
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.
Α. Χριστοφή )
Χρ. Χριστοφή ) Μελών.
Αρ. Αίτησης: 43/18
Μεταξύ:
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ
Αιτητή
και
ΠΑΜΠΟΣ ΠΑΥΛΟΥ ΛΤΔ
Καθ΄ ών η Αίτηση
Ημερομηνία: 31 Μαρτίου, 2025.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Αιτητή: Η κα Ε. Νικολάου για ΖΕΝΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.
Για τους Καθ΄ ών η Αίτηση: Η κα Γ. Τσόκκου για
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Ν. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
O Αιτητής, με την εναρκτήρια Αίτηση Εργατικής Διαφοράς την οποία καταχώρησε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών («το Δ.Ε.Δ.») στις 12/3/2018 («η Επίδικη Αίτηση»), ισχυρίζεται ότι απασχολείτο στην υπηρεσία των Καθ' ών η Αίτηση από 1/6/81 μέχρι 31/1/18, ημερομηνία κατά την οποία η υπηρεσία του τερματίστηκε από τους Καθ' ών η Αίτηση παράνομα, κατά παράβαση των προνοιών του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/1967 («ο Νόμος»). Ενόψει, δε, της απόλυσης του αυτής αξιώνει:
«1. Αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης.
2. Αυξημένες αποζημιώσεις.
3. Πληρωμή αντί προειδοποίησης.
4. Οιανδήποτε θεραπεία ήθελε αποφασίσει το Δικαστήριο
5. Νόμιμο Τόκο
6. Έξοδα + Φ.Π.Α.»
Οι πιο πάνω απαιτήσεις του Αιτητή, με βάση τα ενώπιον μας δεδομένα, εδράζονται, όσον αφορά τις αποζημιώσεις, στο Άρθρο 3 του Νόμου (το οποίο προβλέπει το δικαίωμα εργοδοτουμένου σε αποζημιώσεις όταν η απασχόληση του τερματίζεται από τον εργοδότη του για λόγο άλλο από τους αυτούς που προβλέπονται περιοριστικά στο άρθρο 5 του Νόμου) ενώ όσο αφορά την πληρωμή αντί προειδοποίηση στο Μέρος ΙΙΙ (βλ. κυρίως άρθρο 9(1) και 11(1)[1]) του Νόμου. Όσο δε το δικαίωμα σε πληρωμής αντί προειδοποίησης σχετικές είναι και οι πρόνοιες του άρθρο 11 του περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού της Απασχολήσεως (Κυρωτικός) Νόμος του 1985 σύμφωνα με το οποίο:
«Εργαζόμενος του οποίου η απασχόληση πρόκειται να τερματισθεί δικαιούται σε λογική περίοδο προειδοποίησης ή αντί αυτής σε αποζημίωση, εκτός αν είναι ένοχος σοβαρού παραπτώματος τέτοιας φύσης που θα ήταν παράλογο να απαιτηθεί από τον εργοδότη να συνεχίσει να απασχολεί τον εργαζόμενο αυτό κατά την περίοδο της προειδοποίησης».
Οι Καθ΄ ών η Αίτηση, με τους Γενικούς Λόγους εμφάνισής τους, αποδέχονται τόσο ότι ο Αιτητής απασχολείτο στην υπηρεσία τους κατά την πιο πάνω αναφερόμενη περίοδο όσο και ότι η υπηρεσία του τερματίστηκε από αυτούς στις 31/1/18. Ωστόσο, αιτούνται απόρριψη των απαιτήσεων του Αιτητή, ισχυριζόμενοι ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του ήταν απόρροια δικών του ενέργειων εφόσον αυτός, κατά παράβαση των διαδικασιών των Καθ΄ ών η Αίτηση, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, άνευ λόγου και αιτίας, αχρήστευε και κατόπιν πέταγε σημαντικό αριθμό πρώτων υλών και συγκεκριμένα μελάνια. Αυτό είχε αποτέλεσμα οι Καθ΄ ών η Αίτηση, μετά την διερεύνηση του περιστατικού, να προχωρήσουν με τον άμεσο τερματισμό της απασχόλησης του, άνευ προειδοποιήσεως, αφού πλέον είχε διαρρηχθεί η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του.
Παρά ταύτα, κατά την ημερομηνία έναρξης της ενώπιον μας ακροαματικής διαδικασίας, δηλώθηκε από τους Καθ΄ ών η Αίτηση, μέσω των δικηγόρων τους, ότι η πλευρά τους δεν προτίθεται να προσφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία προς αντίκρουση των πιο πάνω απαιτήσεων του Αιτητή. Επίσης, δηλώθηκε, εκ μέρους και των δύο διάδικων μερών (ως κοινώς αποδεκτό γεγονός), ότι η περίοδος απασχόλησης του Αιτητή στην υπηρεσία των Καθ΄ ών η Αίτηση ήταν από 1/6/81 μέχρι 31/1/18 και ότι οι τελευταίες, πριν τον τερματισμό της απασχόλησής του, απολαβές του ανέρχονταν σε €750 εβδομαδιαίως.
Ενόψει της πιο πάνω δήλωσης των Καθ΄ ών η Αίτηση και της συνεπακόλουθης μη προσκόμισης εκ μέρους τους οποιασδήποτε μαρτυρίας προς αντίκρουση των πιο πάνω απαιτήσεων του Αιτητή, βρίσκουμε ότι το νόμιμο τεκμήριο που τίθεται από το Άρθρο 6 του Νόμου (στη βάση του οποίου οι Καθ΄ ών η Αίτηση έφεραν το βάρος να αποδείξουν τον λόγο απόλυσης του Αιτητή και ότι αυτός ενέπιπτε εντός των λόγων που προβλέπονται περιοριστικά στο Άρθρο 5 του Νόμου – βλ. απόφαση Αριστείδου Γιώργος ν. RK Super Beton Ltd και Άλλου (1999) 1 Α.Α.Δ. 114[2]), δεν έχει ανατραπεί. Συνεπώς, αποτελεί κρίση μας ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή δεν έγινε για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στο Άρθρο 5 του Νόμου, με αποτέλεσμα αυτός να δικαιούται σε επιδίκαση αποζημιώσεων στη βάση του Άρθρου 3(1) αυτού. Ενόψει δε του άμεσου τερματισμού της απασχόληση τους, ως αυτός επιμαρτυρείται από τα ενώπιον μας δεδομένα, δικαιούται και σε πληρωμή αντί προειδοποίησης στη βάση του άρθρου 9 του Νόμου.
ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΠΟΣΩΝ
Κατόπιν της πιο πάνω κρίσης μας, καλούμαστε συνεπακόλουθα να επιληφθούμε του εναπομείναντος επίδικου ζητήματος, το οποίο δεν είναι άλλο από τον καθορισμό των το ποσών που δικαιούται ως αποζημιώσεις και ως πληρωμή αντί προειδοποίηση κατόπιν του παράνομου τερματισμού της απασχόλησης του από τους Καθ΄ ών η Αίτηση.
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται στη βάση του άρθρου 3(1) του Νόμου υπολογίζονται στο πλαίσιο των προνοιών του Πρώτου Πίνακα.
Στον Πρώτο Πίνακα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«2. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα είναι μικροτέρα του ποσού το οποίον ο εργοδοτούμενος θα ελάμβανεν εάν είχε κηρυχθή υπό του εργοδότου του ως πλεονάζων και εδικαιούτο εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV, ως αύτη υπολογίζεται δυνάμει του Τετάρτου Πίνακος, λαμβανομένης όμως υπ' όψιν απασχολήσεως από της 1ης Ιανουαρίου, 1960.
3. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα υπερβαίνη τα ημερομίσθια δύο ετών.
4. Πλην ως προνοείται υπό των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Πίνακος, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ' αυτού επιδικασθησόμενον ποσόν. Κατά τον υπολογισμόν όμως του επιδικασθησομένου τούτου ποσού, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δέον να λάβη υπ' όψιν του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
(α)τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουμένου·
(β)την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου·
(γ) την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου·
(δ) τας πραγματικός συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου·
(ε) την ηλικίαν του εργοδοτουμένου».
Το ζήτημα του καθορισμού των αποζημιώσεων που δικαιούται εργοδοτούμενος κατόπιν των προνοιών του Πρώτου Πίνακα έχει εξεταστεί εκτενώς από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο, μέσω της νομολογίας του, έχει αποσαφηνίσει τις αρχές που διέπουν ζήτημα αυτό.
Ειδικότερα, στην υπόθεση Louis Tourist Agency Ltd v. Ηλία (1992) 1Α Α.Α.Δ. 98, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι:
«Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Ν 24/67 δε συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από το ΚΕΦ. 149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται κατά λογική πρόβλεψη της διάρρηξης της συμφωνίας. Το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μη υπερβαίνει τα ημερομίσθια δυο ετών (Ν 92/79). Η υλική ζημιά την οποία υφίσταται από τον τερματισμό ο εργοδοτούμενος είναι αναμφίβολα παράγοντας σχετικός, αλλά όχι ο μόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη.»
(οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Περαιτέρω, στην ίδια απόφαση επισημάνθηκε ότι:
«Στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου ορίζεται από το ίδιο άρθρο του νόμου, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένοι παράγοντες οι οποίοι απαριθμούνται, μεταξύ των οποίων και η απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας, στην τερματισθείσα εργασία.»
Αναφορικά, δε, με το ειδικότερο ζήτημα της αξιολόγησης από το Δ.Ε.Δ. των παραγόντων που απαριθμούνται στο Άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Σίμος Μουζούρης ν. Κόσμο-Πλαστ και Σία και Άλλου (2007) 1 Α.Α.Δ. 896, σημείωσε ότι:
«Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι τα μόνα από τα πιο πάνω κριτήρια που έλαβε υπόψη είναι το (α) και (β), και αυτά μόνο φραστικά, χωρίς δηλαδή οποιαδήποτε εξήγηση πώς αυτά επηρεάζουν το ποσό της αποζημίωσης. Τα γεγονότα φαίνεται να ομοιάζουν με αυτά της προαναφερθείσας υπόθεσης Cabras & Bros Ltd όπου δεν φαινόταν από την πρωτόδικη απόφαση αν το Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη και τα υπόλοιπα κριτήρια εκτός από το (α) και (β) και έτσι επέτρεψε την έφεση μερικώς…
…
Ενόψει όλων των πιο πάνω επιτυγχάνει και η παρούσα έφεση μερικώς. Παραπέμπεται η υπόθεση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να επανεκδικάσει μόνο το ύψος του ποσού της αποζημίωσης αφού ληφθούν υπόψη όλα τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου.»
(η υπογράμμιση δική μας)
Για το ζήτημα αυτό χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Θεμιστοκλέους v. Elysee Irrigation Ltd, Π.Ε. 131/12, ημερ. 22/9/17, ECLI:CY:AD:2017:A312, όπου αναφέρετε ότι:
«Η λήψη ανεργιακού επιδόματος από μόνη της, ουδόλως τεκμηριώνει αναζήτηση εργασίας, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για ευρήματα του Δικαστηρίου που δεν συνάδουν με τη μαρτυρία. Η αναζήτηση εργασίας πρέπει να αποδειχθεί.»
Κατόπιν όλων των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων σε εργαζόμενο στη βάση του Άρθρου 3(1) του Νόμου εναπόκειται στην απόλυτη διακριτική εξουσία του Δ.Ε.Δ., η οποία ασκείται εντός των πλαισίων που θέτει ο Νόμος (με το κατώτερο ποσό που δύναται να επιδικαστεί ως αποζημίωση να είναι εκείνο που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος εάν δικαιούτο σε πληρωμή πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV του Νόμου και το ανώτερο εκείνο που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια του δύο ετών), λαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υπόψη των παραγόντων που απαριθμούνται στο Άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα.
Στην παρούσα περίπτωση, η περίοδος απασχόλησης του Αιτητή διήρκησε, κατά παραδοχή και των δύο πλευρών, από 1/6/81 μέχρι 31/1/18 (περίοδος που αντιστοιχεί σε περίπου 37 χρόνια απασχόλησης) με αποτέλεσμα το ποσό που θα δικαιούτο σε περίπτωση που καθίστατο πλεονάζων υπό την έννοια του Άρθρου 18 του Νόμου, ως πληρωμή από το Ταμείο διά Πλεονάζον Προσωπικό, να αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 75,5 εβδομάδων (βλ. Άρθρο 1 του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου).
Έχοντας αυτό υπόψη, καθώς και τις πρόνοιες της υποπαραγράφου 2 του Άρθρου 4 του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου (σύμφωνα με τις οποίες, κατά τον υπολογισμό της εβδομαδιαίας αμοιβής για σκοπούς καθορισμού της πληρωμής που δικαιούται εργοδοτούμενος από το Ταμείο διά Πλεονάζον Προσωπικό, «οποιοδήποτε ποσό το οποίο υπερβαίνει το τετραπλάσιο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, όπως τούτο εκάστοτε καθορίζεται στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1980 μέχρι 1993, δε λαμβάνεται υπόψη») και το ότι οι εβδομαδιαίες απολαβές του Αιτητή ανέρχοντο πριν τον τερματισμό της απασχόλησης του, κατά παραδοχή των διαδίκων μερών σε €750,00, βρίσκουμε ότι τα όρια εντός των οποίων δύναται να ασκηθεί η διακριτική μας ευχέρεια ως προς την επιδίκαση αποζημιώσεων προς όφελος του Αιτητή στην παρούσα περίπτωση κυμαίνονται μεταξύ του ποσού των €52.662,76 (το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό που θα δικαιούτο ο Αιτητής σε περίπτωση που καθίστατο πλεονάζων υπό την έννοια του άρθρου 18 του Νόμου – 75,5 Χ €697,52[3]) και του ποσού των €78.000,00 (το οποίο αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 104 εβδομάδων (2 ετών) του Αιτητή – 104 Χ €750,00).
Με βάση τα δεδομένα αυτά, έχουμε εξετάσει με προσοχή την μοναδική μαρτυρία που προσκομίστηκε από τα διάδικα μέρη κατά την ενώπιόν μας ακροαματική διαδικασία, ήτοι την μαρτυρία του ίδιου του Αιτητή (η οποία παράμεινε αναντίλεκτη και την αποδεχόμαστε), με την οποία ο Αιτητής σημείωσε κυρίως τα εξής:
Απασχολείτο στους Καθ΄ ών η Αίτηση για περίοδο 37 ετών. Όταν απολύθηκε ήταν 57 χρονών ενώ σήμερα είναι 66. Αμέσως μετά της απόλυση του πήγε σε πολλούς τόπους για εξεύρεση εργασίας αλλά δεν κατάφερε να εξεύρει εργασία αμέσως, παραμένοντας 2½ χρόνια άνεργος. Μετά από 2½ χρόνια ανεργίας κατάφερε να βρει άλλη εργασία αλλά με χαμηλότερα εισοδήματα από εκείνη που είχε λαμβάνοντας απολαβές ύψους 1.300 Ευρώ το μήνα. Ο τερματισμός της απασχόλησης του του προκάλεσε οικονομικά προβλήματα εφόσον είχε δάνειο ύψους €135.000 σε τράπεζα και κατάβαλλε προς αυτό δόση ύψους €2.000 το μήνα. Γι’ αυτό, μετά την απόλυση του, αναγκάστηκε να λάβει οικονομική βοήθεια από την αδελφή του για να ανταπεξέλθει οικονομικά μέχρι να βρει άλλη εργασία.
Στην βάση της εν λόγω μαρτυρίας και κυρίως στην βάση των πραγματικών δεδομένων που τέθηκαν ενώπιόν μας με αυτή[4], κρίνουμε ότι είναι εύλογο και δίκαιο υπό τις περιστάσεις όπως επιδικάσουμε στον Αιτητή, ως αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 3(1) του Νόμου, ποσό που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια του 100 εβδομάδων ήτοι ποσό €75,000 (€750 Χ 100), λαμβανομένου κυρίως υπόψη τα εξής:
(α) Το ύψος των απολαβών του Αιτητή οι οποία ανέρχοντο στο ποσό των €750 εβδομαδιαίως[5],
(β) την εξαιρετικά μακρόχρονη υπηρεσία του Αιτητή, συνολικής διάρκειας 37 ετών, διάστημα που δικαιολογημένα μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία ολόκληρη ζωή [6],
(γ) τη δυσκολία εντοπισμού εναλλακτικής εργασίας από τον Αιτητή μετά τον τερματισμό, γεγονός το οποίο προκύπτει από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας, σύμφωνα με τα οποία, ο Αιτητής παρέμενε άνεργος για περίοδο 2½ ετών[7],
(δ) τα γεγονότα και τις συνθήκες κάτω από τις οποία προέκυψε ο επίδικος τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι ο Αιτητής απολύθηκε χωρίς να αποδειχτεί ενώπιόν μας ότι υπήρχε νόμιμος λόγος απόλυσης (σε κάθε περίπτωση όμως υπογραμμίζεται ότι ο Αιτητής κανένα στοιχείο δεν έθεσε ενώπιον μας ότι η απόλυσή του ήταν κακόπιστη και/ή ότι έγινε για αλλότριους σκοπούς)[8],
(ε) το γεγονός ότι ο Αιτητής κατά την απόλυση του ήταν 57 ετών, ηλικία κατά την οποία, ως καθίσταται εύκολα αντιληπτό, ο εντοπισμός άλλης εργασίας με τους ίδιους ή παρόμοιους όρους ενέχει, κατά κανόνα, ιδιαίτερες δυσκολίες (σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζεται όμως ότι ο Αιτητής, πέραν του στοιχείου της ηλικίας του κατά την ημερομηνία τερματισμού της απασχόλησης, κανένα στοιχείο δεν έθεσε ενώπιον μας που να καταδεικνύει ότι τον ρόλο που έπαιξε στην δυσκολία εντοπισμού άλλης εργασίας με τους ίδιους ή παρόμοιους όρους στη δική του περίπτωση)[9],
(στ) τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή κατά τον τερματισμό της απασχόλησης του, ως τέθηκαν από τον ίδιο, και κυρίως τις οικονομικές του υποχρεώσεις που αφορούν δάνειο ύψους €135.000 (σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζεται ότι στο στοιχείο αυτό δεν μπορούμε να δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα εφόσον ότι ο Αιτητής δεν προσέφερε ενώπιον μας οποιοδήποτε στοιχείο ή επεξήγηση αναφορικά με τον τρόπο που η ύπαρξη του εν λόγω δανείου επηρεάζει την οικονομική του κατάσταση – ούτε έθεσε ενώπιον μας οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει την αδυναμία του να αποπληρώνει την δόση του εν λόγω δανείου λόγω της απώλειας της εργασίας του, ως ο σχετικός του ισχυρισμός).
Επίσης, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 9 του Νόμου και έχοντας ως δεδομένο ότι ο Αιτητής απασχολήθηκε στους Καθ΄ ών η Αίτηση για περίοδο μεγαλύτερη από τριακόσιες δώδεκα εβδομάδες (δηλαδή περίοδο μεγαλύτερη από 6 χρόνια) εφόσον εργοδοτήθηκε στους Καθ΄ ών η Αίτηση για περίπου 37 χρόνια, υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση επιδικάζουμε και πληρωμή αντί προειδοποίησης ύψους €6.000,00 (€750 Χ 8).
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Ως εκ των ανωτέρω, εκδίδεται ομόφωνα απόφαση υπέρ του Αιτητή και εις βάρος των Καθ΄ ών η Αίτηση για το ποσό των €6.000,00 πλέον τόκους ως πληρωμή αντί προειδοποίηση καθώς και το συνολικό ποσό των €75.000,00 πλέον νόμιμο τόκο, ως αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 3(1) του Νόμου. Από το ποσό των €75.000,00, το ποσό των €36.000,00[10] (που αντιστοιχεί σε ποσό που υπερβαίνει τα ημερομίσθια του Αιτητή ενός έτους), πλέον νόμιμο τόκο, θα πρέπει να καταβληθεί στον Αιτητή από το Ταμείον διά Πλεονάζον Προσωπικό, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 3(2) του Νόμου[11]. Το υπόλοιπο ποσό των €39.000,00[12], πλέον νόμιμο τόκο, θα πρέπει να καταβληθεί, σύμφωνα με το ίδιο Άρθρο, από τους Καθ΄ ών η Αίτηση.
Ως προς τα έξοδα αυτά επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ΄ ών η Αίτηση ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ………………………………………...
Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.
(Υπ.) …………………………………… (Υπ.) ……………………………………
Α. Χριστοφή, Μέλος. Χρ. Χριστοφή, Μέλος.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Σύμφωνα με το οποίο εργοδότης που δίδει προειδοποίηση σε εργοδοτούμενο έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον εργοδοτούμενο όπως αποδεχθεί πληρωμή αντί προειδοποιήσεως, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα του Νόμου.
[2] Συγκεκριμένα το Άρθρο 6 του Νόμου αναφέρει τα εξής:
«Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων.»
[3] Εφόσον το τετραπλάσιο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών για το 2018 ανέρχετο σε €697,52.
[4] Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν το θέμα, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ποσό της αποζημίωσης που θα επιδικάσει κρίνεται με βάση τα ενώπιόν του τιθέμενα πραγματικά γεγονότα. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε υποθέσεις για να καταλήξει σε εύλογα συμπεράσματα.
[5] Άρθρο 4(α) του Πρώτου Πίνακα.
[6] Άρθρο 4(β) του Πρώτου Πίνακα.
[7] Άρθρο 4(γ) του Πρώτου Πίνακα.
[8] Άρθρο 4(δ) του Πρώτου Πίνακα.
[9] Άρθρο 4(ε) του Πρώτου Πίνακα.
[10] 100 – 52 = 48 Χ €750,00 = €36.000.
[11] Σύμφωνα με το οποίο «Η αποζημίωσις εις την οποίαν δικαιούται ο εργοδοτούμενος συμφώνως προς το εδάφιον (1) καταβάλλεται υπό του εργοδότου καθ' ον ποσόν αύτη δεν υπερβαίνει τα ημερομίσθια του εργοδοτουμένου δι' εν έτος, και εκ του Ταμείου καθ' ον ποσόν αύτη υπερβαίνει τα ημερομίσθια του εργοδοτουμένου δι' εν έτος.»
[12] 52 Χ €750,00 = €39.000,00.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο