ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ AΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 300/2022
Μεταξύ:
SKY CAC LIMITED
Εναγόντων
-και-
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
2. ΒΑΡΒΑΡΑ ΧΑΠΕΣΙΗ ΘΕΟΛΟΓΟΥ και/ή ΒΑΡΒΑΡΑ ΧΑΠΕΣΙΗ ΚΕΦΑΛΑ και/ή ΒΑΡΒΑΡΑ HAPESHI THEOLOGOU
3. HORECARE LIMITED
4. G.S.P. KEFALAS TRADING LIMITED
Εναγομένων
Αίτηση ημερομηνίας, 26.5.2025 για τροποποίηση της Υπεράσπισης
Ημερομηνία: 21.10.2025
Εμφανίσεις:
Για εναγόμενους – αιτητές: Κωστάκης Μουτσουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για ενάγουσα – καθ’ ης η αίτηση: Ανδρέας Β. Ζαχαρίου Σία ΔΕΠΕ.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η αίτηση των εναγομένων αιτητών, ημερομηνίας 26.5.2025, με την οποία επιδιώκεται η τροποποίηση της Υπεράσπισης. Η αιτούμενη τροποποίηση είναι εκτεταμένη και ως εκ τούτου κρίνεται ορθότερο όπως παρατεθούν αυτούσιες οι αιτούμενες τροποποιήσεις προς καλύτερη κατανόηση του θέματος.
Ειδικότερα επιδιώκονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
(α) Με τη προσθήκη μετά τη παράγραφο 20 της Υπεράσπισης, τις κάτω παραγράφους σαν παραγράφους 20 Α, 20 Β, 20 Γ, 20 Δ, 20 Ε και 20 Ζ ως ακολούθως:
«20 Α. Σε ότι αφορά το χρεωστικό υπόλοιπο του Εναγόμενου 1 κατά ή περί το 2021 έγινε νέα συμφωνία την οποία αφού υπέγραψε ο Εναγόμενος 1 την παρέδωσε με όλα τα αντίτυπα στους Ενάγοντες και ανέμενε να του σταλούν υπογεγραμμένα αντίγραφα της νέας συμφωνίας. Η νέα συμφωνία ως ανωτέρω διαλαμβάνει και ή διαλάμβανε την πληρωμή από μέρους του Εναγόμενου 1 ποσού €1800 κάθε μήνα.
20 Β. Μετά την ανωτέρω γενομένη συμφωνία ο Εναγόμενος 1 σε εφαρμογή ή και συμμόρφωση της συμφωνίας αυτής άρχισε την πληρωμή του ανωτέρω συμφωνηθέντος ποσού.
20 Γ. Ακολούθως οι Ενάγοντες υπανεχώρησαν και ισχυρίσθηκαν ότι είχαν κάμει λανθασμένους υπολογισμούς και ότι το ποσό της δόσης θα έπρεπε να ήτο μεγαλύτερο.
20 Δ. Ακολούθησε γραπτή και προφορική επικοινωνία μεταξύ Εναγόντων και Εναγόμενου 1 ή και διά τότε δικηγόρου του Γιώργου Φ. Πιπάτζη στην οποία οι Εναγόμενοι αναγνώριζαν την γενόμενη συμφωνία και υπόσχοντο να διευθετήσουν το θέμα. Παράλληλα άρχισαν να ζητούν νέα στοιχεία από τον Εναγόμενο 1 ή και τους εγγυητές του.
20 Ε. Αντί οι Ενάγοντες να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα προχώρησαν με τη λήψη δικαστικών μέτρων, χωρίς να δικογραφήσουν τα ανωτέρω συμφωνηθέντα ή και διαδραματισθέντα.
20 Ζ. Ο Εναγόμενος 1 ήτο και είναι έτοιμος να τιμήσει τα συμφωνηθέντα εφόσον αφαιρεθούν οι τόκοι ή και χρεώσεις που δεν δικαιούνται οι Ενάγοντες.»
(β) Με τη ττροσθήκη μετά τη παράγραφο 20 Ζ της Υπεράσπισης, της κάτω παραγράφου σαν παραγράφου 20 Η ως ακολούθως:
«20 Η. Άνευ βλάβης των ανωτέρω θέσεων οι Εναγόμενοι θα ισχυρισθούν ότι το χρεωστικό υπόλοιπο που ζητούσαν οι Ενάγοντες είναι προϊόν λάθους ή και υπερχρεώσεων ή και τόκων που δεν εδικαιούντο οι Εναγόμενοι»
(γ) Με τη προσθήκη μετά τη παράγραφο 20 Η της Υπεράσπισης, της κάτω νέας παραγράφου σαν παραγράφου 21 ως ακολούθως:
«21. Οι ανωτέρω συμφωνίες βρίθουν καταχρηστικών ρητρών και είναι αντίθετες με το σχετικό Νόμο, όπως το δικαίωμα των Εναγόντων να τερματίζουν ανά πάσα στιγμή και μονομερώς τη σύμβαση και να διεκδικήσουν αμέσως εξόφληση, το δικαίωμα των Εναγόντων να αυξομειώνουν το επιτόκιο μονομερώς, το δικαίωμα των Εναγόντων να ζητούν τόκους υπερημερίας κ.α. σε βαθμό που καθιστούσαν τις ανωτέρω συμβάσεις άκυρες.»
Η αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48(1-9), Δ.25(1-6), Δ.63(1-10), Δ.64 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί με τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023 και του 2024 και ειδικότερα και όχι εξαντλητικά στο Μέρος 1.2 και 1.3, στο Μέρος 18.1(2)(β), 18.4, 18.6, στο Μέρος 23.2(1), 23.4 και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του εναγομένου 1. Ο ομνύων αναφέρεται στο ιστορικό της υπόθεσης και ισχυρίζεται ότι ανέφερε τους σχετικούς ισχυρισμούς στον δικηγόρο που εκπροσωπούσε τους εναγόμενους πριν την καταχώρηση της αγωγής και ότι ζήτησε από τον νυν δικηγόρο του να επικοινωνήσει με τον προηγούμενο, ώστε να ενημερωθεί σχετικά. Όταν του διαβάστηκε η παρούσα Υπεράσπιση αντιλήφθηκε ότι ουσιώδεις ισχυρισμοί των εναγομένων δεν είχαν προβληθεί και συνειδητοποίησε την ανάγκη καταχώρησης της παρούσας αίτησης
Οι ενάγοντες καταχώρησαν ειδοποίηση περί προθέσεως ένστασης. Με την ένστασή της η πλευρά των εναγόντων ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, ότι η αίτηση είναι καταχρηστική και ότι αυτή καταχωρείται με υπέρμετρη καθυστέρηση.
Η ένσταση των εναγόντων συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Κωνσταντίνου Χριστοφόρου υπαλλήλου των εναγόντων. Στην ένορκή του δήλωση ο ομνύων αναπτύσσει του λόγους έντασης.
Διαδικασία - Γεγονότα
Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των ένορκων δηλώσεων, αφού κανένας εκ των διαδίκων δεν ζήτησε αντεξέταση και οι δύο πλευρές ανέπτυξαν μέσω γραπτών αγορεύσεων την επιχειρηματολογία τους.
Συνεπώς, για όσα γεγονότα δεν εμφαίνονται από τον φάκελο της διαδικασίας, το Δικαστήριο θα βασισθεί στις εκατέρωθεν ένορκες δηλώσεις, λαμβανομένου υπόψη του βάρους απόδειξης εκάστης πλευράς. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Louis Vuitton ν. Δέρμοσακ (1992) 1(Β) Α.Α.Δ 1453, Iacovou brothers (constructions) Ltd v. Fashionwise ltd (2000) 1Β ΑΑΔ 1377, Thinking Steel International BV ν. Caramondani Bros Public Co Ltd, (2012) 1 Α.Α.Δ. 1460, Α. Messios & Sons Ltd κ.ά v. Ανδρέας Λεωνίδα (2010) 1 ΑΑΔ 195 και η πιο πρόσφατη απόφαση Χ. Χατζηκυριάκου κ.ά ν. M.L Property Solution Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε36/17, ημερομηνίας 30.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:A540.
Στην υπό κρίση υπόθεση προκύπτει από τον φάκελο του Δικαστηρίου ότι στις 15.11.2022 καταχωρήθηκε η υπό κρίση αγωγή. Την 1η.2.2023 καταχωρήθηκε σημείωμα εμφάνισης από τον κ. Μουτσουρή. Στις 27.9.2023 καταχωρήθηκε η Υπεράσπιση. Στις 26.102.23 καταχωρήθηκε η κλήση για οδηγίες από του ενάγοντες και στις 18.11.2023 το παράρτημα των εναγομένων. Περαιτέρω, οι διάδικοι προχώρησαν στην καταχώρηση ένορκων δηλώσεων αποκάλυψης εγγράφων και καταλόγων μαρτύρων με σύνοψη μαρτυρίας έκαστου μάρτυρα. Η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε στις 26.5.2025.
Νομική πτυχή – Αξιολόγηση εκατέρωθεν θέσεων
Τονίζεται ότι η αιτούμενη τροποποίηση καταχωρήθηκε στο στάδιο μετά την έκδοση κλήσης για οδηγίες και ως εκ τούτου τυγχάνει εφαρμογής η Δ.25 θ.3. Εντούτοις, για σκοπούς πληρότητας κρίνω σκόπιμο να παραθέσω και τις τρεις κρίσιμες διατάξεις της Διαταγής 25, ως ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση.
Η Δ.25 θ.θ. 1, 2 και 3 διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:
1. (1) Ο ενάγων δύναται χωρίς να λάβει προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου να τροποποιήσει το κλητήριο ένταλμα του οποτεδήποτε μετά την καταχώρηση του και πριν την επίδοση του. Προς τούτο καταχωρείται τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα με ανάλογη ένδειξη.
(2) Μετά την ανταλλαγή των δικογράφων και πριν την έκδοση από τον ενάγοντα της Κλήσης για Οδηγίες σύμφωνα με τη Διαταγή 30, επιτρέπεται άπαξ η τροποποίηση τους χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Σε τέτοια περίπτωση καταχωρούνται τα τροποποιημένα δικόγραφα με ανάλογη ένδειξη. Νοείται ότι όπου ο ενάγων καταχωρεί τροποποιημένο κλητήριο ή έκθεση απαίτησης, ο εναγόμενος καταχωρεί σε 15 ημέρες την τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης• όπου ο εναγόμενος τροποποιεί το δικόγραφο του, ο ενάγων καταχωρεί σε 15 ημέρες την τροποποιημένη απάντηση του, όπου χρειάζεται. Νοείται ότι, όπου η έκδοση της κλήσης οδηγιών καταχωρείται από διάδικο ταυτόχρονα με τη συμπλήρωση της δικογραφίας, τότε η άπαξ τροποποίηση χωρίς άδεια του Δικαστηρίου δύναται να γίνει εντός περαιτέρω περιόδου 15 ημερών.
(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.»
Από το λεκτικό των πιο πάνω δικονομικών διατάξεων προκύπτει ότι η δυνατότητα τροποποίησης δικογράφου παρέχεται σε τρία διαφορετικά στάδια της διαδικασίας. Όσο προχωρά η διαδικασία, το εύρος της ευχέρειας τροποποίησης στενεύει. Έτσι, στο στάδιο πριν την επίδοση του κλητηρίου, ο ενάγων μπορεί, χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, όποτε επιθυμεί και όσες φορές επιθυμεί να προβεί σε τροποποίηση αυτού. Στο επόμενο στάδιο, μετά την ανταλλαγή δικογράφων, και πριν την έκδοση κλήσεως για οδηγίες, επιτρέπεται για μια φορά (άπαξ) η τροποποίηση δικογράφου χωρίς και πάλι την άδεια του Δικαστηρίου. Μετά όμως την έκδοση της κλήσεως για οδηγίες δεν επιτρέπεται τροποποίηση δικογράφων εκτός κατ’ εξαίρεση και κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου.
Από το λεκτικό της Δ.25 θ.3 προκύπτει ότι η τροποποίηση δικογράφου, μετά την έκδοση κλήσης για οδηγίες, δεν επιτρέπεται, με εξαίρεση την τροποποίηση που σκοπεί στη διόρθωση εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας και στην περίπτωση που η τροποποίηση είναι αναγκαία, λόγω του ότι έχουν προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά την καταχώρηση του δικογράφου του οποίου σκοπείται η τροποποίηση.
Συνάγεται από τα ανωτέρω ότι για σκοπούς η νέα Διαταγή 25 θ.3 δεν μπορεί να υιοθετηθεί πλήρως η φιλελεύθερη προσέγγιση που καθιέρωσε η νομολογία πριν την τροποποίηση της Δ.25, αφού το λεκτικό της νέας Δ.25 θ.3 διαφοροποιείται ουσιωδώς από το λεκτικό της προηγούμενης Διαταγής 25.
Άλλωστε, ως έχει κριθεί, οι αρχές που τέθηκαν στο πλαίσιο της παλαιάς Δ.25 δεν είναι βοηθητικές στην εξέταση αιτήσεων υπό τη Δ.25.θ.3, αφού οι σχετικές πρόνοιες της νέας Δ.25 είναι εντελώς διαφορετικές και δεν παρέχεται πλέον ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο, όπως προβλεπόταν στην παλαιά Δ.25. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση MONOKO (ΚΟΣΤΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ) ΛΤΔ ν. C & S AMART MOVE DEVELOPERS LTD, Πολιτική Έφεση αρ. Ε99/2022, ημερομηνίας 3.10.2025.
Έτσι η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου των αιτητών, η οποία έχει ως βάση τις αρχές που διαπλάθηκαν από τη νομολογία πριν την τροποποίηση της Δ.25 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Αντίθετα, κρίσιμο στην υπό συζήτηση υπόθεση είναι να διαπιστωθεί το κατά πόσο η παρούσα υπόθεση εμπίπτει σε μια εκ των δυο εξαιρέσεων που καθιερώνει η Δ.25 θ.3.
Όπως έχει εξηγηθεί ανωτέρω με την τροποποιημένη Δ.25 θ.3, η τροποποίηση δικογράφου είναι πλέον η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Πλέον, για να είναι εφικτή η τροποποίηση, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η σκοπούμενη τροποποίηση στοχεύει (α) στη διόρθωση εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας ή (β) είναι αναγκαία ένεκα του του ότι έχουν προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά την καταχώρηση του δικογράφου του οποίου σκοπείται η τροποποίηση. Επομένως προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η υπό εξέταση περίπτωση εμπίπτει σε μια εκ των δυο εξαιρέσεων που καθιερώνει η Δ.25 θ.3.
Η πρώτη εξαίρεση αφορά τη διόρθωση εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας. Προκύπτει, συνεπώς, ότι το υπό διόρθωση λάθος θα πρέπει να είναι καλόπιστο και να οφείλεται σε παραδρομή στη σύνταξη της δικογραφίας. Έτσι, η έννοια του λάθους, που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο τροποποίησης, προσδιορίζεται από το λεκτικό της δικονομικής διάταξης, ως οφειλόμενο σε παραδρομή και σχετιζόμενο με τη σύνταξη της δικογραφίας.
Αποτελεί βασική ερμηνευτική αρχή ότι, όταν το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές, πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια, γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του Νομοθέτη. Σχετικά παραπέμπω στο σύγγραμμα Maxwell on the Interpretation of Statutes, 10η έκδοση, σελ. 2, στις αποφάσεις Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C. 531, 543, Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2C.L.R. 429, Γεωργίου v. Total Properties Ltd (2011) 1B 1358, Φυσεντζίδη ν. K & C Snooker & Pool Entertainment, Πολιτική Έφεση Αρ. 30/2019, ημερ.1.6.2020, ECLI:CY:AD:2020:A171 και Ηλία ν. Ευτυχίου Πολιτική Έφεση 291/16, ημερομηνίας 30.9.2025.
Στην υπό εξέταση δικονομική Διάταξη το λεκτικό του Νόμου είναι σαφές και συνδέει το καλόπιστο του λάθους σε λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας. Αν ο νομοθέτης ήθελε η Δ.25 θ.3 να επιτρέπει την οποιαδήποτε τροποποίηση και διόρθωση οποιουδήποτε λάθους σε οποιαδήποτε έκταση ή εξ οιασδήποτε αίτιας δεν θα περιόριζε το λεκτικό του Νόμου σε λάθος που προκύπτει στη σύνταξη της δικογραφίας.
H σχέση καλόπιστου λάθους και παράλειψης δικογράφησης ισχυρισμών έχει εξεταστεί από το Εφετείο στην πρόσφατη απόφαση ΜΟΝΟΚΟ (ανωτέρω), όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Η νέα διαταγή 25 δεν αναφέρεται ειδικά, στην ερμηνεία της φράσης «καλόπιστο λάθος». Κατά την κρίση μου, το καλόπιστο λάθος δεν επεκτείνεται στην παράλειψη προσθήκης κάποιων ισχυρισμών, αλλά περιορίζεται στην τυπικά λανθασμένη σύνταξη του δικογράφου, σε παραλείψεις και σε μικρές ασάφειες ή σε απλά τυπογραφικά λάθη. Με αυτή την έννοια δεν συνιστά καλόπιστο λάθος, η παράλειψη προσθήκης νέων ισχυρισμών, ειδικά αν αυτοί ήταν γνωστοί από πριν στον αιτητή. ……………………………………………………………………………….
οι νέες Δ.25 και Δ.30, αναμφίβολα επιβάλλουν πολύ μεγαλύτερη προσοχή και επιμέλεια στους συνηγόρους κατά το στάδιο σύνταξης των δικογράφων, αφού τα περιθώρια άσκησης διακριτικής ευχέρειας σε αιτήματα τροποποίησης από πλευράς Δικαστηρίου, είναι πλέον ιδιαίτερα περιορισμένα. Εν ολίγοις, η νέα προσέγγιση πραγμάτων, απαιτεί από όλους τους διαδίκους και τους συνηγόρους τους, να μεριμνούν δεόντως για την συμπερίληψη όλων των αναγκαίων ισχυρισμών στα δικόγραφά τους, ούτως ώστε να αποφεύγεται η τροποποίηση δικογράφων, σε προχωρημένο στάδιο της δίκης.»
Προκύπτει, συνεπώς, ότι η έννοια του καλόπιστου λάθους δεν εκτείνεται με τρόπο, ώστε να καλύπτει λάθη που αφορούν ισχυρισμούς που ήταν γνωστοί από πριν στον εκάστοτε αιτητή.
Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση του εναγομένου 1, οι επιδιωκόμενοι να προστεθούν ισχυρισμοί ήταν γνωστοί σε αυτόν από την αρχή. Ο λόγος που δεν δικογραφήθηκαν ήταν, επειδή ο νυν δικηγόρος του δεν είχε επικοινωνήσει με τον πρώην. Είναι προφανές ότι η προβαλλόμενη παράλειψη δεν συνδέεται με την έννοια του καλόπιστου λάθους κατά τη σύνταξη της δικογραφίας. Εν πάση περιπτώσει, το κατ’ ισχυρισμόν λάθος δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του καλόπιστου λάθους που προέκυψε κατά τη σύνταξη του δικογράφου.
Συνεπώς, η αιτούμενη τροποποίηση δεν μπορεί να υπαχθεί στην πρώτη εξαίρεση της Δ.25 θ.3.
Αναφορικά με τη δεύτερη εξαίρεση δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Άλλωστε, ούτε η πλευρά των αιτητών ισχυρίστηκε ότι οι επιδιωκόμενες τροποποιήσεις αφορούν νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά την καταχώρηση του δικογράφου του οποίου σκοπείται η τροποποίηση. Αντίθετα, μέσα από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, προκύπτει σαφώς ότι οι επιδιωκόμενοι ισχυρισμοί αφορούν γεγονότα γνωστά στην πλευρά των εναγόμενων πριν τη σύνταξη της Υπεράσπισης. Συνακόλουθα, είναι προφανές ότι η παρούσα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της δεύτερης εξαίρεσης.
Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
Κατάληξη
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εναγομένου, ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της αγωγής.
Υπ. …………………………………
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο