ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: Τ105/2025
12 Νοεμβρίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Α.Μ.K.Α
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Ζ. Ποντίκη (κα) για Αλ Τάχερ Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή
Στην απουσία των Καθ' ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)
[Ο Αιτητής παρών]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση ως αυτή περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 07/02/2025 σύμφωνα με την οποία η δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του κρίθηκε ως απαράδεκτη και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Επιπλέον με δεύτερο αιτητικό, αιτείται απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία να τροποποιεί την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και/ή να ζητείται η επανεξέταση της αίτησης του Αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού βάση της σημερινής κατάστασης του Αιτητή, τις σημερινές πραγματικές καταστάσεις του και τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επαναπροώθησης στη χώρα του.
Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, Υπόμνημα συνοδευόμενο από το σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία του Αιτητή ο οποίος εκπροσωπείται από δικηγόρο.
Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου Διοικητικό Φάκελο, πρόκειται για ενήλικα, υπήκοο της Αιγύπτου και κάτοχος διαβατηρίου, ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, αρχικά το 2008 αφιχθείς στην Κύπρο νόμιμα έχοντας στην κατοχή του άδεια εργασίας. Μετά από καταγγελία του εργοδότη του περί το Απρίλιο 2011, ο Αιτητή κατέστη αναζητούμενο πρόσωπο η δε άδεια παραμονής του είχε λήξει και εναντίον του εκδόθηκαν το έτος 2014 διατάγματα κράτησης και απέλασης. Περί το έτος 2014, ο Αιτητής επέστρεψε στην χώρα καταγωγής εγκαταλείποντας αυτήν εκ νέου το Φεβρουάριο 2015, ερχόμενος και πάλι στην Κύπρο, αυτή τη φορά παράνομα μέσω των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου. Εναντίον του Αιτητή ασκήθηκε ποινική δίωξη μεταξύ άλλων για παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία από μη εγκεκριμένο λιμάνι και για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Εκκρεμούσης της αναφερόμενης υπόθεσης ο Αιτητής για πρώτη φορά υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 07/04/2015.
Στις 24/04/2015 και 23/10/2015 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 26/10/2015, αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Στις 18/11/2015, εκδόθηκε απορριπτική απόφαση από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 08/12/2025. Μη αποδεχόμενος αυτής, ο Αιτητής άσκησε το συνταγματικό του δικαίωμα μέσω διοικητικής προσφυγής ενώπιον της Αναθεωρητική Αρχή Προσφυγών κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στην συνέχεια απορρίφθηκε με απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφυγών ημερομηνίας 26/10/2020.
Στις 02/11/2022, ο Αιτητής συμπλήρωσε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, στην οποία ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του καθότι απειλείται από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα «Muslim Brothers» τα τελευταία οκτώ έτη. Περαιτέρω, ανέφερε ότι διαμένει στην Κυπριακή Δημοκρατία τα τελευταία δεκαπέντε έτη μαζί με τον αδελφό του, όπου, η ζωή του είναι βελτιωμένη σε σύγκριση με εκείνη στη χώρα καταγωγής του. Επιπλέον αναφέρθηκε σε προβλήματα ιδιοκτησίας με τους θείους του, ενώ υποστήριξε ότι ο τρίτος του αδελφός δολοφονήθηκε από τη Μουσουλμανική αδελφότητα «Muslim Brothers».
Κατά την εξέτασή της σε προκαταρκτικό στάδιο, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στις 09/03/2023, συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, με το οποίο εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη, δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Η προαναφερθείσα εισήγηση εγκρίθηκε από δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου στις 14/03/2023, ο οποίος αποφάσισε την απόρριψη ως απαράδεκτης της αίτησης του Αιτητή.
Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 04/04/2023 κοινοποιήθηκε στον Αιτητή δια ταχυδρομείου στη τελευταία γνωστή διεύθυνση του Αιτητή στις 27/04/2023. Ακολούθησε η υποβολή της υπ’ αριθμό Τ1498/23 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, την οποία στη συνέχεια ο ίδιος μέσω του συνηγόρου του απέσυρε στις 05/12/2023.
Ένα χρόνο αργότερα και συγκεκριμένα στις 08/11/2024, συμπλήρωσε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση, αιτούμενος το επανάνοιγμα του φακέλου του, δηλώνοντας ότι στις 14/09/2014 δέχτηκε επίθεση μαζί με τον αδελφό του, κατά την οποία ο αδελφός του τον οποίο κατ’ ονομάζει καθώς και άλλα δύο πρόσωπα τα οποία επίσης κατ΄ ονομάζει φονεύθηκαν. Ο ίδιος υπέστη τραυματισμούς στο αριστερό του χέρι και στο αριστερό του πόδι. Όπως ανέφερε, οι δράστες της επίθεσης ανήκαν σε τρομοκρατική οργάνωση με την ονομασία “Al-
Εkhwan”. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, τα εν λόγω άτομα απολύθηκαν από τις αρχές και άρχισαν να εκδικούνται οποιονδήποτε τους αντιστεκόταν, έχοντας ισχυρή επιρροή στο χωριό του. Αυτή τη φορά ο Αιτητής προσκόμισε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου μεταφρασμένη αστυνομική έκθεση προς υποστήριξη των ισχυρισμών του (ερυθρά 124 – 125 και 121 - 122 του διοικητικού φακέλου).
Κατά την εξέτασή της σε προκαταρκτικό στάδιο, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στις 07/02/2025, συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, με το οποίο εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη, δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα. Αυθημερόν η προαναφερθείσα εισήγηση εγκρίθηκε από δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου. Με επιστολή ημερομηνίας 07/02/2025 της Υπηρεσίας Ασύλου, την οποία παρέλαβε ο Αιτητής 17/02/2025, γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή η απόφαση απόρριψης του δεύτερου μεταγενέστερου αιτήματός του μαζί με την αιτιολογία αυτής.
Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής καταχώρισε μέσω συνηγόρων την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την Ακρόαση της παρούσας, η συνήγορος του Αιτητή, υποστήριξε ότι με τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή προέκυψαν νέα στοιχεία, αναφερόμενη στην αστυνομική έκθεση και την επισυναπτόμενη μετάφρασή της, την οποία ο Αιτητής προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου και αφορά τον κίνδυνο που ενέχει στη χώρα καταγωγής του και τα οποία κατ’ ισχυρισμό δεν μπορούσε να προσκομίσει σε προηγούμενο στάδιο. Τούτων λεχθέντων αποτελεί θέση της κ. Ποντίκη ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα αναφορικά με την τρομοκρατική οργάνωση, στην οποία φέρεται να ήταν μέλος ο αδελφός του Αιτητή, γεγονός που ενισχύει τον ισχυρισμό περί κινδύνου για τον ίδιο. Ως εκ τούτου η συνήγορος εισηγείται την επιτυχία της υπό εξέταση προσφυγής, εφόσον οι Καθ'ων η αίτηση εσφαλμένα απέρριψαν την αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη.
Στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας η συνήγορος του Αιτητή, προβάλλει τη θέση πως ο Αιτητής έχει τελέσει γάμο με γυναίκα, υπήκοο Βουλγαρίας, η οποία βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία, τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης και αναμένεται να γεννήσει εντός τριμήνου. Η συνήγορός του υποστήριξε ότι η επικείμενη γέννηση του ανηλίκου τέκνου ενισχύει τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας.
Το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει υποβληθείσες μεταγενέστερες αιτήσεις αποτελούν τα άρθρα 12Βτετρακις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου και προνοούν τα ακόλουθα (ο τονισμός και οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):
«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο
(i) Μεταγνέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον-
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Το δε άρθρο 12Βτετράκις(2) προνοεί ότι: (οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)
«Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνο εάν-
[..]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή [.]».
Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξέτασης της αρχικής του/της αίτησης. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς επί της ουσίας εξέταση. Αντίθετα εάν διαπιστωθεί από τον Προϊστάμενο ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η Αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.
Είναι απολύτως αντιληπτό ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αρχικής αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος, εν πρώτης, έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μια συγκριτική εξέταση της αρχικής αίτησης του/της Αιτητή/τριας με την μεταγενέστερη του/της αίτηση ώστε να διαφανεί εάν με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ο/η Αιτητής/τρια για πρώτη φορά προβάλλει τέτοια στοιχεία ή ισχυρισμούς τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.
Ο Αιτητής στην αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας το 2015 ανέφερε ως λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του ότι ο αδελφός του σκοτώθηκε σε κάποια ειρηνική διαδήλωση εναντίον του Ali Ikhwan. Πρόσθεσε ότι βρισκόταν δίπλα από τον αδελφό του όταν οπαδοί του Ali Ikhwan έριξαν πυροβολισμούς. Οι οπαδοί επίσης έριξαν πυροβολισμούς κατά τη διάρκεια της κηδείας του αδελφού του, ενώ ανάγκασαν τον ίδιο και την οικογένεια του να φύγουν από το χωριό, καθότι απειλούνταν από τις ομάδες αυτές. Δήλωσε επιπλέον, ότι εκτοπίστηκαν μακριά από τη χώρα. Τέλος, δήλωσε ότι εξακολουθεί να διατρέχει κίνδυνο και ότι φοβάται για τη ζωή του ιδίου και της οικογένειάς του (ερυθ. 8 δ.φ.). Οι εν λόγω ισχυρισμοί, προωθήθηκαν και κατά τις συνεντεύξεις του.
Στη βάση των πιο πάνω και μετά από την εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα του Αιτητή εφόσον κρίθηκε πως δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί πρόσφυγας ή για να του χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο Αιτητής υπέβαλε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφυγών, η οποία απορρίφθηκε.
Με την πρώτη μεταγενέστερη αίτησή του, η οποία καταχωρήθηκε επτά έτη μετά την αρχική του αίτηση, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η ζωή του τελεί υπό κίνδυνο, καθότι απειλείται από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα “MuslimBrothers” τα τελευταία οκτώ έτη. Περαιτέρω, ανέφερε ότι διαμένει στην Κυπριακή Δημοκρατία τα τελευταία δεκαπέντε έτη μαζί με τον αδελφό του, όπου, όπως υποστηρίζει, η ζωή του είναι βελτιωμένη σε σύγκριση με εκείνη στη χώρα καταγωγής του. Επιπλέον, αναφέρθηκε σε προβλήματα ιδιοκτησίας με τους θείους του, ενώ υποστήριξε ότι ο τρίτος του αδελφός δολοφονήθηκε από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα “Muslim Brothers”. Τέλος, δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, διατρέχει κίνδυνο για τη ζωή του.
Στην βάση των δηλώσεων του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν ως απαράδεκτη την αίτησή του καθώς δεν προέβαλε νέα στοιχεία, αλλά στοιχεία τα οποία έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί, ενώ αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι αντιμετωπίζει προβλήματα ιδιοκτησίας με τους θείους του, κρίθηκε πως αυτός δεν προβλήθηκε σε προγενέστερο στάδιο από υπαιτιότητα του Αιτητή (ερυθρά 89 - 92 του διοικητικού φακέλου).
Υπενθυμίζω ότι ο Αιτητής αμφισβήτησε την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης υποβάλλοντας προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, την οποία αυτοβούλως σε κατοπινό στάδιο απέσυρε, καθιστώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου τελεσίδικη.
Ωστόσο προχώρησε σε υποβολή δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία καταχωρήθηκε σε διάστημα δύο ετών από την προηγούμενη. Με αυτήν προωθεί τη θέση πως στις 14/09/2014 δέχθηκε επίθεση μαζί με τον αδελφό του, κατά την οποία ο αδελφός του, τον οποίο κατ’ ονομάζει καθώς άλλα δύο άτομα τα οποία επίσης κατ’ ονομάζει, φονεύθηκαν. Ο ίδιος υπέστη τραυματισμούς στο αριστερό του χέρι και στο αριστερό του πόδι. Όπως ανέφερε, οι δράστες της επίθεσης ανήκαν σε τρομοκρατική οργάνωση με την ονομασία “Al-
Εkhwan”. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, τα εν λόγω άτομα απολύθηκαν από τις αρχές και άρχισαν να εκδικούνται οποιονδήποτε τους αντιστεκόταν, έχοντας ισχυρή επιρροή στο χωριό του. Ο Αιτητής τόνισε ότι δεχόταν απειλές κατά της ζωής του και, για τον λόγο αυτό, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αίγυπτο και να μεταβεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, αναζητώντας ασφάλεια.
Περαιτέρω, προσκόμισε μεταφρασμένη αστυνομική έκθεση προς υποστήριξη των ισχυρισμών του (ερυθρά 124 – 125 και 121 - 122 του διοικητικού φακέλου).
Στην βάση των δηλώσεων του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν την δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη την οποία και απέρριψαν εφόσον δεν προβλήθηκαν νέα στοιχεία ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, αλλά επανέλαβε τους λόγους που έχουν ήδη προωθηθεί τόσο κατά τις δύο προηγούμενες αιτήσεις του (αρχική και πρώτη μεταγενέστερη) όσο και στα πλαίσια της προσφυγής που καταχώρισε και έχουν απορριφθεί.
Περαιτέρω, αναφορικά με την μεταφρασμένη αστυνομική έκθεση που προσκόμισε ο Αιτητής προς υποστήριξη των ισχυρισμών του (ερυθρά 124 – 125 και 121 - 122 του διοικητικού φακέλου), οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν εξετάζοντας αυτήν, πως εν λόγω έγγραφα δεν προσθέτουν οτιδήποτε στο αφήγημά του πέραν της επανάληψης των όσων αναφέρθηκαν κατά τις συνεντεύξεις που διενεργήθηκαν στον ίδιον όσο και κατά τη διάρκεια της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής του, όπου οι ισχυρισμοί του κρίθηκαν αναξιόπιστοι. Επιπλέον κρίθηκε πως δεν επικαλέστηκε λόγους για τους οποίους δεν αναφέρθηκε σε αυτά τα στοιχεία κατά την προηγούμενη αίτησή του, ενώ φαίνεται ότι αυτά προϋπήρχαν, ούτε μέσω της προσφυγής που υπέβαλε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, την οποία στη συνέχεια απέσυρε. Επομένως, λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα. Επιπρόσθετα, ουδέποτε υπέβαλε τα εν λόγω έγγραφα από το αρχικό αίτημά του, λόγω δικής του υπαιτιότητας. Λαμβάνοντας επομένως υπόψη ότι τα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής με την μεταγενέστερη αίτησή του, δεν υποβλήθηκαν σε οποιαδήποτε προηγούμενη διαδικασία, δηλαδή ουδέποτε από το αρχικό αίτημα για διεθνή προστασία λόγω δικής του υπαιτιότητας ενώ είχε την ευκαιρία να αναφέρει και να τεκμηριώσει οτιδήποτε, συνεπάγεται πως στο σύνολο τους οι ισχυρισμοί και τα στοιχεία αυτά, τα οποία αποτελούνται από προσωπικές αναφορές του Αιτητή στην μεταγενέστερη αίτηση, δεν συνδέονται με τις προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 2000 για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Με βάση όλα τα πιο πάνω, επομένως, οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη.
Επαναλαμβάνεται ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση αυτού και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.
Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ως εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι πράγματι, με την υποβολή της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής δεν προέβαλε νέα στοιχεία, τα δε έγγραφα που προσκόμισε δε δύναται να θεωρηθούν ως νέα στοιχεία που αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησης διεθνούς προστασίας, εφόσον δεν προσφέρουν οτιδήποτε πέραν των όσων ήδη εξετάστηκαν κατ’ ουσία από τους Καθ’ ων η αίτηση σε προηγούμενα στάδια. Δεν παραγνωρίζω πως πρόκειται για αστυνομική έκθεση με ημερομηνία σύνταξης την 14/09/2014 στην οποία ο Αιτητής ουδέποτε στο παρελθόν αναφέρθηκε, ωστόσο αναφέρθηκε και εξετάστηκε αυτός καθ’ αυτός ο ισχυρισμός του. Ως εκ τούτου τα αναφερόμενα έγγραφα πράγματι δεν προσθέτουν οτιδήποτε στην εξέταση του αιτήματος του Αιτητή. Συνεπώς ορθά οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν τη μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη στη βάση του ότι οι ισχυρισμοί του δεν προβλήθηκαν κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησης του λόγω δικής του υπαιτιότητας.
Ερχόμενη τώρα στον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί σύναψης γάμου του Αιτητή με ευρωπαία πολίτη, κρίνω ότι αυτός προβάλλεται χωρίς το σχετικό υπόβαθρο. Το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να το εξετάσει στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, όπου περιορίζεται στην εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Διαφαίνεται πως ο συγκεκριμένος ισχυρισμός προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου και ουδέποτε τέθηκε ενώπιον της αρμόδιας αρχής για εξέταση. Ως εκ τούτου η θέση του Αιτητή απορρίπτεται.
Διαπιστώνω ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε κανένα στοιχείο που να αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ώστε να κριθεί απαραίτητο από τους Καθ' ων η αίτηση να προβούν σε περαιτέρω εξέταση του αιτήματός του. Επιπλέον δεν παραβλέπω ότι ο Αιτητής άσκησε το δικαίωμά του σε πραγματική προσφυγή ενώπιον Δικαστηρίου την οποία αυτοβούλως απέσυρε. Συνεπώς, δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν6(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί.
Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός της συνηγόρου του περί παράλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, εφόσον ως διαφαίνεται από τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα, ορθά οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη. Άλλωστε δεν παραβλέπω πως τα προσκομησθέντα από τον Αιτητή έγγραφα ήτοι αστυνομική έκθεση αποτελεί υποστηρικτικά του αιτήματος του έγγραφα χωρίς να αναφέρει γιατί δεν υποβλήθηκαν με την αρχική του αίτηση. Πέραν τούτου, ο πυρήνας του αιτήματος του Αιτητή παραμένει ο ίδιος, εξετάστηκε και απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Κρίνω με το ενώπιον μου υλικό ότι οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν δεόντως όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή, κατά συνέπεια ορθά απέρριψαν την αίτηση ως απαράδεκτη.
Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα αλλά και η νομιμότητα της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση. Δεν προβλήθηκαν και δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή της Αιτήτριας στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου και τα όσα κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτηση του δεν πληρούν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε η μεταγενέστερη αίτηση να κριθεί παραδεκτή και η διοίκηση να προβεί σε ουσιαστική εξέταση τους. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ.ΔΔΔΠ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο