ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. Τ648/2024
25 Νοεμβρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
F. M. L.
Αιτήτριας
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση.
…………………….
Γεώργιος Βασιλόπουλος για Χρίστο Π. Χριστοδουλίδη, Δικηγόρος για την αιτήτρια
Ειρήνη Παραδεισιώτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 13/02/2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση της ως απαράδεκτη.
Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την αιτήτρια και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«3 (α).............
(ε) Στις περιπτώσεις όπου η προσβαλλόμενη απόφαση εκδίδεται δυνάμει των ακόλουθων άρθρων του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(I)/2000), ως έχει τροποποιηθεί:
(i) 12Βτετράκις(2)(δ),
(ii) 12Βτρις,
Υπόμνημα ως το Έντυπο Αρ. 3 καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο από την Υπηρεσία Ασύλου, συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο που αφορά την προσφυγή, εντός δέκα ημερών από την επίδοση αυτής:
Νοείται ότι, ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ' ων η αίτηση απαιτείται και η υπόθεση ορίζεται απευθείας από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση, χωρίς να απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.».
Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο και το υπόμνημα της Υπηρεσίας Ασύλου, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής «Λ.Δ.Κ.») και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 29/02/2020, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Αυθημερόν, η αιτήτρια παρέλαβε την Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).
Στις 28/01/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας στις Κεντρικές Φυλακές από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Την 01/02/2022, ο λειτουργός ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Αυθημερόν, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας και αποφάσισε την επιστροφή της στη Λ.Δ.Κ δυνάμει του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου. Την 01/02/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε από την αιτήτρια στις 04/04/2022. Την 01/03/2022, η αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή υπ’ αριθμόν 1173/22 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 22/11/2023.
Στις 18/04/2024, η αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου της, σχετικά με το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 18/04/2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας. Αυθημερόν, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αφού εξέτασε την Έκθεση - Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής της, ως απαράδεκτης και την επιστροφή της αιτήτριας στη Λ.Δ.Κ. Την ίδια ημέρα, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της επί της μεταγενέστερης αίτησης της αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε από την αιτήτρια αυθημερόν. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο συνήγορος της αιτήτριας στα πλαίσια της Γραπτής του Αγόρευσης υποστηρίζει ότι η απόφαση ελήφθη κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμη διαδικασίας και κατά παράβαση των άρθρων 2 και 13 του περί Προσφύγων Νόμου. Όπως εισηγείται, ο κος Καζαντζής έχει λάβει εξουσιοδότηση από τον προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών και δεν έχει εξουσιοδότηση από το νυν Υπουργό Εσωτερικών και ως εκ τούτου εισηγείται πως τίθεται ζήτημα αναρμοδιότητας του λειτουργού που αποφάσισε για το αίτημα του αιτητή. Πέραν τούτου, επισημαίνει ότι η εξουσιοδότηση που έχει ο κος Καζαντζής αφορά αποφάσεις επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου, με βάση το ίδιο το λεκτικό της εξουσιοδότησης και πως στον διοικητικό φάκελο δεν εντοπίζεται κανένα στοιχείο που να μαρτυρεί το καθεστώς της λειτουργού που συντάσσει την Έκθεση-Εισήγηση.
Πρόσθετα, επισημαίνει ότι στον διοικητικό φάκελο προσκομίζεται εξουσιοδότηση του Υπουργού προς την κυρία Χρυσομηλά- Κουτσουμπά, η οποία τότε ήταν Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Ασύλου, ωστόσο προβάλλει πως η τελευταία, η οποία βρισκόταν με απόσπαση από το Υφυπουργείο Τουρισμού στην Υπηρεσία Ασύλου, έχει φύγει από την Υπηρεσία Ασύλου από τις 08-12-2022, οπόταν και έληξε η περίοδος της απόσπασής της, όπως φαίνεται και από την επίσημη Εφημερίδα της Κυβέρνησης φύλλο 5272, ημερομηνίας 16-04-2020 αριθμός 324. Είναι θέση του πως μέχρι και σήμερα δεν έχει καθοριστεί άλλο πρόσωπο για να εκτελεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και επομένως, η εξουσιοδότηση που κατέχουν όλοι οι λειτουργοί δεν έχει οποιαδήποτε ισχύ, από τις 09-12-2022 μέχρι και σήμερα και οι αποφάσεις που λαμβάνουν είναι άκυρες.
Τέλος, είναι θέση του συνηγόρου της αιτήτριας πως η προβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και εισηγείται όπως ο φάκελος αναπεμφθεί στην διοίκηση για την διεξαγωγή πλήρους συνέντευξης και κρίσης επί της ουσίας και η επίδικη απόφαση ακυρωθεί δυνάμει του άρθρου 146 (4β) του Συντάγματος και του 11(3β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου.
Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 07/05/2025, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για Ακρόαση, ο συνήγορος της αιτήτριας, κος Βασιλόπουλος, δήλωσε ότι οι λόγοι περί αναρμοδιότητας αποσύρονται στο σύνολο τους και ότι εμμένει στην αναφορά που περιλαμβάνεται στο ερυθρό 75 του διοικητικού φακέλου, όπου καταγράφεται ότι η αιτήτρια έχει ανήλικο τέκνο, ημερομηνίας γέννησης 03/01/2024. Τόνισε ότι, παρά την αναφορά αυτή, οι καθ’ ων η αίτηση, δεν έλαβαν το στοιχείο αυτό υπόψη τους και προχώρησαν με τη διαδικασία ταχείας απόρριψης, επιβεβαιώνοντας απόφαση επιστροφής που αφορά αποκλειστικά την αιτήτρια. Κατά τον συνήγορο της αιτήτριας, το γεγονός αυτό συνιστά παράλειψη εξέτασης του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και έλλειψη δεόντως αιτιολογημένης απόφασης. Το Δικαστήριο ζήτησε να διευκρινιστεί αν το ανήλικο τέκνο υπήρχε κατά τον χρόνο υποβολής της πρώτης αίτησης ή της προσφυγής της ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο συνήγορος απάντησε ότι το παιδί γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2024, ενώ η προηγούμενη προσφυγή της αιτήτριας είχε απορριφθεί στις 22 Νοεμβρίου του 2023.
Η εκπρόσωπος της Δημοκρατίας, κα Παραδεισιώτη, ανέφερε ότι από το διοικητικό φάκελο προκύπτει όντως η καταγραφή της αιτήτριας για την ύπαρξη του παιδιού, αλλά τονίζει πως η διαφοροποίηση αυτή στο προφίλ της αιτήτριας δεν μεταβάλλει τον πυρήνα του αιτήματός της, καθότι οι νέοι ισχυρισμοί που πρόβαλε αφορούν γεγονότα τα οποία εξετάστηκαν στη διαδικασία που προηγήθηκε. Ο κύριος Βασιλόπουλος επανέλαβε ότι η αιτήτρια, στη μεταγενέστερη αίτηση, δήλωσε ρητώς την ύπαρξη του παιδιού, ενώ ήδη σε προηγούμενο στάδιο είχε χαρακτηριστεί ως ευάλωτο πρόσωπο παραπέμποντας μάλιστα σε σχετική αναφορά στο ερυθρό 88, του διοικητικού φακέλου και τηλεομοιότυπο ημερομηνίας 9/5/2022.
Επισήμανε πως η Υπηρεσία όφειλε να την καλέσει να προσκομίσει οποιαδήποτε έγγραφα ήταν σχετικά με το ανήλικο τέκνο της και να λάβει υπόψη το στοιχείο του ανήλικου τέκνου, ιδίως ενόψει του ότι η απόφαση επιστροφής αφορά μόνο τη μητέρα και όχι το παιδί, ενώ η χώρα καταγωγής της θεωρείται μη ασφαλής. Ο κος Βασιλόπουλος τόνισε πως η Υπηρεσία όφειλε να καλέσει την αιτήτρια να υποβάλει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο είχε σχετικό με το παιδί. Η κα Παραδεισιώτη ανέφερε ότι τα προβλήματα υγείας της αιτήτριας είχαν ήδη αξιολογηθεί κατά την πρώτη αίτηση και ότι η ιδιότητα του ευάλωτου προσώπου αφορά εκείνη την περίοδο. Κατά συνέπεια, το μόνο νέο στοιχείο που επικαλείται η αιτήτρια είναι η ύπαρξη του τέκνου.
Έλαβα υπόψη μου τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιον μου λαμβάνοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται η μεταγενέστερη αίτηση. Ο έλεγχος του Δικαστηρίου περιορίζεται αυστηρά στη νομιμότητα της απόφασης που εκδόθηκε επί του μεταγενέστερου αιτήματος, χωρίς δυνατότητα επανεξέτασης της προγενέστερης διοικητικής κρίσης. Λαμβάνω βεβαίως υπόψη μου, όλα όσα προηγήθηκαν της διαδικασίας που ελέγχεται, προκειμένου να εξεταστεί η απόφαση επί του μεταγενέστερου αιτήματος και μόνον και όχι για να επέμβω στην διαδικασία που προηγήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο, εφόσον κάτι τέτοιο είναι εκτός των αρμοδιοτήτων του παρόντος Δικαστηρίου. Είναι χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, η αιτήτρια κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας ανέφερε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγή της για να σώσει την ζωή της από τον σύζυγο της μητέρας της (ερυθρό 11 του διοικητικού φακέλου). Κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η αιτήτρια δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Λ.Δ.Κ., γεννημένη και μεγαλωμένη στην Kinshasa, στην κοινότητα Kalamu, όπου διέμενε μέχρι την αναχώρησή της από τη χώρα (ερ. 26, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, όσον αφορά στο μορφωτικό της υπόβαθρο, η αιτήτρια δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και παρακολούθησε σπουδές για ένα έτος στο Πανεπιστήμιο "Cardinale Malunde" στην περιοχή Kasa-Vubu, Kinshasa, ωστόσο εξήγησε ότι διέκοψε τις σπουδές της λόγω του θανάτου του πατέρα της, γεγονός που δεν της επέτρεψε να συνεχίσει (ερ. 27, 8Χ-10Χ του διοικητικού φακέλου).
Σε σχέση με την οικογενειακή της κατάσταση, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας της απεβίωσε τον Ιούλιο του 2017, όταν εκείνη ήταν 17 ετών, υποστηρίζοντας ότι ο δράστης της δολοφονίας ήταν ο πρώην σύζυγος της μητέρας της, με τον οποίο εργαζόταν ο πατέρας της στο ίδιο μέρος. Ανέφερε επίσης ότι η μητέρα της απεβίωσε τον Οκτώβριο του 2020, μετά την αναχώρηση της αιτήτριας από τη χώρα, καθώς, όπως ενημερώθηκε, έπαθε καρδιακή προσβολή εξαιτίας της εξαφάνισης της κόρης της (ερυθρό 27 του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια προέβαλε αντιφατικούς ισχυρισμούς ως προς τα αδέλφια της. Αρχικά δήλωσε ότι δεν έχει αδέλφια (ερυθρό 27, 2Χ-3Χ του διοικητικού φακέλου), ωστόσο στη συνέχεια ανέφερε την ύπαρξη δύο αδελφών (ερυθρό 26 του διοικητικού φακέλου). Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε σε έναν αδελφό που γεννήθηκε το 2003 και σκοτώθηκε τον Φεβρουάριο του 2021 από άτομο που είχε αναλάβει τη φροντίδα της περιουσίας του πατέρα τους. Παράλληλα, μίλησε για έναν δεύτερο αδελφό, ηλικίας 16 ετών, ο οποίος ζει σήμερα στην Kinshasa, σε ορφανοτροφείο. Ανέφερε ότι ο μικρότερος αδελφός της γνώριζε πως εκείνη βρίσκεται στην Κύπρο, αλλά η μητέρα της όχι.
Επίσης, δήλωσε ότι μετά τη δολοφονία του πατέρα της, η μητέρα της εξαφανίστηκε, καθώς την αναζητούσε η αστυνομία, και ότι έχασε κάθε επικοινωνία μαζί της. Μετά τη δολοφονία του πατέρα τους, η αιτήτρια ανέφερε πως το οικογενειακό τους σπίτι σφραγίστηκε από την αστυνομία ως τόπος εγκλήματος και ότι η ίδια με τα αδέλφια της φιλοξενήθηκαν προσωρινά από την αστυνομία και κατόπιν μεταφέρθηκαν σε ένα σπίτι που λειτουργούσε ως καταφύγιο (ερυθρό 25-26 του διοικητικού φακέλου). Τέλος, αναφορικά με την επαγγελματική της δραστηριότητα, η αιτήτρια δήλωσε ότι εργάστηκε ως καθαρίστρια στην Kinshasa από το 2017 μέχρι το 2020 (ερυθρό 26, 5Χ του διοικητικού φακέλου).
Σε σχέση με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης υποστήριξε ότι εγακτέλειψε την Λ.Δ.Κ., προκειμένου να μην χάσει τη ζωή της. Όπως ανέφερε, ο λόγος που κινδύνευε η ζωή της ήταν η διαμάχη για την περιουσία του πατέρα της, την οποία διεκδικούσαν πολλά πρόσωπα. Η αιτήτρια προέβαλε ότι όταν προσπάθησε να βρει τρόπο να αποκτήσει την πατρική περιουσία, τα εν λόγω πρόσωπα απείλησαν να τη σκοτώσουν. Τόνισε, επίσης, ότι ο αδελφός της δολοφονήθηκε για τον ίδιο λόγο, επειδή προσπάθησε να υπερασπιστεί την περιουσία του πατέρα τους. Όταν ρωτήθηκε αν υπήρχαν και άλλοι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα, απάντησε αρνητικά (ερυθρό 24 του διοικητικού φακέλου).
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων που ακολούθησε, δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα γεγονότα της αφήγησής της. Όπως ανέφερε, η διαφορά αφορούσε το οικογενειακό σπίτι και κάποια χωράφια που ανήκαν στον πατέρα της, ο οποίος εργαζόταν στην Société d' Électricité. Σύμφωνα με την ίδια, μετά τον θάνατο του πατέρα της, ομάδα ατόμων προσπάθησε να πουλήσει την περιουσία, ενώ εκείνη, όταν προσπάθησε να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, ξεκίνησε να δέχεται απειλές και επιθέσεις (ερ. 23 του διοικητικού φακέλου).
Σε ερώτηση σχετικά με τον τρόπο θανάτου του πατέρα της, δήλωσε ότι αρχικά δηλητηριάστηκε, αλλά επειδή τελικά δεν πέθανε, του επιτέθηκαν εκ νέου και τον δολοφόνησαν στο σπίτι τους, την ώρα που εκείνη βρισκόταν στο σχολείο. Η αιτήτρια υποστήριξε πως δεν γνωρίζει ποιος σκότωσε τον πατέρα της, ωστόσο υπέθεταν ότι υπεύθυνος ήταν ο πρώην σύζυγος της μητέρας της, χωρίς όμως να υπάρχουν αποδείξεις προς αυτό (ερυθρό 23 του διοικητικού φακέλου).
Ως προς τη μητέρα της, ανέφερε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα της εκείνη επέστρεψε στον πρώην σύζυγό της, γεγονός που οδήγησε την αστυνομία να υποψιαστεί πως ίσως είχε εμπλακεί στη δολοφονία. Όπως δήλωσε, η μητέρα της εγκατέλειψε το σπίτι όταν οι αρχές ξεκίνησαν να την καλούν για ανάκριση και έκτοτε εξαφανίστηκε. Παράλληλα, το σπίτι σφραγίστηκε από την αστυνομία ως τόπος εγκλήματος, και εκείνη με τα αδέλφια της φιλοξενήθηκαν προσωρινά σε καταφύγιο (ερυθρό 23 του διοικητικού φακέλου).
Ερωτηθείσα σχετικά με τις απειλές που δέχθηκε, ισχυρίστηκε ότι όταν ξεκίνησε τη διαδικασία για τα έγγραφα της περιουσίας, δέχθηκε απειλές και επίθεση από την εγκληματική ομάδα των Kuluna. Όπως ανέφερε, της επιτέθηκαν και τη βίασαν ενώ επέστρεφε στο σπίτι της, μέσα σε ένα τούνελ. Όπως περιέγραψε, κατάφερε να γλιτώσει, επειδή φώναξε για βοήθεια και οι κάτοικοι της περιοχής την έσωσαν. Το περιστατικό, όπως δήλωσε, έλαβε χώρα το 2018, όταν ήταν 18 ετών (ερ. 23, 2Χ και 22 του διοικητικού φακέλου).
Σε ερώτηση πώς γνωρίζει ότι οι δράστες στάλθηκαν λόγω της περιουσίας, ανέφερε ότι της είπαν οι ίδιοι πως την αναζητούσαν. Δήλωσε επίσης ότι κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία, αλλά δεν έγινε καμία ενέργεια, καθώς όπως είπε, «στην Κινσάσα, αν δεν έχεις χρήματα, δεν μπορείς να ασχοληθείς με την αστυνομία» (ερυθρό 22 του διοικητικού φακέλου). Όσον αφορά την περίοδο που ακολούθησε, 2018-2020, ανέφερε ότι συνέχισε να δέχεται απειλές, κυρίως όταν επισκεπτόταν υπηρεσίες για τα έγγραφα της περιουσίας, όπου την αντιμετώπιζαν με εχθρικό τρόπο. Η αυξανόμενη πίεση που ένιωθε αλλά και οι απειλές την οδήγησαν τελικά στην απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα, καθώς όπως δήλωσε, φοβόταν ότι θα τη σκοτώσουν (ερυθρό 22 του διοικητικού φακέλου).
Όταν της ζητήθηκε να δηλώσει την τρέχουσα κατάσταση της περιουσίας, η αιτήτρια ανέφερε ότι επισήμως βρίσκεται υπό τη διαχείριση της αστυνομίας, αλλά πιστεύει ότι στην πραγματικότητα ελέγχεται από τους ίδιους ανθρώπους που την απειλούσαν. Μολονότι δήλωσε ότι η περιουσία είναι στο όνομά της, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν την παραχώρησε για να σταματήσουν οι απειλές, απάντησε ότι είχε σταματήσει να τη διεκδικεί, ωστόσο εκείνοι συνέχιζαν να την απειλούν, επειδή «ήξεραν ότι δεν θα τα παρατούσε» (ερυθρό 22 του διοικητικού φακέλου). Σε ερώτηση αν προσπάθησε να μετακινηθεί σε άλλη περιοχή της Λ.Δ.Κ., δήλωσε ότι δεν είχε τα οικονομικά μέσα να το κάνει. Τέλος, ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της, δήλωσε ότι φοβάται πως θα τη βρουν και θα τη σκοτώσουν (ερυθρό 22 του διοικητικού φακέλου).
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή της η αιτήτρια, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις της αιτήτριας ως κατωτέρω: (1) Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της αιτήτριας (2) ισχυριζόμενος φόβος δίωξης της αιτήτριας υπό την μορφή απειλών από άτομα που ήθελαν να κατασχέσουν την περιουσία του πατέρα της.
Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου, καθότι κρίθηκε αξιόπιστος τόσο από πλευράς εσωτερικής, όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας. Αντιθέτως, ο δεύτερος ισχυρισμός δεν έτυχε αποδοχής. Ειδικότερα, όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν πως αναφορικά με το συγκεκριμένο μέρος του αιτήματος της, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσφέρει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες, παρουσιάζοντας ασάφειες, αντιφάσεις και έλλειψη ευλογοφάνειας στις απαντήσεις της και μάλιστα σε σημεία που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός της.
Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι η αιτήτρια υπέπεσε σε αντίφαση ως προς την ύπαρξη αδερφών, αφού αρχικά δήλωσε ότι δεν έχει αδέλφια (ερυθρό 27, 3Χ του διοικητικού φακέλου), ενώ στη συνέχεια ανέφερε ότι ο αδερφός της την ενημέρωσε για τον θάνατο της μητέρας τους (ερυθρό 27, 4Χ και 26, 6Χ του διοικητικού φακέλου). Επίσης, όταν της ζητήθηκε να διευκρινίσει πώς γνωρίζει ότι ο εν λόγω αδερφός της σκοτώθηκε από άτομα που διαχειρίζονταν την περιουσία του πατέρα της, ισχυρίστηκε εκ νέου ότι έχει έναν άλλο αδερφό που την ενημέρωσε για το γεγονός (ερυθρό 26, 7Χ του διοικητικού φακέλου).
Επιπρόσθετα, όπως σημειώνουν οι καθ’ ων η αίτηση, η αιτήτρια παρουσίασε αντιφάσεις ως προς τις συνθήκες θανάτου του πατέρα της. Αρχικά υποστήριξε ότι ο πρώην σύζυγος της μητέρας της τον σκότωσε (ερυθρό 27, 2Χ του διοικητικού φακέλου), ενώ στη συνέχεια ανέφερε ότι τον δηλητηρίασε χωρίς να επέλθει θάνατος, με αποτέλεσμα να αποστείλει δολοφόνους για να τον σκοτώσουν (ερυθρό 23, 6Χ του διοικητικού φακέλου). Τελικά, ανέφερε πως δεν διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία και ότι πρόκειται για δική της εικασία (ερυθρό 23, 6Χ-8Χ του διοικητικού φακέλου).
Περαιτέρω, αντιφάσεις εντοπίζονται και ως προς τον θάνατο της μητέρας της. Συγκεκριμένα, η αιτήτρια δήλωσε αρχικά ότι η μητέρα της απεβίωσε τον Οκτώβριο του 2020 (ερυθρό 27, 4Χ του διοικητικού φακέλου), ενώ αργότερα ανέφερε ότι απεβίωσε μετά από καρδιακό επεισόδιο τη στιγμή που η ίδια εγκατέλειπε τη χώρα (ερυθρό 26, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Επί τούτου, οι καθ’ ων η αίτηση παρατηρούν ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι ευλογοφανείς, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, η μητέρα της είχε εξαφανιστεί μετά τον θάνατο του πατέρα της, είχε επιστρέψει στον πρώην σύζυγό της και δεν υπήρχε επικοινωνία με τα παιδιά της (ερυθρό 25, 2Χ-4Χ και 23, 3Χ-5Χ του διοικητικού φακέλου). Όταν ζητήθηκαν περαιτέρω διευκρινίσεις, η αιτήτρια απάντησε με ασάφεια ότι πληροφορήθηκε τον θάνατο της μητέρας της από τις ειδήσεις, όπου ζητήθηκε βοήθεια για την ταφή μιας γυναίκας που απεβίωσε και την ενημέρωσε σχετικά ο αδελφός της (ερυθρό 25, 5Χ του διοικητικού φακέλου)
Επίσης, όπως επισημαίνουν οι καθ’ ων η αίτηση, η αιτήτρια δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την ισχυριζόμενη απαγωγή της (ερυθρό 23, 2X-5X του διοικητικού φακέλου) . Ανέφερε ότι την απήγαγαν και τη βίασαν οι εγκληματίες του δρόμου με το όνομα Kuluna, χωρίς όμως να εξηγήσει πώς συνδέονται τα άτομα αυτά με την περιουσία που διεκδικεί (ερυθρό 22, 4Χ του διοικητικού φακέλου). Επιπρόσθετα, όταν ρωτήθηκε αν της συνέβη κάτι άλλο μεταξύ 2018 και 2020, περιορίστηκε να αναφέρει ότι της συμπεριφέρονταν άσχημα, χωρίς να προσδιορίσει περαιτέρω περιστατικά ή πρόσωπα (ερ. 22, 1Χ-2Χ του διοικητικού φακέλου).
Περαιτέρω, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι την περιουσία του πατέρα της, τη διαχειρίζεται σήμερα η αστυνομία (ερυθρό 22, 6Χ του διοικητικού φακέλου), χωρίς όμως να εξηγήσει πειστικά γιατί δεν συνεργάστηκε με τους διαχειριστές αλλά επέλεξε να εγκαταλείψει τη χώρα. Η αιτιολόγηση που έδωσε, ότι φοβάται πως θα την σκοτώσουν αν επιστρέψει, κρίθηκε αόριστη και μη επαρκής. Τέλος, οι καθ’ ων η αίτηση παρατηρούν ότι η αιτήτρια δεν έδωσε ικανοποιητική εξήγηση για την προσπάθειά της να εγκαταλείψει την Κύπρο με πλαστό διαβατήριο, δεδομένου ότι ήδη εκκρεμούσε αίτηση διεθνούς προστασίας (ερυθρό 21, 3Χ του διοικητικού φακέλου).
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της, όπως υπογραμμίζουν οι καθ’ ων η αίτηση, τα όσα ανέφερε η αιτήτρια αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της, χωρίς να υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που να επιτρέπουν τη διασταύρωση των ισχυρισμών της. Σε κάθε περίπτωση, οι καθ’ ων η αίτηση επισημαίνουν ότι υπάρχει μια επιπλέον αντίφαση, αυτή τη φορά μεταξύ του εντύπου ευαλωτότητας και της συνέντευξης της αιτήτριας, καθώς στο έντυπο αναφέρεται ότι ο πατέρας της δηλητηριάστηκε από τον πρώην εραστή της μητέρας της, ενώ στη συνέντευξη υποστήριξε ότι δολοφονήθηκε από ομάδα ατόμων (ερυθρό 7 του διοικητικού φακέλου). Ως εκ τούτου και δεδομένων των πιο πάνω ευρημάτων, είναι θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι το μέρος αυτό του αιτήματος της αιτήτριας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας και λαμβάνοντας υπόψη ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, την πόλη Kinshasha της Λ.Δ.Κ., ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής της, ότι η αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτήτριας σε ένα από τους λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, του Ν. 6 (Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στην Λ.Δ.Κ., η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός κατέληξε ότι η αιτήτρια δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς το αίτημα της απορρίφθηκε στο σύνολό του. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.
Η αιτήτρια αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου υποβάλλοντας προσφυγή με αριθμό 1173/22 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 22/11/22023. Κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής της (ερυθρό 73-74, του διοικητικού φάκελου), η αιτήτρια ανέφερε ότι αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα της για να γλιτώσει από τον θάνατο, καθώς υπέφερε από καθημερινούς βιασμούς από τον θείο της εκ της πατρικής γραμμής. Ο θείος της, όπως εξήγησε, κατείχε υψηλή θέση στον στρατό (ήταν Αρχηγός του Επιτελείου του Κονγκολέζικου Στρατού) και συνεπώς κανείς δεν μπορούσε να τον εμποδίσει. Επεσήμανε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα της, ο θείος της, ως αδελφός του αποθανόντος πατέρα της, όφειλε, σύμφωνα με την παράδοση, να παντρευτεί τη μητέρα της. Έτσι, βρέθηκε να ζει στο ίδιο σπίτι με εκείνον, γεγονός που του έδωσε την εξουσία και την ευκαιρία να την κακοποιεί σεξουαλικά, προκαλώντας της σοβαρή ψυχολογική βλάβη. Η ίδια ανέφερε ότι είχε υποστεί και αμβλώσεις λόγω των βιασμών, υπέφερε από κατάθλιψη και λάμβανε ψυχιατρική αγωγή.
Σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση, η αιτήτρια δήλωσε ότι διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταγγελία στην αστυνομία και έγγραφα από τον δικηγόρο της, τα οποία όμως βρίσκονταν στο σπίτι εκείνη τη στιγμή. Υποσχέθηκε να τα προσκομίσει ή να τα αποστείλει μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ενώ τόνισε ότι έχει και αποδείξεις στο κινητό της τηλέφωνο που δείχνουν πως διέμενε μαζί με τη μητέρα της και τον θείο της. Πρόσθεσε ότι μπορεί να επικοινωνήσει κανείς με τη μητέρα της για περισσότερες πληροφορίες. Τέλος, ανέφερε ότι δεν είχε προσκομίσει τα εν λόγω έγγραφα νωρίτερα, επειδή δεν είχε πραγματοποιηθεί κανονική συνέντευξη κατά την προηγούμενη αίτησή της, καθώς τότε βρισκόταν στη φυλακή για υπόθεση που αφορούσε πλαστό διαβατήριο. Όπως ανέφερε, δεν της ζητήθηκε να δώσει συνέντευξη ή να παρουσιάσει αποδεικτικά στοιχεία εκείνη την περίοδο.
Προχωρώντας στη προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της αίτησης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως τα στοιχεία που πρόβαλε η αιτήτρια δεν υποβλήθηκαν νωρίτερα λόγω δικής της υπαιτιότητας. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός που εξέτασε το αίτημα της, στην έκθεση εισήγησή του ανέφερε τα πιο κάτω (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):
«2. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει: Η αλλοδαπή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της λόγω ισχυριζόμενου φόβου δίωξης της, υπό τη μορφή απειλών από άτομα που ήθελαν να κατασχέσουν τη περιουσία του πατέρα της. Η αλλοδαπή είχε αναφέρει ότι τα άτομα τα οποία αναλάμβαναν τα περιουσιακά στοιχεία του πατέρα της, τον σκότωσαν με σκοπό να κατασχέσουν τη περιουσία του και ότι μετά το θάνατο του πατέρα της, τα εν λόγω άτομα προσπάθησαν να πουλήσουν την εν λόγω περιουσία και ότι η ίδια ξεκίνησε τις διαδικασίες για τη περιουσία, ξεκίνησε να δέχεται απειλές με αποτέλεσμα να την απαγάγουν και αντιλήφθηκε ότι ήθελαν να την σκοτώσουν (Π.Β. ερυθ. 29-20).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αλλοδαπή δεν είχε αναφέρει οποιοδήποτε φόβο δίωξης από το θείο της σε προγενέστερη εξέταση της αίτησής της καθώς επίσης δεν προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο με τη μεταγενέστερη αίτησής καθώς ούτε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της. Η αλλοδαπή με τη μεταγενέστερη αίτησή της, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της για να γλιτώσει από τον θάνατο εξαιτίας του θείου της από την πλευρά του πατέρα της, ο οποίος την βίαζε καθημερινά, επειδή είναι Αρχηγός του Επιτελείου του Στρατού του Κονγκό και κανείς δεν μπορούσε να του κάνει τίποτα. Η αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να της το κάνει αυτό καθώς μετά το θάνατο του πατέρα της, σύμφωνα με την παράδοσή τους, ο θείος της, θα έπρεπε να παντρευτεί τη μητέρα της και γι' αυτό είχε τη δύναμη να της τα κάνει όλα αυτά, δεδομένου ότι έμεναν μαζί στο ίδιο σπίτι μαζί του. Η αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι είχε κατάθλιψη και έπαιρνε ψυχιατρικά φάρμακα και έχει αποδείξεις για αυτό, όπως την καταγγελία στην αστυνομία καθώς και με τον δικηγόρο, αλλά είναι στο σπίτι της τα στοιχεία αυτά και θα μπορούσε να τα προσκομίσει αύριο. Ακόμη, η αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι έχει στο κινητό της αποδεικτικά στοιχεία ότι έμενε μαζί με τον θείο της και τη μητέρα της, και μπορούμε όπως επικοινωνήσουμε με τη μητέρα της για περισσότερες πληροφορίες. Η αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι δεν έδωσε πιο πριν τα εν λόγω στοιχεία καθώς δεν την έγινε μια «κανονική» συνέντευξη και δεν της ζητήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία, δεδομένου ότι ήταν στη φυλακή λόγω πλαστού διαβατηρίου (Π.Β. ερυθ. 75-68), χωρίς να επικαλεστεί τους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρθηκε σε αυτά τα στοιχεία, κατά την προηγούμενη αίτησή της. Επομένως λόγω δικής της υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα
3. Επιπλέον, δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ότι, σε περίπτωση επιστροφής της Αλλοδαπής στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, θα διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή και της αρχής της μη επαναπροώθησης».
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως η αιτήτρια πρόβαλε ένα νέο ισχυρισμό που δεν τον ανέφερε προηγουμένως, ούτε κατά το αρχικό της αίτημα ούτε στα πλαίσια της προσφυγής 1173/22. Δεν εξηγεί μάλιστα για πιο λόγο δεν πρόβαλε τον ισχυρισμό αυτό προηγουμένως. Επομένως, λόγω δικής της υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα στοιχεία αυτά στις διαδικασίες που προηγήθηκαν. Κατά το στάδιο εκείνο, η αιτήτρια δεν επικαλέστηκε τους νέους ισχυρισμούς, αν και είχε τη δυνατότητα να το πράξει. Ως εκ τούτου, τα στοιχεία αυτά δεν δύνανται να ανατρέψουν την εικόνα της αιτήτριας ως προς τον πυρήνα του αιτήματός της.
Όπως διευκρινίζεται στη μεταγενέστερη αίτησή της, η αιτήτρια ανέφερε ότι είναι μητέρα ενός τέκνου (υιού), ονόματι J.O.L., το οποίο και συνοδεύει και γεννήθηκε στις 3/1/2024 (ερυθρό 75 του διοικητικού φακέλου), γεγονός που διαφοροποιεί βεβαίως ο προφίλ της. Το στοιχείο της ύπαρξης του παιδιού, είναι ένα νέο στοιχείο το οποίο θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη τόσο για σκοπούς της ορθής διαδικασίας εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης, αλλά και για σκοπούς ορθότητας της απόφασης λαμβάνοντας υπόψη πως στο διοικητικό φάκελο υπάρχει τοποθετημένη σχετική επιστολή ημερομηνίας 11/5/2022 που αφορά την αιτήτρια και φέρει τον τίτλο «Εντοπισμός ευάλωτων προσώπων και παροχή ειδικής στήριξης» (ερυθρό 88, του διοικητικού φακέλου). Στα ερυθρά 86 και 87 του διοικητικού φακέλου υπάρχει τοποθετημένο έντυπο αναφοράς ειδικών αναγκών αιτητή διεθνούς προστασίας. Όπως διαφαίνεται από το σχετικό έντυπο ημερομηνίας 9/5/2022 η αιτήτρια αντιμετωπίζει ψυχολογικά θέματα και καταγράφει πως έχει υποστεί ψυχολογική βία και ότι είναι άτομο με πνευματικές διαταραχές ή ψυχολογικά προβλήματα.
Από το ίδιο λοιπόν το κείμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο αγνοεί την ύπαρξη του παιδιού, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες υποχρεούνται να σέβονται την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού σε κάθε απόφαση που το αφορά. Η ύπαρξη του ανήλικου τέκνου αποτελεί νέο και ουσιώδες στοιχείο το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί, λαμβάνοντας υπόψη το προσωπικό προφίλ της αιτήτριας το οποίο προκύπτει από την προηγούμενη ανάλυση της Υπηρεσίας Ασύλου στα πλαίσια της εξέτασης της αρχικής αίτηση. Το ανήλικο τέκνο έχει βαρύτητα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας, εφόσον η Υπηρεσία Ασύλου στην απόφαση επί της αρχικής αίτησης της αιτήτριας αναφέρει και το γεγονός της ψυχολογικής κατάστασης της αιτήτριας και ούτως ή άλλως τα ζητήματα αυτά προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο.
Ως εκ τούτου, εσφαλμένα δεν λήφθηκε υπόψη το ανήλικο τέκνο κατά την έκδοση της απόφασης αλλά και της απόφασης επιστροφής η οποία αποτελεί τμήμα της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Το αρμόδιο όργανο στηρίχθηκε μόνο στους ισχυρισμούς της αιτήτριας χωρίς να λάβει υπόψη το ανήλικο τέκνο, αλλά και την ψυχολογική κατάσταση της αιτήτριας και το υποστηρικτικό δίκτυο που έχει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της λαμβάνο ντας υπόψη ότι προέρχεται από μη ασφαλή χώρα.
Υπό το φως των ανωτέρω λεχθέντων και από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου καταλήγω ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την ανεπαρκή αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, επιτυγχάνει και ως εκ τούτου κρίνω ότι πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Σε σχέση με την έκταση του ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου επί της μεταγενέστερης αίτησης, στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση υπ’αριθμόν C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερομηνίας 9/9/2020, αναφέρθηκαν τα εξής:
«60 Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέ- τως της ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης της προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβα- νόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ’ ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.».
Συνεπώς, προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα πως η αιτήτρια στην ενώπιον μου διαδικασία είναι αρκετό να αποδείξει πως το αρμόδιο όργανο είχε νέα στοιχεία τα οποία δεν εξέτασε, ενώ όφειλε να τα εξετάσει και να τα αξιολογήσει πριν την έκδοση απόφασης επί μεταγενέστερου αιτήματος, όπως δηλαδή ακριβώς συνέβη και στην υπό εξέταση υπόθεση.
Σημειώνεται πως στην παρούσα διαδικασία εξετάζεται μόνο το κατά πόσον η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ορθά για τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της και δεν εξετάζονται οποιοιδήποτε άλλοι παράμετροι. Σε σχέση λοιπόν με την έκταση ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης απόφασης επί μεταγενέστερου αιτήματος, συμφωνώ με τα όσα έχει αναφέρει η αδελφή μου δικαστής Κ. Κλεάνθους στην απόφαση της στην υπόθεση υπ' αριθμόν 1317/20, M. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας15/09/21, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Με βάση τόσο το γράμμα όσο και την τελεολογία της εν λόγω διάταξης, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο κατά την εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη δεν έχει εξουσία να εξετάσει περαιτέρω τα νέα στοιχεία και να αποφασίσει επί της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας το ίδιο, καθώς πρόκειται περί περίπτωσης όπου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεπάγεται τη μη χορήγηση διεθνούς προστασίας, με την έννοια ότι δεν εξετάστηκε η αίτηση επί της ουσίας της, παρά μόνο το παραδεκτό της. Η τελεολογική αυτή ερμηνεία είναι σύμφωνη και με την ανάγκη μη παράκαμψης ενός σταδίου εξέτασης του καινοφανούς αυτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τη διοικητική εξέταση της αιτήσεως και των ισχυρισμών της (Βλ. συναφώς Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεση αρ.: C 652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, σκέψεις 92 έως 103).
Προκύπτει από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου πως στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης δεν λήφθηκε υπόψη το ανήλικο τέκνο το οποίο όφειλε να εξετάσει με το δέοντα τρόπο το αρμόδιο όργανο, στα πλαίσια βεβαίως εξέτασης του προφίλ της αιτήτριας.
Για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα €1600, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο