Χρυστάλλας Κυριάκου ν. M. Marnerou & Co Limited κ.α., Αρ. Αίτησης: 51/17, 14/5/2025
print
Τίτλος:
Χρυστάλλας Κυριάκου ν. M. Marnerou & Co Limited κ.α., Αρ. Αίτησης: 51/17, 14/5/2025

 ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστή

                   Σ. Κωνσταντίνου      )

                   Α. Κωνσταντινίδου   ) Μελών 

 

                                                                                           Αρ. Αίτησης: 51/17

Μεταξύ:

Χρυστάλλας Κυριάκου

                                                                                                            Aιτήτριας

 

και

 

1.    M. Marnerou & Co Limited

2.    Ταμείο Δια Πλεονάζον Προσωπικό

                                                                                                             Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

Ημερομηνία: 14/5/2025

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Αιτήτρια: κα Μ. Διονυσίου για Marangos & Hadjipapa LLC

Για Καθ’ ων η Αίτηση 1: κ. Ζ. Νικολαΐδης

 Για Καθ’ ων η Αίτηση 2: κ. Γ. Αθανασιάδης

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

             Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 ασχολούνται με την παροχή λογιστικών και ελεγκτικών υπηρεσιών.

 

            Η Αιτήτρια  για σκοπούς του Περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67 ως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα («ο Νόμος»), απασχολείτο ως λογίστρια (book- keeper) στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 από τις 16/04/2007 μέχρι τις 25/01/2016.  Τα καθήκοντα εργασίας της Αιτήτριας ήταν η διατήρηση των λογιστικών βιβλίων των πελατών των Καθ’ ων η Αίτηση 1, η συμφωνία των εσόδων και εξόδων των πελατών, η συμφωνία των τιμολογίων και των τραπεζικών καταχωρήσεων των πελατών και ο υπολογισμός και η πληρωμή του Φ.Π.Α. των πελατών των Καθ’ ων η Αίτηση 1.     

 

            Στις 27/11/2015 οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 παρέδωσαν στην Αιτήτρια επιστολή τερματισμού της απασχόλησής της (Τεκμήριο 3) με την οποία της παρείχαν προειδοποίηση οκτώ εβδομάδων.  Παραθέτουμε πιο κάτω αυτούσιο μέρος της εν λόγω επιστολής:

 

«Λόγω των αυξημένων απαιτήσεων τις οποίες τάσσει ο νόμος και οι νέες οδηγίες οι οποίες διέπουν τον λογιστικό και ελεγκτικό κλάδο και με τις οποίες η Εταιρεία μας πρέπει να συμμορφώνεται, καθώς επίσης και λόγω των δύσκολων οικονομικών συγκυριών που αντιμετωπίζουμε ως εταιρεία, είναι με λύπη μας που αποφασίζουμε την αναδιοργάνωση των δραστηριοτήτων μας για να μπορέσουμε να συνεχίζουμε τη λειτουργία μας ως επιχείρηση και να παραμένουμε συμμορφωμένοι με τον νόμο, γι’ αυτό δυστυχώς δεν θα μπορέσουμε να κρατήσουμε όλους τους υπαλλήλους μας.

 

Είμαστε στην δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσουμε ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε τις υπηρεσίες σας από τις 30/11/2015. Γι’ αυτό με ισχύ από την ημερομηνία αυτή σας παρέχουμε την νόμιμη προειδοποίηση……………

 

Παράλληλα, εάν επιθυμείτε, θα είμαστε στη διάθεση σας για να σας εφοδιάσουμε με συστατική επιστολή για να τη χρησιμοποιήσετε όπως εσείς επιθυμείτε.

 

Με την ευκαιρία θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για την συνεργασία σας καθ’ όλη την περίοδο της εργοδότησής σας. …………………………………».       

 

            Ο τελευταίος εβδομαδιαίος μισθός της Αιτήτριας για σκοπούς του Νόμου ανερχόταν στο ποσό των €312,50.

 

            Η Αιτήτρια υπέβαλε στις 16/12/2015 αίτηση στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού («το Ταμείο») για πληρωμή λόγω πλεονασμού (Τεκμήριο 1) στην οποία ανέγραψε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 της ανέφεραν ότι η απασχόλησή της τερματίστηκε «λόγω δύσκολων οικονομικών συγκυριών που αντιμετωπίζει ως εταιρεία».

 

             Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 συμπλήρωσαν και παρέδωσαν στο Ταμείο στις 22/01/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 το σχετικό έντυπο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με τίτλο «Ερωτηματολόγιο» για την απόλυση της Αιτήτριας (Τεκμήριο 2) και ανέγραψαν σε αυτό ότι οι λόγοι απόλυσης της Αιτήτριας αναγράφονται στην επιστολή απόλυσης που της δόθηκε και ότι η Αιτήτρια δεν απολύθηκε λόγω πλεονασμού.

 

            Το Ταμείο με επιστολή του ημερομηνίας 21/10/2016 προς την Αιτήτρια την ενημέρωσε ότι η αίτησή της για πληρωμή λόγω πλεονασμού απορρίφθηκε καθότι σύμφωνα με τα στοιχεία που του δόθηκαν η απόλυσή της δεν οφείλεται σε λόγους πλεονασμού (Τεκμήριο 4).

 

            Στις 05/12/2016 οι τότε δικηγόροι των Καθ’ ων η Αίτηση 1 απέστειλαν επιστολή (Τεκμήριο 7) προς τη δικηγόρο της Αιτήτριας με την οποία απέρριπταν ισχυρισμούς της ότι η Αιτήτρια απολύθηκε παράνομα από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και σημείωναν τα πιο κάτω:

 

«………………………………………………………………………………………………………...

 

Ειδικότερα οι πελάτες μας αναφέρουν ότι νόμιμα και δικαιολογημένα προχώρησαν στον τερματισμό της απασχόλησης της πελάτιδας σας κ. Χρυστάλλας Κυριάκου, καθ’ ότι η ίδια όχι μόνο δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις  και τα προσόντα  για την εν λόγω θέση την οποία κατείχε στην Εταιρεία, αλλά και με την στάση και συμπεριφορά της και/ή λόγω ακριβώς της αδυναμίας της να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης της, προκάλεσε οικονομική ζημιά στην Εταιρεία των πελατών μας, για την οποία οι ίδιοι επιφυλάσσουν τα δικαιώματα τους εναντίον της πελάτιδας σας.

 

Περαιτέρω, ουδέποτε οι πελάτες μας επικαλέστηκαν λόγους πλεονασμού για τον τερματισμό της απασχόλησης της πελάτιδας σας.

 

Η έλλειψη των απαραίτητων προσόντων και/ή η ανικανότητα της πελάτιδας σας να ενεργήσει ως όριζε η θέση εργασίας της και/ή η έλλειψη των ικανοτήτων τις οποίες απαιτούσε η θέση  την οποία κατείχε στην εταιρεία των πελατών μας αλλά και η γενικότερη αμελής συμπεριφορά της ήταν οι κύριοι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στον τερματισμό της απασχόλησης της.

 

Περαιτέρω η συμπεριφορά της πελάτιδας σας προς τα ανώτερα στελέχη και/ή τη διοίκηση της Εταιρείας, καθώς και προς το  υπόλοιπο, προσωπικό, υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια της εργοδότησης της, προσβλητική, απαράδεκτη και ασυμβίβαστη με την θέση την οποία κατείχε στην Εταιρεία.

 

………………………………………………………………….

 

Παρόλα δε τα πιο πάνω οι πελάτες μας, θέλοντας να βοηθήσουν την πελάτιδα σας να  προχωρήσει στην εξεύρεση νέας εργασίας παρέλειψαν να αναφέρουν οτιδήποτε από τα πιο πάνω στην επιστολή τερματισμού προς την ίδια και………………

 

……………………………………………………………………………………………………….»    

 

            Η Αιτήτρια με την παρούσα αίτηση εργατικής διαφοράς αξιώνει από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησής της σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Νόμου και/ή διαζευκτικά σε περίπτωση που οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 αποδείξουν ότι η απόλυσή της οφείλεται σε πραγματικές συνθήκες πλεονασμού, πληρωμή από το Ταμείο με βάση το άρθρο 16 του Νόμου σύμφωνα με τον Τέταρτο Πίνακα του Νόμου, πλέον έξοδα συν Φ.Π.Α..

            Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 με τους γενικούς λόγους του έγγραφου εμφάνισής τους απορρίπτουν τις εναντίον τους αξιώσεις και ισχυρίζονται ότι η απόλυση της Αιτήτριας είναι νόμιμη στη βάση των παραγράφων (α), (ε) και (στ) του Νόμου.  Είναι η θέση τους ότι η απόλυση της Αιτήτριας οφειλόταν στη στάση και συμπεριφορά της Αιτήτριας, στα προσόντα και στην αδυναμία της να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης της, ειδικότερα μετά και από τα νέα κριτήρια τα οποία είχαν τεθεί για τη λειτουργία λογιστικών και ελεγκτικών γραφείων από τα αρμόδια κρατικά και θεσμικά όργανα.  Αναφέρουν ότι η έλλειψη από την πλευρά της Αιτήτριας των απαραίτητων προσόντων και ικανοτήτων που απαιτούσε η θέση εργασίας της  και η αμελής συμπεριφορά της Αιτήτριας οδήγησαν τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 στο να λάβουν την απόφαση απόλυσης της Αιτήτριας.  Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι (α) η συμπεριφορά της Αιτήτριας προς τους προϊστάμενούς της και το υπόλοιπο προσωπικό ήταν προσβλητική και απαράδεκτη και (β) η Αιτήτρια δεν συμμορφώθηκε με τις επανειλημμένες προφορικές και γραπτές συστάσεις που της έγιναν.  Στη βάση των πιο πάνω ζητούν απόρριψη της αίτησης εναντίον τους με έξοδα υπέρ τους. 

 

            Το Ταμείο με το έγγραφο εμφάνισής του απορρίπτει τις εναντίον του αξιώσεις ισχυριζόμενο ότι η απόλυση της Αιτήτριας δεν οφείλετο σε λόγους πλεονασμού καθότι  σύμφωνα με τα στοιχεία που έθεσαν ενώπιόν του οι Καθ’ ων η Αίτηση 1, η Αιτήτρια δεν απολύθηκε για λόγους πλεονασμού.  Περαιτέρω, είναι η θέση του Ταμείου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο τερματισμού της απασχόλησης της Αιτήτριας δεν παρουσίαζαν μείωση του κύκλου εργασιών τους και/ή δεν προέβησαν σε οποιασδήποτε μορφής αναδιοργάνωσης που να δικαιολογεί την κατάργηση και/ή την εξαφάνιση των καθηκόντων της Αιτήτριας.  Ως εκ τούτου ζητά την απόρριψη της αίτησης εναντίον του με έξοδα υπέρ του.

 

Βάρος Απόδειξης

 

Το άρθρο 3(1) του Νόμου προβλέπει ότι όταν ο εργοδότης τερματίζει την απασχόληση ενός εργοδοτουμένου για οποιονδήποτε άλλο λόγο εκτός από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 5 του Νόμου τότε ο εργοδοτούμενος δικαιούται σε αποζημίωση από τον εργοδότη σύμφωνα με τις πρόνοιες του Πρώτου Πίνακα του Νόμου.  Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Νόμου ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτουμένου από τον εργοδότη τεκμαίρεται ότι έγινε αδικαιολόγητα και παράνομα εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι αυτός έγινε για ένα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 5 του Νόμου[1] οι οποίοι λόγοι καθιστούν νόμιμη και δικαιολογημένη την απόλυση του εργοδοτουμένου και κατά συνέπεια απαλλάσσουν τον εργοδότη από την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης.  Με το εδάφιο (α) του εν λόγω άρθρου καλύπτεται ο λόγος της μη εύλογης ικανοποιητικής εργασιακής απόδοσης, με το εδάφιο (β) του εν λόγω άρθρου καλύπτεται ο λόγος απόλυσης λόγω πλεονασμού και με τα εδάφια (ε) και (στ) καλύπτεται η κακή εργασιακή συμπεριφορά η οποία δικαιολογεί τον τερματισμό της εργασιακής σχέσης χωρίς την παροχή προειδοποίησης στον εργοδοτούμενο.

 

Επομένως στην παρούσα περίπτωση οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 έχουν το βάρος να αποδείξουν ότι τερμάτισαν την απασχόληση της Αιτήτριας νόμιμα για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β), (ε) και (στ) του άρθρου 5 του Νόμου.  

 

Για τους Καθ’ ων η Αίτηση 1, κατέθεσαν η διευθύντριά τους κα Μαρία Μαρνέρου, η οποία είναι ορκωτός λογιστής-ελεγκτής με άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος από τον Σύνδεσμο Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ)  και ο εξωτερικός σύμβουλός τους για θέματα εγκαθίδρυσης συστημάτων και διαδικασιών πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κ. Ανδρέας Σιακάς.  Η Αιτήτρια προσκόμισε τη δική της μαρτυρία. Το Ταμείο δεν προσκόμισε οποιαδήποτε προφορική μαρτυρία και αρκέστηκε στην αντεξέταση των  μαρτύρων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και της Αιτήτριας.

 

Μαρτυρία  

 

Η κα Μαρνέρου κατέθεσε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 προσέλαβαν την Αιτήτρια το 2007, η οποία τότε ήταν απλώς μια απόφοιτη Λυκείου χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση στον κλάδο των λογιστικών και με μηδαμινή γνώση αγγλικών, για να διενεργεί τις λογιστικές καταχωρήσεις στη μερίδα των κυπρίων πελατών τους.  Ισχυρίστηκε ότι με την πάροδο του χρόνου το πελατολόγιο των Καθ’ ων η Αίτηση 1 μεγάλωσε και άρχισε πλέον να έχει πολλούς ξένους πελάτες  με τους οποίους επικοινωνούσαν στα αγγλικά.  Ότι γι’ αυτό τον λόγο οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 προσέλαβαν νέους υπαλλήλους οι οποίοι, παρόλο που ήταν υφιστάμενοι της Αιτήτριας, είχαν καλύτερες γνώσεις της αγγλικής γλώσσας και περισσότερες ικανότητες επικοινωνίας με τους πελάτες από την Αιτήτρια. Υποστήριξε ότι η Αιτήτρια αρνείτο να παρευρίσκεται στα σεμινάρια κατάρτισης στην αγγλική γλώσσα επειδή δεν καταλάβαινε.  Ότι από το 2013 «οι κανονισμοί στα ελεγκτικά γραφεία άρχισαν να αλλάζουν και να επιβάλλονται νέοι κανονισμοί» και υιοθετήθηκαν νέοι κανονισμοί  για την πρόληψη του «ξεπλύματος» χρήματος οι οποίοι επέβαλλαν στα ελεγκτικά γραφεία να κατανοούν τη φύση των εργασιών των πελατών τους, την πηγή των εισοδημάτων τους και τη φύση των συναλλαγών των πελατών «μέσα από ενδελεχή έρευνα και συμπλήρωση ερωτηματολογίων και χρήση υπολογιστών στα αγγλικά».  Ότι λόγω αυτών των εξελίξεων και των νέων απαιτήσεων «του επαγγέλματος» ο κ. Σιακάς από το 2014 και μετά έκανε σεμινάρια στους υπαλλήλους των  Καθ’ ων η Αίτηση 1 αναφορικά με τα λογιστικά πρότυπα και τις διαδικασίες για την πρόληψη του «ξεπλύματος» χρήματος.  Ήταν η θέση της ότι η Αιτήτρια, κατά τη διάρκεια του σεμιναρίου που έλαβε χώρα τέλη Αυγούστου του 2015 και «καθ’ όλη την προσπάθεια επιμόρφωσης της και εκπαίδευσης  της σχετικά με τους νέους κανονισμούς του λογιστικού επαγγέλματος», της έλεγε συνεχώς ότι «δεν μπορούσε να κατανοήσει τίποτα» και αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στις νέες απαιτήσεις του επαγγέλματος όπως αυτές προβλέπονταν από τη νομοθεσία που ρυθμίζει την εξάσκηση του επαγγέλματος του ελεγκτή και τους νέους κανονισμούς του ΣΕΛΚ.  Προς υποστήριξη των θέσεών της, κατέθεσε ως Τεκμήρια επιστολή του κ. Σιακά ημερ. 09/01/2018  προς τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 (Τεκμήριο 5), αναλυτικό πρόγραμμα σεμιναρίου κατάρτισης για το προσωπικό των Καθ’ ων η Αίτηση 1 το οποίο διενεργήθηκε από τον κ. Σιακά τον Αύγουστο του 2015 (Τεκμήριο 6) και επιστολή του κ. Σιακά προς τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 ημερ. 25/03/2019 με τίτλο «Επαγγελματικές απαιτήσεις για εγκαθίδρυση συστημάτων και διαδικασιών πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες» (Τεκμήριο 8).  Ότι το 2015 οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 έκαναν αναδιοργάνωση και προσέλαβαν ένα υπάλληλο, που ήταν κάτοχος «αγγλικού» πτυχίου στα οικονομικά και πτυχίου βοηθού ελεγκτή, στη θέση του υπεύθυνου λογιστηρίου ώστε να μπορεί να συντονίζει και να επιλαμβάνεται όσα δεν ήταν ικανή η Αιτήτρια.  Ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 τερμάτισαν την απασχόληση της Αιτήτριας «καθώς δεν μπορούσε να είναι παραγωγική λόγω των νέων απαιτούμενων ειδικοτήτων και μεθόδων παραγωγής της εργασίας» του λογιστή και για να μειώσουν το ρίσκο της μη αναφοράς στον Λειτουργό Συμμόρφωσής τους συναλλαγών που θα έπρεπε να αναφερθούν και κατά συνέπεια το ρίσκο μη συμμόρφωσής τους με τις οδηγίες του ΣΕΛΚ και τη νομοθεσία. Υποστήριξε ότι η παραμικρή αμέλεια της Αιτήτριας λόγω μη κατανόησης των νέων κανονισμών και των νέων απαιτήσεων του επαγγέλματος θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για τους Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Ότι η Αιτήτρια δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να ανταπεξέλθει στα καθήκοντα της εργασίας της λόγω των αλλαγών που επέφεραν οι νέες νομοθεσίες και οι νέοι κανονισμοί του επαγγέλματος. 

 

Κατά την αντεξέτασή της από τον εκπρόσωπο του Ταμείου, ερωτώμενη σχετικά με την αναφορά στην επιστολή απόλυσης της Αιτήτριας σε δύσκολες οικονομικές συγκυρίες που αντιμετωπίζουν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1, διευκρίνισε ότι αυτή δεν αφορά μείωση του όγκου ή του κύκλου εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 αλλά το γεγονός ότι αν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 δεν απέλυαν την Αιτήτρια, επειδή η Αιτήτρια δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις νέες απαιτήσεις των καθηκόντων της που αφορούσαν τον εντοπισμό ύποπτων συναλλαγών, οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 θα επωμίζονταν ένα επιπλέον κόστος καθότι αυτό το ζήτημα θα έπρεπε να το καλύπτουν άλλοι υπαλλήλοι τους.  Υποστήριξε ότι μόνο λογιστές κάτοχοι πανεπιστημιακών πτυχίων και άριστοι γνώστες της αγγλικής γλώσσας μπορούσαν μετά τις αλλαγές των κανονισμών του ΣΕΛΚ να αντιληφθούν τους εν λόγω κανονισμούς και την εφαρμογή τους στα καθήκοντα του λογιστή και γι’ αυτόν τον λόγο οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 αναδιοργάνωσαν το λογιστικό τμήμα τους ώστε σε αυτό να εργάζονται μόνο πτυχιούχοι λογιστές με άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας.  Ότι με την εισαγωγή των νέων κανονισμών του ΣΕΛΚ άλλαξε ο τρόπος εργασίας των λογιστών και ότι μετά την εν λόγω αλλαγή εκδόθηκαν νέα εγχειρίδια και οδηγίες τα οποία ήταν στα αγγλικά  αναφορικά με τον νέο τρόπο εκτέλεσης των εργασιών και εγκαταστάθηκαν νέα λογισμικά προγράμματα.  Ανέφερε ότι δεν υποστηρίζει πλέον αυτό που ανέφερε στο ερωτηματολόγιο (Τεκμήριο 2) ότι η απόλυση της Αιτήτριας δεν οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού και ότι επειδή τότε οι γνώσεις της σχετικά με ζητήματα πλεονασμού ήταν λιγότερες απάντησε όπως αντιλαμβανόταν τότε το τι ήταν πλεονασμός.  Ότι  αυτή ήταν η Λειτουργός Συμμόρφωσης των Καθ’ ων η Αίτηση 1 αλλά δεν μπορούσε να ελέγχει μια-μια τις χιλιάδες λογιστικές εγγραφές που έκαναν οι λογιστές των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και γι’ αυτόν τον λόγο οι λογιστές έπρεπε να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν μια ύποπτη συναλλαγή.   

 

Αντεξεταζόμενη από τη δικηγόρο της Αιτήτριας, ισχυρίστηκε ότι έλαβε παράπονα από πελάτες των Καθ’ ων η Αίτηση 1 ότι δεν μπορούσαν να  συνεννοηθούν με την Αιτήτρια στα αγγλικά.  Ήταν η θέση της ότι το δίπλωμα που απέκτησε η Αιτήτρια το 2014 στη λογιστική - LCCI Certificate Level 2 (Τεκμήριο 9) και το πιστοποιητικό συμμετοχής σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τίτλο «Business English For Personal Assistants and Secretarial Staff» το οποίο έλαβε χώρα το 2010 (Τεκμήριο 10) δεν αποδεικνύουν ότι η Αιτήτρια δεν είχε πρόβλημα κατανόησης της αγγλικής γλώσσας.  Είπε ότι όταν έρχονταν οι πελάτες για πρώτη φορά στο γραφείο δεν είχαν επαφή με την Αιτήτρια και ότι η Αιτήτρια δεν ήταν υπεύθυνη για να εφαρμόσει τη διαδικασία “Know your Client”.  Επανέλαβε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν ικανή να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις της θέσης της εργασίας της και πιο συγκεκριμένα, δεν ήταν σε θέση (α) να επιβλέπει και να συντονίζει το λογιστικό τμήμα των Καθ’ ων η Αίτηση 1 παρακολουθώντας τις καταχωρήσεις των υφισταμένων της στα λογιστικά βιβλία των πελατών και (β) να επικοινωνεί με τους πελάτες των Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Επέμενε ότι η Αιτήτρια αρνήθηκε να συμμετάσχει σε προγράμματα εκπαίδευσής της και ότι ήταν η Αιτήτρια που της είπε ότι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις νέες απαιτήσεις των καθηκόντων της εργασίας της.  Ότι στην επιστολή απόλυσης της Αιτήτριας πιθανόν να διατυπώθηκαν λάθος οι λόγοι απόλυσής της αλλά σημείωσε ότι σε αυτή γίνεται αναφορά σε αναδιοργάνωση και σε νέους κανονισμούς.

 

Ο κ. Σιακάς κατέθεσε ότι από το 2014 ενεργούσε ως εξωτερικός σύμβουλος των Καθ’ ων η Αίτηση 1 σχετικά με θέματα εγκαθίδρυσης συστημάτων και διαδικασιών πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όπως απαιτούνται από τον Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο του 2007, Ν.188(Ι)/2007 και τις οδηγίες που εξέδωσε, από το 2010 μέχρι το 2013, ο ΣΕΛΚ (ο οποίος ενεργεί ως εποπτική αρχή για τα ελεγκτικά γραφεία) σχετικά με την εφαρμογή του Ν.188(Ι)/2007.  Σημείωσε ότι η εφαρμογή των εν λόγω οδηγιών ήταν υποχρεωτική για όλα τα ελεγκτικά γραφεία και τους υπαλλήλους τους. Ότι ο Ν.188(Ι)/2007 και οι οδηγίες του ΣΕΛΚ προκάλεσαν σειρά αλλαγών στην οργάνωση και τη λειτουργία όλων των ελεγκτικών και λογιστικών  γραφείων.  Ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 μετά από δική του εισήγηση υιοθέτησαν έξι έντυπα και ένα εκτενές εγχειρίδιο εσωτερικών διαδικασιών τα οποία είναι γραμμένα στην αγγλική γλώσσα και διοργάνωναν κάθε χρόνο σειρά εκπαιδευτικών σεμιναρίων από αυτόν σχετικά με τα συστήματα και τις διαδικασίες πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ώστε να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του Ν.188(Ι)/2007 και τις οδηγίες του ΣΕΛΚ και να εφαρμόσουν ορθά τα συστήματα κατά του «ξεπλύματος» χρήματος.  Ανέφερε ότι τα έντυπα και οι διαδικασίες που συστήθηκαν και υιοθετήθηκαν ήταν στην αγγλική γλώσσα επειδή κατά κύριο λόγο αφορούν πελάτες από το εξωτερικό οι οποίοι χρησιμοποιούν την αγγλική γλώσσα για παροχή στοιχείων και επικοινωνία.  Ότι η επαφή με τους ξένους πελάτες και ο χειρισμός και η συμπλήρωση των διαφόρων εγγράφων και εκθέσεων που απαιτούνται γίνεται στην αγγλική γλώσσα, γεγονός που απαιτεί καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας από τους υπαλλήλους των λογιστικών και ελεγκτικών γραφείων.  Σημείωσε ότι το όλο σύστημα των διαδικασιών για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες «βασίζεται» στην αγγλική γλώσσα καθότι (α) ενώ ο Ν.188(Ι)/2007 είναι στην ελληνική γλώσσα, οι οδηγίες του ΣΕΛΚ είναι στην αγγλική γλώσσα και ότι η κατανόηση των εν λόγω οδηγιών απαιτούν καλή μέχρι εξαίρετη γνώση της αγγλικής γλώσσας, (β) ο οργανισμός, Financial Action Task Force, ο οποίος είναι αρμόδιος για την έκδοση συστάσεων για την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων και διαδικασιών κατά του «ξεπλύματος»  χρήματος, εκδίδει τις συστάσεις του στην αγγλική γλώσσα μόνο και για την κατανόηση των συστάσεών του και την εναρμόνιση με αυτές απαιτείται καλή  μέχρι εξαίρετη γνώση της αγγλικής γλώσσας και (γ) ο ΣΕΛΚ ως εποπτικό σώμα διενεργεί εποπτικούς ελέγχους και εκδίδει αποκλειστικά εκθέσεις συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας  στην αγγλική γλώσσα και για την κατανόηση και τη χρήση των εν λόγω εκθέσεων ως καθοδηγητικό εργαλείο βελτίωσης του συστήματος πρόληψης του «ξεπλύματος» χρήματος απαιτείται η καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας. Περαιτέρω σημαντικές εκθέσεις που αφορούν θέματα καταγραφής του «Economic Profile of each Client» και περιγραφής του «business rationale for establishing a business unit in Cyprus» και των «legitimacy of activities» και «enhanced due diligence and continuous monitoring of transactions» γίνονται στην αγγλική γλώσσα καθώς η πληροφόρηση που απαιτείται λαμβάνεται από πηγές όπως διεθνείς βάσεις δεδομένων πληροφοριών για τους πελάτες σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση, την πιστοληπτική τους ικανότητα και την πηγή προέλευσης των κεφαλαίων τους και με το κατά πόσον είναι πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα γεγονός που απαιτεί καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας για να μπορούν να γίνουν αυτές οι ενέργειες.  Υποστήριξε ότι επειδή σημαντικό μέρος των εσωτερικών διαδικασιών και ενεργειών που πρέπει να γίνονται από υπαλλήλους ελεγκτικών γραφείων για συμμόρφωση με τις νομοθετικές και κανονιστικές απαιτήσεις για πρόληψη του «ξεπλύματος» χρήματος απαιτεί καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας «θεωρείται εύλογο να επιλέγονται άτομα για την εκτέλεση τέτοιων καθηκόντων που να μπορούν να χρησιμοποιούν  καλά την Αγγλική γλώσσα και ορολογίες που διέπουν το θέμα.». Προέβαλε την θέση ότι κατά τη διάρκεια που πρόσφερε συμβουλευτικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 σχημάτισε «την επαγγελματική άποψη» ότι η επιτυχής εφαρμογή των διαδικασιών και των συστημάτων πρόληψης «ξεπλύματος» χρήματος, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Ν.188(Ι)/2007 και των οδηγιών του ΣΕΛΚ, «αντικειμενικά» απαιτούσε ικανοποιητικές γνώσεις στην αγγλική γλώσσα και ότι η Αιτήτρια δεν κατείχε επαρκή προσόντα ή την αναγκαία γνώση και εμπειρία που χρειαζόταν για να ανταποκριθεί στις νέες εργασιακές απαιτήσεις και υποχρεώσεις του επαγγέλματος του λογιστή - ελεγκτή και ειδικότερα, παρά την προσπάθεια να της παρασχεθεί η απαιτούμενη εκπαίδευση σε ζητήματα που αφορούσαν την πρόληψη του «ξεπλύματος» χρήματος, δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει ούτε να κατανοήσει τις νέες διαδικασίες που επιβλήθηκαν από τον ΣΕΛΚ κυρίως λόγω της κακής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.  Ότι η αντικατάστασή της με άτομο που μπορούσε να ανταπεξέλθει και να κατανοήσει τη νέα πρακτική ως αυτή ρυθμιζόταν από το αρμόδιο εποπτικό όργανο, τον ΣΕΛΚ, ήταν αναγκαία για την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης των Καθ’ ων η Αίτηση 1.

 

Κατά την αντεξέτασή του από τον εκπρόσωπο του Ταμείου ο κ. Σιακάς είπε ότι μετά το 2013 έγιναν αυστηρότερες οι εποπτικές απαιτήσεις του ΣΕΛΚ σε σχέση με την εφαρμογή των προνοιών του Ν.188(Ι)/2007 και επηρέασαν όλα τα ελεγκτικά γραφεία και είχαν ως συνέπεια την εγκαθίδρυση νέων συστημάτων (όπως π.χ. εισαγωγή λογισμικών προγραμμάτων, εγγράφων και εντύπων) και την εκπαίδευση των υπαλλήλων σε αυτά τα νέα συστήματα.  Ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 υιοθέτησαν νέα έντυπα τα οποία μπορούσαν να συμπληρωθούν είτε ηλεκτρονικά είτε «χειρόγραφα».  Υποστήριξε ότι ο Ν.188(Ι)/2007 και οι οδηγίες του ΣΕΛΚ απαιτούσαν όπως όλοι οι υπαλλήλοι ελεγκτικών γραφείων εκπαιδευτούν ώστε να γνωρίζουν τα ζητήματα που αφορούν τις διαδικασίες πρόληψης κατά του «ξεπλύματος» χρήματος ώστε να μπορούν να συνεισφέρουν στη συμμόρφωση των εν λόγω γραφείων με τις απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας.  Ότι τα σεμινάρια που έκανε αυτός σε υπαλλήλους λογιστικών/ελεγκτικών γραφείων τα διενεργούσε «σε μεικτή» γλώσσα (ελληνικά και αγγλικά) και ότι κατά τη διάρκεια των εν λόγω σεμιναρίων γίνεται εκτεταμένος διάλογος μεταξύ αυτού και των εκπαιδευόμενων ώστε να αντιληφθεί κατά πόσο αυτοί κατανοούν το τι απαιτείται πλέον από αυτούς.  Ότι μέσα από ένα τέτοιο διάλογο κατά  τη διάρκεια του σεμιναρίου που έκανε τον Αύγουστο του 2015 για τους υπαλλήλους των Καθ’ ων η Αίτηση 1 διαπίστωσε ότι η Αιτήτρια δεν έφτασε στο επίπεδο που θα ανέμενε αυτός να φτάσει ένας εκπαιδευόμενος. Ότι στηριζόμενος στην ανταπόκριση που λάμβανε διαπίστωσε ότι η Αιτήτρια είχε σοβαρό πρόβλημα με λέξεις και εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν δυνατή η συνέχιση της απασχόλησής της στους Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Επέμενε, παρόλο που δεν είχε άμεση γνώση σχετικά με το πώς διεκπεραίωνε τα καθήκοντα της εργασίας της η Αιτήτρια, ότι η Αιτήτρια δεν είχε τα αναγκαία προσόντα της καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας ώστε να μπορεί να μπορεί να εκτελέσει τα εξειδικευμένα καθήκοντα που απαιτούνταν στα πλαίσια των καθηκόντων της σε ό,τι αφορά την πρόληψη του «ξεπλύματος» χρήματος.

 

Αντεξεταζόμενος από τη δικηγόρο της Αιτήτριας ανέφερε ότι μετά το 2013 τα καθήκοντα της Αιτήτριας ως book-keeper άλλαξαν και η Αιτήτρια έπρεπε να είναι ενήμερη για τις διαδικασίες των Καθ’ ων η Αίτηση 1 σε ό,τι αφορά την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομους σκοπούς και όφειλε ως εργοδοτούμενη λογιστικού / ελεγκτικού γραφείου, που ήταν κάτω από την εποπτεία του ΣΕΛΚ, να μπορεί κατά την εκτέλεση των εργασιακών καθηκόντων της να εντοπίσει πιθανές ύποπτες συναλλαγές.  Ήταν η θέση του ότι η Αιτήτρια δεν είχε και δεν ήθελε να αποκτήσει το αναγκαίο τεχνικό υπόβαθρο ώστε να μπορεί να εκτελέσει τα καθήκοντά της σύμφωνα με τις νέες νομοθετικές και κανονιστικές απαιτήσεις.

 

Η Αιτήτρια καταθέτοντας ισχυρίστηκε ότι από την πρόσληψή της στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 μέχρι και την απόλυσή της τα καθήκοντα της εργασίας της δεν άλλαξαν και ο τρόπος εκτέλεσής τους παρέμεινε ο ίδιος.  Υποστήριξε ότι από την αρχή της απασχόλησής της στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 ασχολείτο τόσο με ξένους όσο και Κύπριους πελάτες και ότι όταν ήταν αναγκαίο να της προσκομίσουν κάποιο έγγραφο για σκοπούς τήρησης των λογιστικών τους βιβλίων επικοινωνούσε μαζί τους είτε στην ελληνική είτε στην αγγλική γλώσσα και τους ζητούσε το έγγραφο που  χρειαζόταν χωρίς κάποιο πρόβλημα.  Ότι στην περίπτωση που οι πελάτες δεν της προσκόμιζαν τα έγγραφα που τους ζήτησε τότε το έλεγε στην κα Μαρνέρου ώστε να αναλάβει αυτή να μιλήσει με τους πελάτες.  Ότι πάγια τακτική και απαίτηση της κας Μαρνέρου ήταν να ελέγχει η ίδια κάθε φορά ότι όλα τα στοιχεία ήταν περασμένα ορθά στα βιβλία των πελατών και πάντα διευθετούσε συνάντηση με τους πελάτες για να δουν μαζί της τα βιβλία πριν κλείσιμό τους.  Ότι εντός αυτών των πλαισίων η δουλειά της πάντα περνούσε από τον έλεγχο της κας Μαρνέρου.  Ήταν η θέση της ότι δεν είχε άλλη επαφή και επικοινωνία με πελάτες πέραν από αυτή που ανέφερε πιο πάνω. Σημείωσε ότι δεν ήταν μέσα στα καθήκοντά της η συζήτηση ή  συνέντευξη με τους πελάτες για τη διαπίστωση και την κατανόηση της φύσης των εργασιών τους ή των αναγκών τους και ότι αυτό τον ρόλο όπως και τον ρόλο του Λειτουργού Συμμόρφωσης τον είχε η κα Μαρνέρου.  Ανέφερε ότι η εξέταση για το πιστοποιητικό λογιστικής LCCI Certificate Level 2 που πήρε το 2014 ήταν στην αγγλική γλώσσα.  Κατέθεσε δέσμη  εγγράφων (Τεκμήριο 11) η οποία αποτελείτο από διάφορα πιστοποιητικά παρακολούθησης σεμιναρίων του ΣΕΛΚ και ισχυρίστηκε ουδέποτε αρνήθηκε να παρακολουθήσει κάποιο σεμινάριο που της προτεινόταν.  Προέβαλε τον ισχυρισμό  ότι το σεμινάριο που διενήργησε ο κ. Σιακάς τον Αύγουστο του 2015 αφορούσε κυρίως το επάγγελμα του ελεγκτή και είχε διεξαχθεί στην ελληνική γλώσσα.  Αρνήθηκε ότι ανέφερε στην κα Μαρνέρου ότι δεν κατάλαβε τίποτα  από όσα είχαν λεχθεί στο εν λόγω σεμινάριο.  Ανέφερε ότι η επιστολή απόλυσής της της δόθηκε χωρίς να της αναφερθεί οποιαδήποτε εξήγηση για τον λόγο της απόλυσής της και απλώς της ειπώθηκε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 δεν θα χρειαστούν τις υπηρεσίες της άλλο.  Τόνισε ότι ουδέποτε της ζητήθηκε από την κα Μαρνέρου ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που εκπροσωπούσε τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 να αλλάξει τον τρόπο εξάσκησης των καθηκόντων της εργασίας της ή να εκτελεί οποιαδήποτε άλλη εργασία για σκοπούς συμμόρφωσης με οποιαδήποτε νέα οδηγία ή οποιοδήποτε κανονισμό.  Διαβάζοντας την επιστολή απόλυσής της (Τεκμήριο 3) θεώρησε ότι ο λόγος απόλυσης της ήταν ο πλεονασμός και γι’ αυτόν τον λόγο υπέβαλε αίτηση στο Ταμείο.  Ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε της έγινε οποιαδήποτε παρατήρηση για την συμπεριφορά της και/ή τον τρόπο που εξασκούσε τα  καθήκοντα  της εργασίας της.  Ανέφερε ότι είχε επαρκή γνώση αγγλικών και επαρκή κατάρτιση ως λογίστρια (book-keeper) και ότι οποιοιδήποτε νόμοι ή κανονισμοί δεν επέφεραν οποιαδήποτε αλλαγή στην εξάσκηση των καθηκόντων της εργασίας της στους Καθ’ ων η Αίτηση 1.   

 

Κατά την αντεξέτασή της από τη δικηγόρο των Καθ’ ων η Αίτηση 1, επέμενε ότι κατά τη διάρκεια των εννέα (9) χρόνων που εργάστηκε στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 τα καθήκοντα της εργασίας της ήταν τα ίδια και ότι ποτέ δεν της έγινε παρατήρηση ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τους πελάτες στα αγγλικά ή ότι δεν εκτελεί σωστά την εργασία της.  Ήταν η θέση της ότι από το 2013 μέχρι την απόλυσή της η κα Μαρνέρου δεν της ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με νέους κανονισμούς ή οδηγίες του ΣΕΛΚ ούτε της είπε ότι έπρεπε να αλλάξει τον τρόπο εργασίας της.  Ισχυρίστηκε ότι το μόνο σεμινάριο που παρακολούθησε σε σχέση με την ανάγκη λογοδοσίας σε εποπτικά σώματα ήταν αυτό που διοργανώθηκε από τον κ. Σιακά τον Αύγουστο του 2015.  Υποστήριξε ότι με βάση τις διαδικασίες των Καθ’ ων η Αίτηση 1 αυτή αν έβλεπε κάποια «περίεργη» κατάθεση ή πληρωμή έπρεπε να το αναφέρει στην κα Μαρνέρου και όταν τελείωνε με την εργασία της παρέδιδε τα βιβλία των πελατών στην κα Μαρνέρου για να τα ελέγξει και να κλείσει ραντεβού  με τους πελάτες.     

 

Αντεξεταζόμενη από τον συνήγορο του Ταμείου είπε ότι δεν της είπε οποιοσδήποτε εκπρόσωπος των  Καθ’ ων η Αίτηση 1 πριν την απόλυσή της ότι τα καθήκοντα της εργασίας της πρέπει να εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο και επανέλαβε ότι σε σχέση με τις διαδικασίες για την πρόληψη «ξεπλύματος» χρήματος αυτή το μόνο που είχε να κάνει είναι αν εντόπιζε κάτι ύποπτο να το αναφέρει στην κα Μαρνέρου.

 

Α. Απόλυση λόγω Πλεονασμού

 

Νομική Πτυχή - Ανάλυση Μαρτυρίας

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι τα δικόγραφα αποτελούν το θεμέλιο της δίκης και το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων.  Ο Κ.3 (1) του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999, όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα (στο εξής «ο Κανονισμός»), επιβάλλει στον αιτητή να καθορίζει στην αίτηση, τους λόγους στους οποίους θεμελιώνεται το αίτημά του και να προσδιορίζει την αιτούμενη θεραπεία ή θεραπείες.  Σύμφωνα με τον Κ.5(1) του Κανονισμού ο Καθ’ ου η αίτηση στην έγγραφη εμφάνισή του θα πρέπει να προσδιορίσει λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους αμφισβητεί το αίτημα και την παροχή της θεραπείας ή των θεραπειών που εξαιτείται ο αιτητής.  Οι πρόνοιες αυτές επιβάλλουν τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων στα δικόγραφα και ο σκοπός τους είναι ο αποκλεισμός πιθανότητας αιφνιδιασμού των διαδίκων. Στην Αθανασίου v. Reana Manufacturing & Trading Co. Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 1635, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι ο εξεταστικός χαρακτήρας που διέπει τη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και παρέχει ευρύτερη ευχέρεια στο Δικαστήριο για διερεύνηση των γεγονότων που άπτονται της διαφοράς δεν μεταβάλλει τον δικονομικό κανόνα ως προς τα επίδικα θέματα και τις παραμέτρους της δίκης. Στις υποθέσεις Χρ. Λαούτα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση 60/2010, ημερ.14/10/2014, Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Γ. Χρίστου, Πολιτική Έφεση 148/12 ημερ.07/07/2017, ECLI:CY:AD:2017:A250 και Boygues Batiment International v. Ν. Σταυρινίδη, Πολιτική Έφεση 98/2011 ημερ.07/07/2017, ECLI:CY:AD:2017:A253 το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε τις πιο πάνω αρχές και σημείωσε ότι δεν μπορεί η διερεύνηση των γεγονότων από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών να γίνεται χωρίς καθόλου προδιαγεγραμμένα πλαίσια.

 

Οι Καθ’ ων η  Αίτηση 1 στους γενικούς λόγους του έγγραφου εμφάνισής τους δεν αναφέρονται σε λόγους πλεονασμού και ισχυρίζονται ότι η απόλυση της Αιτήτριας έγινε στη βάση των προνοιών των παραγράφων (α), (ε) και (στ)(v) του άρθρου 5 του Νόμου λόγω της στάσης, της συμπεριφοράς και των προσόντων της Αιτήτριας καθώς και της αδυναμίας της να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της εργασίας.  Ως εκ τούτου το  Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει το ζήτημα κατά πόσον η απόλυση της Αιτήτριας οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού καθότι το εν λόγω ζήτημα δεν είναι επίδικο με βάση το δικόγραφο των Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Συνακόλουθα δεν μπορούμε να κρίνουμε ότι η Αιτήτρια απολύθηκε για λόγους πλεονασμού σύμφωνα με την παράγραφο (β) του άρθρου 5 του Νόμου.

 

  Εν πάση περιπτώσει για σκοπούς πληρότητας, θα προχωρήσουμε να αξιολογήσουμε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν μας σχετικά με τον λόγο απόλυσης της  Αιτήτριας που αφορούσε πλεονασμό και να προβούμε σε συμπεράσματα επί της ουσίας του ισχυρισμού για πλεονασμό της Αιτήτριας όπως αυτός προβλήθηκε ενώπιόν μας κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18 του Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζον και κατά συνέπεια δικαιούται πληρωμή από το ομώνυμο Ταμείο όταν η απασχόλησή του τερματίστηκε:

 

«(α)       Διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη την επιχείρησιν εν τη οποία ο εργοδοτούμενος απησχολείτο, ή

 

(β)        διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη επιχείρησιν εις τον τόπον όπου ο εργοδοτούμενος απησχολείτο:

 

………………………………………………………………………………………………

 

(γ)        Ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζομένων προς την λειτουργίας της επιχειρήσεως:

 

(i)         Εκσυγχρονισμού, μηχανοποιήσεως ή οιαδήποτε άλλης αλλαγής εις τα μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθμό των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων.

(ii)         Αλλαγών εις τα προϊόντα ή εις τα μεθόδους παραγωγής ή εις τα αναγκαιούσας ειδικότητας των εργοδοτουμένων.

(iii)                Καταργήσεις τμημάτων.

(iv)                Δυσκολιών εις την τοποθέτησιν προϊόντων εις την αγοράν ή πιστωτικών δυσκολιών.

(v)                 Ελλείψεως παραγγελιών ή πρώτων υλών

(vi)                Σπάνεως μέσων παραγωγής, και

(vii)               Περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως»

 

 

Από το ενώπιόν μας υλικό προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 επικαλούνται ως λόγο απόλυσης της Αιτήτριας ως πλεονάζον προσωπικό την αναδιοργάνωση του τρόπου λειτουργίας τους λόγω των αλλαγών που τους επιβλήθηκαν με την αυστηρή εφαρμογή των προνοιών του Ν.188(Ι)/2007 και τις σχετικές οδηγίες του ΣΕΛΚ για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1  ισχυρίζονται ότι λόγω των πιο πάνω αλλαγών έπρεπε να προσλάβουν άτομα με πτυχίο πανεπιστημίου και άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας ώστε να μπορούν να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας και του ΣΕΛΚ.  Κατά συνέπεια το ερώτημα που τίθεται είναι αν με βάση το ενώπιόν μας υλικό δικαιολογείται η απόλυση της Αιτήτριας σύμφωνα με τις πρόνοιες των εδαφίων (i) και (ii) της παραγράφου (γ) του άρθρου 18 του Νόμου.

 

Τονίζουμε ότι με βάση τη νομολογία το κατά πόσον υπάρχουν πραγματικές συνθήκες πλεονασμού κρίνεται με αντικειμενικά κριτήρια αφού αναφέρεται στις πραγματικές ανάγκες της επιχείρησης και δεν εναπόκειται στην υποκειμενική κρίση του εργοδότη ή του εργοδοτουμένου (βλέπε United Hotels (Lordos) Ltd ν. Ανδρούλας Σταύρου κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 515).  Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο κάθε εργοδότης έχει το δικαίωμα, μέσα στα πλαίσια της επιχειρηματικής του δράσης, να διενεργεί οποιαδήποτε αλλαγή ή αναδιοργάνωση σχετιζόμενη με τη λειτουργία της επιχείρησής του.  Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι οποιαδήποτε αλλαγή ή μορφή αναδιοργάνωσης που γίνεται από τον εργοδότη συνιστά ταυτόχρονα και λόγο πλεονασμού σύμφωνα με τις προλεγόμενες πρόνοιες του Νόμου. 

 

Καθώς έχει αναφερθεί στην απόφαση Α/φοι Γαλαταριώτη Λτδ ν. Παρασκευής Γρηγορά κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1985:

 

«Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, ο εκσυγχρονισμός ή αναδιοργάνωση ή οποιαδήποτε αλλαγή της επιχείρησης για να συνιστά βάσιμο λόγο πλεονασμού πρέπει να είναι τέτοιου βαθμού, σε έκταση και σοβαρότητα, ώστε να επιφέρει μεταβολή στη φύση των καθηκόντων του εργοδοτουμένου ή την κατάργηση τους ώστε το αποτέλεσμα να συνεπάγεται “ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων” κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 18(γ)(i) του Νόμου».

 

Απαραίτητη προϋπόθεση για απόδειξη ύπαρξης πλεονασμού λόγω αναδιοργάνωσης είναι η μεταβολή ή κατάργηση/μείωση των καθηκόντων εργασίας του απολυόμενου εργοδοτουμένου.  Στην υπόθεση S & G Colocassides Ltd v. Πολύβιος Λαζαρίδης κ.α. (1999) 1 ΑΑΔ 2181 σημειώθηκε ότι εφόσον τα καθήκοντα της θέσης που καταργήθηκε ή του εργοδοτουμένου που απολύθηκε για λόγους αναδιοργάνωσης παραμένουν και εκτελούνται από άλλον εργοδοτούμενο, η απόλυση του εργοδοτουμένου δεν μπορεί να συνιστά απόλυση για λόγους πλεονασμού σύμφωνα με τον Νόμο καθότι υπό διαφορετικές συνθήκες η οποιαδήποτε απόφαση του εργοδότη για μείωση του εργατικού δυναμικού της επιχείρησής του, θα μπορούσε να συνιστά πλεονασμό λόγω αναδιοργάνωσης χωρίς την εισδοχή του αντικειμενικού παράγοντα που σχετίζεται με την κατάργηση ή τη μεταβολή των καθηκόντων που κατείχε ο απολυθείς εργοδοτούμενος.

 

Στην υπόθεση Murray and Another v. Foyle Meats Ltd [1999] ICR 827 η Βουλή των Λόρδων στην απόφασή τους σημείωσαν ότι στις περιπτώσεις που το επίδικο ζήτημα αφορά απολύσεις λόγω, κατ’ ισχυρισμό, πλεονασμού το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει σε δύο ερωτήματα γεγονότων:

 

“The first is whether one or other of various states of economic affairs exists. In this case, the relevant one is whether the requirements of the business for employees to carry out work of a particular kind have diminished. The second question is whether the dismissal is attributable, wholly or mainly, to that state of affairs. This is a question of causation…………  there is no reason in law why the dismissal of an employee should not be attributable to a diminution in the employer’s need for employees irrespective of the terms of his contract of the function which he performed. Of course the dismissal of an employee who could perfectly well have been redeployed or who was doing work unaffected by the fall in demand may require some explanation  to establish the necessary causal connection. But this is a question of fact, not law..”

  

            Μια μέθοδος εξακρίβωσης του αν υπάρχει ή όχι πλεονασμός καθορίστηκε στην υπόθεση Hindle v. Percival Boats Ltd (1969) 1 ALL E.R. 836.  Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης αυτής, σε κάθε περίπτωση για να δικαιολογηθεί πλεονασμός πρέπει να διακριβωθούν οι πραγματικές απαιτήσεις της επιχείρησης και κατά πόσο αυτές μειώθηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Στη συνέχεια πρέπει να διακριβωθεί κατά πόσο οι συγκεκριμένες μειωμένες απαιτήσεις συνδέονται με τα καθήκοντα του εργοδοτουμένου που θα απολυθεί ως πλεονάζον.  Αν στη διαδικασία αυτή, με αντικειμενικά κριτήρια επιβεβαιωθεί ο επηρεασμός της εργασίας του εργοδοτουμένου, αυτός θεωρείται πλεονάζον προσωπικό. Στο σύγγραμμα C. GrunfeldThe Law of Redundancy”, 3rd Edition, Sweet & Maxwell στη σελίδα 124 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

Dismissals for redundancy will result in law only if the new system or technology caused the requirements of the business for employees to do work of a particular kind to cease or diminish.” 

 

Στο σύγγραμμα Π. Γ. Πολυβίου, ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Θεωρία και Πράξη, 2018 στις σελίδες 331 - 332 αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

«Ιδιαίτερα, όσο αφορά την αναδιοργάνωση της επιχείρησης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή (για να ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του Νόμου) θα πρέπει να συνεπάγεται την αλλαγή της δομής της επιχείρησης και/ή της λειτουργίας της, με τρόπο που να μειώνεται ο αριθμός των εργοδοτουμένων που είναι αναγκαίοι για να διεκπεραιώσουν τις σχετικές εργασίες. Συνήθως, η απόλυση αριθμού εργοδοτουμένων δεν συνιστά από μόνη της «αναδιοργάνωση» ή «αλλαγή στην οργάνωση» της επιχείρησης, απλώς και μόνο διότι μειώνεται ο αριθμός των εργοδοτουμένων. Η έννοια της «αναδιοργάνωσης» (όπως την ορίζει ο Νόμος και την εφαρμόζουν τα Δικαστήρια) είναι ότι ο εργοδότης έχει ενσκήψει στην δομή και την οργάνωση της επιχείρησης μετά από μελέτη της λειτουργίας της, και έχει καταλήξει στο συμπέρασμα μετά από μελέτη και έρευνα ότι θα πρέπει να υιοθετηθεί άλλο μοντέλο λειτουργίας που να είναι όχι μόνο πιο οικονομικά συμφέρον αλλά και πιο αποδοτικό. Το μοντέλο αυτό θα πρέπει να συνεπάγεται μείωση των θέσεων εργασίας και του απασχολούμενου προσωπικού».  

 

Στην υπόθεση Χρίστου Κυριακίδη ν. Ταμείου για Πλεονάζον Προσωπικό, Πολιτική  Έφεση Αριθμός 215/2011, ημερ. 21/12/2017  το Ανώτατο Δικαστήριο με παραπομπές στη νομολογία προέβηκε σε ανάλυση σχετικά με το πότε η αναδιοργάνωση εμπίπτει στα πλαίσια της νομοθετικής πρόνοιας του άρθρου 18 του Νόμου.  Παραθέτουμε πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην εν λόγω υπόθεση:

 

«Όσον αφορά το δεσπόζον ερώτημα κατά πόσο υπήρξε πλεονασμός, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτό που έπρεπε να αποφασίσει ήταν «κατά πόσον με την προσαχθείσα μαρτυρία αποδείχθηκε ότι η απόλυση του Αιτητή ήταν αποτέλεσμα αναδιοργάνωσης ή αναδιάρθρωσης της Εταιρείας, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την μείωση των αναγκαιούντων υπαλλήλων κατά τον ουσιώδη χρόνο», ως επίσης «κατά πόσον οι μειωμένες απαιτήσεις της επιχείρησης συνδέονται με το είδος των καθηκόντων του Αιτητή».  Πρόσθεσε δε ότι:

 

«Κανένας πλεονασμός δεν μπορεί να αποδειχθεί αντικειμενικά αν τα καθήκοντα των απολυθέντων λόγω πλεονασμού εργοδοτουμένων ανατίθενται σε άλλους εργοδοτούμενους ή αν τα καθήκοντα των απολυθέντων δεν εξέλιπαν και εκτελούνται από άλλους.»

 

Aφετηρία εξέτασης του ζητήματος πρέπει να είναι η επίμαχη πρόνοια, άρθρο 18(γ)(ι) του Νόμου, η οποία έχει ως εξής:

 

18. ∆ιά τους σκοπούς του παρόντος Νόµου, εργοδοτούµενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησίς του ετερµατίσθη—

(α) [..]

(β) [..]

(γ) ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζοµένων προς την λειτουργίαν της επιχειρήσεως: (i) εκσυγχρονισµού, µηχανοποιήσεως ή οιασδήποτε άλλης αλλαγής εις τας µεθόδους παραγωγής ή      οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθµόν των αναγκαιούντων εργοδοτουµένων·

 

[..]»

 

Όπως ερμηνεύτηκε η πρόνοια στη Α/φοι Γαλαταριώτη Λτδ ν Γρηγόρα κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 1985, ερμηνεία η οποία εφαρμόστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο,  για να συνιστά βάσιμο λόγο πλεονασμού, ο εκσυγχρονισμός ή αναδιοργάνωση ή οποιαδήποτε αλλαγή της επιχείρησης, πρέπει να είναι τέτοιου βαθμού, σε έκταση και σοβαρότητα, ώστε να επιφέρει μεταβολή στη φύση των καθηκόντων του εργοδοτουμένου ή την κατάργησή τους ώστε το αποτέλεσμα να συνεπάγεται «ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων» κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 18(γ)(i) του Νόμου.

 

Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε την έφεση με υπόμνημα S & G Colocassides Ltd v Λαζαρίδη κ.ά (1999) 1 ΑΑΔ 2181, όπου τα καθήκοντα της θέσης του απολυθέντος εφεσίβλητου 1 παρέμειναν και εκτελούνταν από άλλο.  Το Εφετείο απάντησε καταφατικά σε νομικό ερώτημα αν το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι υπήρχε φραστική κατάργηση της θέσης που δεν οδηγούσε σε απόλυση λόγω πλεονασμού, ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά ή εσφαλμένα τις διατάξεις του άρθρου 18(γ)(ι) του Ν.24/1967.

 

Η τελική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία μας επί του θέματος, σύμφωνα με την οποία η ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων, όπως προβλέπεται από την υπό αναφορά νομοθετική πρόνοια, συναρτάται με τη μεταβολή της φύσης των καθηκόντων του εργοδοτουμένου ή την μείωση τους σε βαθμό εξάλειψης τους.   

 

Η κάθε υπόθεση εξαρτάται, ασφαλώς, από τα δικά της δεδομένα. Η αναδιοργάνωση μιας επιχείρησης μπορεί να οδηγήσει ή να μην οδηγήσει σε πλεονασμό, ανάλογα με τη φύση και το αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης.  Βέβαια, τόσο στην Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ ν Γρηγόρα κ.ά (ανωτέρω) όσο και στην G Colocassides

Ltd ν Λαζαρίδη κ.ά (ανωτέρω) η συγκεκριμένη εργασία εκτελείτο μόνο από τον απολυθέντα υπάλληλο, με αποτέλεσμα η ανάθεση των καθηκόντων της θέσης του σε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα, τα οποία δεν ήταν προηγουμένως επιφορτισμένα με τα καθήκοντα αυτά, να μη συνεπαγόταν «ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων» για την εκτέλεση τους. 

 

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και έχοντας υπόψη το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πλείστα των καθηκόντων του εφεσείοντα ανατέθηκαν στον προ δύο μηνών διορισθέντα Εκτελεστικό Πρόεδρο και τα υπόλοιπα σε άλλους υφιστάμενους διευθυντές, δεν βρίσκουμε λόγο να παρέμβουμε στην πρωτόδικη ετυμηγορία. Ο εφεσείων, ουσιαστικά αντικαταστάθηκε, με αποτέλεσμα να μην επέλθει ως αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης, ελάττωση στον αριθμό των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων για την εκτέλεση της εργασίας που μόνο αυτός εκτελούσε πριν από την απόλυση του.  Ουσιαστικά δεν επήλθε κατάργηση της θέσης του (βλ. Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ ν Γρηγόρα κ.ά (ανωτέρω)).  Ακριβώς αντίθετη ήταν η περίπτωση στην υπόθεση Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ ν Γιαννούλας Χρίστου, Π.Ε. 148/12ημερ. 7.7.2017, όπου λόγω της κατάργησης της θέσης της εφεσείουσας κρίθηκε ότι θα έπρεπε να αποζημιωθεί από το Ταμείο Πλεονάζοντος προσωπικού.»

 

Από το σύνολο της ενώπιόν μας μαρτυρίας προκύπτει ότι ως μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι μετά το 2013 εκδόθηκε μια οδηγία του ΣΕΛΚ βάσει της οποίας τα γραφεία, τα οποία πρόσφεραν λογιστικές και ελεγκτικές εργασίες και βρίσκονταν κάτω από την εποπτεία του, όφειλαν να εφαρμόζουν, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν.188(Ι)/2007, συστήματα και διαδικασίες ώστε να εντοπίζονται συναλλαγές και δραστηριότητες οι οποίες μπορεί να συνδέονται με πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιόν μας ούτε εντοπίσαμε οτιδήποτε στις πρόνοιες του Ν.188(Ι)/2007 που να δεικνύει ότι  μετά το 2013 για να εξασκεί κάποιος τα καθήκοντα του book - keeper σε ένα γραφείο που προσφέρει λογιστικές και ελεγκτικές εργασίες  έπρεπε να είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος ή να έχει κάποιο δίπλωμα γνώσης της αγγλικής γλώσσας.  Το άρθρο 58 του Ν.188(Ι)/2007, όπως ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, προέβλεπε τα πιο κάτω:

 

«58. Πρόσωπο που διεξάγει χρηματοοικονομικές ή άλλες δραστηριότητες, οφείλει να εφαρμόζει επαρκή και κατάλληλα συστήματα και διαδικασίες σε σχέση με τα ακόλουθα:

(α) Τον προσδιορισμό ταυτότητας και την άσκηση δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 60-66 του παρόντος Νόμου ˙

(β) την τήρηση αρχείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68 του παρόντος Νόμου˙

(γ) την εσωτερική αναφορά και αναφορά στη ΜΟ.Κ.Α.Σ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 69 του παρόντος Νόμου˙

(δ) τον εσωτερικό έλεγχο, την αξιολόγηση και διαχείριση κινδύνου με σκοπό τη παρεμπόδιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

(ε) την ενδελεχή εξέταση κάθε συναλλαγής που κρίνεται ότι λόγω τη φύσεως της είναι ιδιαίτερα επιδεκτική ως προς το να συνδεθεί με αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και ιδίως των πολύπλοκων ή ασυνήθιστα μεγάλων συναλλαγών και όλων των ασυνήθιστων ειδών συναλλαγών που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό ή σαφή νόμιμο λόγο.

(στ) την ενημέρωση των εργοδοτουμένων του σχετικά με - (i) Τα συστήματα και τις διαδικασίες δυνάμει των παραγράφων (α) μέχρι (ε) του παρόντος άρθρου. (ii) την παρούσα νομοθεσία ˙ (iii) τις οδηγίες που εκδίδει η αρμόδια Εποπτική Αρχή, βάσει του εδαφίου (4) του άρθρου 59 του παρόντος Νόμου˙ (iv) τις εκάστοτε οδηγίες της Ευρωπαικής Ένωσης σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ˙

(η) την τακτική εκπαίδευση των εργοδοτουμένων του πάνω σε θέματα αναγνώρισης και χειρισμού συναλλαγών και δραστηριοτήτων οι οποίες πιθανόν να συνδέονται με αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.» 

 

Επίσης δεν τέθηκαν ενώπιόν μας στοιχεία που να δεικνύουν ότι οι οδηγίες του ΣΕΛΚ, για σκοπούς αδειοδότησης λογιστικών και ελεγκτικών γραφείων, απαιτούσαν οι εργοδοτούμενοι των λογιστικών και ελεγκτικών γραφείων που ασκούν καθήκοντα book - keeping να είναι κάτοχοι (α) πανεπιστημιακού πτυχίου και (β) διπλώματος γνώσης της αγγλικής γλώσσας.

 

Επομένως δεν αποδείχτηκε ότι κατά τον χρόνο τερματισμού της απασχόλησης της Αιτήτριας οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να απασχολούν την Αιτήτρια καθότι είχαν νομική υποχρέωση να εργοδοτήσουν άλλο πρόσωπο με συγκεκριμένα προσόντα στη θέση της.  Κατά τον χρόνο απόλυσης της Αιτήτριας δεν κατέστη επιβεβλημένη, από τον Ν.188(Ι)/2007 και τις οδηγίες του ΣΕΛΚ, η αλλαγή υπαλλήλου στη θέση εργασίας της Αιτήτριας και η αντικατάσταση της Αιτήτριας με πρόσωπο που κατείχε πανεπιστημιακό πτυχίο και δίπλωμα γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Συνακόλουθα δεν αποδείχτηκε ότι ήταν επιβεβλημένη η αλλαγή στην «ειδικότητα» του υπαλλήλου που ασκούσε καθήκοντα του book - keeper.

 

 Η κα Μαρνέρου ισχυρίστηκε γενικά και αόριστα ότι το πελατολόγιο των Καθ’ ων η Αίτηση 1 με την πάροδο του χρόνο μεγάλωσε και άλλαξε με την προσθήκη ξένων πελατών. Δεν έθεσε ενώπιόν μας οποιαδήποτε στοιχεία (1) που να επιβεβαιώνουν την εν λόγω θέση της και (2) που να εξηγούν με σαφήνεια, καθαρότητα και λεπτομέρεια με ποιο τρόπο αυτή η αλλαγή επηρέασε τα καθήκοντα της εργασίας ενός book - keeper στο γραφείο των Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Περιορίστηκε στο να πει μόνο ότι η γλώσσα επικοινωνίας με τους ξένους πελάτες ήταν η αγγλική και ότι η Αιτήτρια στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της εργασίας της ερχόταν σε επαφή με τους πελάτες όταν χρειαζόταν να προσκομίσουν τα απαραίτητα έγγραφα για τις καταχωρήσεις που θα προέβαινε η Αιτήτρια στα πλαίσια της εργασίας της στα λογιστικά βιβλία τους.  Ούτε έθεσε ενώπιόν μας στοιχεία που να δεικνύουν πόσο συχνά χρειαζόταν η Αιτήτρια να επικοινωνήσει με τους ξένους πελάτες των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και πόσο συχνά δεν μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί τους.  Περαιτέρω ενώ οι μάρτυρες των Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατέθεσαν ότι μετά το 2013 οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 εισήγαγαν νέα συστήματα και διαδικασίες με βάση τις απαιτήσεις του Ν.188(Ι)/2007 και των οδηγιών του ΣΕΛΚ, δεν έθεσαν ενώπιόν μας τις οδηγίες του ΣΕΛΚ ούτε αναφέρθηκαν με σαφήνεια και λεπτομέρεια στα νέα συστήματα και τις νέες διαδικασίες που εισήγαγαν με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην είναι σε θέση να αξιολογήσει κατά πόσον οι εν λόγω ισχυρισμοί των Καθ’ ων η Αίτηση 1 ευσταθούν ή όχι και σε περίπτωση που ευσταθούν αν επηρέασαν και σε ποιο βαθμό τα καθήκοντα εργασίας της Αιτήτριας. Ο κ. Σιακάς περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 (α) εισήγαγαν έξι έντυπα και ένα εγχειρίδιο εσωτερικών διαδικασιών στα αγγλικά (τα οποία έγγραφα δεν κατατέθηκαν ενώπιόν μας ούτε συσχετίστηκαν με τα καθήκοντα της Αιτήτριας) και (β) διοργάνωναν σεμινάρια και εκπαιδεύσεις σχετικά με τις νέες απαιτήσεις του επαγγέλματος σε ότι αφορά την πρόληψη «ξεπλύματος» χρήματος (χωρίς να μας αναφέρει με σαφήνεια ποιες ήταν αυτές οι νέες απαιτήσεις και τι ήταν ακριβώς αυτό που απαιτείτο στην πράξη από ένα εργοδοτούμενο στη θέση εργασίας της Αιτήτριας).  Δεν τέθηκε ενώπιόν μας οποιοδήποτε απτό στοιχείο που να επιβεβαιώνει τις εν λόγω θέσεις των μαρτύρων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 εκτός από το πρόγραμμα του σεμιναρίου του Αυγούστου 2015 (Τεκμήριο 6).  Δεν μας εξηγήθηκε λεπτομερώς με ποιο τρόπο τα νέα συστήματα και οι νέες διαδικασίες που υιοθέτησαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 επηρέασαν/ διαφοροποίησαν/ μετέβαλαν στην πράξη τα καθήκοντα της Αιτήτριας ως book-keeper ή ως επικεφαλής του τμήματος του λογιστηρίου των Καθ’ ων η Αίτηση 1 ώστε να είναι αναγκαία η απόλυσή της και η αντικατάστασή της με άτομο που είχε πανεπιστημιακό πτυχίο και δίπλωμα αγγλικής γλώσσας.  Δεν μας διευκρινίστηκε με ποιο τρόπο το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 6 συναρτάτο και συσχετιζόταν με τα καθήκοντα της θέσης εργασίας της Αιτήτριας.  Ενώ οι μάρτυρες των Καθ’ ων η Αίτηση 1 μας ανέφεραν ότι πλέον ήταν απαραίτητο για κάποιον που εκτελούσε τα καθήκοντα της εργασίας της Αιτήτριας να μπορεί να εντοπίζει πιθανές ύποπτες συναλλαγές, δεν μας ανέφεραν συγκεκριμένα τι ήταν ακριβώς αυτό που απαιτείτο πλέον από την Αιτήτρια ώστε να μπορεί να εντοπίσει τυχόν ύποπτες συναλλαγές κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της εργασίας της.  Ούτε τέθηκε ενώπιόν μας ποιο ήταν πλέον το αναγκαίο «τεχνικό υπόβαθρο» (όπως ανέφερε ο κ. Σιακάς) που έπρεπε να έχει κάποιος που εκτελούσε τα καθήκοντα της εργασίας της Αιτήτριας στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 μετά τις αλλαγές που είχαν εισαχθεί στον τρόπο λειτουργίας του γραφείου των Καθ’ ων η Αίτηση 1 βάσει του Ν.188(Ι)/2007 και των οδηγιών του ΣΕΛΚ με σκοπό την αναγνώριση πιθανών ύποπτων συναλλαγών των πελατών τους.  Σημειώνουμε ότι ενώ η κα Μαρνέρου υποστήριξε ότι είναι αδύνατο για κάποιον υπάλληλο σε ένα ελεγκτικό γραφείο να αντιληφθεί την ύπαρξη μιας ύποπτης συναλλαγής χωρίς να είναι απόφοιτος πανεπιστημίου, ο κ. Σιακάς δεν ανέφερε κάτι τέτοιο αλλά ισχυρίστηκε μόνο ότι απαιτείται καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας για «να μπορείς να εφαρμόσεις τις διαδικασίες κατά του «ξεπλύματος» χρήματος και να αντιληφθείς μια ύποπτη συναλλαγή».  Στο Τεκμήριο 5 ο κ. Σιακάς αναγράφει ότι η εφαρμογή του Ν.188(Ι)/2007 και των οδηγιών του ΣΕΛΚ «αντικειμενικά απαιτεί γνώσεις και εξειδίκευση σε θέματα λογιστικά - ελεγκτικά και ιδιαίτερα αυτών που σχετίζονται με τα διεθνή πρότυπα ελέγχου ….. και διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης» αλλά δεν μας εξήγησε την εν λόγω αναφορά του κατά την κατάθεσή του ενώπιόν μας.  Περαιτέρω ο κ. Σιακάς δεν μας εξήγησε με ποιο τρόπο οι οδηγίες και οι εκθέσεις συμμόρφωσης που εκδίδει ο ΣΕΛΚ, οι συστάσεις του οργανισμού Financial Action Task Force και οι εκθέσεις που αφορούν θέματα καταγραφής του «Economic Profile of each Client» και περιγραφής του «business rationale for establishing a business unit in Cyprus» και των «legitimacy of activities» και «enhanced due diligence and continuous monitoring of transactions» που ήταν στην αγγλική γλώσσα επηρέαζαν τα καθήκοντα της θέσης εργασίας της Αιτήτριας και δεν έθεσε ενώπιόν μας οποιαδήποτε συγκεκριμένα και σαφή στοιχεία που να δικαιολογούν τη θέση του ότι σημαντικό μέρος των εσωτερικών διαδικασιών και ενεργειών που πρέπει να γίνονται από υπαλλήλους ελεγκτικών γραφείων για συμμόρφωση με τις νομοθετικές και κανονιστικές απαιτήσεις για πρόληψη του «ξεπλύματος» χρήματος απαιτεί καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.  Δεν τέθηκε ενώπιόν μας συγκεκριμένη μαρτυρία που να εξηγεί ποιες ήταν οι εσωτερικές διαδικασίες και ενέργειες που έπρεπε να εκτελεί ένας υπάλληλος στη θέση εργασίας που είχε η Αιτήτρια ώστε να υπάρχει συμμόρφωση των Καθ’ ων η Αίτηση 1 με τις απαιτήσεις του Ν.188(Ι)/2007 και των οδηγιών του ΣΕΛΚ.  Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε κατά πόσον οι ισχυρισμοί του κ. Σιακά σε σχέση με την απαίτηση για καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και αν ναι, ποιο ήταν αυτό το επίπεδο της «καλής» γνώσης της αγγλικής γλώσσας.  Πέραν τούτου, δεν τέθηκε ενώπιόν μας οποιαδήποτε λεπτομέρεια σχετικά με τη νέα πρακτική που ισχυρίστηκαν οι μάρτυρες  των Καθ’ ων η Αίτηση 1 ότι υιοθέτησαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο σχετικά με την πρόληψη του «ξεπλύματος» χρήματος ως απαιτείτο από τον ΣΕΛΚ ούτε μαρτυρία που να συσχετίζει αυτή τη νέα πρακτική με τα καθήκοντα εργασίας της Αιτήτριας.

 

Θεωρούμε τις πιο πάνω αδυναμίες στη μαρτυρία των μαρτύρων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 ως τόσο ουσιαστικές που κλονίζουν την αξιοπιστία των εν λόγω μαρτύρων. Συνακόλουθα κρίνουμε ότι η μαρτυρία τους δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή οποιωνδήποτε ευρημάτων και συμπερασμάτων σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό για πλεονασμό της Αιτήτριας.  Ως εκ τούτου η εν λόγω μαρτυρία τους δεν γίνεται αποδεκτή.

 

Σημειώνουμε ότι αξιολογώντας τη μαρτυρία της Αιτήτριας δεν προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο που να δεικνύει ότι μετά το 2013 και μέχρι τον χρόνο που απολύθηκε διαφοροποιήθηκαν ή μεταβλήθηκαν σε ουσιαστικό βαθμό τα καθήκοντα της εργασίας της και/ή οι απαιτήσεις για την εξάσκηση των καθηκόντων της εργασίας της.

 

Στη βάση της πιο πάνω ανάλυσης της μαρτυρίας, είναι η κατάληξή μας ότι δεν έχει καταδειχθεί μέσα από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιόν μας ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο απόλυσης της Αιτήτριας υπήρχε ανάγκη απόλυσης της Αιτήτριας λόγω αλλαγών των μεθόδων παραγωγής ή οργανώσεως των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και/ή αλλαγών στις αναγκαίες ειδικότητες των εργοδοτουμένων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και/ή αναδιοργάνωσης και/ή εκσυγχρονισμού που να μεταβάλλει σε ουσιαστικό βαθμό τα καθήκοντα της εργασίας της Αιτήτριας.  Κατά συνέπεια βρίσκουμε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που τους βαρύνει να αποδείξουν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο απόλυσης της Αιτήτριας υφίσταντο λόγοι πλεονασμού στη βάση των εδαφίων (i) και (ii) της παραγράφου (γ) του άρθρου 18 του Νόμου που δικαιολογούσαν την απόλυση της Αιτήτριας.

 

Β. Απόλυση λόγω διαγωγής και/ή απόδοσης

 

Νομική Πτυχή

 

 (α) Μη ικανοποιητική απόδοση

Όπως έχει νομολογηθεί, το κριτήριο για το δικαιολογημένο ή μη της απόλυσης ενός εργοδοτουμένου είναι το εύλογο της κατάληξης του εργοδότη, ως λογικού εργοδότη να προβεί στον τερματισμό της εργοδότησης του εργοδοτουμένου υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις για τον συγκεκρμένο λόγο.  Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και δεν εξαρτάται από την υποκειμενική κρίση του εργοδότη.  Η απόφαση για απόλυση ενός εργοδοτουμένου θα πρέπει να βρίσκεται εντός των πλαισίων των λογικών αντιδράσεων ενός λογικού εργοδότη υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις για τον συγκεκριμένο λόγο βάσει των ενώπιόν του στοιχείων («within the band of reasonable responses of reasonable employer»).  Κατά την άσκηση του δικαιώματός του για απόλυση ενός εργοδοτουμένου ο λογικός και συνετός εργοδότης οφείλει να τηρήσει μια σωστή διαδικασία (a fair procedure) κατά την οποία τα δικαιώματα του εργοδοτουμένου θα είναι πλήρως σεβαστά πριν τη λήψη της απόφασης απόλυσής του[2] (Κακοφεγγίτου v. Kυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 603, Kynigos Hotels Limited v. Γιωργούλλας Χρίστου, (2004) 1 Α Α.Α.Δ. 665, Galatariotis Telecommunications Ltd v. Σωτήρη Βασιλείου (2003) 1 Α.Α.Δ. 318).

          

Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία, στις περιπτώσεις που ο εργοδοτούμενος απολύθηκε λόγω μη ικανοποιητικής εκτέλεσης των εργασιακών καθηκόντων του, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσον ένας λογικός εργοδότης θα δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις να απολύσει ένα εργοδοτούμενο για αυτή την μη ικανοποιητική εκτέλεση της εργασίας[3].  Για να απαντηθεί το εν λόγω ερώτημα θα πρέπει να εξεταστούν τα πιο κάτω τρία ζητήματα:

 

(1)          Κατά πόσον ο εργοδότης είχε εύλογους λόγους να καταλήξει στο  συμπέρασμα  ότι η απόδοση του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνο της απόλυσης ήταν τέτοιας φύσης και ποιότητας που δικαιολογεί την απόλυσή του[4].  Αυτό που πρέπει να αποφασιστεί είναι κατά πόσον ο εργοδότης είχε ενώπιόν του υλικό το οποίο τον ικανοποιούσε ότι ο εργοδοτούμενος δεν είναι ικανός να εκτελέσει τα εργασιακά του καθήκοντα και στο οποίο μπορούσε εύλογα να βασιστεί για να πάρει την απόφαση απόλυσης.  Ο εργοδότης έχει το βάρος να προσκομίσει μαρτυρία που να δεικνύει τη μη ικανοποιητική εκτέλεση της εργασίας από τον εργοδοτούμενο.  Η μαρτυρία που χρειάζεται για να αποδειχτεί η ανεπαρκής απόδοση που δικαιολογεί απόλυση διαφέρει από εργασία σε εργασία και εκτός από τα αποτελέσματα της εργασίας του εργοδοτουμένου λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη του εργοδότη που σχημάτισε παρακολουθώντας την απόδοση του εργοδοτουμένου υπό την προϋπόθεση ότι η γνώμη αυτή είναι γνήσια[5].      

(2)          Κατά πόσον ο εργοδότης προέβηκε σε εύλογες προσπάθειες να προειδοποιήσει τον εργοδοτούμενο για την απόδοσή του και ότι υπάρχει το ενδεχόμενο απόλυσής του και να εξακριβώσει κατά πόσον ο εργοδοτούμενος μπορεί να βελτιωθεί.  Στην James v. Waltham Holy Cross UDC [1973] ICR 398 λέχθηκαν τα εξής: “An employer should be very slow to dismiss upon the grounds that the employee is incapable of performing the work which he is employed to do, without first telling the employee of the respects in which he is failing to do his job adequately, warning him of the possibilities or likelihood of dismissal on this ground and giving him an opportunity of improving his performance.”  Το House of Lords στην απόφαση του Polkey v. AE Dayton Services Ltd [1988] ICR 142 παρατήρησε ότι στην πλειοψηφία των υποθέσεων οι εργοδότες δεν θα μπορούν να θεωρηθούν ότι ενήργησαν εύλογα απολύοντας ένα εργοδοτούμενο για ανεπαρκή απόδοση εκτός αν έχουν δώσει στον εργοδοτούμενο προηγουμένως δίκαιες προειδοποιήσεις και την ευκαιρία να βελτιωθεί.  Στο σύγγραμμα St. D. Anderman (πιο πάνω) στη σελ.231 αναφέρονται τα πιο κάτω: “…tribunals may decide that a dismissal is unfair because employers have not met the standard of all ‘reasonable employers’ in respect of communicating their dissatisfaction to the employee, with an adequate indication of the employee’s shortcomings as well as providing an adequate indication that his job has been placed in jeopardy by these shortcomings. Moreover tribunals remain entitled to find a dismissal unfair where the employer fails to provide the employee with a reasonable opportunity to demonstrate an improvement”[6].  Στην υπόθεση McPhail v. Gibson [1977] ICR 42 αναφέρθηκε ότι η προειδοποίηση μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντική για ένα ανώτερο εργαζόμενο (senior employee) εφόσον οποιοσδήποτε εργοδοτούμενος σε οποιαδήποτε κλίμακα πρέπει να γνωρίζει ότι θέτει την εργασία του σε ρίσκο με την ανικανότητα ούτως ώστε να έχει την ευκαιρία να βελτιωθεί. Στην περίπτωση που ένας εργοδότης προειδοποιήσει τον εργοδοτούμενο ότι κινδυνεύει να απολυθεί και στη συνέχεια τον απολύσει χωρίς να του δώσει μια δίκαιη ευκαιρία να βελτιωθεί ή χωρίς να αφήσει να περάσει μια επαρκής περίοδος ώστε να μπορεί να κρίνει κατά πόσον υπήρξε μια βελτίωση, τότε η απόλυση μπορεί να θεωρηθεί ως παράνομη.  Το ερώτημα, τι συνιστά εύλογη περίοδος, εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.  Η φύση της εργασίας, η περίοδος υπηρεσίας του εργοδοτουμένου, η θέση και η προηγούμενη εργασιακή απόδοση του εργοδοτουμένου είναι σχετικοί παράγοντες.  Στην υπόθεση Evans v. George Galloway&Co [1974] IRLR 167 κρίθηκε ότι πέντε (5) εβδομάδες δεν είναι αρκετή περίοδος για ένα υπεύθυνο που εργαζόταν έξι (6) χρόνια.  Στην υπόθεση Sibun v. Modern Telephones Ltd [1976] IRLR 81 αναφέρθηκε ότι τρία (3) χρόνια θα ήταν κατάλληλη περίοδος για ένα πωλητή που εργαζόταν αποδοτικά για 20 χρόνια.  Σημειώνουμε ότι η ύπαρξη προηγούμενων προειδοποιήσεων - παρατηρήσεων, ο αριθμός αυτών, αν αυτές ήταν δικαιολογημένες, το περιεχόμενο της κάθε παρατήρησης, οι ημερομηνίες που δόθηκαν και ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ αυτών είναι θέματα τα οποία το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει κατά την απόφανσή του κατά πόσον ο εργοδότης λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες παρατηρήσεις ενήργησε εντός των λογικών πλαισίων αποφασίζοντας την απόλυση του εργοδοτουμένου[7]

(3)          Κατά πόσον ο εργοδότης αποφασίζοντας την απόλυση του εργοδοτουμένου στη βάση της μη ικανοποιητικής απόδοσης ενήργησε εύλογα λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της περίπτωσης όπως π.χ. την προηγούμενη εργασιακή συμπεριφορά που επέδειξε ο εργοδοτούμενος, τα χρόνια υπηρεσίας του εργοδοτουμένου, τη συμπεριφορά του εργοδότη προς τον εργοδοτούμενο και το αν ο εργοδότης τήρησε τις υποχρεώσεις προς τον εργοδοτούμενο παρέχοντας του όλα τα αναγκαία εφόδια και την αναγκαία επίβλεψη, εκπαίδευση και στήριξη για την εκτέλεση των εργασιακών καθηκόντων του εργοδοτουμένου[8].  Στο σύγγραμμα St. D. Anderman (πιο πάνω) στις σελίδες 232-234 αναφέρονται τα πιο κάτω: “Where an employer has omitted to discharge one of his responsibilities towards the employee, it may be regarded by employment tribunals as a circumstance which makes it unreasonable to dismiss the employee for incapability. For example, where management can be shown to have failed to meet its general responsibility under the Code of Practice to organize work effectively by giving an adequate definition to the job to be done and providing adequate supervision, training or support, a tribunal may conclude ‘that the (employee) was not wholly to blame for his deficiencies and shortcomings and the responsibility for them must be substantially with the (employers) themselves’. ……. Where an employee has had a long record of good service in the past, this is a factor that may be taken into account by tribunals in judging the reasonableness of the management’s decision to dismiss. Furthermore, where an employee’s past record has been such as to result in promotion, …., this may be viewed by tribunals as increasing the degree of responsibility to be borne by management.”    

 

Τονίζουμε ότι σύμφωνα με την αγγλική νομολογία η νομιμότητα μιας απόλυσης που οφείλεται στην παράλειψη του εργοδοτουμένου να εκτελέσει την εργασία του κατ’ εύλογο ικανοποιητικό τρόπο, εξαρτάται από το εάν ο εργοδότης εφάρμοσε σωστά την αρχή της λογικότητας.  Σημειώνουμε ότι η πρόνοια του άρθρου 5(α) του Νόμου απαιτεί «λογική αποτελεσματικότητα» («reasonable efficiency») και όχι «μέγιστη αποτελεσματικότητα» («utmost efficiency») και όπως αναφέραμε πιο πάνω το τι συνιστά λογική αποτελεσματικότητα ή απαιτούμενη επάρκεια στην εργασία είναι θέμα βαθμού που εξαρτάται από τα γεγονότα και τα περιστατικά που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση[9].      

 

Σε αυτό το σημείο σημειώνουμε ότι από το γράμμα της πρόνοιας του άρθρου 5(α)  του Νόμου φαίνεται ότι η ικανότητα ενός εργοδοτούμενου να εκτελέσει την εργασία του συναρτάται με την επιδεξιότητα, την έμφυτη κλίση, την υγεία ή οποιοδήποτε άλλο διανοητικό ή φυσικό στοιχείο του εργοδοτουμένου και όχι από τα προσόντα του (πτυχίο, δίπλωμα ή οποιοδήποτε άλλο ακαδημαϊκό ή επαγγελματικό προσόν που σχετίζεται  με τη θέση εργασίας του εργοδοτουμένου).  Στην αγγλική εργατική νομοθεσία και στη σχετική νομολογία υπάρχει ξεκάθαρη διάκριση της ικανότητας του εργοδοτουμένου από τα προσόντα του εργοδοτουμένου ενώ στο άρθρο 5(α) του Νόμου γίνεται αναφορά μόνο σε παράλειψη εκτέλεσης εργασίας με ικανοποιητικό τρόπο και στην επιφύλαξη γίνεται αναφορά σε ανικανότητα.  Με βάση τις πρόνοιες της αγγλικής νομοθεσίας (Employment Relations Act 1996 section 98(2) (a) και (3)) ο λόγος απόλυσης ενός εργοδοτουμένου που σχετίζεται με την ικανότητα[10] ή τα προσόντα[11] ενός εργοδοτουμένου να εκτελεί την εργασία του ή το είδος της εργασίας για την οποία προσλήφθηκε από τον εργοδοτούμενο να εκτελεί είναι ένας από τους νόμιμους λόγους απόλυσης. 

 

(β) Αρνητική εργασιακή συμπεριφορά / εργασιακά παραπτώματα που δικαιολογούν απόλυση

 Σημειώνουμε ότι είναι θεμελιώδης αρχή του εργατικού δικαίου ότι η εργασιακή σχέση είναι σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ότι τερματισμός της εργασιακής σχέσης δικαιολογείται όταν η συμπεριφορά του εργοδοτούμενου ήταν τέτοια που κλόνισε τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδότη - εργοδοτούμενου ώστε να καθίσταται για τον εργοδότη αδύνατη η συνέχισή της.  Για να διατηρηθεί το κλίμα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργοδοτούμενο, ο εργοδοτούμενος κατά τη διάρκεια της σχέσης του με τον εργοδότη του έχει την υποχρέωση να τηρεί καλόπιστη συμπεριφορά, να επιδεικνύει την πρέπουσα διαγωγή και «να κάνει το καλύτερο δυνατό για την επιτυχία των σκοπών και συμφερόντων του εργοδότη και να παραλείπει να κάνει οτιδήποτε μπορεί να βλάψει τα συμφέροντα του εργοδότη του» (Ι. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, Γ΄ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, σελ.562)[12].  Σύμφωνα με τη νομολογία, η άμεση απόλυση ως δραστικό μέτρο θα πρέπει να λαμβάνεται μόνο σε ιδιαίτερες περιστάσεις (Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ v. Γιώργου Κόγια(2006) 1 Β Α.Α.Δ. 1227, Kanika Developments Ltd ν. Λουκά (2004) 1 A.A.Δ. 603).  Καμιά διαγωγή ή συμπεριφορά εκ μέρους του εργοδοτούμενου η οποία δεν ενέχει το στοιχείο του σοβαρού παραπτώματος, δεν είναι δυνατό να λεχθεί ότι δικαιολογεί τον χωρίς προειδοποίηση τερματισμό της απασχόλησης του εργοδοτούμενου (Αναστασία Κασάπη ν. Technoplastics Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 919).  Το κριτήριο για το δικαιολογημένο ή μη της απόλυσης ενός εργοδοτουμένου λόγω της διαγωγής που επέδειξε εντός των πλαισίων του Νόμου (α) είναι αντικειμενικό και δεν εξαρτάται από την υποκειμενική κρίση του εργοδότη και (β) είναι το εύλογο της κατάληξης του εργοδότη ως λογικού εργοδότη να προβεί στον τερματισμό της εργοδότησης του εργοδοτουμένου υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις για τον συγκεκριμένο λόγο[13].  Η απόφαση για απόλυση ενός εργοδοτουμένου θα πρέπει να βρίσκεται εντός των πλαισίων των λογικών αντιδράσεων ενός λογικού εργοδότη υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις για τον συγκεκριμένο λόγο βάσει των ενώπιόν του στοιχείων[14] («within the band of reasonable responses of reasonable employer») (βλ. επίσης Πολ. Έφεση 103/2012 Μ. Γεωργίου ν. Columbia World Wide Movers Ltd ημερ.07/07/2017[15]).  Στην προσπάθειά του το Δικαστήριο να καταλήξει σε εύλογα συμπεράσματα θα πρέπει να εξετάζει την κάθε περίπτωση στα πλαίσια των δικών της γεγονότων ώστε να αποφασίζει κατά πόσο υπό τις περιστάσεις αντικειμενικά δικαιολογείται η συνοπτική απόλυση του εργοδοτουμένου.  Να σημειωθεί ότι για μία μεμονωμένη πράξη αμέλειας ή ένα παράπτωμα δεν δικαιολογείται απόλυση χωρίς προειδοποίηση εκτός αν συνοδεύεται από σοβαρές συνέπειες (ΚΕΜ (Taxi) Ltd v. Anastasios Tryphonos [1968] 1 CLR 52, Avghi Constantinidou v. F. W. Woolworth & Co (Cyprus) Ltd [1980] 1 CLR 302).  Σημειώνουμε ότι οι πιο πάνω αποφάσεις βασίστηκαν στην αγγλική νομολογία αναφορικά με τη δικαιοδοσία εξέτασης κατά πόσο μία απόφαση για απόλυση είναι παράνομη και αδικαιολόγητη κατά παράβαση της σχετικής εργατικής νομοθεσίας (unfair dismissal jurisdiction) η οποία αναγνωρίζει (α) ότι σοβαρή κακή διαγωγή (gross misconduct) που δικαιολογεί άμεση απόλυση προϋποθέτει ότι η υπό εξέταση συμπεριφορά είναι ηθελημένη και εσκεμμένη και (β) ότι συγκεκριμένες κατηγορίες κακής διαγωγής όπως κλοπή, επίδειξη βίας, εσκεμμένη ανυπακοή νόμιμης και λογικής εντολής του εργοδότη, σοβαρή αμέλεια και διεξαγωγή ανταγωνιστικής εργασίας συνιστούν αναγνωρισμένες κατηγορίες σοβαρής κακής εργασιακής διαγωγής[16].  Η εν λόγω αγγλική νομολογία εξαρτά τη νομιμότητα της απόλυσης από το κατά πόσον ο εργοδότης εφάρμοσε σωστά την αρχή της λογικότητας (″reasonableness″) υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.  Εξετάζεται κατά πόσον ένας λογικός εργοδότης εύλογα υπό τις περιστάσεις της περίπτωσης (α) θα αποφάσιζε ότι η διαγωγή που επέδειξε ο εργοδοτούμενος από μόνη της ήταν τόσο σοβαρή που να επισύρει την ποινή της απόλυσης και (β) θα τερμάτιζε την απασχόληση του εργοδοτουμένου.  Εντός του πλαισίου εξέτασης του δεύτερου ερωτήματος στοιχεία όπως η προηγούμενη εργασιακή διαγωγή του εργοδοτουμένου, η δικαιολογία/εξήγηση που δίνεται από τον εργοδοτούμενο για την επίδειξη της μεμπτής διαγωγής, η στάση του εργοδοτουμένου, οι πράξεις και οι παραλείψεις του εργοδότη λαμβάνονται υπόψη.

 

(γ) Δικαίωμα ακρόασης του εργοδοτουμένου πριν την απόλυσή του

 Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση στην υπόθεση Κακοφεγγίτου (πιο πάνω) αναφερόμενο στο Άρθρο 7 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης Περί Τερματισμού της Απασχόλησης του 1985 (Ν.45/85)[17] το οποίο προβλέπει ότι:  «Η απασχόληση εργαζομένου δεν πρέπει να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με τη συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα», σημείωσε ότι: 

 

«Στη διαπίστωση του εύλογου της απόφασης για απόλυση είναι που έχει τη θέση της η αρχή του άρθρου 7, καθ΄ όσον συμπέρασμα βασισθέν σε στοιχεία, όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται, που δεν έχουν απαντηθεί από τον υπάλληλο με την προβολή και της δικής του θέσης υπόκεινται σε ανάλογη αδυναμία και αμφιβολία.  Η παροχή της δυνατότητας στον υπάλληλο να υπερασπίσει τον εαυτό του και να προβάλει τη θέση του όμως δεν συναρτάται προς την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας προνοούμενης σε κανονισμούς ή ταυτιζόμενης με πειθαρχικές διαδικασίες.  Είναι, όπως ορθά αντελήφθη το Δικαστήριο, θέμα ουσίας.»

 

 

Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται για να δοθεί στον εργοδοτούμενο η ευκαιρία να ανατρέψει ή να αποδυναμώσει την ακρίβεια των γεγονότων και των πληροφοριών επί των οποίων στηρίζεται ο εργοδότης για τη σχεδιαζόμενη απόλυση και  να δοθεί η ευκαιρία στον εργοδοτούμενο να εξηγήσει τη συμπεριφορά του και να θέσει ενώπιον του εργοδότη οποιουσδήποτε μετριαστικούς παράγοντες. Περαιτέρω η άμεση επαφή εργοδότη-εργοδοτουμένου μπορεί να συμβάλει στην αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης που για κάποιο λόγο διαταράχτηκε και έτσι να αποφευχθεί η λήψη του μέτρου της απόλυσης.  Το εν λόγω δικαίωμα του εργοδοτουμένου δεν είναι απόλυτο.  Στις περιπτώσεις όπου τα γεγονότα δεν μπορούν αντικειμενικά να αμφισβητηθούν ή ομολογούνται από τον εργοδοτούμενο, η συζήτηση του εργοδότη με τον εργοδοτούμενο μπορεί να παραλειφθεί (West Midlands Cooperative Society Ltd v. Tipton (1986) 1 ALL ER 513 (House of Lords)).  Στο σύγγραμμα St. D. Anderman (πιο πάνω) στη σελ.168 αναφέρονται τ΄ ακόλουθα: «… in cases where it is obvious at the time of dismissal that the employee΄s statement can provide no further information that will affect the result or is otherwise ‘futile’ then a failure to provide a hearing can be excused». 

 

Στην Polkey v. A.E. Dayton Services Ltd (πιο πάνω) τονίστηκε ότι το κριτήριο για το εύρος των λογικών αντιδράσεων του εργοδότη εφαρμόζεται και στο ερώτημα κατά πόσον πριν την απόλυση ο εργοδότης τήρησε μία λογική, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, διαδικασία και εντός του πλαισίου αυτού του ερωτήματος εξετάζεται και το ζήτημα του δικαιώματος της ακρόασης.  Στην υπόθεση Burns v. Turboflex Ltd EAT 377/96 το Employment Appeal Tribunal σημείωσε ότι η αποτυχία του εργοδότη να δώσει στον εργοδοτούμενο την ευκαιρία και τη δυνατότητα να αντικρούσει τα συμπεράσματα του εργοδότη σε σχέση με τους λόγους της ανεπαρκούς απόδοσής του και την ικανότητά του να εκτελεί τα εργασιακά καθήκοντά του σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εργοδότη πριν την απόλυση του εργοδοτουμένου (εάν δεν τον ενημέρωσε προηγουμένως για τη μη ικανοποίησή του σε σχέση με την εργασιακή απόδοσή του και τους λόγους που στηρίζει το συμπέρασμά του για μη ικανοποιητική απόδοση), οδηγεί στην κατάληξη ότι η απόλυση του εργοδοτουμένου είναι παράνομη εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο (‘futile’) ή τελείως ανώφελο (‘utterly useless’). 

 

Π

(δ) Γεγονότα που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κατά την απόφανσή του σε ότι αφορά το ζήτημα της νομιμότητας της απόλυσης του εργοδοτουμένου     

Αποτελεί βασική αρχή ότι η εξέταση, από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, τόσο του λόγου της απόλυσης όσο και της λογικότητας της απόλυσης του εργοδοτουμένου βασίζεται και περιορίζεται στα γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά κατά τον χρόνο της απόλυσης του εργοδοτουμένου.  Η κρίση του Δικαστηρίου επί του εν λόγω θέματος θα πρέπει να βασιστεί στα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και στα οποία στηρίχτηκε ο εργοδότης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης απόλυσης του εργοδοτουμένου[18] καθώς και στα στοιχεία που εύλογα θα μπορούσαν να περιέλθουν στη γνώση του κατά τον χρόνο απόλυσής του εργοδοτουμένου.  Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4th edition, Vol.16(1B) στη σελ. 103, παραγ. 645 αναφέρονται τ’ ακόλουθα:

 

“It is a central principle of unfair dismissal law that the fairness of a dismissal should be determined on the facts  as known to the employer at the time of dismissal. In contrast to the common law on wrongful dismissal, an employer cannot rely on subsequently discovered facts, especially misconduct by the employee, to justify a dismissal that was unfair on the facts known at the time.”      

 

 

Ανάλυση Μαρτυρίας

 

Παρατηρούμε τα πιο κάτω σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία των μαρτύρων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 σε σχέση με την εργασιακή απόδοση και συμπεριφορά της Αιτήτριας:

 

(α) Σε συνέχεια των όσων αναφέραμε πιο πάνω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της κας Μαρνέρου και του κ. Σιακκά σχετικά με τον ισχυρισμό για τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας για λόγους πλεονασμού, τονίζουμε ότι ενώ οι μάρτυρες των Καθ’ ων η Αίτηση 1 μας ανέφεραν ότι πλέον ήταν απαραίτητο για κάποιον που εκτελούσε τα καθήκοντα της εργασίας της Αιτήτριας να μπορεί να εντοπίζει πιθανές ύποπτες συναλλαγές, δεν μας ανέφεραν συγκεκριμένα τι ήταν ακριβώς αυτό που απαιτείτο πλέον από την Αιτήτρια ώστε να μπορεί να εντοπίσει τυχόν ύποπτες συναλλαγές κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της εργασίας της ούτε μας ανέφεραν με σαφήνεια και λεπτομέρεια τι ήταν αυτό που δεν έκανε ή δεν μπορούσε να κάνει η Αιτήτρια εκτελώντας τα καθήκοντα της εργασίας της σε συνάρτηση με τη νέα πρακτική και διαδικασία που υιοθέτησαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1, είτε λόγω του επιπέδου των αγγλικών που γνώριζε είτε λόγω των ικανοτήτων της ως λογίστρια, ώστε να μπορεί να εντοπίσει ύποπτες συναλλαγές. Περαιτέρω, δεν τέθηκε ενώπιόν μας ξεκάθαρα, με τη συνοδεία απτών στοιχείων, ποιο ήταν πλέον το αναγκαίο «τεχνικό υπόβαθρο»[19] (όπως ανέφερε ο κ. Σιακάς) που έπρεπε να έχει κάποιος που εκτελούσε τα καθήκοντα της εργασίας της Αιτήτριας στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 μετά τις αλλαγές που είχαν εισαχθεί στον τρόπο λειτουργίας του γραφείου των Καθ’ ων η Αίτηση 1, βάσει του Ν.188(Ι)/2007 και των οδηγιών του ΣΕΛΚ, με σκοπό την αναγνώριση πιθανών ύποπτων συναλλαγών των πελατών τους.  Οι θέσεις τους σχετικά με τη μη επαρκή εργασιακή απόδοση της Αιτήτριας και τη μη ικανότητά της να εκτελεί τα καθήκοντα της εργασίας της σύμφωνα με τις νέες νομοθετικές και κανονιστικές απαιτήσεις που επιβλήθηκαν στα λογιστικά και ελεγκτικά γραφεία τέθηκαν ενώπιόν μας με γενικότητα και αοριστία χωρίς το συγκεκριμένο πραγματικό υπόβαθρο που τις στηρίζει αφού δεν δόθηκαν στο Δικαστήριο οι λεπτομέρειες που να επιβεβαιώνουν και να δικαιολογούν τους ισχυρισμούς που προέβαλαν με τη μαρτυρία τους.  Η μαρτυρία της κας Μαρνέρου ήταν γενική και αόριστη αφού η κα Μαρνέρου δεν μας ανέφερε με σαφήνεια και λεπτομέρεια συγκεκριμένα περιστατικά στα οποία στήριζε τους ισχυρισμούς της ότι η Αιτήτρια δεν εκτελούσε ικανοποιητικά τα καθήκοντα της θέσης της. Ενώ υποστήριζε ότι η Αιτήτρια είχε πρόβλημα συνεννόησης στην αγγλική γλώσσα με τους ξένους πελάτες των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και ότι δεν μπορούσε να αντιληφθεί τις απαιτήσεις του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου για την πρόληψη του «ξεπλύματος» χρήματος και/ή δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει μια ύποπτη συναλλαγή για να την αναφέρει στον Λειτουργό Συμμόρφωσης των Καθ’ ων η Αίτηση 1, δεν έθεσε ενώπιόν μας με λεπτομέρεια συγκεκριμένα περιστατικά που να επιβεβαιώνουν τις εν λόγω θέσεις της.  Το μόνο που ανέφερε προς το τέλος της αντεξέτασής της ήταν ότι η Αιτήτρια απέτυχε να αναγνωρίσει μια πληρωμή από πελάτη που έγινε για την εκτέλεση μιας δολοφονίας με αποτέλεσμα να κληθούν εκπρόσωποι των Καθ’ ων η Αίτηση 1 να καταθέσουν στην αστυνομία.  Δεν έθεσε ενώπιόν μας οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια σχετικά με τον τελευταίο ισχυρισμό της.  Δεν μας ανέφερε πότε κλήθηκαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 στην αστυνομία, δηλαδή δεν μας ανέφερε πότε οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 διαπίστωσαν την εν λόγω κατ’ ισχυρισμό παράλειψη της Αιτήτριας.  Ούτε μας εξήγησε πώς η Αιτήτρια υπό τις περιστάσεις ενώ όφειλε και μπορούσε να αντιληφθεί την εν λόγω πράξη από τα δεδομένα που είχε ενώπιόν της απέτυχε να το πράξει.  Μας ξενίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι δεν ανέφερε αυτό το περιστατικό προηγουμένως στη μαρτυρία της, είτε στην κυρίως εξέτασή της είτε κατά την αντεξέτασή της, όταν ερωτάτο πώς διαπίστωσε την ανικανότητα της Αιτήτριας.  Επίσης μας φαίνεται παράξενο ότι δεν μας ανέφερε πότε έγινε αυτό το περιστατικό, αν έγινε οποιαδήποτε σχετική παρατήρηση στην Αιτήτρια και ότι σε υποβολή που της έγινε ότι ουδέποτε η Αιτήτρια έθεσε σε κίνδυνο τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 λόγω μη αναγνώρισης πράξης πληρωμής για μια εκτέλεση δολοφονίας περιορίστηκε στο να πει ότι αυτή ως ιδιοκτήτρια των Καθ’ ων η Αίτηση 1 οφείλει να μειώσει το ρίσκο του γραφείου να μην συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις για την πρόληψη του «ξεπλύματος» χρήματος.  Ενώ οι τότε δικηγόροι των Καθ’ ων η Αίτηση 1 ένα χρόνο μετά την απόλυση της Αιτήτριας στην επιστολή τους Τεκμήριο 7 ανέγραψαν ότι η Αιτήτρια λόγω της αδυναμίας της να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της εργασίας της προκάλεσε οικονομική ζημιά στους Καθ’ ων η Αίτηση 1, η κα Μαρνέρου δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε αναφορά σε σχέση με τον εν λόγω ισχυρισμό. Ερωτώμενη κατά την αντεξέτασή της πώς αυτή έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις νέες απαιτήσεις του επαγγέλματος σε σχέση με την πρόληψη του «ξεπλύματος» χρήματος, απάντησε ότι της το είπε η ίδια η Αιτήτρια χωρίς να διευκρινίσει πότε και τι ακριβώς είπε η Αιτήτρια.  Ενώ ισχυρίστηκε ότι πρόσφερε στην Αιτήτρια μαθήματα κατάρτισης στην αγγλική γλώσσα και ότι στην πορεία η Αιτήτρια αρνείτο να παρευρίσκεται καθώς δεν καταλάβαινε, δεν έθεσε ενώπιόν μας το πραγματικό υπόβαθρο που να στηρίζει την εν λόγω θέση της.  Ενώ προέβαλε τη θέση ότι είχε λάβει παράπονα από πελάτες ότι δεν μπορούν να συνεννοηθούν με την Αιτήτρια στα αγγλικά, δεν μας ανέφερε οποιοδήποτε σχετικό παράπονο ούτε ανέφερε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό. Όταν ερωτήθηκε πού είναι τα κατ’ ισχυρισμό παράπονα των πελατών, απάντησε ότι δεν τα έχει μαζί της και ότι αν της δοθεί χρόνος θα τα φέρει στο Δικαστήριο και στη συνέχεια είπε ότι τα εν λόγω παράπονα «δεν είναι του παρόντος».  Ο κ. Σιακάς κατά την κυρίως εξέτασή του ισχυρίστηκε ότι η Αιτήτρια δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της εργασίας της όπως αυτά έπρεπε να εκτελούνται με βάση τον Ν.188(Ι)/2007 και τις οδηγίες του ΣΕΛΚ, αφού «δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τα νέα δεδομένα λόγω της κακής γνώσης της αγγλικής γλώσσας παρά την εκπαίδευση την οποία η κα Μαρνέρου προσπάθησε να παρέχει», επικαλούμενος γενικά και αόριστα τη δική του επαγγελματική γνώμη και τη συμμετοχή της Αιτήτριας σε εκπαιδευτικά σεμινάρια που προσέφερε στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 στα οποία συμμετείχε η Αιτήτρια. Κατά την αντεξέτασή του είπε ότι δεν εξέταζε τους συμμετέχοντες στα σεμινάρια για να δει κατά πόσον είχαν κατανοήσει τι απαιτείτο από αυτούς από τον Ν.188(Ι)/2007 και τις οδηγίες του ΣΕΛΚ σχετικά με την πρόληψη «ξεπλύματος» χρήματος αλλά σημείωσε με γενικότητα  ότι κατά τη διάρκεια του σεμιναρίου γίνεται διάλογος με τους εκπαιδευόμενους για να δει κατά πόσον αντιλαμβάνονται τι απαιτείται από αυτούς και σε ότι αφορά την Αιτήτρια μέσα από αυτόν τον διάλογο διαπίστωσε ότι η Αιτήτρια δεν έφτασε στο επίπεδο που έπρεπε να φτάσει (δεν μας διευκρίνισε ποιο ήταν αυτό το επίπεδο ούτε ακριβώς πώς κατέληξε στην εν λόγω διαπίστωση) για να εκτελεί τα καθήκοντα της εργασίας της βάσει των απαιτήσεων του Ν.188(Ι)/2007 και των οδηγιών του ΣΕΛΚ. Δεν μας ανέφερε κάτι συγκεκριμένο που να στηρίζει την πιο πάνω θέση του πέραν της αναφοράς του ότι είδε ότι η Αιτήτρια είχε σοβαρό πρόβλημα με αγγλικές λέξεις και εκφράσεις και την πληροφόρηση που λάμβανε στα αγγλικά.  Δεν έδωσε οποιαδήποτε διευκρίνιση σχετικά με το πρόβλημα που κατ’ ισχυρισμό διαπίστωσε με τη γνώση της αγγλικής από την Αιτήτρια και επικαλείτο συνεχώς την πείρα του σε εκπαιδεύσεις υπαλλήλων ως τη βάση για την κρίση του για τις ικανότητες της Αιτήτριας.  Σημειώνουμε ότι η κα Μαρνέρου δεν ανέφερε ότι είχε ενημερωθεί από τον κ. Σιακά  για την γνώμη του για την Αιτήτρια μετά το σεμινάριο που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2015 ούτε ότι συζήτησε μαζί του το θέμα της συνέχισης ή όχι της απασχόλησης της Αιτήτριας στους Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Ούτε ο κ. Σιακάς ανέφερε κατά τη μαρτυρία του ότι πριν την απόλυση της Αιτήτριας είχε αναφέρει στην κα Μαρνέρου την άποψή του για τις ικανότητες της Αιτήτριας να εκτελέσει την εργασία της σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Ν.188(Ι)/2007 και των οδηγιών του ΣΕΛΚ.  Οι μάρτυρες των Καθ’ ων η Αίτηση 1 ενώ υποστήριξαν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 πρόσφεραν διάφορα σεμινάρια εκπαίδευσης και κατάρτισης στους υπαλλήλους των Καθ’ ων η Αίτηση 1 σχετικά με τις διαδικασίες πρόληψης «ξεπλύματος» χρήματος, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα σε οποιοδήποτε άλλο σεμινάριο κατάρτισης / εκπαίδευσης που πρόσφεραν στην Αιτήτρια για να εκπαιδευτεί στις νέες απαιτήσεις του Ν.188(Ι)/2007 και του ΣΕΛΚ μετά το 2013 πέραν του σεμιναρίου του Αυγούστου του 2015.  Ενώ το πρόγραμμα του εν λόγω σεμιναρίου κατατέθηκε ενώπιόν μας δεν μας ανέφεραν συγκεκριμένα τι ακριβώς αφορούσε αυτή η εκπαίδευση σε σχέση με τα καθήκοντα της εργασίας της Αιτήτριας.  Ούτε μας ανέφεραν τι ακριβώς διαπιστώθηκε κατά το εν λόγω σεμινάριο ότι η Αιτήτρια δεν μπορούσε να αντιληφθεί σε συνάρτηση με τα καθήκοντα της της εργασίας της.  Περαιτέρω δεν τέθηκε ενώπιόν μας οποιαδήποτε συγκεκριμένη μαρτυρία που να δεικνύει με σαφήνεια ότι αυτά που διαπιστώθηκε στο σεμινάριο ότι δεν μπορούσε να αντιληφθεί η Αιτήτρια, δεν θα μπορούσε να τα αντιληφθεί με περαιτέρω εκπαίδευση.        

 

(β) Η κα Μαρνέρου δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις/συστάσεις και/ή προειδοποιήσεις που δόθηκαν στην Αιτήτρια σε σχέση με την εργασιακή της απόδοση. Στην επιστολή απόλυσης της Αιτήτριας δεν γίνεται αναφορά σε προηγούμενες παρατηρήσεις/συστάσεις και/ή προειδοποιήσεις που της δόθηκαν σε σχέση με την εργασιακή της απόδοση.  Ενώ η κα Μαρνέρου υποστήριξε ότι όταν ήλθε στην αντίληψή της η ανικανότητα της Αιτήτριας συζήτησε μαζί της το εν λόγω θέμα, όταν ερωτήθηκε τι της είπε η Αιτήτρια κατά την εν λόγω συζήτηση απάντησε με γενικότητα λέγοντας ότι συζήτησαν για το θέμα και η Αιτήτρια της είπε ότι στα σεμινάρια δεν καταλάβαινε τίποτα χωρίς να μας αναφέρει οτιδήποτε άλλο, γεγονός που δεν μας φαίνεται φυσικό.  Περαιτέρω η κα Μαρνέρου δεν μας ανέφερε κατά πόσον δόθηκε οποιοσδήποτε χρόνος στην Αιτήτρια να βελτιωθεί όταν διαπιστώθηκε η, κατ’ ισχυρισμό, ανικανότητα της Αιτήτριας να αντιληφθεί τι απαιτείτο πλέον από αυτήν ως book-keeper σε ένα αδειούχο, από τον ΣΕΛΚ, ελεγκτικό γραφείο με βάση τις πρόνοιες του Ν.188(Ι)/2007 και τις σχετικές οδηγίες του ΣΕΛΚ. 

 

(γ) Δεν τέθηκε ενώπιόν μας μαρτυρία από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 προς υποστήριξη των δικογραφημένων ισχυρισμών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για αμελή στάση και συμπεριφορά που επιδείκνυε η Αιτήτρια και για προσβλητική και απαράδεκτη συμπεριφορά της Αιτήτριας προς  τη διοίκηση των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και το υπόλοιπο προσωπικό των Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Ερωτώμενη η κα Μαρνέρου κατά την αντεξέτασή της για τους εν λόγω δικογραφημένους ισχυρισμούς των Καθ’ ων η  Αίτηση 1, είπε μόνο ότι κάποιες φορές υπήρξαν δυσκολίες με τη συμπεριφορά της Αιτήτριας και ότι αυτή υπήρξε πολύ ανεκτική μαζί της χωρίς να μας αναφέρει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες και χωρίς να θέσει ενώπιόν μας οποιαδήποτε στοιχεία που να στηρίζουν την εν λόγω αναφορά της.  

 

(δ) Η κα Μαρνέρου δεν έδωσε σαφή εικόνα κατά πόσον πριν απολυθεί η Αιτήτρια της δόθηκε το δικαίωμα να προβάλει τις θέσεις της σε σχέση με αυτά που της απέδιδαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1.  

 

Σημειώνουμε ότι το Δικαστήριο για να είναι σε θέση (α) να αποφανθεί κατά πόσον οι ισχυρισμοί ενός εργοδότη για ανεπαρκή απόδοση ενός εργοδοτουμένου και/ή για επίδειξη αρνητικής εργασιακής συμπεριφοράς από ένα εργοδοτούμενο ευσταθούν και (β) να κρίνει κατά πόσον, υπό τις περιστάσεις της περίπτωσης, (i) αντικειμενικά δικαιολογείται η απόδοση αρνητικής εργασιακής συμπεριφοράς και μη ικανοποιητικής εκτέλεσης εργασιακών καθηκόντων σε ένα εργοδοτούμενο από τον εργοδότη του και (ii) δικαιολογείτο η απόλυση του εργοδοτουμένου, θα πρέπει να έχει ενώπιόν του όλες τις συνθήκες και τα στοιχεία που περιβάλλουν τη συμπεριφορά του εργοδοτουμένου καθώς και τις ενέργειες και τα μέτρα που έλαβε ο εργοδότης.  Χωρίς αυτά τα στοιχεία δεν μπορεί το Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπέρασμα σε σχέση με το εύλογο της απόφασης απόλυσης στη βάση της αποδιδόμενης από τον εργοδότη στον εργοδοτούμενο αρνητικής εργασιακής διαγωγής και/ή απόδοσης.  Παρατηρούμε, ειδικά, ότι οι γενικόλογοι ισχυρισμοί των μαρτύρων των Καθ’ ων η Αίτηση 1, εκτός του ότι πλήττουν ουσιαστικά το αξιόπιστο της μαρτυρίας τους, δεν μπορούν από μόνοι τους να αποτελέσουν το υπόβαθρο για την απόδοση στην Αιτήτρια μη ικανοποιητικής απόδοσης (μετά που της έγιναν σχετικές παρατηρήσεις και της δόθηκε χρόνος να βελτιωθεί / μετά που διαπιστώθηκε ότι δεν μπορούσε ή δεν ήταν εφικτό να βελτιωθεί) και/ή σοβαρής αρνητικής εργασιακής διαγωγής, αφού ελλείπουν τα δεδομένα που πειστικά και αντικειμενικά θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν στον βαθμό που απαιτείται, σε διαδικασίες όπως την παρούσα, το δικαιολογημένο / εύλογο της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση 1 να απολύσουν την Αιτήτρια είτε λόγω επίδειξης κακής εργασιακής διαγωγής είτε  λόγω μη ικανοποιητικής απόδοσης.

 

Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι η μαρτυρία των μαρτύρων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 είχε σημαντικά κενά και ουσιαστικές αδυναμίες οι οποίες μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την εν λόγω μαρτυρία  ως αξιόπιστη και ασφαλή βάση στην οποία μπορούμε να βασιστούμε για εξαγωγή ευρημάτων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Κρίνουμε την εν λόγω μαρτυρία ως μη αξιόπιστη, μη ικανοποιητική και μη επαρκή και κατά συνέπεια δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα που να στηρίζουν την εκδοχή των Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Συνακόλουθα η μαρτυρία των μαρτύρων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 απορρίπτεται.

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία της Αιτήτριας παρατηρούμε ότι αυτή ήταν σταθερή χωρίς αντιφάσεις.  Η Αιτήτρια απαντούσε κατά την αντεξέτασή της με φυσικότητα και χωρίς υπεκφυγές και η αξιοπιστία της δεν κλονίστηκε με οποιοδήποτε τρόπο κατά την αντεξέτασή της.  Ούτε προέκυψε κάτι από τις απαντήσεις που έδωσε κατά την αντεξέτασή της που να υποστηρίζει τις θέσεις των Καθ’ ων η Αίτηση 1 όπως αυτές τέθηκαν ενώπιόν μας με τη μαρτυρία της κας Μαρνέρου και του κ. Σιακά.  Η μόνη αδυναμία που εντοπίσαμε στη μαρτυρία της Αιτήτριας ήταν το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί της (1) ότι το σεμινάριο που έγινε τον Αύγουστο του 2015 από τον κ. Σιακά αφορούσε μόνο τους ελεγκτές και (2) σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες της δόθηκε η επιστολή απόλυσής της και της γνωστοποιήθηκε ο τερματισμός της απασχόλησής της, δεν τέθηκαν κατά την αντεξέταση των μαρτύρων των Καθ’ ων η Αίτηση 1, με αποτέλεσμα οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 να στερηθούν της ευκαιρίας να θέσουν ενώπιόν μας τις θέσεις τους σχετικά με τους εν λόγω ισχυρισμούς της Αιτήτριας.  Καθοδηγούμενοι από τις αποφάσεις στις υποθέσεις Fredericou Schools Co Ltd v. Acuac Inc (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ 1527, Adidas v. The Jonitexo Ltd (1987) 1 CLR 383, βρίσκουμε ότι το εν λόγω γεγονός εξασθενεί ουσιαστικά τη βαρύτητα των εν λόγω ισχυρισμών της Αιτήτριας.  Συνακόλουθα η μαρτυρία της Αιτήτριας που αφορά τους εν λόγω ισχυρισμούς της δεν θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.  Δεν θεωρούμε ότι η εν λόγω αδυναμία στη μαρτυρία της Αιτήτριας κλονίζει σε τέτοιο βαθμό την αξιοπιστία της Αιτήτριας ώστε να απορριφθεί ολόκληρη η μαρτυρία της.  Στη βάση των πιο πάνω, με εξαίρεση τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας που δεν τέθηκαν κατά την αντεξέταση των μαρτύρων των Καθ’ ων η Αίτηση 1, η μαρτυρία της Αιτήτριας γίνεται αποδεκτή ως αξιόπιστη και προβαίνουμε στα ανάλογα ευρήματα γεγονότων.    

 

Στη βάση των πιο πάνω, κρίνουμε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1, οι οποίοι είχαν στους ώμους τους  το βάρος απόδειξης ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας δεν ήταν παράνομος, απέτυχαν να στοιχειοθετήσουν στον βαθμό που απαιτείται, σε διαδικασίες όπως την παρούσα, το συμπέρασμα ότι κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης για απόλυση της Αιτήτριας, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ένας λογικός εργοδότης εύλογα θα κατέληγε ότι η Αιτήτρια επέδειξε τέτοια αρνητική εργασιακή διαγωγή που δικαιολογούσε την απόφαση απόλυσής της στη βάση του Νόμου και της νομολογίας.

 

Είναι κατάληξή μας λοιπόν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 δεν τερμάτισαν νόμιμα την εργοδότηση της Αιτήτριας εντός των πλαισίων του άρθρου 5 (α), (ε) και (στ) του Νόμου.

 

Συνακόλουθα η Αιτήτρια δικαιούται σε αποζημιώσεις σύμφωνα με το άρθρο 3 (1) του Νόμου.

 

 

 

 

Καθορισμός Αποζημιώσεων

 

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, το Δικαστήριο έχει απόλυτη διακριτική εξουσία ως προς το ποσό της αποζημίωσης που θα επιδικαστεί λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τ’ ακόλουθα:

 

(α)      τα ημερομίσθια και όλες τις άλλες απολαβές του εργοδοτούμενου,

(β)      τη διάρκεια της υπηρεσίας του εργοδοτούμενου,

(γ)      την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτούμενου,

(δ)      τις πραγματικές συνθήκες του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτούμενου,

(ε)      την ηλικίαν του εργοδοτούμενου.

 

Στην υπόθεση Louis Tourist Agency Λτδ v. Αντιγόνης Ηλία (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 98 σημειώνονται τ’ ακόλουθα:

 

«Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Ν.24/67 δεν συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από το ΚΕΦ.149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται κατά λογική πρόβλεψη της διάρρηξης της συμφωνίας. Το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μην υπερβαίνει τα ημερομίσθια των δύο ετών (Ν.92/79).  Η υλική ζημιά την οποία υφίσταται από τον τερματισμό ο εργοδοτούμενος είναι αναμφίβολα παράγοντας σχετικός, αλλά όχι ο μόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη.

Η διαγωγή των μερών είναι άλλος σχετικός παράγοντας, όπως συνάγεται από την παράγραφο 4(δ) του Πίνακα.  Η απαρίθμηση των παραγόντων, που είναι σχετικοί με την αποζημίωση, θα ήταν αντινομική προς τον απόλυτο χαρακτήρα της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.»

 

(Βλέπε επίσης Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ ν. Παπαχριστοδούλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 625, Touchstone Technologies Ltd v. Μαυρομμάτη (2014) 1Β Α.Α.Δ. 1829, J.A.CABRAS  & BROS.LTD v. Χαραλάμπους κ.α (1992) 1Β Α.Α.Δ.896).

 

Θα πρέπει να πούμε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ποσό που θα επιδικάσει υπό μορφή αποζημίωσης, κρίνεται με βάση τα ενώπιόν του τιθέμενα πραγματικά γεγονότα.  Σε καμία περίπτωση το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε υποθέσεις για να καταλήξει σε εύλογα συμπεράσματα.  Σημειώνουμε ότι η αποζημίωση δεν μπορεί ούτε να υπερβεί τα ημερομίσθια δύο ετών (παράγραφος 3 του Πρώτου Πίνακα, όπως τροποποιήθηκε) και ούτε να είναι μικρότερη του ποσού που θα ελάμβανε ο εργοδοτούμενος αν είχε κηρυχθεί ως πλεονάζων (παράγραφος 2 του Πρώτου Πίνακα, όπως τροποποιήθηκε).

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη (α) (1) το γεγονός ότι από τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 δεν αποδείχθηκε νόμιμος τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας, (2) το γεγονός ότι δεν αποδείχτηκαν από την Αιτήτρια οι συνθήκες κάτω από τις οποίες της δόθηκε η επιστολή απόλυσής της και της γνωστοποιήθηκε ο  τερματισμός της απασχόλησής της και (3) ότι δεν αποδείχτηκε ενώπιόν μας ότι η απόλυση της Αιτήτριας ήταν κακόπιστη, (β) το ύψος των εβδομαδιαίων απολαβών της Αιτήτριας (€312.50), (γ) τη διάρκεια της υπηρεσίας της Αιτήτριας (9 χρόνια), (δ) ότι από το ενώπιόν μας μαρτυρικό υλικό δεν προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 στιγμάτισαν με οποιοδήποτε τρόπο την Αιτήτρια απολύοντας την (αφού στην επιστολή απόλυσής της δεν αναφέρεται συγκεκριμένα κάτι για το πρόσωπο της Αιτήτριας) ώστε η απόλυσή της να έχει αρνητικές συνέπειες στις πιθανότητες για μελλοντική εργοδότησή της[20] και (ε) το ότι δεν τέθηκε ενώπιόν μας οποιαδήποτε μαρτυρία που να στηρίζεται από απτά στοιχεία αναφορικά με την ηλικία της Αιτήτριας, τη σταδιοδρομία της και τις επιπτώσεις που είχε η επίδικη απόλυσή της στην επαγγελματική και προσωπική της ζωή και την υλική ζημιά που υπέστηκε η Αιτήτρια[21], κρίνουμε ότι είναι εύλογο και δίκαιο υπό τις περιστάσεις όπως της επιδικάσουμε αποζημιώσεις που αντιστοιχούν σε απολαβές 20.5 εβδομάδων ήτοι €6.406,25 (20.5 x €312.50).

 

 

 

 

 

 

Κατάληξη

 

Εκδίδεται επομένως απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για το ποσό των €6.406,25 με νόμιμο τόκο πλέον δικηγορικά έξοδα ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλήτη.

 

Η αίτηση εναντίον του Ταμείου απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 

 

 

(Υπ.) ………………………………………

                                                        Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστής

 

 

 

(Υπ.) …………………………………            (Υπ.) ………………………………...

                        Σ. Κωνσταντίνου, Μέλος                             Α. Κωνσταντινίδου, Μέλος

 

 

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 



[1] «5. Τερματισμός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:

(α) όταν ο εργοδοτούμενος παραλείπη να εκτελέση την εργασίαν του κατ' ευλόγως ικανοποιητικόν τρόπον:

Νοείται ότι προσωρινή ανικανότης προς εργασίαν οφειλομένη εις ασθένειαν, βλάβην, τοκετόν ή νόσον δεν θεωρείται ως εμπίπτουσα εντός της παραγράφου ταύτης.

 (β) όταν ο εργοδοτούμενος κατέστη πλεονάζων υπό την έννοιαν του Μέρους IV.

 (γ) …………………………………………………………………………….

(δ) …………………………………………………………………………..

(ε) όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:

Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκή το δικαίωμα του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίωμα τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίωμα του να απολύση τον εργοδοτούμενον·

(στ) άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ' όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:

(i) διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή·

(ii) διάπραξις σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του·

(iii)διάπραξις ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντος του, άνευ της ρητής ή σιωπηρός συγκαταθέσεως του εργοδότου του·

(iν) απρεπής διαγωγή του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του·

(ν) σοβαρά ή επαναλαμβανόμενη παράβασις ή παραγνώρισις κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων εν σχέσει προς την απασχόλησιν.»

 

 

 

 

[2] Στην Πολιτική Έφεση Αρ.59/2010 L.PAPAPHILIPPOU&CO, ο οποίος μετονομάστηκε σε L. PAPAPHILIPPOU&CO LTD ν. ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΛΟΥΚΑ, ημερ. 20/6/14 τονίστηκε ότι ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος ως νομοθέτημα κοινωνικού περιεχομένου αποβλέπει στην προστασία του δικαιώματος εργασίας και συνακόλουθα και ως αποτέλεσμα της ανάγκης για πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του εργοδοτούμενου προτού ληφθεί απόφαση τερματισμού της απασχόλησής του, «είναι επιτακτική η υποχρέωση τήρησης μιας σωστής διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας θα πρέπει να παραχωρείται στον  εργοδοτούμενο το δικαίωμα να ακουστεί και να αναπτύξει τις θέσεις του».

[3]  Βλέπε St. D. Anderman, The Law of Unfair Dismissal, 3rd Edition, Butterworths, σελ. 225-234, Harvey on Industrial Relations and Employment Law, Lexis Nexis, 2023, παράγραφοι [1106]- [1188].

[4] Στο σύγγραμμα IDS Employment Law Handbook - Unfair Dismissal, Thomson Reuters, 2010, στη σελ.129 αναφέρονται τ΄ ακόλουθα: “The availability of evidence of an employee’s incapacity will vary from job to job. In Fletcher v St Leonard’s School EAT 25/87, for example, the employer could point to evidence that pupils’ grades had fallen below the normal rate of success. Similarly, the incompetence of sales people can be shown by their failure to reach targets set by the employer. The incompetence of a piece-worker can be measured in the same way. However, failure to meet such targets does not always justify dismissal. The tribunal will take into account all the surroundings circumstances: whether the target was realistic; the reasons for the employee not attaining the target; how other sales staff fared and the employee’s length of service. For example, in Sibun v Modern Telephones Ltd 1976 IRLR 81, ET, S has been selling satisfactorily for 20 years. However, over period of 15 months, his sales missed targets by 25 per cent. After several warnings he was dismissed.  A tribunal held that it was unreasonable to judge him on results over the last 15-18 months after his long period of satisfactory service. In the circumstances, a three – year period should have been given before it was fair to dismiss.  The incompetence of manager is often more difficult to measure and prove. In Cook v Thomas Linnell and Sons Ltd 1977 ICR 770, EAT, the EAT said that if an employer has genuinely come to believe over a period of time that a manager is incompetent, that is in itself evidence of incapability. However, it will be necessary to see whether there is supporting evidence. Supporting evidence may include evidence of a fall-off in trade or complaints from customers or colleagues. In Queensway Discount Warehouses Ltd v Mc Neall EAT 569/85 the employer established incapability as the reason for dismissal based on a genuine belief that the manager was unable to motivate staff or deal with customers’ orders and that his store presented a poor image. The tribunal’s decision of fair dismissal was upheld by the EAT.”    

[5] Στην υπόθεση Alidair v. Taylor [1978] IRLR 82 λέχθηκε ότι το ερώτημα που τίθεται στις περιπτώσεις που ο εργοδότης απολύει τον εργοδοτούμενο λόγω μη ικανοποιητικής απόδοσης είναι τα εξής: “whether the employer honestly and reasonably held the belief that the employee was not competent and whether there was a reasonable ground for that belief”.  

[6] Βλέπε επίσης στο σύγγραμμα IDS Employment Law Handbook - Unfair Dismissal, Thomson Reuters, 2010, σελ.147-149.

[7] Auguste Noel Ltd v. Curtis [1990] ICR 604.

[8] Cockcroft v. Trendsetter Furniture Ltd [1973] IRLR 6, Woodward v. Beeston Boiler Co Ltd [1973] IRLR 7.

[9] Βλ. σύγγραμμα Π. Γ. Πολυβίου, ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Θεωρία και Πράξη, 2018 αελίδες 300-306.

[10]  Ο όρος ικανότητα ερμηνεύεται ως εξής: « capability ”……..   means his capability assessed by reference to skill, aptitude, health, or any physical or mental quality».     

[11] Ο όρος προσόντα ερμηνεύεται ως εξής:«“qualifications”……means any degree, diploma or other academic, technical or professional qualification relevant to the position which he held».    

[12] Στην Pattikis v. Nicosia Municipal Committee (1988) 1 C.L.R. 103, τo Δικαστήριο επισήμανε ότι η συνέχιση της σχέσης εργασίας μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου θα πρέπει να εξαρτάται  από την ύπαρξη ενός κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών.  Οποιαδήποτε συμπεριφορά ασυμβίβαστη με αυτό το επίπεδο εμπιστοσύνης δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να τερματίσει τη σύμβαση.

[13] Στην υπόθεση Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ [2005] 1 Α.Α.Δ. 1478 παρατίθεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Lord Denning M.R. στην υπόθεση British Leyland (U.K.) Ltd. v. Swift [1981] 1 R.L.R. 91: The correct test is thisWas it reasonable for the employers to dismiss himIf no reasonable employer would have dismissed him, then the dismissal was unfair.  But if a reasonable employer might reasonably have dismissed him, then the dismissal was fair.  It must be remembered in all these cases there is a band of reasonableness, within which one employer might reasonable take one view another quite reasonably take a different view”.

[14] Στην απόφαση Galatariotis Telecommunications Ltd v. Σωτήρης Βασιλείου [2003] 1 Α.Α.Δ. 318 στη σελ.325, το Δικαστήριο υιοθετώντας το σκεπτικό της αγγλικής απόφασης των συνεκδικασθεισών εφέσεων Post Office v. Folley και HSBC Bank plc (formerly Midland Bank plc) v. Madden [2001] 1 All ER. 550, ανέφερε τακόλουθα:

«…… μπορούμε να πούμε ότι η αρχή που υιοθετείται είναι ότι η λογικότητα ή μη της απόλυσης δεν κρίνεται με βάση το τι το δικάσαν δικαστήριο θα έκαμνε αν ήταν στη θέση του εργοδότη.  Και συμφωνούμε με αυτή την προσέγγιση.Το σωστό κριτήριο, που έχει στον πυρήνα του τις αντιδράσεις του λογικού εργοδότη, διαμορφώθηκε ως εξής στην υπόθεση Madden, ανωτέρω:«In holding that the dismissal of Mr. Madden for that reason was unreasonable the tribunal erred in law in substituting itself as employer in place of the bank in assessing the quality and weight of the evidence. Instead it should have asked itself whether, by the standards of a reasonable employer, the bank had established reasonable grounds for its belief that Mr. Madden had been guilty of misconduct and whether the bank’s investigation into the matter had been reasonable in the circumstances.”

[15]«Επί της ουσίας της επίδικης διαφοράς το ερώτημα αφορά το εύλογο της απόφασης των εφεσιβλήτων να τερματίσουν την εργοδότηση του εφεσείοντα έχοντας το βάρος να αποδείξουν, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι ενήργησαν υπό τις περιστάσεις ως λογικός εργοδότης….το εύλογο της συμπεριφοράς ενός εργοδότη κρίνεται εξ΄ αντικειμένου με μέτρο το «λογικό εργοδότη». Εάν κανένας λογικός εργοδότης δεν θα απέλυε, υπό τέτοιες περιστάσεις, τον εργαζόμενο, τότε πρόκειται για αδικαιολόγητη απόλυση. Εάν όμως ένας λογικός εργοδότης μπορούσε να τον απολύσει τότε η απόλυση είναι δικαιολογημένη….»

[16] Οι βάσεις των εν λόγω κατηγοριών σοβαρής κακής εργασιακής διαγωγής είναι τα καθήκοντα του εργοδοτούμενου που εξυπακούονται δυνάμει του κοινοδικαίου που διέπει τις συμβάσεις εργασίας όπως το καθήκον της τιμιότητας, το καθήκον της συμμόρφωσης με νόμιμες και λογικές εντολές του εργοδότη, το καθήκον της επίδειξης επιμέλειας κατά την εκτέλεση της εργασίας, το καθήκον της πίστης κ.λ.π. Εσκεμμένη παραβίαση οποιουδήποτε από τους πιο πάνω εξυπακουόμενους όρους συνιστά παραβίαση ενός από τους βασικούς όρους της σύμβασης εργασίας. 

[17] Βλέπε επίσης Πολ. Έφεση αρ.310/2009 Δημήτρης Φωτιάδης v. Alpha Bank Ltd ημερομηνίας 26/06/2013.

[18] Στο σύγγραμμα IDS Employment Law Handbook – Unfair Dismissal, Thomson Reuters, 2010, στη σελ. 84 αναφέρονται τ΄ ακόλουθα: “ In determining the reason for a dismissal, the tribunal may only take account of those facts (or beliefs) that were known to the employer at the time of the dismissal. This means that no account will be taken of matters coming to light or occurring after the dismissal has taken place –W Devis and Sons Ltd v Atkins 1977 ICR 662, HL. Thus, if an employee is dismissed on the employer’s whim for no reason at all, the dismissal will not made retrospectively fair if the employer later finds out that he employee had been engaged in long standing and large –scale embezzlement from the company that would have amply justified the dismissal if it had been discovered earlier.”  Στη σελίδα 92 σημειώνονται τα εξής: “In determining the reasonableness of an employer’ s decision to dismiss, the tribunal may only take account of those facts (or beliefs) that were known to the employer at the time of dismissal.”

[19]Το οποίο όπως ισχυρίστηκε ο κ. Σιακάς (χωρίς να δώσει κάποια άλλη λεπτομέρεια) η Αιτήτρια δεν είχε ούτε ήθελε να αποκτήσει.  

[20]  Δ.Σ. ν. Argosy Trading Company Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 310/12 ημερ. 13/02/2019.

[21] Θεμιστοκλέους ν. Elyssee Irrigation Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 131/2012, ημερ. 22/09/2017 λέχθηκαν τα πιο κάτω: «Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το κριτήριο (γ) του άρθρου 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, ότι δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει τις συνέπειες που είχε η απόλυση του στη σταδιοδρομία του δεν συνάδει και δεν δικαιολογείται από τα γεγονότα που το Δικαστήριο έκανε αποδεκτά. Η βάση της εισήγησης ερείδεται στο εύρημα ότι ο εφεσείων ενεγράφη άνεργος και λάμβανε ανεργιακό επίδομα, το οποίο, κατά τον εφεσείοντα, «ερμηνεύεται ότι.αναζητούσε εργασία», ενώ είναι αποδεκτό πως δεν μπορούσε να εκτελέσει χειρονακτική εργασία.  Όλα αυτά, υποστηρίζει, καταδεικνύουν ότι προέβη σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για μείωση της ζημιάς του. Η θέση του εφεσείοντα δεν ευσταθεί. Η λήψη ανεργιακού επιδόματος από μόνη της, ουδόλως τεκμηριώνει αναζήτηση εργασίας, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για ευρήματα του Δικαστηρίου που δεν συνάδουν με τη μαρτυρία. Η αναζήτηση εργασίας πρέπει να αποδειχθεί.  Στην προκειμένη περίπτωση η μαρτυρία του εφεσείοντα κατέδειξε το αντίθετο, ότι δηλαδή δεν προσπάθησε να εξεύρει άλλη κατάλληλη γι' αυτόν εργασία. Πρόκειται δε για εύρημα επί πραγματικού γεγονότος το οποίο δεν ελέγχεται από το Εφετείο. Ο εφεσείων ο οποίος έφερε το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του,  απέτυχε να το αποσείσει για τους λόγους που με λεπτομέρεια καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο