ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: T1066/24
25 Νοεμβρίου, 2025
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1. Τ.Β.
2. Μ.Κ. (ανηλίκου)
3. Μ.Κ. (ανήλικη)
Αιτητών
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
…………………….
Ν. Χαραλαμπίδου (κα) για τους Αιτητές
Ι. Χαραλάμπους (κα) για τους Καθ’ ων η αίτηση
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Οι Αιτητές με την παρούσα προσφυγή στρέφονται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 30.9.2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή τους για διεθνή προστασία, καθώς η εν λόγω αίτηση κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος) και την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της αίτησής τους.
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια 1, γεννηθείσα το 2022, κατάγεται από τη Γουινέα. Περί τις 30.12.2019, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Ο Αιτητής 2, γεννηθείς στις 2.7.2021 (ημερομηνία που θεωρήθηκε ως η ημερομηνία υποβολής της αίτησής του), αποτελεί τον ανήλικο υιό της Αιτήτριας 1 ενώ η Αιτήτρια 3, γεννηθείσα στις 24.3.2023 (ημερομηνία που θεωρήθηκε ως η ημερομηνία υποβολής της αίτησής της), αποτελεί την ανήλικη θυγατέρα της Αιτήτριας 1. Την 1.9.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας 1 και κατόπιν υποβλήθηκε έκθεση εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας 1 και του Αιτητή 2, που στο μεταξύ είχε γεννηθεί και για επιστροφή στη χώρα καταγωγής τους. Στις 3.11.2022 καταχωρίστηκε η προσφυγή υπ΄αριθμό 7012/2022 κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε στις 4.7.2024 κατόπιν σχετικής δικαστικής απόφασης. Στις 6.9.2024, η Αιτήτρια 1, και τα δύο πλέον ανήλικα τέκνα της υπέβαλαν αίτηση για επανάνοιγμα την αίτησής τους, η οποία απορρίφθηκε από τον Προϊστάμενο δια της εγκρίσεως σχετικού σημειώματος στις 30.9.2024.. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, κοινοποιήθηκε στους Αιτητές στις 4.10.2024.
Νομικοί Ισχυρισμοί
2. Οι Αιτητές δια της συνηγόρου τους προωθούν ότι λανθασμένως η μεταγενέστερη αίτησή τους απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, δίδοντας έμφαση στην ισχυριζόμενη παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να εξετάσουν δεόντως το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου. Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδεται στο προφίλ της ανήλικης 3, η οποία ούσα κορίτσι διατρέχει αυξημένες πιθανότητες υποβολής της στην πρακτική του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων (στο εξής: AΓΓΟ/ FGM) αλλά και σε έτερες πρακτικές που στοχεύουν τους ανηλίκους όπως ο καταναγκαστικός γάμος.
3. Κατ΄ εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί, οι Καθ’ ων η αίτηση συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος, και καταρχήν δεν συμμετέχουν στην ακροαματική διαδικασία. Εντούτοις, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου κλήθηκαν να καταχωρίσουν τόσο γραπτή αγόρευση όσο και να παραστούν κατά την ακροαματική διαδικασία, δυνάμει της ίδιας διάταξης.
4. Οι Καθ’ων η αίτηση από την πλευρά τους, επισημαίνουν ότι οι Αιτητές κατά την μεταγενέστερη αίτησή τους δεν προέβαλαν οποιαδήποτε νέα στοιχεία. Είναι επιπροσθέτως η θέση τους ότι το βέλτιστο συμφέρον των ανηλίκων αιτητών έχει εξεταστεί κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Επισημαίνουν, τέλος, ότι ουδεμία αναφορά γίνεται κατά τη διοικητική διαδικασία εξέτασης της αίτησης των Αιτητών περί κινδύνου υποβολής της ανήλικης Αιτήτριας 3 στην πρακτική του ΑΓΓΟ. Συνεπώς εισηγούνται και την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης των Αιτητών ως απαράδεκτης.
To νομικό πλαίσιο
5. Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
6. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
7. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
8. Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:
«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών
16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).
(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-
(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙
[…]
(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».
9. Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:
«Απαράδεκτες αιτήσεις
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
(α) [...] (β) [...] (γ) [...]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε) [...]».
10. Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:
«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης
16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -
(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».
11. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
12. Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (Βλ. Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω στην αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του ως παραδεκτής.
13. Επισημαίνεται ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.
14. Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44. Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ. επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].
15. Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη είναι οι ακόλουθες:
16. Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
17. Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
18. Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητα, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία, που αφορούσε την εξέταση της αίτησής του. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.
19. Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου, αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.
20. Εν προκειμένω, πέραν του πυρήνα του αιτήματος της Αιτήτριας 1 κατά την διοικητική διαδικασία επί της πρώτης αίτησής της και του κάτα πόσον μεταβάλλεται ουσιωδώς, το μείζον ζήτημα που ανακύπτει αφορά στην προφανή παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να αξιολογήσουν δεόντως, ως νέο και ουσιώδες στοιχείο, τη γέννηση της ανήλικης Αιτήτριας 3 και, συνακολούθως, την ανάγκη αυτοτελούς εξέτασης του κατά πόσον η ίδια, ως άμεσα ενδιαφερόμενη και ατομική αιτήτρια διεθνούς προστασίας, διατρέχει σοβαρό κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής. Η γέννηση της ανήλικης ουδέποτε αξιολογήθηκε, παρότι η Αιτήτρια 3 για πρώτη φορά εξετάστηκε ως αυτοτελής αιτήτρια ασύλου στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησης που υπέβαλαν η ίδια και οι Αιτήτριες 1 και 2.
21. Περαιτέρω, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 24 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής; o Χάρτης), δεσμεύει τόσο τη διοίκηση όσο και το παρόν Δικαστήριο κατά την εξέταση των ενδίκων μέσων, σύμφωνα με την ερμηνεία που παρέχουν οι αποφάσεις του ΔΕΕ: της 11ης Μαρτίου 2021, M. A., C-112/20, ιδίως σκέψεις 36–38, και της 11ης Ιουνίου 2024, K, L κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, C-646/21.
22. Στην απόφαση M. A., C-112/20, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι αξιολογήσεις σχετικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού οφείλουν να λαμβάνονται υπόψη σε κάθε απόφαση που αφορά παιδί, άμεσα ή έμμεσα, περιλαμβανομένης της εξέτασης απόφασης επιστροφής γονέα. Στην παρούσα περίπτωση, η επίδικη απόφαση αφορά όχι απλώς εμμέσως αλλά άμεσα την ανήλικη Αιτήτρια 3, καθώς αυτή είναι η ίδια αιτούσα διεθνούς προστασίας. Εξάλλου, η απόλυτη εξάρτηση των ανηλίκων από τη μητέρα τους καθιστά τις αξιολογήσεις για τα τρία πρόσωπα αμοιβαία συνδεδεμένες, λόγω της προφανούς και εγγενούς αλληλεξάρτησής τους. Στην απόφαση K. L., C-646/21, το Δικαστήριο παρέχει περαιτέρω καθοδήγηση ως προς τον τρόπο αξιολόγησης του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου για την ορθή ερμηνεία του άρθρου 24 του Χάρτη, καθιστώντας επιβεβλημένη μία εξατομικευμένη και πλήρη στάθμιση των παραμέτρων που αφορούν τον ανήλικο αιτητή.
23. Σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, η πρακτική του ακρωτηριασμού γυναικείων γεννητικών οργάνων (ΑΓΓΟ) στη χώρα καταγωγής των Αιτητών είναι ιδιαιτέρως εκτεταμένη, με ποσοστά που υπερβαίνουν το 90%. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την έκθεση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (German Federal Ministry for Economic Cooperation and Development, BMZ), η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2024, στη Γουινέα, η παραδοσιακή πρακτική ΑΓΓΟ έχει μειωθεί ελάχιστα τα τελευταία 30 χρόνια - από 99% σε 95% των κοριτσιών και των γυναικών. Παρά τις εντατικές προσπάθειες των ΜΚΟ, των αναπτυξιακών εταίρων και των νομοθετών, η πρακτική συνεχίζεται σχεδόν αμείωτη..[1] Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έκθεση του Freedom House (2022), ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων (FGM) εξακολουθεί να αποτελεί ευρέως διαδεδομένη πρακτική στη Γουινέα, παρά τη νομική του απαγόρευση.[2] Περαιτέρω, το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (OHCHR) ανέφερε το 2016 ότι 69% των γυναικών ηλικίας 20–24 ετών είχαν υποβληθεί σε ακρωτηριασμό πριν συμπληρώσουν το δέκατο έτος της ηλικίας τους.[3]
24. Όπως αναλύεται εκτενώς στη πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ.: 3156/23, AB ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 11.7.2025 η πρακτική ΑΓΓΟ αποτελεί πράξη δίωξης με την έννοια του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Συγκεκριμένα, ως προς το συστατικό στοιχείο της δίωξης, ο περί Προσφύγων Νόμος ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 3Γ(1)(α) τις πράξεις δίωξης ως πράξεις «[.] αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.», μεταφέροντας στην εθνική έννομη τάξη το αντίστοιχο άρθρο 9(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας [στο εξής: Οδηγία 2011/95/ΕΕ]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ(2) του περί Προσφύγων Νόμου «Οι ακόλουθες πράξεις συνιστούν μη εξαντλητικό κατάλογο πράξεων δίωξης, κατά την έννοια του εδαφίου (1): (α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας, (β) νομικά, διοικητικά, αστυνομικά ή/και δικαστικά μέτρα, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφ' ευατού ή εφαρμόζονται κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις, (γ) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική, (δ)[.], (ε) [.],(στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.». Περαιτέρω, όπως έχει αποφανθεί το ΔΕΕ για να συνιστά μια προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων δίωξη υπό την έννοια του άρθρου 1Α, της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων, η προσβολή αυτή πρέπει να είναι σοβαρή σε ορισμένο τουλάχιστον βαθμό [απόφαση X κ.λπ., C‑199/12 έως C‑201/12, EU:C:2013:720, σκέψεις 51 έως 53]
25. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, προκύπτει ότι η πρακτική ΑΓΓΟ δύναται να θεωρηθεί δίωξη, καθώς χαρακτηρίζεται ως μορφή βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης και ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας των γυναικών και των κοριτσιών. Παραβιάζει μεταξύ άλλων την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[4] και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR).[5] Παραβιάζει επίσης το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (ICESCR),[6] το οποίο απαιτεί το «υψηλότερο δυνατό επίπεδο σωματικής και ψυχικής υγείας». Επιπροσθέτως, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης[7] αναγνωρίζει με σαφήνεια ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια που υποφέρουν από έμφυλη βία μπορούν να αναζητήσουν προστασία σε άλλο κράτος, όταν το δικό τους δεν αποτρέπει τη δίωξη ή δεν προσφέρει επαρκή προστασία και αποτελεσματική προσφυγή. Παρατηρείται δε ότι σε αρκετές έννομες τάξεις τα δικαστήρια έχουν αναγνωρίσει ότι ο ΑΓΓΟ αποτελεί μορφή δίωξης.[8] Αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν αμφισβήτησε ότι ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων συνιστά κακομεταχείριση αντίθετη με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.[9] Επιπροσθέτως, σε κοινή δήλωσή τους οι σχετικοί φορείς των Ηνωμένων Εθνών αναφέρουν ότι ο ΑΓΓΟ είναι επιβλαβής παραδοσιακή πρακτική και θεωρείται ότι συνιστά προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κοριτσιών και γυναικών.[10]
26. Ο ανωτέρω κίνδυνος, μολονότι δεν είχε ρητώς προβληθεί από τους Αιτητές κατά τη διοικητική διαδικασία, όφειλε να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από τους Καθ’ ων η αίτηση, καθότι η κατανομή της ευθύνης μεταξύ αιτητή και διοίκησης επιβάλλει τη διερεύνηση και αξιολόγηση όλων των ενδεχόμενων κινδύνων που αντιμετωπίζει ο αιτητής, ακόμη και στη βάση των ενώπιον της διοίκησης υφιστάμενων στοιχείων και ανεξαρτήτως του κατά πόσον έχει εκφράσει σχετικό υποκειμενικό φόβο. Να σημειωθεί ότι, παρά το περί του αντιθέτου επιχείρημα των Καθ’ ων η αίτηση, ήτοι ότι η Αιτήτρια δεν προέβαλε κατά τη μεταγενέστερη αίτησή της τον κίνδυνο από την πρακτική ΑΓΓΟ, η παράλειψη αυτή δεν απαλλάσσει την αρμόδια αρχή από την αυτεπάγγελτη υποχρέωσή της να εξετάσει όλους τους αντικειμενικά υπάρχοντες κινδύνους που απορρέουν από το προσωπικό προφίλ του αιτητή. Ιδίως στην παρούσα περίπτωση, όπου προκύπτει ότι η εν λόγω πρακτική είναι τόσο ευρέως διαδεδομένη και βαθιά ριζωμένη στην παράδοση της χώρας καταγωγής, είναι εύλογο ότι οι Αιτήτριες δεν διαθέτουν τα νομικά ή αξιολογικά κριτήρια για να εκτιμήσουν τη σοβαρότητα και την επικινδυνότητά της, αντιλαμβανόμενες την πρακτική αυτή ως φυσιολογική ή κοινωνικά αναμενόμενη στη χώρα τους και, συνεπώς, μη άξια ιδιαίτερης μνείας.
27. Η αρχή αυτή ισχύει και στην αντίστροφη μορφή, καθώς η αρμόδια αρχή, και κατ’ επέκταση το Δικαστήριο, οφείλει να αξιολογήσει αν ο εκπεφρασμένος φόβος των αιτητών είναι βάσιμος, καθότι ο υποκειμενικά εκπεφρασμένος φόβος δεν έχει καθοριστική ή αυτοτελή σημασία. Ενδεικτικώς, στην απόφαση του ΔΕΕ M.M., C-277/11, 22.11.2012, ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 64–69, υπογραμμίζεται ότι ο φόβος του αιτητή δεν μπορεί να θεωρηθεί αποφασιστικός χωρίς αντικειμενική και εξατομικευμένη αξιολόγηση των πραγματικών συνθηκών στη χώρα καταγωγής και των στοιχείων που υφίστανται κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης (ex nunc).
28. Ομοίως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΑΔ) έχει επισημάνει ότι η αξιολόγηση του βάσιμου του φόβου πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και να πραγματοποιείται με πλήρη εξέταση της πραγματικής κατάστασης στη χώρα καταγωγής. Βλ. ιδίως F.G. v. Sweden, αριθ. προσφυγής 43611/11, απόφαση της 23.3.2016, παρ. 115–118, όπου το Δικαστήριο αναλύει την υποχρέωση των εθνικών αρχών να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως κινδύνους που προκύπτουν από στοιχεία της υπόθεσης· καθώς και R.C. v. Sweden, αριθ. προσφυγής 41827/07, απόφαση της 9.3.2010, παρ. 91–102, όπου υπογραμμίζεται η ανάγκη λεπτομερούς, εξατομικευμένης και επικαιροποιημένης εκτίμησης της πραγματικής κατάστασης στη χώρα καταγωγής. Η UNHCR επιβεβαιώνει ότι ο υποκειμενικός φόβος, όσο ειλικρινής και αν είναι, δεν επαρκεί εάν δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά επαληθεύσιμες ενδείξεις κινδύνου (UNHCR Handbook on Procedures and Criteria for Determining Refugee Status under the 1951 Convention and the 1967 Protocol relating to the Status of Refugees, §§ 45–50, 66–67). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο όρος «βάσιμος φόβος» ενσωματώνει τόσο υποκειμενικό όσο και αντικειμενικό στοιχείο, τα οποία πρέπει να συνεκτιμώνται.
29. Υπό τα ανωτέρω, το ζήτημα εγείρεται συγκεκριμένα ενώπιον του Δικαστηρίου, καθότι τα αντικειμενικά δεδομένα της υπόθεσης, καθώς και οι πρόσφατες πληροφορίες από αξιόπιστες εξωτερικές πηγές για τη χώρα καταγωγής, καθιστούν αναγκαία την ουσιαστική αξιολόγηση του κινδύνου που αντιμετωπίζει η Αιτήτρια 3.
30. Εν προκειμένω, ο κίνδυνος απορρέει από ένα αναμφισβήτητο και εγγενές χαρακτηριστικό του προφίλ της Αιτήτριας 3, ήτοι το γεγονός ότι πρόκειται για ανήλικο κορίτσι. Δεδομένων των ιδιαιτέρως υψηλών ποσοστών εφαρμογής της πρακτικής ΑΓΓΟ στη χώρα καταγωγής – ποσοστά τα οποία σύμφωνα με αξιόπιστες διεθνείς πηγές, όπως η UNICEF, το OHCHR, το FES και το Freedom House, υπερβαίνουν το 90% και φθάνουν μέχρι το 97%, καθίσταται επιβεβλημένη μία εξατομικευμένη και πλήρης αξιολόγηση του κατά πόσον, παρά τα ανωτέρω δεδομένα, υπάρχουν εύλογοι λόγοι να θεωρηθεί ότι η Αιτήτρια 3 δεν θα διατρέχει κίνδυνο υποβολής στην πρακτική ΑΓΓΟ σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής.
31. Όπως αναλύθηκε ανωτέρω, η αλληλεξάρτηση της ανήλικης με τη μητέρα της επιδρά αναπόδραστα στην αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας και των δύο, καθώς και του ανήλικου Αιτητή 2 ως εξαρτώμενου τέκνου. Περαιτέρω, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, επιβάλλεται να εξεταστεί και ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει η Αιτήτρια 1, σε περίπτωση που αρνηθεί να υποβάλει την ανήλικη θυγατέρα της στην πρακτική ΑΓΓΟ μετά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής, καθώς η άρνηση αυτή δύναται να επιφέρει συνέπειες για την ίδια.
32. Υπό το φως των ανωτέρω δεδομένων, προκύπτουν νέα και ουσιώδη στοιχεία στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησης των Αιτητών. Η προσθήκη της Αιτήτριας 3 ως αυτοτελούς αιτήτριας, σε συνδυασμό με την αλληλεξάρτηση των μελών της οικογένειας και τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά εφαρμογής της πρακτικής ΑΓΓΟ στη χώρα καταγωγής, αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες υπαγωγής τους σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, συντρέχουν εν προκειμένω όλες οι προϋποθέσεις παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης.
33. Επισημαίνεται, επικουρικώς, ότι με την επίδικη απόφαση παρατείνεται η ισχύς της απόφασης επιστροφής των Αιτητών 1 και 2 χωρίς οποιαδήποτε ρητή μνεία στην Αιτήτρια 3 και στην τρέχουσα οικογενειακή κατάσταση των τριών αιτητών, παρά το γεγονός ότι η τελευταία αποτελεί πλέον αυτοτελή αιτήτρια διεθνούς προστασίας. Η παράλειψη αυτή επιβεβαιώνει την ελλιπή αξιολόγηση της ουσίας της υπόθεσης και των ειδικών αναγκών προστασίας της ανήλικης.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει, η μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητών κρίνεται ως παραδεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα συν Φ.Π.Α. υπέρ των Αιτητών και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.
Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] German Federal Ministry for Economic Cooperation and Development (BMZ), Female Genital Mutilation in Guinea: A Never-Ending Story?, Μάρτιος 2024, σελ. 1, Study_FGM-Guinea_March2024_V2-1.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 25.11.2025]
[2] Freedom House, Freedom in the World 2022, Guinea, 24 February 2022, https://freedomhouse.org/country/guinea/freedom-world/2022 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 25.11.2025]
[3] Ibid
[4] Ηνωμένα Έθνη " Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρωπίνα Δικαιώματα " διαθέσιμο σε: https://unric.org/el/%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%B7%CF%81%CF%85%CE%BE%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%B9-2/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 25.11.2025]
[5] Ηνωμένα Έθνη " Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα" διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4bd686e52 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 25.11.2025]
[6]Ηνωμένα Έθνη " Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα" διαθέσιμο σε: https://unric.org/el/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AD%CF%82-%CF%83%CF%8D%CE%BC%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B1-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%BA%CE%BF%CE%B9-2/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 25.11.2025]
[7] Συμβούλιο της Ευρώπης " Σύµβαση του Συµβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέµηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας" διαθέσιμο σε: https://rm.coe.int/1680462536 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 25.11.2025]
[8] CNDA, 21 juillet 2020 Mme A. N° 18053674, CNDA 1er septembre 2020 Mme A. n°18053674 C+.pdf ; CNDA (Grande formation, France), 5 December 2019, Mmes N., S. et S., nos 19008524, 19008522 and 19008521 R CNDA Grande formation 5 dÈcembre 2019 Mme N. Mmes S. n∞s 19008524-19008522-19008521 R.pdf ; CNDA 1er avril 2019 Mme K. n° 17024972 C CNDA : La pratique de l'excision s'apparente au sein de certaines sociétés secrètes en Sierra Leone à une norme sociale et les femmes membres de ces sociétés s'opposant à l'excision de leur fille y constituent un groupe social au sens de la convention de Genève.; DE: Regional Administrative Court granted asylum to a minor of Ethiopian origin at risk of FGM and considering the effects of the COVID-19 pandemic and the locusts plague in the country of origin (Date of Decision 27/05/2020, Case Case Number AN 9 K 18.3106 ) https://caselaw.euaa.europa.eu/pages/viewcaselaw.aspx?CaseLawID=1333&returnurl=/pages/digest.aspx; IT: Tribunal of Bologna granted subsidiary protection to an applicant who feared being forced to join a secret society in Sierra Leone which practices FGM. (Case Number 5135/2019, Date of Decision 27/01/2022)
https://caselaw.euaa.europa.eu/pages/viewcaselaw.aspx?CaseLawID=2990&returnurl=/pages/digest.aspx; Italy - Cagliari Court, 3 April 2013, No. RG 8192/2012, English summary of the case available at: https://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/italy-cagliari-court-3-april-2013-no-rg-81922012#content [Ημερομηνία Πρόσβασης: 09/07/2025]
[9] Collins and Akaziebie v. Sweden, 23944/05, Council of Europe: European Court of Human Rights, 8 March 2007, available at: https://www.refworld.org/cases,ECHR,46a8763e2.html [Ημερομηνία Πρόσβασης:09/07/2025]
[10] WHO "Eliminating Female genital mutilation - An interagency statement OHCHR, UNAIDS, UNDP, UNECA, UNESCO, UNFPA, UNHCR, UNICEF, UNIFEM, WHO" available at: https://www.unfpa.org/sites/default/files/pub-pdf/eliminating_fgm.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 09/07/2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο