ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 1486/24
2 Δεκεμβρίου, 2025
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
G.S.N.
Αιτήτριας
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Δ. Ζησιμοπούλου Κυριάκου (κα), Δικηγόροι για την Αιτήτρια
Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Ρ. Ευαγγέλου (κος) για πιστή διερμηνεία από την ελληνική γαλλική στην και αντίστροφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται παράνομη, άκυρη, και στερούμενη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 8.3.2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023.
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής: ΛΔΚ). Εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία από τις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση περιοχές και περί τις 16.12.2020, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 4.3.2024, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό, ο οποίος στις 8.3.2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 8.3.2024, ο οποίος εξέδωσε παράλληλα και απόφαση επιστροφής της Αιτήτριας στη ΛΔΚ. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 2.4.2024, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Νομικοί Ισχυρισμοί
2. Η Αιτήτρια δια της συνηγόρου της, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας προώθησε τον ισχυρισμό περί έλλειψη δέουσας έρευνας, εμμένοντας ως προς την αξιοπιστία της αναφορικά με τον πυρήνα το αιτήματός της και τη δυνατότητά της να υπαχθεί, κατ’ επέκταση σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
3. Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, παραπέμποντας στα επιμέρους ευρήματά τους κατά τη διοικητική διαδικασία.
Το νομικό πλαίσιο
4. Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».
5. Ο Κανονισμός 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2023 έχει ως ακολούθως:
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
6. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2025 (στο εξής: o περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
7. Το άρθρο 3 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2025 (στο εξής: ο Περί Προσφύγων Νόμος)καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
8. Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:
«Υποχρεώσεις Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών
16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο Αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).
(2) Ιδίως, ο Αιτητής οφείλει-
(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του Αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο Αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙ [...]».
9. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
10. Ως προς τον εγειρόμενο λόγο προσφυγής, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας την ενώπιόν του αίτηση διεθνούς προστασίας εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά εξετάζει την ουσιαστική ορθότητά της de novo και ex nunc (Βλ. Aπόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C‑283/24 [Barouk], B. F. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:2025:236, απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2019, Torubarov, C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 50 έως 53 (σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας) Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο εκάστοτε αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].
11. Συναφές εν προκειμένω είναι και το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτών. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας του Αιτητή ασύλου να τεκμηριώσει με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή του, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI: EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).
12. Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας, επισημαίνεται ότι, κατά την καταγραφή της αίτησής της για διεθνή προστασία, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω της πρόσφατης ανασφάλειας που βίωσε. Όπως ανέφερε, κατά την επιστροφή της στο σπίτι μετά από πάρτι στο οποίο ήταν καλεσμένη, αντιλήφθηκε κόσμο να κλαίει, ενώ, κατά τους ισχυρισμούς της, η οικογένειά της είχε σκοτωθεί κατόπιν επίθεσης στην οικία της.
13. Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια, αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία, δήλωσε ότι γεννήθηκε και διέμενε στην περιοχή Ngaba της Kinshasa. Περί τις 3.1.2019 εγκαταστάθηκε στην πόλη Goma όπου και παρέμεινε μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα. Δήλωσε ότι είναι χριστιανή στο θρήσκευμα, και ότι ομιλεί γαλλικά και lingala. Ως περαιτέρω ανέφερε, δεν ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και δεν έχει εργασιακή πείρα στη χώρα καταγωγής της. Ως προς το οικογενειακό της πλαίσιο, δήλωσε ότι οι γονείς της και τα δύο αδέρφια της σκοτώθηκαν στις 10.2.2019, όταν ομάδα εγκληματιών εισέβαλε στο σπίτι τους.
14. Ερωτηθείσα για τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής της, η Αιτήτρια, κατά την ελεύθερη αφήγησή της, ανέφερε ότι ο πατέρας της ήταν πολιτικός και είχε μετατεθεί στην Goma, North Kivu, όπου η οικογένεια εγκαταστάθηκε. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, στις 10.2.2019, ενώ η ίδια βρισκόταν σε πάρτι, ομάδα κακοποιών εισέβαλε στην οικία της και σκότωσε τους γονείς και τα αδέλφια της. Όπως υποστήριξε, όταν επέστρεψε στο σπίτι ενημερώθηκε από τον συγκεντρωμένο κόσμο ότι η οικογένειά της δολοφονήθηκε. Από το σοκ έχασε τις αισθήσεις της και, όταν συνήλθε, βρισκόταν σε νοσοκομείο, όπου ενημερώθηκε από μία γυναίκα για το περιστατικό της λιποθυμίας της. Η γυναίκα αυτή, όπως ανέφερε, συμφώνησε να τη μεταφέρει και να την κρύψει σε εκκλησία, πλην όμως ούτε εκεί ήταν ασφαλής, καθώς η ίδια λάμβανε ενημέρωση ότι άτομα την αναζητούσαν. Η γυναίκα τη ρώτησε εάν είχε οικογένεια για να καταφύγει κάπου, με την Αιτήτρια να απαντά αρνητικά. Την συμβούλευσε ότι, εάν δεν ήταν ασφαλής, θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα, και κατόπιν η Αιτήτρια επικοινώνησε με γνωστό της πρόσωπο, το οποίο τη βοήθησε να διαφύγει. Όπως πρόσθεσε, λίγο μετά την άφιξή της στη Δημοκρατία πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα που την είχε κρύψει σκοτώθηκε λόγω της βοήθειας που της παρείχε.
15. Κατά την υποβολή διευκρινιστικών ερωτημάτων, η Αιτήτρια δήλωσε ότι στις 10.2.2019 μετέβη στο πάρτι μιας κοπέλας που γνώριζε από τη γειτονιά της· όπως ανέφερε, μετέβησαν με ταξί σε μπαρ, παρέμειναν εκεί μέχρι τις 20:00 και στη συνέχεια επέστρεψαν – επίσης με ταξί – στον δρόμο της κατοικίας της. Με την άφιξή της, διαπίστωσε την παρουσία πλήθους και ενημερώθηκε ότι η οικογένειά της δολοφονήθηκε από ομάδα κακοποιών. Ισχυρίστηκε ότι, μόλις αντίκρισε το θέαμα, λιποθύμησε και συνήλθε σε νοσοκομείο, όπου παρέμεινε για δύο ημέρες. Ακολούθως, αναζήτησε καταφύγιο σε εκκλησία, στην οποία μέλος ήταν η γυναίκα που την έκρυψε και συνέδραμε στη διαφυγή της από τη χώρα. Αναφορικά με την υποτιθέμενη αναζήτησή της από την ομάδα που σκότωσε την οικογένειά της, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι μία ημέρα ενημερώθηκε από τη μοναχή πως, όταν εκείνη εξήλθε από την εκκλησία, άγνωστα άτομα ρώτησαν για την Αιτήτρια και εάν διέμενε εκεί. Επιπλέον, ανέφερε ότι η μοναχή δεχόταν απειλές λόγω της φιλοξενίας της, χωρίς να γνωρίζει εάν προέβη σε σχετική καταγγελία στην αστυνομία.
16. Αξιολογώντας τις δηλώσεις της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση διαμόρφωσαν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς: (α) τον πρώτο, αναφορικά με την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ της∙ (β) τον δεύτερο, αναφορικά με τη διαμονή της στην πόλη Goma της περιφέρειας North Kivu∙ και (γ) τον τρίτο, αναφορικά με την ισχυριζόμενη δολοφονία της οικογένειάς της και τον απορρέοντα από αυτόν ισχυριζόμενο φόβο αναζήτησής της από τους δράστες.
17. Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν επαρκώς συγκεκριμένες και συνεκτικές, συμβατές τόσο με το προσκομισθέν διαβατήριό της όσο και με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
18. Αντιθέτως, ο δεύτερος και ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας απορρίφθηκαν, καθώς διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να παραθέσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες, ενώ οι δηλώσεις της χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις και ασάφειες.
19. Ειδικότερα, ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τη διαμονή της στην πόλη Goma, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς πληροφορίες ικανές να καθιστούν αξιόπιστη την παρουσία και διαβίωσή της στη συγκεκριμένη πόλη. Στις πλείστες ερωτήσεις που της τέθηκαν αναφορικά με τη διαμονή της στην Goma δήλωνε άγνοια, ενώ ευλόγως αναμενόταν να γνωρίζει βασικά στοιχεία για την πόλη στην οποία ισχυρίστηκε ότι ζούσε επί περίπου δύο έτη.
20. Όσον αφορά στον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τη δολοφονία της οικογένειάς της και τον ισχυριζόμενο φόβο αναζήτησής της από τους δράστες, οι δηλώσεις της κρίθηκαν ασαφείς και ελλιπείς, με πολλαπλές αντιφάσεις. Ειδικότερα, η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να παράσχει επαρκείς πληροφορίες για τις περιστάσεις της δολοφονίας, ενώ υπέπεσε σε αντίφαση, καθώς αρχικά υποστήριξε ότι η οικογένειά της δολοφονήθηκε από ομάδα κακοποιών, ενώ στη συνέχεια δήλωσε ότι υποψιάστηκε άτομα από το πολιτικό περιβάλλον λόγω της ιδιότητας του πατέρα της. Επιπλέον, δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες για την πολιτική δραστηριότητα του πατέρα της, μη γνωρίζοντας ούτε το κόμμα ούτε τη θέση που κατείχε. Τέλος, ο ισχυρισμός περί αναζήτησής της από τους δολοφόνους στερείται επαρκών στοιχείων και ευλογοφάνειας, καθώς αρχικά ανέφερε ότι αναζητήθηκε μόνο μία φορά, ενώ αργότερα υποστήριξε ότι η μοναχή δεχόταν επανειλημμένες απειλές και επισκέψεις. Δεν ήταν ωστόσο σε θέση να αποσαφηνίσει την αντίφαση ή να παράσχει περισσότερα στοιχεία, επικαλούμενη ότι τις σχετικές πληροφορίες τις έλαβε από τη μοναχή.Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού, οι Καθ΄ ων η αίτηση έκριναν ότι τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια στη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.
21. Με βάση τον μόνο αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ήτοι τα προσωπικά της στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον συνήθη τόπο διαμονής της, ο οποίος προσδιορίστηκε ως η κοινότητα Ngaba της επαρχίας Mont Amba στην πρωτεύουσα Kinshasa, και λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της, κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
22. Στο πλαίσιο της νομικής ανάλυσης, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν προκύπτει δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτής δυνάμει του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικά σχετικά με ενδεχόμενη υπαγωγή της στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, από τις πληροφορίες που παρατέθηκαν σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, διαπιστώθηκε ότι δεν προκύπτει η ύπαρξη ένοπλης σύρραξης σε αυτήν.
23. Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, η Αιτήτρια επανέλαβε εκ νέου τον ισχυρισμό περί ελλιπούς δέουσας έρευνας των Καθ΄ ων η αίτηση, χωρίς κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία να προσκομίσει οποιαδήποτε περαιτέρω μαρτυρία προς τεκμηρίωση των δηλώσεών της.
24. Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, κρίνεται, επί τη βάσει των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων, ότι γίνεται δεκτό το εύρημα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό. Το παρόν Δικαστήριο αξιολογεί τους προβληθέντες ισχυρισμούς στην βάση των κοινώς αποδεκτών δεικτών αξιοπιστίας.[1]
25. Συγκεκριμένα, ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, διαπιστώνεται ότι η Αιτήτρια υπήρξε σαφής ως προς τα προσωπικά της στοιχεία. Η αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού εδραιώνεται περαιτέρω, καθότι προσκόμισε πρωτότυπο διαβατήριο, μέσα από το οποίο επιβεβαιώνεται η χώρα και ο τόπος καταγωγής της. Τα ανωτέρω συμπεράσματα δεν αφορούν στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, ο οποίος αποτελεί διακριτό ουσιώδη ισχυρισμό και εξετάζεται αμέσως κατωτέρω.
26. Ως προς την αξιολόγηση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι την διαμονή της στην πόλη Goma της περιφέρειας North Kivu, επίσης το Δικαστήριο συντάσσεται με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση. Παρατηρείται η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να απαντήσει σε ερωτήσεις που της τέθηκαν και αφορούσαν γενικές και βασικές πληροφορίες αναφορικά με την πόλη Goma. Στα πλείστα ερωτήματα που της τέθηκαν δήλωσε άγνοια με αποτέλεσμα να μην θεμελιωθεί ο ισχυρισμός της ότι διέμενε στην εν λόγω περιοχή για σχεδόν 2 χρόνια μέχρι την αναχώρηση της από την χώρα. Δεδομένης της ωριμότητας και της μακράς διαβίωσής της στη χώρα καταγωγής της, ευλόγως αναμενόταν να ήταν σε θέση να γνωρίζει τις απαντήσεις στα στοιχειώδη ερωτήματα που της υποβλήθηκαν.
27. Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, το Δικαστήριο συντάσσεται με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση. Διαπιστώνεται ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τη θέση της ούτε να στοιχειοθετήσει το αφήγημά της περί δολοφονίας της οικογένειάς της και αναζήτησής της από τους δράστες. Οι δηλώσεις της χαρακτηρίζονται από ανεπάρκεια πληροφοριών και έλλειψη περιγραφικότητας, ενώ υπέπεσε σε ασάφειες και αντιφάσεις που έπληξαν περαιτέρω την αξιοπιστία της. Επισημαίνεται, ιδίως, η αντίφαση μεταξύ της αρχικής αναφοράς της σε ομάδα κακοποιών ως δραστών της δολοφονίας και της μεταγενέστερης εικασίας της περί εμπλοκής προσώπων από το πολιτικό περιβάλλον λόγω της ιδιότητας του πατέρα της. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η αντίφαση ως προς τον ισχυριζόμενο κίνδυνο που διατρέχει, αφού αρχικά υποστήριξε ότι άγνωστα άτομα επισκέφθηκαν την εκκλησία και την αναζήτησαν μία φορά, ενώ στη συνέχεια προέβαλε ότι η μοναχή που τη βοήθησε δέχθηκε επανειλημμένες απειλές. Κληθείσα να αποσαφηνίσει την αντίφαση αυτή, προέβαλε ότι οι σχετικές πληροφορίες της μεταφέρθηκαν από τη μοναχή. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί αναζήτησής της από τους φερόμενους δράστες της δολοφονίας των οικείων της ερείδεται σε μεγάλο βαθμό σε προσωπικές της εικασίες, αφού δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα των δραστών ούτε να παράσχει επαρκείς εξηγήσεις για τα κίνητρά τους ως προς την υποτιθέμενη αναζήτηση και εντοπισμό της.
28. Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας της Αιτήτριας, παρατηρείται ότι οι περιστάσεις που συνθέτουν τον συγκεκριμένο ισχυρισμό αποτελούν προσωπικό βίωμα που εύλογα δεν αναμένεται να επιβεβαιωθούν από εξωτερικές πηγές.
29. Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει η Αιτήτρια, στη βάση του μόνου αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού της ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, επιπρόσθετα προς όσα καταγράφονται στην Εισηγητική-Έκθεση, ιδίως όσον αφορά στην επικαιροποιημένη εικόνα της κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της, επισημαίνονται τα εξής:
30. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η ΛΔΚ εμπλέκεται σε αρκετές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων μη κρατικών ένοπλων ομάδων, μεταξύ των οποίων οι ADF (Allied Democratic Forces), Mai-Mai Yakutumba, FDLR (Forces démocratiques de libération du Rwanda), CODECO (Coopérative de développement économique du Congo) και M23[2]. Ειρηνευτική αποστολή των Ηνωμένων Εθνών (UN Organization Stabilization Mission in the Democratic Republic of the Congo- MONUSCO) υποστηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις της ΛΔΚ[3], και το Συμβούλιο Ασφαλείας, με το ψήφισμά του υπ’ αρ. 2765 (2024), αποφάσισε την επέκταση της εντολής της MONUSCO μέχρι τις 20.12.2025[4]. Οι περιοχές Kivu, Kasai και Ituri είναι αυτές οι οποίες πλήττονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις ένοπλες συγκρούσεις, αν και η βία είναι εκτεταμένη και επηρεάζει ολόκληρη τη χώρα[5]. Ειδικά στην Kinshasa, οι προαναφερόμενες οργανώσεις, δεν παρουσιάζονται ως δρώσες[6].
31. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στην πρωτεύουσα Kinshasa της ΛΔΚ, τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 21.11.2025), καταγράφηκαν 42 περιστατικά πολιτικής βίας[7] τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 54 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.[8] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πρωτεύουσας Kinshasa εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 17,778,500 (2025) κατοίκους.[9] Υπό το φως των ανωτέρω ποσοτικών και αριθμητικών δεδομένων, δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε κίνδυνος για την Αιτήτρια ένεκα της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο προηγουμένης διαμονής της.
32. Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, ειδικώς ως προς το θρησκευτικό της προφίλ ως χριστιανής, πέραν της απουσίας εκπεφρασμένου φόβου ένεκα αυτής της παραμέτρου ή άλλων συναφών προσωπικών περιστάσεων, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, το σύνταγμα της ΛΔΚ απαγορεύει τις θρησκευτικές διακρίσεις και προβλέπει την ελευθερία της θρησκείας και το δικαίωμα λατρείας, με την επιφύλαξη της «συμμόρφωσης με τον νόμο, τη δημόσια τάξη, την δημόσια ηθική και τα δικαιώματα των άλλων». Ορίζει δε ότι το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία δεν μπορεί να καταργηθεί ακόμη και όταν η κυβέρνηση κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή πολιορκία. Σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α του 2023, σχετικά με τη θρησκευτική ελευθερία στη ΛΔΚ, οι χριστιανοί αποτελούν το 95,1% του πληθυσμού και 48,1% των χριστιανών είναι προτεστάντες. Αν και καταγράφηκαν κάποιες επιθέσεις από το ISIS-DRC/ADF, αυτές αφορούσαν αδιακρίτως βία κατά πολιτών.[10] Ως εκ τούτου, ούτε ένεκα του θρησκευτικού της προφίλ ευλόγως αναμένεται η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα.
33. Ως προς το προφίλ της ως γυναίκα μόνη χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο επισημαίνονται τα ακόλουθα:
34. Όπως καθορίζεται στο άρθρο 14 του Συντάγματος της ΛΔΚ «[οι] δημόσιες αρχές στοχεύουν στην εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών και στην εξασφάλιση της προστασίας και προώθησης των δικαιωμάτων τους».[11]
35. Ωστόσο, σύμφωνα με έκθεση (2023) του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ (U.S. Department of State) αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στη ΛΔΚ, παρά το ότι το σύνταγμα απαγόρευε τις διακρίσεις λόγω φύλου, ο νόμος δεν παρείχε στις γυναίκες τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες. Ο νόμος επέτρεπε στις γυναίκες να συμμετέχουν σε οικονομικούς τομείς χωρίς απαραίτητη την έγκριση από άντρες συγγενείς, παρείχε πρόνοιες για τη μητρότητα, απαγόρευε τις ανισότητες που συνδέονται με το έθιμο της προίκας, και καθόριζε πρόστιμο και ποινές για όσους κάνουν διακρίσεις ή ασκούν βία λόγω φύλου. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε αποτελεσματικά τον νόμο. Οι γυναίκες βίωσαν οικονομικές διακρίσεις και νομικούς περιορισμούς όσον αφορά την απασχόληση, συμπεριλαμβανομένων περιορισμών σε επαγγέλματα που θεωρούνται επικίνδυνα, χωρίς ωστόσο περιορισμούς στις ώρες εργασίας τους. Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (International Labor Organization, ILO), οι γυναίκες συχνά λάμβαναν χαμηλότερες αμοιβές από τους άντρες που έκαναν την ίδια δουλειά στον ιδιωτικό τομέα, και σπάνια κατείχαν θέσεις εξουσίας ή υψηλής ευθύνης.[12]
36. Παράλληλα, σύμφωνα με έκθεση (2022) του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ενσωμάτωσης (Ministry of Immigration and Integration) της Δανίας, για τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες για τις γυναίκες στην Kinshasa, το πλαίσιο εργασίας έχει εξελιχθεί, με νόμους κατά των διακρίσεων να θεσπίζονται το 2017. Ωστόσο, η Κυβέρνηση δεν έχει επαρκώς επιβάλει την εφαρμογή της νομοθεσίας με αποτέλεσμα οι γυναίκες να αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά την ανεύρεση εργασίας ενώ λαμβάνουν χαμηλότερες απολαβές από τους άντρες συναδέλφους τους. Παράλληλα, τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας συνεχίζουν να είναι συχνά.[13] Η πλειοψηφία των γυναικών στην Kinshasa απασχολείται άτυπα με μικροαγορές στο εμπόριο, στα χωράφια ή στις φάρμες. Τα υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού και φτώχειας είχαν ως αποτέλεσμα οι γυναίκες να ανοίγουν μικρούς πάγκους στην αγορά ή μπροστά στα σπίτια τους. Οι ημερήσιες τους απολαβές ξοδεύονται την ίδια μέρα.[14] Επιπρόσθετα, οι ανύπαντρες γυναίκες στην Kinshasa συχνά βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση, γι' αυτό πολλές γυναίκες, από υπεύθυνες/επικεφαλείς του νοικοκυριού, προσποιούνται ότι είναι παντρεμένες σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τον στιγματισμό και να μειώσουν την ευαλωτότητα.[15]
37. Από τις ανωτέρω πληροφορίες επιβεβαιώνεται ότι οι γυναίκες χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο αντιμετωπίζουν πολλαπλές προκλήσεις ιδίως σε θέματα επιβίωσης και ασφάλειας.
38. Ωστόσο, στην περίπτωση της Αιτήτριας, δεν τεκμηριώθηκε η απώλεια της οικογένειάς της καθότι οι ισχυρισμοί της κρίθηκαν αναξιόπιστοι. Ως προς τις προσωπικές της περιστάσεις, πρόκειται για γυναίκα υγιή, η οποία έχει λάβει βασική εκπαίδευση, ικανή προς εργασία (η Αιτήτρια εργάζεται κατά τη δήλωσή της στη Δημοκρατία), εξοικειωμένη με το κοινωνικό και αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας Kinshasa και διαθέτουσα ευρύτερο κοινωνικό δίκτυο (κατά την αναφορά της το κρίσιμο βράδυ επέστρεφε από πάρτι φίλης της). Επισημαίνεται ότι πριν την αναχώρηση από την χώρα καταγωγής της, σύμφωνα με τους δικούς της ισχυρισμούς, λάμβανε ηθική και οικονομική βοήθεια από εκκλησία. Συνεπώς, καθώς δεν προκύπτει οποιοδήποτε στοιχείο ευαλωτότητας πέραν των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, ούτε αποδεδειγμένο περιστατικό παρελθούσας δίωξης, κρίνεται ότι, σε συνδυασμό με τις παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής της στη χώρα καταγωγής της, δεν πιθανολογείται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της εκεί, θα εκτεθεί ευλόγως σε κίνδυνο. Προς τούτο λαμβάνεται υπόψη η μακρά παραμονή της στην Kinshasa, η εξοικείωσή της με το περιβάλλον και τους τυχόν κινδύνους.
39. Ως εκ τούτου, έχοντας ενώπιον μου το διοικητικό φάκελο, κρίνεται ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν προβλήθηκε ισχυρισμός και κατ΄ επέκταση δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
40. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς η Αιτήτρια δεν επικαλείται κατά βάσιμο τρόπο, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
41. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό της Αιτήτριας δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], ότι αυτή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].
42. Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η προσφεύγουσα, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή (βλ. άρθρο 19(2)(γ) απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43).
43. Σημειώνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».
44. Ως προς τον όρο διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, το ΔΕΕ, διευκρίνισε ότι της έννοιας της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως, η σημασία και το περιεχόμενο των όρων αυτών πρέπει να καθορίζονται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑549/07, Wallentin-Hermann, Συλλογή 2008, σ. I‑11061, σκέψη 17, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑119/12, Probst, σκέψη 20). Υπό το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως αφορά κατάσταση στην οποία οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή στην οποία δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους. (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψεις 27 και 28). Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, δεν λαμβάνει χώρα ένοπλη σύρραξη στην Kinshasa, τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας.
45. Ακολούθως ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (Βλ. C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
46. Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
47. Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
48. Ενόψει των ανωτέρω ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών, δεν είναι δυνατό η επικρατούσα κατάσταση στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι στην ευρύτερη επαρχία της Kinshasa, να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε η Αιτήτρια μόνο λόγω της παρουσίας της εκεί να έρχεται αντιμέτωπη με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Ενόψει της έλλειψης της ουσιώδους αυτής προϋπόθεσης εφαρμογής του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο αντίστοιχο καθεστώς.
49. Ως προς δε την απόφαση επιστροφής της, από τα ενώπιόν μου στοιχεία, δεν προκύπτει οποιοδήποτε άλλο ζήτημα συναφές με την αρχή της μη επαναπροώθησης και των προϋποθέσεων έκδοσης της απόφασης επιστροφής, πέραν των όσων ήδη εξετάστηκαν και αναλύθηκαν ανωτέρω (Βλ. απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C 156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, ιδίως σκέψεις 50 έως 51).
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Ως προς τους δείκτες αξιοπιστίας (λεπτομέρεια, συνοχή, ευλογοφάνεια) Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System Judicial analysis Second edition,
EUAA https://euaa.europa.eu/publications/judicial-analysis-evidence-and-credibility-context-common-european-asylum-system [τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 18.11.2025], σ. 120-134.
UNHCR Handbook on Procedures and Criteria for Determining Refugee Status
[2] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, ‘Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo’, Last updated: Tuesday 14th February 2023, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord [Ημερομηνία Πρόσβασης: 1.12.2025]
[3] Ο.π.
[4] UNSC, S/RES/2765 (2024) διαθέσιμο σε https://digitallibrary.un.org/record/4069994?v=pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 1.12.2025]
[5] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, ‘Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo’, Last updated: Tuesday 14th February 2023, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord [Ημερομηνία Πρόσβασης: 1.12.2025]
[6] Βλ. σχετικά Global Protection Cluster, https://www.globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-02/points_saillants-situation_de_protection_decembre_2023_vf.pdf, Παρουσία των ανωτέρω ομάδων στην Kinshasa δε μαρτυρείται ούτε κατά την πρόσφατη επιστολή ομάδας ειδικών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας UNSC, 'Letter dated 15 December 2023 from the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo addressed to the President of the Security Council' (2023), διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2103043/N2336437.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 1.12.2025]
[7] Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, η Πολιτική Βία (Political Violence) περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες περιστατικών: Βία κατά Αμάχων (Violence Against Civilians), Μάχες (Battles), Ταραχές (Riots), Εκρήξεις/Απομακρυσμένη Βία (Explosions/Remote Violence), Διαδηλώσεις (Protests).
[8] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/platform/explorer (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Political Violence, DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, COUNTRY: Democratic Republic Congo, Kinshasa) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 1.12.2025]
[9] World Population Review, https://worldpopulationreview.com/cities/dr-congo/kinshasa [Ημερομηνία Πρόσβασης: 1.12.2025]
[10] USDOS - US Department of State, 'DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2023 INTERNATIONAL RELIGIOUS FREEDOM REPORT' (26 June 2024) σελ. 3 διαθέσιμο σε https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/democratic-republic-of-the-congo/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 1.12.2025]
[11] DRC, Congo (Democratic Republic of the)'s Constitution of 2005 with Amendments through 2011, Art.14, σελ. 6, “The public powers see to the elimination of any form of discrimination concerning women and assure the protection and the promotion of their rights”, https://www.constituteproject.org/constitution/Democratic_Republic_of_the_Congo_2011.pdf?lang=en [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/03/2025]
[12] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Democratic Republic of Congo, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/democratic-republic-of-the-congo/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/03/2025]
[13] Danish Ministry of Immigration and Integration, Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic Conditions in Kinshasa, October 2022, σελ.24 https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/03/2025]
[14] Ibid, σελ.23
[15] Ibid, σελ.29
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο