ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ κ.α., Αρ. Απαίτησης: 182/2024, 3/4/2025
print
Τίτλος:
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ κ.α., Αρ. Απαίτησης: 182/2024, 3/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Ενώπιον: Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.                   

                                                         Κλίμακα: €10.000 - €50.000                                                                   Αρ. Απαίτησης: 182/2024

 

ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ

Ενάγουσα

και

 

1.    ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

2.    ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

3.    MAN CONTRACTORS & DEVELOPERS LIMITED

 

Εναγόμενοι

Ημερομηνία: 3.4.2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/Αιτούσα: κα Α. Γεωργιου-Λοϊζου ΓΙΑ ΑΝΤΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΛΟΪΖΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο/Καθ’ ου η αίτηση 1: κ. Λοϊζίδης για Μ.Χ.ΛΟΪΖΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(Αίτηση για έκδοση παρεμπίπτοντων διαταγμάτων ημερ. 28.11.2024)

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Αντικείμενο της παρούσας, είναι το κατά πόσο το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα ημερ. 29.11.2024, θα πρέπει να οριστικοποιηθεί.

 

Ειδικότερα, αφού το Δικαστήριο διήλθε των όσων τέθηκαν ενώπιόν του, συμπεριλαμβανομένης της ένορκης δήλωσης της Ενάγουσας σε σχέση με το επικαλούμενο κατεπείγον άμεσης εκδίκασης της Αίτησης ημερ. 28.11.2024, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγορεύει στον Εναγόμενο και/ή στους πληρεξούσιους και/ή συγγενείς και/ή οποιοδήποτε πρόσωπο σχετίζεται και/ή ενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό του και/ή υπαλλήλους και/ή τους αντιπροσώπους και/ή τους υπηρέτες και/ή εκδοχείς του, από το να επέμβουν με οποιοδήποτε τρόπο εντός του επίδικου ακινήτου, του οποίου εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια και/ή νόμιμη κάτοχος και/ή δικαιούμενη σε κατοχή και εκμετάλλευση είναι η Ενάγουσα, μέχρι την εκδίκαση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και/ή μέχρι νεότερων διαταγών του Δικαστηρίου.

 

Εκδόθηκε επίσης διάταγμα με το οποίο ο Εναγόμενος και/ή οι υπάλληλοι και/ή οι αντιπρόσωποι και/ή οι υπηρέτες και/ή οι εκδοχείς του διατάζονται όπως μετακινήσουν τα κάγκελα και/ή τα κιγκλιδώματα που άφησαν στην είσοδο του επίδικου ακινήτου, καθώς επίσης και διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στον Εναγόμενο και/ή στους αντιπροσώπους και/ή πληρεξούσιους και/ή συγγενείς του και/ή οποιοδήποτε πρόσωπο σχετίζεται και/ή ενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό του υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, να εισέρχονται στο επίδικο ακίνητο, μέχρι την εκδίκαση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και/ή μέχρι νεότερων διαταγών του Δικαστηρίου.

 

Ως προς το αιτούμενο διάταγμα για μετακίνηση του περιεχομένου του επίδικου ακινήτου σε αποθήκη για διάστημα τριών ημερών και την έκδοση οδηγιών για την περαιτέρω μεταχείρισή του, η ευπαίδευτη συνήγορος της Ενάγουσας ζήτησε όπως παραμείνει για σκοπούς επίδοσης.

 

Παρεμβάλλω, ότι μετά την έκδοση των αναφερόμενων προσωρινών διαταγμάτων, προστέθηκαν ως διάδικοι οι Εναγόμενοι 2 και 3. Ως εκ τούτου, διευκρινίζεται ότι η αναφορά σε «Εναγόμενο», αφορά στον νυν Εναγόμενο 1, ο οποίος κατά τον χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ήταν ο μοναδικός Εναγόμενος.

 

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ

 

Το υπόβαθρο των γεγονότων που υποστηρίζουν την Αίτηση, εκτίθεται σε γραπτή μαρτυρία της Ενάγουσας, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτω συνοπτικά ευθύς αμέσως.

Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Ενάγουσας, την 16.10.2024 διεξήχθη πλειστηριασμός του επίδικου ακινήτου, μέσα στο πλαίσιο του οποίου η ίδια ήταν η υψηλότερη προσφοροδότης.

 

Την 22.11.2024, το επίδικο ακίνητο μεταβιβάστηκε επ’ ονόματι της Ενάγουσας και εκδόθηκε σχετικός τίτλος ιδιοκτησίας, το δε ποσό πληρωμής εξοφλήθηκε πλήρως από την Ενάγουσα, η οποία προτού υποβάλει προσφορά επισκέφθηκε σε διάφορες ημερομηνίες το επίδικο ακίνητο, για να σιγουρευτεί ότι δεν κατοικείτο. Σε καμία ωστόσο από τις επισκέψεις της, δεν είδε, ως αναφέρει στη γραπτή μαρτυρία της, οποιοδήποτε όχημα, φως ή κόσμο, στο επίδικο ακίνητο.

 

Την 22.11.2024, σε επίσκεψη της Ενάγουσας στο επίδικο ακίνητο, εντόπισε τοποθετημένη παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεσή της, περίφραξη εργοταξίου και πινακίδες της εργολαβικής εταιρείας MAN Contractors & Developers Ltd.

 

Αφού επικοινώνησε με την τότε δικηγόρο της, η τελευταία κατάφερε να επικοινωνήσει με τον Διευθυντή της εν λόγω εταιρείας, κ. Χριστόδουλο Ματθαίου, ο οποίος την παρέπεμψε στον δικηγόρο του, ο οποίος με τη σειρά του την πληροφόρησε ότι με βάση τους ισχυρισμούς του κ. Ματθαίου, το επίδικο ακίνητο ενοικιαζόταν σε κάποιο πρόσωπο ισραηλινής καταγωγής. Παρόλο που ζητήθηκαν τα αναφερθέντα συμβόλαια, ουδέποτε αυτά λήφθηκαν.

 

Παρότι η Ενάγουσα κάλεσε τηλεφωνικώς την Αστυνομία, η τελευταία της ανέφερε ότι δεν την αφορά τέτοιας φύσεως διαφορά και ότι ο Εναγόμενος είναι ο ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου.

 

Την 23.11.2024, η Ενάγουσα μετέβη μαζί με τον σύζυγό της και τον κοινοτάρχη της περιοχής στο επίδικο ακίνητο και άλλαξε τις κλειδαριές, λαμβάνοντας την απόλυτη κατοχή του ακινήτου, ενώ τράβηξε φωτογραφίες, από τις οποίες προκύπτει ότι το σπίτι ήταν ξεκάθαρα εγκαταλελειμμένο για καιρό.

 

Την 25.11.2024, αιτήθηκε τη μεταβίβαση του ρεύματος επ’ ονόματί της και την 26.11.2024 μεταβίβασε το νερό επ’ ονόματι της. Ως πληροφορήθηκε από την ΑΗΚ, μετά τη μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομά της, έγινε προσπάθεια κατάθεσης ενοικιαστηρίου εγγράφου από τον Εναγόμενο, την οποία η ΑΗΚ δεν του επέτρεψε. Το ακίνητο, συνεχίζει η Ενάγουσα, είχε αμελητέα κατανάλωση, η οποία είναι άγνωστο από ποιόν και πότε έγινε, καθώς το ακίνητο δεν κατοικείτο μόνιμα, αλλά ενδεχομένως σποραδικά.

 

Την 26.11.2024, η Ενάγουσα μετέβη στο επίδικο ακίνητο για σκοπούς καταγραφής των εργασιών που απαιτούντο για να προβεί σε ανακαίνιση του επίδικου ακινητου, όταν και είδε έξι άτομα να σπάζουν με φτυάρια τα εξωτερικά πλακάκια του σπιτιού και να τα φορτώνουν σε βαν. Αφού η Ενάγουσα αποτάθηκε στην Αστυνομία, ενημερώθηκε ότι τα εν λόγω έξι άτομα βρίσκονταν στο ακίνητο κατόπιν οδηγιών του κ. Ματθαίου, τον οποίο η Αστυνομία κάλεσε τηλεφωνικώς στην παρουσία της, ζητώντας του να εγκαταλείψει το επίδικο ακίνητο και να καταθέσει σε σχέση με την καταγγελία που είχε υποβάλει η Ενάγουσα.

 

Ενόψει του ότι η Ενάγουσα δεν αισθάνθηκε ότι η Αστυνομία την προστάτευε, προέβη αυθημερόν σε εγκατάσταση καμερών ασφαλείας περιμετρικά του επίδικου ακινήτου.

 

Την 27.11.2024, όπως φαίνεται από καταγραφή των εν λόγω καμερών ασφαλείας, ο Εναγόμενος μετέβη στο επίδικο ακίνητο μαζί με άγνωστο πρόσωπο και αποπειράθηκαν να διαρρήξουν τις εξωτερικές πόρτες του επίδικου ακινήτου. Σχετικό βίντεο επισυνάπτεται από την Ενάγουσα ως Τεκμήριο 9.

 

Σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτουμένων διαταγμάτων, συνεχίζει η Ενάγουσα, ο Εναγόμενος θα προκαλέσει σε αυτήν ανεπανόρθωτη ζημιά με τις πράξεις του, ενώ αβίαστα προκύπτει ότι είναι αφερέγγυος, ένεκα της πώλησης του επίδικου ακινήτου σε πλειστηριασμό.

 

Ως εκ τούτου, η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων είναι κατεπείγουσα για σκοπούς διατήρησης του status quo, ενώ δεν θα επηρεαστεί οποιοδήποτε δικαίωμα του Εναγόμενου, ο οποίος δεν έχει κανένα δικαίωμα να επεμβαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επίδικη οικία, έχει δε επωφεληθεί από την πώληση του ακινήτου, καθώς το ποσό το οποίο καταβλήθηκε για την αγορά του, διατέθηκε έναντι των υποχρεώσεών του.

 

Ως επίσης αναφέρει η Ενάγουσα, στο επίδικο ακίνητο υπάρχουν μόνο παλιά αντικείμενα σε αρκετά κακή κατάσταση, τα οποία ο Εναγόμενος όφειλε και είχε υποχρέωση να μετακινήσει πριν τον πλειστηριασμό, πλην όμως δεν το έπραξε. Εν πάση περιπτώσει, η ίδια είναι διατεθειμένη να μετακινήσει τα αντικείμενα σε αποθήκη.

 

Επικαλούμενη τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και κατοχής του επίδικου ακινήτου, η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο Εναγόμενος δεν έχει οποιαδήποτε πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης, σε αντίθεση με την ίδια, που έχει καλή βάση αγωγής και σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.

 

Προς επίρρωση των ισχυρισμών της η Ενάγουσα επισύναψε σχετικά τεκμήρια, αναφορά στα οποία θα γίνει κατωτέρω, όπου τούτο ήθελε κριθεί σκόπιμο.

 

Η Αίτηση προσέκρουσε στην Ένσταση της άλλης πλευράς, στην οποία παρατίθενται συνολικά έξι λόγοι ένστασης, οι οποίοι, συνοπτικώς αποδιδόμενοι, εγείρουν ζήτημα απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, μη πληρότητας των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν. 14/1960, ανυπαρξίας σοβαρής μαρτυρίας με την οποία να τίθεται υπό αμφισβήτηση η φερεγγυότητα του Εναγομένου, υποστηρίζουν δε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας γέρνει υπέρ της απόρριψης της Αίτησης, η οποία είναι επιπόλαιη και ενοχλητική (frivolous and vexatious) και αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας, εφόσον ο Εναγόμενος δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τα επίδικα γεγονότα.

 

Το υπόβαθρο των γεγονότων που στηρίζουν την Ένσταση εμφαίνεται στη γραπτή μαρτυρία του Εναγομένου, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτω επίσης συνοπτικά. 

 

Αρχικά ο Εναγόμενος αναφέρει ότι είναι 77 ετών και ότι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακίνητου, το οποίο ανεγέρθηκε από την εταιρεία Charilaos Apostolidis Public Limited, ήταν η αποβιώσασα σύζυγός του. Από τον θάνατο της συζύγου του το 2023, ο ίδιος κι οι δύο υιοί του ήταν οι νόμιμοι κληρονόμοι της σε ίσα μερίδια, ελλείψει διαθήκης.

 

Περαιτέρω ο Εναγόμενος αναφέρει ότι για 45 χρόνια περίπου ασχολείται με τον κατασκευαστικό τομέα και είναι Γραμματέας, Διευθυντής και Μέτοχος της εταιρείας CHAPO, μιας εκ των μεγαλύτερων κατασκευαστικών εταιρειών της χώρας. Είναι επομένως αδιαμφισβήτητο, ότι δεν είναι ούτε στο ελάχιστο αφερέγγυος, αλλά έχει την οικονομική άνεση να καταβάλει στην Ενάγουσα οποιαδήποτε αποζημίωση ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο.

 

Περί το 2020, συνεχίζει ο Εναγόμενος, αποφάσισε να προχωρήσει με τη σύζυγό του σε ενοικίαση του επίδικου ακινήτου, σε σχέση με το οποίο υπήρχε δανεισμός στην Τράπεζα Κύπρου. Την 8.1.2021, η αποβιώσασα σύζυγος του συνήψε με τον φίλο και συνεργάτη του, κ. Α.C., μακροπρόθεσμη μίσθωση με δικαίωμα αγοράς του επίδικου ακινήτου, η οποία προνοούσε την ενοικίαση του εν λόγω ακινήτου για περίοδο δέκα ετών και παρείχε δικαίωμα στον κ. Α.C. για αγορά του ακινήτου, βάσει καθορισμένης πρόνοιας για την τιμή πώλησης.

 

Είχαν επίσης συμφωνήσει, όπως σε περίπτωση που η υγεία της αποβιωσάσης δεν τους επέτρεπε να μεταβούν στο Παραλίμνι, καταστεί ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου ο κ. Α.C., νοουμένου ότι η συμφωνία μίσθωσης δεν θα τερματιζόταν από την ιδιοκτήτρια εντός των επόμενων 10 ετών. Η νόμιμη κατοχή του ακινήτου από τον κ. Α.C. είχε γνωστοποιηθεί στη Τράπεζα τόσο γραπτώς, όσο και προφορικώς.

 

Αφού οι διαβουλεύσεις με την Τράπεζα για φιλική διευθέτηση των οφειλών τους, οι οποίες εξασφαλίζονταν από το επίδικο ακίνητο, απέτυχαν, περί τον Φεβρουάριο του 2023 η Τράπεζα αποφάσισε να προχωρήσει σε διαδικασία εκποίησης του εν λόγω ακινήτου. Ωστόσο, η τότε επιτυχούσα προσφοροδότης έμαθε για τη συμφωνία μίσθωσης με δικαίωμα αγοράς και απέσυρε την προσφορά της.

 

Από την πρώτη εκποίηση μέχρι τον Ιανουάριο του 2024, η οικογένεια του Εναγομένου, σύμφωνα με τον ίδιο, κατέβαλε στην Τράπεζα επιπρόσθετα το ποσό των €130.000, εντούτοις η Τράπεζα αξίωνε περαιτέρω ποσά και ενεργοποίησε εκ νέου διαδικασία εκποίησης του επίδικου ακινήτου, η οποία έλαβε χώρα την 16.10.2024.

 

Ως προκύπτει από τους όρους ή/και από τις αναρτημένες ειδοποιήσεις του επίδικου πλειστηριασμού, η Τράπεζα γνωστοποίησε προς τους υποψήφιους προσφοροδότες ότι το επίδικο ακίνητο ήταν ενοικιασμένο ή κατοικείτο από τρίτους, καθώς επίσης και για το γεγονός ότι η Τράπεζα δεν ήταν ούτε κάτοχος, ούτε ιδιοκτήτης του προς πώληση ακινήτου.

 

Σύμφωνα πάντοτε με τον Εναγόμενο, επισκέφθηκε για τελευταία φορά το επίδικο ακίνητο περί τα τέλη Αυγούστου, επομένως ο ίδιος δεν αποτελεί κάποιο από τα πρόσωπα που απεικονίζονται στο Τεκμήριο 9 που επισύναψε η Ενάγουσα, όπου φαίνεται ο υιός του μαζί με τον δικηγόρο της εταιρείας. Ολόκληρη η υπόθεση της Ενάγουσας, συνεχίζει ο Εναγόμενος, βασίζεται στον δήθεν ισχυρισμό της ότι αυτός, μαζί με κάποιο άλλο πρόσωπο, επισκέφθηκαν το επίδικο ακίνητο με σκοπό τη διάρρηξή του την 27.11.2024.

 

Επιπρόσθετα, ο ίδιος είναι Διευθυντής και Γραμματέας της CHAPO και όχι της MAN Contractors & Developers Ltd, επομένως ο ισχυρισμός της Ενάγουσας ότι η δικηγόρος της μίλησε με τον διευθυντή της MAN Contractors & Developers Ltd, κ. Ματθαίο Χριστοδούλου, είναι ψευδής.

 

Η Ενάγουσα, συνεχίζει ο ομνύων, γνώριζε ότι το επίδικο ακίνητο κατοικείτο ή ενοικιάζετο σε τρίτα πρόσωπα, γεγονός το οποίο όφειλε να αποκαλύψει στο Δικαστήριο, καθώς είχε λάβει σχετική ενημέρωση από την Τράπεζα, η οποία ουδέποτε της παρέδωσε κατοχή του επίδικου ακινήτου, τα δε κλειδιά του ακινήτου παραδόθηκαν από τον κ. A.C. στον Διευθυντή της MAN Contractors & Developers Ltd για σκοπούς ανακαίνισης. Συνεπώς, η όποια κατοχή του ακινήτου, είναι εκδήλως παράνομη.

 

Περαιτέρω, σε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ της δικηγόρου της Ενάγουσας και του δικηγόρου της οικογένειας του Εναγομένου, η δικηγόρος της Ενάγουσας ενημερώθηκε ότι το επίδικο ακίνητο κατέχει ο κ. A.C. δυνάμει συμφωνίας μίσθωσης με δικαίωμα αγοράς, η δε περίφραξη που είχε τοποθετηθεί από την MAN Contractors & Developers Ltd, τοποθετήθηκε ένεκα εργασιών ανακαίνισης, που εκτελούντο από τον Σεπτέμβριο.

 

Παρόλο που η πλευρά της Ενάγουσας γνώριζε όλα τα ανωτέρω από 22.11.2024, συνεχίζει ο ομνύων, τα απέκρυψε από το Δικαστήριο, ενώ δεν αποκάλυψε ότι το πρόσωπο που φαίνεται στο Τεκμήριο 9, ήταν ο δικηγόρος του Εναγομένου, παρουσιάζοντάς τον ως συνεργό.

 

Επιπρόσθετα, από 23.11.2024, η Ενάγουσα κατέχει παράνομα σωρεία προσωπικών αντικειμένων του κ. A.C., καθότι επενέβη παράνομα στο επίδικο ακίνητο.

 

Επισημαίνοντας ότι ο ίδιος δεν είναι Διευθυντής της MAN Contractors & Developers Ltd, ούτε και παρουσιάζεται στο επίμαχο βίντεο (Τεκμήριο 9 επί της γραπτής μαρτυρίας της Ενάγουσας), ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η Ενάγουσα δεν έχει αποδείξει ούτε κατ’ ελάχιστο πληρότητα των δύο πρώτων προϋποθέσεων του αρ. 32 του Ν. 14/60.

 

Ο Εναγόμενος ισχυρίζεται επίσης ότι ουδεμία ζημιά θα υποστεί η Ενάγουσα, καθώς είναι σε θέση να την αποζημιώσει, σε περίπτωση έκδοσης οιασδήποτε απόφασης εναντίον του. Το δε γεγονός ότι η οικογένειά του δεν ενέδωσε στις παράνομες και/ή αντισυμβατικές υπερχρεώσεις της Τράπεζας, δεν του αποστερεί την οικονομική δυνατότητα να αποζημιώσει,  ως αναφέρει, τα είκοσι πλακάκια της εισόδου του επίδικου ακινήτου.

 

Τέλος, το ισοζύγιο της ευχέρειας γέρνει υπέρ της απόρριψης της Αίτησης, καθώς η Ενάγουσα όφειλε να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, πράγμα που δεν έπραξε και συνεπώς δεν ήρθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.

 

Με συμπληρωματική της γραπτή μαρτυρία, η Ενάγουσα αναφέρει ότι όταν υπέβαλε την καταγγελία της στην Αστυνομία, ουδέποτε ο υπεύθυνος Αστυνομικός της ανέφερε το όνομα της οποιασδήποτε εταιρείας ή του γιου του Εναγομένου και με βάση τα όσα γνώριζε και της είχαν λεχθεί, ο Εναγόμενος ήταν το πρόσωπο το οποίο έδιδε εντολές σε σχέση με τις παράνομες εργασίες που διεξάγονταν στο επίδικο ακίνητο.

 

Επιπρόσθετα, ο Εναγόμενος παρουσιάζετο στους λογαριασμούς κοινής ωφελείας του επίδικου ακινήτου, ενώ η ΑΗΚ κατονόμασε τον Εναγόμενο ως το πρόσωπο το οποίο είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της επίδικης οικίας, καθώς σε επικοινωνία του με την ΑΗΚ, ανέφερε ότι διαμένει στο εν λόγω ακίνητο.

 

Ούτε και κατονόμασε ο Εναγόμενος τον υιό του ως υπεύθυνο στην δικηγόρο της Ενάγουσας, στην τηλεφωνική τους επικοινωνία, ενώ δεν της ανέφερε ότι ο ίδιος δεν είχε εμπλοκή στην τοποθέτηση της περίφραξης γύρω από το επίδικο ακίνητο.

 

Επομένως καλόπιστα, συνεχίζει η Ενάγουσα, βασίστηκε στα όσα της είχαν λεχθεί από την Αστυνομία και πίστευε ότι ο Εναγόμενος ήταν το πρόσωπο που παρουσιάζεται στο Τεκμήριο 9.   

 

Σε περίπτωση δε που το εκδοθέν διάταγμα καταστεί απόλυτο, η Ενάγουσα θα προστατευθεί από τις συμπεριφορές που ο Εναγόμενος και οι οποιοιδήποτε εντολείς του, όπως ο υιός του, επιδεικνύουν, παραβιάζοντας το δικαίωμά της στην ανενόχλητη κατοχή του επίδικου ακινήτου.

 

Ως εκ τούτου, κατά την Ενάγουσα, το γεγονός ότι στο Τεκμήριο 9 απεικονίζεται ο υιός του Εναγομένου και όχι ο ίδιος ο Εναγόμενος, δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα.

 

Σε σχέση με τη συμφωνία μίσθωσης, την οποία επικαλείται ο Εναγόμενος, έστω και ήθελε φανεί ότι πρόκειται για γνήσιο έγγραφο, η εν λόγω συμφωνία δεν παρέχει σε κάθε περίπτωση δικαίωμα στον Εναγόμενο ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να επεμβαίνει επί του επίδικου ακινήτου.

 

Επί του θέματος αυτού, συνεχίζει η Ενάγουσα, επικοινώνησε με τον δικηγόρο της προσφοροδότριας κατά τον πρώτο πλειστηριασμό, ο οποίος αρνήθηκε ότι η συγκεκριμένη προσφοροδότρια είχε αποσύρει το ενδιαφέρον της όταν πληροφορήθηκε ότι υπάρχει ενοικιαστής, αλλά όταν αντιλήφθηκε ότι είχαν αναρτηθεί οι φωτογραφίες άλλης οικίας. Σε επίσκεψη δε του αναφερόμενου δικηγόρου στον χώρο, το επίδικο ακίνητο δεν ήταν ενοικιασμένο και υπήρχε κάποιος Νοτιοασιάτης, ο οποίος παρίστανε τον κάτοχο της οικίας.

 

Οι όποιες δε διαφορές αφορούν στην κατοχή του επίδικου ακινήτου, δεν αφορούν στο πρόσωπο του Εναγομένου, αλλά στο πρόσωπο που κατονομάζεται ως ο νόμιμος ενοικιαστής του επίδικου ακινήτου και την Ενάγουσα.

 

Με συμπληρωματική του γραπτή μαρτυρία, ο Εναγόμενος αναφέρει ότι μέσω της συμπληρωματικής της μαρτυρίας, η Ενάγουσα επιβεβαιώνει ότι ο ίδιος δεν είναι Διευθυντής της MAN Contractors & Developers Ltd, συνεπώς ουδεμία περίφραξη τοποθέτησε ή έδωσε οποιεσδήποτε οδηγίες σε άσχετη με τον ίδιο εταιρεία, καθώς επίσης και το ότι ουδέποτε ο ίδιος μετέβη στην επίδικη οικία. Οι ανωτέρω παραδοχές της Ενάγουσας, κατά τον Εναγόμενο, καταδεικνύουν ότι δεν πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του αρ. 32, ενώ δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η οικονομική του δυνατότητα.

 

Επιπρόσθετα, ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ΑΗΚ αρνήθηκε να μεταβιβάσει επ’ ονόματι της Ενάγουσας το ρεύμα, παρά τα όσα αυτή ισχυρίζεται, ενόψει του ότι ο ίδιος είχε ενημερώσει την ΑΗΚ ότι στο επίδικο ακίνητο διαμένει ο κ. A.C. και όχι διότι την ενημέρωσε ότι διαμένει ο ίδιος στο ακίνητο. Οι δε λογαριασμοί ρεύματος και νερού διατηρούντο επ’ ονόματί του υπό την ιδιότητά του ως ιδιοκτήτης.

 

Αποτελεί θέση του Εναγομένου, ότι σε κάθε περίπτωση, αυτός είχε ενημερώσει από τον πρώτο πλειστηριασμό του επίδικου ακινήτου τους αγοραστές και την Τράπεζα για το καθεστώς ενοικίασης, επομένως ουδέποτε η Ενάγουσα έλαβε νόμιμη κατοχή του επίδικου ακινήτου.

 

Τέλος, ο Εναγόμενος αναφέρει ότι παραπλανητικά η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο ίδιος της είχε υποδειχθεί ως υπεύθυνος για την εκτέλεση των εργασιών, ενώ ουδέποτε η Αστυνομία τον κάλεσε για σκοπούς λήψης κατάθεσης. Κατάθεση έδωσε ο υιός του, που είναι Διευθυντής και Μέτοχος της MAN Contractors & Developers Ltd και έκτοτε, ουδεμία εξέλιξη έλαβε χώρα.

 

ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας τα οποία αναφέρονται στην Αίτηση και την Ένσταση, καθώς επίσης και στις συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις που καταχωρίστηκαν από αμφότερα τα μέρη μέσα στο πλαίσιο της παρούσας.

 

Περαιτέρω, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διάδικων μερών κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις και προέβησαν σε προφορικές διευκρινήσεις. Αναφορά στις θέσεις που υποστηρίχθηκαν μέσω αυτών θα γίνει μέσα στο πλαίσιο αξιολόγησης των εκατέρωθεν θέσεων των μερών, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο.[1]

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για την έκδοση παρεμπίπτοντων διαταγμάτων, πηγάζει από το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/1960, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στη νομική βάση της υπό κρίση Αίτησης.

 

Το Δικαστήριο διατηρεί ευρεία διακριτική ευχέρεια να διατάξει την έκδοση τέτοιου διατάγματος σε περίπτωση που ικανοποιηθεί ότι (α) υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) ότι ο αιτών έχει ορατή πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία και (γ) ότι σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά, η δε έκδοση τέτοιων διαταγμάτων, ως είναι νομολογημένο, ασκείται με φειδώ. Το Δικαστήριο στο παρόν στάδιο δεν αποφασίζει επί της ουσιαστικής απαίτησης του αιτητή, ενώ επιμελώς θα πρέπει να αποφεύγει να προβεί σε ευρήματα ή συμπεράσματα επί της ουσίας της διαφοράς. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση του κατά πόσον πληρούνται οι υπό του Νόμου τιθέμενες προϋποθέσεις και το βάρος αποδείξεως πλήρωσής των, φέρει ο αιτών.[2]

 

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι οι ανωτέρω προϋποθέσεις πληρούνται, τίθεται υπό εξέταση το ισοζύγιο της ευχέρειας. Όπως υποδεικνύεται στην Odysseos v. Pieris Estates Ltd. and Others (βλ. υποσημ. 2), το Δικαστήριο πρέπει επιπρόσθετα να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα. Ο αιτών πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι πληρούνται και οι τρεις προαναφερόμενες προϋποθέσεις του άρθρου 32, ώστε να δημιουργηθεί το υπόβαθρο βάσει του οποίου το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, θα αποφασίσει υπέρ ή κατά της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος.[3]

 

Μέσα στο πλαίσιο της εκδίκασης ενδιάμεσης αίτησης για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετες. Το Δικαστήριο, περιορίζεται σε εξέταση των δικογράφων, σε συνάρτηση με το μαρτυρικό υλικό που περιέχεται στις ένορκες δηλώσεις και την μαρτυρία η οποία προκύπτει από ενδεχόμενη αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων.

 

Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, δηλαδή την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, είναι αρκετό να αποκαλύπτεται με βάση τα δικόγραφα συζητήσιμη υπόθεση.

 

Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, αυτή της ύπαρξης πιθανότητας επιτυχίας, είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι με βάση τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί, υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας του ενάγοντα στην αγωγή.[4] Ως έχει νομολογηθεί, κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας, σταθμίζεται δε και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση.[5]

 

Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία.  Μεταξύ των περιπτώσεων όπου η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν μπορεί να κριθεί επαρκής εντάσσεται και η περίπτωση όπου γίνεται επίκληση παραβίασης δικαιωμάτων, ιδίως όπου η επικαλούμενη ζημιά ή βλάβη συνεχίζεται, με απρόβλεπτες προεκτάσεις.[6]

 

Όπως τονίστηκε στην Odysseos v. Pieris Estates Ltd. and Others (βλ. υποσημ. 2), μέσα στο πλαίσιο της προϋπόθεσης αυτής εξετάζεται το ζήτημα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων. Όσο απομακρύνεται η πιθανότητα να συνιστά επαρκή θεραπεία η θεραπεία των αποζημιώσεων, τόσο ενισχύεται η πιθανότητα να πληρείται η τρίτη προϋπόθεση.  Αν η υπόθεση εκ της φύσεώς της δεν επιδέχεται τη θεραπεία των αποζημιώσεων ή ο υπολογισμός των αποζημιώσεων είναι αδύνατος, τότε είναι ευκολότερη η συναγωγή συμπεράσματος ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. 

 

H προβολή της θέσης περί ανεπανόρθωτης ζημιάς είναι αναγκαίο να τεκμηριώνεται με την προσκόμιση κατάλληλων λεπτομερειών και επεξηγήσεων και δεν επαρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί σε σχέση με την ισχυριζόμενη αδυναμία να ικανοποιηθεί οποιαδήποτε απόφαση υπέρ του ενάγοντα.[7] 

 

Αντίθετα, εκεί όπου η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί, έστω και με κάποια δυσκολία, τότε δεν θεωρείται ανεπανόρθωτης φύσης και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ευσταθήσει  ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη.[8]  Άλλη περίπτωση, είναι αυτή όπου εάν δεν εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα θα είναι αδύνατη η ικανοποίηση, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης του Καθ’ ου η αίτηση, τυχόν απόφασης που θα εκδοθεί υπέρ του Αιτητή.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Προχωρώ αρχικά σε εξέταση του λόγου ένστασης που αφορά στο κατά πόσο έχουν αποκαλυφθεί όλα τα ουσιώδη γεγονότα στο Δικαστήριο, σε σχέση με τον οποίο προβλήθηκε εκτενής επιχειρηματολογία από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εναγομένου.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία που διέπει το θέμα, ο διάδικος που επιδιώκει την έκδοση θεραπείας μονομερώς, οφείλει να αποκαλύπτει στο Δικαστήριο όλα τα ουσιώδη γεγονότα, εκείνα δηλαδή τα γεγονότα που θα επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου, εν τη απουσία της άλλης πλευράς. Το καθήκον πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης είναι άρρηκτα συνυφασμένο με την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης και της καλής πίστης, εφόσον με την έκδοση προσωρινής θεραπείας μονομερώς, ο αντίδικος στερείται του δικαιώματος ακροάσεως.[9]

 

Παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου σε μονομερή αίτηση, μπορεί να εκληφθεί ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου.[10]

Το καθήκον ειλικρινούς αποκάλυψης επεκτείνεται και στα γεγονότα αναφορικά με τα οποία ο αιτών οφείλει να επισύρει την προσοχή του Δικαστηρίου και όχι να τα παρασιωπήσει, παρόλο που ενδεχομένως να αναφέρονται σε έγγραφα τα οποία επισυνάπτει στην Αίτησή του. Με άλλα λόγια, η επισύναψη ενός εγγράφου και η μη αναφορά σε ουσιώδη όρο του, συνιστά απόκρυψη.[11]

 

Επιπρόσθετα, η υποχρέωση για αποκάλυψη επεκτείνεται όχι μόνο επί πραγματικών ζητημάτων, αλλά και επί νομικών σημείων.[12]

 

Το τι συνιστά ουσιώδες γεγονός είναι αντικειμενικό και προσδιορίζεται μέσα στο πλαίσιο της αντιδικίας. Καθήκον του αιτητή είναι να αποκαλύψει όλα εκείνα τα γεγονότα τα οποία εάν ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, θα επηρεάσουν την άσκηση της δικανικής του κρίσης.[13]

 

Στην  Resola  (Cyprus) Ltd  v.  Χρίστου  (1998) 1 Α.Α.Δ  598 λέχθηκαν τα εξής επί του θέματος:

 

«Όπως διαπιστώσαμε στην  Demstar  Limited  v.  Zim Israel Navigation  Co. Limited  και άλλου   (1996)  1(Α)   Α.Α.Δ  597, πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση  για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων.   Το κριτήριο είναι, όπως αναφέραμε, κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά,  εξ αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας στοιχείο για  την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, οπόταν, στην απουσία του, αυτή τούτη η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής».

 

            (Η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

 

Διαφωτιστικό είναι επίσης το ακόλουθο απόσπασμα από την Άκης, άλλως Γρηγόρης Ν. Γρηγορίου κ.α. v. Χριστίνας Σταύρου Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 ΑΑΔ 248:

 

«Υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο ουσιώδη γεγονότα που είναι γνωστά στον αιτητή, αλλά και εκείνα που μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογη έρευνα. Ο Δικαστής κρίνει αν το γεγονός που παραλείφθηκε είναι ουσιαστικό, αν δεν ήταν γνωστό στον αιτητή και δεν μπορούσε εύλογα να γίνει γνωστό και αν η παράλειψη έγινε χωρίς σκοπό παραπλάνησης. Αυτά ενέχουν ουσιαστική βαρύτητα, αλλά δεν είναι και οι μόνοι αποφασιστικοί παράγοντες. Τελικά το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια, παρ' όλη την απόδειξη ουσιαστικής μη αποκάλυψης που δικαιολογεί την άμεση ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε στη μονομερή αίτηση, να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του ή να εκδώσει νέο διάταγμα με όρους».

           

(Η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

 

Εν προκειμένω, αποτελεί θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εναγομένου, ότι η Ενάγουσα απέκρυψε από το Δικαστήριο ότι γνώριζε ότι το επίδικο ακίνητο βρισκόταν υπό ενοικίαση, πράγμα το οποίο φαίνεται από τους όρους του πλειστηριασμού που προηγήθηκε, επομένως ουδέποτε κατέστη η Ενάγουσα νόμιμη κάτοχος του επίδικου ακινήτου.

 

Αποτελεί επίσης θέση του ότι η Ενάγουσα παραπλανητικά παρουσίασε στο Δικαστήριο ότι ο Εναγόμενος επιχείρησε να διαρρήξει την είσοδο του επίδικου ακινήτου και να εισέλθει σε αυτό και ότι τοποθέτησε περίφραξη εργοταξίου της MAN Contractors & Developers Ltd, εφόσον, ως αναφέρεται στη γραπτή μαρτυρία του Εναγομένου, δεν είναι οποιοδήποτε από τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στο Τεκμήριο 9, ενώ Διεθυντής της εν λόγω εταιρείας είναι ο υιός του, ο οποίος απεικονίζεται στο Τεκμήριο 9 και όχι ο ίδιος.

 

Στον αντίποδα, η ευπαίδευτη συνήγορος της Εναγομένης, παραπέμποντας στην COMMERZBANK AUSLANDSBANKEN HOLDING A.G. κ.α. ν. ADEONA HOLDINGS LTD, Πολ. Εφ. υπ’ αρ. Ε6/2014 ημερ. 27.2.2015, επιχειρηματολογεί ότι η αναφορά στον Εναγόμενο ως Διευθυντή της MAN Contractors & Developers Ltd ήταν καλόπιστη και όχι παραπλανητική, καθώς οφείλεται στις υποδείξεις της Αστυνομίας, ενώ παρέμεινε ακλόνητο το γεγονός ότι ήταν ο Εναγόμενος που έδωσε οδηγίες στους εργάτες, είτε ήταν ή όχι υπάλληλοι της εταιρείας στην οποία Διευθυντής ήταν ο υιός του.

 

Σε σχέση με το θέμα της ενοικίασης του επίδικου ακινήτου, η ευπαίδευτη συνήγορος της Ενάγουσας επιχειρηματολογεί ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο που παρουσιάστηκε από τον Εναγόμενο φέρει ημερομηνία κατάθεσης στον Έφορο μεταγενέστερη της πώλησης μέσω πλειστηριασμού, από το δε περιεχόμενό της, αναδύεται η εμπλοκή του Εναγομένου ως ιδιοκτήτη και κληρονόμου του επίδικου ακινήτου, καθώς σύμφωνα με όρο της εν λόγω συμφωνίας, θα έπρεπε να συγκατατεθεί σε τυχόν ανακαίνιση. Αρνείται ότι υπήρχε γνώση από πλευράς Ενάγουσας για την ύπαρξη ενοικιαστή και προς τούτο παραπέμπει στο Τεκμήριο 8 της γραπτής μαρτυρίας της Ενάγουσας, ήτοι ηλεκτρονική αλληλογραφία με τον δικηγόρο της προσφοροδότριας στην πρώτη διαδικασία πλειστηριασμού. Ως επίσης υπέδειξε, οι όροι του επίδικου πλειστηριασμού είχαν απλώς αναφορά ότι το ακίνητο «ενδέχεται να ενοικιάζεται».

 

Έχοντας κατά νου τις αρχές που διέπουν το ζήτημα, σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης και χωρίς να υπεισέρχομαι σε αξιολόγηση της ουσίας της υπόθεσης ή σε εξαγωγή ευρημάτων, καταλήγω ότι η Ενάγουσα έθεσε όλα τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το μονομερές στάδιο και δεν απέκρυψε εσκεμμένα από το Δικαστήριο οποιοδήποτε ουσιώδες γεγονός, το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει την κρίση του κατά το μονομερές στάδιο.

 

Δεδομένου του ότι η Ενάγουσα είναι η νόμιμη εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου και το γεγονός αυτό δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και των λοιπών ισχυρισμών της Ενάγουσας σε σχέση με το πρόσωπο του Εναγομένου, δεν θεωρώ ότι το γεγονός ότι ο Εναγόμενος δεν είναι Διευθυντής της MAN Contractors & Developers Ltd, αποκρύφθηκε εσκεμμένα από την Ενάγουσα, η οποία, ως προκύπτει από τον φάκελο του Δικαστηρίου, προσέθεσε σε μεταγενέστερο στάδιο ως διαδίκους στην απαίτησή της τόσο την εν λόγω εταιρεία, όσο και τον Διευθυντή της. Εν πάση δε περιπτώσει, δεν φαίνεται η Ενάγουσα να στηρίζει την όλη υπόθεσή της στο γεγονός και μόνο, ότι ο Εναγόμενος είναι Διευθυντής της εν λόγω εταιρείας και παρουσιάζεται στο επίμαχο βίντεο. Επί τούτου, θα επανέλθω κατωτέρω.

 

Η δε αναφορά στην ειδοποίηση πλειστηριασμού ότι το επίδικο ακίνητο «ενδέχεται να κατοικείται/ενοικιάζεται», δεν αποτελεί κατά την κρίση μου ένδειξη παραπλάνησης του Δικαστηρίου από πλευράς Ενάγουσας, ότι δηλαδή γνώριζε ότι υπήρχε ενοικιαστής και εσκεμμένα το απέκρυψε από το Δικαστήριο, καθώς, αφενός μεν η ίδια η Ενάγουσα αναφέρει στην αρχική της γραπτή μαρτυρία ότι το ακίνητο ενδεχομένως να κατοικείτο σποραδικά, αφετέρου δε, δεν μπορεί να αποδοθεί στη λέξη «ενδέχεται» η ερμηνεία της βεβαιότητας.[14]

 

Περαιτέρω, δεν προκύπτει να αποκρύπτει η Ενάγουσα ή να παρουσιάζει με άλλο τρόπο το γεγονός ότι την 22.11.2024, η δικηγόρος της, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας της με τον δικηγόρο του Εναγομένου, πληροφορήθηκε ότι το επίδικο ακίνητο ενοικιαζόταν σε κάποιο πρόσωπο ισραηλινής καταγωγής, χωρίς, ως αναφέρει η Ενάγουσα, να της είχε σταλεί το συμβόλαιο ενοικιάσεως, ισχυρισμός ο οποίος παρέμεινε αναντίλεκτος.

 

Το δε γεγονός ότι ο δικηγόρος της οικογένειας του Εναγομένου παρουσιάζεται στο Τεκμήριο 9, δεν θεωρώ ότι συνιστά στοιχείο που θα διαφοροποιούσε την κρίση του Δικαστηρίου, ακόμα και αν η Ενάγουσα αναγνώριζε το πρόσωπο αυτό, το οποίο εν πάση περιπτώσει, δεν ενάγεται δια της παρούσας αγωγής.

 

Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, προχωρώ σε εξέταση του κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του αρ. 32 του Ν. 14/1960.

 

Σε σχέση με την πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση, εάν δηλαδή παρουσιάζεται σοβαρή υπόθεση και ορατές πιθανότητες επιτυχίας στην αγωγή, για τους λόγους που θα εξηγήσω κατωτέρω, έχοντας ενώπιόν μου τη δικογραφία και το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, την οποία προσεγγίζω μόνο για σκοπούς οριστικοποίησης των εκδοθέντων προσωρινών διαταγμάτων, ικανοποιούμαι ότι αυτές πληρούνται.

 

Υπενθυμίζεται, ότι όσον αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή το κατά πόσο η Ενάγουσα παρουσιάζει ορατές πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής της, καθίσταται αναγκαίο όπως το Δικαστήριο προβεί σε μια εκ πρώτης όψεως εξέταση της προσκομισθείσας μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να κρίνεται η αξιοπιστία ή το βάσιμο των εν λόγω ισχυρισμών.

 

Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου που καλείται να ξεπεράσει ο αιτών, είναι αυτό της τεκμηρίωσης μιας πιθανότητας επιτυχίας, κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και συνάμα πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, που είναι το επίπεδο απόδειξης σε πολιτική αγωγή.

 

Σημειώνω εν πρώτοις, ότι ως αναδύεται από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, η βάση της αγωγής είναι το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης. Πρόκειται για αδίκημα το οποίο είναι αγώγιμο per se, ανεξαρτήτως δηλαδή από το κατά πόσο ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος της ιδιοκτησίας έχει υποστεί οποιαδήποτε ζημιά.[15]

 

Σύμφωνα με το άρθρο 43 του Κεφ. 48, το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης συνίσταται σε παράνομη είσοδο ή παράνομη πρόκληση ζημιάς ή παράνομη επέμβαση στην ιδιοκτησία, από οποιοδήποτε πρόσωπο.

 

Περαιτέρω, δυνάμει του αρ. 2 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, στην έννοια «κύριος» συμπεριλαμβάνεται ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης και πρόσωπο που έχει δικαίωμα σε τέτοια εγγραφή, είτε είναι εγγεγραμμένο είτε όχι.

 

Στην Γεωργίου Ανδρέας, άλλως Μούσουλου ν. Κυριακούς Γεωργίου Ανδρέα (1998) 1 Α.Α.Δ. 2311, λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα επί του θέματος:

 

«Υπέβαλε επίσης ο συνήγορος πως η εφεσίβλητη δεν ενομιμοποιείτο να εγείρει την αγωγή, ως ιδιοκτήτρια του κτήματος, εφόσον τούτο ενοικιαζόταν σε τρίτο πρόσωπο. Κατά το συνήγορο μόνο ο κάτοχος του κτήματος θα μπορούσε να κινήσει την αγωγή, για τέτοια παράνομη επέμβαση, η οποία δεν ήταν μόνιμης φύσης.….Η θέση αυτή είναι εσφαλμένη. Η επέμβαση είχε μόνιμο χαρακτήρα και νομιμοποιεί τον ιδιοκτήτη να εγείρει αγωγή για την άρση της και για αποζημιώσεις».

 

Εν προκειμένω, είναι κοινός τόπος ότι η Ενάγουσα αγόρασε το επίδικο ακίνητο μέσω διαδικασίας πλειστηριασμού και κατέβαλε για την αγορά του το ουδόλως ευκαταφρόνητο ποσό των €449.013. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, ενώ είχε την πεποίθηση ότι το ακίνητο δεν κατοικείτο, κατά την επίσκεψή της σε αυτό, διαπίστωσε ότι είχε τοποθετηθεί περίφραξη εργοταξίου και έπειτα ακολούθησαν τα όσα περιγράφει στη γραπτή μαρτυρία της, συμπεριλαμβανομένης της αφαίρεσης πλακιδίων από το επίδικο ακίνητο.

 

Τούτων λεχθέντων και έχοντας κατά νου όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι η Ενάγουσα, η οποία ενεργεί υπό την ιδιότητα της ιδιοκτήτριας του επίδικου ακινήτου, έχει prima facie αγώγιμο δικαίωμα στην έγερση και προώθηση της αγωγής και συνεπώς η πρώτη προϋπόθεση του αρ. 32 πληρείται.

 

Αποτελεί θέση του Εναγομένου και προς τούτο προωθήθηκε σχετική επιχειρηματολογία από τον ευπαίδευτο συνήγορο που τον εκπροσωπεί, ότι ο Εναγόμενος δεν είναι ο Διευθυντής της εταιρείας η οποία τοποθέτησε την περίφραξη εργοταξίου, ούτε και παρουσιάζεται στο Τεκμήριο 9, επομένως δεν υφίσταται αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του.

 

Δεν διαλανθάνει την προσοχή μου, ότι με τη συμπληρωματική της ένορκη μαρτυρία, η Ενάγουσα αποδέχθηκε ότι ο Εναγόμενος δεν είναι ο Διευθυντής της MAN Contractors & Developers Ltd και ότι αυτός δεν παρουσιάζεται στο επίμαχο βίντεο.

 

Εντούτοις, διερχομενη του συνόλου της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιόν μου, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, διαπιστώνω ότι ο Εναγόμενος έχει παρουσιαστεί στους λογαριασμούς κοινής ωφελείας της ΑΗΚ, υπάρχουν δε ισχυρισμοί από πλευράς Ενάγουσας σε σχέση με το πρόσωπό του.

 

Συγκεκριμένα, η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο Εναγόμενος επιχείρησε να καταθέσει στην ΑΗΚ το ενοικιαστήριο συμβόλαιο το οποίο επικαλέστηκε ότι προϋπήρχε, μετά τη μεταβίβασή του ακινήτου επ’ ονόματί της, ότι ενημέρωσε την ΑΗΚ πως ο ίδιος ήταν ο κάτοικος του επίδικου ακινήτου, ότι έδιδε εντολές σε σχέση με τις εργασίες που γίνονταν στο επίδικο ακίνητο και ότι δεν αρνήθηκε την εμπλοκή του κατά τη συνομιλία του με τη δικηγόρο της Ενάγουσας. Ως επιχειρηματολογεί στη γραπτή της αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος της Ενάγουσας, το κατά πόσο ο Εναγόμενος ενήργησε σε συμπαιγνία με άλλα πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα ουσίας.  

 

Διερχόμενη δε του Τεκμηρίου 6 που ο Εναγομενος επισυνάπτει στη γραπτή του μαρτυρία, διαπιστώνω ότι, ως ορθά αναφέρει η συνήγορος της Ενάγουσας, η εν λόγω σύμβαση φέρει ημερ. συνομολόγησης την 8.1.2021 και σφραγίδα του Εφόρου Χαρτοσήμανσης Τελών την 29.11.2024, γεγονός αναφορικά με το οποίο ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε από πλευράς Εναγομένου.

 

Σταθμίζοντας όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, θεωρώ ότι για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας και στον βαθμό που η νομολογία τάσσει, έχει καταδειχθεί η ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής.

 

Ως άλλωστε λέχθηκε στην Parico Aluminium Designs Ltd vMuskita Aluminium Co Ltd κ.ά (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015, «σε ενδιάμεση διαδικασία για προσωρινό διάταγμα εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του».

 

Εφόσον έχω ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32, προχωρώ σε εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης, ήτοι του κατά πόσον σε περίπτωση μη οριστικοποίησης του εκδοθέντος διατάγματος, θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Εκείνο που θα πρέπει να εξεταστεί μέσα στο πλαίσιο της προϋπόθεσης αυτής είναι το κατά πόσο η Ενάγουσα, σε περίπτωση απόρριψης της Αίτησης αλλά επιτυχίας της απαίτησης της, θα μπορεί να αποζημιωθεί επαρκώς για την τυχόν ζημιά που υπέστη κατά τον διαρρεύσαντα χρόνο.

 

Ως αναφέρεται ανωτέρω, η παρούσα υπόθεση αφορά σε ισχυρισμό περί παράνομης επέμβασης της ιδιοκτησίας της Ενάγουσας. Διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Κυρίσαββα κ.α ν Χάρη Γεώργιου Κύζη ως Διαχειριστή της περιουσίας της Αποβιωσάσης Μαριτσούς Κωστή Κίζη (2001)1Α.Α.Δ.1245:

 

«Όμως, η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (βλέπε Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231).  Υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεδομένα στη βάση των οποίων θα μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ότι θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εφόσον ο χαρακτήρας του κτήματος θα είχε σημαντικά, αλλά και τελεσίδικα, αλλοιωθεί αν αφηνόταν η οικοδομή (που περιλάμβανε την κατασκευή πεζοδρομίων, χώρου στάθμευσης, πρέμιξ, σιδηρών πασσάλων, πρόνοια όπως ορισμένα τμήματα παραχωρηθούν και εγγραφούν ως δημόσιοι πεζόδρομοι) να τελεσφορήσει».

 

Περαιτέρω, στη Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1848, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Προκύπτει ότι δεν ήταν αδήριτη ανάγκη η περαιτέρω εξήγηση της καταγραφείσας στην παρ. 29 της ένορκης δήλωσης της Κάνθερ, ότι θα ήταν δύσκολο και αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Αρκούσε, υπό τις συνθήκες, η καταγραφείσα στην παρ. 30 σύνδεση των ενεργειών της εφεσίβλητης με το παράνομο της ενέργειας της, παρανομία που έχει τη δική της καταλυτική σημασία εφόσον ένα Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ανέχεται τη διαιώνιση μιας κατάστασης πραγμάτων κατά παράβαση είτε των συμφωνηθέντων, είτε του νόμου.

 

[…]

 

Σημασία είχε να διατηρηθεί στο status quo ante πριν δηλαδή την επέμβαση της εφεσίβλητης στον αμφισβητούμενο χώρο. Και αυτό όφειλε να διασφαλίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο με την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, ιδιαιτέρως εφόσον ορθά έκρινε ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς συζήτηση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής».

 

Σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα τα οποία τέθηκαν ενώπιόν μου και επιμελώς αποφεύγοντας να εξάξω συμπεράσματα επί της ουσίας της υπόθεσης, καταλήγω ότι και η τρίτη προϋπόθεση πληρείται.

 

Δεν παραγνωρίζω, ότι ο Εναγόμενος δηλώνει ότι είναι ικανός να καταβάλει τυχόν επιδικασθέν ποσό αποζημιώσεων, έχω δε κατά νου, ότι πέραν της άρσης της κατ’ ισχυρισμό παράνομης επέμβασης, η Ενάγουσα αξιοί δια της αγωγής της και αποζημιώσεις για τις κατ’ ισχυρισμό ζημιές στα κεραμικά του επίδικου ακινήτου, καθώς επίσης και γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.

 

Παράλληλα, δεν διαλανθάνει την προσοχή μου το γεγονός ότι, ως προκύπτει από τα έγγραφα του Εφόρου Εταιρειών που ο Εναγόμενος επισύναψε ως Τεκμήριο 4, η εταιρεία CHAPO της οποίας είναι Διευθυντής αφενός μεν διαθέτει εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο ύψους 17.000.000, αφετέρου δε, παρουσιάζεται να έχει επιβαρύνσεις σε ολόκληρη την περιουσία της. Εν πάση δε περιπτώσει, πρόκειται για περιουσιακά στοιχεία άλλου προσώπου, ήτοι της CHAPO.

 

Έχω επίσης κατά νου ότι το αδίκημα της παράνομης επέμβασης αποτελεί συνεχές αδίκημα[16] και σχετίζεται με την παραβίαση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος στην κατοχή, χρήση, απόλαυση και διάθεση της ιδιοκτησίας, ως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 23 του Κυπριακού Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

 

Λαμβανομένων υπόψη όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι ο ακριβής υπολογισμός της ζημίας που η Ενάγουσα επικαλείται δεν είναι εφικτός και ότι πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση του αρ. 32.

 

Επισημαίνω, ότι δεν έχει υποστηριχθεί ή καταδειχθεί, ότι σε περίπτωση οριστικοποίησης των εκδοθέντων διαταγμάτων, ο Εναγόμενος θα υποστεί την οποιαδήποτε ζημιά. Σε ότι δε αφορά στους ισχυρισμούς του περί συμφωνίας μισθώσεως με δικαίωμα αγοράς, αρκούμαι να σημειώσω ότι δεν αφορούν στο πρόσωπο του ιδίου.

 

Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, στρέφομαι σε εξέταση του κατά πόσο στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας, θα ήταν δίκαιη η μη, η οριστικοποίηση των εκδοθέντων διαταγμάτων, καθώς το ζήτημα παραμένει πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο θα πρέπει να σταθμίσει όλους τους παράγοντες που τίθενται ενώπιον του.

 

Το Δικαστήριο, πρέπει να κρίνει προς τα που κλίνει το ισοζύγιο της ευχέρειας με γνώμονα, μεταξύ άλλων, ποιος διάδικος θα υποστεί την μεγαλύτερη ταλαιπωρία από την έκδοση ή μη του αιτούμενου διατάγματος.[17] Περαιτέρω, είναι δυνατό κατά τη στάθμιση όλων των σχετικών παραγόντων, το Δικαστήριο να μην εκδώσει ένα προσωρινό διάταγμα, παρόλο που έχει αποφανθεί ότι οι τρεις προϋποθέσεις του αρ. 32 πληρούνται.[18]

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, σταθμίζοντας όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου, καταλήγω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας γέρνει υπέρ της Ενάγουσας, η οποία είναι αναντίλεκτα η ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου, αφού προέβη σε αγορά του.

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Εναγομένου περί παράνομης κατοχής του επίδικου ακινήτου από την Ενάγουσα, ένεκα της ύπαρξης συμφωνίας μίσθωσης, στην οποία αναφέρθηκε εκτενώς ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εναγομένου, σημειώνω ότι πρόκειται για ζήτημα το οποίο αφενός μεν δεν αφορά τον Εναγόμενο, αφετέρου δε, αποτελεί ζήτημα το οποίο δεν θεωρώ σκόπιμο να αποφασιστεί στο παρόν στάδιο.

 

Τέλος, ως προς την επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εναγομένου, ότι η απαίτηση ηγέρθη πρόωρα, επισημαίνω ότι αυτή δεν απαντάται σε οιονδήποτε εκ των εγειρόμενων λόγων ένστασης.

 

Αναφορικά με το αιτούμενο διάταγμα για μετακίνηση των αντικειμένων που βρίσκονται εντός του επίδικου ακινήτου (παρακλητικό υπό (Δ) στην υπό κρίση Αίτηση), επιγραμματικά σημειώνω ότι το συγκεκριμένο παρακλητικό αφορά στην ουσία της υπόθεσης, η οποία δεν αποφασίζεται στο παρόν στάδιο. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο παρακλητικό δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, το εκδοθέν διάταγμα οριστικοποιείται, η δε εξέταση οιουδήποτε άλλου ισχυρισμού παρέλκει.

 

 

 

Ως προς τα έξοδα της διαδικασίας, δεν κρίνω ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ώστε αυτά να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα, συνεπώς επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγομένου 1, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.)……………………

Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 



[1] Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 1238 και Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490.

 

[2] Βλ. μεταξύ άλλων, Άκης Γρηγορίου κ.α. v. Xριστίνας Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd. (1982)1C.L.R.557, Jonitexo Ltd v Adidas (1984) 1 CLR 26, Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka A.Δ. (1999) 1 Α.Α.Δ. 225.

 

[4] Κυτάλα και Άλλοι ν. Χρυσάνθου και Άλλων (1996) 1 Α.Α.Δ. 253.

 

[5] Κωνσταντίνου Δημητριάδη ν. Gordian Holdings Ltd, Πολ. Εφ. Υπ’ αρ. Ε101/2022 ημερ. 5.3.2024.

[6] M. Ch. Mitsingas Trading Ltd. and Another ν. Timberland Co (1997) 1(ΓΑ.Α.Δ. 1791 & Εκδόσεις «ΑΡΚΤΙΝΟΣ» Λιμιτεδ κ.α. ν. Λοϊζίδου, Πολιτική Εφεση Αρ. E7/2018 ημερ. 21/3/2019.

 

[7] Ανδρέου Αντώνης ν. Colossos Signs Ltd (Αρ. 2) 2008 1 A.A.Δ. 626.

 

[8] Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231.

 

[9] Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co. Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ.597.

 

[10] Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ.248

 

[11] Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co. Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ.597 &
Interpartemental Concern "Uralmetrom"
ν. Besuno Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 557
.

 

[12] Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1 A.A.Δ.82.

[13] Bloczek Limited v. Vianova Holding Limited (2013) 1 Α.Α.Δ.1460 & The Timberland Co of U.S.A. v. Evans & Sons Ltd κ.ά(1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1179.

 

 

[14] Ως αναφέρεται στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, 5η Έκδοση (2019), σελ. 706, «ενδέχεται» σημαίνει 1. Να είναι δυνατόν (να συμβεί κάτι) ΣΥΝ. μπορεί, ίσως, πιθανόν.

[15] Παπακόκκινου ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379.

 

[16] Stassinos Investments and Finance Limited v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.α. Π.Ε. αρ. 142/13.

 

[17] American Cyanamid Co v. Ethicon Ltd (1975) 1 All ER 504.

 

[18] Ελπίδα Αβερκίου ν. ΘΕΟ Κτηματική Λτδ κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 222.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο