναι Χριστιανός ως προς το θρήσκευμα. Η πατρική του οικογένεια αποτελείται από τους γονείς του που διαμένουν στο χωριό Mbalangi του Νοτιοδυτικού Καμερούν και οκτώ αδέρφια, όλοι τους διαμένοντες στο εξωτερικό. Ο ίδιος δήλωσε μη νυμφευμένος και χωρίς τέκνα, έχει ωστόσο υπό την προστασία του τα δύο ανήλικα τέκνα του αποθανόντος αδερφού του, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 28/12/2018 και τα οποία διαμένουν με τη μητέρα του αιτητή. Μητρική του γλώσσα είναι η αγγλική, ομιλεί την κινεζική γλώσσα, ενώ ανέφερε ότι έχει κάποιες γνώσεις γαλλικών.
Σχετικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο αιτητής δήλωσε κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών και ως προς την εργασιακή του εμπειρία, δήλωσε ότι εργαζόταν σε οικογενειακή επιχείρηση παράλληλα με τις σπουδές του. Αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του, δήλωσε ότι διαγνώστηκε με διαβήτη και υψηλή αρτηριακή πίεση, για τα οποία λαμβάνει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (ερυθρά 51 – 46, του διοικητικού φακέλου). Επιπλέον αναφέρθηκε στην επιβαρυμένη σωματική και ψυχολογική του κατάσταση, απόρροια των βασανιστηρίων που βίωσε στη χώρα καταγωγής του, η οποία περιλαμβάνει μώλωπες στο κεφάλι και στο σώμα, απώλεια τμήματος του αυτιού του, καθώς και ψυχικό τραύμα. Σε σχέση με το τελευταίο δήλωσε ότι του προκαλεί απώλεια μνήμης και υπνηλία, κατάσταση που επιδεινώνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας, ενώ ανέφερε ότι λάμβανε αγωγή, που όμως δεν ολοκλήρωσε λόγω του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του (ερυθρά 41-40 του διοικητικού φακέλου). Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του την 1η Ιανουαρίου του 2018 (ερυθρό 46 του διοικητικού φακέλου).
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, αναφέρθηκε στη στοχοποίηση, κράτηση, βασανισμό και την μετέπειτα αναζήτησή του από τις αρχές, προς εκτέλεση εντάλματος σύλληψης, λόγω συμμετοχής του στο πολιτικό κίνημα SCNC και την εν γένει πολιτική του δράση. Ειδικότερα, δήλωσε ότι τον Αύγουστο του 2014 εντάχθηκε στο κίνημα SCNC, εκτελώντας χρέη γραμματέα. Ένα μήνα αργότερα, εγκατέλειψε το Καμερούν με προορισμό την Κίνα για εκπαιδευτικούς λόγους, όπου παρέμεινε μέχρι τον Ιούλιο του 2015, συμμετέχοντας στην ομάδα Southern Cameroonian China Union (SCCU). Η επιστροφή του στο Καμερούν τον βρήκε αντιπρόεδρο νεολαίας του κινήματος SCNC και πρόεδρο νεολαίας της τοπικής μονάδας στο Mbalangi.
Στα πλαίσια της πολιτικής του δράσης, ο αιτητής συνελήφθη δύο φορές, την πρώτη τον Αύγουστο του 2016, όταν κατά την προετοιμασία δράσεων για την 1η Οκτωβρίου – ημέρα ανεξαρτησίας – συνελήφθη με άλλα μέλη στη Buea και τη δεύτερη στις 22 Σεπτεμβρίου του 2017, λόγω της συμμετοχής του σε διαμαρτυρία στο Mbalangi, όπου κρατήθηκε και βασανίστηκε από τις αρχές. Περί τον Νοέμβριο του 2017, μετά τη σύλληψη του γραμματέα του κινήματος Mba Felix, τον βασανισμό του και την ομολογία του τελευταίου περί συμμετοχής του αιτητή στις διαμαρτυρίες που έλαβαν χώρα στη Muea, εκδόθηκαν αλλεπάλληλα εντάλματα σύλληψης εις βάρος του, κατηγορώντας τον μεταξύ άλλων για συνεργασία με τους Ambazonians. Έκτοτε και μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 2018 που εγκατέλειψε τη χώρα του, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι παρέμεινε κρυμμένος στην περιοχή Munyenge, στην οικογενειακή κατοικία του δικηγόρου του πατέρα του. Επιπλέον, ανέφερε ότι στις 05/02/2018, οι αρχές τον αναζήτησαν στην πατρική του οικία και λόγω της απουσίας του προέβησαν σε σύλληψη του πατέρα και του αδερφού του, ενώ ακολούθησε η καταστροφή της οικίας του στις 05/05/2018 και η δολοφονία του αδερφού του. Δήλωσε ότι η τελευταία επικοινωνία που είχε με τον πατέρα του ήταν τον Ιανουάριο του 2020, όπου τον ενημέρωσε ότι ο στρατός εξακολουθεί να τον αναζητεί (ερυθρά 62, 45 – 44, του διοικητικού φακέλου).
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που τέθηκαν στον αιτητή αναφορικά με τη συμμετοχή και δράση του τόσο στο κίνημα SCNC, όσο και στο SCCU, δήλωσε κατ’ αρχάς ότι η ένταξή του υπήρξε αποτέλεσμα της διαφθοράς και διακριτικής μεταχείρισης που υφίστατο στη χώρα καταγωγής του, με τον ίδιο να το βιώνει προσωπικά το 2011, όταν του ζητήθηκε να δωροδοκήσει για να προσληφθεί στο δημόσιο. Έκτοτε, η δυσφορία, η αγανάκτηση και η ανάγκη για δικαιοσύνη, τον οδήγησαν σε μια πνευματική αναζήτηση, φέρνοντας τον ενώπιον του κινήματος, το οποίο εκείνη την περίοδο αποτελούσε ένα ειρηνικό κίνημα που πρέσβευε κοινά ιδανικά με τον ίδιο και μάχονταν ενάντια σε καταχρηστικές πρακτικές της κυβέρνησης. Παράλληλα, γνώρισε τον πρόεδρο της τοπικής μονάδας του κινήματος στη περιοχή Meme, Ntum Simon, ο οποίος τον ενημέρωσε για το κίνημα, προτρέποντάς τον να ενταχθεί.
Ως εκ τούτου, τον Αύγουστο του 2014 ξεκίνησε να παρευρίσκεται στις μηνιαίες συναθροίσεις των μελών στη Kumba, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του γραμματέα και κρατώντας τα πρακτικά των συναντήσεων. Σχετικά με το ρόλο του, δήλωσε ότι αρχικά ως απλό μέλος ενημέρωνε τη νεολαία, μαχόταν για δικαιοσύνη και για την ανεξαρτησία του Νότιου Καμερούν, ενώ ως πρόεδρος της νεολαίας παρέδιδε σεμινάρια σε νέους στο Mbalangi, αλλά και στη Boya. Ερωτηθείς εκ νέου για το ρόλο και τις αρμοδιότητές του, δήλωσε πως προσπαθούσε να ευαισθητοποιήσει τη νεολαία μέσω των σεμιναρίων (ερυθρά 43-42, 47 και 66, του διοικητικού φακέλου).
Όσον αφορά τη συμμετοχή του στο SCCU, ο αιτητής δήλωσε ότι ήρθε σε επαφή με το κίνημα μέσω ομοεθνών του που γνώρισε κατά τη διαμονή του στη Κίνα, ότι είχαν τα ίδια ιδανικά με το SCNC και ότι πραγματοποιούσαν εβδομαδιαίες διαδικτυακές συναντήσεις με τα υπόλοιπα μέλη. Ως προς τις δράσεις τους δήλωσε ότι σκοπός τους ήταν να ευαισθητοποιήσουν τη νεολαία σχετικά με το Νότιο Καμερούν, ενώ αναφέρθηκε και στον πρόεδρο του κινήματος, ονόματι Muma (ερυθρά 66 και 42, του διοικητικού φακέλου).
Κληθείς να αναφέρει λεπτομέρειες για τη σύλληψή του το 2016, ο αιτητής δήλωσε ότι έγινε κατά τη διάρκεια συνάντησης των μελών του SCNC στη Muea με αντικείμενο την προετοιμασία δράσεων για την ημέρα της ανεξαρτησίας. Ακολούθησε η μεταφορά τους στο τμήμα και η κράτησή τους στη φυλακή για διάστημα περίπου δύο εβδομάδων (ερυθρά 42 – 41, του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με τη δεύτερη σύλληψή του, δήλωσε ότι ενώ βρισκόταν στην οικία του, κάποια πρόσωπα αφού τον χτύπησαν κατηγορώντας τον ότι είναι αποσχιστής, τον μετέφεραν δια της βίας στο αστυνομικό τμήμα, όπου κρατήθηκε για δύο εβδομάδες.
Κατά τη διάρκεια της κράτησής του ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι υπέστη βασανιστήρια, μεταξύ των οποίων η καύση του με πυρακτωμένο σίδερο, από τα οποία αποκόμισε πληθώρα τραυματισμών, ουλές, απώλεια τμήματος του αυτιού του και ψυχικό τραύμα, με αποτέλεσμα τη δεκαήμερη νοσηλεία του σε νοσοκομείο (ερυθρά 41-39, 66-64 του διοικητικού φακέλου). Σχετικά με την απελευθέρωσή του, δήλωσε ότι έγινε με τη βοήθεια του δικηγόρου του πατέρα του, ενώ ο ίδιος υπέγραψε δήλωση περί αποχής του από διαδηλώσεις, μέχρι να κληθεί από το αρμόδιο δικαστήριο (ερυθρά 64-63 του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείς εκ νέου για την απελευθέρωσή του, δεδομένης της βαρύτητας των πράξεων για τις οποίες κατηγορήθηκε, ο αιτητής ανέφερε ότι εκείνη τη χρονική στιγμή δεν είχαν απαγγελθεί κατηγορίες εις βάρος του, ελλείψει στοιχείων και ότι είχε συλληφθεί μόνο για τη συμμετοχή του στη διαμαρτυρία (ερυθρό 62 του διοικητικού φακέλου).
Περαιτέρω, σε σχέση με τα εντάλματα σύλληψης που εκκρεμούν εναντίον του, δήλωσε ότι ο ίδιος ενημερώθηκε για την ύπαρξή τους μέσω του δικηγόρου του, τον Νοέμβριο του 2017 και ότι εκδόθηκαν μετά την ομολογία του γραμματέα του κινήματος Mba Felix, ο οποίος βασανίστηκε μέχρι θανάτου από τις αρχές. Οι κατηγορίες που του απευθύνθηκαν αφορούσαν την ιδιότητά του ως αποσχιστή, τη φθορά δημόσιας περιουσίας, τη διατάραξη της ειρήνης, την πρόκληση εξεγέρσεων, για κηρύγματα εναντίον του πολιτικού κόμματος CPDM, ότι είναι επικίνδυνος για την κοινωνία και ότι συγκαλεί μυστικές συναντήσεις. Περαιτέρω, πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση τον κατηγορεί για χρηματοδότηση των Ambazonians, επισημαίνοντας ωστόσο ότι δεν έχει κάποια σχέση μαζί τους. Μετά την πληροφόρηση που είχε, μετέβη στη περιοχή Munyenge, όπου παρέμεινε κρυμμένος μέχρι τον Ιανουάριο του 2018 όπου και εγκατέλειψε τη χώρα του (ερυθρό 39 του διοικητικού φακέλου).
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του τέθηκαν αναφορικά με τα εντάλματα, ο αιτητής δήλωσε ότι εξακολουθούν να εκδίδονται νέα εντάλματα εις βάρος του και θα εξακολουθούν μέχρι να εντοπιστεί (ερυθρό 62, του διοικητικού φακέλου). Όλα αφορούν τα ίδια αδικήματα που στρέφονται γύρω από την πολιτική του δράση, αδικήματα που τιμωρούνται με ισόβια κάθειρξη ή θανατική ποινή. Ειδικότερα για το χωρίς ημερομηνία ένταλμα σύλληψης (ερυθρό 22, του διοικητικού φακέλου), δήλωσε ότι οι φωτογραφίες που φέρει δόθηκαν από τον γραμματέα του κινήματος κατά την κράτηση του τελευταίου, φωτογραφίες που είχε στη κατοχή του από την εγγραφή των μελών (ερυθρό 62 του διοικητικού φακέλου). Ως προς το χρόνο έκδοσης του εντάλματος σύλληψης ημερομηνίας 05/02/2018 (ερυθρό 24 του διοικητικού φακέλου), παρά το γεγονός ότι υπήρχαν στοιχεία εις βάρος του από τον Νοέμβριο του 2017, δήλωσε ότι το πρώτο ένταλμα είναι αυτό που δεν φέρει ημερομηνία και εκδόθηκε τον ίδιο μήνα (ερυθρό 61 του διοικητικού φακέλου).
Περαιτέρω, δήλωσε ότι τα προσκομισθέντα εντάλματα τα έλαβε μέσω του δικηγόρου του, ενώ όταν ρωτήθηκε σχετικά με τα ορθογραφικά και γραμματικά λάθη που εντοπίζονται στα έγγραφα, σημείωσε ότι ο ίδιος δεν ομιλεί τη γαλλική γλώσσα και συνεπώς δεν μπορεί να το διασταυρώσει, επικαλούμενος παράλληλα το χαμηλό εκπαιδευτικό υπόβαθρο των δημοσιών υπαλλήλων, αλλά και του πληθυσμού εν γένει, αποδίδοντάς το στην παράλληλη χρήση τόσο της αγγλικής, όσο και της γαλλικής γλώσσας (ερυθρό 60 του διοικητικού φακέλου).
Όταν του ζητήθηκε να αναφερθεί στη μετέπειτα αναζήτησή του από τις αρχές, ο αιτητής δήλωσε ότι η πρώτη φορά ήταν τον Νοέμβριο του 2017, όπου οι αρχές κατάσχεσαν τα τηλέφωνα του πατέρα και του αδερφού του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Ακολούθησε η σύλληψη των παραπάνω, τον Ιανουάριο του 2018, χωρίς εντούτοις να γνωρίζει πληροφορίες σχετικά με την κράτησή τους. Ερωτηθείς εκ νέου για τη σύλληψη των οικείων του, δήλωσε ότι μεταφέρθηκαν αρχικά στο αστυνομικό τμήμα της Kumba και από εκεί στο ειδικό σώμα “gendarmerie, compagnie de la brigade de Kumba”, όπου και ανακρίθηκαν για να δώσουν πληροφορίες για τον αιτητή.
Έπειτα αφέθηκαν ελεύθεροι. Κληθείς να αναφέρει εάν ασκήθηκε δίωξη εις βάρος των παραπάνω, απάντησε ότι μετά τον ερχομό του στη Δημοκρατία, δεν είχε επικοινωνία με τους γονείς του. Αργότερα, πληροφορήθηκε από τρίτο πρόσωπο, ότι ο αδερφός του δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια επίθεσης του στρατού στο χωριό τους στις 28/12/2018 και ότι ο πατέρας του υπέστη εγκεφαλικό (ερυθρό 63 του διοικητικού φακέλου). Τέλος, σχετικά με τον εμπρησμό της οικίας του, ο αιτητής δήλωσε ότι στις 05/05/2018 ο στρατός μετέβη στο χωριό τους, βάζοντας πυρκαγιά σε όλες τις οικίες (ερυθρό 63 του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείς αν κατά την έξοδο του από τη χώρα επέδειξε νομιμοποιητικά έγγραφα, απάντησε καταφατικά, δηλώνοντας ότι χρησιμοποίησε την ταυτότητά του (ερυθρό 61 του διοικητικού φακέλου). Σχετικά με τον μελλοντικό του φόβο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ο αιτητής δήλωσε ότι είτε θα φυλακιστεί, είτε θα τον δολοφονήσουν, επικαλούμενος παρεμφερείς περιπτώσεις που είτε καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη, είτε αγνοούνται (ερυθρό 43 του διοικητικού φακέλου).
Ο αιτητής προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου τα πιο κάτω έγγραφα:
1) Αντίγραφο δήλωσης αποχής από πολιτικές δραστηριότητες (ερυθρό 23 του διοικητικού φακέλου).
2) Αντίγραφο υπεύθυνης δήλωσης του Nkafu Evaristus, δικηγόρου του αιτητή (ερυθρό 27-26 του διοικητικού φακέλου)
3) Αντίγραφο ιατρικής βεβαίωσης για τη θεραπεία που έλαβε μεταξύ 19/11/2017 και 28/11/2017 (ερυθρό 28 του διοικητικού φακέλου)
4) Αντίγραφα ειδησεογραφικών μέσων (ερυθρά 31-29 του διοικητικού φακέλου)
5) Αντίγραφο της υπ’ αριθμό 112604 κάρτας μέλους του SCNC με ημερομηνία έκδοσης την 20η Αυγούστου του 2015 (ερυθρά 33-32 του διοικητικού φακέλου)
6) Τρία αντίγραφα ενταλμάτων (ερυθρά 25-24 και 22 του διοικητικού φακέλου)
7) Φωτογραφικό υλικό (ερυθρά 58 – 55, του διοικητικού φακέλου) το οποίο ως ισχυρίστηκε στη συνέντευξή του σχετίζεται με τον θάνατο του αδερφού του στις 28/12/2018, καθώς και με ομιλίες του ιδίου για το Νότιο Καμερούν κατά την παραμονή του στην Κίνα (ερυθρά 67-66 του διοικητικού φακέλου).
Ο λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο αιτητής κατά τις συνεντεύξεις του, διέκρινε στην Έκθεση - Εισήγησή του τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς που αφορούν 1) ταυτότητα και χώρα καταγωγής του αιτητή, 2) την ενεργή συμμετοχή του στο SCNC από το 2014, 3) τη σύλληψη και κράτησή του στις 22/09/2017 και τη κακομεταχείριση που υπέστη και 4) την αναζήτησή του από τις αρχές βάσει ενταλμάτων σύλληψης που εκκρεμούν εναντίον του. Ο πρώτος και ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός έγιναν αποδεκτοί, ενώ οι άλλοι δύο απορρίφθηκαν.
Αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό ο λειτουργός έκρινε ότι πληρείται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών και έγινε αποδεκτό ότι ο αιτητής είναι υπήκοος του Καμερούν, με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής την περιοχή Mbalangi της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν.
Σχετικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ότι ο αιτητής υπήρξε ενεργό μέλος του Southern Cameroon National Council (SCNC) από το έτος 2014, ο λειτουργός κατέγραψε ότι οι δηλώσεις του αιτητή υπήρξαν ελλιπείς και ασαφείς και δεν κατέδειξε επαρκή γνώση της δομής, των δράσεων και της λειτουργίας του SCNC, ούτε προσκόμισε συγκεκριμένα και πειστικά στοιχεία ως προς την προσωπική του εμπλοκή.
Συγκεκριμένα, εξετάζοντας την εσωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ουσιώδη ισχυρισμού, ο λειτουργός κατέγραψε ότι ο αιτητής δεν προέβη σε περαιτέρω επεξηγήσεις αναφορικά με τον αντικειμενικό σκοπό, την αποστολή ή το όραμα της οργάνωσης SCNC, ούτε εξειδίκευσε τις δραστηριότητές της προς επίτευξη των στόχων αυτών. Περαιτέρω, ως κατέγραψε ο λειτουργός, ο αιτητής ανέφερε ότι, κατά τον χρόνο της ένταξής του, το SCNC δεν προέβαινε σε πράξεις βίας και ότι η δράση του περιοριζόταν σε νομικές ενέργειες, «ενάγοντας την κυβέρνηση στα δικαστήρια» χωρίς ωστόσο να παρέχει συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τις εν λόγω δικαστικές ενέργειες, όπως την ταυτότητα των διαδίκων, το αντικείμενο των υποθέσεων ή τα δικαστήρια ενώπιον των οποίων αυτές εκδικάσθηκαν. Επιπλέον, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι κατά το χρόνο ένταξής του στο SCNC πρόεδρος της οργάνωσης ήταν ο Dr Nfor Ngala, χωρίς ωστόσο να επιδεικνύει γνώση της οργανωτικής δομής της οργάνωσης, ούτε ήταν σε θέση να κατονομάσει άλλα μέλη ή στελέχη. Επίσης, ως επεσήμανε ο λειτουργός, ενώ ο αιτητής δήλωσε ότι εντάχθηκε στον κλάδο Meme Branch του SCNC τον Αύγουστο του 2014, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τον αντικειμενικό σκοπό ή τις δραστηριότητες του εν λόγω κλάδου, ούτε ανέπτυξε με επάρκεια τη δική του συμβολή, πέραν της γενικής αναφοράς ότι εκτελούσε καθήκοντα γραμματέα και τηρούσε πρακτικά συνεδριάσεων.
Ομοίως, ενώ ο αιτητής δήλωσε ότι συμμετείχε στις μηνιαίες συνεδριάσεις του Meme Branch του SCNC δεν ήταν σε θέση να κατονομάσει άλλα μέλη του κλάδου, πέραν του προέδρου του, Mr. Ntum Simon. Επιπλέον, ως κατέγραψε ο λειτουργός, ο αιτητής ανέφερε ότι κατά τις συνεδριάσεις του Meme Branch συγκεντρώνονταν χρήματα και προετοίμαζαν φυλλάδια και ότι ο ίδιος κατέβαλλε οικονομική συνεισφορά ύψους 1000 φράγκων ανά μήνα, η οποία, ως ισχυρίστηκε, χρησιμοποιούνταν για εκτύπωση φυλλαδίων ή για την υποβολή αγωγών κατά της κυβέρνησης, χωρίς ωστόσο να δίνει πληροφορίες για το περιεχόμενο των φυλλαδίων, τον τρόπο και τον τόπο διανομής τους, ούτε για τις δικαστικές υποθέσεις κατά της κυβέρνησης. Ο λειτουργός επεσήμανε επίσης ότι ο αιτητής δεν ανέφερε την τοποθεσία της κεντρικής έδρας του SCNC, ούτε προσδιόρισε άλλους κλάδους πέραν του Meme Branch.
Ως προς την ένταξή του στο Southern Cameroon China Union (SCCU) τον Δεκέμβριο του 2014 όταν μετέβη στην Κίνα για εκπαιδευτικούς λόγους, ο αιτητής ανέφερε ότι στην Κίνα χρησιμοποιούσαν το «WeChat» αντί του Facebook και ότι η ομάδα τους ονομαζόταν CamChina. Κατά τον αιτητή, η ομάδα πραγματοποιούσε διαδικτυακές συναντήσεις κάθε Κυριακή και είχε τους ίδιους στόχους με το SCNC. Ο αιτητής υποστήριξε ότι πραγματοποίησε ομιλίες σχετικά με το Southern Cameroon, μεταξύ των οποίων και μία στο τέλος του έτους κατά τη συνάντηση του SCCU. Ωστόσο, ως σημείωσε ο λειτουργός, ο αιτητής δεν προσδιόρισε τα μέλη του εν λόγω κλάδου, τους τόπους όπου λάμβαναν χώρα οι συναντήσεις, τον αριθμό ή την ταυτότητα των συμμετεχόντων.
Ο αιτητής ανέφερε ότι, επιστρέφοντας στο Καμερούν τον Ιούλιο του 2015, έλαβε κάρτα μέλους και εξελέγη πρόεδρος νεολαίας του SCNC στις περιοχές Mbalangi, Meme και Fako, καθώς και αντιπρόεδρος νεολαίας του SCNC. Ως πρόεδρος της νεολαίας, όπως ισχυρίστηκε, ανέλαβε την οργάνωση σεμιναρίων και ομιλιών για νέους στο Mbalangi και την Buea, χωρίς ωστόσο ως επεσήμανε ο λειτουργός να παρέχει συγκεκριμένες πληροφορίες ως προς το περιεχόμενο, τους συμμετέχοντες και τον τόπο διεξαγωγής των δραστηριοτήτων αυτών.
Αναφορικά με το περιστατικό που περιέγραψε ο αιτητής, κατά το οποίο συνελήφθη τον Αύγουστο του 2016, ενώ προετοίμαζε τις εκδηλώσεις για την 1η Οκτωβρίου (ημέρα ανεξαρτησίας του Καμερούν) ακολούθως κρατήθηκε στο αστυνομικό τμήμα Muea, και εν συνεχεία μεταφέρθηκε στην Buea, όπου κατόπιν ανάκρισης και έπειτα από δύο εβδομάδες, με τη συνδρομή του δικηγόρου του πατέρα του αφέθηκε ελεύθερος, ο λειτουργός υποστήριξε ότι ο αιτητής ήταν σε θέση να περιγράψει με επαρκή λεπτομέρεια τις συνθήκες κράτησής του.
Ως προς την εκτίμηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, ο λειτουργός ανέτρεξε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με το SCNC, εντοπίζοντας την επίσημη ιστοσελίδα της οργάνωσης (ερυθρό 79 του διοικητικού φακέλου) καθώς και τη σελίδα της στο Facebook (ερυθρό 80 του διοικητικού φακέλου). Εντούτοις, ως κατέγραψε οι πιο πάνω σελίδες δεν περιλαμβάνουν κατάλογο των μελών, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επαλήθευση της ιδιότητας μέλους του αιτητή μέσω αυτών των πηγών. Επιβεβαιώθηκε από εξωτερικές πηγές ότι ο Mr. Nfor Ngala Nfor είναι ο πρόεδρος του SCNC, ενώ το όνομα του Mr. Ntum Simon, προέδρου του κλάδου Meme, ως επεσήμανε ο λειτουργός, δεν εντοπίστηκε σε καμία εξωτερική πηγή.
Ο αιτητής προσκόμισε αντίγραφο της κάρτας μέλους του SCNC, με αριθμό έκδοσης 112604 (ερυθρά 33-32 του διοικητικού φακέλου). Η κάρτα περιλαμβάνει το λογότυπο του SCNC, τον χάρτη της «Federal Republic of Southern Cameroon», τον σειριακό αριθμό και τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, την υπογραφή του εθνικού προέδρου, όρκο αγώνα για την ανεξαρτησία του Southern Cameroon, την υπογραφή του αιτητή και ημερομηνία έκδοσης 20/08/2015. Ως επεσήμανε ο λειτουργός, η φωτογραφία που φέρει η κάρτα φαίνεται να αντιστοιχεί με εκείνη που περιλαμβάνεται στο Alien Registration Certificate (ερυθρό 34 του διοικητικού φακέλου), στο ένταλμα σύλληψης που εκκρεμεί εις βάρος του (ερυθρό 22 του διοικητικού φακέλου) και στην εθνική του ταυτότητα (ερυθρό 21 του διοικητικού φακέλου).
Ο λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής έδωσε συνεκτική εξήγηση για το γεγονός ότι η φωτογραφία της κάρτας είναι η ίδια με εκείνη του εντάλματος σύλληψης. Ειδικότερα, ανέφερε ότι τον Νοέμβριο του 2017 ο γραμματέας του SCNC, Felix Mba, συνελήφθη και βασανίστηκε μέχρι θανάτου, και ότι, πριν τον θάνατό του, είχε παραδώσει φωτογραφίες μελών στις αρχές, από τις οποίες προήλθε και η φωτογραφία του αιτητή. Επεξηγήθηκε ότι ο γραμματέας λάμβανε δύο φωτογραφίες διαβατηρίου από κάθε μέλος, μία για την κάρτα μέλους και μία που τηρούσε στα αρχεία του. Περαιτέρω επισημάνθηκε ότι η κάρτα μέλους φέρει σφραγίδα, η οποία είναι ξεθωριασμένη, και από την οποία διακρίνονται μόνο οι λέξεις «Cameroons», «Argument» και «National Council», οι οποίες αντιστοιχούν ως προς τη θέση τους στο λογότυπο του SCNC, όπως αυτό εμφανίζεται στην ιστοσελίδα και στη σελίδα Facebook της οργάνωσης.
Ο αιτητής υπέβαλε επίσης φωτογραφίες όπου ως ισχυρίστηκε απεικονίζεται ο ίδιος να απευθύνει ομιλίες στο πλαίσιο δραστηριοτήτων του SCNC (ερυθρά 57 και 55, του διοικητικού φακέλου). Επιβεβαιώθηκε από τον λειτουργό ότι το πρόσωπο που απεικονίζεται είναι ο αιτητής, καθώς οι φωτογραφίες αντιστοιχούν με εκείνες της ταυτότητάς του και της κάρτας μέλους του. Ωστόσο, ως σημείωσε ο λειτουργός, δεν κατέστη δυνατός ο προσδιορισμός του τόπου, της ημερομηνίας λήψης ή των περιστάσεων κατά τις οποίες ελήφθησαν, ούτε το αντικείμενο των ομιλιών.
Κατά την εκτίμηση των καθ’ ων η αίτηση, οι δηλώσεις του αιτητή σχετικά με τη συμμετοχή του στο SCNC και τις συναφείς δραστηριότητές του, τόσο στο Καμερούν όσο και στην Κίνα, δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς και συγκεκριμένες και δεν κατέστη δυνατό να επαληθευτούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ως εκ τούτου δεν έγινε αποδεκτός ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός.
Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ότι ο αιτητής συνελήφθη στις 22/09/2017 και τέθηκε υπό κράτηση, όπου υπέστη κακομεταχείριση, ο λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής υπήρξε λεπτομερής και συγκεκριμένος στην αφήγησή του. Ειδικότερα, ο αιτητής εξήγησε ότι στις 22/09/2017 αποχώρησε από διαδήλωση στο Mbalangi και μετέβη στο chief palace στο Mbalinge, όπου, όπως ανέφερε, έκαψαν τη σημαία της κυβέρνησης και ύψωσαν τη σημαία του Νοτίου Καμερούν, την αποκαλούμενη σημαία των «Ambazonians». Περαιτέρω, ανέφερε ότι το όνομά του δόθηκε στον Divisional Officer Manje George και στον γραμματέα του αρχηγού, Ogong Lovette, ως εκείνου που ηγήθηκε των επεισοδίων. Περαιτέρω, ως κατέγραψε ο λειτουργός, ο αιτητής περιέγραψε με επαρκή λεπτομέρεια τις συνθήκες της σύλληψής του.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η αστυνομία μετέβη στην οικία του στη Muea, οι αστυνομικοί χτύπησαν την πόρτα, και όταν εκείνος την άνοιξε, τον γρονθοκόπησαν στο πρόσωπο, τον κλώτσησαν και τον χτύπησαν, του πέρασαν χειροπέδες, τον εξύβρισαν αποκαλώντας τον αποσχιστή, τον έσυραν έξω από την οικία, τον επιβίβασαν σε όχημα τύπου pick-up και τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα . Οι κατηγορίες για τις οποίες συνελήφθη, όπως ο ίδιος δήλωσε, αφορούσαν διατάραξη της δημόσιας ασφάλειας, εμπρησμό κυβερνητικών δομών και περιουσιών, διανομή φυλλαδίων του SCNC και προτροπή των νέων να μποϋκοτάρουν την εθνική εορτή. Ακολούθως, αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι υπέστη ξυλοδαρμό κατά την κράτησή του ο λειτουργός εκτίμησε ότι ο αιτητής ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς τα τραύματά του, αναφέροντας ότι έχασε τμήμα του αριστερού του αυτιού, έφερε τραύματα στα χέρια, ουλές στα πόδια, σημάδι από κάψιμο με σίδερο στο στήθος και ουλή επάνω από το αριστερό του φρύδι. Ο αιτητής εξήγησε ότι η βλάβη στο αυτί του προκλήθηκε από χτύπημα με ζώνη, ενώ το τραύμα στο αριστερό του χέρι προήλθε όταν αστυνομικός πάτησε πάνω του με την μπότα του, ενώ ο ίδιος βρισκόταν πεσμένος στο πάτωμα.
Αναφορικά με τις πληγές στα πόδια, ο αιτητής ανέφερε ότι προήλθαν από το σύρσιμό του στο τσιμεντένιο πάτωμα και από χτυπήματα με ζώνη. Ομοίως λεπτομερής υπήρξε ο αιτητής, ως κατέγραψε ο λειτουργός, για τις συνθήκες κράτησής του. Ανέφερε ότι στο κελί δεν υπήρχε τουαλέτα και οι κρατούμενοι αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν κουβά για τις ανάγκες τους, δεν υπήρχαν κρεβάτια, το κελί ήταν άδειο και οι κρατούμενοι κοιμούνταν στο πάτωμα, έχοντας ο καθένας το δικό του μικρό χώρο. Κατά τις τρεις πρώτες ημέρες ο αιτητής ανέφερε ότι κοιμόταν κοντά στον κουβά. Εξήγησε ότι υπήρχε ένας «πρόεδρος του κελιού», ο οποίος του ζήτησε χρήματα για να του εξασφαλίσει καλύτερη θέση μέσα στο κελί. Όπως περιέγραψε, όταν οι γονείς του τον επισκέφθηκαν την τρίτη ημέρα κράτησης και προσκόμισαν φαγητό στον «πρόεδρο», ο αιτητής του πρόσφερε μέρος αυτού και χρήματα, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ευνοϊκότερη μεταχείριση και να μετακινηθεί πιο κοντά σε εκείνον για να κοιμάται. Ως προς την αποφυλάκισή του, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι αποφυλακίστηκε με τη συνδρομή του δικηγόρου του πατέρα του, αφού υπέγραψε έγγραφα δέσμευσης/αναγνώρισης όρων. Μετά την αποφυλάκισή του, ο αιτητής περιέγραψε με συνοχή ότι νοσηλεύθηκε για δέκα μέρες λόγω των τραυμάτων και ουλών που έφερε στο αριστερό του φρύδι, στα χέρια, στα πόδια και στο στήθος, καθώς και της απώλειας τμήματος του αριστερού του αυτιού.
Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός, ανατρέχοντας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με τα γεγονότα της 22/09/2017, διαπίστωσε ότι οι αναφορές του αιτητή για μαζικές διαδηλώσεις και βίαια επεισόδια στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν αντιστοιχούν με πληροφορίες που έχουν δημοσιευθεί από διεθνή και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης (ερυθρά 86-82 του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, έρευνα του λειτουργού σχετικά με τη μεταχείριση κρατουμένων στο Καμερούν, επιβεβαιώνει τη δυσμενή και απάνθρωπη κατάσταση των φυλακών, με ελλιπείς υποδομές, ανθυγιεινές συνθήκες και ανεπαρκή σίτιση (ερυθρά 89-87 του διοικητικού φακέλου).
Παρά το γεγονός ότι, ως επεσήμανε ο λειτουργός, δεν κατέστη δυνατόν να διασταυρωθεί από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης η συγκεκριμένη σύλληψη του αιτητή ή η περίπτωσή του, δεδομένου ότι τα γεγονότα της 22/09/2017 αφορούσαν εκτεταμένες συλλήψεις σε μαζική κλίμακα στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, κρίθηκε ότι ο αιτητής παρείχε μια αρκούντως αναλυτική, συνεκτική και συγκεκριμένη περιγραφή των συνθηκών σύλληψης, κράτησης και κακομεταχείρισής του, περιλαμβανομένων των τραυμάτων που υπέστη αλλά και των επακόλουθων ιατρικών του αναγκών.
Προς υποστήριξη του ανωτέρω ισχυρισμού, ο αιτητής προσκόμισε ιατρικό πιστοποιητικό που φέρεται να αφορά τη νοσηλεία του μετά την αποφυλάκισή του (ερυθρό 28, του διοικητικού φακέλου). Το πιστοποιητικό, ως επεσήμανε ο λειτουργός δεν φέρει ημερομηνία έκδοσης, αναφέρει όμως ότι ο αιτητής νοσηλεύθηκε από τις 19/11/2017 έως τις 28/11/2017 στο Regional Hospital of Buea. Παρά τις ασάφειες και αντιφάσεις που εντόπισε ο λειτουργός στο υποβληθέν ιατρικό πιστοποιητικό, λαμβανομένων όλων των στοιχείων συνολικά, κρίθηκε ότι πληρείται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού και έγινε δεκτός στο σύνολό του.
Όσον αφορά τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό σχετικά με το ένταλμα σύλληψης που εκκρεμεί εναντίον του αιτητή και τη σχετική αναζήτησή του από τις αρχές, ο λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του αιτητή υπήρξαν ασαφείς. Ειδικότερα, σημείωσε ότι ο αιτητής δεν ήταν συγκεκριμένος για τον χρόνο έκδοσης του πρώτου εντάλματος, αναφέροντας ότι του δόθηκε από τον δικηγόρο του πατέρα του και ότι σε αυτό περιλαμβάνονται κι άλλα μέλη του SCNC της Muea. Ως επεσήμανε ο λειτουργός, ο αιτητής ανέφερε αόριστα ότι συνέχισαν να εκδίδουν εντάλματα εναντίον του και ότι ο κόσμος τον ενημέρωνε γι’ αυτά. Ερωτηθείς για το ένταλμα το οποίο δεν φέρει ημερομηνία έκδοσης και το οποίο φαίνεται να εκδόθηκε από “magistrate” (ερυθρό 22 του διοικητικού φακέλου), ο αιτητής δήλωσε ότι οι φωτογραφίες που φέρουν τα εντάλματα δόθηκαν από τον γραμματέα του κινήματος Mbah Felix, καθότι τα μέλη του κινήματος προσκομίζουν δύο φωτογραφίες κατά την υποβολή αίτησης για εγγραφή στο κίνημα, μία η οποία τοποθετείται στην κάρτα μέλους και μία η οποία φυλάγεται από τον γραμματέα. Ερωτηθείς περαιτέρω για το εν λόγω ένταλμα, ο αιτητής δήλωσε ότι ήταν κρατικό και τοποθετήθηκε σε όλα τα αστυνομικά τμήματα.
Σχετικά με το ένταλμα ημερομηνίας 05/02/2018 (ερυθρό 24 του διοικητικού φακέλου), ο λειτουργός σημείωσε ότι ο αιτητής απάντησε γενικά, αναφέροντας ότι επειδή δεν τον εντόπιζαν, συνέχιζαν να εκδίδουν εντάλματα σύλληψης εναντίον του. Ως προς το ένταλμα ημερομηνίας 10/05/2018 (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου), σε διευκρινιστικά ερωτήματα, ο αιτητής απάντησε ότι όλα αυτά τα εντάλματα εκδίδονται με την ίδια ιστορία, ότι ο ίδιος υποκινεί ταραχές, ότι διακηρύττει την απόσχιση από το κράτος του Καμερούν, ότι είναι υπαίτιος για τις λεηλασίες, παραπέμποντας στον ποινικό κώδικα του Καμερούν, βάσει του οποίου η ποινή του είναι ισόβια κάθειρξη ή θανατική ποινή. Ο λειτουργός σημείωσε ότι ο αιτητής ήταν συγκεκριμένος σχετικά με τις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν.
Κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, ο λειτουργός προχώρησε σε ανάλυση των ενταλμάτων που προσκόμισε ο αιτητής. Το πρώτο αφορά ένταλμα έρευνας («Avis de Recherche») που εκδόθηκε από την Αντιπροσωπεία Εθνικής Ασφάλειας του Καμερούν, υπογράφηκε από τον δικαστή Ebot Enow Gilbert, δεν φέρει ωστόσο ημερομηνία έκδοσης (ερυθρό 22 του διοικητικού φακέλου). Το ένταλμα αφορά πέντε άτομα, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, με τις κατηγορίες της διανομής προπαγανδιστικών και αποσχιστικών υλικών του απαγορευμένου κινήματος SCNC, της υποκίνησης ταραχών και πολιτικών αναταραχών κατά του κράτους και προτροπής για απόσχιση από τη Δημοκρατία του Καμερούν, της διοργάνωσης μυστικών προπαγανδιστικών συναντήσεων κατά της κυβέρνησης και του κόμματος CPDM και ενθάρρυνση των «Νότιων του Καμερούν» να μποϊκοτάρουν τις εορταστικές εκδηλώσεις της Ημέρας της Νεολαίας στις 11 Φεβρουαρίου και της Εθνικής Εορτής στις 20 Μαΐου. Τέλος καταγράφεται ως κατηγορία ο εμπρησμός, η λεηλασία και η καταστροφή δημόσιας και κρατικής περιουσίας. Ο λειτουργός εντόπισε λάθη στη γαλλική γλώσσα, όπως «travial» αντί για «travail» και «guard des saux» αντί για «Garde des Sceaux». Αυτά τα ορθογραφικά λάθη, ως επεσήμανε εγείρουν αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία του εγγράφου, κυρίως επειδή το ένταλμα είναι ένα επίσημο έγγραφο το οποίο συντάσσεται μία από τις επίσημες γλώσσες της χώρας, τη γαλλική.
Ως προς το δεύτερο ένταλμα σύλληψης (“Mandat d'Amener”) που προσκόμισε ο αιτητής, ως επεσήμανε ο λειτουργός, εκδόθηκε από το Πρωτοδικείο της Buea, υπογράφηκε από τον δικαστή Ebot Enow Gilbert και φέρει ημερομηνία έκδοσης 05/02/2018 (ερυθρό 24 του διοικητικού φακέλου). Εκδόθηκε κατά του αιτητή, ο οποίος καταζητείται για μια σειρά κατηγοριών, μεταξύ των οποίων η αποσχιστική δράση, διατάραξη της δημόσιας τάξης και διανομή φυλλαδίων του SCNC, και απευθύνεται σε όλους τους αστυνομικούς. Ο λειτουργός επεσήμανε λάθη όπως «patire» αντί για «patrie», «paquet» αντί για «parquet» και «republiq» αντί για «republique», τα οποία, ως κατέγραψε, δημιουργούν ερωτηματικά για τη γνησιότητα του εγγράφου, όπως και παραπάνω.
Σχετικά με το τρίτο ένταλμα, ο λειτουργός κατέγραψε ότι πρόκειται επίσης για ένταλμα σύλληψης (“Mandat d’Amener”) που εκδόθηκε από το Πρωτοδικείο της Buea, υπογράφηκε από τον δικαστή Ebot Enow Gilbert και φέρει ημερομηνία 18/05/2018 (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου). Ως κατηγορίες καταγράφονται η αποσχιστική δράση, η διατάραξη της δημόσιας τάξης, η καταστροφή δημόσιας περιουσίας και η διανομή φυλλαδίων του SCNC, και απευθύνεται σε όλους τους αστυνομικούς. Ο λειτουργός εντόπισε τα ίδια λάθη με το δεύτερο ένταλμα.
Καταληκτικά, ο λειτουργός έκρινε ότι οι περιγραφές και οι εξηγήσεις που έδωσε ο αιτητής σχετικά με τα εντάλματα που εκκρεμούν εναντίον του δεν ήταν τόσο συγκεκριμένες όσο απαιτείται, ενώ η εξωτερική αξιοπιστία τους δεν μπόρεσε να διαπιστωθεί λόγω της έλλειψης πληροφοριών ή των λαθών που περιέχουν τα έγγραφα αυτά. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται η εσωτερική και η εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού και ως εκ τούτου δεν έγινε αποδεκτός.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ο λειτουργός σημείωσε κατ’ αρχάς, ότι δεδομένης της αγγλόφωνης κρίσης που επικρατεί στο Νοτιοδυτικό τμήμα του Καμερούν, ο αιτητής βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο αδιάκριτης βίας, σύλληψης και κράτησης. Εν συνεχεία, παραθέτοντας πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του, από τις οποίες προέκυψε η έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στο Νοτιοδυτικό τμήμα και η συνεχής παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αυθαίρετες συλλήψεις και παραβιάσεις αποτελούν συνήθη πρακτική στο Νοτιοδυτικό τμήμα του Καμερούν και συνεπώς ο αιτητής δεν διατρέχει κάποιο προσωπικό κίνδυνο στοχοποίησης, δεδομένης και της απόρριψης του σχετικού του ισχυρισμού περί συμμετοχής του στο κίνημα SCNC. Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς σε συνδυασμό με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του αιτητή, έκρινε ότι δεν συντρέχει εύλογος βαθμός πιθανότητας σε περίπτωση επιστροφής του, να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των αποδεκτών ισχυρισμών του αιτητή, ο λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι βάσει των αποδεκτών πραγματικών περιστατικών δεν προέκυψε πραγματικός κίνδυνος θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας. Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, ο λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, όπου αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής σε συνδυασμό με τις προσωπικές του περιστάσεις, καταδεικνύεται ότι δεν υφίσταται κίνδυνος σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή την ασφάλεια του αιτητή, λόγω αδιάκριτης βίας απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του εκεί. Ως εκ τούτου κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Επισημαίνεται βέβαια πως παρόλο που διεξήχθη έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας γενικά για τις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, δεν έγινε συγκεκριμένη έρευνα για τον τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή, το Mbalangi, στον οποίο αναμένεται ότι θα επιστρέψει ο αιτητής.
Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω κατ’ ουσίαν το αίτημα του αιτητή στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, λαμβάνοντας υπόψη το πιο πάνω ιστορικό και όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τον συνήγορο του αιτητή, αλλά και από το συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ’ ων η αίτηση. Με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος ορθά έγινε αποδεκτός, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ εφόσον ούτως ή άλλως δεν αμφισβητήθηκε.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, ότι υπήρξε ενεργό μέλος του SCNC από το 2014 θεωρώ πως εσφαλμένα δεν έγινε αποδεκτός από τους καθ’ ων η αίτηση. Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, διαφαίνεται ότι τα περισσότερα ευρήματα του λειτουργού είναι θετικά ως προς την αξιοπιστία του αιτητή. Ο αιτητής περιγράφει με επαρκή σαφήνεια ότι η ένταξή του στο SCNC υπήρξε αποτέλεσμα της διαφθοράς και διακριτικής μεταχείρισης που υφίστατο στη χώρα του, με τον ίδιο να το βιώνει προσωπικά το 2011, όταν του ζητήθηκε να δωροδοκήσει για να προσληφθεί στο δημόσιο. Αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στην ανάγκη του για δικαιοσύνη και περιέγραψε με λεπτομέρεια ότι εκείνη την περίοδο το SCNC αποτελούσε ένα ειρηνικό κίνημα που πρέσβευε κοινά ιδανικά με τον ίδιο και εναντιωνόταν δικαστικά στην κυβέρνηση.
Αναφέρθηκε τόσο στον πρόεδρο του κινήματος, όσο και στον πρόεδρο του παραρτήματος στην περιοχή του, ο οποίος τον παρακίνησε να ενταχθεί και προέβαλε με χρονολογική συνέπεια ότι τον Αύγουστο του 2014 ξεκίνησε να παρευρίσκεται στις μηνιαίες συναντήσεις των μελών στη Kumba, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του γραμματέα και κρατώντας τα πρακτικά των συναντήσεων. Σχετικά με το ρόλο του, αναφέρθηκε εκτεταμένα ότι αρχικά ως απλό μέλος ενημέρωνε τη νεολαία, μαχόταν για δικαιοσύνη και για την ανεξαρτησία του Νότιου Καμερούν, ενώ ακολούθως, το 2015, όταν επέστρεψε από την Κίνα, ως πρόεδρος της νεολαίας παρέδιδε σεμινάρια σε νέους στο Mbalangi, αλλά και στη Boya. Ο αιτητής ανέφερε με συνοχή ότι συνέχισε τη δράση του και στην Κίνα, όπου μετέβη για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι ήρθε σε επαφή με το κίνημα μέσω ομοεθνών του που γνώρισε κατά τη διαμονή του στη Κίνα, ότι είχαν τα ίδια ιδανικά με το SCNC και ότι πραγματοποιούσαν εβδομαδιαίες διαδικτυακές συναντήσεις με τα υπόλοιπα μέλη κάθε Κυριακή. Ως προς τις δράσεις τους δήλωσε ότι σκοπός τους ήταν να ευαισθητοποιήσουν τη νεολαία σχετικά με το Νότιο Καμερούν, ενώ αναφέρθηκε και στον πρόεδρο του κινήματος, Muma. Περαιτέρω, ο αιτητής αναφέρθηκε στην εφαρμογή “WeChat”, την οποία ως δήλωσε χρησιμοποιούσαν για να επικοινωνούν. Επιβεβαιώνεται από εξωτερική πηγή πληροφόρησης ότι η εν λόγω υπηρεσία άμεσων μηνυμάτων χρησιμοποιείται ευρέως στην Κίνα.[1]
Οι περιγραφές του αιτητή δεν παρουσιάζουν εσωτερικές αντιφάσεις. Οι επισημάνσεις του λειτουργού, ότι ο αιτητής δεν έδωσε λεπτομέρειες για τις δικαστικές υποθέσεις που αναλάμβανε το κίνημα εναντίον της κυβέρνησης ή ότι δεν κατονόμασε άλλα μέλη τόσο του τοπικού κλάδου ή του SCCU δεν μπορούν να λειτουργήσουν επιβαρυντικά στην αξιοπιστία του αιτητή, καθότι δεν του τέθηκαν συγκεκριμένες ερωτήσεις για τα πιο πάνω για να επιβεβαιωθεί η άγνοιά του. Λαμβάνοντας υπόψη συνολικά την αφήγηση του αιτητή κρίνεται ότι περιέγραψε με νοηματική και χρονολογική συνοχή και λεπτομέρεια τόσο το κίνητρο που είχε για να ενταχθεί στο SCNC, την ιδεολογία του, τον τρόπο με τον οποίο εντάχθηκε, καθώς και τον ρόλο που είχε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, υπογραμμίζοντας τη συμβολή του στην ενημέρωση των νέων για τον αγώνα για την ελευθερία του Νότιου Καμερούν.
Η εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού ενισχύεται περαιτέρω από την κάρτα μέλους του SCNC που προσκόμισε ο αιτητής (ερυθρά 33-32 του διοικητικού φακέλου). Οι καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν ότι η σφραγίδα που φέρει αντιστοιχεί στο λογότυπο του κινήματος, όπως αυτό εμφανίζεται στην ιστοσελίδα του SCNC. Οι καθ’ ων η αίτηση δεν εντόπισαν οτιδήποτε, το οποίο θέτει υπό αμφισβήτηση τη γνησιότητα του εγγράφου. Περαιτέρω, από έρευνα που διεξήγαγα διαπίστωσα, ότι βάσει πηγής της έρευνας του IRB Canada, οι κάρτες μέλους του SCNC παρουσιάζουν τα εξής χαρακτηριστικά: (α) την ονομασία SCNC, ήτοι Southern Cameroons National Council (β) ο χάρτης Southern Cameroons ο οποίος είναι ζωγραφισμένος στην εμπρόσθια σελίδα (γ) ένα πουλί στη μέση ή το κέντρο της κάρτας και (δ) το μότο των Southern Cameroons National Council το οποίο είναι «the force of argument, not the argument of force». Η ίδια πηγή υποδεικνύει ότι το χρώμα όπως και η σφραγίδα της κάρτας διαφέρει ανά χρόνο.[2] Η πιο πάνω περιγραφή συνάδει με τα χαρακτηριστικά της κάρτας μέλους που προσκόμισε ο αιτητής. Το γεγονός ότι δεν ανευρέθηκε το όνομα του αιτητή για να επιβεβαιωθεί η συμμετοχή του στο κίνημα, δεν μπορεί να αποτελέσει ισχυρό σημείο για να απορριφθεί ο ισχυρισμός του, καθότι ως κατέγραψε ο λειτουργός, δεν ανευρέθηκε γενικότερα κατάλογος των μελών του SCNC.
Κρίνεται ότι ο αιτητής με τις δηλώσεις του για τη συμμετοχή του στο SCNC παρείχε μεγάλο βαθμό πληροφοριών και προσωπικών εμπειριών και υποστήριξε τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο υποστηρικτικό στοιχείο, όπως προνοεί η παράγραφος 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών και ως εκ τούτου, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.
Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, ότι συνελήφθη στις 22/09/2017 και τέθηκε υπό κράτηση κατά την οποία υπέστη βασανιστήρια, με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε κρίνω πως πληρείται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να προβεί σε άλλη αξιολόγηση και/ή κατάληξη από αυτήν του αρμόδιου οργάνου δυνάμει και της αρχής της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικουμένου. Λαμβάνω υπόψη βεβαίως τόσο το αφήγημα του αιτητή, όσο και την αρχή της απαγόρευσης της χειροτερεύσεως της θέσης του αιτητή, βάσει της οποίας το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του αιτητή. Η αρχή τη μη χειροτέρευσης της θέσεως του αιτητή αναγνωρίζεται, τόσο από τη νομολογία όσο και από τη βιβλιογραφία (βλ. Cyprus Cement Co. v. Republic (1980) 3 C.L.R 69, 76, υποθ.αρ. 11/2003, Ανδρέας Δημοσθένους v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 13/2/2004, Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Έκτη έκδοση, σελίδες 638,639) και στόχο έχει ο αιτητής να μην διατρέχει τον κίνδυνο να βρεθεί σε χειρότερη θέση ή να τροποποιηθεί το μέρος της απόφασης που επιβεβαιώνει τις δηλώσεις του και συμβάλλει θετικά στην εικόνα της αξιοπιστίας του. Συνεπώς, δεν θα επαναλάβω λεπτομέρειες που αφορούν τους ισχυρισμούς του αιτητή εφόσον αυτοί έγιναν αποδεκτοί στο σύνολό τους ως αυτοί ήδη περιεγράφηκαν ανωτέρω.
Επομένως, έχοντας αποδεχθεί ότι ο αιτητής υπήρξε μέλος του SCNC από το 2014, συμμετέχοντας σε συναντήσεις μελών, διεξάγοντας σεμινάρια και ομιλίες με σκοπό να διαφωτίσει τη νεολαία και λαμβάνοντας μέρος σε διαδηλώσεις σε συνδυασμό με τον αποδεκτό ισχυρισμό ότι ο αιτητής συμμετείχε στη διαδήλωση ημερομηνίας 22/09/2017 συνεπεία της οποίας τέθηκε υπό κράτηση και υπέστη βασανιστήρια, θα προχωρήσω σε έρευνα για το ιστορικό του κινήματος του SCNC, την παρούσα κατάστασή του και τη μεταχείριση που υφίστανται τα μέλη του από την κυβέρνηση του Καμερούν.
Σε σχέση με τo SCNC και την εξέλιξή του θα πρέπει να αναφερθεί πως με έτος ίδρυσης το 1995, το Εθνικό Συμβούλιο του Νότιου Καμερούν (SCNC) «συστάθηκε για να εκπροσωπεί τα συμφέροντα της αγγλόφωνης κοινότητας και για την ανεξαρτησία των δύο αγγλόφωνων επαρχιών» Σύμφωνα με το IND, το SCNC δεν είναι πολιτικό κόμμα, αλλά μοιράζεται έναν αριθμό υποστηρικτών με κόμματα της αντιπολίτευσης, κυρίως με το SDF [Σοσιαλδημοκρατικό Μέτωπο], του οποίου η βάση είναι οι αγγλόφωνες επαρχίες».[3]
Ως προς τις πολιτικές ελευθερίες στο Καμερούν, έκθεση του Γερμανικού BTI που δημοσιεύτηκε το 2022 αναφέρει ότι το Σύνταγμα εγγυάται την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι, αλλά στην πράξη αυτά τα δικαιώματα περιορίζονται σημαντικά. Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 2017 η κυβέρνηση χρησιμοποίησε την εξουσία της βάσει του αντιτρομοκρατικού νομοσχεδίου του 2014 για να απαγορεύσει δύο αγγλόφωνες ομάδες υπεράσπισης: Το Εθνικό Συμβούλιο του Νοτίου Καμερούν (SCNC) και το Cameroon Anglophone Civil Society Consortium (CACSC) εξαιτίας της ανοιχτής υποστήριξης υπέρ της απόσχισης.[4] Ο οίκος Freedom House σε έκθεση που δημοσίευσε για τα πολιτικά δικαιώματα στο Καμερούν και αφορούν το έτος 2021 επιβεβαίωσε ότι οι ομάδες που υποστηρίζουν την αυτοδιάθεση του λαού στις αγγλόφωνες περιοχές παραμένουν περιθωριοποιημένες και αποκλεισμένες από την πολιτική συζήτηση, όπως αντικατοπτρίζεται στην απαγόρευση το 2017 του Εθνικού Συμβουλίου του Νοτίου Καμερούν (SCNC), μιας αγγλόφωνης πολιτικής ομάδας.[5]
Το 2017 μια δεύτερη «Διάσκεψη των Αγγλόφωνων» εξέδωσε την ανακήρυξη της Bamenda, προτείνοντας και πάλι ένα ομοσπονδιακό σύστημα δύο κρατών ή, εναλλακτικά, την απόσχιση. Η κυβέρνηση δεν άλλαξε την θέση της και διατήρησε την υποστήριξή της για το ενιαίο σύστημα. Μετά από την ανακήρυξη της Bamenda, οι αγγλόφωνες ομάδες άρχισαν να ζητούν δημοσίως την απόσχιση του Νότιου Καμερούν. Η σημαντικότερη από αυτές τις ομάδες, το Εθνικό Συμβούλιο του Νοτίου Καμερούν (SCNC), άρχισε διπλωματικές ενέργειες στα Ηνωμένα Έθνη, την Κοινοπολιτεία, το Αφρικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την Αφρικανική Ένωση για να αναγνωριστεί η περιοχή ως ανεξάρτητη [...] Μετά το κάλεσμα ακτιβιστών τον Ιανουάριο του 2017 για κινητοποιήσεις, η κυβέρνηση διέκοψε το διαδίκτυο και απαγόρευσε τις δραστηριότητες δύο ομάδων, του Εθνικού Συμβουλίου των Νότιων του Καμερούν (SCNC) και της Αγγλόφωνης Κοινοπραξίας της Κοινωνίας των Πολιτών, στις 17 Ιανουαρίου 2017.[6]
Σύμφωνα με έναν ερευνητή ειδικευμένο στην πολιτικο-ασφαλιστική κατάσταση του Καμερούν, το Southern Cameroons National Council (SCNC), αν και παραμένει απαγορευμένο βάσει του καμερουνέζικου δικαίου, εξακολουθεί να υφίσταται τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά. Το κίνημα, γνωστό ως το αρχαιότερο αγγλόφωνο πολιτικό κίνημα στο Καμερούν, διατήρησε την ανεξαρτησία του, παρότι συνεργάστηκε με άλλες οργανώσεις: αποτέλεσε ένα από τα 15 μέλη του Consortium της κοινωνίας των πολιτών που δημιουργήθηκε το 2017, γνωστό ως Southern Cameroons Civil Society Consortium. Μετά το τέταρτο συνέδριό του στη Νιγηρία το 2017, το Consortium αποφάσισε να ιδρύσει προσωρινή κυβέρνηση, οπότε ο Sisiku Ayuk Tabe - σήμερα φυλακισμένος στη Γιαουντέ - διορίστηκε Προσωρινός Πρόεδρος. Ωστόσο, τα μέλη του Consortium, μεταξύ των οποίων και ο ηγέτης του SCNC Nfor Ngala Nfor, παραμένουν διακριτά από αυτήν την κυβέρνηση.[7]
Το SCNC αποτελεί σήμερα ένα διχασμένο κίνημα, με εσωτερικές πολιτικές διαφωνίες και διαμάχες για τη διοίκησή του. Σύμφωνα με ερευνητή, το 2018 το SCNC αναγνώρισε ότι η κυβέρνηση της Αμπαζονίας μπορούσε να εκπροσωπεί τους αγγλόφωνους και είχε την εξουσία να διαπραγματεύεται ή να ασκεί πίεση σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για την ανεξαρτησία του αγγλόφωνου Καμερούν ή για την επανεξέταση της ένωσης μεταξύ αγγλόφωνης και γαλλόφωνης περιοχής. Παρότι υπάρχουν ιδεολογικές ή πολιτικές διαφορές εντός του κινήματος, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η φύση και η βαρύτητά τους.
Το SCNC προσχώρησε στην προσωρινή κυβέρνηση της Αμπαζονίας που ηγείται ο Samuel Ikome Sako (διάδοχος του Julius Sisiku Ayuk Tabe). Εκτός αυτού, η ανάλυση των λογαριασμών του SCNC στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν δείχνει κάποια πρόσφατη μεγάλης κλίμακας δραστηριότητα, αλλά κυρίως τοπικές ενέργειες όπως διαδηλώσεις, συναντήσεις και συγκεντρώσεις χρημάτων που οργανώνονται εκτός Καμερούν.[8]
Το 2018, ηγέτης του κινήματος ήταν ο Nfor Ngala Nfor, ο οποίος είναι συγκρατούμενος του Julius Sisiku Ayuk Tabe, του αυτοανακηρυγμένου Προέδρου της «Δημοκρατίας της Αμπαζονίας» (2018). Οι διαθέσιμες δημόσιες ή ακαδημαϊκές πηγές διαφωνούν σχετικά με την ταυτότητα του ηγέτη του SCNC μετά το 2018. Κάποιες αναφέρουν τον Elvis Kometa, ο οποίος ήταν και αντιπρόεδρος του βορειοαμερικανικού παραρτήματος του SCNC το 2022.[9] Το προφίλ του SCNC στο Ηνωμένο Βασίλειο (2021), καθώς και ερευνητής που επικοινώνησε με τη DIDR τον Απρίλιο 2024, ανέφεραν ότι ο Nfor Ngala Nfor παρέμενε πρόεδρος του SCNC, παρά τη σύλληψή του το 2018 και την καταδίκη του σε ισόβια κάθειρξη το 2019. Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, το 2019 ξεκίνησε συζήτηση εντός του SCNC για την προεδρία του κινήματος, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τόνισε ότι τα μέλη του SCNC είναι «νομικιστές, ιδεολόγοι, πολιτικοί», που δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει έναν ουσιαστικό διάλογο για την ηγεσία.[10] Υπάρχουν επίσης πολλαπλές ιστοσελίδες που παρουσιάζονται ως «επίσημες» των αυτοανακηρυγμένων αρχών της Αμπαζονίας, γεγονός που συμβάλλει στη σύγχυση σχετικά με την ηγεσία του κινήματος και τη θέση του SCNC μέσα σε αυτό.[11]
Ένας ειδικός για το Καμερούν εκτιμά ότι το SCNC έχει διαλυθεί στο εσωτερικό της χώρας και έχει αντικατασταθεί από ανεξάρτητες αποσχιστικές ομάδες, οι οποίες ωστόσο συμμερίζονται τον ίδιο πολιτικό προσανατολισμό με την οργάνωση. Κανένα στέλεχος του SCNC δεν βρίσκεται επίσημα στο Καμερούν. Ο ίδιος εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με την κυριαρχία του SCNC στο αγγλόφωνο Καμερούν, θεωρώντας ότι, για ιστορικούς και πολιτικούς λόγους, ο πληθυσμός της περιοχής τάσσεται κυρίως υπέρ του ομοσπονδιακού συστήματος. Αντίθετα, ένας ερευνητής ειδικευμένος στην πολιτικο-ασφαλιστική κατάσταση του Καμερούν θεωρεί ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ενεργά μέλη του SCNC στη χώρα.
Διακρίνει τα μεγαλύτερης ηλικίας άτομα τα οποία δηλώνουν την ταυτότητά τους με το SCNC μόνο όταν νιώθουν ασφαλή με τον συνομιλητή τους, ενώ οι υπόλοιποι παραμένουν σιωπηλοί από φόβο αντιποίνων. Επισημαίνει ότι οι ακτιβιστές του SCNC στο Καμερούν δεν ανήκουν στη “γενιά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης”. Υπογραμμίζει ότι οι νέοι που σήμερα πολεμούν δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα για το SCNC, πέρα από το ότι πρόκειται για ένα ιστορικό κίνημα στο οποίο ανήκαν οι γονείς τους: «Για να κατανοήσει κανείς το SCNC πρέπει να διαβάσει πολύ, να μελετήσει το συνταγματικό και το διεθνές δημόσιο δίκαιο, να εξετάσει τα νομικά και πολιτικά του επιχειρήματα· όμως οι νέοι δεν έχουν την υπομονή να διαβάσουν». Προσθέτει ότι συναντήσεις εξακολουθούν να πραγματοποιούνται και ότι η υποδομή για τη διαφυγή συντρόφων ή τη διασύνδεση με κρατουμένους στη Γιαουντέ παραμένει ενεργή. Αναφέρει ακόμη ότι οι ακτιβιστές στο Καμερούν συνεχίζουν να μεταφέρουν αλληλογραφία και αναφορές στο εξωτερικό. Επιπλέον, εδώ και πολλά χρόνια, Καμερουνέζοι εξόριστοι έχουν καταφέρει να φύγουν από το αγγλόφωνο Καμερούν με τη βοήθεια του SCNC.[12]
Σε σχέση με τη μεταχείριση μελών του SCNC, ατόμων δηλαδή που υποστηρίζουν την απόσχιση του αγγλόφωνου Καμερούν, δημοσίευμα της “The Sun Cameroon” το 2022 αναφέρει ότι η κρίση που επηρεάζει τις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν, γνωστές και ως πρώην βρετανικό νότιο Καμερούν, βρίσκεται πλέον στον έκτο χρόνο της. Τα ευρήματα ερευνών οργανισμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα και μη κυβερνητικών οργανώσεων καταδικάζουν ομόφωνα τις εξωδικαστικές εκτελέσεις αθώων αμάχων, μεταξύ των οποίων παιδιά και γυναίκες, καθώς και τους εμπρησμούς οικιών, που διαπράττονται κυρίως από τον στρατό. Παρά τον επιτυχημένο εθνικό διάλογο που πραγματοποιήθηκε στη Yaounde από τις 30 Σεπτεμβρίου έως τις 5 Οκτωβρίου 2019 για την επίλυση της αγγλόφωνης κρίσης, οι αποφάσεις που ελήφθησαν δεν φαίνεται να εφαρμόζονται.
Οι αγγλόφωνες περιοχές παραμένουν απαγορευμένες για πολλούς, ειδικά για τους φερόμενους ως αυτονομιστές μαχητές και ακτιβιστές του SCNC, καθώς έχει ξεκινήσει ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό τους. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις δολοφονιών αμάχων από τις κυβερνητικές δυνάμεις, χωρίς την ανάληψη της ευθύνης εκ μέρους της κυβέρνησης, η οποία αποδίδει κάθε φρικαλεότητα στην περιοχή της Βορειοδυτικής και Νοτιοδυτικής περιφέρειας σε ακτιβιστές και αυτονομιστές μαχητές και πρόσφατα κατάρτισε έναν νέο κατάλογο με κατ’ ισχυρισμό ακτιβιστές που θα συλληφθούν.[13]
Έρευνα της Human Rights Watch η οποία δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2022 σημειώνει ότι είκοσι τέσσερα άτομα ισχυρίστηκαν ότι διώχθηκαν από τις αρχές, πλήρως ή εν μέρει λόγω της πολιτικής τους άποψης. Ισχυρίστηκαν ότι υποστήριξαν ή συμμετείχαν σε ειρηνικές διαδηλώσεις, συναντήσεις ή άλλες δραστηριότητες που εκφράζουν την αντίθεσή τους στην κυβέρνηση, στην αντιληπτή περιθωριοποίηση των αγγλόφωνων περιοχών ή σε καταχρήσεις των δυνάμεων ασφαλείας. Εννέα είπαν ότι ήταν μέλη ή υποστηρικτές του Εθνικού Συμβουλίου του Νότιου Καμερούν (SCNC) και οι οποίοι συμμετείχαν στο συντονισμό ειρηνικών διαδηλώσεων. Σε απάντηση στις διαμαρτυρίες ή τις πολιτικές δραστηριότητές τους, ισχυρίστηκαν ότι οι δυνάμεις ασφαλείας τους επιτέθηκαν, αυθαίρετα συνελήφθησαν και κρατήθηκαν, βασανίστηκαν, βιάστηκαν ή κακοποιήθηκαν, τραυμάτισαν μέλη των οικογενειών τους ή έκαψαν τα σπίτια ή τις επιχειρήσεις τους. Αρκετές από τις εν λόγω αρχές τους κατηγόρησαν για εμπλοκή με αυτονομιστικές ομάδες.[14]
Σύμφωνα με έκθεση του 2023 της Βελγικής CEDOCA, «παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαπράττονται τόσο από ένοπλες ομάδες όσο και από κυβερνητικές δυνάμεις. Οι αυτονομιστές ήταν υπεύθυνοι για ανθρωποκτονίες, απαγωγές, εκβιασμό και εκφοβισμό. Οι δυνάμεις του Καμερούν κατηγορούνται ότι διεξήγαγαν τιμωρητικές επιχειρήσεις με τη μορφή επιδρομών σε χωριά, βασανιστηρίων, λεηλασιών, εξωδικαστικών εκτελέσεων καθώς και αυθαίρετων συλλήψεων και κρατήσεων. Οι δράστες των παραβιάσεων παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ατιμώρητοι ακόμη και αν οι αρχές του Καμερούν έχουν αναγνωρίσει τις ευθύνες του στρατού σε ορισμένες παραβιάσεις. Οι δυνάμεις άμυνας και ασφαλείας πραγματοποιούν εκστρατεία αντιποίνων εναντίον εκείνων που, σύμφωνα με αυτές, υποστηρίζουν τους ένοπλους μαχητές. [...] Η βία επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στις αγγλόφωνες περιοχές και είναι πιο έντονη στα βορειοδυτικά παρά στα νοτιοδυτικά.».[15]
Μια κοινή δήλωση από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που δημοσιεύθηκε από τη Διεθνή Αμνηστία (AI) τον Νοέμβριο του 2023 επιβεβαίωσε ότι μαρτυρίες ανέφεραν πως κυβερνητικοί στρατιώτες, κατηγορώντας αμάχους για τη συμμετοχή τους με τους αυτονομιστές, έβαλαν φωτιά σε σπίτια και διέπραξαν σεξουαλική βία, «σε αντίποινα για επιθέσεις των αυτονομιστών εναντίον τους».[16] Η ίδια πηγή περιέγραψε ότι, «σε απάντηση» στη δράση ένοπλων αυτονομιστών, οι κυβερνητικές δυνάμεις «αντέδρασαν με περαιτέρω παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συλλαμβάνοντας και κρατώντας αυθαίρετα άτομα που κατηγορούνται ότι είναι ένοπλοι αυτονομιστές ή ότι τους υποστηρίζουν».[17] Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, «εκατοντάδες άτομα έχουν συλληφθεί, διωχθεί ή δικαστεί ενώπιον στρατιωτικών δικαστηρίων, των οποίων η δικαιοδοσία θα πρέπει να περιορίζεται σε στρατιωτικά αδικήματα, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα για την προστασία» και «πολλοί κατηγορούμενοι έχουν περάσει πάνω από ένα έτος στη φυλακή χωρίς πρόσβαση σε δικαστή». Η Διεθνής Αμνηστία σημείωσε επίσης την «έλλειψη διαφάνειας στη δικαστική διαδικασία που ακολουθείται, γεγονός που δημιουργεί φόβους για ατιμωρησία και αφήνει την πλειοψηφία των θυμάτων χωρίς δικαιοσύνη»[18]».[19]
Ως προς την ελευθερία έκφρασης, η Freedom House, σε μια έκθεση που καλύπτει το 2022, περιέγραψε ότι «οι αγγλόφωνοι ακτιβιστές έχουν αντιμετωπίσει παρενόχληση, βία και συλλήψεις για τις δραστηριότητές τους».[20]
Σε έκθεση του Φεβρουαρίου 2024, το R2P ανέφερε ότι ο αγγλόφωνος πληθυσμός στοχοποιήθηκε λόγω της πολιτιστικής του ταυτότητας. Η ίδια πηγή πρόσθεσε ότι «οι εθνοτικές κοινότητες στοχοποιούνται συχνά για την υποτιθέμενη συνεργασία τους με οποιαδήποτε πλευρά της σύγκρουσης». [21]
Ως προκύπτει από τα ανωτέρω, οι αναφορές από διεθνείς και περιφερειακές πηγές περιγράφουν ένα πλαίσιο γενικευμένης καταστολής, αυθαίρετης βίας και τιμωρητικών πρακτικών από τις δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν κατά των υποστηρικτών του κινήματος ανεξαρτησίας του Southern Cameroons. Οι πηγές επιβεβαιώνουν ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις διεξάγουν επιχειρήσεις αντιποίνων στις αγγλόφωνες περιοχές, στοχοποιώντας όχι μόνο μέλη ένοπλων ομάδων, αλλά και άτομα που απλώς εκφράζουν υποστήριξη σε αυτονομιστικά αιτήματα. Η υποστήριξη ή η συμμετοχή σε διαδηλώσεις μπορεί να θεωρηθεί από τις αρχές ως ένδειξη τρομοκρατικής δράσης, με αποτέλεσμα αυθαίρετες συλλήψεις, κράτηση χωρίς δίκαιη δίκη, ή και βία. Η δημόσια κριτική κατά της κυβέρνησης ή η υποστήριξη αυτονομιστικών ιδεών - ακόμη και σε ειρηνικό πλαίσιο - επιφέρει σοβαρές συνέπειες, από κοινωνικό αποκλεισμό έως κρατική στοχοποίηση. Ειδικότερα, οι αγγλόφωνοι ακτιβιστές βιώνουν βία, συλλήψεις και παρενόχληση, γεγονός που συνδέεται άμεσα με την περίπτωση του αιτητή.
Η αφήγηση που προέβαλε ο αιτητής βρίσκει έρεισμα στα ευρήματα των πηγών, όπως επιβεβαίωσαν και οι καθ’ ων η αίτηση. Συγκεκριμένα η διαδήλωση που περιέγραψε στις 22/09/2017 έλαβε χώρα στη Buea κατά την οποία χιλιάδες διαδηλωτές από το αγγλόφωνο Καμερούν βγήκαν στους δρόμους για να διεκδικήσουν περισσότερα δικαιώματα. Οι δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν έξι διαδηλωτές και συνέλαβαν εκατοντάδες άλλους, ενώ το διαδίκτυο έκλεισε στην περιοχή από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο, παραλύοντας τις επιχειρήσεις σε μια καταστολή που καταδικάστηκε διεθνώς. Ως περιγράφεται σε ειδησεογραφικά μέσα, στην Buea, ένας δημοσιογράφος του Reuters «είδε διαδηλωτές να κατεβάζουν την εθνική σημαία έξω από ένα αστυνομικό τμήμα, ενώ οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν, και να υψώνουν τη μπλε και λευκή ριγέ σημαία της «Αμπαζονίας».[22] Κατά συνέπεια, ορθά έγινε αποδεκτός και ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός.
Αναφορικά με τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό, συμφωνώ με τα ευρήματα αναξιοπιστίας που εντόπισαν οι καθ’ ων η αίτηση. Ωστόσο διαπιστώνεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με τα εντάλματα που εκδίδονται από το Καμερούν με σκοπό να διασταυρώσουν τα υποβληθέντα εκ του αιτητή έγγραφα με ευρήματα έρευνας. Η ανωτέρω παράλειψη καθιστά τρωτή την προσβαλλόμενη απόφαση και καταδεικνύεται πως δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα έρευνα εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, με αποτέλεσμα να πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Σχετικά με τα εντάλματα που εκδίδονται από τις αρχές του Καμερούν ανευρέθηκαν κατόπιν έρευνας του Δικαστηρίου τα ακόλουθα. Ως προς το νομικό πλαίσιο και τις διαδικασίες έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης (mandat d’arrêt) και σημειωμάτων αναζήτησης (avis de recherche), το Μέρος ΙΙ του Νόμου 2005/007 της 27ης Ιουλίου 2005 περί Ποινικής Δικονομίας του Καμερούν, με τίτλο «Διαδικασίες Δικαστηρίων» και ειδικότερα το Άρθρο 11, ορίζει τα εξής σχετικά με τους διάφορους τύπους εγγράφων που αποτελούν «διαδικασίες δικαστηρίου»: (1) Διαδικασία δικαστηρίου είναι ένα έγγραφο μέσω του οποίου ένας δικαστής ή ένα δικαστήριο διατάζει είτε: την εμφάνιση ή προσέλευση ενός προσώπου ενώπιόν του· ή την κράτηση ενός υπόπτου, κατηγορούμενου, ή μάρτυρα που εμποδίζει την αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων· ή τη φυλάκιση ενός καταδικασμένου· ή την έρευνα για αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν ή αποκτήθηκαν από την τέλεση ενός εγκλήματος. (2) Τα ακόλουθα θεωρούνται διαδικασίες δικαστηρίου: κλήση, ένταλμα βίαιης προσαγωγής, ένταλμα προσωρινής κράτησης, ένταλμα προσκόμισης, ένταλμα έρευνας, ένταλμα σύλληψης και ένταλμα φυλάκισης.
Αρμόδιες αρχές για την έκδοση των ανωτέρω εγγράφων – Άρθρο 12: (1) (α) Ο Εισαγγελέας δύναται να εκδώσει: κλητεύσεις, εντάλματα σύλληψης, εντάλματα έρευνας, εντάλματα προσκόμισης […], (2) Ο Ανακριτής μπορεί να εκδώσει: κλητεύσεις, εντάλματα βίαιης προσαγωγής, εντάλματα έρευνας, εντάλματα προσωρινής κράτησης, εντάλματα προσκόμισης, (3) Το δικαστήριο της κύριας δίκης μπορεί να εκδώσει: κλητεύσεις, εντάλματα βίαιης προσαγωγής, εντάλματα έρευνας, εντάλματα προσωρινής κράτησης, εντάλματα φυλάκισης, εντάλματα προσκόμισης.
Σύμφωνα με το άρθρο 18, το οποίο αφορά το ένταλμα σύλληψης: (1) Το ένταλμα σύλληψης αποτελεί διαταγή που δίνεται σε αστυνομικό της δικαστικής αστυνομίας, ώστε να συλλάβει έναν κατηγορούμενο ή καταδικασμένο και να τον οδηγήσει ενώπιον μιας από τις δικαστικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 12. (2) Εάν ο κατηγορούμενος ή καταδικασμένος διαφεύγει, ο Ανακριτής ή το δικαστήριο της κύριας δίκης μπορεί να εκδώσει ένταλμα σύλληψης εάν το αδίκημα τιμωρείται με στέρηση της ελευθερίας ή αφορά ποινή φυλάκισης. (3) Εάν ο κατηγορούμενος ή καταδικασμένος διαμένει εκτός της εθνικής επικράτειας και δεν εμφανιστεί μετά από σχετική κλήτευση, ο Ανακριτής ή το δικαστήριο μπορεί, για σκοπούς έκδοσης (extradition), να εκδώσει ένταλμα σύλληψης, εφόσον το αδίκημα επισύρει ποινή στέρησης της ελευθερίας τουλάχιστον έξι (6) μηνών ή εφόσον έχει ήδη καταδικαστεί σε ποινή ανάλογης διάρκειας.
Με βάση το άρθρο 20: (1) Εάν το πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης δεν εντοπιστεί μετά από επιμελή αναζήτηση, αντίγραφο του εντάλματος θα αφεθεί στην τελευταία γνωστή κατοικία του ή στον αρχηγό του χωριού ή της συνοικίας. (2) Θα συνταχθεί γραπτή αναφορά για τις ενέργειες που έγιναν προς εκτέλεση του εντάλματος και θα διαβιβαστεί στην αρχή που το εξέδωσε. (3) Ο δικαστικός αστυνομικός υπεύθυνος για την εκτέλεση του εντάλματος πρέπει να φροντίσει η αναφορά του να υπογραφεί και να σφραγιστεί από μία από τις διοικητικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 14(6), και να αφήσει ένα αντίγραφό της στην ίδια αρχή.[23]
Παρόλο που η έκθεση αναφέρει ότι οι πληροφορίες σχετικά με τα τυπικά χαρακτηριστικά και τη μορφή, συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης, της διάταξης και του περιεχομένου των ενταλμάτων σύλληψης και των σημειωμάτων αναζήτησης, ήταν περιορισμένες στις πηγές που συμβουλεύτηκε η EUAA εντός του χρονικού πλαισίου αυτής της έρευνας, παρατίθενται σχετικώς τα ακόλουθα: Το Άρθρο 26 του Ποινικού Κώδικα Δικονομίας του Καμερούν αναφέρει τα εξής σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στα εντάλματα: «Με εξαίρεση το ένταλμα προσκόμισης, όλα τα εντάλματα ή οι κλητεύσεις πρέπει να αναφέρουν το πλήρες όνομα, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την οικογενειακή κατάσταση, το επάγγελμα και τη διεύθυνση του προσώπου που κατονομάζεται σε αυτά. Πρέπει να φέρουν ημερομηνία, σφραγίδα και υπογραφή του δικαστή που τα εκδίδει ή του προέδρου του δικαστηρίου της κύριας δίκης.» Ως εκδίδουσες αρχές των σημειωμάτων αναζήτησης στα παραπάνω άρθρα αναφέρονται: η αστυνομία σε υπόθεση επιβαρυμένης κλοπής, και η χωροφυλακή (gendarmerie) σε υπόθεση απάτης με ψευδή δήλωση στο τελωνείο. [24]
Εξετάζοντας τα εντάλματα που προσκόμισε ο αιτητής υπό το φως των ευρημάτων της ανωτέρω έρευνας, παρατηρούνται τα ακόλουθα. Το πρώτο έγγραφο (ερυθρό 22 του διοικητικού φακέλου), ενώ φέρει τον αγγλικό όρο “Arrest Warrant”, δηλαδή ένταλμα σύλληψης και ως τέτοιο προσδιορίστηκε και από τον αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, εντούτοις στον τίτλο του εγγράφου τίθεται εντός παρένθεσης και ο όρος “Avis De Recherche” που μεταφράζεται ως «ένταλμα έρευνας», αντί του γαλλικού όρου “Μandat d'arrêt” που ανταποκρίνεται στον όρο «ένταλμα σύλληψης». Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας, το ένταλμα σύλληψης διαφέρει από το ένταλμα έρευνας. Ομοίως ελλείπει και κάθε άλλη παραπομπή σε διατάξεις σχετικές με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση του σχετικού εντάλματος. Επίσης δεν φέρει ημερομηνία έκδοσης, ενώ τα αναγραφόμενα ονόματα δεν φέρουν κανένα άλλο προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς τους (όπως ονοματεπώνυμο γονέων, τόπο κατοικίας).
Οι ενδείξεις «ΧΧ» με κόκκινο μελάνι που συνοδεύουν τα ονόματα των αναζητούμενων προσώπων είναι αμφιβόλου ερμηνείας. Ως προς το δεύτερο και τρίτο έγγραφο, που φέρουν τίτλο “Mandat d’amener” (ένταλμα σύλληψης)», παρατηρείται ότι ακολουθούν τα τυπικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται στις δικαστικές διαδικασίες του Καμερούν. Ωστόσο και στα τρία εντάλματα, όπως ορθά επεσήμαναν και οι καθ’ ων η αίτηση εντοπίζονται λάθη. Τα λάθη αυτά (“repulbiqu” αντί “republique”, “patire” αντί “patrie”, “paquet” αντί “parquet”, “travial” αντί “travail”, “peulple αντί “people”, “guard des saux” αντί “garde de sceaux”) εντοπίζονται σε τυποποιημένα σημεία των ενταλμάτων (όπως ονομασίες των αρμόδιων αρχών, σε ονομασίες δικαστηρίων και στην επικεφαλίδα) και όχι στα πεδία που συμπληρώνονται από το αρμόδιο πρόσωπο, όπου θα ήταν εύλογη η εξήγηση που έδωσε ο αιτητής περί μη επαρκούς μόρφωσης των κρατικών λειτουργών. Δεδομένων των ανωτέρω διαπιστώσεων και χωρίς αυτό να αποτελεί κρίση περί της πλαστότητας ή γνησιότητας του εγγράφου, καταλήγω πως δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά τα έγγραφα αυτά και κατά συνέπεια ο ισχυρισμός του αιτητή περί ύπαρξης ενταλμάτων σύλληψης εναντίον του απορρίπτεται στο σύνολό του.
Λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω ανάλυση και έχοντας αξιολογήσει και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά της υπό εξέταση υπόθεσης, προχωρώ στη νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται στην περίπτωση του αιτητή. Οι ουσιώδεις ισχυρισμοί που έγιναν αποδεκτοί είναι: η χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, το γεγονός ότι ο αιτητής υπήρξε μέλος του κινήματος SCNC, καθώς και ο ισχυρισμός του ότι συνελήφθη λόγω της συμμετοχής του σε διαδήλωση ημερομηνίας 22/09/2017, συνεπεία της οποίας τέθηκε υπό κράτηση και υπέστη βασανιστήρια.
Με βάση το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000:
«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5».
Λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει γίνει ήδη αποδεκτό πως ο αιτητής είναι αγγλόφωνος υπήκοος του Καμερούν και ότι βρίσκεται εκτός της χώρας ιθαγένειάς του αναζητώντας διεθνή προστασία στη Δημοκρατία, δέον να εξεταστεί κατά πόσο συντρέχουν σωρευτικά τα υπόλοιπα στοιχεία που τίθενται στο άρθρο 3 ως παρατέθηκε ανωτέρω. Εξετάζοντας κατά πόσο υφίσταται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, θα πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσο τεκμηριώνεται το υποκειμενικό και το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου. Ως προς το υποκειμενικό στοιχείο, ο αιτητής εξέφρασε με σαφήνεια τον φόβο του ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, κινδυνεύει να καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη, είτε να δολοφονηθεί. Ως εκ τούτου κρίνεται ότι στοιχειοθετείται το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου.
Αναφορικά με το αντικειμενικό στοιχείο, εξετάζεται κατά πόσο ο φόβος του αιτητή είναι εύλογος υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών που έχουν ήδη λάβει χώρα, καθώς και ενόψει της γενικής κατάστασης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής περιέγραψε με συνοχή τη δράση του στο κίνημα SCNC, τη συμμετοχή του σε διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης, τη σύλληψή του, τις συνθήκες κράτησης και τα βασανιστήρια που υπέστη, ενώ προσκόμισε σχετικά αποδεικτικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων κάρτα μέλους στο SCNC, ιατρική βεβαίωση για τη νοσηλεία του μετά την κράτηση και τον βασανισμό του από τις αρχές, καθώς και φωτογραφίες από τις ομιλίες και τα σεμινάρια που παρέθεσε για την ενημέρωση της νεολαίας. Η συνοχή της αφήγησής του, η προσκόμιση υποστηρικτικών εγγράφων και η επιβεβαίωση των γεγονότων με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του, όπως αυτή περιγράφεται από τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που παρατέθηκαν ανωτέρω, καθιστούν τον φόβο του αντικειμενικό.
Το γεγονός επίσης ότι ο αιτητής συνελήφθη από τις αρχές λόγω της συμμετοχής του σε διαδήλωση και η επακόλουθη κακομεταχείρισή του υπό συνθήκες κράτησης, καθιστούν εύλογη την πιθανότητα επανάληψης πράξεων δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του. Σύμφωνα με τις πηγές που παρατέθηκαν ανωτέρω, οι αρχές του Καμερούν εξακολουθούν να διώκουν υποστηρικτές του SCNC, καθώς και πρόσωπα που υποστηρίζουν την απόσχιση των αγγλόφωνων περιοχών της χώρας. Επικρατεί ένα πλαίσιο γενικευμένης καταστολής, αυθαίρετης βίας και τιμωρητικών πρακτικών από τις δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν κατά των υποστηρικτών του SCNC, αλλά και ατόμων που απλώς εκφράζουν υποστήριξη σε αυτονομιστικά αιτήματα.
Η έννοια του βάσιμου φόβου προϋποθέτει, ότι το άτομο δεν είναι αναγκαίο να αποδείξει με απόλυτη βεβαιότητα πως θα υποστεί δίωξη, αλλά αρκεί να καταδειχθεί ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο. Εφόσον η επιστροφή του προσώπου ενδέχεται να έχει ως συνέπεια τη συνέχιση ή επανάληψη παραβιάσεων των δικαιωμάτων του, ο φόβος θεωρείται αντικειμενικά δικαιολογημένος.
Καταλήγω συνεπώς ότι στην υπό κρίση περίπτωση συντρέχουν τα πραγματικά και νομικά δεδομένα που στοιχειοθετούν την ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης του αιτητή. Η συνολική εκτίμηση του κινδύνου επιβεβαιώνει ότι, σε περίπτωση επιστροφής του, ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί εκ νέου αυθαίρετη σύλληψη, βασανιστήρια ή άλλες πράξεις δίωξης από κρατικούς δρώντες, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και της προηγούμενης στοχοποίησής του. Η σύλληψη και φυλάκιση του αιτητή, καθώς και τα βασανιστήρια που υπέστη λαμβάνουν τη μορφή πράξεων δίωξης που αναφέρονται στο άρθρο 3Γ του Ν.6(Ι)/2000, σύμφωνα με την οποίαν (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«3Γ.-(1) Οι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης πρέπει:
(α) να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ή
(β) να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με το αναφερόμενο στην παράγραφο (α).
(2) Οι ακόλουθες πράξεις συνιστούν μη εξαντλητικό κατάλογο πράξεων δίωξης, κατά την έννοια του εδαφίου (1):
(α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας,
(β) νομικά, διοικητικά, αστυνομικά ή/και δικαστικά μέτρα, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφ εαυτού ή εφαρμόζονται κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις,
(γ) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική,
(δ) άρνηση ένδικων μέσων με αποτέλεσμα την επιβολή δυσανάλογης ή μεροληπτικής ποινής,
(ε) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής, για την άρνηση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας σε σύρραξη, εάν η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας θα περιλάμβανε έγκλημα, αδίκημα ή πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5,
(στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.
(3) Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 3, απαιτείται να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 3 Δ και της πράξης δίωξης κατά την έννοια του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών.»
Τα βασανιστήρια ως πράξη παραβιάζουν το Άρθρο 3 (Απαγόρευση των βασανιστηρίων) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το οποίο διαλαμβάνει ότι «ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς».[25] Το Άρθρο 3 περιλαμβάνει ένα εκ των δικαιωμάτων από τα οποία ουδεμία παρέκκλιση χωρεί και δεν μπορεί να ανασταλεί υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις.[26]
Συνεπώς, η πράξη που ήδη υπέστη ο αιτητής λόγω των βασανιστηρίων εμπίπτει στις πράξεις δίωξης για σκοπούς αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα όπως προνοείται στο Άρθρο 9 (1)(α) (Πράξεις Δίωξης) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) για την αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το οποίο:
«1. Μία πράξη για να θεωρηθεί ως πράξη δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της σύμβασης της Γενεύης πρέπει:
α) να είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.»
Στην προκειμένη περίπτωση, η μεταχείριση που έχει ήδη υποστεί ο αιτητής και εκείνη που εύλογα αναμένεται να υποστεί σε περίπτωση επιστροφής του, εμπίπτουν στην έννοια της πράξης δίωξης. Με βάση την ανωτέρω ανάλυση έγινε αποδεκτό ότι ο αιτητής συνελήφθη, τέθηκε αυθαίρετα υπό κράτηση και υπέστη βασανιστήρια από κρατικούς φορείς, τα οποία περιέγραψε με λεπτομέρεια στις συνεντεύξεις του. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι υπέστη ξυλοδαρμό, έχασε τμήμα του αριστερού του αυτιού από κτύπημα με ζώνη, φέρει ουλές από κάψιμο με σίδερο στο στήθος, φέρει τραύμα στο αριστερό του χέρι από αστυνομικό που πάτησε πάνω του με την μπότα του, καθώς και πληγές από το σύρσιμό του σε τσιμεντένιο πάτωμα και από χτυπήματα με ζώνη. Ομοίως λεπτομερής υπήρξε ο αιτητής για τις δυσμενείς συνθήκες κράτησής του, η οποία έγινε χωρίς τη νόμιμη διαδικασία. Τα γεγονότα αυτά συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της σωματικής ακεραιότητας, και τεκμηριώνονται από προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων ιατρική βεβαίωση για περίθαλψή του κατά την περίοδο 19/11/2017 έως 28/11/2017.
Η ως άνω μεταχείριση φαίνεται να συνδέεται άμεσα με τη συμμετοχή του στη διαδήλωση ημερομηνίας 22/09/2017 και γενικότερα με τη συμμετοχή του στο κίνημα SCNC καθώς και με τη δράση του διαφωτίζοντας τη νεολαία για την ανεξαρτησία του αγγλόφωνου Καμερούν, όπως αναλύθηκε παραπάνω. Η ενασχόληση του αιτητή με ένα κίνημα που, παρά το γεγονός ότι έχει χωριστεί σε διάφορες αποσχιστικές ομάδες, εξακολουθεί στη βάση της ιδεολογίας του να επιδιώκει την αυτονομία των αγγλόφωνων περιοχών του Καμερούν, τον έχει καταστήσει στόχο των κρατικών αρχών. Επομένως, η μεταχείριση που έχει ήδη υποστεί, καθώς και ο εύλογος φόβος επανάληψής της, ανάγονται σε λόγους πολιτικών πεποιθήσεων. Η περίπτωση του αιτητή πληροί αυτό το κριτήριο, καθώς η στοχοποίησή του από τις αρχές βασίζεται στις πολιτικές του πεποιθήσεις. Συνεπώς, η μεταχείριση την οποίαν ήδη υπέστη και την οποίαν αναμένεται να υποστεί σε περίπτωση επιστροφής του, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, συνιστά πράξη δίωξης.
Για την πλήρη αξιολόγηση του φόβου δίωξης, απαιτείται η συνεκτίμηση πρόσφατων και αξιόπιστων πληροφοριών για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του αιτητή και την εκτίμηση του μελλοντοστραφούς κινδύνου. Ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, σύμφωνα με πληθώρα ανεξάρτητων πηγών προκύπτει ότι οι αρχές του Καμερούν συνεχίζουν να καταστέλλουν βίαια τις αποσχιστικές δραστηριότητες στις αγγλόφωνες περιοχές και να στοχοποιούν πρόσωπα που σχετίζονται ή θεωρούνται ότι σχετίζονται με το SCNC ή άτομα που υποστηρίζουν γενικότερα την ανεξαρτησία των αγγλόφωνων περιοχών.
Καταγράφονται με συνέπεια σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων αυθαίρετες συλλήψεις, βασανιστήρια, εξαφανίσεις και εξωδικαστικές εκτελέσεις από τις δυνάμεις ασφαλείας. Η συμμετοχή του αιτητή στο SCNC και η γενικότερη πολιτική του δράση, τον καθιστούν πρόσωπο με προφίλ το οποίο πιθανόν να τον θέσει εκ νέου σε κίνδυνο, καθότι έχει προσελκύσει στο παρελθόν το ενδιαφέρον των αρχών, οι οποίες προέβησαν σε σύλληψη, κράτηση και βασανισμό του.
Η γενικότερη κατάσταση στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν παραμένει έκρυθμη. Όπως διαπιστώθηκε στις ως άνω παρατεθείσες πηγές πληροφόρησης, οι κυβερνητικές δυνάμεις του Καμερούν προβαίνουν συστηματικά σε αυθαίρετες συλλήψεις και βασανιστήρια ατόμων που σχετίζονται με αποσχιστικά κινήματα και αποσχιστική δράση.
Ως προς το προφίλ επιστραφέντων που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κίνδυνο μετά από έρευνα που διεξήγαγα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης, διαπίστωσα τα ακόλουθα: Έκθεση της Human Rights Watch (HRW) εκδοθείσα το 2022 με αφορμή την επαναπροώθηση Καμερουνέζων απορριφθέντων αιτούντων άσυλο από τις ΗΠΑ σημειώνει ότι οι άνθρωποι που επέστρεψαν στο Καμερούν αντιμετώπισαν αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση, αναγκαστικές εξαφανίσεις, βασανιστήρια, βιασμό και άλλη βία· εκβιασμός, άδικες διώξεις, κατάσχεση των εθνικών τους ταυτοτήτων, παρενόχληση και καταχρήσεις σε βάρος συγγενών τους.[27]
Η ως άνω έκθεση συνεχίζει: «Μια γυναίκα που απελάθηκε τον Οκτώβριο του 2020 είπε ότι βασανίστηκε και βιάστηκε από χωροφύλακες ή στρατιωτικούς κατά τη διάρκεια έξι εβδομάδων κράτησης στην Bamenda, στη βορειοδυτική περιοχή, […] Άλλοι κρατήθηκαν αυθαίρετα, εκβιάστηκαν και παρενοχλήθηκαν. Οι αρχές του Καμερούν απείλησαν και κακοποίησαν τους επιστραφέντες όχι μόνο για λόγους που σχετίζονταν με τους λόγους για τους οποίους αρχικά τράπηκαν σε φυγή, αλλά και για την αναζήτηση ασύλου στις ΗΠΑ και για την αντίθεση στην κυβέρνηση. […] Οι απελαθέντες Καμερουνέζοι δεν έχουν ακόμη λάβει θεραπεία για τις βλάβες που υπέστησαν. Από τον Ιανουάριο, πολλοί παρέμειναν σε σοβαρό κίνδυνο στο Καμερούν ή πάλεψαν να επιβιώσουν αφού τράπηκαν ξανά σε φυγή. Η Human Rights Watch και τα μέλη του Cameroon Advocacy Network (CAN), ενός συνασπισμού ομάδων για τα δικαιώματα των μεταναστών και των Καμερουνιανών μεταναστών στις ΗΠΑ, προέτρεψαν την κυβέρνηση των ΗΠΑ να χορηγήσει στους Καμερουνέζους που απελάθηκαν μεταξύ 2020 και 2021 ανθρωπιστική αποφυλάκιση υπό όρους για να επιστρέψουν στις ΗΠΑ για «επείγουσα ανθρωπιστική βοήθεια".[28]
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ δημοσιευθείσα το 2023 για το έτος 2022, «υπήρξαν νέες αναφορές κατά τη διάρκεια του 2022 για περιπτώσεις βασανιστηρίων που δεν ήταν προηγουμένως γνωστές στο κοινό. Τον Φεβρουάριο, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δημοσίευσε μια έκθεση που ισχυρίστηκε ότι κατέγραψε 14 περιπτώσεις σωματικής κακοποίησης ή επίθεσης ατόμων που είχαν απελαθεί στη χώρα. Η Human Rights Watch ισχυρίστηκε ότι 13 από αυτές τις περιπτώσεις ήταν κακοποίηση ή επίθεση από κυβερνητικές αρχές και μία περίπτωση σωματικής κακοποίησης ή επίθεσης από ένοπλους αυτονομιστές».[29]
Στον αντίποδα, έπειτα από αναζήτηση στις βάσεις δεδομένων ανευρέθη μια συλλογή COI που δημοσιεύτηκε το 2022 από το Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ερευνών (Cedoca) του Γενικού Επιτρόπου Προσφύγων και Απάτριδων του Βελγίου, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «Εάν το άτομο δεν είχε κανένα πρόβλημα με το νόμο πριν φύγει από το Καμερούν, δεν θα διωχθεί. Ο επικεφαλής μιας ΜΚΟ που βοηθά ευάλωτα άτομα ανέφερε στις 24 Μαρτίου 2022 ότι οι επαναπατρισθέντες Καμερουνέζοι δεν αντιμετωπίζουν συστηματικά δυσκολίες με τις αρχές και δεν θεωρούνται «συστηματικά» ως «προδότες του έθνους» από τις τελευταίες.
Προσθέτει ότι οι επαναπατρισμοί είναι ωστόσο μια ευκαιρία για την εξουσία να ελέγξει το προφίλ των επαναπατρισθέντων. Μεταξύ αυτών, μόνο όσοι είναι εγγεγραμμένοι ως «εχθροί του έθνους», λόγω πολιτικών δραστηριοτήτων που είχαν προηγουμένως ασκήσει κατά του Κράτους, είναι πιθανό να συναντήσουν δυσκολίες στην επιστροφή. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι άνθρωποι που επιστρέφουν στο Καμερούν σε περίπτωση απόρριψης αίτησης για διεθνή προστασία ή λόγω παράτυπης παραμονής, δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα με τις αρχές, εκτός εάν έχουν ιστορικό πολιτικών δραστηριοτήτων εναντίον του κράτους».[30] Η συλλογή επικεντρώνεται στη στάση των αρχών του Καμερούν απέναντι στους επαναπατριζόμενους υπηκόους του που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα παράνομα ή/και που έχουν υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία στο Βέλγιο (ή στην Ευρώπη) ή/και έχουν μείνει εκεί.[31]
Η πιο πάνω έκθεση σημειώνει ότι εάν το άτομο επαναπατριστεί χωρίς ταξιδιωτικό έγγραφο, η συνοριακή αστυνομία ειδοποιείται από το πλήρωμα της αεροπορικής εταιρείας για την παρουσία του στην πτήση και οι αρχές τον περιμένουν στην αποβίβαση από το αεροπλάνο. Ενδέχεται να ισχύουν συγκεκριμένα μέτρα ελέγχου για τους επιστραφέντες από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Καμερούν για πολιτικές δραστηριότητες κατά του κράτους ή για εγκληματικές δραστηριότητες. Αυτά τα άτομα συλλαμβάνονται κατά την άφιξη, μπορεί να τεθούν υπό κράτηση και μερικές φορές δικάζονται σύμφωνα με ασαφείς δικαστικές διαδικασίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν η έρευνα στο αεροδρόμιο οδηγεί σε υποψίες συμμετοχής σε δραστηριότητες που αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια ή σε πράξεις που μεταφέρουν κακή εικόνα της χώρας ή ότι τα άτομα καταζητούνται για αδικήματα του κοινού δικαίου πριν από την αναχώρησή τους από τη χώρα, επιβάλλεται κράτηση. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μετέδωσε η αστυνομία του αεροδρομίου, η παράτυπη μετανάστευση δεν αποτελεί λόγο κράτησης προσώπων.[32]
Η Cedoca ρώτησε διάφορες πηγές εάν γνώριζαν περιπτώσεις επαναπατρισθέντων υπηκόων του Καμερούν που αντιμετώπισαν προβληματικές καταστάσεις στο αεροδρόμιο επιστροφής μετά από αίτηση διεθνούς προστασίας στο Βέλγιο (ή στην Ευρώπη). Το πέρασμα από το Βέλγιο ή την Ευρώπη από μόνο του δεν εκθέτει τον επαναπατρισθέντα σε προβλήματα με τις αρχές του Καμερούν, εκτός εάν έχει ιστορικό με την αστυνομία ή εάν είναι ύποπτος για παράνομες δραστηριότητες ή είναι πιθανό να παραβιάσει την κρατική ασφάλεια. Συγκεκριμένα, όταν επιστρέφουν υπήκοοι του Καμερούν στη χώρα ενώ βρίσκονται στο αρχείο των αρχών, γνωστοί ως υπεύθυνοι για την πρόκληση προβλημάτων ή ως εμπνευστές ενεργειών που υπονομεύουν το κράτος ή ύποπτοι για πράξεις που τιμωρούνται από το ποινικό δίκαιο, είναι πιθανό να συλληφθούν και να οδηγηθούν σε αστυνομικό ή τμήμα χωροφυλακής όπου η κατάστασή τους εξετάζεται. Εάν οι υποψίες εξαλειφθούν, το άτομο μπορεί να φύγει. Διαφορετικά, μπορεί να οδηγηθεί στο δικαστήριο για δίκη. Σε αυτή την περίπτωση, ένας δικηγόρος μπορεί να αναλάβει την υπεράσπισή του.[33]
Με βάση τα ανωτέρω καταδεικνύεται ότι ο αιτητής, ως άτομο το οποίο έχει ιστορικό με την αστυνομία και τις αρχές του Καμερούν, ο οποίος έχει ήδη υποστεί δίωξη και έχει τεκμηριωμένο προφίλ στοχοποίησης, κατά την επιστροφή του υπάρχει εύλογη πιθανότητα να ελεγχθεί και να ανακριθεί από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Καμερούν για τις πολιτικές δραστηριότητες κατά του κράτους ή για εγκληματικές δραστηριότητες και κατ’ επέκταση να συλληφθεί, να τεθεί υπό κράτηση με ασαφείς δικαστικές διαδικασίες και τέλος να υποστεί εκ νέου βασανιστήρια.
Οι πράξεις δίωξης που υπέστη και υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί εκ νέου ο αιτητής με την επιστροφή του στη χώρα του εντάσσονται στους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης και του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Συγκεκριμένα, ο αιτητής συνελήφθη, τέθηκε υπό κράτηση και υπέστη βασανιστήρια εξαιτίας της συμμετοχής του σε διαδήλωση υπέρ των δικαιωμάτων του αγγλόφωνου Καμερούν και λόγω της γενικότερης δράσης του με το κίνημα SCNC. Οι ενέργειές του αποτελούν σαφή έκφραση πολιτικής πεποίθησης. Η συμμετοχή σε ειρηνικές εκδηλώσεις, η διάδοση απόψεων υπέρ της ανεξαρτησίας των αγγλόφωνων περιοχών τον καθιστά ευάλωτο σε στοχοποίηση από τις αρχές.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 3Δ(1)(ε) του Ν. 6 (Ι)/2000, η έννοια των πολιτικών πεποιθήσεων περιλαμβάνει και την υποστήριξη απόψεων επί ζητημάτων που σχετίζονται με τους φορείς δίωξης και τις πολιτικές τους, ανεξαρτήτως του αν αυτές οι απόψεις εκδηλώθηκαν ενεργά. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτητής συμμετείχε στο κίνημα SCNC το οποίο ήταν ενάντια στην κυβέρνηση και με τη συμμετοχή του σε διαδήλωση υπέρ των δικαιωμάτων των αγγλόφωνων του Καμερούν υπέστη στοχοποίηση από τις αρχές. Επομένως, η σύνδεση μεταξύ της δίωξης που υπέστη και των λόγων που αναγνωρίζει η Σύμβαση της Γενεύης είναι σαφής. Ως εκ τούτου, πληρούται το σωρευτικό κριτήριο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000και τεκμηριώνεται επαρκώς η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πράξεων δίωξης και των προστατευόμενων λόγων.
Η επόμενη προϋπόθεση που πρέπει να εξεταστεί είναι η ύπαρξη υπεύθυνου φορέα δίωξης. Σύμφωνα με το άρθρο 3Α του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000:
«3Α. Στους φορείς δίωξης ή σοβαρής βλάβης συμπεριλαμβάνονται:
(α) το κράτος,
(β) ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους,
(γ) μη κρατικοί φορείς, εάν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι φορείς που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), περιλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3Β.».
Στην παρούσα περίπτωση, δεν τίθεται ζήτημα εμπλοκής μη κρατικών φορέων ή ανεπαρκούς προστασίας. Οι πράξεις δίωξης που υπέστη ο αιτητής στο παρελθόν και πιθανόν να υποστεί στο μέλλον προέρχονται από κρατικό φορέα, τις αρχές του Καμερούν. Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, οι αρχές του Καμερούν προβαίνουν σε συστηματικές πρακτικές καταστολής εναντίον όσων θεωρούνται μέλη ή υποστηρικτές αποσχιστικών κινημάτων, όπως το SCNC. Έχει στοιχειοθετηθεί ότι ο αιτητής υπέστη αυθαίρετη κράτηση και βασανιστήρια από τις αρχές της χώρας του. Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι ο υπεύθυνος φορέας δίωξης είναι το ίδιο το κράτος του Καμερούν.
Σύμφωνα με το άρθρο 3Β(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000:
«(1) Προστασία μπορεί να παρέχεται από-
(α) το κράτος, ή
(β) ομάδες ή οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων διεθνών οργανισμών, που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους,
υπό την προϋπόθεση ότι επιθυμούν να προσφέρουν προστασία σύμφωνα με το εδάφιο (2) και είναι σε θέση να το πράξουν.
(2) Η προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης πρέπει να είναι αποτελεσματική και μη προσωρινή. Προστασία παρέχεται κατά κανόνα όταν οι φορείς που αναφέρονται στο εδάφιο (1) λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να αποτρέψουν τη δίωξη ή την πρόκληση σοβαρής βλάβης, μεταξύ άλλων, με τη λειτουργία αποτελεσματικού νομικού συστήματος για τον εντοπισμό, την ποινική δίωξη και τον κολασμό πράξεων που συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη, και όταν ο αιτητής έχει πρόσβαση στην προστασία αυτή.».
Λαμβάνοντας υπόψη ότι διαπιστώθηκε ότι ο φορέας δίωξης στην περίπτωση του αιτητή είναι το κράτος, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αυτό μπορεί ταυτόχρονα να του προσφέρει ουσιαστική, διαρκή και αποτελεσματική προστασία.
To άρθρο 12Γ (1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, αναφέρεται στην δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης, ως κατωτέρω:
«12Γ.-(1) Κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει ότι ο αιτητής δεν χρήζει διεθνούς προστασίας, εάν σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του-
(i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή
(ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β,
και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.»
Στην προκειμένη περίπτωση ο φορέας δίωξης είναι κρατικός και επομένως, η απειλή που αντιμετωπίζει ο αιτητής εκτείνεται σε ολόκληρη την επικράτεια του Καμερούν. Οι πράξεις δίωξης που υπέστη -σύλληψη, κράτηση, βασανιστήρια από τις αρχές- δεν σχετίζονται με τοπικό ή περιφερειακό παράγοντα, αλλά με την ίδια τη φύση της πολιτικής του δράσης υπέρ της αυτοδιάθεσης των αγγλόφωνων περιοχών, η οποία αντίκειται στις κρατικές πολιτικές. Η εσωτερική μετεγκατάσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε εφικτή ούτε λογικά αναμενόμενη. Ο αιτητής έχει ιστορικό με την αστυνομία και τις αρχές της χώρας του και η στοχοποίησή του δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένη περιοχή· αντιθέτως, επεκτείνεται σε όλη τη χώρα, ιδίως λόγω της γενικευμένης επιτήρησης των πολιτικά ενεργών προσώπων και της χρήσης μηχανισμών καταγραφής και δίωξης με εθνική εμβέλεια. Συνεπώς, δεν υφίσταται πραγματική δυνατότητα ασφαλούς, νόμιμης και βιώσιμης εσωτερικής μετεγκατάστασης του αιτητή εντός του Καμερούν.
Κατόπιν των ανωτέρω, καταλήγω ότι ο αιτητής δικαιούται να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας καθώς στο πρόσωπό του συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Ενόψει της κατάληξής μου αυτής οποιαδήποτε ενασχόλησή μου με τους άλλους νομικούς ισχυρισμούς που προβάλλει ο συνήγορος του αιτητή είναι αχρείαστη.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, όπως τα έχω αναφέρει και πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται δυνάμει του άρθρου 146(4)(δ) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, Ν. 73(Ι)/2018, με έξοδα όπως υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση. Κρίνω ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του αιτητή ως πρόσφυγα και δια ταύτα χορηγείται στον αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[2] IRB Canada, ‘Cameroon: Membership cards of the Southern Cameroons National Council (SCNC) and whether different versions are available; specimens (2019- September 2021) (2021), 5 October 2021, [CMR200612.E]
https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458446&pls=1
[3] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada, The Southern Cameroon National Council (SCNC), including its youth wing, structure and leadership; whether membership cards are issued; the treatment of its members by government authorities (1990-2000), [CMR35332.E], 2 October 2000
[4] Bertelsmann Stiftung (Author): BTI 2022 Country Report Cameroon, 23 February 2022, σ. 11
https://www.ecoi.net/en/file/local/2069769/country_report_2022_CMR.pdf
[5]Freedom House (Author): Freedom in the World 2022 - Cameroon, 24 February 2022
https://www.ecoi.net/en/document/2071860.html
[6] HRW – Human Rights Watch: Cameroon: Killings, Destruction in Anglophone Regions, July 2018
https://www.ecoi.net/en/file/local/1438857/3175_1532282307_cameroon0718-web2.pdf
[7] Republique Francaise, OFPRA, Division de l’information, de la documentation et des recherches – DIDR, «Cameroun: Le Southern Cameroons National Council depuis 2018», 18 Ιουνίου 2024, σ. 3 (ανεπίσημη μετάφραση από γαλλικά σε ελληνικά)
[8] Republique Francaise, OFPRA, Division de l’information, de la documentation et des recherches – DIDR, «Cameroun: Le Southern Cameroons National Council depuis 2018», 18 Ιουνίου 2024, σ. 3-4 (ανεπίσημη μετάφραση από γαλλικά σε ελληνικά)
[9] Republique Francaise, OFPRA, Division de l’information, de la documentation et des recherches – DIDR, «Cameroun: Le Southern Cameroons National Council depuis 2018»,18 Ιουνίου 2024, σ. 4 (ανεπίσημη μετάφραση από γαλλικά σε ελληνικά)
[10] Republique Francaise, OFPRA, Division de l’information, de la documentation et des recherches – DIDR, «Cameroun: Le Southern Cameroons National Council depuis 2018», 18 Ιουνίου 2024, σ. 4 (ανεπίσημη μετάφραση από γαλλικά σε ελληνικά)
[11] Republique Francaise, OFPRA, Division de l’information, de la documentation et des recherches – DIDR, «Cameroun: Le Southern Cameroons National Council depuis 2018», 18 Ιουνίου 2024, σ. 5 (ανεπίσημη μετάφραση από γαλλικά σε ελληνικά)
[12] Republique Francaise, OFPRA, Division de l’information, de la documentation et des recherches – DIDR, «Cameroun: Le Southern Cameroons National Council depuis 2018», 18 Ιουνίου 2024, σ. 5-6 (ανεπίσημη μετάφραση από γαλλικά σε ελληνικά)
[13] The Sun, ‘Government intensifies crack down on alleged activists as Anglophone crisis goes soar’, 25 July 2022
[14] HRW – Human Rights Watch (Author): “How Can You Throw Us Back?”; Asylum Seekers Abused in the US and Deported to Harm in Cameroon, February 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2068956/us_cameroon0222_web.pdf
[15] Belgium, Cedoca, COI Focus: Régions anglophones: situation sécuritaire 20 February 2023, σ. 37
[16] AI, Joint Declaration: Cameroon's Universal Periodic Review provides an Opportunity to call on the Cameroon Authorities to protect Human Rights in the Anglophone Regions, 13 November 2023, σ. 1 https://www.amnesty.org/en/documents/afr17/7408/2023/en/
[17] AI, Joint Declaration: Cameroon's Universal Periodic Review provides an Opportunity to call on the Cameroon Authorities to protect Human Rights in the Anglophone Regions, 13 November 2023, σ. 1 https://www.amnesty.org/en/documents/afr17/7408/2023/en/
[18] AI, Joint Declaration: Cameroon's Universal Periodic Review provides an Opportunity to call on the Cameroon Authorities to protect Human Rights in the Anglophone Regions, 13 November 2023, σ. 1 https://www.amnesty.org/en/documents/afr17/7408/2023/en/
[19] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Cameroon; Treatment of individuals perceived as separatists by the state [Q20-2024], 4 March 2024
[20] Freedom House, Freedom in the World 2023 - Cameroon, 2023
[21] R2P, Cameroon, 15 July 2025 https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/
[22] Reuters, “Cameroon Anglophone protests reignite with separatist tinge”, 22 September 2017
[23] EUAA - COI QUERY Country of Origin CAMEROON - Arrest warrants and wanted notices January 2023 to 18 July 2025 - 1. Legal framework and issuance procedures 2. Formal features and characteristics, including appearance, format, content and security features 3. Use of fraudulent or unofficial arrest warrants or wanted notices 4. Incidents of arrest without a warrant, [Q19-2025], 18 July 2025
[24] EUAA - COI QUERY Country of Origin CAMEROON - Arrest warrants and wanted notices January 2023 to 18 July 2025 - 1. Legal framework and issuance procedures 2. Formal features and characteristics, including appearance, format, content and security features 3. Use of fraudulent or unofficial arrest warrants or wanted notices 4. Incidents of arrest without a warrant, [Q19-2025], 18 July 2025
[25] Council of Europe, Άρθρο 3, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σ. 7
[26] Ό.π., σ. 14-15
[27] HRW – Human Rights Watch (Author): “How Can You Throw Us Back?”; Asylum Seekers Abused in the US and Deported to Harm in Cameroon, 10 February 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2068956/us_cameroon0222_web.pdf σελ. 3
[28] Ό.π., σελ. 26-28, 37-38
[29] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 20 March 2023
[30] CGRS-CEDOCA – Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit (Author): Cameroun; Le traitement réservé par les autorités nationales à leurs ressortissants de retour dans le pays, 16 May 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2085324/coi_focus_cameroun._le_traitement_reserve_par_les_autorites_nationales_a_leurs_ressortissants_de_retour_dans_le_pays_20220516.pdf σελ. 15
[31]CGRS-CEDOCA – Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit (Author): Cameroun; Le traitement réservé par les autorités nationales à leurs ressortissants de retour dans le pays, 16 May 2022, σ. 10 https://www.ecoi.net/en/file/local/2085324/coi_focus_cameroun._le_traitement_reserve_par_les_autorites_nationales_a_leurs_ressortissants_de_retour_dans_le_pays_20220516.pdf
[32] Ό.π., σ. 13
[33] Ό.π., σ. 14
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο