ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ & ΜΙΣΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ & ΜΑΡΙΑ ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α., Αγωγή υπ’ αρ. 208/2022, 22/5/2025
print
Τίτλος:
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ & ΜΙΣΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ & ΜΑΡΙΑ ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α., Αγωγή υπ’ αρ. 208/2022, 22/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ    

Ενώπιον:  Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.

Κλίμακα: €2.000 - €10.000

Αγωγή υπ’ αρ. 208/2022(i)

Μεταξύ:

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ & ΜΙΣΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ

     Ενάγοντες

και

 

  1. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ & ΜΑΡΙΑ ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ
  2. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΑΚΡΗ

Εναγόμενοι

 

Ημερομηνία: 22 Μαΐου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Α. Πίτσιλλος για ΝΙΚΟΛΑΣ ΘΩΜΑ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγομένους: κ. Ν. Νικολάου για Ν. Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Δια της παρούσας αγωγής της η Ενάγουσα αξιοί εναντίον των Εναγομένων ποσό ύψους €2,821.87 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.

 

ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, η Ενάγουσα αποτελεί εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείται με την εμπορία και πώληση φρούτων και λαχανικών χονδρικώς. Η Εναγόμενη 1 είναι επίσης εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείται με τη διαχείριση «supermarket».

 

Κατά ή περί τις αρχές του 2000 άρχισαν οι συναλλαγές μεταξύ της Ενάγουσας και των Εναγομένων, με τους τελευταίους να προμηθεύονται φρούτα και λαχανικά από την Ενάγουσα, με σκοπό τη μεταπώλησή τους.

 

Οι εν λόγω συναλλαγές σταμάτησαν κατά ή περί την 25.8.2019, ενόψει του ότι, σύμφωνα πάντοτε με την Έκθεση Απαίτησης, υπήρχαν οφειλόμενα ποσά και οι Εναγόμενοι δεν ήταν σωστοί στις υποχρεώσεις τους. Ειδικότερα, το συνολικό οφειλόμενο ποσό ανήρχετο στο ποσό των €2,821.87 και η Ενάγουσα εξέδωσε σχετικά τιμολόγια, τα οποία οι Εναγόμενοι αποδέχτηκαν.

 

Ως επίσης δικογραφείται στην Έκθεση Απαίτησης, κατά ή περί την 31.12.2019, το συνολικό ύψους του τιμολογίου ήταν €4,881.54 πλην όμως παρέμεινε οφειλόμενο το ποσό των €2,821.87 καθότι το ποσό των €2,059.67 αφορά επιταγές σε σχέση με τις οποίες καταχωρίστηκε ιδιωτική ποινική υπόθεση, εφόσον οι εν λόγω επιταγές ανακλήθηκαν και/ή δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για να πληρωθούν τα οφειλόμενα ποσά.

 

Παρόλο που η Ενάγουσα δια των δικηγόρων της απαίτησε την πληρωμή του ποσού των €2,821.87 με επιστολή την οποία οι Εναγόμενοι παρέλαβαν, οι τελευταίοι ουδέν έπραξαν και μέχρι σήμερα οφείλουν το ρηθέν ποσό.

 

Δια της Υπεράσπισής τους, οι Εναγόμενοι αρνούνται και απορρίπτουν τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, εξαιρουμένου του ότι η Εναγόμενη 1 αποτελεί εταιρεία περιορισμένης ευθύνης η οποία δραστηριοποιείται κατά τον τρόπο που περιγράφεται στην Έκθεση Απαίτησης.

 

Αποτελεί ισχυρισμό του Εναγομένου 2, ότι ουδέποτε συναλλάχθηκε και/ή συνεργάστηκε με την Ενάγουσα και/ή ότι ουδέποτε συνεργάστηκε με την Ενάγουσα υπό την προσωπική του ιδιότητα, ούτε και υπάρχει οιοσδήποτε σχετικός δικογραφημένος ισχυρισμός στην Έκθεση Απαίτησης.

 

Οι Εναγόμενοι αρνούνται ότι οφείλουν οποιοδήποτε ποσό προς την Ενάγουσα και αποτελεί θέση τους, ότι τα όποια τιμολόγια εκδίδονταν από την Ενάγουσα, πληρώνονταν είτε τοις μετρητοίς, είτε με επιταγές, ισχυρίζονται δε, ότι ουδέν τιμολόγιο αποδέχθηκαν.

Περαιτέρω οι Εναγόμενοι παραδέχονται ότι καταχωρίστηκε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον τους εκ μέρους της Ενάγουσας, ισχυρίζονται ωστόσο ότι σκοπό είχε να τους διαβάλει και να τους ασκήσει πίεση, με την προβολή ψευδών και παραπλανητικών ισχυρισμών.

 

Τέλος, οι Εναγόμενοι συμφωνούν ότι παρέλαβαν επιστολή από τους δικηγόρους της Ενάγουσας, στην οποία ισχυρίζονται ότι ναι μεν δεν ανταποκρίθηκαν γραπτώς, πλην όμως ενημέρωσαν τηλεφωνικώς ότι απορρίπτουν το περιεχόμενό της.

 

Δια της Απάντησής της η Ενάγουσα απορρίπτει τους ισχυρισμούς των Εναγομένων και επαναλαμβάνει τα όσα περιλαμβάνονται στην Έκθεση Απαίτησης της, ισχυρίζεται δε, ότι ο Εναγόμενος 2 υποσχέθηκε προφορικώς στην Ενάγουσα ότι θα αναλάμβανε να αποπληρώσει τις οφειλές της Εναγομένης 1, πράγμα που δεν έπραξε.

 

ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη μέσω της κατάθεσης έγγραφης μαρτυρίας, εφόσον πρόκειται για αγωγή η οποία έχει καταχωρισθεί ως «ταχείας εκδίκασης», δυνάμει των προνοιών της Διαταγής 30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Επισημαίνω, ότι ουδείς υπέβαλε αίτημα για αντεξέταση των μαρτύρων, ούτε και κρίθηκε απαραίτητη η έκδοση ανάλογης διαταγής από το Δικαστήριο, επομένως η ακρόαση διεξήχθη στη βάση των γραπτών και προφορικών αγορεύσεων των ευπαίδευτων συνηγόρων των μερών, οι οποίες έχουν μελετηθεί και αναφορά στις θέσεις που υποστηρίχθηκαν μέσω αυτών θα γίνει μέσα στο πλαίσιο της παρούσας, όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο.[1]

 

 

 

 

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Με την υπόμνηση ότι  δεν είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη την μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της, συνοψίζω κατωτέρω την προσκομισθείσα μαρτυρία.[2]

 

Από πλευράς Ενάγουσας προσέφεραν γραπτή μαρτυρία δύο μάρτυρες και από πλευράς Εναγομένων ένας μάρτυρας.

 

Γραπτή μαρτυρία κατατέθηκε από τον κ. Α.Μ., εκ των Διευθυντών της Ενάγουσας (στο εξής ο «ΜΕ1»).

 

Στη γραπτή του δήλωση ο μάρτυρας επαναλαμβάνει επί της ουσίας τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην Έκθεση Απαίτησης και περαιτέρω αναφέρει ότι ο Εναγόμενος 1 είναι Διευθυντής της Εναγομένης 2.

 

Ως επίσης αναφέρει στη δήλωσή του ο ΜΕ1, οι Εναγόμενοι ήταν τακτικοί πελάτες της Ενάγουσας για περίπου 20 χρόνια και τηρείτο σχετικός λογαριασμός, αναφορικά με τα προϊόντα τα οποία αγόραζαν από την Ενάγουσα. Ως προκύπτει από τον εν λόγω λογαριασμό, την 25.8.2019 η Εναγόμενη 1 όφειλε στην Ενάγουσα το ποσό των €2,821.87. Έκτοτε, σταμάτησαν οι μεταξύ των διαδίκων συναλλαγές.

 

Ως ο μάρτυρας περαιτέρω αναφέρει, ένεκα του γεγονότος ότι η Εναγόμενη 1 αγόραζε φρούτα και λαχανικά από την Ενάγουσα επί πιστώσει, για κάθε αγορά εξέδιδε ο ίδιος προσωπικά τιμολόγιο, ως Διευθυντής πωλήσεων της Ενάγουσας, στο οποίο κατεγράφετο η ημερομηνία, τα προϊόντα, η ποσότητα, τα κιβώτια, η περιγραφή και η αντίστοιχη χρέωση των προϊόντων που αγόραζε η Εναγόμενη 1 και οι Εναγόμενοι πλήρωναν σε σύντομο χρονικό περιθώριο με μετρητά και/ή επιταγές.

 

Από τον Αύγουστο του 2019 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2019, συνεχίζει ο μάρτυρας, επικοινώνησε αρκετές φορές με τον Εναγόμενο 2, ο οποίος του εγγυήθηκε προσωπικά ως εγγυητής της Εναγομένης 1 και κατόπιν προφορικής συμφωνίας, ότι θα εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό, έστω και με κάποια καθυστέρηση, ενόψει οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν.

 

Παρόλο που παρείχε τον χρόνο που του ζητήθηκε στους Εναγομένους, όταν επιστράφηκαν επιταγές από προηγούμενες οφειλές, για το ποσό των €2,059.67, έδωσε οδηγίες στους δικηγόρους του να προχωρήσουν με τη λήψη νομικών μέτρων. Έτσι, στάλθηκε σχετική επιστολή προς την Εναγομένη 1 στην οποία δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανταπόκριση, πράγμα το οποίο κατά τον μάρτυρα, καταδεικνύει την παραδοχή των Εναγομένων ως προς την οφειλή τους προς την Ενάγουσα.

 

Αναφορικά με το ποσό των €2,059.67, συνεχίζει ο ΜΕ1, καταχωρίστηκε ιδιωτική ποινική υπόθεση και οι Εναγόμενοι παραδέχθηκαν ενοχή, λαμβάνοντας ποινή από το Δικαστήριο, ενώ έναντι του υπολοίπου των επιταγών και των δικηγορικών εξόδων της ποινικής διαδικασίας, πληρώθηκε το ποσό των €1,350.

 

Προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο ΜΕ1 κατέθεσε σχετικά τεκμήρια, αναφορά στα οποία θα γίνει όπου τούτο κριθεί σκόπιμο.

 

Από πλευράς Ενάγουσας, γραπτή μαρτυρία προσέφερε και ο κ. Α.Σ, υπάλληλος της Ενάγουσας (στο εξής ο «ΜΕ2»).

 

Στη δήλωσή του ο μάρτυρας αναφέρει ότι εργάζεται στην υπηρεσία της Ενάγουσας από τον Αύγουστο του 2016 μέχρι σήμερα ως μεταφορέας, στα δε καθήκοντά του περιλαμβάνεται η μεταφορά προϊόντων και/ή εμπορευμάτων και/ή κιβωτίων από τον χώρο διεξαγωγής των εργασιών της Ενάγουσας προς τους πελάτες της, για την εκπλήρωση των παραγγελιών τους.

 

Συγκεκριμένα, ως ο μάρτυρας εξηγεί, ήταν το άτομο το οποίο παραλάμβανε και παρέδιδε τα προϊόντα τα οποία παράγγελνε ο Εναγόμενος 2 ως Διευθυντής της Εναγομένης 1 προς όφελός της, παραδίδοντας τα σχετικά τιμολόγια τα οποία εκδίδονταν από την Ενάγουσα. Ο Εναγόμενος 2 και/ή η σύζυγός του ήταν τα άτομα τα οποία ήλεγχαν την ποιότητα των προϊόντων και τα παραλάμβαναν, καθώς επίσης και τα αναφερθέντα τιμολόγια.

 

Προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο ΜΕ2 κατέθεσε σχετικά τεκμήρια, αναφορά στα οποία θα γίνει όπου τούτο κριθεί σκόπιμο.

 

Από πλευράς Εναγομένων, γραπτή μαρτυρία προσέφερε ο Εναγόμενος 2, Διευθυντής της Εναγομένης 1 (στο εξής ο «ΜΥ1»).

 

Στη γραπτή του δήλωση ο μάρτυρας αρχικά αναφέρει ότι η αγωγή καταχωρίστηκε εναντίον του παράτυπα και καταχρηστικά, καθότι ουδέποτε είχε οποιαδήποτε συναλλαγή με την Ενάγουσα υπό την προσωπική του ιδιότητα, ούτε συνήψε οποιαδήποτε συμφωνία εγγύησης, ως αναφέρει στη γραπτή μαρτυρία του ο ΜΕ1. Τούτο άλλωστε, συνεχίζει ο μάρτυρας, προκύπτει και από τα ίδια τα τεκμήρια που οι μάρτυρες της Ενάγουσας κατέθεσαν, αλλά και από το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Ο ΜΥ1 επαναλαμβάνει τα όσα δικογραφούνται στην Υπεράσπιση των Εναγομένων και επιπρόσθετα αναφέρει ότι ως προκύπτει από το Τεκμήριο 3 που ο ΜΕ1 κατέθεσε, την 31.12.2019 το οφειλόμενο υπόλοιπο ήταν άλλο από αυτό που αξιώνεται δια της αγωγής.

 

Αναφορικά δε με την ιδιωτική ποινική υπόθεση, αυτή κατά τον μάρτυρα καταχωρίστηκε με μοναδικό σκοπό να πλήξει και να διαβάλει την Εναγομένη 1, τα δε θέματα που αφορούν στις επιταγές εκείνες είναι άσχετα με την αξίωση των Εναγόντων, καθώς αφορούν σε δοσοληψίες μεταγενέστερες της 25.8.2019.

 

ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Στο σημείο αυτό παραθέτω τα ακόλουθα γεγονότα, τα οποία δεν τυγχάνουν αμφισβήτησης με βάση τα δικόγραφα και την προσκομισθείσα μαρτυρία:

 

-           Η Ενάγουσα είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο, με έδρα την Ξυλοφάγου της επαρχίας Λάρνακας και ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την εμπορία και πώληση φρούτων και λαχανικών χονδρικώς.

 

-           Η Εναγόμενη 1 είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο, με έδρα το Παραλίμνι της επαρχίας Αμμοχώστου και ασχολείται, μεταξύ άλλων, με τη διαχείριση supermarket.

 

-           Η Ενάγουσα και η Εναγόμενη 1 συνεργάζονταν επί σειρά ετών, με την Ενάγουσα να πωλεί στην Εναγομένη 1 φρούτα και λαχανικά.

 

-           Για κάθε αγοραπωλησία προϊόντων, η Ενάγουσα εξέδιδε τιμολόγιο και πληρωνόταν είτε με μετρητά είτε με επιταγή.

 

-           Η Ενάγουσα απέστειλε επιστολή μέσω των δικηγόρων της προς την Εναγομένη 1, για σκοπούς διεκδίκησης της κατ’ ισχυρισμό οφειλής της.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Σε διαδικασίες ταχείας εκδίκασης δεν εκτυλίσσεται ενώπιον του Δικαστηρίου δια ζώσης ακροαματική διαδικασία. Ως εκ τούτου, η εξαγωγή ευρημάτων και συμπερασμάτων συναρτάται από την αξιολόγηση της έγγραφης μαρτυρίας η οποία κατατίθεται από τα μέρη.[3] Το Δικαστήριο διατηρεί ωστόσο διακριτική ευχέρεια, στις περιπτώσεις όπου το κρίνει αναγκαίο, να επιτρέπει την εισαγωγή προφορικής μαρτυρίας ή τη διεξαγωγή αντεξέτασης.

 

Ως εκ των άνω, για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας η οποία τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου σε υποθέσεις ταχείας εκδίκασης, τόσο οι θέσεις των μερών, όσο και τα κατατιθέμενα τεκμήρια, αντιπαραβάλλονται και αξιολογούνται με βάση τη λογική, την ποιότητα του περιεχομένου τους, αλλά και την πειστικότητα των εκατέρωθεν θέσεων, λαμβανομένης υπόψη και της επιχειρηματολογίας που προβάλλεται κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων.[4]

 

Παραπέμπω επίσης στον Θεσμό 7(5)(iii) της Διαταγής 30, όπου καταγράφεται ότι, όταν κατατίθεται έγγραφη μαρτυρία, αυτή πρέπει να συνάδει με τους ισχυρισμούς γεγονότων που περιέχονται στα δικόγραφα.

 

Αρχίζοντας από τη μαρτυρία του ΜΕ1, σημειώνω ότι απεκόμισα θετική εντύπωση, καθώς πρόκειται για ποιοτική μαρτυρία στην οποία δεν εντόπισα οποιεσδήποτε ανακολουθίες και η οποία συνάδει με το περιεχόμενο των Τεκμηρίων που ο μάρτυρας κατέθεσε, είναι δεόντως επεξηγηματική και πειστική, παρουσιάζει δε συνοχή και συνέπεια.

 

Δεν μου διαφεύγει, ότι οι ισχυρισμοί του μάρτυρα περί προφορικής συμφωνίας παροχής εγγύησης από τον Εναγόμενο 2 προς την Εναγομένη 1, δεν απαντώνται στους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Ενάγουσας και συγκεκριμένα στην Έκθεση Απαίτησης.

 

Υπενθυμίζεται, ότι ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων ζητημάτων εξαρτάται από τα δικόγραφα, τα οποία έχουν πολλάκις παρομοιαστεί με τις προκαθορισμένες γραμμές διαδρομής του τρένου.[5] Αποτελεί δε παγίως καθιερωμένη νομική αρχή, ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία πρέπει να συνάδει με το περιεχόμενο των δικογράφων.[6]

 

Επί του θέματος αυτού, θα επανέλθω κατωτέρω.

 

Ως εκ των άνω, αποδέχομαι την μαρτυρία του ΜΕ1 ως αξιόπιστη και κρίνω ότι μπορώ να βασιστώ πάνω σε αυτήν για την εξαγωγή των συμπερασμάτων μου, εξαιρουμένου του μέρους αυτής το οποίο δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, ενόψει της απουσίας σχετικής δικογράφησης.

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ2, κρίνω ότι και η μαρτυρία του αυτού του μάρτυρα ήταν ποιοτική, είχε συνοχή και αληθοφάνεια, καθώς οι ισχυρισμοί του μάρτυρα συνάδουν με τα τεκμήρια τα οποία κατέθεσε, ενώ δεν έχω εντοπίσει οποιεσδήποτε αντιφάσεις στη μαρτυρία του.

 

Συνεπακόλουθα, κρίνω ότι μπορώ να βασιστώ εξ ολοκλήρου στη μαρτυρία του ΜΕ2 για την εξαγωγή των συμπερασμάτων μου.  

 

Στρεφόμενη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1, δεν κρίνω ότι πρόκειται για ποιοτική μαρτυρία, καθότι ο μάρτυρας προβαίνει ουσιαστικά σε σχολιασμό της μαρτυρίας της άλλης πλευράς, προβάλλοντας συμπεράσματα δικά του και  ερμηνεύοντας τα τεκμήρια που κατέθεσε η άλλη πλευρά. Επισημαίνεται, ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η εξαγωγή συμπερασμάτων επί νομικών ζητημάτων, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου.

 

Ο μάρτυρας επαναλαμβάνει ότι δεν συνεβλήθη ο ίδιος προσωπικά με την Ενάγουσα, αλλά η Εναγόμενη 1, εμμένοντας στη θέση ότι τα πέντε τιμολόγια που ο ΜΕ1 επισύναψε, δεν φέρουν υπογραφές. Ωστόσο, πουθενά στη μαρτυρία του δεν αναφέρει ότι τα προϊόντα που αναφέρονται στα τιμολόγια αυτά δεν παραλήφθηκαν.

 

Ως εκ των άνω, δεν κρίνω ότι μπορώ να βασιστώ επί της μαρτυρίας του ΜΥ1 για την εξαγωγή των συμπερασμάτων μου, εξαιρούμενων των όσων δεν αμφισβητούνται.

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, της δικογραφίας και των μη αμφισβητούμενων γεγονότων, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση:

 

-           Η Ενάγουσα είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο, με έδρα την Ξυλοφάγου της επαρχίας Λάρνακας και ασχολείται μεταξύ άλλων, με την εμπορία και πώληση φρούτων και λαχανικών χονδρικώς.

 

-           Η Εναγόμενη 1 είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο, με έδρα το Παραλίμνι της επαρχίας Αμμοχώστου και ασχολείται μεταξύ άλλων, με την διαχείριση supermarket.

 

-           Ο Εναγόμενος 2 είναι Διευθυντής της Εναγομένης 1.

 

-           Κατά ή περί το 2000, η Ενάγουσα άρχισε να συναλλάσσεται με την Εναγόμενη 1, πωλώντας στην τελευταία φρούτα και λαχανικά με σκοπό τη μεταπώληση. Ενόψει τούτου, τηρείτο σχετική κατάσταση λογαριασμού.

 

-           Για κάθε αγοραπωλησία προϊόντων, η Ενάγουσα εξέδιδε τιμολόγιο επ’ ονόματι της Εναγομένης 1, κατόπιν λήψης σχετικής παραγγελίας, στο οποίο αναγραφόταν η ημερομηνία, τα προϊόντα, η ποσότητα φρούτων και λαχανικών, τα κιβώτια, η περιγραφή και η αντίστοιχη χρέωση.

 

-           Τα εκδοθέντα τιμολόγια πληρώνονταν είτε με μετρητά, είτε με επιταγή.

 

-           Σύμφωνα με την κατάσταση λογαριασμού που η Ενάγουσα διατηρεί επ’ ονόματι της Εναγομένης 1, την 25.8.2019 το οφειλόμενο υπόλοιπο της Εναγομένης 1 ανερχόταν στο ποσό των €2,821.87 και την 31.12.2019 το οφειλόμενο υπόλοιπο ανερχόταν σε ποσό €4,881.54.

 

-           Η Ενάγουσα καταχώρισε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον των Εναγομένων για το ποσό των €2,059.67 το οποίο αφορούσαν ορισμένες επιταγές οι οποίες κατατέθηκαν την 31.12.2019 στον λογαριασμό που υπήρχε επ’ ονόματι της Εναγομένης 1. Οι Εναγόμενοι παραδέχθηκαν ενοχή μέσα στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας και τους επιβλήθηκε ποινή.

 

-           Παρά τις οχλήσεις του ΜΕ1 προς τον ΜΥ1 και την αποστολή της επιστολής ημερ. 7.5.2020 από τους δικηγόρους της Ενάγουσας προς την Εναγομένη 1, απαιτώντας πληρωμή του οφειλόμενου ποσού, ουδέν ποσό καταβλήθηκε στην Ενάγουσα.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Στην πολιτική δίκη το γενικό βάρος απόδειξης φέρει ο ενάγων στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή εκδοχή του είναι «πιο πιθανή παρά όχι» (is more probable than not) και όχι το κατά πόσο είναι «πιο πιθανή παρά ή αντίθετη» από εκείνη του αντιδίκου του.[7]

 

Το ειδικό βάρος απόδειξης, αφορά στην ανάγκη παρουσίασης ικανοποιητικής μαρτυρίας για την υποστήριξη ενός επίδικου θέματος ή ενός ισχυρισμού, που μετατοπίζει το βάρος στην άλλη πλευρά να απαντήσει ικανοποιητικά για να αποσείσει εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα που δημιουργήθηκε.[8]

 

Παρεμβάλλω, ότι έχω μελετήσει τις γραπτές αγορεύσεις που κατέθεσαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών, προς υποστήριξη των θέσεών τους, και αναφορά σε αυτές θα γίνει, όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο.[9]

 

Θα πρέπει εκ προοιμίου να λεχθεί πως οι καταστάσεις λογαριασμού δεν αποτελούν αφ’ εαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν και τα γεγονότα αυτά πρέπει να αποδειχθούν.[10] 

 

Επανερχόμενη στα περιστατικά της παρούσας, σημειώνω εν πρώτοις, ότι κατόπιν αξιολόγησης της όλης μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιον μου, ικανοποιούμαι ότι παρέμεινε απλήρωτο το ποσό που δια της αγωγής της η Ενάγουσα αξιοί και ότι τα όσα καταγράφονται στην κατάσταση λογαριασμού, είναι ορθά και αληθή.

 

Ειδικότερα, διερχόμενη της κατάστασης λογαριασμού την οποία ο ΜΕ1 κατέθεσε ως Τεκμήριο 3, αναφορικά με την περίοδο από 1.1.2019 μέχρι 31.12.2019, διαπιστώνω ότι την 17.7.2019 το υπόλοιπο ήταν μηδενικό, ενώ την 31.12.2019 ανήρχετο σε €4,881.54.

 

Περαιτέρω, στην κατάσταση λογαριασμού συμπεριλαμβάνονται όλα τα τιμολόγια τα οποία κατατέθηκαν από τον ΜΕ1 ως Τεκμήριο 4 και τα οποία δικογραφούνται στην Έκθεση Απαίτησης, καθώς επίσης και οι πληρωμές στις οποίες η Εναγόμενη 1 προέβαινε μέσα στο αναφερόμενο χρονικό διάστημα. Περιλαμβάνονται επίσης, 12 επιταγές οι οποίες κατατέθηκαν από την Εναγόμενη 1 την 31.12.2019, το άθροισμα των οποίων ανέρχεται σε €2,059.67 και οι οποίες αφορούν στις κατηγορίες που αφορούσε η ιδιωτική ποινική υπόθεση, το κατηγορητήριο της οποίας καταχωρίστηκε από τον ΜΕ1 ως Τεκμήριο 7.

 

Ως προς τη θέση ότι το συνολικό οφειλόμενο ποσό που παρουσιάζεται στην κατάσταση λογαριασμού, ξεπερνά το ποσό που η Ενάγουσα αξιοί δια της αγωγής της, έχει δοθεί σαφής και πειστική εξήγηση από τον ΜΕ1, ότι δηλαδή η Ενάγουσα έλαβε μέτρα διεκδίκησης του ποσού των €2,059.67 μέσω άλλης διαδικασίας, επομένως δια της παρούσης διεκδικεί το ποσό των €2,821.87 που δεν έχει μέχρι σήμερα πληρωθεί. Ως επίσης εξηγεί ο ΜΕ1, το ποσό των €2,059.67 αφορούσε σε προηγούμενες οφειλές και σε επιταγές που είχαν επιστραφεί και συνεπώς όχι σε επιπρόσθετες χρεώσεις, εξ ου και δεν διεκδικείται δια της παρούσας αγωγής το ποσό αυτό.

 

Εν πάση περιπτώσει και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, δεν προκύπτει το πως επηρεάζονται δυσμενώς τα δικαιώματα των Εναγομένων, εξαιτίας του γεγονότος ότι δια της αξίωσής της, η Ενάγουσα διεκδικεί χαμηλότερο ποσό, επαναλαμβάνεται δε, ότι τα κατατιθέμενα τεκμήρια, αποδεικνύουν ικανοποιητικώς κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στον απαιτούμενο βαθμό, τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας.

 

Αναφορικά με τη θέση των Εναγομένων, ότι τα τιμολόγια που αφορούν στο διεκδικούμενο υπόλοιπο δεν φέρουν υπογραφές, επισημαίνεται, ότι τα τιμολόγια δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική σημασία, ούτε και προβάλλονται ως τέτοια, αλλά συνεκτιμώνται υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας.[11] Συνεκτιμημένα ωστόσο, με το σύνολο της μαρτυρίας, ανάλογα με την περίπτωση, τα τιμολόγια δύνανται να θεωρηθούν ως ο έγγραφος λογαριασμός μεταξύ των διαδίκων.[12]

 

Στην Θεοδώρου Θεόδωρος ν. Χριστάκη Χ. Αντωνίου Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1492η οποία αφορούσε σε αξίωση αμοιβής έναντι παροχής ξυλουργικών εργασιών, όπου προσκομίστηκαν προς απόδειξη των ισχυρισμών των εναγόντων τα εκδοθέντα τιμολόγια, αναφέρθηκε ότι η βάση της αγωγής ήταν η εκτέλεση εργασίας προς όφελος του εφεσείοντος και η παράλειψη καταβολής του συμφωνηθέντος ποσού. Λέχθηκε επίσης, ότι το τιμολόγιο δεν συνιστά μαρτυρία για την εργασία η οποία εκπονήθηκε, αλλά σημείωση σε σχέση με αυτή, η οποία συναρτάται με τη γνώση του γράφοντος αναφορικά με αυτά που κατέγραψε.

 

Τούτων λεχθέντων, αποτιμώντας και αντιπαραβάλλοντας το σύνολο της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιόν μου και λαμβανομένου υπόψη του ότι έχω αποδεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Ενάγουσας, δεν θεωρώ ότι το γεγονός ότι τα τιμολόγια δεν φέρουν υπογραφή, δυνατό να με οδηγήσει σε απόρριψη της υπόθεσης της Ενάγουσας.

 

Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, στρέφομαι σε εξέταση της θέσης ότι ο Εναγόμενος 2 ουδέποτε συνεργάστηκε με την Ενάγουσα υπό την προσωπική του ιδιότητα.

 

Διερχόμενη της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι πράγματι, τα εκδοθέντα τιμολόγια εκδόθηκαν επ’ ονόματι της Εναγομένης 1, όπως επίσης και η σχετική κατάσταση λογαριασμού. Επιπρόσθετα, η επιστολή ημερ. 7.5.2020 απευθύνεται προς την Εναγομένη 1.

 

Παράλληλα, ως σημειώνεται ανωτέρω, ουδείς ισχυρισμός έχει δικογραφηθεί στην Έκθεση Απαίτησης περί συμφωνίας παροχής εγγύησης ή τέτοιας υπόσχεσης από πλευράς Εναγομένου 2, σχετικά με τις οφειλές της Εναγομένης 1 προς την Ενάγουσα.

 

Ο ισχυρισμός αυτός δικογραφείται για πρώτη φορά στο δικόγραφο της Απάντησης της Ενάγουσας.

 

Επί τούτου, σημειώνω ότι το δικόγραφο της Απάντησης δεν αποτελεί το ορθό δικογραφικό forum για να προβληθεί αξίωση, ούτε για να διαφοροποιηθούν  τα γεγονότα που περιβάλλουν την αξίωση, ούτε και προσφέρεται ως εφαλτήριο τροποποίησης.[13]

 

Διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λίμιτεδ ν Ματσούκα κ.α. (2014) 1 ΑΑΔ 1377:

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να μην επιτρέψει εξ υπαρχής τη διεξαγωγή της δίκης και την εισαγωγή μαρτυρίας στη βάση των όσων καταγράφηκαν στην απάντηση στην υπεράσπιση. Τα Δικαστήρια, έχουν ως πρώτιστο καθήκον να περιορίζουν αυστηρά τη διαδικασία και να επιτρέπουν την εξέλιξη της δίκης στη βάση και μόνο της αξίωσης όπως προβάλλεται με την έκθεση απαίτησης, ώστε να υπάρχει σαφήνεια ως προς το αγώγιμο δικαίωμα αλλά και τα επίδικα ζητήματα. Υποχρέωση, που αν τηρηθεί, περισώζει δικαστικό χρόνο και δαπάνη αλλά και αποφυγή ταλαιπωρίας των διαδίκων, οι οποίοι από το 2003 βρίσκονται στα Δικαστήρια για διάγνωση των δικαιωμάτων τους. Αντίστοιχη όμως υποχρέωση βαρύνει και τους συνηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι με προσοχή και επιμέλεια οφείλουν να συντάσσουν τα δικόγραφα τους ώστε να ανταποκρίνονται στα πραγματικά γεγονότα και να θέτουν στην ορθή της διάσταση τη νομιμοποιητική βάση της αξίωσης των εντολέων τους».

 

(Η υπογράμμιση και η έμφαση είναι του Δικαστηρίου).

 

Ως επίσης λέχθηκε στην Demil Co Ltd vAPanayides Contracting Ltd (2008) 1 Α.Α.Δ.661, η βάση της αγωγής χαρακτηρίζεται νομικά με βάση τα δικόγραφα και τα γεγονότα που δικογραφούνται σε αυτά και παρουσιάζονται τελικά στο Δικαστήριο με μαρτυρία.

 

Τούτων λεχθέντων και λαμβανομένης υπόψη της αρχής της χωριστής οντότητας του νομικού προσώπου,[14] δεν καταλήγω ότι ο Εναγόμενος 2 οφείλει στην Ενάγουσα το ποσό που δια της αγωγής της αξιοί.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, έχω ικανοποιηθεί ότι η Ενάγουσα απέδειξε την υπόθεσή της στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης εναντίον της Εναγομένης 1.

 

Συνεπακόλουθα, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης 1 για το ποσό των €2,821.87 πλέον νόμιμο τόκο, από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής.

 

Για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω, η αγωγή απορρίπτεται εναντίον του Εναγομένου 2.

 

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης 1, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, καθώς δεν κρίνω ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ώστε το Δικαστήριο να αποκλίνει από τον γενικό κανόνα, ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα.      

 

Σε σχέση με τον Εναγόμενο 2, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του και εναντίον της Ενάγουσας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

(Υπ.) ...............................

                                                                            Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.

 

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Καλλικάς ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 1238 και Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490.

 

[2] Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.

[3] Βλ. κατ’ αναλογία Α.Ο. ν. D.T.V. Πολ. Εφ. υπ’ αρ. 19/2022 ημερ. 20.10.2022.

 

[4] Βλ. κατ’ αναλογία Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Σκορδέλλη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 ημερ. 6.6.2016 & MOSSA (MUSSA) MOHAMMED MUSTAFA ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165.

 

[5] Παπαγεωργίου ν. Κλάππας Investment Services Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 24.

 

[6] Αυστριακές Αερογραμμές ν. Γενικών Ασφαλειών (1991) 1 Α.Α.Δ. 764.

[7] Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665, Μαρσέλ κ.ά ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858.

 

[8] Θεοδόσης Ιορδάνους ν. Δήμου Ζήνωνος (1998) 1 ΑΑΔ 652.

 

[9] Καλλικάς ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 1238  & Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490.

 

[10] L. Mantovani & Sons v. Christis Travel Tourism Ltd (1999) 1 A.A.Δ 156.

 

[11] Palatino Developments Ltd v. Telectronics Communicaiton Ltd (2002) 1 AAΔ 962 & Demil Imports Exports Ltd, v. Ζήνων Η. Κωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 462.

 

[12] Γεώργιος Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Παναγιώτη Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339.

 

[13] Alikhani v. Προδρόμου (2012) 1 Α.Α.Δ. 657, Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Βλάχου κ.α., Πολ. Εφ. Αρ. 194/2023 ημερ. 25.10.2019.

 

[14] Salomon v. Salomon and Co., [1897] A.C., Gesico Photographic v. JK Video (1991) 1 ΑΑΔ 134.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο