J.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υφυπουργείο Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, Υπόθεση Αρ. Τ18/25, 24/11/2025
print
Τίτλος:
J.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υφυπουργείο Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, Υπόθεση Αρ. Τ18/25, 24/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ. Τ18/25

 

24 Νοεμβρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

                                                          J.O.

 

Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υφυπουργείο Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας

 

Καθ’ ων η αίτηση

…………………….

 

Χρυστάλλα Παφίτη για Αγγελική Λαζάρου, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Καμία εμφάνιση για τους καθ’ ων η αίτηση

 

[Παρούσα η κυρία Όλγα Γεωργιάδου για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα]

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 3/1/2025, με την οποία απορρίφθηκε η δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη και ζητά με το αιτητικό Α της αίτησης ακυρώσεως να κριθεί άκυρη και αντισυνταγματική.  Με το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως ζητά έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Δικαστήριο, επί της ουσίας της υπόθεσης η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019.  Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως ο αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 03/02/2020, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές.

 

Στις 22/05/2020 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 25/06/2020, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εν λόγω έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε την αίτηση του αιτητή στις 21/08/2020. Στις 27/08/2020 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση, που παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε την προσφυγή υπ' αριθμόν 1194/20 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 31/01/2023.

 

Στις 06/07/2023 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου του, σχετικά με το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Αυθημερόν ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή. Την ίδια ημέρα, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την έκθεση-εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του, ως απαράδεκτης και την επιστροφή του αιτητή στη Νιγηρία.

 

H Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 06/07/2023 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησης, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπ’ αριθμόν Τ2155/2023 προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της μεταγενέστερης αίτησης του, η οποία απορρίφθηκε στις 30/08/2024.

 

Στις 30/12/2024 ο αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου του, σχετικά με το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 02/01/2025 ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή. Στις 03/01/2025 δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την έκθεση-εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του, ως απαράδεκτης και την επιστροφή του αιτητή στη Νιγηρία.

 

H Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 03/01/2025 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησης, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του.

 

Η συνήγορος του αιτητή υπέβαλε στο Δικαστήριο την αίτηση ακυρώσεως και επισύναψε σ’αυτήν ένορκη δήλωση του αιτητή. Στην εν λόγω ένορκη δήλωση κατέγραψε ότι έχει στην κατοχή του στιγμιότυπα οθόνης από μηνύματα που δεχόταν από μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης Boko Haram. Προσέθεσε ότι έλαβε τα εν λόγω μηνύματα μετά τη συνέντευξη του στην Υπηρεσία Ασύλου. Ως προς το τεκμήριο 1, ο αιτητής κατέγραψε ότι πρόκειται για στιγμιότυπο οθόνης ημερομηνίας 04/07/2024, το οποίο σχετίζεται με τον πυρήνα του ισχυρισμού του ότι διώκεται από την τρομοκρατική οργάνωση Boko Haram επειδή παρέδωσε στην αστυνομία βίντεο στο οποίο έχει καταγραφεί η δολοφονία ενός πολίτη από την Boko Haram.

 

Ως προς το περιεχόμενο του τεκμηρίου 1 (ιδιωτική συνομιλία στην πλατφόρμα Facebook) ανέφερε ότι ο λειτουργός στον οποίο υπέβαλε την καταγγελία του στέλνει απειλητικά μηνύματα στα οποία αναφέρει ότι τον αναζητούν και ότι θα τον δολοφονήσουν κατά την επιστροφή του στη Νιγηρία, ενώ επίσης διατυπώνει απειλές και για την αδερφή του αιτητή. Ως προς το περιεχόμενο του τεκμηρίου 2 (ιδιωτική συνομιλία στην πλατφόρμα Instagram) ανέφερε ότι πρόκειται επίσης για απειλητικά μηνύματα σε άλλη διαδικτυακή πλατφόρμα. Τέλος, ο αιτητής προώθησε ότι οι δύο συνομιλίες επιβεβαιώνουν τα γεγονότα που ανέφερε στη συνέντευξη του, ότι δηλαδή δέχθηκε πυροβολισμό και ότι οι διώκτες του έχουν καταστρέψει το σπίτι και τα οχήματά του.

 

Η συνήγορος του αιτητή στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία και στην παρουσία του αιτητή, απέσυρε τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην αίτηση ακυρώσεώς της και δήλωσε πως προωθεί τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Επιπρόσθετα, η κυρία Παφίτη αναφέρει πως γνωρίζουν πως η Νιγηρία θεωρείται ασφαλής χώρα άλλα υποστηρίζουν πως δεν έγινε η δέουσα έρευνα με βάση τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή.  Η κυρία Παφίτη μετά από σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου ανέφερε πως οι επισυνημμένες φωτογραφίες στην ένορκη δήλωση του αιτητή αποτελούν απειλητικά μηνύματα που απέστελλαν στον αιτητή όπως ο ίδιος ισχυρίζεται και πρόσθετα ανέφερε πως γνωρίζει ότι δεν εξετάζονται νέα στοιχεία στην παρούσα δικαστική διαδικασία αλλά επιθυμούσε ο αιτητής όπως προσκομίσει την ένορκη δήλωση με τα συνημμένα έγγραφα για να αποδείξει ότι ακόμα απειλείται.  Οι φωτογραφίες αυτές ανέφερε πως δεν τέθηκαν στην Υπηρεσία Ασύλου κατά την υποβολή της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης.

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ’ ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία.  Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση αφού διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και προκειμένου να εξεταστεί η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή υπήρχε αιματοχυσία σχεδόν κάθε μέρα (ερυθρά 1-3 του διοικητικού φακέλου).  Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι δεχόταν απειλές κατά της ζωής του.  Συγκεκριμένα, ο αιτητής αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στις 07/09/2019, κατά το οποίο ο ίδιος ήταν μάρτυρας επίθεσης της Boko Haram σε πολίτες, το οποίο με την χρήση του κινητού του τηλεφώνου βιντεοσκόπησε.

 

Προσέφυγε σε τοπικό αστυνομικό σταθμό όπου κατάγγειλε το περιστατικό πλην όμως μετά από μια βδομάδα διαπιστώνοντας ο ίδιος ότι οι αρχές δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια και μετά από συμβουλή ιερωμένου, κατήγγειλε εκ νέου το περιστατικό σε αστυνομικό σταθμό άλλης περιοχής καταθέτοντας και το σχετικό βίντεο στο οποίο εκ παραδρομής φαίνεται το πρόσωπό του αλλά και το όνομά του. Έκτοτε άρχισε να δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα «από την αστυνομία και άλλες ομάδες ανθρώπων» (ερυθρό 13 του διοικητικού φακέλου). Με τη συμβουλή και τη βοήθεια ενός ιερωμένου, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα λόγω των συνεχόμενων απειλών που δεχόταν. Σε ερώτηση του λειτουργού ποιον φοβόταν, ο αιτητής απάντησε πως φοβάται πολλά πράγματα, την Boko Haram, τη δικαιοσύνη, τους προέδρους του APS, COW, τη διαφθορά και την αδικία (ερυθρά 24-11 του διοικητικού φακέλου).

 

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην έκθεση-εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του αιτητή, ενώ ο δεύτερος αφορά τη δήλωση του αιτητή ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας των απειλών που δεχόταν για την προσωπική του ασφάλεια. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθότι ο λειτουργός έκρινε ότι πληρούνται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών, ενώ ο δεύτερος δεν έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις και ασυνέπειες, ενώ επίσης δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τον φόβο δίωξής του. Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε με λεπτομέρεια στην Έκθεση-Εισήγησή του τις ασυνέπειες και τις ελλείψεις του αφηγήματος του αιτητή (ερυθρά 46-39 του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον αποδεκτό ισχυρισμό έκρινε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.  Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου και κατά συνέπεια, δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ειδικά σε σχέση με το εδάφιο (γ) του άρθρου 19 (2) ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι στην πολιτεία Imo, απ’ όπου κατάγεται ο αιτητής, δεν υπάρχει διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Στη συνέχεια, ο αιτητής αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρώντας την προσφυγή με αριθμό 1194/2020 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου στις 31/01/2023.  Στις 03/03/2023 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή έστειλαν ανθρώπους της Boko Haram να τον κυνηγήσουν, ενώ επίσης προέβαλε ότι δεν θέλει να γίνει μουσουλμάνος (ερυθρό 106 του διοικητικού φακέλου). Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ως απαράδεκτη στις 06/07/2023 (ερυθρό 118 διοικητικού φακέλου).

 

Ακολούθως, ο αιτητής αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρώντας την προσφυγή με αριθμό Τ2155/2023 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Μαζί με την προσφυγή, ο αιτητής καταχώρισε ένορκη δήλωση στην οποία πρόβαλε μεταξύ άλλων ότι διώκεται από τις νιγηριανές αρχές, επειδή είχε βίντεο στο κινητό του τα αποτρόπαια εγκλήματα που διέπραξε η Boko Haram.  Το Δικαστήριο αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία που αφορούν το αίτημά του προχώρησε σε εξέταση όλων των ζητημάτων και τελικά η προσφυγή του αιτητή απορρίφθηκε στις 30 Αυγούστου 2024 από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Στις 30/12/2024 ο αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση στην οποία κατέγραψε ότι αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα στη Νιγηρία και ότι έχει προσκομίσει κάποια έγγραφα προκειμένου να υποστηρίξει τα λεγόμενα του. Πρόκειται για φωτογραφίες οχημάτων και οικίας, καθώς και για ένα έγγραφο που ο αιτητής απευθύνει προς την Υπηρεσία Ασύλου (ερυθρά 243-223 διοικητικού φακέλου).  Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς που προώθησε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημά του στις 31/01/2024, κρίνοντας το ως απαράδεκτο καθότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής με την μεταγενέστερη αίτησή του δεν αποτελούν νέα στοιχεία.

 

Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή έχουν εξεταστεί και έχουν απορριφθεί τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την εξέταση της αρχικής του αίτησης όσο και της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής του, όσο και από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας κατά την εξέταση των δύο προσφυγών του. Αναφορικά με τα επισυνημμένα έγγραφα και ειδικότερα αναφορικά με τις φωτογραφίες, ο λειτουργός κατέγραψε ότι οι φωτογραφίες δεν στοιχειοθετούν οποιοδήποτε φόβο δίωξης, καθώς δεν μπορεί να διαπιστωθεί σε ποιον ανήκουν τα απεικονιζόμενα αυτοκίνητα, το απεικονιζόμενο σπίτι και ο σκύλος, ούτε εάν και με ποιον τρόπο σχετίζονται με το αίτημα του αιτητή και άρα δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας.

 

Ως προς το έγγραφο, ο λειτουργός κατέγραψε ότι οι δηλώσεις που αφορούν τη βιντεοσκόπηση εκ μέρους του περιστατικού δολοφονίας στο χωριό της γιαγιάς του, έχουν προβληθεί ξανά από τον αιτητή στα πλαίσια της αρχικής του συνέντευξης, της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής του και μέσω ένορκης δήλωσης ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στα πλαίσια της πρώτης προσφυγής του και άρα δεν συνιστούν νέα στοιχεία (ερυθρό 256 του διοικητικού φακέλου). Σε σχέση με τις υπόλοιπες δηλώσεις, κατέγραψε ότι δεν συνδέονται με τις προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου για χορήγηση διεθνούς προστασίας (ερυθρό 257, του διοικητικού φακέλου). Υπό το φως των ανωτέρω, o αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης και ακολούθως ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος λειτουργός αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης. Η απόφαση αυτή είναι και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε τόσο τις φωτογραφίες που προσκόμισε ο αιτητής, όσο και το πεντασέλιδο έγγραφο το οποίο επισυνάπτει ο αιτητής και μέσω του περιγράφει την ιστορία του.  Συμφωνώ απόλυτα με τη θέση του λειτουργού περί του ότι τα όσα αναφέρει ο αιτητής δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Από την έκθεση που τέθηκε ενώπιον μου διαφαίνεται πως τα έγγραφα που τέθηκαν στην Υπηρεσία Ασύλου εξετάστηκαν με προσοχή και ο αρμόδιος λειτουργός έλαβε υπόψη του όλες τις διαδικασίες που προηγήθηκε.

 

Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, μόνο εφόσον ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την διαδικασία που προηγήθηκε.  Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, διαφαίνεται πως το αρμόδιο όργανο εξέτασε εξατομικευμένα το αίτημα του αιτητή εφόσον αξιολόγησε το αίτημα του και εξέτασε και τα έγγραφα που επισυνάφθηκαν σε αυτό.

 

Από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου συνάγεται πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα, αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή,  προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης.

 

Σημειώνεται ότι ο αιτητής στην αρχική του αίτηση αναφέρθηκε στην γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στη Νιγηρία και κατά τη συνέντευξή του, ανέφερε πως δέχτηκε απειλές και εγκατέλειψε τη χώρα του για την προσωπική του ασφάλεια.  Η Υπηρεσία Ασύλου δεν αποδέχτηκε το αίτημα του αιτητή και ο αιτητής αμφισβήτησε την απόφασή της στο Δικαστήριο με την προσφυγή 1194/2020.  Αφού απορρίφθηκε η προσφυγή υπέβαλε το πρώτο μεταγενέστερο αίτημα αναφέροντας πως κινδυνεύει από άτομα της Boko Haram και αναφέρει πως δεν επιθυμεί να γίνει μουσουλμάνος. 

 

Η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση δεν έγινε παραδεκτή από την Υπηρεσία Ασύλου και κρίθηκε απαράδεκτη.  Αμφισβήτησε και αυτή την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με την προσφυγή υπ’αριθμόν Τ2155/2023, η οποία επίσης απορρίφθηκε.  Με τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση, που είναι αντικείμενο της παρούσας, ο αιτητής πρόβαλε ότι αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα στη Νιγηρία και με μέλη της Boko Haram και αναφέρει διάφορα θέματα τα οποία θα μπορούσαν να τεθούν στις διοικητικές διαδικασίες που προηγήθηκαν αλλά και στις δύο δικαστικές διαδικασίες που προώθησε ο αιτητής.  Ούτως ή άλλως τα ζητήματα που θέτει στο πεντασέλιδο έγγραφο που επισύναψε στην μεταγενέστερη αίτησή του, τέθηκαν και εξετάστηκαν στη διαδικασία που προηγήθηκε.

 

Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή όλα τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και διαφαίνεται πως δεν θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή είναι απαράδεκτο, καθότι ο αιτητής ενώ είχε κάθε ευκαιρία να προβάλει τα στοιχεία αυτά και τους ισχυρισμούς του σε προηγούμενα στάδια της εξέτασης της αίτησής του, λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν αναφέρθηκε στα στοιχεία αυτά, που ούτως ή άλλως ο πυρήνας τους εξετάστηκε και απορρίφθηκε.

 

Τα όσα αναφέρει ο αιτητής στη δεύτερη μεταγενέστερη του αίτηση δεν αυξάνουν την πιθανότητα χορήγησης του με καθεστώς διεθνούς προστασίας, εφόσον οι ισχυρισμοί του δεν συνεπικουρούνται εξ’ ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, που μπορεί να καλύψει τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, οι ισχυρισμοί που προωθεί ο αιτητής στο δεύτερο μεταγενέστερό του αίτημα, δεν έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης και για το λόγο αυτό ορθά απορρίφθηκε το αίτημα του, ως απαράδεκτο.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν.  Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση.  Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός των πλαισίων του Νόμου. Κατά συνέπεια, ο μοναδικός προβαλλόμενος ισχυρισμός της συνηγόρου του αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολο του.

 

Σε σχέση με την έκταση του ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου επί της μεταγενέστερης αίτησης, στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση υπ’αριθμόν C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερομηνίας 9/9/2020, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«60  Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέ- τως της ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης της προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβα- νόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ’ ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.».

 

Συνεπώς, προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα πως ο αιτήτης στην ενώπιον μου διαδικασία είναι αρκετό να αποδείξει πως το αρμόδιο όργανο είχε νέα στοιχεία τα οποία δεν εξέτασε ενώ όφειλε να τα εξετάσει και να τα αξιολογήσει πριν την έκδοση απόφασης επί μεταγενέστερου αιτήματος.  Απο τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου αλλά και από την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου διαφαίνεται πως το αρμόδιο όργανο εξέτασε όλα τα στοιχεία που έθεσε ο αιτητής ενώπιον τους. 

 

Πρόσθετα, πρέπει να αναφερθεί πως το Δικαστήριο σε αυτή τη διαδικασία εξετάζει τι τέθηκε ενώπιον του αρμόδιου οργάνου και αν το αρμόδιο όργανο αξιολόγησε επαρκώς τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του.  Συνεπώς σε αυτή τη διαδικασία δεν μπορούν να εξεταστούν νέα στοιχεία, όπως για παράδειγμα αυτά τα οποία ο αιτητής έθεσε με την ένορκη του δήλωση. Από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου και τις διαδοχικές αιτήσεις του αιτητή προκύπτει ότι η συμπεριφορά του δεν συνάδει με τον απαιτούμενο βαθμό συνεργασίας, σαφήνειας και συνέπειας που ορίζεται από το σχετικό νομικό πλαίσιο για τις διαδικασίες διεθνούς προστασίας.

 

Σε σχέση με την ένορκη δήλωση που επισύναψε η δικηγόρος του στην αίτηση ακυρώσεως, θα πρέπει να αναφερθεί πως ο αιτητής υποστηρίζει ότι τα μηνύματα που φέρονται να έχουν αποσταλεί από μέλη ή συνεργούς της Boko Haram ελήφθησαν μετά τη συνέντευξή του στην Υπηρεσία Ασύλου.  Ωστόσο, τα τεκμήρια (στιγμιότυπα οθόνης) δεν συνοδεύονται από οποιαδήποτε πιστοποίηση, επαλήθευση προέλευσης ή τεχνικά δεδομένα, ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να διαπιστώσει ότι είναι γνήσια, ότι πράγματι ελήφθησαν από τον αιτητή και ότι πράγματι προέρχονται από μέλη της Boko Haram.  Η απλή παράθεση εικόνων συνομιλιών, χωρίς αποδεικτικό μηχανισμό ταυτοποίησης του αποστολέα, δεν καθιστά τα τεκμήρια αξιόπιστα ούτε ικανά να θεμελιώσουν «νέα στοιχεία» που δημιουργούν οποιαδήποτε υποχρέωση στο Δικαστήριο.

 

Οι ισχυρισμοί του αιτητή περί δίωξής του από τη Boko Haram δεν προβάλλονται για πρώτη φορά στο δεύτερο μεταγενέστερο αίτημα.  Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, οι ισχυρισμοί αυτοί είχαν διατυπωθεί στο πρώτο μεταγενέστερο αίτημα, το οποίο κρίθηκε απαράδεκτο.  Οι ισχυρισμοί αυτοί αποτελούν επανάληψη του κεντρικού πυρήνα των προηγούμενων αιτιάσεων, χωρίς ουσιαστική διαφοροποίηση ή νέα τεκμηρίωση που να αλλάζει την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του αιτητή.  Επομένως, ακόμη και αν τα μηνύματα θεωρηθούν νεότερα χρονικά, το περιεχόμενό τους δεν προσθέτει κανένα ουσιώδες στοιχείο σε σχέση με όσα το Δικαστήριο και η Διοίκηση έχουν ήδη κρίνει.  Η αναφορά του αιτητή σε ανεπίσημες διαδικτυακές συνομιλίες χωρίς αποδεικτική δύναμη δεν αρκεί για να θεμελιωθούν ως “νέα στοιχεία”.  Λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι δεδομένο και αποδεκτό όπως φαίνεται από την ακρόαση της υπόθεσης και από τη συνήγορο του αιτητή, πως το Δικαστήριο σε αυτή τη διαδικασία δεν εξετάζει νέα στοιχεία, αλλά εξετάζει μόνο ότι τέθηκε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Πρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη πως ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 145/2025, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται ότι δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή ως απαράδεκτο, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με 1000€ έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

 

                                                                                Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο