ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 1446/23
2 Δεκεμβρίου, 2025
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ε.Ε.
Αιτήτριας,
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση,
.........
Α. Κ. Παρασκευά (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.
Κ. Ιμανίμης (κ.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 25.3.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν και περί τις 28.5.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 23.3.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό, ο οποίος υπέβαλε σχετική Έκθεση/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και για επιστροφή στη χώρα καταγωγής της. Στις 25.3.2023, ο Προϊστάμενος ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και επιστροφής της στο Καμερούν. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 12.4.2023 αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Νομικοί Ισχυρισμοί
2. Κατά την ακροαματική διαδικασία ημερομηνίας 14.11.2025, η Αιτήτρια δια της συνηγόρου της δήλωσε ότι προωθεί ως μόνο λόγο προσφυγής την έλλειψη δέουσας έρευνας. Ως προς τον πυρήνα του αιτήματός της προωθεί τον ισχυρισμό ότι διώκεται από το στρατό ένεκα της ταυτότητας του συντρόφου της ως μαχητής των αποσχιστών. Προς τούτο ζητεί την απόδοση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Προς υποστήριξη του αιτήματός της, η Αιτήτρια προσκόμισε έντυπο της εφημερίδας «The Guardian Post» ημερομηνίας 14.7.2020, το οποίο κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου κατατέθηκε ως Τεκμήριο στην παρούσα δικαστική διαδικασία, σε απόσπασμα της οποίας στη σελ. 9 γίνεται αναφορά στις περιστάσεις της κατ’ ισχυρισμό δίωξής της.
3. Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Προωθούν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθώς και νομίμως, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εξουσιών που παρέχει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.
Νομικό Πλαίσιο
4. Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύει της προστασίας της χώρας ταύτης».
5. Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2023 έχει ως ακολούθως:
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
6. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2025 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
7. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.
8. Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:
«Υποχρεώσεις Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών
16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο Αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).
(2) Ιδίως, ο Αιτητής οφείλει-
(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του Αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο Αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙ [...]».
9. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
10. Ως τον εγειρόμενο λόγο προσφυγής , επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την ενώπιόν του αίτησή διεθνούς προστασίας εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά εξετάζει την ουσιαστική ορθότητά της de novo και ex nunc (Βλ. Aπόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C‑283/24 [Barouk], B. F. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:2025:236, απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2019, Torubarov, C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 50 έως 53 (σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας) Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη, η Αιτήτρια εκπροσωπούμενη και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς της και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].
11. Συναφές εν προκειμένω είναι και το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτών. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας του Αιτητή ασύλου να τεκμηριώσει με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή του, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI: EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).
12. Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας, κατά την καταγραφή της αίτησής της για διεθνή προστασία, δήλωσε πως ο στρατός αναζητούσε τον σύντροφο και πατέρα του παιδιού της, με τον οποίο συζούσε, καθότι αυτός είχε χαρακτηρισθεί ως αποσχιστής. Λόγω της εξαφάνισής του, η ίδια επίσης διώκεται από τον στρατό προκειμένου να τους υποδείξει πού κρύβει τα όπλα του, αλλά και γενικότερα πού βρίσκεται ο εν λόγω σύντροφός της.
13. Κατά το στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε το 1995 στο χωριό Matoh, όπου διέμενε για περίπου έντεκα έτη προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Προηγουμένως κατοικούσε με τους γονείς της στο χωριό Mutingo, από την παιδική της ηλικία μέχρι και το 2015. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, ανέφερε ότι από το 2015 έως τον Ιούλιο του 2020 διατηρούσε σχέση και συμβίωνε με άνδρα που αποτελούσε μέλος της αποσχιστικής ομάδας των Ambazonians. Ο σύντροφός της, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, εξαφανίστηκε έκτοτε διότι καταζητούνταν, και η ίδια δεν είχε καμία περαιτέρω επαφή μαζί του. Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι κρυβόταν λόγω της σχέσης της με τον σύντροφό της, από φόβο, αν και δεν γνωρίζει αν ο στρατός γνώριζε πράγματι τη μεταξύ τους σχέση. Δήλωσε ότι έχει μητέρα, πέντε αδελφούς και έναν θείο, ενώ ο πατέρας της απεβίωσε το 2014. Έχει επίσης μία κόρη, η οποία κατά τον χρόνο της συνέντευξης (23.3.2023) ήταν έξι ετών και διέμενε με τη μητέρα της στο χωριό Mutongo, που επίσης βρίσκεται στη νοτιοδυτική περιφέρεια. Η Αιτήτρια διατηρεί επικοινωνία μαζί τους, ενώ ανέφερε ότι η μητέρα και οι αδελφοί της συνδράμουν στη φροντίδα της κόρης της. Τα έξοδα του ταξιδιού της για να εγκαταλείψει τη χώρα καλύφθηκαν, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, από τον θείο της. Εξάλλου, δήλωσε Χριστιανή. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο ανέφερε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ομιλεί αγγλικά και orocko) και ως προς την εργασιακή της πείρα ότι από το 2014 έως τον Ιούλιο του 2020, εργαζόταν πωλώντας τρόφιμα σε εστιατόρια.
14. Ως προς τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής της, η Αιτήτρια, στο πλαίσιο της ελεύθερης αφήγησής της, δήλωσε ότι ο σύντροφός της ανήκε στην ομάδα των αποσχιστών και εξαφανίστηκε διότι καταζητείτο από τις στρατιωτικές δυνάμεις. Μετά την εξαφάνισή του, η ίδια αναγκάστηκε, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, να καταφύγει στο δάσος, όπου κρυβόταν, επειδή η ζωή της τελούσε σε κίνδυνο. Υποστήριξε ότι ο στρατός την αναζητούσε προκειμένου να αποκαλύψει τον τόπο διαμονής του συντρόφου της, καθώς και το σημείο όπου εκείνος φέρεται να κρατούσε τα όπλα του.
15. Κατά το στάδιο υποβολής διευκρινιστικών ερωτημάτων η Αιτήτρια κλήθηκε να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με την αναζήτησή της από το στρατό αλλά και να διευκρινίσει καταρχήν ανακολουθίες που εντοπίστηκαν στο αφήγημά της. Κατά το στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια προσκόμισε φωτογραφίες, οι οποίες κατά τη δήλωσή της απεικονίζουν τον σύντροφό της, χωρίς ωστόσο - ερωτηθείσα σχετικά - να αναφέρει ποιος τις απέστειλε σε αυτήν.
16. Αξιολογώντας τις δηλώσεις και τα έγγραφα που προσκόμισε η Αιτήτρια , οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: πρώτον την ταυτότητα, το προφίλ την χώρα καταγωγής και περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, και δεύτερον, τον φερόμενο φόβο δίωξής της από το στρατό λόγω του ότι ο σύντροφός της είναι μαχητής των Ambazonians.
17. Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς οι πληροφορίες που έδωσε η Αιτήτρια αναφορικά με την ταυτότητα, τη μόρφωση, τη θρησκευτική της ταυτότητα κρίθηκαν ως ικανοποιητικές και συνεκτικές, ενώ επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και από το διαβατήριο που η ίδια προσκόμισε.
18. Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας ωστόσο έτυχε απόρριψης. Συγκεκριμένα, οι Καθ’ ων η Αίτηση διαπιστώνουν ότι ο ισχυρισμός της περί φόβου δίωξης λόγω της αναζήτησης του συντρόφου της από τον στρατό στερείται εσωτερικής συνοχής και λογικής συνέπειας. Οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν ως ουσιώδη χρονική αντίφαση την αναφορά της Αιτήτριας ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο ο στρατός άρχισε να αναζητά τον σύντροφό της, αναφέροντας αρχικώς ότι αυτό συνέβη τον Φεβρουάριο 2020 (Π.Β. ερ. 22χ5-χ6, ερ. 20χ7-χ10), ενώ στο γραπτό της αίτημα δήλωσε ότι ο στρατός απειλούσε τη ζωή του από τις 28.7.2020 (Π.Β. ερ. 24,χ1-χ3, ερ. 1). Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί της ότι παρέμεινε κρυμμένη στο δάσος επί 7 μήνες χωρίς να δύναται να εξηγήσει τον τρόπο επιβίωσης (Π.Β. ερ. 21,χ1-χ4), καθώς και η αδυναμία της να αιτιολογήσει γιατί δεν εγκατέλειψε συντομότερα τη χώρα μολονότι είχε σε ισχύ διαβατήριο από 25.11.2019 (Π.Β. ερ. 5, ερ. 19,χ9-χ11), κρίνονται ασαφείς και μη πειστικοί. Επιπλέον, επισημαίνουν ότι ουδέν προσωπικό συμβάν αναφέρθηκε που να συνδέει τη δική της στοχοποίηση με τις φερόμενες αναζητήσεις (Π.Β. ερ. 19,χ1-χ4). Τέλος, ασυνέπεια διαπιστώνεται και ως προς τη σχέση της με τον σύντροφό της και τη διάρκειά της.
19. Ως προς την εξωτερική τεκμηρίωση του ισχυρισμού της, οι Καθ’ ων η Αίτηση διαπιστώνουν ότι τα αναφερόμενα από την Αιτήτρια αποτελούν το μόνο τεκμήριο υποστήριξης του αιτήματός της, εφόσον ουδεμία ανεξάρτητη πηγή ή έγγραφο επιβεβαιώνει ότι ο σύντροφός της ήταν μαχητής των Αμπαζονίων ή ότι πράγματι αναζητείτο από τον στρατό. Οι φωτογραφίες που προσκόμισε στερούνται εξακριβωμένης προέλευσης και δεν φέρουν οποιαδήποτε δυνατότητα επαλήθευσης. Υπό το φως των ανωτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας.
20. Στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι της ταυτότητας, του προφίλ, της χώρας καταγωγής και περιοχής συνήθους διαμονής, και λαμβάνοντας υπόψιν τις πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της, κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση πως καταρχήν υπάρχουν εύλογοι λόγοι η Αιτήτρια να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στην περιοχή συνήθους διαμονής της στη νοτιοδυτική περιφέρεια, ως απόρροια της ασταθούς κατάστασης ασφάλειας στην συγκεκριμένη περιοχή.
21. Κατά τη νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς παρά την ύπαρξη αδιάκριτης βίας στην περιοχή η ένταση αυτής σε συνάρτηση με τις προσωπικές της περιστάσεις , οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται προσωπική απειλή για την Αιτήτρια.
22. Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, γίνεται δεκτό το εύρημα των Καθ' ων η αίτηση αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό για τους λόγους που αναφέρονται στην εισηγητική έκθεση, η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης. Η αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού εδραιώνεται περαιτέρω και από τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι οποίες εντοπίζονται στο διοικητικό φάκελο. Ειδικώς ως προς το σημείο της οικογενειακής κατάστασης της Αιτήτριας γίνεται απλώς δεκτό ότι διέθετε σύντροφο, παιδί και ευρύ οικογενειακό δίκτυο στη χώρα της, καθώς δεν έχει προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχείο ούτε έχει προβεί σε οποιαδήποτε ουσιαστική δήλωση αναφορικά με την ταυτότητά του τέως συντρόφου της ως αποσχιστή. Το σημείο αυτό εξετάζεται εκτενέστερα και στην συνέχεια υπό τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό. Το παρόν Δικαστήριο αξιολογεί τους προβληθέντες ισχυρισμούς στην βάση των κοινώς αποδεκτών δεικτών αξιοπιστίας.[1]
23. Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εσφαλμένα συγχέουν τον «φόβο δίωξης» με την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που τον προκαλούν, καθότι ο πρώτος διερευνάται στο πλαίσιο της αξιολόγησης κινδύνου και αναλύεται κατά τη νομική ανάλυση. Αντιθέτως, οι ουσιώδεις ισχυρισμοί, των οποίων η αξιοπιστία εξετάζεται στο παρόν στάδιο, αφορούν κυρίως παρελθοντικά γεγονότα καθώς και, ενίοτε, παρούσες καταστάσεις ή συνθήκες. Εν ολίγοις, στο σημείο αυτό αξιολογείται όχι η αξιοπιστία του εκάστοτε αιτητή ως προς τον ίδιο τον φόβο δίωξης ή και το εύλογο του φόβου, αλλά η αξιοπιστία του αναφορικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που, κατά τους ισχυρισμούς του, τον προκαλούν. Ενόψει των ανωτέρω, ορθώς αποδιδόμενος ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός προς εξέταση αφορά την κατ’ ισχυρισμό δίωξη της Αιτήτριας από τον στρατό της χώρας καταγωγής της, λόγω της σχέσης της με τον επίσης υπό δίωξη αποσχιστή σύντροφό της.
24. Αρχικώς, το Δικαστήριο συντάσσεται με το εύρημα των Καθ’ ων η Αίτηση ότι υφίσταται ουσιώδης χρονική αντίφαση στις δηλώσεις της Αιτήτριας αναφορικά με τον χρόνο κατά τον οποίο ο σύντροφός της, και κατ’ επέκταση η ίδια, φέρεται να τελεί υπό δίωξη. Ειδικότερα, ενώ στο έντυπο καταγραφής της αναφέρεται ως χρόνος έναρξης της δίωξης του συντρόφου της ο Ιούλιος 2020, κατά τη συνέντευξή της η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο σύντροφός της καταζητείτο ήδη από τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους (βλ. ερ. 22, σημεία Χ5 και Χ6).
25. Περαιτέρω, η Αιτήτρια ήταν ιδιαιτέρως γενικόλογη ως προς τις περιστάσεις της δικής της διαφυγής στο δάσος και τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε εκεί. Δεν παρέχει βιωματικής φύσεως λεπτομέρειες ικανές να στηρίξουν την πεποίθησή της ότι η ίδια αναζητείτο από τον στρατό. Στην αρχή της συνέντευξης η ίδια αναφέρει ότι «ο στρατός δεν γνώριζε» πως διατηρούσε σχέση με αποσχιστή. Όταν ερωτήθηκε γιατί αποφάσισε να διαφύγει, απάντησε απλώς ότι φοβήθηκε (βλ. ερ. 22). Σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξης, όμως, δήλωσε ότι πληροφορήθηκε από «το πλήθος» ότι την αναζητούσαν οι αποσχιστές. Ακολούθως, σε άλλο σημείο υποστήριξε ότι «την ζητούν για να τους υποδείξει πού βρίσκεται ο σύντροφός της και πού κρύβει τα όπλα του». Οι δηλώσεις αυτές είναι εμφανώς αντιφατικές: αφενός η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι ο στρατός δεν γνώριζε τη σχέση της με τον σύντροφό της, αφετέρου ισχυρίζεται ότι την καταδιώκουν προκειμένου να της αποσπάσουν κρίσιμες πληροφορίες. Δεν παρουσιάζει, δε, αντικειμενικά δεδομένα ή συγκεκριμένες περιστάσεις που να θεμελιώνουν αυτή την πεποίθησή της ότι την αναζητούν και μάλιστα για συγκεκριμένο σκοπό.
26. Περαιτέρω, η Αιτήτρια δεν παρέχει πειστικές πληροφορίες αναφορικά με τον τρόπο εξόδου της από τη χώρα της. Αντιθέτως, προκύπτει ότι εξήλθε της χώρας της νομίμως, γεγονός το οποίο λειτουργεί ως ένδειξη ότι δεν αναζητείτο από τις αρχές της χώρας καταγωγής της. Προσθέτως, δίνει μη ευλογοφανείς εξηγήσεις σε σχέση με ισχυρισμό ότι αστυνομικός είδε στο τηλέφωνό της συνομιλία με τη μητέρα της για τον σύντροφό της και φωτογραφίες αυτού να πολεμά, ενώ στη συνέχεια δηλώνει ότι τις εν λόγω φωτογραφίες τις βρήκε «στο διαδίκτυο» και δεν τις έχει διότι τις διέγραψε.
27. Το εν γένει αφήγημά της ως προς τις περιστάσεις εγκατάλειψης της χώρας της παρουσιάζει ασυνέχειες και μη ευλογοφανείς εξηγήσεις, ιδιαίτερα ως προς τα κρίσιμα γεγονότα που θα ανέμενε κανείς να περιγράφονται με σαφήνεια από άτομο που φέρεται να τελούσε υπό δίωξη. Τέλος, παραμένει το γεγονός ότι από τον Φεβρουάριο του 2020 μέχρι τον χρόνο εξόδου της από τη χώρα δεν προκύπτει οποιαδήποτε ενόχληση ούτε της ίδιας ούτε μελών της οικογένειάς της, με τους οποίους μάλιστα διατηρούσε επικοινωνία και οι οποίοι εύλογα θα ανέφεραν τυχόν περιστατικό εάν υπήρχε πραγματικός διωκτικό ενδιαφέρον εις βάρος της. Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνεται ότι η Αιτήτρια δεν θεμελιώνει την εσωτερική της αξιοπιστία ως προς τον υπό εξέταση ουσιώδη ισχυρισμό.
28. Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής της αξιοπιστίας, επισημαίνεται ότι στα προσκομισθέντα από την Αιτήτρια έγγραφα, η γνησιότητα των οποίων δεν δύναται να επιβεβαιωθεί, εκτιμώνται ελεύθερα σε συνάρτηση με τα λοιπά στοιχεία του φακέλου. Κατά πάγια νομολογημένη αρχή, ο δικαστής ούτε υποχρεούται ούτε και δύναται να αποφανθεί επί τεχνικών ζητημάτων, όπως εν προκειμένω η εξέταση της γνησιότητας εγγράφων, εφόσον δεν διαθέτει την απαιτούμενη τεχνική εξειδίκευση (βλ. Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3866, Λάμπρου Λάμπρος v. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου, (2009) 3 Α.Α.Δ. 79). Η γνησιότητα των εγγράφων δύναται να αποσαφηνιστεί μόνο μέσω των προφορικών ισχυρισμών, ενώ, αντιστρόφως, μπορούν τα έγγραφα να ενισχύσουν προφορικούς ισχυρισμούς, όχι όμως να τους αποδείξουν αφ’ εαυτών. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο τα συναξιολογεί ακόμη και όταν δεν δύναται να διαπιστωθεί η γνησιότητά τους, σύμφωνα και με τη νομολογία του ΔΕΕ (Απόφαση 10.6.2021, C-921/19, LH, σκέψεις 44 και 66).
29. Ως προς τις φωτογραφίες που προσκομίστηκαν (ερ. 59 και 60), ορθώς επισημαίνεται από τους Καθ’ ων η Αίτηση ότι δεν διαθέτουν οποιαδήποτε ουσιαστική αποδεικτική αξία, καθότι δεν είναι δυνατή η ταυτοποίηση των προσώπων, της πηγής προέλευσής τους, ούτε και η σύνδεσή τους με την Αιτήτρια.
30. Αναφορικά με το απόσπασμα εφημερίδας που η Αιτήτρια προσκόμισε ως τεκμήριο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια δεν εξηγεί γιατί το εν λόγω δημοσίευμα δεν προσκομίστηκε νωρίτερα. Επιπλέον, δεν μπορεί να εξηγήσει πώς ο συντάκτης του φέρεται να γνωρίζει τόσο προσωπικά στοιχεία για την ίδια, ιδίως όταν, κατά τους ισχυρισμούς της, τελούσε υπό δίωξη κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσής του και δεν θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο τρίτοι να γνωρίζουν λεπτομέρειες ιδιωτικής φύσης. Εύστοχα παρουσιάζει και η επισήμανση των Καθ’ ων ότι υπάρχει αντιφάσκουσα χρονική αναφορά: κατά τον χρόνο της συνέντευξης η Αιτήτρια δήλωσε ότι η κόρη της ήταν έξι ετών, ενώ το δημοσίευμα, με ημερομηνία Ιουλίου 2020, επίσης αναφέρεται σε θυγατέρα έξι ετών, γεγονός προφανώς ασύμβατο. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο συντάκτης του άρθρου είναι άγνωστος δεν μπορεί η εν λόγω πηγή να θεωρηθεί αντικειμενική και ανεξάρτητη. Ως εκ τούτου, το σύνολο των εγγράφων που προσκομίστηκαν δεν δύναται να αποδείξει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, είτε λόγω αδυναμίας σύνδεσής τους με τα περιστατικά είτε λόγω ασυμβατότητας και μειωμένης αξιοπιστίας της πηγής. Ιδίως το συγκεκριμένο σημείωμα, αντί να ενισχύει, υπονομεύει την αξιοπιστία της Αιτήτριας, δεδομένης της οψιγενούς προσκόμισής του πέντε έτη μετά τη δημοσίευσή του και της αδυναμίας της να παράσχει επαρκείς εξηγήσεις. Συνεπώς, τα προσκομισθέντα έγγραφα κρίνεται ότι έχουν μειωμένη αποδεικτική αξία, και δεν στηρίζουν τον εν λόγω ισχυρισμό της Αιτήτριας. Δεδομένης της μη θεμελίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας της Αιτήτριας ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.
31. Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που τυχόν διατρέχει η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού της, επισημαίνονται τα εξής. Ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, αναφέρονται τα ακόλουθα ως προκύπτουν από έγκυρες πηγές πληροφόρησης:
32. Ως προς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, επισημαίνεται ότι βάσει πληροφοριών από τον ανεξάρτητο οργανισμό ACAPS, η κρίση που ξέσπασε στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν (ήτοι στις Νοτιοδυτικές και Βορειοδυτικές περιφέρειες) περί τα τέλη του 2016 οδήγησε στην εμφάνιση διαφόρων αποσχιστικών ομάδων και σε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ του κρατικού στρατού και των ενόπλων δυνάμεων των αυτονομιστών, που έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις αγγλόφωνες περιοχές, «αφήνοντας πάνω από 334.000 άτομα εσωτερικά εκτοπισμένα και περισσότεροι από 76.000 να αναζητούν καταφύγιο στη γειτονική Νιγηρία, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025.».[2] Εκ των όσων επίσης αναφέρονται στην ίδια πηγή, οι απαρχές της σύγκρουσης εντοπίζονται στα μακροχρόνια προβλήματα στην αγγλόφωνη κοινότητα στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας, λόγω της περιθωριοποίησης τους από τη γαλλόφωνη κυβέρνηση, «που κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες περί τα τέλη του 2016».[3]
33. Οι αντιμαχόμενες πλευρές αποτελούνται από τις ένοπλες κρατικές δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν που έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή (συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης) και από διάφορες ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες (που αριθμούν πέραν των 7 διαφορετικών ενόπλων ομάδων, συνολικής δυναμικότητας 2.000-4.000 μαχητών, που κατά τις επιθέσεις τους εναντίον του κρατικού στρατού χρησιμοποιούν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, καθώς και πιο προηγμένο οπλισμό όπως εκτοξευτές αντιαρματικών), που δρουν (κυρίως) στις αγγλόφωνες περιοχές (παρά το ότι εμφανίζονται με ορισμένο διαχωρισμό, οι ομάδες αυτές προσπαθούν όλο και περισσότερο να συντονιστούν μεταξύ τους, ενώ «οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες παρουσιάζουν ένα συλλογικό χαρακτήρα»).[4]
34. Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας που καταγράφηκαν γενικότερα στην Νοτιοδυτική περιφέρεια (Southwest region) του Καμερούν, στην οποία βρίσκεται το χωριό Matoh, τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, σύμφωνα με στοιχεία από τη βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 21.11.2025), καταγράφηκαν 444 περιστατικά πολιτικής βίας,[5] τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 358 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.[6] Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με επίσημες πηγές ο πληθυσμός στην ευρύτερη νοτιοδυτική περιφέρεια ανερχόταν στους 1,553,320 (2020) κατοίκους.[7]
35. Ως προς τις αποδεκτές προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράμετρος του προφίλ της, η οποία να επιτείνει με οποιοδήποτε τρόπο τον κίνδυνο που τυχόν αυτή διατρέχει, ούτε και καθαυτό κάποιο στοιχείο του προφίλ της δίδει βάσιμο έρεισμα για δίωξή της. Ούτε και η Αιτήτρια εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο απορρέων από το προφίλ της, πέραν των όσων εξετάστηκαν ήδη ανωτέρω. Επαναλαμβάνεται ότι ως προς την έννοια της οικογένειας, θα αναλυθεί εκτενώς κατωτέρω.
36. Ειδικώς ως προς το θρησκευτικό της προφίλ ως χριστιανή δεν προκύπτει κάποιος κίνδυνος. Πηγές αναφέρουν πως στο Καμερούν, οι Χριστιανοί αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, με περίπου 70% να ανήκουν σε διάφορα χριστιανικά δόγματα. Ωστόσο, υπάρχουν περιοχές όπου οι Χριστιανοί αντιμετωπίζουν προκλήσεις. Στις βόρειες περιοχές, όπου κυριαρχεί το Ισλάμ, έχουν αναφερθεί περιστατικά κοινωνικών εντάσεων μεταξύ χριστιανικών και μουσουλμανικών κοινοτήτων. Επιπλέον, η παρουσία εξτρεμιστικών ομάδων, όπως η Boko Haram, έχει οδηγήσει σε επιθέσεις κατά χριστιανικών κοινοτήτων στα βόρεια σύνορα με τη Νιγηρία, όχι ωστόσο, στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας. Παρά τις προκλήσεις αυτές, οι Χριστιανοί στο Καμερούν γενικά ασκούν τη θρησκεία τους ελεύθερα.[8]
37. Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη και το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, ως αυτό έγινε αποδεκτό, κρίνεται πως σε συνάρτηση με τις παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής της εκεί, θα εκτεθεί ευλόγως σε σοβαρό κίνδυνο.
38. Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν προκύπτουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στην προστατευτική διάταξη του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξής της για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Τέτοιος φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός ούτε από τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, τα οποία έχουν γίνει αποδεκτά.
39. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται η υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας κατά τα άρθρα 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν ανακύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στον τόπο τελευταίας διαμονής της ότι θα εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32] λόγω επαπειλούμενης θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
40. Επιπροσθέτως, δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί στη νοτιοδυτική περιφέρεια όπου βρίσκεται ο συνήθης τόπος διαμονής της Αιτήτριας κρίνω δέον να εξεταστούν τα επιμέρους συστατικά στοιχεία του άρθρου 19(2)(γ) και ειδικότερα, κατά πόσον συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η Αιτήτρια, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].
41. Σημειώνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».
42. Ως προς τον όρο διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, το ΔΕΕ, διευκρίνισε ότι της έννοιας της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως, η σημασία και το περιεχόμενο των όρων αυτών πρέπει να καθορίζονται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-549/07, Wallentin-Hermann, Συλλογή 2008, σ. I 11061, σκέψη 17, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C 119/12, Probst, σκέψη 20). Υπό το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως αφορά κατάσταση στην οποία οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή στην οποία δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους. (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψεις 27 και 28).
43. Ακολούθως ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (Βλ. C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
44. Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
45. Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
46. Εν προκειμένω το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν (βλ. ανωτέρω) και διαπίστωσε, ότι στην νοτιοδυτική περιφέρεια όπου βρίσκεται η το χωριό Matoh, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη μεταξύ των δυνάμεων του στρατού της χώρας και των αποσχιστικών ομάδων που δρουν στη περιοχή. Επίσης οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν ότι εκεί λαμβάνει χώρα αδιάκριτη βία (για την έννοια της αδιάκριτης βίας η οποία επηρεάζει πρόσωπα ανεξαρτήτως των προσωπικών τους περιστάσεων, βλ. ανωτέρω Elgafaji, σκέψη 34 ΔΕΕ, Diakite, απόφαση ημερ.30/01/2014, C-285/12, παρ.). Ενόψει των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών τα οποία αναλύθηκαν ανωτέρω φρονώ ότι η προερχόμενη από την ένοπλη σύρραξη αδιάκριτη βία αγγίζει ένα μέτριο σχετικά επίπεδο και δεν εξικνείται σε τέτοιο επίπεδο ώστε μόνη η παρουσία ενός αμάχου σε αυτή να αρκεί για στοιχειοθέτηση πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, ανεξαρτήτως προσωπικών περιστάσεων.
47. Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, πρόκειται για ενήλικη νεαρή γυναίκα υγιή, χωρίς σημεία ευαλωτότητας, ικανή προς εργασία, με εργασιακή πείρα και με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, , ευρύ οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα της, με το οποίο κατά τη δήλωσή της διατηρεί επικοινωνία και το οποίο τη συνέδραμε και εξακολουθεί να τη συνδράμει. Η ίδια είναι εξοικειωμένη με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, και κατά συνέπεια είναι σε θέση να γνωρίζει και να αξιολογεί επαρκώς τους κινδύνους. Ως εκ τούτου, το προσωπικό της προφίλ σε συνάρτηση με την κατάσταση ασφαλείας, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν αναμένεται ευλόγως αυτή να εκτεθεί σε σοβαρό κίνδυνο ένεκα της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της.
48. Ως εκ τούτου, με βάση το αποδεκτό προφίλ της Αιτήτριας, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της στο άρθρο 19(2)(γ).
49. Περαιτέρω, από τα ενώπιόν του Δικαστηρίου δεδομένα, δεν προκύπτει οποιοδήποτε άλλο ζήτημα συναφές με την αρχή της μη επαναπροώθησης και των προϋποθέσεων έκδοσης της απόφασης επιστροφής, πέραν των όσων ήδη εξετάστηκαν και αναλύθηκαν ανωτέρω (Βλ. απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C- 156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, ιδίως σκέψεις 50 έως 51).
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Κ. Κ. ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Ως προς τους δείκτες αξιοπιστίας (λεπτομέρεια, συνοχή, ευλογοφάνεια) Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System Judicial analysis Second edition,
EUAA https://euaa.europa.eu/publications/judicial-analysis-evidence-and-credibility-context-common-european-asylum-system [τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 18.11.2025], σ. 120-134.
UNHCR Handbook on Procedures and Criteria for Determining Refugee Status
[2] ACAPS, Country analysis: Cameroon, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# [Ημερομηνία Πρόσβασης: 27.11.2025]
[3] Ibid
[4] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights – RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 27.11.2025]
[5] Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, η Πολιτική Βία (Political Violence) περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες περιστατικών: Βία κατά Αμάχων (Violence Against Civilians), Μάχες (Battles), Ταραχές (Riots), Εκρήξεις/Απομακρυσμένη Βία (Explosions/Remote Violence), Διαδηλώσεις (Protests)
[6] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project (βλ. πλατφόρμα Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής και είναι διαθέσιμη στον διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/platform/explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Political Violence, DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, COUNTRY: Cameroon, Nord-Ouest) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 2.12.2025]
[7] Ministry of Territorial Administration, https://minat.gov.cm/presentation/carte-des-regions/sud-ouest/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 2.12.2025]
[8] USDOS - US Department of State: 2023 Report on International Religious Freedom: Cameroon, 26 June 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2111838.html, USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107637.html [Ημερομηνία Πρόσβασης: 2.12.2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο