ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 3578/2023
4 Δεκεμβρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
1. H.R.C.
2. A.C.O.
Αιτήτριες
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας
μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
.........................................
Η αιτήτρια εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου
Ζωή Ποντίκη για Αλ Ταχέρ Μπενέτης, Δικηγόρος για τις αιτήτριες
Ανδρέας Φιλίππου για Αίγλη Κίτσου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια αρ.1 (στο εξής «αιτήτρια) προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 24/07/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 14/02/2022, αφού εισήλθε παράνομα στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και στη συνέχεια πέρασε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 03/01/2022. Η αιτήτρια παρέλαβε Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).
Στις 17/02/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη ειδικών αναγκών και ευαλωτότητας από αρμόδιο λειτουργό ώστε να διαπιστωθεί εάν η αιτήτρια έχρηζε ειδικών διαδικασιών. Στις 11/07/2023, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «αρμόδιος λειτουργός»). Στις 24/07/2023, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση - εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Αυθημερόν, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της αιτήτριας και αποφάσισε την επιστροφή της στη Νιγηρία.
Στις 04/09/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από την αιτήτρια. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας μέσω του συνηγόρου της, αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, κατά τη δικάσιμο όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην Γραπτή της Αγόρευση και δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, αλλά και προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει πως αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία της υπόθεσης και αναφέρει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Επιπλέον, εισηγείται ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών της που θεμελιώνουν το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να της χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ορθά απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας και αν εξέδωσε δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.
Η αιτήτρια κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της με τον σύζυγό της διότι μέλη μυστικιστικής οργάνωσης απαίτησαν με βίαιο τρόπο να ενταχθεί ο σύζυγός της στην οργάνωση. Ανέφερε δε, πως οι οργανώσεις αυτές είναι παράνομες. Ο σύζυγος της αρνήθηκε να ενταχθεί, ξυλοκοπήθηκε και υπέστη τραυματισμούς που θα του κόστιζαν τη ζωή. Ως αποτέλεσμα της επίθεσης, η αιτήτρια, εγκυμονούσα οκτώ εβδομάδων, απέβαλε. Καταληκτικά, η αιτήτρια δήλωσε πως από κοινού με τον σύζυγο της αποφάσισαν να μεταβούν στην Δημοκρατία εξαιτίας αυτών των γεγονότων προκειμένου να διασφαλίσουν μία καλύτερη και ασφαλέστερη ζωή, να διαφυλάξουν το μέλλον του αγέννητου τέκνου τους και να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου).
Στις 17/02/2022, ενόσω η αιτήτρια βρισκόταν στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής (ΚεΠΥ) «Πουρνάρα», διενεργήθηκε συνέντευξη ειδικών αναγκών και ευαλοτώτητας από αρμόδιο λειτουργό μέσω σχετικής συνέντευξης κατά την οποία ο λειτουργός σημείωσε επί του σχετικού εντύπου «Ψυχολογική/συναισθηματική κακοποίηση (απειλές, παρενόχληση, κ.λπ.)» και «Σωματική βία» στην ενότητα «Έλεγχος ευαλωτότητας και αναγκών προστασίας» (ερυθρό 16, 15 του διοικητικού φακέλου), ως «Χαμηλό» το επίπεδο πιθανολόγησης σοβαρού κινδύνου για την προσωπική ασφάλεια της αιτήτριας (ερυθρό 19 του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, σε σχέση με το αίτημα διεθνούς προστασίας και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι έχει την ιθαγένεια της Νιγηρίας, προερχόμενη από τη πόλη Suleja η οποία αποτελεί τόπο ανατροφής της (ερυθρό 32, 1X του διοικητικού φακέλου) και δήλωσε πως μετοίκησε στην πόλη Asaba, της πολιτείας Delta σε ηλικία 21ος ετών και διέμεινε εκεί μέχρι που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της (ερυθρό 32, 1X, 2X του διοικητικού φακέλου). Όπως ανέφερε, διέμεινε στο χωριό Okpannam Amacha στην πόλη Asaba, πολιτεία Delta με τον σύζυγό της (ερυθρό 32, 2Χ του διοικητικού φακέλου) και δήλωσε πως ουδέποτε έχει διαμείνει σε κάποιο άλλο μέρος στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 32, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Σε μεταγενέστερο χρόνο, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, η αιτήτρια δήλωσε πως είχε διαμείνει επίσης στο χωριό Mbaise, στην πόλη Owerri, της πολιτείας Imo (ερυθρό 30, 4Χ του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, ως προς την εθνοτική της καταγωγή δήλωσε πως είναι Igbo (ερυθρό 32 του διοικητικού φακέλου) και η αιτήτρια ανέφερε πως ομιλεί την Αγγλική γλώσσα, την Igbo, και την Hausa (ερυθρό 34, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο, δήλωσε πως έχει ολοκληρώσει λογιστικές σπουδές στο Federal Polytechnic Bida στην πολιτεία Niger (ερυθρό 34, 1Χ του διοικητικού φακέλου), ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό της προφίλ δήλωσε πως μεταξύ Μαΐου 2019 και Αυγούστου 2020 εργαζόταν ως αντιπρόσωπος πωλήσεων και διευθύντρια υποκαταστήματος σε επιχείρηση κατασκευαστικών ειδών στην πόλη Asaba, της πολιτείας Delta (ερυθρό 33, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση, δήλωσε έγγαμη από τον Μάρτιο του 2019, αλλά ανέφερε πως δεν έχει στην κατοχή της πιστοποιητικό γάμου καθότι ο γάμος ήταν παραδοσιακός (ερυθρό 34, 4Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια δήλωσε πως ο σύζυγος της βρίσκεται στην Δημοκρατία και κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν αιτητής ασύλου (ερυθρό 33, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Ανέφερε επιπλέον πως έχει ένα τέκνο οκτώ μηνών, που γεννήθηκε στην Δημοκρατία, εγγεγραμμένο στον ίδιο φάκελο υπόθεσης (ερυθρό 33, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια ανέφερε επιπλέον πως κατέφθασε στην Δημοκρατία πριν από τον σύζυγό της και πως και οι δύο μετάβηκαν στην Δημοκρατία για τον ίδιο λόγο (ερυθρό 33, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια δήλωσε επίσης πως έχει τέσσερις αδελφές, μία εκ των οποίων διαμένει στην πολιτεία Niger και δύο αδελφούς, όπου ο ένας διαμένει στην πολιτεία Niger και ο άλλος στην πόλη Abuja. Όπως ανέφερε, οι γονείς της διαμένουν στην πόλη Asaba (ερυθρό 34, 2Χ του διοικητικού φακέλου) και δήλωσε πως βρίσκεται σε επικοινωνία με την οικογένεια της (ερυθρό 34, 3Χ του διοικητικού φακέλου).
Όσον αφορά στο ταξίδι της προς την Δημοκρατία, αξίζει να σημειωθεί ότι ξεκίνησε την διαδικασία για να μεταβεί στην Δημοκρατία από τον Μάιο μέχρι τον Ιούλιο του έτους 2020 και μετέβη στην πόλη Abuja από όπου εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέσω Κωσταντινούπολης και ακολούθως στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές χρησιμοποιώντας το διαβατήριό της για άδεια εισόδου για σκοπούς φοίτησης (ερυθρό 32, 3Χ-5Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια ταξίδεψε μόνη της (ερυθρό 32 του διοικητικού φακέλου) και δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα κατά την έξοδο της από τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 32, 6Χ του διοικητικού φακέλου) και όπως ισχυρίστηκε ουδέποτε έχει συλληφθεί ή φυλακισθεί στην χώρα καταγωγής της (ερυθρό 32, 7Χ του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ισχυρίστηκε πως διάφορες μυστικιστικές οργανώσεις ήθελαν να εντάξουν τον σύζυγο της σε αυτές, ενόσω εκείνος σπούδαζε. Όπως ανέφερε, οι μυστικιστικές οργανώσεις στη Νιγηρία είναι παράνομες και ο σύζυγος της αιτήτριας αρνήθηκε να ενταχθεί όταν του ζητήθηκε. Οι προσπάθειες αυτές συνεχίστηκαν ακόμα και αφότου εκείνος είχε αποφοιτήσει. Μία μέρα, λόγω της άρνησης του συζύγου της αιτήτριας για ένταξή του στις οργανώσεις αυτές, τους προσέγγισαν στην πόλη Asaba και τους επιτέθηκαν. Ξυλοκόπησαν τον σύζυγο της αιτήτριας ο οποίος υπέστη σοβαρό τραυματισμό στην πλάτη τον οποίο φέρει μέχρι σήμερα. Η αιτήτρια, η οποία βρισκόταν στον δεύτερο μήνα εγκυμοσύνης, απέβαλε και αντιμετώπισε στη συνέχεια επιπλοκές στη σύλληψη λόγω της αποβολής και βίωσε μία τραυματική εμπειρία καθώς είχε πραγματική ανάγκη του παιδιού της. Τα άτομα αυτά, που τους αποκαλούν «κακή μαφία» [«bad mafias» - ανεπίσημη μετάφραση] δεν έπαψαν να τους ενοχλούν. Η αιτήτρια και ο σύζυγος της αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την χώρα καταγωγής τους, προκειμένου να διασφαλίσουν τη ζωή τους και το μέλλον του αγέννητου τέκνου τους (για όλα ανωτέρω βλ. ερυθρό 31, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια ανέφερε πως δεν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 31, 2Χ του διοικητικού φακέλου).
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής της. Η αιτήτρια, σε σχετική ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού, πρόβαλε πως μέλη των μυστικιστικών οργανώσεων προσπαθούσαν να πείσουν τον σύζυγό της να ενταχθεί στις ομάδες αυτές από το 2017 ενώ από το 2019 η κατάσταση εντάθηκε (ερυθρό 31, 5Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια διευκρίνισε πως ο σύζυγός της αποφοίτησε το έτος 2015/2016 (ερυθρό 31 του διοικητικού φακέλου) και πως η επίθεση έλαβε χώρα την 28η Αυγούστου 2020 (ερυθρό 31, 3Χ του διοικητικού φακέλου) στην πόλη Asaba (ερυθρό 31 του διοικητικού φακέλου).
Η αιτήτρια περαιτέρω δήλωσε πως την επισκέφτηκαν στην οικία της ορισμένα άτομα και ζήτησαν να δουν τον σύζυγό της. Ανέφεραν στον ίδιο πως θα του μετέφεραν ένα μήνυμα και τον μετέφεραν στο εσωτερικό του σπιτιού όπου τον ακολούθησε και η αιτήτρια (ερυθρό 31, 4Χ του διοικητικού φακέλου). Τότε, τα άτομα αυτά άρχισαν να ξυλοκοπούν τον σύζυγο της ως συνέπεια της άρνησής του να ενταχθεί στην ομάδα τους όπως οι ίδιοι του ανέφεραν. Τα εν λόγω άτομα κλείδωσαν την πόρτα, πήραν το κλειδί από την ίδια καθώς και το κινητό της και του συζύγου της και όταν η αιτήτρια προσπάθησε να το ανακτήσει για να καλέσει σε βοήθεια, την έσπρωξαν πάνω σε μία πόρτα με αποτέλεσμα να πέσει στο πάτωμα και να αιμορραγήσει, οδηγώντας την σε αποβολή καθότι ήταν δύο μηνών έγκυος (ερυθρό 31, 4Χ του διοικητικού φακέλου). Πρόσθετα ανέφερε πως τα άτομα που τους επισκέφτηκαν και τους επιτέθηκαν ήταν έξι, εκ των οποίων τα πέντε είχαν καλυμμένα πρόσωπα (ερυθρό 30, 2Χ του διοικητικού φακέλου).
Σε ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού εάν ήταν η πρώτη φορά που επιτέθηκαν στον σύζυγο της τον Αύγουστο του 2020, η αιτήτρια απάντησε, πως τότε ήταν η πρώτη φορά που ήταν βίαιοι με εκείνον και πως εκείνος δεν επιθυμούσε να πηγαίνει στο σχολείο γιατί αντιμετώπιζε προβλήματα από τα άτομα αυτά που του έπαιρναν το τηλέφωνο, τα χρήματα, τον χτυπούσαν και δήλωσε πως τον Αύγουστο του 2020 ήταν πολύ κακοποιητικοί (ερυθρό 30 του διοικητικού φακέλου). Όταν της ζήτησε να αναφέρει τον λόγο για τον οποίο επιθυμούσαν να εξαναγκάσουν τον σύζυγό της να συμμετάσχει στην οργάνωση τους, η αιτήτρια απάντησε πως δεν υπάρχει αιτιολογία, πως μπορεί να προτιμούν κάποιο πρόσωπο που είναι μεγαλόσωμος, εφόσον κοιτούν την εμφάνιση και μπορεί να παρατηρήσουν κάτι σε εκείνον που να τους ενδιαφέρει (ερυθρό 30 του διοικητικού φακέλου).
Περαιτέρω, σε ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού εάν προσέγγισαν κάποιο νοσοκομείο εξ αιτίας των τραυμάτων του συζύγου της, η αιτήτρια δήλωσε πως πήγαν σε ένα μεγάλο φαρμακείο, σαν ιδιωτικό νοσοκομείο, για θεραπεία, φαρμακευτική αγωγή και ράμματα (ερυθρό 30, 3Χ του διοικητικού φακέλου) και πως η ίδια έλαβε ιατρική βοήθεια (ερυθρό 30, 8Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια δήλωσε πως κατόπιν του περιστατικού εκείνου, η ίδια και ο σύζυγος της μετοίκησαν στο χωριό Mbaise της πόλης Owerri, στην πολιτεία Imo όπου διέμενε η μητέρα του συζύγου της (ερυθρό 30, 4Χ του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείσα εάν αντιμετώπισαν περαιτέρω προβλήματα μετά το εν λόγω περιστατικό, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά και δήλωσε πως όφειλαν να είναι πολύ προσεκτικοί σχετικά με τα άτομα που συναναστρέφονταν και τα μέρη τα οποία επισκέπτονταν (ερυθρό 30, 4Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια εξήγησε πως κατόπιν αυτού του περιστατικού, ξεκίνησαν τη διαδικασία του ταξιδιού τους προκειμένου να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 30, 5Χ του διοικητικού φακέλου). Θα πρέπει να επισημανθεί πως η αιτήτρια δεν γνώριζε ποια μυστικιστική οργάνωση προσέγγισε το σύζυγό της και δήλωσε πως οι μυστικιστικές πρακτικές στη χώρα καταγωγής της δεν είναι καλές, πως γίνεται μύηση σε αυτές και είναι πνευματικές (ερυθρό 30, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Η αιτήτρια δήλωσε πως σε περίπτωση επιστροφής τους στην χώρα καταγωγής της, ότι η ζωή τους θα τεθεί σε κίνδυνο (ερυθρό 30, 6Χ του διοικητικού φακέλου). Πρόσθετα, δήλωσε πως αυτό ήταν το πρώτο περιστατικό που μοιράστηκε ,με τον σύζυγό της και ανέφερε πως δεν κατήγγειλε το περιστατικό στις αστυνομικές αρχές, εφόσον υπάρχουν πολλές παρόμοιες περιπτώσεις και πως οι αρχές δεν δύνανται να λάβουν δράση σε τέτοιες περιπτώσεις (ερυθρό 29, 2Χ του διοικητικού φακέλου).
Η αιτήτρια δήλωσε, σε ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με τον λόγο για τον οποίο αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της και όχι να μετεγκατασταθεί σε κάποιο άλλο μέρος, πως η χώρα δεν είναι ασφαλής για τους ίδιους, την ανατροφή οικογένειας και την δημιουργία μίας ποιοτικής ζωής και ανέφερε πως φοβάται αυτά τα άτομα (ερυθρό 29, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια ανέφερε πως οι αρχές της χώρας καταγωγής της θα επέτρεπαν την εκ νέου είσοδο τους στη χώρα. Τέλος, αναφορικά με τη δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης της αιτήτριας σε άλλο σημείο της χώρας καταγωγής της, η αιτήτρια υποστήριξε πως σε περίπτωση επιστροφής της, θα εγκατέλειπε εκ νέου την χώρα καταγωγής της δεδομένου ότι τα άτομα αυτά θεωρούνται πολύ επικίνδυνα (ερυθρό 29, 6Χ του διοικητικού φακέλου).
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή της η αιτήτρια, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις της αιτήτριας ως κατωτέρω: (1) Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προσωπικά στοιχεία και το προφίλ της αιτήτριας και (2) Ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης της αιτήτριας από μέλη του cult λόγω άρνησης του συζύγου της να γίνει μέλος σε αυτό το cult. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό της αιτήτριας ως προς τα προσωπικά της στοιχεία καθώς οι δηλώσεις της αιτήτριας διασταυρώθηκαν τόσο από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης όσο και από το διαβατήριο που προσκόμισε η αιτήτρια και έχει εκδοθεί από τις αρχές της χώρας καταγωγής της.
Αντιθέτως, αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις και οι απαντήσεις της αιτήτριας ήταν μη επαρκείς, αόριστες, ασταθείς και αντιφατικές και περιστράφηκαν γύρω από ένα περιστατικό. Ειδικότερα, όπως καταγράφει ο αρμόδιος λειτουργός, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να απαντήσει σε ποια μυστικιστική οργάνωση ανήκαν τα άτομα που επιτέθηκαν σε εκείνη και στον σύζυγό της (ερυθρό 55 του διοικητικού φακέλου). Αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό στο οποίο ενεπλάκη η ιδία το οποίο έλαβε χώρα στις 28 Αυγούστου του 2020 και ερωτηθείσα εάν συνέβη κάτι άλλο στην ίδια, απάντησε πως αυτό ήταν το πρώτο περιστατικό που συνέβηκε από κοινού με τον σύζυγό της (ερυθρό 55 του διοικητικού φακέλου) και δήλωσε πως δεν έχει αντιμετωπίσει οποιοδήποτε άλλο περιστατικό προσωπικά στη χώρα της. Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις της αιτήτριας σχετικά με τον χρόνο που έλαβε χώρα το περιστατικό ήταν αντιφατικές καθώς σε προγενέστερο χρόνο ανέφερε πως έλαβε χώρα στις 28 Αυγούστου του 2020 και σε μεταγενέστερο χρόνο δήλωσε πως συνέβη στις 28 Αυγούστου του 2019 (ερυθρό 54 του διοικητικού φακέλου). Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε αόριστη την απάντηση της αιτήτριας αναφορικά με το αν προχώρησε σε καταγγελία του συμβάντος στις αστυνομικές αρχές (ερυθρό 54 του διοικητικού φακέλου) και κρίθηκε ασαφής ως προς τον χρόνο που ξεκίνησε τις διαδικασίες προκειμένου να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.
Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεδομένης της προσωπικής φύσης των ισχυρισμών της αιτήτριας, ήταν αδύνατο να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ως εκ τούτου, δεν αποδέχτηκε τον εν λόγω ισχυρισμό στο σύνολό του.
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας και αξιολογώντας ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής το χωριό Mbaise της πόλης Owerri, πολιτεία Imo, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής της, ότι η αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτήτριας σε ένα από τους λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.
Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, του Ν. 6 (Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια των παραγράφων (α) και (β) του προαναφερόμενου άρθρου. Αξιολογώντας τις προϋποθέσεις της παραγράφου (γ) του ίδιου άρθρου, ο αρμόδιος λειτουργός, παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της, εκ της οποίας προέκυψε ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι η αιτήτρια δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς το αίτημα της απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Κατόπιν μελέτης της Έκθεσης-Εισήγησης, σε σχέση με το ανήλικο τέκνο της αιτήτριας, παρατηρώ ότι πέραν από την αποδοχή της ύπαρξής του στα προσωπικά στοιχεία του προφίλ της, εντούτοις από κανένα άλλο σημείο της Έκθεσης-Εισήγησης δεν εντοπίζεται να έχει διενεργηθεί οποιαδήποτε αξιολόγηση σε σχέση με το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου υπό το πρίσμα και του κινδύνου που ενδεχομένως να διατρέχει σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της μητέρας του.
Στην αιτιολογική σκέψη υπ΄ αριθμόν 18 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, προβλέπεται πως «Το «μείζον συμφέρον του παιδιού» θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού.».
Επιπρόσθετα, το άρθρο 10 (1Α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως «Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου οι οποίες αφορούν τη διεθνή προστασία και τους ανηλίκους.». Σε όλες τις ενέργειες που σχετίζονται με τα παιδιά πρέπει να γίνεται αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού προτού ληφθεί απόφαση η οποία δύναται να τα επηρεάσει (βλ.απόφαση του ΕΔΔΑ no. 8687/08, Rahimi vs. Ελλάδας, ημερομηνίας 5/7/2011).
Στη βάση των όσων εκτίθενται ανωτέρω, προκύπτει ότι οι πιο πάνω αναφερόμενες διατάξεις δεν ακολουθήθηκαν κατά το στάδιο της αξιολόγησης και πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την ανεπαρκή αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, επιτυγχάνει με αποτέλεσμα να πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης εξαιτίας του ζητήματος αυτού.
Ωστόσο, η κατάληξη μου ως προς το ότι πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, δεν καθορίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα της αιτήτριας λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους της, αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. Με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος ορθά έγινε αποδεκτός, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ, εφόσον δεν αμφισβητείται. Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, θα πρέπει να αναφέρω πως διαφαίνεται από το αφήγημα ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προβάλει τον ισχυρισμό της με συνέπεια και λεπτομέρεια, αφού δεν παρουσίασε με τρόπο συνεκτικό και λεπτομερή τα όσα αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός της. Η αιτήτρια δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες για τον κίνδυνο που ισχυρίζεται ότι διατρέχει και δεν περιέγραψε γεγονότα που κατά τον ισχυρισμό της θα την έθεταν σε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε αντιφάσεις σε σχέση με το χρόνο που έλαβε χώρα το περιστατικό και την έναρξη των διαδικασιών για την αναχώρησή της, τις οποίες έθεσε στην αιτήτρια αλλά δεν έδωσε ικανοποιητικές απαντήσει. Πρόσθετα, ενώ η αιτήτρια δήλωσε πως κινδύνευαν, μετακόμισε αμέσως μετά το περιστατικό του Αυγούστου στο χωριό Mbaise της πόλης Owerri, στην πολιτεία Imo όπου διέμενε η μητέρα του συζύγου της και αναχώρησε από τη χώρα της στις 16/10/2025 χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα.
Τα όσα καταγράφει ο αρμόδιος λειτουργός διασταυρώνονται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου και συμφωνώ απόλυτα με τα όσα καταγράφει ο αρμόδιος λειτουργός σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό. Κατά συνέπεια, η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού της αιτήτριας περί του ότι ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης της αιτήτριας από μέλη του cult λόγω άρνησης του συζύγου της να γίνει μέλος σε αυτό το cult δεν τεκμηριώθηκε.
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της αιτήτριας, διαφαίνεται πως τα ζητήματα που θέτει είναι προσωπικής φύσεως και κατά κύριο λόγο αφορούν το συζυγό της και δεν δύναται να διασταυρωθούν στον πυρήνα τους από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που αφορούν τη χώρα καταγωγής της. Ωστόσο, διεξήγαγα έρευνα σε πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας.
Ως προς τις αιρέσεις ή μυστικές ή λατρευτικές ομάδες γενικότερα, σύμφωνα με έκθεση της EUAA του 2017, σχετικά με τις μυστικές αιρέσεις στη Νιγηρία αναφέρεται ότι αυτές έχουν εξουσία και επιρροή και οι δραστηριότητές τους περιλαμβάνουν τελετουργίες και μαγεία. Το σύνταγμα της Νιγηρίας έχει απαγορεύσει αυτές τις μυστικές αιρέσεις. Οι πιο παραδοσιακές μυστικές αιρέσεις, συνδέονται με τις παραδόσεις και την θρησκευτική πρακτική που υπήρχαν πριν την αποικιοκρατία. Σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές τέτοιες κοινωνίες κυρίως στην νότια Νιγηρία. Η πιο γνωστή μυστική κοινωνία είναι η Ogboni, αλλά οι διάφορες φυλές έχουν δικές τους παρόμοιες μυστικές αιρέσεις με κοινά χαρακτηριστικά. Μέλη μυστικών οργανώσεων ισχυρίζονται ότι έχουν μυστικιστική δύναμη που τους δίνει προνόμια έναντι των μη μελών και το δικαίωμα να «επιβάλλουν κυρώσεις» σε όσους αποκαλύπτουν πληροφορίες σε άτομα εκτός της κοινωνίας.[1] Οι νιγηριανές μυστικιστικές ομάδες είχαν εθνοτική βάση, κυρίως μεταξύ των Yoruba, Efik, Igbo, Ogoni και Isoko, στη Νοτιοδυτική και Νοτιοανατολική Νιγηρία.[2] H δράση τους είναι έντονη στην νότια Νιγηρία και κυρίως στις περιοχές Rivers, Bayelsa, Delta και Edo.[3]
Από τις ανωτέρω πηγές επιβεβαιώνεται η δράση διάφορων μυστικών οργανώσεων στη χώρα. Ωστόσο, η αφήγηση της αιτήτριας χαρακτηρίζεται από επιφανειακότητα, ενώ οι απαντήσεις της σε διευκρινιστικά ερωτήματα υπήρξαν αόριστες και μη ευλογοφανείς. Η έλλειψη εσωτερικής συνοχής στους ισχυρισμούς της και η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και βιωματικών περιγραφών στην αφήγηση της αιτήτριας είναι τέτοια που στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων της υπόθεσης, δεν επαρκεί η επιβεβαίωση ύπαρξης τέτοιων ομάδων στη χώρα της. Για να καταστούν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, απαιτείται να συνοδεύονται από σαφή, λεπτομερή και εξατομικευμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν τον ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας. Κατά συνέπεια, με δεδομένο ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της, εφόσον προέβη σε αοριστίες και γενικολογίες κατά το αφήγημά της, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης της αιτήτριας να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι η αιτήτρια έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης στο σύνολό της, κρίνω ότι δεν υπάρχει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Κατά συνέπεια, προκύπτει πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω αναλύσει ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν στοιχειοθετούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6(Ι)/2000, για να παρασχεθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ο αρμόδιος λειτουργός, διεξήγαγε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής των αιτητριών, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα οι αιτήτριες να αντιμετώπιζαν δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της αιτήτριας, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης, στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Πρόσφατη έκθεση της EUAA για τη Νιγηρία αναφέρει ότι η κατάσταση στην πολιτεία Imo χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη ανασφάλεια, η οποία επηρέασε και την πόλη Owerri. Η πολιτεία Imo κατατάσσεται μεταξύ των τριών πολιτειών του Δέλτα του Νίγηρα με τον υψηλότερο αριθμό θανάτων που σχετίζονται με συγκρούσεις το 2024. Οι κύριες πηγές ανασφάλειας υπήρξαν οι εγκληματικές δραστηριότητες (συμπεριλαμβανομένων των στοχευμένων δολοφονιών και των απαγωγών για λύτρα), η βία που συνδέεται με τις αυτονομιστικές παραστρατιωτικές ομάδες και οι κοινοτικές συγκρούσεις. Το 2024, το Imo ήταν σύμφωνα με αναφορές μία από τις πολιτείες του Δέλτα του Νίγηρα με τον υψηλότερο αριθμό θανάτων που αποδίδονται στις αυτονομιστικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των IPOB/ESN. Η IPOB θεωρείται πλέον γενικά «λιγότερο μαχητική» σε σχέση με τα προηγούμενα έτη και φαίνεται να μην έχει εμπλακεί στην πλειονότητα των πρόσφατων επιθέσεων κατά του ομοσπονδιακού προσωπικού ασφαλείας.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, για το τελευταίο έτος (με τελευταία πρόσβαση στις 21/11/2025) καταγράφηκαν στην πολιτεία Imo, 80 περιστατικά πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 155 θάνατοι. Στην πόλη Owerri καταγράφηκαν 4 περιστατικά από τα οποία προκλήθηκαν 3 θάνατοι.[4] Ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Imo το 2022 ανερχόταν σε πλέον των πέντε εκατομμυρίων πολιτών.[5]
Σε σχέση με το ανήλικο τέκνο θα πρέπει να αναφερθεί πως από το πιο πάνω ιστορικό προκύπτει ότι η αιτήτρια δεν επικαλείται στη συνέντευξή της κανένα απολύτως ισχυρισμό που να αφορά προσωπικά το ανήλικο τέκνο της και κατά συνέπεια αυτό θα εξεταστεί στα πλαίσια αξιολόγησης του προφίλ της. Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα οι αιτήτριες να αντιμετωπίσουν κατά την επιστροφή τους κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής των αιτητριών όπου αναμένεται να επιστρέψουν, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχουν κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας τους εκεί να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή τους. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα, υγιής, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, πλήρως ικανή προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, η οποία εργαζόταν προτού αναχωρήσει από τη χώρα της και με ευρύ υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της.
Η αιτήτρια δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να αφορούν την ίδια ή το ανήλικο τέκνο της και να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης ή να τεθούν σε τέτοιο κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής τους. Το παιδί γεννήθηκε στις 8/11/2022 και είναι σήμερα τριών ετών. Ο συνήγορος της αιτήτριας δεν έθεσε ενώπιον μου οποιαδήποτε στοιχεία που να αφορούν είτε τον πατέρα του τέκνου είτε οτιδήποτε σχετικό με το τέκνο, είτε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που να αποδεικνύει συγγενικό δεσμό, προκειμένου να μπορώ να εξετάσω οτιδήποτε άλλο. Το ζήτημα αυτό ήταν ενώπιον της αιτήτριας αλλά και του συνηγόρου της, δόθηκε ο χρόνος σε αυτή τη διαδικασία να τεθούν οποιαδήποτε ζητήματα με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα αλλά δεν τέθηκε οτιδήποτε σχετικό.
Ο κατ’ουσίαν έλεγχος που διενεργεί το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας δεν συνεπάγεται υποχρέωση του Δικαστηρίου να προβεί σε αυτεπάγγελτη αναζήτηση στοιχείων. Στα πλαίσια του κατ’ουσίαν ελέγχου εξετάζω όλα τα ζητήματα με τον τρόπο που αυτά τίθενται από τους συνηγόρους των αιτητριών χωρίς να υπερβαίνω βεβαίως τα όρια της διοικητικής διαδικασίας. Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω δεν διακρίνω ότι οι αιτήτριες θα αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους.
Λαμβανομένου υπόψη ότι κρίνεται ασφαλής η χώρα καταγωγής της αλλά και η περιοχή στην οποία βρίσκεται ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής της αιτήτριας, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα το ανήλικο τέκνο της αιτήτριας να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του μαζί με τη μητέρα του.
Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 145/2025, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω παρατέθηκαν και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι ορθώς κρίθηκε επί της ουσίας ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για την παραχώρηση σε αυτήν συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Ενόψει της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EASO, Country Focus Nigeria, June 2017, σ. 56-57
https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf
[2] EASO, Nigeria, Targeting of Individuals, November 2018, σελ. 45, διαθέσιμο στο: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2018_EASO_COI_Nigeria_TargetingIndividuals.pdf
[3] France, OFPRA, Rapport de mission en République fédérale du Nigeria, du 9 au 21 septembre 2016, Δεκέμβριος 2016, σελ. 48, διαθέσιμο στο https://www.ofpra.gouv.fr/libraries/pdf.js/web/viewer.html?file=/sites/default/files/ofpra_flora/1612_nga_ofpra_rapport_mission.pdf
[4] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria (Imo-Owerri), Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer
[5] City Population, Nigeria – Imo State
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο