
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.
Ι. Νεοφύτου )
Α. Αποστόλου ) Μελών.
(I-Justice)
Αρ. Αίτησης: 150/24
Μεταξύ:
KRZYSZTOF MAREK DYBA
Αιτητή
και
UNITEAM MARINE LIMITED LTD (ΗΕ27625)
Καθ΄ ων η Αίτηση
Ημερομηνία: 31 Ιανουαρίου, 2025.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Αιτητή: Ο κ.Α. Κοτσέλης για ΗΛΙΑ & ΗΛΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.
Για τους Καθ΄ ων η Αίτηση: Ο κ.Θ. Χριστοδούλου για
CHRYSSES DEMETRIADES & CO LLC.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
O Αιτητής, με την εναρκτήρια Αίτηση Εργατικής Διαφοράς την οποία καταχώρησε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών («το Δ.Ε.Δ.») στις 4/7/2024 («η Επίδικη Αίτηση»), ισχυρίζεται ότι απασχολείτο στην υπηρεσία των Καθ' ων η Αίτηση από 1/5/2002 μέχρι 14/5/2024, ημερομηνία κατά την οποία η υπηρεσία του τερματίστηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση παράνομα, κατά παράβαση των προνοιών του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/1967 («ο Νόμος»), με αποτέλεσμα να δικαιούται σε επιδίκαση αποζημιώσεων και αυξημένων αποζημιώσεων για τον τερματισμό αυτό, πλέον νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα.
Ειδικότερα, η απαίτηση αυτή του Αιτητή, με βάση τα ενώπιον μας δεδομένα, εδράζεται στο Άρθρο 3(1) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο, όταν εργοδότης τερματίζει την απασχόληση εργοδοτουμένου για οποιονδήποτε λόγο άλλο από τους λόγους που προβλέπονται περιοριστικά στο Άρθρο 5, τότε ο εργοδοτούμενος δικαιούται σε αποζημιώσεις σύμφωνα με τις πρόνοιες του Πρώτου Πίνακα του Νόμου («ο Πρώτος Πίνακας»).
Οι Καθ’ ων η Αίτηση, με τους Γενικούς Λόγους εμφάνισής τους, αποδέχονται τόσο ότι ο Αιτητής απασχολείτο στην υπηρεσία τους κατά την πιο πάνω αναφερόμενη περίοδο όσο και ότι η υπηρεσία του τερματίστηκε από αυτούς στις 14/5/2024. Ωστόσο, αρνούνται ότι ο Αιτητής έχει δικαίωμα σε επιδίκαση αποζημιώσεων στη βάση του Νόμου, καλώντας το Δικαστήριο όπως απορρίψει την Επίδικη Αίτηση εναντίον τους.
Παρά ταύτα, κατά την ημερομηνία έναρξης της ενώπιον μας ακροαματικής διαδικασίας, δηλώθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση, μέσω των δικηγόρων τους, ότι η πλευρά τους δεν προτίθεται να προσφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία προς αντίκρουση των πιο πάνω απαίτησεων του Αιτητή. Επίσης, δηλώθηκε, εκ μέρους και των δύο διάδικων μερών (ως κοινώς αποδεκτό γεγονός), ότι η περίοδος απασχόλησης του Αιτητή στην υπηρεσία των Καθ’ ων η Αίτηση ήταν από 1/5/2002 μέχρι 14/5/2024 και ότι οι τελευταίες, πριν τον τερματισμό της απασχόλησής του, απολαβές του ανέρχονταν σε €7.450 μηνιαίως, με δικαίωμα και σε 13ο μισθό.
Ενόψει της πιο πάνω δήλωσης των Καθ’ ων η Αίτηση και της συνεπακόλουθης μη προσκόμισης εκ μέρους τους οποιασδήποτε μαρτυρίας προς αντίκρουση των πιο πάνω απαιτήσεων του Αιτητή, βρίσκουμε ότι το νόμιμο τεκμήριο που τίθεται από το Άρθρο 6 του Νόμου (στη βάση του οποίου οι Καθ’ ων η Αίτηση έφεραν το βάρος να αποδείξουν τον λόγο απόλυσης του Αιτητή και ότι αυτός ενέπιπτε εντός των λόγων που προβλέπονται περιοριστικά στο Άρθρο 5 του Νόμου – βλ. απόφαση Αριστείδου Γιώργος ν. RK Super Beton Ltd και Άλλου (1999) 1 Α.Α.Δ. 114[1]), δεν έχει ανατραπεί. Συνεπώς, αποτελεί κρίση μας ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή δεν έγινε για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στο Άρθρο 5 του Νόμου, με αποτέλεσμα αυτός να δικαιούται σε επιδίκαση αποζημιώσεων στη βάση του Άρθρου 3(1) αυτού.
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Κατόπιν της πιο πάνω κρίσης μας, καλούμαστε συνεπακόλουθα να επιληφθούμε του εναπομείναντος επίδικου ζητήματος, το οποίο δεν είναι άλλο από τον καθορισμό των αποζημιώσεων τις οποίες δικαιούται ο Αιτητής.
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται στη βάση του εν λόγω άρθρου υπολογίζονται στο πλαίσιο των προνοιών του Πρώτου Πίνακα.
Στον Πρώτο Πίνακα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«2. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα είναι μικροτέρα του ποσού το οποίον ο εργοδοτούμενος θα ελάμβανεν εάν είχε κηρυχθή υπό του εργοδότου του ως πλεονάζων και εδικαιούτο εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV, ως αύτη υπολογίζεται δυνάμει του Τετάρτου Πίνακος, λαμβανομένης όμως υπ' όψιν απασχολήσεως από της 1ης Ιανουαρίου, 1960.
3. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα υπερβαίνη τα ημερομίσθια δύο ετών.
4. Πλην ως προνοείται υπό των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Πίνακος, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ' αυτού επιδικασθησόμενον ποσόν. Κατά τον υπολογισμόν όμως του επιδικασθησομένου τούτου ποσού, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δέον να λάβη υπ' όψιν του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
(α)τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουμένου·
(β)την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου·
(γ) την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου·
(δ) τας πραγματικός συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου·
(ε) την ηλικίαν του εργοδοτουμένου».
Το ζήτημα του καθορισμού των αποζημιώσεων που δικαιούται εργοδοτούμενος κατόπιν των προνοιών του Πρώτου Πίνακα έχει εξεταστεί εκτενώς από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο, μέσω της νομολογίας του, έχει αποσαφηνίσει τις αρχές που διέπουν ζήτημα αυτό.
Ειδικότερα, στην υπόθεση Louis Tourist Agency Ltd v. Ηλία (1992) 1Α Α.Α.Δ. 98, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι:
«Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Ν 24/67 δε συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από το ΚΕΦ. 149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται κατά λογική πρόβλεψη της διάρρηξης της συμφωνίας. Το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μη υπερβαίνει τα ημερομίσθια δυο ετών (Ν 92/79). Η υλική ζημιά την οποία υφίσταται από τον τερματισμό ο εργοδοτούμενος είναι αναμφίβολα παράγοντας σχετικός, αλλά όχι ο μόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη.»
(οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Περαιτέρω, στην ίδια απόφαση επισημάνθηκε ότι:
«Στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου ορίζεται από το ίδιο άρθρο του νόμου, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένοι παράγοντες οι οποίοι απαριθμούνται, μεταξύ των οποίων και η απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας, στην τερματισθείσα εργασία.»
Αναφορικά, δε, με το ειδικότερο ζήτημα της αξιολόγησης από το Δ.Ε.Δ. των παραγόντων που απαριθμούνται στο Άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Σίμος Μουζούρης ν. Κόσμο-Πλαστ και Σία και Άλλου (2007) 1 Α.Α.Δ. 896, σημείωσε ότι:
«Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι τα μόνα από τα πιο πάνω κριτήρια που έλαβε υπόψη είναι το (α) και (β), και αυτά μόνο φραστικά, χωρίς δηλαδή οποιαδήποτε εξήγηση πώς αυτά επηρεάζουν το ποσό της αποζημίωσης. Τα γεγονότα φαίνεται να ομοιάζουν με αυτά της προαναφερθείσας υπόθεσης Cabras & Bros Ltd όπου δεν φαινόταν από την πρωτόδικη απόφαση αν το Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη και τα υπόλοιπα κριτήρια εκτός από το (α) και (β) και έτσι επέτρεψε την έφεση μερικώς…
…
Ενόψει όλων των πιο πάνω επιτυγχάνει και η παρούσα έφεση μερικώς. Παραπέμπεται η υπόθεση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να επανεκδικάσει μόνο το ύψος του ποσού της αποζημίωσης αφού ληφθούν υπόψη όλα τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου.»
(η υπογράμμιση δική μας)
Για το ζήτημα αυτό χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Θεμιστοκλέους v. Elysee Irrigation Ltd, Π.Ε. 131/12, ημερ. 22/9/17, ECLI:CY:AD:2017:A312, όπου αναφέρετε ότι:
«Η λήψη ανεργιακού επιδόματος από μόνη της, ουδόλως τεκμηριώνει αναζήτηση εργασίας, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για ευρήματα του Δικαστηρίου που δεν συνάδουν με τη μαρτυρία. Η αναζήτηση εργασίας πρέπει να αποδειχθεί.»
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι στην παραπάνω υπόθεση Θεμιστοκλέους, η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, εύρημα του Δ.Ε.Δ. κατά την ενώπιόν του πρωτόδικη διαδικασία ότι η εργοδότρια εταιρεία κατέβαλε στον εργοδοτούμενο κατά τον τερματισμό της απασχόλησης, συγκεκριμένο ποσό το οποίο του παρείχε «τους οικονομικούς πόρους να ζήσει αξιοπρεπώς για ένα διάστημα μέχρι να βρει άλλη εργασία», το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάζοντας το εύρημα αυτό σε συνδυασμό με τα λοιπά σχετικά ευρήματα του Δ.Ε.Δ., κατέληξε στο ότι:
«Εν προκειμένω, ο καθορισμός του ποσού των αποζημιώσεων ήταν το αποτέλεσμα ορθής προσέγγισης και αξιολόγησης των παραγόντων που το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη.»
Κατόπιν όλων των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων σε εργαζόμενο στη βάση του Άρθρου 3(1) του Νόμου εναπόκειται στην απόλυτη διακριτική εξουσία του Δ.Ε.Δ., η οποία ασκείται εντός των πλαισίων που θέτει ο Νόμος (με το κατώτερο ποσό που δύναται να επιδικαστεί ως αποζημίωση να είναι εκείνο που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος εάν δικαιούτο σε πληρωμή πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV του Νόμου και το ανώτερο εκείνο που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια του δύο ετών), λαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υπόψη των παραγόντων που απαριθμούνται στο Άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα.
Στην παρούσα περίπτωση, η περίοδος απασχόλησης του Αιτητή διήρκησε από 1/5/2002 μέχρι 14/5/2024 (22 έτη), με αποτέλεσμα το ποσό που θα δικαιούτο σε περίπτωση που καθίστατο πλεονάζων υπό την έννοια του Άρθρου 18 του Νόμου, ως πληρωμή από το Ταμείο διά Πλεονάζον Προσωπικό, να αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 63,5 εβδομάδων (βλ. Άρθρο 1 του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου).
Έχοντας αυτό υπόψη, καθώς και τις πρόνοιες της υποπαραγράφου 2 του Άρθρου 4 του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου (σύμφωνα με τις οποίες, κατά τον υπολογισμό της εβδομαδιαίας αμοιβής για σκοπούς καθορισμού της πληρωμής που δικαιούται εργοδοτούμενος από το Ταμείο διά Πλεονάζον Προσωπικό, «οποιοδήποτε ποσό το οποίο υπερβαίνει το τετραπλάσιο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, όπως τούτο εκάστοτε καθορίζεται στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1980 μέχρι 1993, δε λαμβάνεται υπόψη») και το ότι οι εβδομαδιαίες απολαβές του Αιτητή υπολογίζονται σε €1.862,50[2], βρίσκουμε ότι τα όρια εντός των οποίων δύναται να ασκηθεί η διακριτική μας ευχέρεια ως προς την επιδίκαση αποζημιώσεων προς όφελος του Αιτητή στην παρούσα περίπτωση κυμαίνονται μεταξύ του ποσού των €51.198,78 (το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό που θα δικαιούτο ο Αιτητής σε περίπτωση που καθίστατο πλεονάζων υπό την έννοια του άρθρου 18 του Νόμου – 63,5 Χ €806,28[3]) και του ποσού των €193.700,00 (το οποίο αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 104 εβδομάδων (2 ετών) του Αιτητή – 104 Χ €1.862,50).
Με βάση τα δεδομένα αυτά, έχουμε εξετάσει με προσοχή την μοναδική μαρτυρία που προσκομίστηκε από τα διάδικα μέρη κατά την ενώπιόν μας ακροαματική διαδικασία, ήτοι την μαρτυρία του ίδιου του Αιτητή (η οποία παράμεινε αναντίλεκτη και την αποδεχόμαστε), με την οποία ο Αιτητής σημείωσε μεταξύ άλλων ότι:
Απολύθηκε με επιστολή των Καθ΄ ων η Αίτηση, στην οποία αναφέρεται ότι ο λόγος τερματισμού της απασχόλησής του ήταν ότι η θέση που κατείχε επηρεαζόταν από την προσπάθεια μετασχηματισμού των Καθ΄ ων η Αίτηση, η οποία στόχευε στην εξοικονόμηση εξόδων και τη βελτίωση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας (λόγος που δεν περιλαμβάνεται στους νόμιμους λόγους απόλυσης που προβλέπει ο Νόμος). Μετά την απόλυσή του, παρέμεινε άνεργος μέχρι και την ημερομηνία ακρόασης της Επίδικης Αίτησης, παρά τις 135 αιτήσεις για πρόσληψη που υπέβαλε σε άλλους εργοδότες, οι οποίες δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Παράλληλα έχει υποβάλει αίτηση για τη λήψη ανεργιακού επιδόματος στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία βρίσκεται ακόμη υπό εξέταση. Είναι 60 ετών, η σύζυγός του δεν εργάζεται και εξαρτάται οικονομικά από αυτόν, ενώ έχει αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις από δάνειο που διατηρεί στην Ελληνική Τράπεζα, ύψους €92.659,71, το οποίο αποπληρώνει σε μηνιαίες δόσεις των €1.757,00 τις οποίες πλέον αδυνατεί να καταβάλει λόγω της απώλειας της εργασίας του. Κατά τον τερματισμό της απασχόλησής του, και συγκεκριμένα στις 17/6/2024, πληρώθηκε από τους Καθ΄ ων η Αίτηση το ποσό των €121.531,67, στο οποίο περιλαμβάνεται ποσό €96.850,00 που αφορά αποζημίωση για τον τερματισμό της απασχόλησής του και αντιστοιχεί σε ημερομίσθια ενός έτους.
Στην βάση της εν λόγω μαρτυρίας και κυρίως στην βάση των πραγματικών δεδομένων που τέθηκαν ενώπιόν μας με αυτή[4], κρίνουμε ότι είναι εύλογο και δίκαιο υπό τις περιστάσεις όπως επιδικάσουμε στον Αιτητή, ως αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 3(1) του Νόμου, ποσό που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια του 69,5 εβδομάδων ήτοι ποσό €129.443,75 (€1.862,50 Χ 69,5), λαμβανομένου κυρίως υπόψη τα εξής:
(α) Το ύψος των απολαβών του Αιτητή οι οποία ανέρχοντο στο ποσό των €1,862.50 εβδομαδιαίως[5],
(β) την ιδιαίτερα μακρόχρονη υπηρεσία του Αιτητή η οποία είχε συνολική διάρκεια 22 έτη[6],
(γ) τη δυσκολία εντοπισμού εναλλακτικής εργασίας από τον Αιτητή, γεγονός το οποίο προκύπτει από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας, σύμφωνα με τα οποία, παρά το ότι, από τον τερματισμό της απασχόλησής του και μετά, υπέβαλε 135 αιτήσεις για πρόσληψη σε άλλους εργοδότες, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει εναλλακτική εργασία και, μέχρι και την έναρξη της ενώπιόν μας ακροαματικής διαδικασίας, παρέμενε άνεργος[7],
(δ) τα γεγονότα και τις συνθήκες κάτω από τις οποία προέκυψε ο επίδικος τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι ο Αιτητής απολύθηκε χωρίς να αποδειχτεί ενώπιόν μας ότι υπήρχε νόμιμος λόγος απόλυσης (σε κάθε περίπτωση όμως υπογραμμίζεται ότι ο Αιτητής κανένα στοιχείο δεν έθεσε ενώπιον μας ότι η απόλυσή του ήταν κακόπιστη και/ή ότι έγινε για αλλότριους σκοπούς) και ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση αμέσως μετά τον τερματισμό της απασχόλησης του κατέβαλαν το ποσό των €96,850.00 παρέχοντας του έτσι τους οικονομικούς πόρους να ζήσει αξιοπρεπώς για ένα διάστημα μέχρι να βρει άλλη εργασία (βλ. υπόθεση Θεμιστοκλέους (ανωτέρω))[8],
(ε) το γεγονός ότι ο Αιτητής κατά την απόλυση του ήταν 60 ετών, ηλικία κατά την οποία, ως καθίσταται εύκολα αντιληπτό, ο εντοπισμός άλλης εργασίας με τους ίδιους ή παρόμοιους όρους ενέχει, κατά κανόνα, ιδιαίτερες δυσκολίες (σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζεται όμως ότι ο Αιτητής, πέραν του στοιχείου της ηλικίας του κατά την ημερομηνία τερματισμού της απασχόλησης, κανένα στοιχείο δεν έθεσε ενώπιον μας που να καταδεικνύει ότι τον ρόλο που έπαιξε στην δυσκολία εντοπισμού άλλης εργασίας με τους ίδιους ή παρόμοιους όρους στη δική του περίπτωση)[9],
(στ) τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή κατά τον τερματισμό της απασχόλησης του, ως τέθηκαν από τον ίδιο, και κυρίως τις οικονομικές του υποχρεώσεις που αφορούν δάνειο στην Ελληνική Τράπεζα ύψους €92.659,71, ως αυτές επιμαρτυρούνται από σχετικά έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον μας (σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζεται ότι στο στοιχείο αυτό δεν μπορούμε να δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα εφόσον ότι ο Αιτητής δεν προσέφερε ενώπιον μας οποιοδήποτε στοιχείο ή επεξήγηση αναφορικά με τον τρόπο που η ύπαρξη του εν λόγω δανείου επηρεάζει την οικονομική του κατάσταση - ούτε έθεσε ενώπιον μας οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει την αδυναμία του να αποπληρώνει την δόση του εν λόγω δανείου λόγω της απώλειας της εργασίας του, ως ο σχετικός του ισχυρισμός).
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Ως εκ των ανωτέρω, εκδίδεται ομόφωνα απόφαση υπέρ του Αιτητή και εις βάρος των Καθ' ων η Αίτηση για το συνολικό ποσό των €129.443,75, πλέον νόμιμο τόκο, ως αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 3(1) του Νόμου. Από το ποσό αυτό, το ποσό των €32.593,75[10] (που αντιστοιχεί σε ποσό που υπερβαίνει τα ημερομίσθια του Αιτητή ενός έτους), πλέον νόμιμο τόκο, θα πρέπει να καταβληθεί στον Αιτητή από το Ταμείον διά Πλεονάζον Προσωπικό, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 3(2) του Νόμου[11]. Το υπόλοιπο ποσό των €96.850,00[12], πλέον νόμιμο τόκο, θα πρέπει να καταβληθεί, σύμφωνα με το ίδιο Άρθρο, από τους Καθ' ων η Αίτηση. Ωστόσο, από το ποσό αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί, σύμφωνα με τις σχετικές αρχές που αναπτύχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Σίμος Μουζούρης (ανωτέρω)[13], το ποσό των €96.850,00, το οποίο έχει ήδη καταβληθεί στον Αιτητή από τους Καθ΄ ων η Αίτηση κατά τον τερματισμό της απασχόλησής του.
Ως εκ τούτου, παρόλο που εκδίδεται απόφαση υπέρ του Αιτητή και εις βάρος των Καθ' ων η Αίτηση για το ποσό των €129.443,75, πλέον νόμιμο τόκο, ως αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 3(1) του Νόμου, οι Καθ' ων η Αίτηση δεν υποχρεούνται να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό προς τον Αιτητή, ενώ το Ταμείον διά Πλεονάζον Προσωπικό θα πρέπει να καταβάλει στον Αιτητή το ποσό των €32.593,75, πλέον νόμιμο τόκο.
Ως προς τα έξοδα αυτά επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ………………………………………...
Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.
(Υπ.) …………………………………… (Υπ.) ……………………………………
Ι. Νεοφύτου, Μέλος. Α. Αποστόλου, Μέλος.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Συγκεκριμένα το Άρθρο 6 του Νόμου αναφέρει τα εξής:
«Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων.»
[2] €7.450,00 (μηνιαίες απολαβές) Χ 13 (μισθοί ανά έτος) = €96.850,00 (ετήσιος μισθός), €96.850,00 ⁒ 52 (αρ. εβδομάδων ανά έτος) = €1.862,50.
[3] Εφόσον το τετραπλάσιο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών για το 2024 ανέρχετο σε €806,28.
[4] Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν το θέμα, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ποσό της αποζημίωσης που θα επιδικάσει κρίνεται με βάση τα ενώπιόν του τιθέμενα πραγματικά γεγονότα. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε υποθέσεις για να καταλήξει σε εύλογα συμπεράσματα.
[5] Άρθρο 4(α) του Πρώτου Πίνακα.
[6] Άρθρο 4(β) του Πρώτου Πίνακα.
[7] Άρθρο 4(γ) του Πρώτου Πίνακα.
[8] Άρθρο 4(δ) του Πρώτου Πίνακα.
[9] Άρθρο 4(ε) του Πρώτου Πίνακα.
[10] 69,5 – 52 = 17,5 Χ €1.862,50 = €32.593,75.
[11] Σύμφωνα με το οποίο «Η αποζημίωσις εις την οποίαν δικαιούται ο εργοδοτούμενος συμφώνως προς το εδάφιον (1) καταβάλλεται υπό του εργοδότου καθ' ον ποσόν αύτη δεν υπερβαίνει τα ημερομίσθια του εργοδοτουμένου δι' εν έτος, και εκ του Ταμείου καθ' ον ποσόν αύτη υπερβαίνει τα ημερομίσθια του εργοδοτουμένου δι' εν έτος.»
[12] 52 Χ €1.862,50 = €96.850,00.
[13] Σε σχέση με το θέμα αυτό στην υπόθεση Σίμος Μουζούρης σημειώθηκαν τα εξής: «ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αφαίρεσε το ποσό που είχε δοθεί στον εφεσείοντα κατά χάρη. Αντίθετη ενέργεια από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα οδηγούσε σε διπλή πληρωμή του εφεσείοντα, κάτι που δεν είναι ορθό. Τούτο υποστηρίζεται από τις υποθέσεις Κολιού ν. Γεώργιος Δ. Κουννάς &Υιοί Λτδ (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1117 και Ιακώβου ν. Παπαδάκη (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2079 παρόλο που οι υποθέσεις αυτές δεν αφορούν αποζημίωση για παράνομο τερματισμό. Η ουσία τους είναι ότι δεν πρέπει ένας να αποζημιώνεται δύο φορές.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο