N.S.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2828/24, 2/12/2025
print
Τίτλος:
N.S.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2828/24, 2/12/2025

  ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                                        Υπόθεση Αρ. 2828/24

 

2 Δεκεμβρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

N.S.M.

 

                                                                                                          Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                               Καθ’ ων η αίτηση

 

                                      …………………………..........

 

Δουρτμέ για Έλλη Φράγκου, Δικηγόρος για τον αιτητή

Ανδρέας Φιλίππου για Λώρα Βελίκοβα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:   Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 28/6/2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:  Ο αιτητής είναι υπήκοος Ινδίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 13/12/2022.  Την ίδια ημέρα, ο αιτητής παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Στις 14/7/2023 επικοινώνησε ο μεταφραστής με τον αιτητή για να τον ενημερώσει προκειμένου να παρουσιαστεί ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου στις 16/7/2023, αλλά ενώ ανέφερε πως θα παρευρεθεί δεν παρουσιάστηκε.  Στις 16/7/2023 ενημερώθηκε εκ νέου για τη νέα ημερομηνίας στις 17/7/2023, όπου επίσης δεν παρουσιάστηκε και δεν ανταποκρίθηκε ούτε στις τηλεφωνικές κλήσεις του αρμόδιου λειτουργού.  Στις 26/7/2023 η Υπηρεσία Ασύλου απέστειλε επιστολή στη δηλωθείσα διεύθυνσης του αιτητή προκειμένου να ενημερωθεί για την προκαθορισμένη συνέντευξη αλλά επίσης δεν παρευρέθηκε. 

 

Την 1/9/2023, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε εισήγηση σχετικά με το κλείσιμο του φακέλου του αιτητή και τη διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του, καθώς ο αιτητής δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη στην οποία κλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου.  Επομένως, η Υπηρεσία Ασύλου θεώρησε ότι  ο αιτητής σιωπηρά είχε αποσύρει την αίτησή του ή είχε υπαναχωρήσει από αυτήν.  Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση για κλείσιμο του φακέλου και τη διακοπή της διαδικασίας της αίτησης του αιτητή.  Στις 2/10/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή μαζί με την απόφασή της ότι ο αιτητής σιωπηρά έχει αποσύρει την αίτηση του ή υπαναχώρησε από αυτήν και προχώρησαν σε κλείσιμο του φακέλου και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης.

 

Στις 21/3/2024, ο αιτητής υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του και στις 20/4/2024 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξή του.  Στις 28/6/2024 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση και εισήγηση σε σχέση με το αίτημα του αιτητή. Ο αρμόδιος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την έκθεση εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματός του.

 

Στη συνέχεια, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα.  Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως η συνήγορος του αιτητή κατά την δικάσιμο όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, εκτός από το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ων η αίτηση αντικρούοντας τον μοναδικό ισχυρισμό που προώθησε η συνήγορος του αιτητή εισηγείται πως το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.  Όπως αναφέρει, το αρμόδιο όργανο αποφάσισε εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας και κατά συνέπεια, εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό του αιτητή περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά του για χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.  Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. 

 

Ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι δε μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του για να εργαστεί.  Όπως ισχυρίστηκε, έλαβε δάνειο για να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του.  Όπως ανέφερε, επιθυμεί να εργαστεί στην Κυπριακή Δημοκρατία και να αποπληρώσει το δάνειο που έχει συνάψει στη χώρα του γιατί νιώθεις ασφαλής και σε περίπτωση επιστροφής του θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του.

 

Επειδή ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε στις προσκλήσεις της Υπηρεσίας Ασύλου για διεξαγωγή της συνέντευξης, η Υπηρεσία έκλεισε το φάκελό του και διέκοψε τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του.  Στη συνέχεια, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση, μέσω της οποιας ο αιτητής δήλωσε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του γιατί οφείλει να επιστρέψει τα χρήματα που δανείστηκε από πρόσωπο ο οποίος θα τον σκοτώσει και θα του πάρει το σπίτι.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του. Ο αιτητής δήλωσε πως όσα αναφέρει στην αίτησή του δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και πως βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία για να εργαστεί.  Τη χρονική στιγμή της συνέντευξής του δήλωσε πως σχεδίαζε να παραμείνει στη Δημοκρατία για ακόμα δύο χρόνια.  Ο αιτητής ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία για να εργαστεί και να έχει ένα καλύτερο μέλλον.  Ανέφερε πως ο πατέρας του απεβίωσε το 2012 και ότι η μητέρα του είναι άρρωστη.  Όπως ανέφερε επιθυμεί να αποταμιεύσει χρήματα και να επιστρέψει στη χώρα του. 

 

Ο αιτητής πρόσθετα δήλωσε πως στη χώρα του αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα λόγω του δανείου που είχε συνάψει.  Όπως ο ίδιος δήλωσε υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας για να παραμείνει νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία και να εργαστεί.  Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε πως τόσο ο ίδιος όσο και οποιονδήποτε μέλος της οικογένειάς του, δεν είναι μέλος σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, εθνική, κοινωνική οργάνωση ή ομάδα.  Όπως δήλωσε ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής του και δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδό του από την Ινδία.

 

Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην έκθεση-εισήγησή του κατέγραψε πως οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του είναι οικονομικοί και επομένως δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, όπως προνοείται στα άρθρα 3 και 19 (1) και (2) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000. Την έκθεση/εισήγηση του αρμόδιου  λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε το αρμόδιο εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών πρόσωπο που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν επικαλείται στη συνέντευξή του κανέναν απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα, το μόνο πρόβλημα που επικαλέστηκε είναι τα οικονομικά προβλήματα που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. 

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Στην πιο πάνω παράγραφο, το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες προβαίνει σε ένα διαχωρισμό μεταξύ μεταναστών και προσφύγων.  Όπως έχει κατ’ επανάληψην νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα (βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16/7/2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10/2/2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21/12/2011).

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3, του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37 και §38 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών), κάτι που βεβαίως δεν αποδείχθηκε στην υπό εξέταση υπόθεση.  Ούτως ή άλλως ο αιτητής δεν δήλωσε πως οποιοσδήποτε φορέας τον εμποδίζει να διαμείνει και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του.

 

Πρόσθετα, κρίθηκε από το αρμόδιο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6 (Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, δεν είχαν υποχρέωση να διεξάγουν οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα, αλλά προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και εξέδωσε δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 145/2025, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο