ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον: Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.
Κλίμακα: €10.000 - €50.000
Αριθμός Αγωγής: 61/2016
Μεταξύ:
ZANNETOY ZANNETOY
Ενάγοντα
και
ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ
Εναγομένων
Ημερομηνία: 21 Μαρτίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα: κα Μ. Χ’’Κωνσταντή για Γ.Φ. ΠΙΤΤΑΤΖΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη: κ. Ραουνάς για ΧΑΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Δια της παρούσας αγωγής του ο Ενάγων διεκδικεί ποσό €32.874 πλέον νόμιμο τόκο, το οποίο ισχυρίζεται ότι του οφείλει η Εναγόμενη βάσει ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
Ως δικογραφείται στην Έκθεση Απαίτησης, κατά ή περί την 25.11.1993 ο Ενάγων συνήψε συμφωνία με την Εναγομένη για συμμετοχή σε πρόγραμμα ή/και επενδυτικό πακέτο ή/και επενδυτικές υπηρεσίες, με τίτλο «επενδυτικό ασφαλιστήριο ζωής πολλαπλών επιλογών», σύμφωνα με την οποία ο Ενάγων θα συμμετείχε ή θα αγόραζε επενδυτικές μονάδες της Εναγομένης.
Ο Ενάγων πλήρωνε το συμφωνηθέν ασφάλιστρο για περίοδο 21 ετών από την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας και σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, κατέβαλε στην Εναγομένη το συνολικό ποσό των €24.912,36.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες της εν λόγω συμφωνίας, σε περίπτωση εξαγοράς του συμβολαίου του, ο Ενάγων θα δικαιούτο να λάβει από την Εναγομένη τουλάχιστον Λ.Κ. 19.225, σημερινή νομισματική αντιστοιχία €32.874.
Κατά την ολοκλήρωση της πιο πάνω περιόδου, ο Ενάγων αποτάθηκε στην Εναγομένη και ζήτησε να ασκήσει το δικαίωμα εξαγοράς του συμβολαίου του και να λάβει το ανωτέρω εγγυημένο ποσό, ωστόσο η Εναγόμενη του προσέφερε ή και τον ενημέρωσε ότι δικαιούται μόνο ποσό €13.032. Παρά τις παραστάσεις ή και διαμαρτυρίες του για την πιο πάνω παραβίαση της υπόσχεσης της Εναγομένης, συμπεριλαμβανομένης της αποστολής επιστολής μέσω των δικηγόρων του, η Εναγόμενη αρνήθηκε να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό.
Με την Υπεράσπισή της η Εναγόμενη αρνείται τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα, εξαιρουμένων των ισχυρισμών του αναφορικά με τις ιδιότητες και τη σχέση των διαδίκων, καθώς επίσης και της υπογραφής της συμφωνίας ημερ. 25.11.1993, τη συνομολόγηση της οποίας, ως ισχυρίζεται, ζήτησε εγγράφως ο Ενάγων.
Η Εναγόμενη ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ουδέποτε ο Ενάγων ζήτησε νομότυπα ή/και σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας εξαγορά ή/και εξαργύρωση του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δηλαδή με γραπτή ενυπόγραφη αίτηση, νοουμένου ότι προηγουμένως καταβάλλονταν ανελλιπώς τα ασφάλιστρα.
Περαιτέρω, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ο Ενάγων δεν κατέβαλλε ανελλιπώς τα ασφάλιστρα για συνολική περίοδο 21 ετών, ως οι ειδικοί όροι της συμφωνίας, αλλά για μικρότερο χρονικό διάστημα ή/και μέχρι τον Απρίλιο του 2014, αρνείται δε ότι προσέφερε οποιοδήποτε ποσό στον Ενάγοντα, προς εξαργύρωση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
Ενόψει της μη συμμόρφωσης του Ενάγοντα με τους όρους ή/και ειδικούς όρους της συμφωνίας, αυτή μετατράπηκε σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο «ελεύθερων περαιτέρω πληρωμών (paid–up)» ή/και σε «Μειωμένο αποπληρωμένο ασφαλιστήριο», σύμφωνα με τους όρους του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, με αποτέλεσμα ο Ενάγων να εκπέσει του δικαιώματός του να διεκδικεί καταβολή του ελάχιστου εγγυημένου ποσού ή/και να μην δικαιούται το ελάχιστο εγγυημένο ποσό.
Τέλος, η Εναγόμενη αρνείται ότι υπήρξαν επανειλημμένες οχλήσεις από τον Ενάγοντα, η δε επιστολή ημερ. 21.9.2015 απαντήθηκε με επιστολή της ημερ. 16.10.2015.
Δια της Απάντησής του ο Ενάγων επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του ως η Έκθεση Απαίτησης και απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης, εξαιρουμένων των όσων γίνονται αποδεκτοί.
ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Μέσα στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, μαρτυρία προσέφεραν στο Δικαστήριο ένας μάρτυρας για την κάθε πλευρά.
Με την υπόμνηση ότι δεν είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη την μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της, καθώς είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου, συνοψίζω κατωτέρω την προσκομισθείσα μαρτυρία.[1]
Από πλευράς Ενάγοντα, μαρτυρία προσέφερε ο ίδιος ο Ενάγων (στο εξής ο «ΜΕ1»).
Ως μέρος της κυρίως εξέτασής του, ο ΜΕ1 υιοθέτησε τη γραπτή του δήλωση, η οποία σημειώθηκε και κατατέθηκε ως Έγγραφο Α.
Σε αυτήν, ο ΜΕ1 επαναλαμβάνει επί της ουσίας τους ισχυρισμούς του ως η Έκθεσης Απαίτησης και περαιτέρω αναφέρει ότι περί τον Απρίλιο του 2014, αποτάθηκε στην Εναγομένη και ζήτησε να ασκήσει το δικαίωμα εξαγοράς του και να λάβει το εγγυημένο ποσό που προνοούσε ο κατάλογος, ο οποίος ήταν αναπόσπαστο μέρος του συμβολαίου του.
Ωστόσο, παρά τη συμβατική της δέσμευση για καταβολή του ελάχιστου εγγυημένου ποσού ανάλογα με τα χρόνια, η Εναγόμενη του προσέφερε μόνο το ποσό των €13.032.- δηλαδή πολύ λιγότερα χρήματα από αυτά που κατέβαλλε για δύο δεκαετίες.
Παρόλο που προέβη σε αρκετές παραστάσεις και διαμαρτυρίες προς την Εναγομένη, ουδέποτε έλαβε δικαιολογία για την άρνησή της αυτή. Την 21.9.2015, απέστειλε μέσω των δικηγόρων του επιστολή προς την Εναγομένη, καλώντας την, όπως εντός είκοσι ημερών από την παραλαβή της εν λόγω επιστολής, του καταβάλει το ελάχιστο εγγυημένο ποσό, πλην όμως η Εναγόμενη παρέλειψε να συμμορφωθεί.
Προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο ΜΕ1 κατέθεσε τα ακόλουθα τεκμήρια, αναφορά στα οποία θα γίνει όπου τούτο ήθελε κριθεί σκόπιμο:
Τεκμήριο 1: Επενδυτικό Ασφαλιστήριο Ζωής Πολλαπλών Επιλογών.
Τεκμήριο 2: Επιστολή Εναγομένης ημερ. 15.12.1993.
Τεκμήριο 3: Πιστοποιητικό Ασφάλισης ημερ. 15.12.1993.
Τεκμήριο 4: Δέσμη βεβαιώσεων καταβολής ασφαλίστρων για την περίοδο 1.1.2006 – 31.12.2014.
Τεκμήριο 5: Καταστάσεις του λογαριασμού συμβολαίου από 1.1.1990 μέχρι 21.7.2003.
Τεκμήριο 6: Επιστολή ημερ. 21.9.2015 που στάλθηκε από τους συνηγόρους του Ενάγοντα προς την Εναγομένη.
Τεκμήριο 7: Βιβλιάριο Ταμιευτηρίου Ενάγοντα.
Κατά την αντεξέτασή του, ο μάρτυρας ανέφερε ότι για την άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς αποτάθηκε τηλεφωνικώς στην Εναγομένη και επισκέφθηκε τα γραφεία της στη Λάρνακα, όπου συνάντησε κάποια κοπέλα η οποία τον διαβεβαίωσε ότι όλα είναι εντάξει. Δεν ήταν ωστόσο σε θέση να αναφέρει το όνομα της συγκεκριμένης κοπέλας.
Ερωτηθείς εάν ενημέρωσε γραπτώς την Εναγομένη για την πρόθεσή του να ασκήσει το δικαίωμα εξαγοράς του συμβολαίου, απάντησε ότι αυτό δεν αναφέρεται πουθενά, ενώ καθ’ υπόδειξη του όρου 8.1. του Τεκμηρίου 1, ο μάρτυρας απάντησε ότι ουδέποτε ενημερώθηκε για κάτι τέτοιο όταν ο εκπρόσωπος της ασφαλιστικής του πρότεινε να προχωρήσει με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αλλά ούτε και η υπάλληλος της Εναγομένης τον ενημερώσε για κάτι τέτοιο, όταν επισκέφθηκε τα γραφεία της στη Λάρνακα. Ήταν επίσης η θέση του, ότι το ποσό των €13.000 περίπου του προσφέρθηκε αφού διόρισε δικηγόρο.
Ως επίσης ο ΜΕ1 ανέφερε αντεξεταζόμενος, σταμάτησε να καταβάλλει ασφάλιστρα και περί το 2022 έλαβε επιστολή από την Εναγομένη, ότι «ούλλα είναι καλά». Σε υποβολή ότι το ασφαλιστήριό του μετατράπηκε σε μειωμένο αποπληρωμένο ασφάλιστρο επειδή σταμάτησε να καταβάλλει τα ασφάλιστρα, ο ΜΕ1 απάντησε ότι δεν έλαβε οποιαδήποτε σχετική ειδοποίηση από την Εναγομένη.
Από πλευράς Εναγομένης μαρτυρία προσέφερε ο κ. Μ.Σ., ο οποίος εργάζεται ως Προϊστάμενος Απαιτήσεων Κλάδου Ζωής στην Εναγομένη (στο εξής ο «ΜΥ1»).
Ως μέρος της κυρίως εξέτασής του, ο ΜΥ1 υιοθέτησε και κατέθεσε γραπτή δήλωση, η οποία σημειώθηκε και κατατέθηκε ως Έγγραφο Β. Ως αναφέρει σε αυτήν ο μάρτυρας, λαμβάνει γνώση αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης τόσο από μελέτη του φακέλου της υπόθεσης, όσο και από δικούς του χειρισμούς.
Ακολούθως ο μάρτυρας αναφέρεται με λεπτομέρεια στα γεγονότα που οδήγησαν στην ένταξη του Ενάγοντα στο επενδυτικό ασφαλιστήριο ζωής και στα ωφελήματα που αυτό προσφέρει. Περαιτέρω ο ΜΥ1 εξηγεί ότι σύμφωνα με τον όρο 8 του ασφαλιστηρίου, η αξία εξαγοράς καθίσταται πληρωτέα στον ασφαλισμένο την ημερομηνία κατά την οποία η Εναγόμενη παραλαμβάνει από τον ασφαλισμένο ενυπόγραφη του αίτηση εξαγοράς μαζί με το ασφαλιστήριο, ενώ σύμφωνα με τον όρο 23 αυτού, καμία ειδοποίηση η οποία αφορά το επίδικο ασφαλιστήριο δεν θα είναι έγκυρη, εκτός αν γίνει εγγράφως και σταλεί στα κεντρικά γραφεία της Εναγομένης.
Ως επίσης ο μάρτυρας εξηγεί, σύμφωνα με τον «Πίνακα Ασφαλιστηρίου», οι ελάχιστες εγγυημένες αξίες μετά τη 10η επέτειο του ασφαλιστηρίου, οι οποίες αναφέρονται στον «Πίνακα Αξιών Εξαγοράς», ισχύουν μόνο όταν ο ασφαλισμένος κατέβαλλε κανονικά τα ασφάλιστρα και τηρούνται συγχρόνως οι όροι 8 και 15 του ασφαλιστηρίου.
Σύμφωνα δε με τους όρους 3.3. και 4.3. του ασφαλιστηρίου, συνεχίζει ο μάρτυρας, σε περίπτωση που επέλθει η χαριστική περίοδος των 30 ημερών για πληρωμή του ασφαλίστρου, η Εναγόμενη ενεργεί ως να είχε παραλάβει γραπτή αίτηση για μετατροπή του ασφαλιστηρίου σε «Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο» βάσει του όρου 9 του ασφαλιστηρίου.
Ουσιαστικά, εξηγεί ο μάρτυρας, δεν καθίστανται εφεξής οφειλόμενα άλλα ασφάλιστρα από τον ασφαλισμένο και το ασφαλιστήριο συνεχίζει να παραμένει σε ισχύ για ολόκληρο το ασφαλισμένο ποσό, αποκόπτοντας ένα συγκεκριμένο ποσό κάθε μήνα από τα ήδη καταβληθέντα ασφάλιστρα, μέχρι αυτά να μηδενιστούν. Ως εκ τούτου, όταν ένα ασφαλιστήριο μετατραπεί σε «Μειωμένο Αποπληρωμένο», χάνεται και η δυνατότητα του ασφαλισμένου να ζητήσει την καταβολή του ελάχιστου εγγυημένου ποσού της αντίστοιχης περιόδου.
Εν προκειμένω, ο Ενάγων κατέβαλε ασφάλιστρα μέχρι την 26.3.2014, ενώ ουδέποτε η Εναγόμενη παρέλαβε οποιαδήποτε αίτηση ή επιστολή από μέρους του, με την οποία να κοινοποιεί την πρόθεσή του για εξαγορά του ασφαλιστηρίου. Με την πάροδο των 30 ημερών, ως ανωτέρω περιγράφεται, το συμβόλαιο του Ενάγοντα μετατράπηκε σε «Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο» και μέχρι σήμερα παραμένει σε ισχύ για ολόκληρο το ασφαλισμένο ποσό του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, μέχρι η αξία των μονάδων του να μηδενιστεί.
Ως περαιτέρω αναφέρει ο ΜΥ1 στη γραπτή του δήλωση, την 12.10.2015, ενώ το ασφαλιστήριο είχε ήδη μετατραπεί σε «Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο», λήφθηκε επιστολή από τους δικηγόρους του Ενάγοντα δια της οποίας καλούντο να καταβάλουν το ποσό των ΛΚ.19.225.- στον Ενάγοντα κατόπιν άσκησης του δικαιώματος εξαγοράς του. Με απαντητική της επιστολή ημερ. 16.10.2015, η Εναγόμενη ενημέρωσε τους δικηγόρους του Ενάγοντα για τις θέσεις της, οι οποίες καταγράφονται πιο πάνω.
Η επιστολή ημερ. 12.10.2015, συνεχίζει ο ΜΥ1, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ρητός τερματισμός του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου και σε κάθε περίπτωση είναι μεταγενέστερη της μετατροπής του σε «Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο».
Επιπρόσθετα, ο μάρτυρας αναφέρει ότι σύμφωνα με τον Πίνακα Αξιών Εξαγοράς του Τεκμηρίου 1, το ποσό των Λ.Κ. 19.225.- θα ήταν εγγυημένο μετά την 21η επέτειο του ασφαλιστηρίου, νοουμένου ότι ο Ενάγων τηρούσε όλες τις υποχρεώσεις του, επέτειος η οποία δεν επήλθε μέχρι τον Απρίλιο του 2014 που ο Ενάγων σταμάτησε να καταβάλλει τα ασφάλιστρα. Σύμφωνα με τα αρχεία της Εναγομένης, συνεχίζει ο ΜΥ1, εάν ο Ενάγων ζητούσε πράγματι να ασκήσει το δικαίωμα εξαγοράς του μέχρι την 24.4.2014, η Εναγόμενη θα του είχε καταβάλει το ελάχιστο εγγυημένο ποσό.
Αναφορικά με το ποσό των €13.032.- που η Εναγόμενη ενημέρωσε τον Ενάγοντα ότι δικαιούται, ο ΜΥ1 αναφέρει ότι το ποσό αυτό αποτελεί την αξία των πιστωμένων μονάδων του Ενάγοντα τον Οκτώβριο του 2014, αφού το επίδικο ασφαλιστήριο μετατράπηκε σε «Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο». Επομένως, η θέση του Ενάγοντα ότι περί τον Απρίλιο του 2014 η Εναγόμενη του προσέφερε το πιο πάνω ποσό, δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά γεγονότα, καθώς θα είχε προφανώς ενημερωθεί αναφορικά με το εν λόγω ποσό αρκετούς μήνες αργότερα.
Προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο ΜΥ1 κατέθεσε τα ακόλουθα τεκμήρια, αναφορά στα οποία θα γίνει όπου τούτο ήθελε κριθεί σκόπιμο:
Τεκμήριο 8: Υπόδειγμα αίτησης ολικής εξαγοράς κλάδου ζωής της Εναγομένης.
Τεκμήριο 9: Καταστάσεις ασφαλίστρων μέχρι 26.3.2014.
Τεκμήριο 10: Δέσμη καταστάσεων ασφαλιστηρίου που αποστέλνονταν στον Εναγόμενο από 15.12.2006 μέχρι 15.12.2023.
Τεκμήριο 11: Κατάσταση ασφαλιστηρίου ημερ. 15.12.2023.
Τεκμήριο 12: Κατάσταση ημερ 20.5.2024 με τις μονάδες που απομένουν πιστωμένες στο επενδυτικό ασφαλιστήριο ζωής του ενάγοντα.
Τεκμήριο 13: Απαντητική επιστολή Εναγομένης που στάλθηκε προς τους δικηγόρους του Ενάγοντα ημερ. 16.10.2015.
Τεκμήριο 14: Πίνακας Αξιών Μονάδων Απριλίου 2014
Τεκμήριο 15: Κατάσταση μονάδων ημερ. 21.10.2014.
Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι κατά τον χρόνο σύναψης της επίδικης συμφωνίας, ήτοι το 1993, εντός των καθηκόντων του ως Διευθυντής Αντασφαλίσεων στην υπηρεσία της Εναγομένης, ήταν και το να μεταφέρει όλες τις προτάσεις που γίνονταν εντύπως ανά το παγκύπριο, στο ηλεκτρονικό σύστημα της Εναγομένης.
Ως επίσης ο μάρτυρας ανέφερε αντεξεταζόμενος, τα κεντρικά γραφεία της Εναγομένης βρίσκονταν πάντοτε στη Λευκωσία και οτιδήποτε αφορά κλάδο ασφάλειας ζωής πρέπει να προωθηθεί εκεί, ενώ στα γραφεία της Εναγομένης στη Λάρνακα, διεκπεραιώνονταν απαιτήσεις μηχανοκίνητων οχημάτων.
Ήταν η θέση του ΜΥ1 ότι καμία ακύρωση συμβολαίου δεν μπορούσε να γίνει προφορικά, καθώς ο Ενάγων έπρεπε να υπογράψει αίτηση ολικής εξαγοράς και να ληφθεί αντίγραφο της ταυτότητάς του, ώστε να είναι δυνατή η ταυτοποίησή του. Ο όρος αυτός ήταν γραπτός και ξεκάθαρος, υπέδειξε ο ΜΥ1, και σε περίπτωση που ο Ενάγων δεν είχε την απαιτούμενη μόρφωση, ως του υποβλήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του Ενάγοντα, μπορούσε να αποταθεί σε κάποιο συγγενικό του πρόσωπο.
Ήταν περαιτέρω η θέση του μάρτυρα, ότι δεν γνωρίζει τι ειπώθηκε από τη λειτουργό με την οποία ο Ενάγων ανέφερε ότι μίλησε στα γραφεία της Εναγομένης στη Λάρνακα, αλλά ούτε και με την εκπρόσωπο της Εναγομένης, κατά την συνομολόγηση της επίδικης σύμβασης.
Ερωτηθείς εάν μετά την πάροδο της χαριστικής περιόδου των 30 ημερών, στάλθηκε οποιαδήποτε προειδοποιητική επιστολή στον Ενάγοντα, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν υπείχαν τέτοιας υποχρέωσης. Όπως μάλιστα ανέφερε, από το 2014 μέχρι και το 2022, ο Ενάγων λάμβανε επιστολές από την Εναγομένη ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιό του συνεχίζει να ισχύει και ουδέποτε αποτάθηκε στην Εναγομένη ζητώντας ακύρωση.
ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της ενώπιόν μου τεθείσας μαρτυρίας, σημειώνω τα γεγονότα τα οποία, ως προκύπτει από τα δικόγραφα και την προσκομισθείσα μαρτυρία, δεν τυγχάνουν αμφισβήτησης:
- Ο Ενάγων είναι κάτοικος Φρενάρους και είναι ιδιωτικός υπάλληλος.
- Η Εναγόμενη είναι Κυπριακή Δημόσια Εταιρεία Λτδ και ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την παροχή ασφαλιστικών πακέτων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Εργασιών Νόμου και διαθέτει στο επενδυτικό κοινό επενδυτικά ασφαλιστήρια ζωής ή και άλλα συναφή επενδυτικά προϊόντα ή πακέτα.
- Την 17.11.1993, ο Ενάγων ζήτησε εγγράφως, με πρόταση ασφάλισης του προς την Εναγομένη, τη συνομολόγηση συμφωνίας ασφαλιστηρίου συμβολαίου, την οποία η Εναγόμενη αποδέχθηκε και προς τούτοις εξέδωσε σχετικό πίνακα ασφαλιστήριου συμβολαίου με αριθμό ΕΠ/12808 προς τον Ενάγοντα, το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του ρηθέντος ασφαλιστήριου συμβολαίου ή/και συμφωνίας ασφάλισης.
- Ως ημερομηνία έναρξης του πιο πάνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου ή/και συμφωνίας ασφάλισης, καθορίστηκε η 25η Νοεμβρίου 1993.
- Την 12.10.2015, η Εναγόμενη παρέλαβε επιστολή από τους δικηγόρους του Ενάγοντα ημερ. 21.9.2015, μέσω της οποίας ζητείτο η καταβολή του ποσού των Λ.Κ. 19.225.- στον Ενάγοντα, ένεκα της παρέλευσης του 20ου έτους της συμφωνίας.
- Η Εναγόμενη απάντησε στην επιστολή ημερ. 12.10.2015 με επιστολή της ημερ. 16.10.2015, αναφέροντας ότι ουδέποτε παραλήφθηκε ενυπόγραφη αίτηση από πλευράς Ενάγοντα για την πληρωμή της αξίας εξαγοράς, δυνάμει του όρου 8.1. του συμβολαίου ημερ. 25.11.1993.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Παρακολουθώντας τους μάρτυρες να προσφέρουν δια ζώσης την μαρτυρία τους στο εδώλιο του μάρτυρα, το Δικαστήριο δύναται να αξιολογεί τη συνολική εμφάνιση και συμπεριφορά τους, με βάση, μεταξύ άλλων, τη λογική, την ποιότητα και την πειστικότητα της μαρτυρίας που προσκόμισαν, την αμεσότητα και σαφήνεια των απαντήσεων τους ή την ύπαρξη ουσιαστικών αντιφάσεων σε αυτές.[2]
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην αποτίμηση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συσχετίζεται, αντιπαραβάλλεται και διερευνάται, μέσα από την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων,[3] η δε αξιοπιστία των μαρτύρων εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης.[4]
Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, λαμβάνεται υπόψη, ότι με βάση τη νομολογία, είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται μόνο βάσει της εξωτερικής εντύπωσης που προκαλεί ο μάρτυρας.[5] Επουσιώδεις αντιφάσεις δεν πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα,[6] ενώ ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και δεν είναι επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα.[7]
Έχοντας κατά νου όλες τις ανωτέρω αρχές, προχωρώ σε αξιολόγηση των δύο μαρτύρων τους οποίους είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μέσα στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης.
Αρχίζοντας από τον ΜΕ1, για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω, δεν κρίνω ότι μπορώ να βασιστώ επί της μαρτυρίας του για την εξαγωγή των συμπερασμάτων μου, πέραν των όσων δεν τυγχάνουν αμφισβήτησης.
Αρχικά σημειώνω ότι η μαρτυρία του ΜΕ1 δεν ήταν ποιοτική, αλλά ήταν κυρίως συναισθηματική, καθότι κατά τη διάρκεια της αντεξέτασής του απαντούσε θέτοντας ερωτηματικά, με αποτέλεσμα να υπεκφεύγει να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβάλλοντο από τον συνήγορο της άλλης πλευράς, η δε μαρτυρία του δεν υποστηρίζεται από τα έγγραφα τα οποία ο ίδιος κατέθεσε.
Περαιτέρω, ενώ ο μάρτυρας κατέθεσε ο ίδιος το επίδικο συμβόλαιο και έκανε αναφορά στους όρους του στη γραπτή του δήλωση, στις ερωτήσεις που του υποβάλλοντο κατά την αντεξέτασή του αναφορικά με τους όρους του επίδικου συμβολαίου, εξέφραζε άγνοια.
Επιπρόσθετα, ενώ ο μάρτυρας αναφέρθηκε σε επιστολή της Εναγομένης την οποία έλαβε περί το 2022 και αναγνώρισε τη διεύθυνσή του ως καταγράφεται στην επιστολή ημερ. 15.12.2023 (Τεκμήριο 11), η οποία είναι ίδια στις επιστολές που λάμβανε ετησίως και οι οποίες κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 10, καθ’ υπόδειξη του Τεκμηρίου 11, ήτοι της επιστολής που αφορούσε στο ασφάλιστρο του 2023, αρνήθηκε ότι την παρέλαβε, αφήνοντας στο Δικαστήριο την εντύπωση ότι υπεκφεύγει να απαντήσει.
Σε σχέση με το μέρος της μαρτυρίας του ΜΕ1, ότι κάποια υπάλληλος της Εναγομένης, όταν μετέβη στα γραφεία της τελευταίας στη Λάρνακα, του ανέφερε ότι «όλα είναι εντάξει», αφού της κοινοποίησε την πρόθεσή του για εξαγορά του συμβολαίου του, πρόκειται για εξ ακοής μαρτυρία, καθώς το πρόσωπο το οποίο προέβη στις δηλώσεις που ο Ενάγων του αποδίδει, δεν παρέστη στο Δικαστήριο για να καταθέσει.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, η εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, απλώς και μόνο διότι είναι εξ ακοής. Ωστόσο, το Δικαστήριο αξιολογεί την βαρύτητα που θα προσδώσει σε τέτοια μαρτυρία, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών νομοθετικών διατάξεων και με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης, το οποίο εξυπακούει τη διασφάλιση της δίκαιης δίκης και την ακριβοδίκαιη μεταχείριση των διαδίκων.[8]
Σύμφωνα δε με το εδάφιο (3) του αρ. 27 του Κεφ. 9, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το Δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.
Στην προκειμένη περίπτωση, ουδεμία εξήγηση δόθηκε στο Δικαστήριο αναφορικά με τον λόγο για τον οποίο δεν κλητεύθηκε το πρόσωπο το οποίο είπε στον Ενάγοντα ότι όλα έβαιναν καλώς και το οποίο δεν του ζήτησε να υποβάλει γραπτώς το αίτημά του για εξαγορά, για να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου και να τύχει αξιολόγησης, ούτε διευκρινίστηκε κατά πόσο ήταν εύλογο ή εφικτό να κλητευθεί για να καταθέσει. Η μοναδική αναφορά του Ενάγοντα επί του θέματος αυτού έγινε κατά την αντεξέτασή του, όταν και ανέφερε ότι δεν θυμάται το όνομα της συγκεκριμένης υπαλλήλου της Εναγομένης. Συνεπακόλουθα, δεν κρίνεται ασφαλής η απόδοση οποιασδήποτε βαρύτητας στην εν λόγω μαρτυρία.
Με το ίδιο σκεπτικό, δεν μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα ούτε στις αόριστες αναφορές του Ενάγοντα, στα όσα κατά τον ίδιο του είπε ή δεν του είπε η εκπρόσωπος της Εναγομένης, κατά τη σύναψη του επίδικου συμβολαίου.
Προχωρώντας σε αξιολόγηση του ΜΥ1, ο εν λόγω μάρτυρας έκανε εξαιρετική εντύπωση στο Δικαστήριο, καθώς ήταν γνώστης του θέματος αναφορικά με το οποίο κλήθηκε να καταθέσει και προέβη σε λεπτομερή επεξήγηση των όρων του επίδικου συμβολαίου. Ο συγκεκριμένος μάρτυρας εξήλθε αλώβητος από την αντεξέτασή του, καθώς απάντησε με σταθερότητα, πειστικότητα και φυσικότητα σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά την αντεξέτασή του, η δε μαρτυρία του ήταν ποιοτική και είχε λογική και συνέπεια, ενώ συνάδει με τα τεκμήρια τα οποία κατέθεσε στο Δικαστήριο.
Δεν μου διαφεύγει, ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν είχε προσωπική επαφή με τον Ενάγοντα. Ωστόσο, ως ο ΜΥ1 εξήγησε, γνωρίζει την παρούσα υπόθεση όχι μόνο κατόπιν μελέτης του φακέλου, αλλά και εξαιτίας δικών του χειρισμών, ένεκα της εργασίας του στην υπηρεσία της Εναγομένης.
Παρεμβάλλεται, ότι οι υποβολές της ευπαίδευτης συνηγόρου του Ενάγοντος προς τον ΜΥ1, αναφορικά με το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα του Ενάγοντος, τις κατ’ ισχυρισμό υποχρεώσεις τις Εναγομένης έναντι του Ενάγοντος, καθώς επίσης και αναφορικά με το τι διημείφθη μεταξύ του Ενάγοντος και τρίτων προσώπων, αφενός μεν δεν απαντώνται στη δικογραφία, αφετέρου δε, δεν έχουν από μόνες τους οποιαδήποτε αποδεικτική αξία, εν τη απουσία προσκόμισης σχετικής μαρτυρίας.[9]
Ως εκ των άνω, καταλήγω ότι μπορώ να βασιστώ εξ ολοκλήρου επί της μαρτυρίας του ΜΥ1 για την εξαγωγή των συμπερασμάτων μου.
Σημειώνω στο σημείο αυτό, ότι οι επιστολές οι οποίες κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 6 και 13, αποτελούν επιστολές που στάλθηκαν άνευ βλάβης δικαιωμάτων, πλην όμως κατατέθηκαν από την πλευρά που συνέταξε εκάστη επιστολή. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιόν μου, των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, καθώς επίσης και του γεγονότος ότι το περιεχόμενο και η αποστολή της ρηθείσας αλληλογραφίας δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση από οποιαδήποτε πλευρά, οι επιστολές αυτές κρίνονται αποδεκτή υπό τις περιστάσεις μαρτυρία.[10]
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, της δικογραφίας και των μη αμφισβητούμενων γεγονότων, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα, αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση:
- Ο Ενάγων είναι ιδιωτικός υπάλληλος και κάτοικος Φρενάρους.
- Η Εναγόμενη είναι Κυπριακή Δημόσια Εταιρεία Λτδ και ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την παροχή ασφαλιστικών πακέτων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Εργασιών Νόμου και διαθέτει στο επενδυτικό κοινό επενδυτικά ασφαλιστήρια ζωής ή και άλλα συναφή επενδυτικά προϊόντα ή πακέτα.
- Την 17.11.1993 ο Ενάγων ζήτησε εγγράφως, με πρόταση ασφάλισης του προς την Εναγομένη, τη συνομολόγηση συμφωνίας ασφαλιστηρίου συμβολαίου, την οποία η Εναγόμενη αποδέχθηκε και προς τούτοις εξέδωσε σχετικό πίνακα ασφαλιστήριου συμβολαίου με αριθμό ΕΠ/12808 προς τον Ενάγοντα, το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του ρηθέντος ασφαλιστήριου συμβολαίου. Ως ημερομηνία έναρξης του πιο πάνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, καθορίστηκε η 25η Νοεμβρίου 1993.
- Στο εν λόγω Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο, περιλαμβάνεται ωφέλημα θανάτου και μόνιμης ολικής ανικανότητας για το ασφαλισμένο ποσό των Λ.Κ. 60.000 (€102,516.02) και αναφορικά με το οποίο έπρεπε ο Ενάγων να καταβάλλει ποσό Λ.Κ. 60,00 μηνιαίως.
- Ο Ενάγων κατέβαλλε τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα μέχρι και την 26.3.2014.
- Όταν παρήλθαν οι 30 ημέρες της χαριστικής περιόδου που παραχωρήθηκε στον Ενάγοντα, μετά την καταβολή του τελευταίου ασφαλίστρου, το συμβόλαιό του μετατράπηκε σε «Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο», με αποτέλεσμα να αφαιρούνται μονάδες κάθε μήνα από τα ήδη καταβληθέντα ασφάλιστρα.
- Την 12.10.2015, η Εναγόμενη παρέλαβε επιστολή ημερ. 21.9.2015 από τους δικηγόρους του Ενάγοντα, μέσω της οποίας ζητείτο η καταβολή του ποσού των Λ.Κ. 19.225 στον Ενάγοντα, ένεκα της παρέλευσης του 20ου έτους της συμφωνίας.
- Η Εναγόμενη απάντησε στην επιστολή ημερ. 12.10.2015 με επιστολή της ημερ. 16.10.2015, αναφέροντας ότι ουδέποτε παραλήφθηκε ενυπόγραφη αίτηση από πλευράς Ενάγοντα για την πληρωμή της αξίας εξαγοράς, δυνάμει του όρου 8.1. του συμβολαίου ημερ. 25.11.1993.
- Κάθε χρόνο μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2023, η Εναγόμενη απέστελλε στον Ενάγοντα ταχυδρομικώς κατάσταση ασφαλιστηρίου, σημειώνοντας ότι το συμβόλαιό του είναι σε ισχύ και αναγράφοντας τη συνολική αξία των μονάδων του ασφαλιστηρίου του.
- Από το 2015 μέχρι και το 2023, στις ενημερωτικές επιστολές που αποστέλλονταν προς τον Ενάγοντα, η στήλη όπου αναγράφονταν οι καθαρές μονάδες που προστίθεντο από το προηγούμενο έτος, παρουσίαζαν αφαίρεση και συνεπακόλουθα, μείωση της συνολικής αξίας των μονάδων.
- Σύμφωνα με την επιστολή ημερ. 24.11.2014, η συνολική αξία των μονάδων του Ενάγοντα ανέρχετο σε ποσό €13.032.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Στην πολιτική δίκη, το γενικό βάρος απόδειξης φέρει ο ενάγων στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι «πιο πιθανή παρά όχι» (is more probable than not) και όχι το κατά πόσο είναι «πιο πιθανή παρά ή αντίθετη» από εκείνη του αντιδίκου του.[11]
Το ειδικό βάρος απόδειξης, αφορά στην ανάγκη παρουσίασης ικανοποιητικής μαρτυρίας προς υποστήριξη ενός επίδικου θέματος ή ισχυρισμού, που μετατοπίζει το βάρος στην άλλη πλευρά να απαντήσει ικανοποιητικά, για να αποσείσει εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα που δημιουργήθηκε.[12]
Παρεμβάλλω, ότι έχω μελετήσει τις γραπτές αγορεύσεις που κατέθεσαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών προς υποστήριξη των θέσεών τους και αναφορά σε αυτές θα γίνει, όπου τούτο ήθελε κριθεί σκόπιμο και αναγκαίο.[13]
Τα ζητήματα τα οποία πραγματεύεται η παρούσα υπόθεση, αφορούν κυρίως σε ερμηνεία των προνοιών του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 και η νομιμότητα και εγκυρότητα του οποίου δεν έχει αμφισβητηθεί.
Οδηγό για την ερμηνεία μιας σύμβασης, αποτελεί η γραμματική έννοια των λέξεων ή των φράσεων που χρησιμοποιούνται, υπό το φως των σκοπών συνομολόγησης της συμφωνίας, ως αυτοί αποκαλύπτονται από την ίδια τη συμφωνία στο σύνολό της. Για την ορθή δε ερμηνεία μιας σύμβασης, βασικό κριτήριο είναι η συνήθης ερμηνεία των λέξεων και είθισται η αναζήτηση λεξικών αναφορικά με το νόημα των λέξεων στην καθομιλουμένη.
Το έγγραφο, πρέπει να ερμηνεύεται συνολικά και όχι αποσπασματικά, ενώ η διακρίβωση της σημασίας των όρων που χρησιμοποιούνται σε μία συμφωνία οδηγεί και σε διακρίβωση της πρόθεσης των μερών.[14]
Διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Stefanos & Andreas Cold Stores Trading Ltd v. Εταιρείας Αναψυκτικών ΚΕΑΝ Λτδ (Αρ.2) (1998) 1(Δ) A.A.Δ. 2335:
«Το κριτήριο, όπως επισημάναμε:-
" .... είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο. Για το σκοπό αυτό μπορεί να εμπλουτισθεί η γνώση με την αποκάλυψη του υπόβαθρου της συμφωνίας, εξαιρουμένων πάντοτε των διαπραγματεύσεων, καθώς και μονομερών δηλώσεων και υποκειμενικών προθέσεων των συμβαλλομένων. Μαρτυρία που αναφέρεται στους υποκειμενικούς παράγοντες μπορεί να γίνει δεκτή μόνο σε αγωγή για διόρθωση του εγγράφου (rectification). (Βλ. ICS v. West Bromwich BS [1998] 1 All E.R. 98 (HL)). Το αντικείμενο βέβαια της ερμηνείας παραμένει πάντοτε η έννοια των όρων της συμφωνίας κατά το μέσο λογικό άνθρωπο. Η έννοια, η οποία μεταδίδεται σ' αυτόν, για τα συμφωνηθέντα." (Βλ., επίσης, Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499.)»
Ως επίσης αναφέρθηκε στην Ποιηταρίδη v. Anopa Investments Ltd, Πολ. Έφ. 260/2011, ημερ. 25.5.2018:
«Είναι νομολογιακά γνωστή η αρχή ότι οι κανόνες ερμηνείας εγγράφων στόχο έχουν τη γραμματική ερμηνεία, συμπληρωμένη από την αντίληψη που δημιουργείται σ' ένα κοινό άνθρωπο, η δε πρόθεση των μερών εξάγεται από τη γλωσσική διατύπωση (βλ. Transnatco Ltd v. Superclima Eng. Ltd. (2010) 1 (A) ΑΑΔ 643 και Καρατσιόλης ν. Royal Sports Betting Ltd. (2008) 1 (A) ΑΑΔ 669). Το έργο του Δικαστηρίου είναι η διαπίστωση της έννοιας της σύμβασης και οποιουδήποτε όρου αυτής (με βάση την αντικειμενική θεωρία των συμβάσεων και το τι μεταδίδεται στο μέσο λογικό άνθρωπο) στο πλαίσιο του όλου κειμένου και έχοντας υπόψη το υπόβαθρο και τα δεδομένα της περίπτωσης, αλλά όχι με βάση τις υποθέσεις του Δικαστή σ' όσον αφορά στις επιδιώξεις των μερών (βλ. σύγγραμμα Πολύβιου Πολυβίου: «Το δίκαιο των Συμβάσεων,» Τόμος Β, σελ. 479.»
Ως προς την αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας, αποτελεί καθιερωμένη νομική αρχή ότι η εξωγενής μαρτυρία είναι αποδεκτή μόνο κατ’ εξαίρεση. Ειδικότερα, όταν μία συμφωνία είναι γραπτή, η εξωγενής μαρτυρία δεν είναι αποδεκτή για να προσθέσει, να αφαιρέσει, να τροποποιήσει ή να αντικρούσει τους όρους του εγγράφου. Κατ’ εξαίρεση, η εξωγενής μαρτυρία είναι επιτρεπτή σε περίπτωση διευκρίνισης ασάφειας ή αμφιβολίας σε ένα έγγραφο με σκοπό τη διευκρίνιση της πρόθεσης των συμβαλλομένων.[15]
Ειδικά σε σχέση με τις περιπτώσεις ασφαλιστικών συμβολαίων, διαφωτιστικά είναι τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα «General Principles of Insurance Law», E.R. Hardy Ivamy, 4η έκδοση, 1979, London Butterworths.
Ειδικότερα, ως αναφέρεται στη σελ. 3 του εν λόγω συγγράμματος, η ασφάλιση παραμένει σε ισχύ μέχρι τη λήξη της περιόδου της ασφαλιστικής κάλυψης, εκτός εάν διακοπεί προηγουμένως, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση παραβίασης κάποιου όρου της.
Ως επίσης αναφέρεται στο σύγγραμμα «General Principles of Insurance Law», σελ. 248 – 251, τα μέρη σε μία ασφαλιστική σύμβαση δυνατό να συμφωνήσουν τον τερματισμό της οποιαδήποτε στιγμή, συμφωνία η οποία ωστόσο πρέπει να φαίνεται ξεκάθαρα («clearly shown»). Ως επίσης εξηγείται, δεν επηρεάζει την ισχύ του ασφαλιστικού συμβολαίου η παράβαση κάθε όρου, ενώ όταν πρόκειται για αναιρετικό όρο, η μοναδική συνέπεια είναι ο αποκλεισμός του ασφαλισμένου από το να προβάλει αξιώσεις σε σχέση με την παραβίαση, η δε σύμβαση συνεχίζει να είναι σε ισχύ.
Αναιρετικός («condition precedent»), μπορεί να είναι κάποιος όρος ο οποίος αφορά στην πληρωμή του ασφαλίστρου, ή στην αποστολή ειδοποίησης σε σχέση με απώλεια, εντός καθορισμένου χρόνου (σελ. 293 συγγράμματος «General Principles of Insurance Law»).
Ως λέχθηκε στην XENOPOULOS ν. THOMAS NELSON (1982) 1 CLR 674, η έννοια του «condition precedent» είναι πιο εξειδικευμένη από την έννοια του «ουσιώδη όρου». Ειδικότερα:
«When the acceptance of a contract of insurance is subject to a condition, there is no contract until the condition is performed».
Αναφορικά δε με το κατά πόσο έχει επέλθει παραβίαση κάποιου όρου, πέραν της ερμηνείας των όρων του συμβολαίου και της πρόθεσης των μερών, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η πράξη ή η παράλειψη του ασφαλισμένου. Όταν πρόκειται για γενικό όρο, μία εύλογα ουσιαστική συμμόρφωση από αυτόν επαρκεί και ο ασφαλιστής δεν μπορεί να επικαλεστεί μη συμμόρφωση. Όταν ωστόσο πρόκειται για εξειδικευμένο όρο, αναμένεται κυριολεκτικά συμμόρφωση με αυτόν και δεν αποτελεί υπεράσπιση για τον ασφαλισμένο να επικαλεστεί ότι οι σχετικές λεπτομέρειες είναι επουσιώδεις (σελ. 302 - 305 συγγράμματος «General Principles of Insurance Law»).
Τέλος, διαφωτιστικά είναι τα όσα αναφέρονται στη σελ. 421 του αναφερόμενου συγγράμματος, με αναφορά σε περιπτώσεις απώλειας:
«In the absence of an express condition to the contrary, the notice of loss need not be in writing, a verbal notice being sufficient. Where there is an express condition that the notice must be in writing, the assured must fulfil the condition, and he is not absolved by reason of the fact that the insurers may have received notice of the loss either verbally or from another source, unless the performance of the condition is waived by acceptance of notice in another form».
(Η υπογράμμιση και η έμφαση είναι του Δικαστηρίου).
Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, παραθέτω τις επίμαχες πρόνοιες του επίδικου ασφαλιστήριου συμβολαίου (Τεκμήριο 1).
Αρχικά, στην πρώτη σελίδα του επίδικου συμβολαίου, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Το παρόν Ασφαλιστήριο που εκδόθηκε από την Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. (που πιο κάτω θα αναφέρεται σαν η «Εταιρεία») μαρτυρεί ότι με αντάλλαγμα την πληρωμή του ασφαλίστρου που καθορίζεται στον Πίνακα του Ασφαλιστηρίου και ύστερα από ικανοποιητική για την Εταιρεία απόδειξη ότι το Ωφέλημα που αναφέρεται στον Πίνακα του Ασφαλιστηρίου είναι πληρωτέο και ύστερα από απόδειξη της ηλικίας του Ασφαλισμένου και του νομίμου δικαιώματος σ’ αυτό και αφού τηρηθούν όλοι οι όροι και διατάξεις και οι πρόνοιες όσων περιλαμβάνονται στο Ασφαλιστήριο αυτό ή οπισθογραφούνται σ’ αυτό, η Εταιρεία θα καταβάλει το Ωφέλημα στο Δικαιούχο ή σε πρόσωπο άλλως δικαιούμενο στα Κεντρικά Γραφεία της στη Λευκωσία».
Στην παράγραφο 3 του επίδικου συμβολαίου προνοούνται τα περί πληρωμής ασφαλίστρων. Ειδικότερα, οι παράγραφοι 3.1, 3.3, 3.4 και 3.5, προνοούν τα εξής:
«3.1 Τα Ασφάλιστρα πληρώνονται στην Εταιρεία κάθε χρόνο, εξαμηνιαία, τριμηνιαία ή κάθε μήνα όπως καθορίζεται στον Πίνακα του Ασφαλιστηρίου […] αλλαγή από την μια μέθοδο πληρωμής στην άλλη μπορεί να γίνει μόνο με έγγραφη αίτηση και με την γραπτή έγκριση της Εταιρείας.
3.3. Χαριστική περίοδος τριάντα ημερών, χωρίς τόκο, επιτρέπεται για την πληρωμή του ασφαλίστρου. Κατά την διάρκεια της χαριστικής περιόδου το ασφαλιστήριο θα εξακολουθεί να ισχύει […]
3.4 Αν οποιοδήποτε ασφάλιστρο παραμείνει απλήτωτο κατά το τέλος της χαριστικής περιόδου, η Εταιρεία ενεργεί ως εάν να παρέλαβε γραπτή αίτηση για μετατροπή του ασφαλιστηρίου σε Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο σύμφωνα με τον όρο 9 (Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο) εκτός αν η αξία εξαγοράς του Ασφαλιστηρίου είναι μικρότερη από ένα ποσό που η Εταιρεία θα καθορίζει από καιρό σε καιρό.
Σε τέτοια περίπτωση το Ασφαλιστήριο εκπνέει και η αξία εξαγοράς, αν υπάρχει, καθίσταται πληρωτέα. Για τον καθορισμό της Αξίας Εξαγοράς για τους σκοπούς της παραγράφου αυτής οι Μονάδες υπολογίζονται βάσει των σχετικών τιμών εξαργύρωσης και την επομένη Ημερομηνία Εκτίμησης που ακολουθεί την ημερομηνία λήξης της χαριστικής περιόδου.
3.5. Αν το Ασφάλιστρο παραμείνει απλήρωτο μετά την λήξη της χαριστικής περιόδου και νοουμένου ότι το Ασφαλιστήριο δεν έχει μετατραπεί σε Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο και η Αξία Εξαγοράς δεν έχει εισπραχθεί, το Ασφαλιστήριο αυτό μπορεί να επανέλθει σε ισχύ μέσα σε τρία χρόνια από την ημερομηνία που το μη πληρωθέν ασφάλιστρο ήταν κανονικά πληρωτέο, ύστερα από γραπτή αίτηση του Ασφαλισμένου […]».
Ακολούθως, ο όρος 8 υπό τον τίτλο «Εξαγορά» προβλέπει τα ακόλουθα:
«8.1 Αν έχουν πληρωθεί στην Εταιρεία ασφάλιστρα για δύο ολόκληρα χρόνια το Ασφαλιστήριο μπορεί να τερματιστεί οποτεδήποτε έναντι πληρωμής της Αξίας Εξαγοράς του. Η Αξία Εξαγοράς θα είναι ένα ποσό ίσο με την αξία των Μονάδων, στην Τιμή Εξαργύρωσης, που είναι κατανεμημένες στο Ασφαλιστήριο κατά την ημερομηνία Εξαγοράς. Ημερομηνία Εξαγοράς θα θεωρείται η ημερομηνία που η Εταιρεία παραλαμβάνει το Ασφαλιστήριο μαζί με ενυπόγραφη αίτηση του συμβαλλομένου για την πληρωμή της Αξίας Εξαγοράς. Οι Μονάδες εκτιμούνται στην Τιμή Εξαργύρωσης κατά την Ημερομηνία Εκτίμησης που αμέσως ακολουθεί την Ημερομηνία Εξαγοράς».
Σύμφωνα δε με τον όρο 9.1:
«Το Ασφαλιστήριο αυτό μπορεί να μετατραπεί σε μειωμένο αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο και σε τέτοια περίπτωση δεν θα καθίστανται εφεξής οφειλόμενα άλλα ασφάλιστρα. Η Ημερομηνία Μετατροπής σε μειωμένο αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο είναι η ημερομηνία που η Εταιρεία παίρνει γραπτή αίτηση υπογεγραμμένη από τον συμβαλλόμενο για την μετατροπή του Ασφαλιστηρίου σε Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο. […]»
Επιπρόσθετα, ο όρος 23 διαλαμβάνει τα εξής:
«23.1 Καμία ειδοποίηση για οποιοδήποτε γεγονός που αφορά άμεσα ή έμμεσα το Ασφαλιστήριο δεν θα θεωρείται έγκυρη εκτός και αν συγκεκριμένη γραπτή ειδοποίηση φθάσει στα Κεντρικά Γραφεία της Εταιρείας και καμιά αλλαγή στους όρους και διατάξεις του Ασφαλιστηρίου δεν είναι έγκυρη ούτε και δεσμεύει την Εταιρεία εκτός αν γίνει γραπτώς και έχει υπογραφεί από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ή τον Διευθυντή του Κλάδου Ζωής της Εταιρείας.
23.2 Ειδοποιήσεις προς τον συμβαλλόμενο θα αποστέλλονται στην διεύθυνση του που καθορίζεται στον Πίνακα του Ασφαλιστηρίου».
Στον Πίνακα του Ασφαλιστηρίου που κατά κοινό τόπο αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 1, αναγράφεται ο ακόλουθος ειδικός όρος:
«Οι αξίες εξαγοράς που αναφέρονται στον πίνακα αξιών εξαγοράς είναι εγγυημένες από την εταιρεία αν ασκηθεί το δικαίωμα εξαγοράς καθ’ οιονδήποτε χρόνο μετά την δεκάτην επέτειο του ασφαλιστηρίου και νοουμένου ότι τηρούνται οι όροι 8 και 15 του ασφαλιστηρίου και τα ασφάλιστρα επληρώνοντο κανονικά…»
(Όλες οι πιο πάνω υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου).
Διερχόμενη του Πίνακα Αξιών Εξαγοράς, διαπιστώνω ότι κατά την 10η επέτειο του ασφαλιστηρίου, η ελάχιστη εγγυημένη αξία ανέρχεται σε ποσό Λ.Κ. 6.916, κατά την 20η του επέτειο σε ποσό Λ.Κ. 17.897 και κατά την 21η του επέτειο σε ποσό Λ.Κ. 19.225.
Ως προς τον χρόνο καθορισμού της επετείου του Ασφαλιστηρίου, αυτή καθορίζεται, σύμφωνα με τον όρο 1 του συμβολαίου, σε κάθε ετήσια επέτειο από την ημερομηνία έναρξής του, δηλ. στην προκειμένη περίπτωση, την 25.11.1993.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, δεν δύναμαι να καταλήξω ότι μπορεί να αποδοθεί διαφορετικό νόημα στους όρους του επίδικου συμβολαίου, πέραν του ότι τυχόν αίτημα ασφαλισμένου για εξαγορά του συμβολαίου του, πρέπει να γίνει γραπτώς και ενυπογράφως και να αποσταλεί στα Κεντρικά Γραφεία της Εναγομένης στη Λευκωσία. Όταν δε το πληρωτέο ασφάλιστρο δεν καταβληθεί και παρέλθει η χαριστική περίοδος των 30 ημερών, το ασφαλιστήριο συμβόλαιο μετατρέπεται αυτόματα σε Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφάλιστρο.
Έπεται, ότι το Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο παραμένει σε ισχύ μέχρι τα καταβληθέντα ασφάλιστρα να μηδενιστούν, για ολόκληρο το ασφαλισμένο ποσό του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, παρέχοντας κάλυψη για θάνατο και μόνιμη ολική ανικανότητα.
Όπως και έγινε στην προκειμένη περίπτωση, καθώς ουδέποτε η Εναγόμενη έλαβε ενυπόγραφη αίτηση του Ενάγοντα, ότι επιθυμούσε να ασκήσει το δικαίωμα εξαγοράς του συμβολαίου του.
Επιπρόσθετα, ουδέποτε το Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο τερματίστηκε από πλευράς Ενάγοντα, παρά τη γενική αναφορά του σε διαμαρτυρίες του προς την Εναγομένη και παρά το γεγονός ότι η αποκοπή των μονάδων του παρουσιαζόταν στις ετήσιες ενημερωτικές επιστολές που λάμβανε.
Επισημαίνεται, ότι στους όρους του επίδικου συμβολαίου, είναι διάχυτη η αναφορά στο ότι τυχόν αιτήματα θα πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς. Σχετική είναι και η μαρτυρία του ΜΥ1, η οποία έγινε άλλωστε εξ ολοκλήρου αποδεκτή από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον οποίο, για να λάβει γνώση η Εναγόμενη για την οποιαδήποτε πρόθεση κάποιου πελάτη της, τυχόν αίτημά του θα πρέπει να γίνει γραπτώς, ώστε να ακολουθήσει έλεγχος ταυτοποίησης και να προχωρήσει η διαδικασία.
Ούτε και θεωρώ, ότι από το περιεχόμενο των επίδικων όρων του ασφαλιστηρίου, προκύπτει η οποιαδήποτε υποχρέωση της Εναγομένης να ειδοποιήσει τον Ενάγοντα για τη μετατροπή του συμβολαίου του σε Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο, ενόψει της μη καταβολής ασφαλίστρων.
Αναφορικά με την επιχειρηματολογία της ευπαίδευτης συνηγόρου του Ενάγοντα, η οποία περιστρέφεται γύρω από την επιστολή ημερ. 16.10.2015 και στα όσα η Εναγόμενη όφειλε κατά την θέση της να πράξει, σημειώνεται, ότι δεν δικογραφείται στην Έκθεση Απαίτησης οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί παράβασης των οιωνδήποτε καθηκόντων της Εναγομένης ή περί κατάχρησης της θέσης της, αλλά για αθέτηση της κατ’ ισχυρισμό υποχρέωσής της να καταβάλει στον Ενάγοντα το εγγυημένο ποσό το οποίο αντιστοιχούσε στην 21η επέτειο του επίδικου ασφαλιστηρίου.
Υπενθυμίζεται, ότι ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων ζητημάτων εξαρτάται από τα δικόγραφα, τα οποία έχουν πολλάκις παρομοιαστεί με τις προκαθορισμένες γραμμές διαδρομής του τρένου.[16]
Στην Κυριάκος Σάββα ν. Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ [2009] 1Β Α.Α.Δ. 1609 στην οποία με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος του Ενάγοντα, τα γεγονότα διαφέρουν ουσιωδώς, καθώς, στην εν λόγω περίπτωση, ο εφεσείων είχε απαιτήσει από την Εναγομένη να τον αποζημιώσει για πυρκαγιά στο κατάστημά του, πλην όμως δεν είχε προσκομίσει όλα τα αναγκαία αποδεικτικά έγγραφα και αντικείμενο προς εξέταση ήταν το κατά πόσο ο συγκεκριμένος όρος ήταν αναιρετικός της υποχρέωσης της Εναγομένης να αποζημιώσει τον εφεσείοντα. Όπως αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, μέσα στο πλαίσιο της εν λόγω απόφασης, ο υπό συζήτηση όρος, αφορούσε στη διαδικασία εξέτασης της απαίτησης του ασφαλισμένου.
Στην υπό κρίση περίπτωση, ουδέποτε υπεβλήθη ενυπόγραφη Αίτηση στα Κεντρικά Γραφεία της Εναγομένης, στον χρόνο που προβλέπει το επίδικο συμβόλαιο, ώστε η απαίτηση του Ενάγοντα να εξεταστεί.
Ούτε και θεωρώ ότι η επιστολή ημερ. 21.9.2015 (Τεκμήριο 6) δυνατό να εξομοιωθεί με ενυπόγραφη αίτηση του Ενάγοντα, αφής στιγμής υπήρχαν ρητοί όροι στο επίδικο συμβόλαιο επί του θέματος (βλ. General Principles of Insurance Law», E.R. Hardy Ivamy, 4η έκδοση, 1979, London Butterworths, σελ. 421).
Έστω δε και αν ήθελε κριθεί ότι το αίτημα εξαγοράς θα μπορούσε να γίνει και μέσω του δικηγόρου του Ενάγοντα και όχι με το τυποποιημένο έντυπο της Εναγομένης, η εν λόγω επιστολή στάλθηκε 18 μήνες μετά την μετατροπή του επίδικου συμβολαίου σε Μειωμένο Αποπληρωμένο Ασφαλιστήριο και αφού ο Ενάγων σταμάτησε να καταβάλλει τα ασφάλιστρα.
Πέραν και επιπρόσθετα των ανωτέρω, σημειώνω ότι από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, προκύπτει ότι η 21η επέτειος του επίδικου συμβολαίου δεν είχε επέλθει, ώστε να καταβληθεί στον Ενάγοντα το διεκδικούμενο ποσό των Λ.Κ.19.225, το οποίο αντιστοιχεί στο εγγυημένο ποσό το οποίο θα του καταβάλλετο κατά την 21η επέτειο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του, σε περίπτωση υποβολής σχετικού αιτήματος και νοουμένου ότι τηρούντο οι όροι του επίδικου συμβολαίου, καθώς ο Ενάγων σταμάτησε να καταβάλλει ασφάλιστρα από την 26.3.2014.
Τέλος, αναφορικά με τη θέση που προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Ενάγοντα, ότι η Εναγόμενη έπρεπε να ενεργήσει βάσει της εξαίρεσης του όρου 3.4 του επίδικου συμβολαίου (βλ. ανωτέρω) και να πληρώσει την αξία εξαγοράς του συμβολαίου στον Ενάγοντα, σημειώνω αρχικά ότι τέτοια θέση δεν δικογραφείται στην Έκθεση Απαίτησης, ούτε και έχει προσκομιστεί οιαδήποτε σχετική προς τούτο μαρτυρία. Υπενθυμίζεται, ότι οι αγορεύσεις των συνηγόρων δεν έχουν οποιαδήποτε αποδεικτική ισχύ, η δε διαδικασία ρυθμίζεται από τις θέσεις των διαδίκων οι οποίες προωθούνται μέσω των δικογράφων τους.[17]
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, ο Ενάγων ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη του προσέφερε μόνο το ποσό των €13.032, που ως ανέφερε στη γραπτή του δήλωση, είναι πολύ χαμηλότερο από το ποσό που είχε καταβάλει στην Εναγομένη.
Όπως δε προκύπτει από το περιεχόμενο της κατάστασης ημερ. 24.11.2014 η οποία αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 10, το ποσό των €13.032 αποτελεί τη συνολική αξία των μονάδων που είχε σε πίστη του ο Ενάγων τη δεδομένη χρονική στιγμή. Σχετική είναι επίσης η βεβαίωση καταβολής ασφαλίστρων του 2014 που ο ίδιος ο Ενάγων κατέθεσε ως Τεκμήριο 4.
Ουδεμία ωστόσο μαρτυρία προσκομίστηκε στο Δικαστήριο περί απαίτησης του Ενάγοντα να λάβει το ποσό αυτό σε οποιοδήποτε στάδιο και ανεξαρτήτως της διαφωνίας του σε σχέση με το ύψος του εν λόγω ποσού.
Ως εκ των άνω, δεν θεωρώ ότι από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, προκύπτει ότι η Εναγόμενη αθέτησε οιονδήποτε από τους όρους του επίδικου συμβολαίου.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι ο Ενάγων απέδειξε την υπόθεσή του στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης. Συνεπακόλουθα, η αγωγή απορρίπτεται.
Τα έξοδα της διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ της Εναγομένης και εναντίον του Ενάγοντα, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, εφόσον δεν κρίνω ότι συντρέχει υπό τις περιστάσεις οποιοσδήποτε λόγος απόκλισης από τον γενικό κανόνα, ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.
(Υπ.)................................
Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.
[2] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Σκορδέλλη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 ημερ. 6.6.2016 & MOSSA (MUSSA) MOHAMMED MUSTAFA ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165.
[3] Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Σκορδέλλη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 ημερ. 6.6.2016 & MOSSA (MUSSA) MOHAMMED MUSTAFA ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165.
[5] Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339.
[6] Σ.Κ. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 ΑΑΔ 304.
[7] Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454.
[8] Βλ. αρ. 23, 24, 26 και 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Θεοπίστη Τουμαζή ν. Vandita Dixit, Πολ. Έφεση 274/2010 ημερ. 5.5.2015, Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χρυστάλλα άλλως Στάλω Χριστοδούλου (2016) 1 ΑΑΔ 1779.
[9] Α.Ι. κ.α. ν. Π.Φ. κ.α., Πολ. Εφ. Αρ. 283/12 ημερ. 27.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:D402.
[10] Electromatic Constructions Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 1 Α.Α.Δ. 258. Βλ. επίσης την ανάλυση του αδερφού Δικαστή Μ. Χαραλάμπους στην απόφαση ημερ. 25.1.2018, Μηλίτσας Παναγιώτη Καλλένου κ.α. ν. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Αγίας Νάπας, Αρ. Παραπομπής 112/2012.
[11] Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665, Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858.
[12] Θεοδόσης Ιορδάνους ν. Δήμου Ζήνωνος (1998) 1 ΑΑΔ 652, Σοφοκλέους ν. Καλογήρου (1997) 1 Α.Α.Δ. 369.
[13] Καλλικάς ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 1238, Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490.
[14] Σχίζα v. Αδάμου κ.ά., Πολ. Έφ. 7/11, ημερ. 3.11.2016, Χαραλάμπουςκ.α. ν. Liberty Life Insurance Public Company Ltd (2011) 1(Γ)Α.Α.Δ. 1739, Ανόρθωσις ν. Απόλλων (2002) 1Α ΑΑΔ 518 &C.L.R. STOCKBROKERS LTD v. N.K. SHAKOLAS (HOLDINGS) LTD, Πολ. Εφ. αρ. 209/2013 ημερ. 13.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:A239.
[16] Παπαγεωργίου ν Κλάππας Investment Services Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 24.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο