E.A ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: Τ225/2025, 25/11/2025
print
Τίτλος:
E.A ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: Τ225/2025, 25/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: Τ225/2025 

 

25 Νοεμβρίου 2025

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ: 

            E.A  

Αιτητής

-και- 

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου 

 

Καθ' ων η Αίτηση 

 

Δ. Βασιλείου (κος), για Γιώργος Α. Βασιλείου ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή  

Στην απουσία των Καθ' ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)

Ο Αιτητής είναι παρών.

Παρών ο κ. Παύλος Χαραλάμπους για πιστή μετάφραση από τα Ελληνικά στα Αγγλικά.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.ΠΜε την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση ως αυτή περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 02/05/2025 σύμφωνα με την οποία η μεταγενέστερη αίτησή του κρίθηκε ως απαράδεκτη και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, λανθασμένη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, Υπόμνημα συνοδευόμενο από το σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία του Αιτητή ο οποίος εκπροσωπείται από δικηγόρο.  

 

Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου Διοικητικό Φάκελο, πρόκειται για ενήλικα, υπήκοο Καμερούν, ο οποίος, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 28/03/2022 και μέσω Τουρκίας μετέβη στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, από όπου στη συνέχεια εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 13/05/2022 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Την 01/02/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ακολούθησε στις 27/03/2024 εισηγητική έκθεση από αρμόδιο λειτουργό όπου γίνεται εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή κρίνοντας ότι αυτός δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή ούτε στο προσφυγικό καθεστώς κατά το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας κατά το άρθρο 19 του ίδιου Νόμου. Στις 29/03/2024, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.  

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου παραλήφθηκε από τον Αιτητή δια χειρός στις 24/04/2024 και εναντίον αυτής, ο Αιτητής καταχώρισε την υπ' αρ. 1717/24 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία στις 05/11/2024 απορρίφθηκε καθιστώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, τελεσίδικη.

 

Στις 11/04/2025, ο Αιτητής συμπλήρωσε μεταγενέστερη αίτηση. Κατά την εξέτασή της σε προκαταρκτικό στάδιο, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στις 14/04/2025, συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, με το οποίο εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη. Η προαναφερθείσα εισήγηση εγκρίθηκε από δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου στις 16/04/2025, ο οποίος αποφάσισε την απόρριψη ως απαράδεκτη της αίτησης του Αιτητή, δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.

 

Η εν λόγω απόφαση περιέχεται σε επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 02/05/2025 και κοινοποιήθηκε στον Αιτητή, αυθημερόν.

 

Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής καταχώρισε μέσω συνηγόρου την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την Ακρόαση της παρούσας, ο συνήγορος του Αιτητή, υποστήριξε ότι με τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, ο τελευταίος υπέβαλε νέα στοιχεία τα οποία αξιολογήθηκαν λανθασμένα από την Υπηρεσία Ασύλου, χωρίς ωστόσο να αναπτύσσει περαιτέρω το ισχυρισμό του.

 

Έχοντας αναφερθεί στα πιο πάνω γεγονότα, προχωρώ σε ανάλυση του νομικού πλαισίου εξέτασης μεταγενέστερων αιτήσεων.

 

Το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει υποβληθείσες μεταγενέστερες αιτήσεις αποτελούν τα άρθρα 12Βτετρακις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου και προνοούν τα ακόλουθα (ο τονισμός και οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

 (i)  Μεταγενέστερη αίτηση, ή

 (ii)  νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

 

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

(β)  Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης.  Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α)  Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτησή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

         

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 

Το δε άρθρο 12Βτετράκις(2) προνοεί ότι: (οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)

         

«Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνο εάν-

[..]

 

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή [.]».

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξέτασης της αρχικής του/της αίτησης. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς επί της ουσίας εξέταση. Αντίθετα εάν διαπιστωθεί από τον Προϊστάμενο ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Είναι απολύτως αντιληπτό ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αρχικής αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος, εν πρώτης, έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μια συγκριτική εξέταση της αρχικής αίτησης του/της αιτητή/τριας με την μεταγενέστερη του/της αίτηση ώστε να διαφανεί εάν με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ο/η Αιτητής/τρια για πρώτη φορά προβάλλει τέτοια στοιχεία ή ισχυρισμούς τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.

Θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.  

 

Ο Αιτητής στην αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας το 2022 ισχυρίστηκε ότι απήχθη από τους αυτονομιστές μαχητές στο χωριό Mamfe και με τα χρήματα που είχε αποκτήσει ως εργαζόμενος στο Dubai, πλήρωσε τα λύτρα. Κατέγραψε ότι η αστυνομία ήταν αντίθετη με τη καταβολή των λύτρων από μέρους του και καταζητείται από την αστυνομία. Επιπλέον δήλωσε ότι οι αποσχιστές μαχητές τον αναζητούν διότι ενέπλεξε την αστυνομία.  

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για εκπαιδευτικούς και οικονομικούς λόγους. Πρόσθετα, ο Αιτητής ανέφερε ότι από το 2017 έως τα τέλη του 2021 εργαζόταν στο Dubai. Τον Σεπτέμβριο του 2020 επέστρεψε στο Καμερούν λόγω του θανάτου του πατέρα του και δέχθηκε επίθεση στο χωριό Bachuo Akamgbe από τους αυτονομιστές διότι εργαζόταν στο εξωτερικό και έπρεπε να τους δίνει χρήματα ώστε να αγοράζουν όπλα για να πολεμήσουν την κυβέρνηση. Ισχυρίστηκε ότι τον απήγαγαν και τον μετέφεραν σε θαμνώδη περιοχή, όπου παρέμεινε για τρεις ημέρες, ζήτησαν λύτρα και κατόπιν διαπραγμάτευσης μαζί τους πλήρωσε ένα μέρος των χρημάτων και τους ανέφερε ότι θα έστελνε τα υπόλοιπα μέσω τραπεζικού εμβάσματος. Ο Αιτητής ωστόσο επέστρεψε στο Dubai τον Οκτώβριο του 2020, δεν έστειλε τα χρήματα και επειδή φοβόταν ζήτησε από την οικογένεια του να εγκαταλείψει το χωριό και μεταφέρθηκαν στη πόλη Douala. Πρόσθεσε ότι έξι μήνες αργότερα οι αυτονομιστές έκαψαν την οικία τους στο χωριό και καλούσαν τηλεφωνικώς τα αδέλφια του ζητώντας τα χρήματα τους.    Ερωτηθείς τί πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι οι αυτονομιστές θα τον ψάχνουν.

 

Στη βάση των πιο πάνω και μετά από αξιολόγηση των ισχυρισμών του από τους Καθ’ ων η αίτηση, το αίτημά του απορρίφθηκε εφόσον κρίθηκε πως δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί πρόσφυγας ή για να του χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο Αιτητής υπέβαλε προσφυγή μέσω συνηγόρου ενώπιον του Δικαστηρίου η οποία στις 05/11/2024 απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης.

 

Πέντε μήνες αργότερα, ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου ισχυριζόμενος ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και ήρθε στη Κυπριακή Δημοκρατία καθώς ήθελε χρήματα για να ανοίξει την επιχείρηση του.  Επί της αίτησης του επισύναψε ένορκή βεβαίωση δικηγόρου, δυο αντίγραφα με τίτλο “Mandate damener” και χειρόγραφο σημείωμα του Αιτητή.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στο Σημείωμα /Εισήγηση ημερομηνίας 14/04/2025, εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη εφόσον τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας και οι λόγοι που επικαλείται είναι επί της ουσίας οικονομικοί και δεν συνδέονται με τις προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπλέον, αξιολογήθηκαν τα προσκομησθέντα από τον Αιτητή έγγραφα (ερυθρά 103- 107 στο διοικητικό φάκελο). Ως προς την ένορκη βεβαίωση από τον δικηγόρο του Αιτητή στο Καμερούν κρίθηκε κατόπιν αξιολόγησης του εγγράφου, ότι το εν λόγω έγγραφο αποτελεί εμφανώς χαλκευμένο έγχρωμο φωτοαντίγραφο και δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης του Αιτητή με διεθνή προστασία καθότι είναι ισχυρισμοί/λεγόμενα του δικηγόρου, οι οποίοι δεν στοιχειοθετούν πραγματικό φόβο δίωξης και δεν προσθέτουν οτιδήποτε στο αφήγημα του πέραν της επανάληψης των όσων αναφέρθηκαν κατά τη συνέντευξη του Αιτητή. Ως προς το ένταλμα σύλληψης εναντίον του, ο λειτουργός αναφέρει ότι πρόκειται για χειρόγραφο έγγραφο, δεν φέρει οποιαδήποτε ημερομηνία, δεν διαφαίνεται ποιος υπογράφει το έγγραφο και δεν αποτελεί επίσημο έγγραφο καθότι συμπληρώθηκε από τον ίδιο χειρόγραφα. Ως προς το χειρόγραφο σημείωμα του Αιτητή, σημειώνει ότι ο ισχυρισμός ότι βρισκόταν δυο μέρες στην αστυνομία δεν αναφέρθηκε προηγουμένως από τον Αιτητή. Εν κατακλείδι κρίνεται ότι τα εν λόγω έγγραφα θα μπορούσαν να προσκομισθούν σε προγενέστερο στάδιο εξέτασης της αίτησης, ωστόσο ο Αιτητής δεν το έπραξε λόγω δικής του υπαιτιότητας και ότι τα εν λόγω έγγραφα έχουν υποστηρικτικό μόνο χαρακτήρα. Με βάση όλα τα πιο πάνω, επομένως, οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη.

 

Επαναλαμβάνεται ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση αυτού και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η Αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία και στη βάση των προνοιών των πιο πάνω άρθρων, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής δεν υπέβαλε ουσιαστικά κανένα ισχυρισμό, που να καθιστά αναγκαία την εκ νέου εξέταση της αίτησης του. Τα όσα ανέφερε με τη μεταγενέστερη αίτησή του, ότι δηλαδή ήρθε στη Κυπριακή Δημοκρατία διότι ήθελε χρήματα για να ανοίξει την επιχείρηση του, ως ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση πρόκειται για ισχυρισμούς οικονομικού περιεχομένου που δεν συνδέονται με τις προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Όσον αφορά τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε ο Αιτητής, διαπιστώνω, ότι ορθά οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν πως (α) αναφορικά με την ένορκη βεβαίωση του δικηγόρου του αιτητή δεν αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας του αιτήματός του καθώς αποτελούν ισχυρισμούς του δικηγόρου, οι οποίοι δεν στοιχειοθετούν πραγματικό φόβο δίωξης και δεν προσθέτουν οτιδήποτε στο αφήγημα του Αιτητή πέραν της επανάληψης των όσων αναφέρθηκαν κατά τη συνέντευξη του και μόνο υποστηρικτικό χαρακτήρα θα είχαν προς τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή. Επιπλέον δεν προκύπτει από πουθενά ο λόγος που ο Αιτητής επέλεξε να υποβάλει τα εν λόγω έγγραφα σε αυτό το στάδιο και όχι νωρίτερα. Ορθή κρίνεται και η αξιολόγηση ως προς το ένταλμα σύλληψης που προσκόμισε ο Αιτητής, το οποίο δεν φέρει ούτε ημερομηνία ούτε εκδότη συν τοις άλλοις παρατηρούνται και ορθογραφικά λάθη, ως καταγράφονται επί των μεταφράσεων τους, ενώ ως προς το χειρόγραφο σημείωμα του Αιτητή, ο ισχυρισμός περί κράτησης του δυο ημερών στην αστυνομία δεν αναφέρθηκε σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας. Συνεπώς, ορθά οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας του αιτήματός του και δεν προβλήθηκαν κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησης του λόγω δικής του υπαιτιότητας.

 

Συνεπώς, δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν6(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί. Κρίνω με το ενώπιον μου υλικό ότι οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν δεόντως όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή, κατά συνέπεια ορθά απέρριψαν την αίτηση ως απαράδεκτη.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα αλλά και η νομιμότητα της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση. Δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή του Αιτητή στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου και τα όσα κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτηση του δεν πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε η μεταγενέστερη αίτηση να κριθεί παραδεκτή και η διοίκηση να προβεί σε ουσιαστική εξέταση της. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ  Δ. ΔΔΔΠ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο