ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 918/2024
1 Δεκεμβρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
N.E.O.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας
μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
....................
Ο αιτητής εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου
Ζωή Ποντίκη για Αλ Ταχέρ Μπενέτης, Δικηγόρος για τον αιτητή
Αίγλη Κίτσου για Μαρίνα Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: : Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 31/01/2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 08/06/2021, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 13/04/2021. Στις 11/06/2021, ο αιτητής παρέλαβε την Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).
Στις 11/01/2024, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενη ως «αρμόδιος λειτουργός»). Στις 31/01/2024, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του αιτητή και αποφάσισε την επιστροφή του στο Καμερούν.
Στις 14/02/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας μέσω του συνηγόρου του, αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, κατά τη δικάσιμο όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, αλλά και προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει πως αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία της υπόθεσης και αναφέρει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Επιπλέον, εισηγείται ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών του που θεμελιώνουν το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ορθά απέρριψε το αίτημα του αιτητή για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας και αν εξέδωσε δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.
Ο αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της πολιτικής κρίσης. Ειδικότερα, δήλωσε ότι του ζητήθηκε να δώσει χρήματα στους αυτονομιστές μαχητές (Ambazonians), αλλά αρνήθηκε επειδή αυτό ήταν παράνομο. Ως αποτέλεσμα της άρνησής του, απήγαγαν τη μητέρα του και ζήτησαν λύτρα 1 εκατομμυρίου CFA, τα οποία πλήρωσε για την απελευθέρωσή της. Στη συνέχεια, οι μαχητές τον έδιωξαν από το χωριό και απείλησαν να τον σκοτώσουν επειδή δεν υπάκουσε στις εντολές τους. Ως εκ τούτου, αναγκάστηκε να μετεγκαταστήσει την οικογένειά του και να ταξιδέψει στην Κύπρο, καθώς η ζωή του και η ζωή της οικογένειάς του κινδύνευαν (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από το Καμερούν και συγκεκριμένα δήλωσε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Nguti, Kupe-Muanenguba, Southwest Region. Το 2009 μετέβη στην Kumba, Southwest Region, προκειμένου να φοιτήσει στο σχολείο, και επέστρεψε στο Nguti το 2013, όπου παρέμεινε μέχρι το 2016, όταν και μετέβη στο Ντουμπάι. Ακολούθως, τον Οκτώβριο του 2019 επέστρεψε στο Καμερούν και εγκαταστάθηκε στην περιοχή Limbe, Fako Division, Southwest Region, όπου διέμεινε μέχρι το 2021, που αναχώρησε από τη χώρα (ερυθρό 22 χ1 του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε χριστιανός και ως προς την εθνοτική του καταγωγή Bassol (ερυθρό 23 2x του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε πως ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 24 χ1 του διοικητικού φακέλου), ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε ότι είχε εργαστεί στο Καμερούν ως διανομέας, αναφέροντας ότι είχε δική του δραστηριότητα αντίστοιχη με ταξί, χρησιμοποιώντας μοτοσικλέτα στην περιοχή Nguti. Δήλωσε ότι ασχολήθηκε με αυτό το επάγγελμα για τρία χρόνια, από το 2013 έως το 2016. Πριν από αυτό είχε απασχοληθεί σε αγροτικές εργασίες. Μετά το 2016 ανέφερε ότι εργάστηκε ως φύλακας ασφαλείας (security) στο Ντουμπάι από τον Ιανουάριο του 2017 έως τον Οκτώβριο του 2019 (ερυθρό 22 του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε διαζευγμένος και ότι έχει τρία ανήλικα τέκνα, τα οποία διαμένουν στην πόλη Kumba, Southwest Region, μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή του (ερυθρό 23 χ4, χ6 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια, δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε το 1999, ενώ η μητέρα του διαμένει στην Kumba. Περαιτέρω, δήλωσε ότι έχει δύο αδελφές και έναν αδελφό, οι οποίοι διαμένουν επίσης στην Kumba (ερυθρό 23 του διοικητικού φακέλου).
Όσον αφορά το ταξίδι του προς τη Δημοκρατία, αξίζει να σημειωθεί ότι εγκατέλειψε την χώρα του στις 20/03/2021 από την πόλη Douala, κάνοντας χρήση του διαβατήριου του, έως ότου εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές (ερυθρό 21 του διοικητικού φακέλου). Τέλος, δήλωσε ότι ταξίδεψε μόνος του και ότι δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα κατά την έξοδο του από τη χώρα του (ερυθρό 20 του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε το Καμερούν, διότι η ζωή του απειλήθηκε. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι αυτονομιστές μαχητές στην περιοχή του, του ζήτησαν οικονομική υποστήριξη, την οποία αρνήθηκε να δώσει, καθώς θεώρησε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν παράνομο και θα ισοδυναμούσε με χρηματοδότηση τρομοκρατών. Ως αντίποινα, ενώ η μητέρα του και τα παιδιά του βρίσκονταν στο χωριό, οι αυτονομιστές απήγαγαν τη μητέρα του και απαίτησαν λύτρα. Ο αιτητής δήλωσε ότι αναγκάστηκε να τους καταβάλει το ποσό του 1 εκατομμυρίου CFA προκειμένου να την απελευθερώσουν. Ανέφερε ότι μετά την πληρωμή των χρημάτων, οι αυτονομιστές τον απείλησαν λέγοντάς του πως αν τον έβλεπαν, θα τον σκότωναν επειδή αρνήθηκε να τους δώσει αρχικά τα χρήματα. Επιπλέον, δήλωσε πως επειδή κατέβαλε τα χρήματα, δέχθηκε και καταγγελία από το αστυνομικό τμήμα στην περιοχή Nguti ότι χρηματοδοτεί τρομοκράτες. Μετά από αυτό αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό και να μεταβεί στην περιοχή Limbe, όπου παρέμεινε μέχρι την αναχώρησή του από το Καμερούν (για όλα τα ανωτέρω βλ. ερυθρά 20 του διοικητικού φακέλου).
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής του. Περιέγραψε ότι οι απειλές από τους αυτονομιστές διαβιβάστηκαν μέσα από τη μητέρα του, η οποία μετά την απελευθέρωσή της ενημέρωσε τον αιτητή. Ο ίδιος δήλωσε ότι δεν απειλήθηκε ποτέ προσωπικά. Ανέφερε ότι η μητέρα του απήχθη από την φάρμα όπου βρισκόταν και κρατήθηκε για δύο έως τρεις ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων οι αυτονομιστές τον κάλεσαν χρησιμοποιώντας τον αριθμό τηλεφώνου που είχαν λάβει από την ίδια. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε τα λύτρα ηλεκτρονικά μέσω mobile money και ότι δεν διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία για τη συναλλαγή. Μετά την πληρωμή, η μητέρα του αφέθηκε ελεύθερη σε απομακρυσμένο σημείο κοντά σε άλλο χωριό και την παρέλαβε ποδήλατο (μοτοσυκλέτα), καθώς ο ίδιος δεν μπορούσε να μεταβεί στην περιοχή διότι κινδύνευε (για όλα τα ανωτέρω βλ. ερυθρά 19 του διοικητικού φακέλου).
Σε επαναληπτική ερώτηση του λειτουργού σχετικά με τις απειλές που δέχτηκε, ο αιτητής δήλωσε ότι οι απειλές κατά της ζωής του ήταν λεκτικές. Εξήγησε πως παρόλο που δεν είχε συναντήσει ακόμη τη μητέρα του μετά την απελευθέρωσή της, γνώριζε ότι απειλείται ο ίδιος, διότι οι αυτονομιστές είχαν λάβει τον αριθμό τηλεφώνου του από εκείνη και τον είχαν καλέσει για να ζητήσουν τα λύτρα. Δήλωσε ότι η μητέρα του ήταν το μόνο άτομο στο χωριό που απήχθη και πιστεύει ότι οι απαγωγείς την επέλεξαν επειδή γνώριζαν πως ήταν το μοναδικό άτομο που είχε στη ζωή του, ότι εκείνη τον είχε μεγαλώσει και στήριζε οικονομικά τις σπουδές του και πως θα έκανε ό,τι του ζητούσαν για την απελευθέρωσή της. Ανέφερε ότι οι αυτονομιστές γνώριζαν αυτά τα στοιχεία επειδή προέρχονταν από το ίδιο χωριό, παρόλο που ο ίδιος δεν έμενε μόνιμα εκεί, αλλά είχε επισκεφθεί τη μητέρα του μαζί με τα παιδιά του όταν συνέβη η απαγωγή.
Μετά την απελευθέρωση της μητέρας του δεν υπήρξαν περαιτέρω ενέργειες εναντίον της οικογένειας, καθώς ο αιτητής μερίμνησε να μεταφερθούν όλοι στην πόλη Kumba. Επιπλέον, ανέφερε ότι μετά την καταβολή των λύτρων και την απελευθέρωση της μητέρας του, η υπόθεση διαδόθηκε στο χωριό και έφτασε στις τοπικές αρχές, γεγονός που οδήγησε σε καταγγελία εις βάρος του από την αστυνομία για χρηματοδότηση τρομοκρατών. Ο αιτητής δήλωσε ότι γι’ αυτόν τον λόγο διέγραψε τις ηλεκτρονικές συναλλαγές που είχε πραγματοποιήσει για την πληρωμή, καθώς θεωρούσε ότι αποτελούσαν αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του. Ανέφερε ότι πληροφορήθηκε την ύπαρξη της αστυνομικής καταγγελίας από κατοίκους του χωριού, καθώς η υπόθεση είχε γίνει ευρέως γνωστή (για όλα τα ανωτέρω βλ. ερυθρά 18 του διοικητικού φακέλου).
Ο αιτητής δήλωσε ότι κανένα μέλος της αστυνομίας δεν επικοινώνησε μαζί του σχετικά με την καταγγελία εις βάρος του και ότι ούτε ο ίδιος ούτε η οικογένειά του υπέστησαν οποιαδήποτε ενέργεια από τις αστυνομικές αρχές. Ανέφερε επίσης ότι δεν εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης, διότι είχε ήδη εγκαταλείψει το χωριό προτού προχωρήσουν οι διαδικασίες. Ο αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι μετά τη φυγή του από το χωριό μαζί με την οικογένειά του, δεν συνέβη κανένα περιστατικό εις βάρος τους. Παρότι τα γεγονότα με την απαγωγή της μητέρας του, την εμπλοκή των αυτονομιστών και την αστυνομική καταγγελία έλαβαν χώρα το 2019, ο ίδιος εγκατέλειψε τη χώρα το 2021 και ανέφερε πως καθυστέρησε να φύγει επειδή δεν ένιωθε πλέον ασφαλής στο περιβάλλον αυτό. Διευκρίνισε ότι δεν συνέβη κάτι σε βάρος του επειδή βρισκόταν μακριά από τους αυτονομιστές, ωστόσο ανέφερε ότι οι αρχές πραγματοποιούσαν συλλήψεις νέων ανδρών χωρίς λόγο, γεγονός που οδήγησε στην απόφασή του να εγκαταλείψει τη χώρα. Τέλος, ο αιτητής επιβεβαίωσε ότι δεν έχει ποτέ συλληφθεί ή κρατηθεί στο Καμερούν για οποιονδήποτε λόγο (ερυθρό 17 του διοικητικού φακέλου).
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε ο αιτητής κατά τη συνέντευξή του, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: (1) Την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής, τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ του αιτητή (2) Οι απειλές από τους αποσχιστές εναντίον του αιτητή και (3) Η καταγγελία από τις αστυνομικές αρχές εναντίον του αιτητή ως χρηματοδότη των αποσχιστών. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, καθώς οι δηλώσεις του κρίθηκαν συνεκτικές ενώ διασταυρώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως το αφήγημα του αιτητή παρουσιάζει έλλειψη συνοχής και συνέπειας, αντιφάσεις και έλλειψη επαρκών πληροφοριών. Ο λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ημερολογιακά τις απειλές που δέχτηκε από τους αποσχιστές. Παρατηρείται επιπλέον έλλειψη συνοχής και συνέπειας στον ισχυρισμό του ότι οι αποσχιστές τον απείλησαν μόνο μία φορά, όχι προσωπικά, αλλά μέσω της μητέρας του, όταν την απελευθέρωσαν. Εφόσον οι αποσχιστές επιθυμούσαν τη χρηματοδότηση από τον αιτητή και γνώριζαν ότι εκείνος διέθετε χρήματα, αναμενόταν από εκείνους να τον απειλήσουν περισσότερες από μία φορά, ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός τους και μάλιστα προσωπικά ή έστω μέσω του τηλεφώνου, καθώς γνώριζαν τον αριθμό του.
Περαιτέρω, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες ως προς την απαγωγή της μητέρας του από τους αποσχιστές και να προσδιορίσει ακριβώς πόσες ημέρες κρατείτο η μητέρα του από τους αποσχιστές. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε πως τα άτομα που απήγαγαν τη μητέρα του ήταν νεαροί άνδρες από το χωριό του και τα γειτονικά χωριά, χωρίς να δώσει περισσότερες πληροφορίες αν δηλαδή η μητέρα του γνώριζε ποιοι ήταν, σε ποια ομάδα ανήκαν και τον αρχηγό τους.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός παρέθεσε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τις απαγωγές από μέλη αποσχιστικών ομάδων. Ο λειτουργός σημειώνει επιπλέον, ότι οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δεν επιβεβαιώνουν την ισχυριζόμενη από τον αιτητή, πρακτική των αποσχιστών με απειλές κατά της ζωής ατόμων, που έχουν ήδη καταβάλει χρηματικό ποσό για λύτρα. Ακολούθως, ο λειτουργός δεν αποδέχθηκε τον εν λόγω ισχυρισμό, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια αξιοπιστίας όπως αυτά αναλύθηκαν παραπάνω.
Ομοίως, ο τρίτος ισχυρισμός έτυχε απόρριψης, καθότι κρίθηκε ότι το αφήγημα του αιτητή ως προς αυτό το μέρος του αιτήματός του παρουσιάζει έλλειψη επαρκών πληροφοριών, καθώς και έλλειψη συνοχής και συνέπειας. Ειδικότερα, καταγράφεται ότι η αστυνομία δεν επικοινώνησε μαζί του σχετικά με την κατηγορία που ισχυρίστηκε ότι του προσάψανε και ανέφερε πως η αστυνομία δεν ενόχλησε ούτε τον ίδιο ούτε την οικογένειά του. Οι ισχυρισμοί του διέπονται από έλλειψη συνοχής και συνέπειας, καθώς αν η αστυνομία είχε κατηγορίες εναντίον του, θα επικοινωνούσε με κάποιο τρόπο μαζί του, θα τον αναζητούσε στο σπίτι του ή θα επικοινωνούσε με κάποιο μέλος της οικογένειας του, ώστε να τους ενημερώσουν ότι ο αιτητής κατηγορείται. Ο ισχυρισμός του προβάλλεται με γενικό και αόριστο τρόπο. Σημειώνεται μάλιστα πως κατάφερε να εγκαταλείψει τη χώρα του χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός έκρινε ότι οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δε συνάδουν με τους ισχυρισμούς του αιτητή και δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ο αιτητής ανέφερε στο αφήγημά του.
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, η Υπηρεσία Ασύλου έλαβε υπόψη της την κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν και συγκεκριμένα στην πόλη Kumba, όπου διαθέτει ευρύ οικογενειακό περιβάλλον, ή εναλλακτικά στην πόλη Limbe, όπου ο αιτητής διέμενε τα τελευταία δύο χρόνια πριν εγκαταλείψει την χώρα του.
Κατά τη νομική ανάλυση στην οποία προέβη ο λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, όπως προνοείται στα άρθρα 3 και 19 (1) και (2) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Περαιτέρω, εξετάζοντας τον πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό το άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, ο λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή κατέληξε ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Kumba ή Limbe, Southwest Region του Καμερούν, ο αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή, λόγω της παρουσίας του και μόνον στην συγκεκριμένη περιοχή. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός κατέληξε ότι ο αιτητής δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς το αίτημα του απορρίφθηκε στο σύνολό του. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους του, αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. Με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος ορθά έγινε αποδεκτός, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ. Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, θα πρέπει να αναφέρω πως διαφαίνεται από το αφήγημά του ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προβάλει τον ισχυρισμό του με συνέπεια και λεπτομέρεια, αφού δεν παρουσίασε με τρόπο συνεκτικό και λεπτομερή τα όσα αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός του. Ο αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες για τις απειλές που δεχόταν από τους αποσχιστές και δεν περιέγραψε τα στοιχεία αυτά που κατά τον ισχυρισμό του θα τον έθεταν σε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Αναμενόταν ο αιτητής να ήταν λεπτομερής στις δηλώσεις του και περιγραφικός κατά την αφήγηση του περιστατικού της απαγωγής της μητέρας του. Ο αιτητής δεν περιέγραψε προσωπική απειλή από τους Ambazonians ούτε επεξήγησε πως κατάφερε να διαμείνει από το 2019 που έγινε η απαγωγή μέχρι το 2021 που εγκατέλειψε τη χώρα του χωρίς να δεχθεί προσωπική απειλή από τους Ambazonians. Ενόψει των ανωτέρω δεδομένων διαπιστώνω πως η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του δεν τεκμηριώθηκε.
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή, διαφαίνεται πως τα ζητήματα που θέτει είναι προσωπικής φύσεως και δεν δύναται να διασταυρωθούν στον πυρήνα τους από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που αφορούν τη χώρα καταγωγής του. Ωστόσο, διεξήγαγα έρευνα αναφορικά με τη δράση των Ambazonians, καθώς και με τη διενέργεια απαγωγών. Με βάση τις ανευρεθείσες πληροφορίες, από το 2017 και έπειτα οι ένοπλοι αυτονομιστές στις αγγλόφωνες βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν έχουν απαγάγει εκατοντάδες ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων φοιτητών και κληρικών, εν μέσω των αυξανόμενων εκκλήσεων για απόσχιση των αγγλόφωνων περιοχών.[1] Οι απαγωγές με στόχο την πληρωμή λύτρων, που ουσιαστικά χρηματοδοτούν τον εξοπλισμό και τη δράση των Ambazonians, καθώς και οι εκβιασμοί, έχουν πολλαπλασιαστεί στις δύο περιοχές, μαζί με επιθέσεις σε στρατεύματα και αστυνομία, καθώς και εμπρηστικές επιθέσεις σε δημόσια κτίρια και σχολεία.[2] Σύμφωνα με αναφορά του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch) που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2024, οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις μεταξύ ενόπλων ομάδων και κυβερνητικών δυνάμεων σε όλες τις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν επηρέασαν σοβαρά τους αμάχους, με περιπτώσεις παράνομων δολοφονιών, απαγωγών και επιδρομών σε χωριά να αυξάνονται κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2023.[3]
Άρθρο του Παρατηρητήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρει ότι από το 2017 και έπειτα, οι ένοπλοι αυτονομιστές έχουν απαγάγει εκατοντάδες ανθρώπους, έχουν επίσης σκοτώσει και βασανίσει πολίτες και έχουν πραγματοποιήσει εκτεταμένες επιθέσεις στην εκπαίδευση, ενώ έχουν εκφοβίσει υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έχουν καταγραφεί περιστατικά απαγωγών σε βάρος δικηγόρων, δασκάλων, φοιτητών, πολιτικών και δημοσιογράφων.[4] Βάσει των ανωτέρω στοιχείων, προκύπτει ότι η δράση των Ambazonians χαρακτηρίζεται από συστηματικές απαγωγές, εκβιασμούς και επιθέσεις. Οι πρακτικές αυτές έχουν προκαλέσει σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πλήττοντας ιδιαίτερα ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως φοιτητές, εκπαιδευτικούς, κληρικούς και υπερασπιστές δικαιωμάτων.
Συνεπώς, σε ένα βαθμό επιβεβαιώνεται εξωτερικά ο ισχυρισμός του αιτητή. Κατά συνέπεια, με δεδομένο ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του, εφόσον προέβη σε αοριστίες και γενικολογίες κατά το αφήγημά του, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Ως προς τον τρίτο ισχυρισμό, σε σχέση με την καταγγελία από τις αστυνομικές αρχές εναντίον του αιτητή ως χρηματοδότη των αποσχιστών, θα πρέπει να αναφερθεί πως δεν προβάλλει οποιοδήποτε βάσιμο ισχυρισμό, αλλά αρκείται στο να προβαίνει σε αναφορές τις οποίες δεν επιδιώκει να τεκμηριώσει καν λεκτικά. Συμφωνώ απόλυτα με τα όσα ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου παραθέτει στην έκθεση – εισήγησή του και σημειώνω πως ο αιτητής παρόλο που προβάλλει τον ισχυρισμό αυτό, εγκατέλειψε τη χώρα του χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Επιπρόσθετα, από το 2019 που έγινε η απαγωγή, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του το 2021 και δεν διαφαίνεται οποιαδήποτε στοχοποίησή του την περίοδο αυτή εφόσον ο αιτητής δεν αναφέρει οποιαδήποτε λεπτομέρεια σε σχέση με περιστατικό που να αποδεικνύει ότι οι αστυνομικές αρχές τον θεωρούν και τον έχουν στοχοποιήσει ως χρηματοδότη των αποσχιστών. Κατά συνέπεια η εσωτερική συνοχή των ισχυρισμών του δεν τεκμηριώνεται.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, διεξήχθη έρευνα από διαθέσιμες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Από την έρευνα επιβεβαιώνεται ότι η κυβέρνηση του Καμερούν διώκει πρόσωπα που φέρονται να συμπράττουν με τους αυτονομιστές και ότι πολίτες στοχοποιούνται ενίοτε από το κράτος για πιθανή εμπλοκή ή υποβοήθηση στον αγώνα των αυτονομιστών. Ειδικότερα, στις πηγές εντοπίστηκε περίπτωση επιχειρηματία, ο οποίος είχε οδηγηθεί ενώπιον στρατιωτικού δικαστηρίου στο Καμερούν για παροχή οικονομικής βοήθειας στους Ambazonians.[5] Έτερη πηγή αναφέρει ότι επικεφαλής ιατρός σε περιφερειακό νοσοκομείο στην Bafut στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας συνελήφθη από τον στρατό τον Ιούλιο 2022 ως ύποπτος για παροχή βοήθειας στους αυτονομιστές.[6] Η σύλληψη του επιβεβαιώθηκε από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Καμερούν (Cameroon Human Rights Commission CHRC) δηλώνοντας ότι αρχικά συνελήφθη για υποψία χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.[7] Διαφαίνεται λοιπόν πως επιβεβαιώνεται η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του αιτητή, αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να κριθεί συνολικά αξιόπιστος ο ισχυρισμός του, λαμβάνοντας υπόψη ότι προηγήθηκε κρίση περί μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του. Κατά συνέπεια, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης στο σύνολό της, κρίνω ότι δεν υπάρχει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Κατά συνέπεια, προκύπτει πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω αναλύσει ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν στοιχειοθετούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6(Ι)/2000, για να παρασχεθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ο αρμόδιος λειτουργός, διεξήγαγε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης, στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Στις περιοχές Southwest και Northwest, κοινώς γνωστές ως αγγλόφωνες περιοχές,[8] οι μάχες μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των αυτονομιστών μαχητών συνεχίζονται από το 2017, όταν οι αυτονομιστές προσπάθησαν να ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο κράτος.[9] Το Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED) ανέφερε ότι το 2023, εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των ηγετών των αυτονομιστών χώρισαν τις αυτοαποκαλούμενες «αγγλόφωνες κυβερνήσεις» σε περισσότερες από 50 αυτονομιστικές ομάδες, αποδυναμώνοντας με αυτόν τον τρόπο τα πολιτικά τους αιτήματα και την ικανότητά τους να αντιστέκονται στις κρατικές επιθέσεις.[10] Το ACLED ανέφερε περαιτέρω ότι η συνεχιζόμενη σύγκρουση και οι ανταγωνιστικές εδαφικές διεκδικήσεις μεταξύ των αυτονομιστικών ομάδων και της κεντρικής κυβέρνησης έχουν μετατρέψει τις αγγλόφωνες περιοχές σε ένα «κατακερματισμένο σύστημα φορολογίας, ασφάλειας και δημόσιων υπηρεσιών», το οποίο διαχειρίζονται διάφοροι ασυντόνιστοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των αυτονομιστών, της κυβέρνησης, ιδιωτικών εταιρειών και ανθρωπιστικών οργανώσεων.[11]
Τον Ιανουάριο του 2024, η United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UNOCHA) ανέφερε ότι οι πληθυσμοί στις περιοχές Southwest και Northwest «συνέχισαν να υποφέρουν από καταχρήσεις, συμπεριλαμβανομένων δολοφονιών, καταστροφών περιουσιών, απαγωγών για λύτρα, παράνομης φορολογίας, αυθαίρετων συλλήψεων και εκβιασμών».[12] Η κατάσταση της ασφάλειας παρέμεινε «πολύ ασταθής» καθ' όλη τη διάρκεια του 2024,[13] χαρακτηριζόμενη από αυξημένη εγκληματική δραστηριότητα, εισβολές μη κρατικών ενόπλων ομάδων σε αστικά κέντρα, επιθέσεις κατά των Σωμάτων Κρατικής Ασφάλειας, απειλές κατά αμάχων και χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών από μη κρατικές ένοπλες ομάδες.[14]
Πρόσφατη έκθεση της CEDOCA αναφέρει πως «οι ένοπλοι αυτονομιστές συνέχισαν να διαπράττουν σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων επιθέσεις σε σχολεία, ανθρωποκτονίες, απαγωγές, βασανιστήρια, εκφοβισμούς, εκβιασμούς και καταστροφές περιουσιών.[15] Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, κύριοι στόχοι αυτών των πράξεων βίας είναι άτομα «ύποπτα για συνεργασία με τις δυνάμεις άμυνας και ασφάλειας ή κατηγορούνται για μη υπακοή στις εντολές που προσπαθούν να επιβάλουν στις περιοχές που θέλουν να ελέγξουν».[16]
Σύμφωνα με έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED κατά το τελευταίο έτος (ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης 20/11/2025) σημειώθηκαν στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια (Southwest Region) στην οποία υπάγεται η περιοχή Limbe, τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή, συνολικά 573 περιστατικά ασφαλείας (ήτοι διαδηλώσεις, πολιτική βία, τρομοκρατική δραστηριότητα, ανταρσία, καταστολή, βιαιότητες, εμπλοκή ξένων δυνάμεων) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 374 απώλειες.[17] Από τα εν λόγω περιστατικά, 10 έλαβαν χώρα στην περιοχή Limbe, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τρείς ανθρώπινες απώλειες. Η νοτιοδυτική περιφέρεια σύμφωνα με προβλέψεις έχει πληθυσμό περί τα 1.5 εκατομμύρια κατοίκων[18] και η Limbe έχει περί τις 100.000 κατοίκων[19].
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, υγιής, με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με ευρύ υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των ευπαίδευτων συνηγόρων του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, απορρίπτεται στο σύνολό του.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας και των εξουσιών του αρμόδιου οργάνου.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Human Rights Watch (July 2019), 'Kidnappings Endemic in Cameroon's Anglophone Regions', available at: Kidnappings Endemic in Cameroon's Anglophone Regions | Human Rights Watch (hrw.org)
[2] France24 (2019), 'At least 30 people abducted by separatists in Anglophone Cameroon', available at: https://www.france24.com/en/20190116-least-30-people-abducted-separatists-anglophone-cameroon; The Africa Report (2022), 'Cameroon: Ambazonians and the kidnapping business', available at: Cameroon: Ambazonians and the kidnapping business (theafricareport.com)
[3] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Cameroon, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103168.html
[4] Human Rights Watch (June 2022), 'Cameroon: Separatist abuses in Anglophone Regions', available at: https://www.hrw.org/news/2022/06/27/cameroon-separatist-abuses-anglophone-regions
[5] Αmnesty International (AI), 'With us or Against Us: People of the North - West Region of Cameroon Caught between the Army, Armed Separatists and Militias', 2023, https://www.amnesty.org/en/documents/afr17/6838/2023/en/, σελ. 42,
[6] ΑCCORD, Cameroon: The Cameroon Anglophone Crisis (2021-2023) 4 January 2024 Διαθέσιμο στο https://www.ecoi.net/en/file/local/2102908/a-12289.pdf σελ. 20
[7] ΑCCORD, Cameroon: The Cameroon Anglophone Crisis (2021-2023) 4 January 2024 Διαθέσιμο στο https://www.ecoi.net/en/file/local/2102908/a-12289.pdf σελ. 20
[8] International Crisis Group, ‘A Second Look at Cameroon’s Anglophone Special Status’, 31 Μαρτίου 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: A Second Look at Cameroon’s Anglophone Special Status | Crisis Group
[9] Global Cantre for the Responsibility to Protect (GCR2P), ‘Cameroon – Population at risk’, 1 Δεκεμβρίου 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon - Global Centre for the Responsibility to Protect
[10] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, ‘Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists’, Σεπτέμβριος 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, σελ. 3, 13
[11] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, ‘Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists’, Σεπτέμβριος 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, σελ. 3
[12] UNOCHA, ‘Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 61 (January 2024)’, 8 Μαρτίου 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 61 (January 2024) | OCHA
[13] Global Cantre for the Responsibility to Protect (GCR2P), ‘Cameroon – Population at risk’, 1 Δεκεμβρίου 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon - Global Centre for the Responsibility to Protect
[14] Global Protection Cluster (GPC), ‘Protection Monitoring Update; July - September 2024’, 30 Οκτωβρίου 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: UNHCR
[15] CGRS-CEDOCA - Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit: Cameroun; Régions anglophones : situation sécuritaire, 28 June 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2111910/coi_focus_cameroun._regions_anglophones._situation_securitaire_20240628.pdf , σελ 15 (
[16] Amnesty International, Avec nous ou contre nous, 2023, https://www.amnesty.org/fr/wp-content/uploads/sites/8/2023/07/AFR1768382023FRENCH-1.pdf
[17] Πλατφόρμα ACLED explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με τη χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country Cameroon, Events/Fatalities, Past Year, διαθέσιμη σε: https://acleddata.com/platform/explorer
[18] City Population, 'Cameroon', https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/
[19] City Population, 'Cameroon', Limbe https://www.city-facts.com/limbe/population
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο