G.S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 981/2024, 14/11/2025
print
Τίτλος:
G.S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 981/2024, 14/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                                        Υπόθεση αρ. 981/2024

                                   

                                                  14 Νοεμβρίου 2025

 

            [Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                              Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                             G.S.

                                                                                                                                                                                                                                             Αιτητής

  Και

 

   Κυπριακής Δημοκρατίας,

   μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                                Καθ' ων η αίτηση

                                                                                                                          

Θ. Γεωργίου (κα), για Γεώργιος Βασιλόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Ειρ. Παραδεισιώτη (κα), για Β. Θωμά (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π:   Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 22/01/2024 η οποία του κοινοποιήθηκε στις 19/03/2024 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως παράνομης, άκυρης και στερούμενης οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (στο εξής Δ.Φ.) που κατατέθηκε στα πλαίσια των Διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είναι ενήλικας και κατάγεται από την Ινδία. Ο αιτητής εισήλθε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 27/04/2023. Στις 15/07/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, στις 18/01/2024 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στις 22/01/2024, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου αποφάσισε όπως να μην παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στις 24/01/2024 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς τον αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 19/03/2024. Στη συνέχεια ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

Η συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής αγόρευσης, προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και διατήρησε μόνο τον λόγο ακύρωσης που αφορά την αναρμοδιότητα του προσώπου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ενόψει των δηλώσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από τον λόγο ακύρωσης που αφορά την αναρμοδιότητα του οργάνου που έκδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αποσύρονται και απορρίπτονται.

Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα της αναρμοδιότητας, ο συνήγορος του αιτητή επικαλείται ότι η κυρία Χρυσομηλά-Κουτσουμπά ασκούσε χρέη Προϊσταμένου στην Υπηρεσία Ασύλου, καθότι βρισκόταν στην Υπηρεσία Ασύλου με απόσπαση από άλλη Υπηρεσία, για την περίοδο από 16/04/2020 μέχρι 08/12/2022, ημερομηνία κατά την οποία έληξε η απόσπαση της. Ισχυρίζεται ότι ενόψει του ότι δεν υφίστατο οποιοσδήποτε Προϊστάμενος στην Υπηρεσία Ασύλου από τις 08/12/2022 και μετέπειτα, δεν δύναται κάποιος άλλος λειτουργός να ασκήσει την εν λόγω αρμοδιότητα, αφού αυτή η αρμοδιότητα ασκείται αντί του Προϊσταμένου, επομένως  ως ισχυρίζεται, η απόφαση που έχει ληφθεί είναι άκυρη, μιας και η εξουσιοδότηση που έχει ληφθεί από τους λειτουργούς δεν έχει ισχύ από τις 09/12/2022 και έπειτα.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί της αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την απόφαση, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι η κα Θεοφανώ Μιχαηλίδου, το πρόσωπο το οποίο ενέκρινε την εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου. Ως προς τον ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή περί ανυπαρξίας του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου για ορισμένο διάστημα, η συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγείται ότι αυτός είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης από το παρόν Δικαστήριο καθότι δεν είναι επίδικο θέμα στην παρούσα υπόθεση ποιο πρόσωπο εκτελούσε καθήκοντα Προϊσταμένου αλλά αν το αποφασίζον όργανο ήταν αρμόδιο και δεόντως εξουσιοδοτημένο, κάτι το οποίο εν προκειμένω, ως είναι η θέση τους, ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένο. Πρόσθετα, και άνευ βλάβης της πιο πάνω θέσης, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση προβάλει ότι, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο υπήρχε εξουσιοδότηση του Υπουργού προς λειτουργό να λειτουργεί ως Προϊστάμενος. Τονίζει ότι το πρόσωπο που εξουσιοδοτεί ο Υπουργός ενεργεί ως Προϊστάμενος κα όχι σε αντικατάσταση του Προϊσταμένου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να απασχολήσει το Δικαστήριο ποιο πρόσωπο ανέλαβε καθήκοντα μετά την κα. Χρυσομηλά. Τέλος, η συνήγορος της Δημοκρατίας, ισχυρίζεται ότι η θέση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου δεν είναι οργανική και ως επισημαίνει, η εν λόγω θέση μπορεί επίσης να καλυφθεί και εσωτερικά με την απλή ανάθεση σε κάποιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με την απαντητική του Γραπτή Αγόρευση, ο αιτητής επαναλαμβάνει τις θέσεις του περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου.

 

Έχω εξετάσει προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις και των δύο πλευρών, υπό το φως του περιεχομένου του οικείου Διοικητικού Φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έκδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αρμοδιότητα του οργάνου αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως που μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα το Δικαστήριο ( βλ. σχετικά Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255).

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Περί Προσφύγων Νόμου, όπου δίνεται η έννοια του Προϊσταμένου (παραθέτω αυτολεξεί): "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»

Σύμφωνα με τον περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμος του 1962 (Ν. 23/1962), άρθρο 3(2)( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) «(2) Οσάκις δυvάμει Νόμoυ ή διoικητικής πράξεως γεvoμέvης κατ' εξoυσιoδότησιv Νόμoυ Υπoυργός τις ή Αvεξάρτητoς τις Αξιωματoύχoς της Δημoκρατίας ή ετέρα αρχή εv τη Δημoκρατία κέκτηται εξoυσίας εvασκήσεως oιωvδήπoτε εξoυσιώv απoρρεoυσώv εκ τιvoς Νόμoυ, o τoιoύτoς Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή, εκτός εάv διά Νόμoυ ρητώς απαγoρεύεται τoύτo, δύvαται vα εξoυσιoδoτήση εγγράφως oιovδήπoτε πρόσωπov κατέχov αρμoδίαv τιvά θέσιv εις αρμoδίαv υπηρεσίαv εμπίπτoυσαv εvτός της δικαιoδoσίας τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, όπως εvασκή τας τoιαύτας εξoυσίας εκ μέρoυς τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, υπό τoιoύτoυς όρoυς, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις ως o Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή ήθελεv εv τη τoιαύτη εξoυσιoδoτήσει καθoρίσει.» 

Ως διαπιστώνω από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε, η απόφαση λήφθηκε στις 22/01/2024 από την κα Θεοφανώ Μιχαηλίδου, Διοικητικό Λειτουργό Α’ της Υπηρεσίας Ασύλου ( βλ. ερυθρό 35 του Δ.Φ.), η οποία έχει εξουσιοδοτηθεί γι΄ αυτό από τον Υπουργό Εσωτερικών με βάση την επιστολή ημερ. 14/09/2023 που είναι κατατεθειμένη στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (βλ. ερυθρό 26 του Δ.Φ.).

Ως εκ τούτου φαίνεται καθαρά ότι το πρόσωπο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση ήταν η κα Μιχαηλίδου, η οποία ήταν εξουσιοδοτημένη περί τούτου με την ως άνω αναφερθείσα επιστολή η οποία είναι κατατεθειμένη στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (ερυθρό 26 του Δ.Φ.).

Συνεπώς, καταλήγω ότι κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης η κα Μιχαηλίδου είχε αρμοδιότητα και ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη να το πράξει τούτο.

Ως προς το ζήτημα που εγείρεται από τον συνήγορο του αιτητή περί ανυπαρξίας Προϊσταμένου κατά τον επίδικο χρόνο λήψης της απόφασης καθότι ως ισχυρίζεται η κυρία Χρυσομηλά-Κουτσουμπά ήταν το πρόσωπο που ασκούσε χρέη Προϊσταμένου στην Υπηρεσία Ασύλου με απόσπαση για την περίοδο από 16/04/2020 μέχρι 08/12/2022, και η απόσπαση της είχε λήξει από εκείνη την περίοδο και έπειτα και επομένως δεν υφίστατο οποιοσδήποτε Προϊστάμενος στην Υπηρεσία Ασύλου και δεν δύνατον κάποιος άλλος λειτουργός να ασκήσει την εν λόγω αρμοδιότητα του Προϊσταμένου, και επομένως ενόψει τούτου η απόφαση που έχει ληφθεί είναι άκυρη, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω τα ακόλουθα:

Η επίδικη απόφαση λήφθηκε στις 22/01/2024 όπου εκείνη την χρονική στιγμή νόμιμα εξουσιοδοτημένη να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου ήταν η κα. Θεοφανώ Μιχαηλίδου. Παραπέμπω σχετικά στην σχετική εξουσιοδότηση ημερ. 14/09/2023, που παραχωρήθηκε από τον ίδιο τον Υπουργό Εσωτερικών στην κα. Μιχαηλίδου, στην οποία καταγράφεται ότι «[…] εξουσιοδοτώ:

 την κα Θεοφανώ Μιχαηλίδου, Διοικητικό Λειτουργό Α΄ της Υπηρεσίας Ασύλου

 για να ασκεί όλες τις εξουσίες και να εκτελεί όλα τα καθήκοντα του Προϊσταμένου, περιλαμβανόμενης της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς Προστασίας και αποφάσεων επιστροφών […]».

Επομένως, εμφαίνεται ξεκάθαρα ότι η κα Μιχαηλίδου είχε αναλάβει καθήκοντα Προϊσταμένου στις 14/09/2023 και επομένως κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 22/01/2024, ήταν νόμιμα εξουσιοδοτημένη περί τούτου. Δεν αντιλαμβάνομαι επίσης πως ο εν λόγω ισχυρισμός επηρεάζει την παρούσα διαδικασία καθότι δεν έχει επεξηγηθεί πως η λήξη της απόσπασης της κυρίας Χρυσομηλά στην Υπηρεσία Ασύλου  επηρεάζει τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, μιας και ως έχει αναφερθεί ξεκάθαρα κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρχε εξουσιοδότηση προς το πρόσωπο της κας Μιχαηλίδου για να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου.

 

Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός περί του ότι ήταν αναρμόδιο το πρόσωπο που έκδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και ότι δεν υπήρχε Προϊστάμενος κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται ως απαράδεκτος και αβάσιμος στο σύνολό του.

 

Ενόψει του ότι δεν έχει προωθηθεί οποιασδήποτε άλλος λόγος ακύρωσης από την συνήγορο του αιτητή, το παρόν Δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει την ορθότητα της απόφασης ήτοι να προβεί σε έλεγχο επί της ουσίας σύμφωνα με το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2018 (Ν. 73 (Ι)/2018).

 

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το αρμόδιο όργανο ορθώς αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα του Αιτητή.

Κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο αιτητής δήλωσε ότι στην Ινδία υπήρχε κίνδυνος για την ζωή του και ως εκ τούτου κατέφτασε στην Κυπριακή Δημοκρατία για να είναι ασφαλής καθώς επίσης και για μια καλύτερη ζωή. Τέλος, ο αιτητής καταλήγει ότι αφού κατέφθασε στην Δημοκρατία, οι θείοι του σκότωσαν τον πατέρα του και τώρα απειλούν τον ίδιο τηλεφωνικώς (ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 6 του Δ.Φ.).

 

Στο πλαίσιο της προσωπικής του συνέντευξης, ο αιτητής δήλωσε ότι έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στην χώρα του δεν εργαζόταν. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε ότι είναι άγαμος και άτεκνος. Ο αιτητής κατά την παραμονή του στην Κυπριακή Δημοκρατία, εργαζόταν, όμως ως ανάφερε, διέκοψε την εργασία του και δεν κατάφερε να εξεύρει νέα εργασία. Η παραμονή του στην Δημοκρατία, ως δήλωσε, κατέστη παράνομη. Ερωτώμενος εάν σε περίπτωση που υπήρχε η δυνατότητα να συνεχίσει να εργάζεται, θα συνέχιζε την εργασία του και δεν θα υπέβαλε αίτηση ασύλου, απάντησε θετικά, δηλώνοντας ότι θα συνέχιζε να εργάζεται.

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους ο αιτητής εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του δήλωσε ότι είχε κτηματικές διαφορές με τον θείο του, χωρίς ωστόσο να του συμβεί κάτι συγκεκριμένο. Κληθείς να εξηγήσει τον λόγο που υπέβαλε αίτημα για άσυλο 7 χρόνια μετά την άφιξη του στην Δημοκρατία ανέφερε ότι ο λόγος ήταν επειδή συνελήφθη και επιθυμούσε όπως αποφυλακιστεί και ακολούθως ανέφερε ότι ο λόγος που δεν προέβη σε αίτημα ασύλου νωρίτερα ήταν γιατί κατείχε άδεια εργασίας. Ακολούθως, κατόπιν σχετικού ερωτήματος, γιατί στην αίτηση του ανάφερε ότι ήρθε για ασφάλεια, μιας και δεν συνέβη κάτι στον ίδιο προσωπικά, ο ίδιος αποκρίθηκε ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε συγκεκριμένος λόγος και ότι ο πατέρας του απεβίωσε το 2014. Ερωτώμενος να αναφέρει γιατί κατέγραψε στην αίτηση του ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε το 2016, όταν ο ίδιος είχε ήδη εγκαταλείψει την χώρα του, δήλωσε ότι ο λόγος ήταν επειδή κάποιος άλλος τον βοήθησε να συμπληρώσει την αίτηση.

Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολόγησε τα όσα ο Αιτητής δήλωσε στην συνέντευξη του και διέκρινε τους εξής ισχυρισμούς: Α) ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και προσωπικά στοιχεία του αιτητή και Β) ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του από τον θείο του λόγω περιουσιακής διαφοράς.

Αξιολογώντας τον πρώτο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός τον έκανε αποδεκτό ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο. Αντιθέτως, δεν έγινε αποδεκτός ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή περί του φόβου δίωξης από τον θείο του λόγω περιουσιακής διαφοράς, καθότι κρίθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται τον πυρήνα του αιτήματός του και κληθείς να εισφέρει περισσότερες πληροφορίες, υπέπεσε σε αντιφάσεις, έλλειψη ευλογοφάνειας και επαρκών πληροφοριών. Αρχικά, ο λειτουργός επισημαίνει ως έλλειψη ευλογοφάνειας το γεγονός ότι ο αιτητής αναφέρθηκε σε προβλήματα με τον θείο του από το 2015, εντούτοις δεν του συνέβη το οτιδήποτε. Οι ισχυρισμοί του αιτητή χαρακτηρίστηκαν ως αντιφατικοί αφού ενώ ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ότι, παρά το πρόβλημα που αντιμετώπιζε με το θείο του λόγω περιουσιακής διαφοράς εντούτοις δεν του έχει συμβεί το οτιδήποτε, στην αίτηση του ωστόσο ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του για ασφάλεια. Ως καταγράφει ο αρμόδιος λειτουργός, όταν του επισημάνθηκε η εν λόγω αντίφαση, ο αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες και απλά ανάφερε ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος και ο πατέρας του έχει αποβιώσει. Επιπρόσθετα, ο λειτουργός, έκρινε τους ισχυρισμούς του αιτητή ως μη εύλογους, καθώς ο αιτητής υποστήριξε πως εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω του προβλήματος με το θείο του λόγω περιουσιακής διαφοράς το 2016, όμως υπέβαλε την αίτηση για διεθνή προστασία μετά την πάροδο 7 και πλέον χρόνων, αναφέροντας  ότι ο λόγος που υπέβαλε την αίτηση ήταν μόνο επειδή συνελήφθη και ήθελε να αφεθεί ελεύθερος, γεγονός που δεικνύει πως στόχος του ήταν η νομιμοποίηση της παραμονής του στη χώρα.

Ακόμα, ως αντιφατικούς έκρινε ο λειτουργός τους ισχυρισμούς του αιτητή ενόψει του ότι ο τελευταίος ανέφερε κατά την διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης ότι ο πατέρας του απεβίωσε το 2014 όταν βρισκόταν ακόμη στην χώρα καταγωγής του, ενώ στην αίτηση του υποστήριξε ότι οι θείοι του τον δολοφόνησαν μετά την άφιξή του στη Δημοκρατία. Όταν του επισημάνθηκε η αντίφαση, ισχυρίστηκε ότι άλλο πρόσωπο τον βοήθησε με την συμπλήρωση της αίτησης του, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τον αρχικό του ισχυρισμό πως ο ίδιος τη συμπλήρωσε και ότι το περιεχόμενό της αίτησης του ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ομοίως, ο λειτουργός κρίνει ως αντιφατικούς τους ισχυρισμούς του αιτητή, μιας και ο αιτητής δεν αναφέρθηκε κατά την καταγραφή της αίτησής του στο πρόβλημα της περιουσιακής διαφοράς. Τέλος, ο λειτουργός σημειώνει ότι ο αιτητής εισήλθε στη Δημοκρατία με άδεια εργασίας στις 02/01/2016, αλλά υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 27/04/2023, δηλαδή σε διάστημα περισσότερο από 7 χρόνια αργότερα και ενώ κρατείτο στις Κεντρικές Φυλακές λόγω παράνομης παραμονής, όπου ως επισημαίνεται η πράξη του αυτή επιβεβαιώνει τον πραγματικό λόγο της υποβολής της αίτησης του, γεγονός που πλήττει καίρια την αξιοπιστία των ισχυρισμών του περί δίωξης.

Ο αρμόδιος λειτουργός δεν προέβη σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προς διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό κρίση ισχυρισμού, καθότι έκρινε ότι τα λεγόμενα του αιτητή αποτελούν τον μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του ισχυρισμού του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης και λόγω της μη θεμελιωθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας, απέρριψε τον  εν λόγω ισχυρισμό.

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αξιολογώντας τα όσα ο αιτητής δήλωσε στην συνέντευξη του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης για να του παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 19 αντίστοιχα του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων στη βάση και της εκ του Νόμου παρεχόμενης δικαιοδοσίας, αρχικά συντάσσομαι με το ότι ο πρώτος ισχυρισμός όσον αφορά τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, ορθώς έγινε αποδεκτός από τους Καθ’ ων η αίτηση αφού δεν έχουν προκύψει στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου.

 

Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό επίσης συμφωνώ με την αξιολόγηση στην οποία έχουν προβεί οι Καθ’ ων η αίτηση και την μη αποδοχή του. Συγκεκριμένα παρατηρώ εκ προοιμίου ότι το αφήγημα του αιτητή ήταν γενικό και υπέπεσε σε πολλές ασάφειες και ανακρίβειες, οι οποίες πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του. Ορθώς λοιπόν θεωρώ κρίθηκε από τους καθ' ων η αίτηση ότι, τα όσα προβλήθηκαν στη συνέντευξη του αιτητή, ως ανωτέρω καταγράφονται, έθεταν εύλογα εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των λεγομένων του αναφορικά με τα όσα ισχυρίστηκε, καθότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του ενώ οι απαντήσεις του στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και περιείχαν αρκετές ελλείψεις και ασυνέπειες όσον αφορά τον κίνδυνο που ισχυρίστηκε ότι διατρέχει. Παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του αιτητή, προβάλλονται κατά γενικό και αόριστο τρόπο και στερούνται συγκεκριμένων και επαρκών λεπτομερειών ώστε να παραπέμπουν σε εξατομικευμένα και βιωμένα από τον ίδιο τον αιτητή περιστατικά.

 

Θα συμφωνήσω επίσης με την αξιολόγηση στην οποία έχει προβεί ο αρμόδιος λειτουργός ως καταγράφεται στην έκθεση – εισήγηση και με τα σημεία που εντόπισε περί του να καταλήξει σε εύρημα περί της μη αξιοπιστίας του αιτητή και επομένως παρέλκει η όποια επανάληψη τους.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι εκ των όσων αυτός δήλωσε, λόγω της απολύτου προσωπικής φύσεως τους, δεν προκύπτουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας σε εξωτερικές πηγές. Στη βάση λοιπόν της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.

 

Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Συνακόλουθα ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να του παρασχεθεί ούτε προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Εν τέλει, σημειώνεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, έκδωσε την Κ.Δ.Π. 145/2025 όπου καθόρισε τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Ινδία. Ο αιτητής στην παρούσα δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως, καταλήγω ότι ορθώς κρίθηκε επί της ουσίας ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

                                                                                 Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο