ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Χριστοδούλου, A.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 206/2019
Μεταξύ:
Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ
Ενάγουσας
και
1. Παναγίωτη Ανδρέα Μουλαζίμη
2. Δημήτρη Ανδρέα Μουλαζίμη
3. Alviona Properties Ltd
εναγομένων
Ημερομηνία: 28 Nοεμβρίου 2025
Εμφανίσεις
Για ενάγουσα : κ. Π. Αβραάμ για Π. Αβραάμ ΔΕΠΕ
Για εναγομένους: κα Ζίκκου για Α. Μαθηκολώνης & Σία ΔΕΠΕ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Εισαγωγή
Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, είναι η αξίωση της ενάγουσας εναντίον των Eναγόμενων 1,2 και 3 στη βάση κατ’ ισχυρισμόν χρέους που προέκυψε από παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων.
Δικογραφημένοι Ισχυρισμοί
Είναι καλά θεμελιωμένη αρχή ότι τα δικόγραφα περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία, δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση, όπου υπάρχει. Σχετική είναι η απόφαση Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 AΑΔ 24. Το Δικαστήριο δεν δύναται να προχωρήσει να επιλύσει θέματα, τα οποία δεν αποτέλεσαν μέρος της δικογραφίας. Σχετική είναι η απόφαση Latifundia Properties Ltd ν. Ανδρέα Μιχαήλ Ψάκη (2003) 1 ΑΑΔ 670.
Η ενάγουσα στην έκθεση απαίτησής της δικογράφησε τη σειρά συγχωνεύσεων και συμφωνιών που οδηγήσαν στην ενεργητική νομιμοποίησή της προς έγερση της παρούσας αγωγής. Περαιτέρω δικογράφησε την κατ’ ισχυρισμόν σύμβαση δανείου που συνομολογήθηκε με τους εναγόμενους 1 και 2 καθώς και τους όρους αυτού. Κατά την ενάγουσα ο λογαριασμός των εναγόμενων στις 31.12.2028 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο. Η εναγόμενη 3 ενάγεται υπό την ιδιότητά της ως ενυπόθηκος οφειλέτης. Σχετικά η ενάγουσα δικογράφησε τους ισχυρισμούς της ως προς την επίδικη σύμβαση και δήλωση υποθήκης. Τέλος η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι τερμάτισε την επίδικη σύμβαση δανείου.
Οι εναγόμενοι στην υπεράσπισή τους αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς της ενάγουσας ως προς την ενεργητική της νομιμοποίηση. Αρνήθηκαν ότι έλαβαν οποιοδήποτε δάνειο από την ενάγουσα και ότι υπεγράφη η επίδικη σύμβαση υποθήκης. Εν πάση περιπτώσει ισχυρίστηκαν ότι η ενάγουσα επέβαλε παράνομες ή καταχρηστικές ρήτρες. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι η επίδικη σύμβαση υποθήκης είναι άκυρη, ότι ουδέποτε στάλθηκαν οι επίδικες προειδοποιητικές επιστολές και επιστολές τερματισμού. Τέλος αρνήθηκαν το αξιούμενο ποσό.
Μαρτυρία
Προς απόδειξη της απαίτησής της, η ενάγουσα κάλεσε μια μάρτυρα, τη Στέλλα Μαρία Σεργίου, ως ΜΕ1. Η πλευρά του εναγομένων ουδεμία μαρτυρία προσέφερε.
Η ΜΕ1 κατά την κυρίως εξέτασή της, υιοθέτησε γραπτή δήλωση - κατάθεση η οποία σημειώθηκε ως έγγραφο Α. Η μάρτυρας κατέθεσε συνολικά 10 τεκμήρια. Κατά την κυρίως εξέτασή της, αναφέρθηκε στη σειρά συγχωνεύσεων, εξαγορών και υποκαταστάσεων, οι οποίες οδήγησαν στη νομιμοποίηση της ενάγουσας. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στη συμφωνία δανείου ημερομηνίας 25.06.12, η οποία συνομολογήθηκε μεταξύ της ενάγουσας και των εναγόμενων 1 και 2. Κατέθεσε τη σχετική συμφωνία, ως τεκμήριο 3 και αναφέρθηκε στους όρους αυτής. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στα έγγραφα υποθήκης ως προς το ενυπόθηκο ακίνητο ιδιοκτησίας της εναγομένης 3. Κατέθεσε σχετικά ως τεκμήριο 4, το έγγραφο υποθήκης ημερομηνίας 28/06/12 και, ως τεκμήριο 5 τη σύμβαση και δήλωση υποθήκης, επίσης ημερομηνίας 28.06.12. Σημείωσε, όμως, ότι το επίδικο ακίνητο εκποιήθηκε και πως το προϊόν της πώλησης πιστώθηκε έναντι του χρέους των εναγομένων 1 και 2. Επιπλέον, αναφέρθηκε στην εκταμίευση του ποσού του δανείου από την ενάγουσα στους εναγόμενους και στην κατάσταση λογαριασμού που τηρείτο. Κατέθεσε σχετική κατάσταση λογαριασμού συνοδευόμενη από το πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 35 του περί αποδείξεως Νόμου, ως τεκμήριο 7. Αναφέρθηκε στις συνθήκες λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού και στον τρόπο καταχώρισης των εκάστοτε χρεοπιστώσεων. Περαιτέρω, ανέφερε ότι η εκτύπωση έγινε από την ίδια και ότι προέβη σε έλεγχο της κατάστασης μέσω του μηχανογραφημένου συστήματος της ενάγουσας. Κατέθεσε, επίσης, αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο 8. Αναφέρθηκε και στις συνθήκες ετοιμασίας της εν λόγω αναδομημένης κατάστασης λογαριασμούς, καθώς επίσης και στις χρεώσεις που απαλείφθηκαν σε σχέση με την κατάσταση τεκμήριο 7. Ακολούθως, αναφέρθηκε στην αποστολή των προειδοποιητικών επιστολών ημερομηνίας 29.03.18, αντίγραφα των οποίων κατέθεσε ως τεκμήριο 9 και στις επιστολές τερματισμού ημερομηνίας 12.04.19, τις οποίες κατέθεσε ως τεκμήριο 10. Κατά τη μάρτυρα, οι επιστολές παραλήφθηκαν κανονικά από τους εναγόμενους, αφού ουδέποτε επιστράφηκαν ως μη παραληφθείσες.
Κατά την αντεξέτασή της, αναφέρθηκε εκ νέου στις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού, δηλώνοντας ότι είναι η ίδια που τις ετοίμασε. Υποστήριξε, ότι οι εναγόμενοι είχαν την ευχέρεια να διαπραγματευθούν όλους του όρους του δανείου, προτού το υπογράψουν. Το ίδιο ισχύει και για τους όρους της επίδικης υποθήκης. Σε σχέση με τις προειδοποιητικές επιστολές και επιστολές τερματισμού, υποστήριξε, ότι αυτές δεν έχουν επιστραφεί σύμφωνα με τον φάκελο που τηρείται στην ενάγουσα. Υποστήριξε τέλος, ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε παράνομη χρέωση στον επίδικο λογαριασμό.
Εισηγήσεις των διαδίκων
Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων μέσω εμπεριστατωμένων αγορεύσεων υποστήριξαν ο κάθε ένας τη θέση του.
Ο κ. Αβραάμ εισηγήθηκε ότι η ενάγουσα απέδειξε όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επιτυχία της αξίωσής. Στον αντίποδα, η κα Ζίκκου εισηγήθηκε ότι η ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει την απαίτησή της.
Αναφορά στα επιμέρους επιχειρήματα θα γίνει κατωτέρω όπου κριθεί αναγκαίο για την απόφαση.
Αξιολόγηση μαρτυρίας
Κατ’ αρχάς τονίζεται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται κατά κύριο λόγο στη βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Τσιαττές ν. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 974 και Mirza Feiz Hasan v. Μιχάλη Ανδρέου, (2015) 1 ΑΑΔ 2624.
Στη βάση των πιο πάνω, έχω παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που απαντούν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους, ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που, σύμφωνα με τη νομολογία, ενέχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Σχετική είναι η απόφαση C & A Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273. Δεν παραγνωρίζω βέβαια ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα, αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση Νικολάου Νίκος ν. Aντώνη Παπαϊωάνου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1797.
Προσεγγίζω, συνεπώς, το καθήκον αξιολόγησης της μαρτυρίας της μάρτυρος με γνώμονα το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα, αλλά και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία. Σχετική είναι η απόφαση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506. Περαιτέρω, όπου είναι δυνατό, η μαρτυρία εκάστου μάρτυρα συσχετίζεται, αντιπαραβάλλεται και διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων. Σχετική είναι η απόφαση Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ 1056 και η πρόσφατη απόφαση Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Έφεση 185/2012, ημερομηνίας 19.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A179. Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς, ενώ δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Kadis v. Nicolaou (1986) 1 C.L.R 212, 216, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 45.
Επιπρόσθετα, στην υπόθεση Χριστοφίνης ν. Φραντζή Πολιτική Έφεση328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, υποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα υπόκειται στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας.
Περαιτέρω, αποτελεί καλά θεμελιωμένη αρχή ότι έκαστος μάρτυρας θα πρέπει να αντεξετάζεται επί όλων των αμφισβητούμενων γεγονότων. Σχετικές, ως προς τις συνέπειες παράλειψης αντεξέτασης, είναι η αποφάσεις Frederickou Schools Co Ltd κ.α. ν. Acuac Inc (2002) 1 ΑΑΔ 1527, Πιριλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση 331/2015, ημερομηνίας 11/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας.
Διευκρινίζω, επίσης, ότι οι υποβολές των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 640 και Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυρίδου Πολιτική Έφεση 32/14, ημερομηνίας 29.9.2021, ECLI:CY:AD:2021:A430.
Με γνώμονα τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές προχωρώ με την αξιολόγηση της ενώπιόν μου μαρτυρίας.
Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΕ1.
Η ΜΕ1 προκάλεσε θετική εντύπωση στο δικαστήριο και η μαρτυρία της χαρακτηρίζεται από ευθύτητα, καθαρότητα, συνοχή και πειστικότητα. Επίσης η μαρτυρία της σε βασικά σημεία δεν έχει αμφισβητηθεί.
Ειδικότερα οι θέσεις της ότι υπογράφηκαν οι επίδικες συμβάσεις αλλά και το ότι το εκταμιεύθηκε το ποσό που αφορούσε η επίδικη σύμβαση δανείου, πέραν από σαφείς και σταθερές δεν έχουν αμφισβητηθεί κατά την αντεξέταση. Συνεπώς γίνονται δεκτές.
Επιπλέον δεν έχει αμφισβητηθεί το ότι οι εκάστοτε χρεοπιστώσεις καταχωρούνταν στον επίδικο λογαριασμό που τηρείτο σε αρχείο ηλεκτρονικού υπολογιστή, το οποίο αποτελεί το τραπεζικό βιβλίο της ενάγουσας. Περαιτέρω δεν έχει αμφισβητηθεί ότι οι εκάστοτε καταχωρίσεις γίνονταν κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή της εργασίας της ενάγουσας και ότι τόσο ο ηλεκτρονικός υπολογιστής όσο και το αρχείο που αφορούσε της επίδικη κατάσταση λογαριασμού βρίσκονταν υπό τη φύλαξη και έλεγχο των εναγόντων. Τέλος, δεν έχει αμφισβητηθεί ότι η μάρτυρας συνέκρινε και έλεγξε τις καταχωρίσεις που εμφαίνονται στην κατάσταση λογαριασμού με τις καταχωρίσεις στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Επομένως η μαρτυρία της ως προς την κατάσταση λογαριασμού τεκμήριο 7, επί της ουσίας δεν έχει αμφισβητηθεί. Ομοίως δεν έχει αμφισβητηθεί η εκδοχή της ως προς τη διεργασία που ακολουθήθηκε για την ετοιμασία της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού. Παράλληλα, οι θέσεις της ως προς της επίδικες καταστάσεις λογαριασμού ήταν σαφείς και πειστικές. Συνεπώς η μαρτυρία της ως προς τα πιο πάνω γίνεται δεκτή.
Ως προς την αποστολή των επίδικων επιστολών η μαρτυρία της ήταν σαφής και ειλικρινής. Συγκεκριμένα υπέδειξε ότι τόσο οι προειδοποιητικές όσο και επιστολές τερματισμού στάλθηκαν με κανονικό ταχυδρομείο χωρίς να επιστραφούν. Προκύπτει, επίσης, ότι οι επιστολές προς του εναγόμενους 1 και 2 στάλθηκαν στη διεύθυνση που καταγράφεται στη σύμβαση δανείου. Τα πιο πάνω δεν έχουν αμφισβητηθεί. Αυτό που αμφισβητήθηκε είναι ότι όντως παραλήφθηκαν από τους εναγόμενους κάτι που η ίδια η μάρτυρας δεν μπορούσε να γνωρίζει. Οι θέσεις της ήταν σαφείς στο ότι οι επιστολές στάλθηκαν με απλό ταχυδρομείο στη διεύθυνση που καταγραφεί η σύμβαση δάνειου και ουδέποτε επιστραφήκαν. Για τα πιο πάνω η μαρτυρία της ήταν σαφής και πειστική και επί της ουσίας δεν αμφισβητήθηκε. Επίσης, η μαρτυρία της για τα πιο πάνω δεν αντικρούεται από αντίθετη μαρτυρία. Επομένως, οι σχετικές της θέσεις γίνονται δεκτές. Συνεπώς, οι θέσεις της περί αποστολής προς τους εναγόμενους 1 και 2 των επιστολών τεκμήρια 9 και 10 και περί του ότι αυτές ουδέποτε επιστράφηκαν ως αζήτητες γίνονται δεκτές. Επίσης δεκτή γίνεται η θέση της πως οι ίδιες επιστολές στάλθηκαν στη διεύθυνση που καταγράφεται στα τεκμήρια 9 και 10 ως προς την εναγόμενη 3 και δεν επιστράφηκαν.
Συνολικά η μάρτυρας κατέθεσε με ευθύτητα όσα γνώριζε και όσα πήγαζαν μέσα από το φάκελο που διατηρούσε η τράπεζα και η ίδια είχε στην κατοχή της. Η δε αξιοπιστία της ουδόλως κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή της.
Συνεπώς, η ΜΕ1 κρίνεται αξιόπιστη μάρτυρας και το δικαστήριο μπορεί να βιαστεί στη μαρτυρία της για την εξαγωγή ευρημάτων.
Ευρήματα
Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης και των δικογραφημένων ισχυρισμών τα διάδικων προχωρώ με τη διατύπωση των ευρημάτων του δικαστηρίου ως προς τα πρωτογενή γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση.
Στις 25.6.2012 οι εναγόμενοι 1 και 2 συνομολόγησαν με τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παραλίμνιου, γραπτή συμφωνία δανείου για το ποσό των € 250.000. Το δάνειο θα ήταν πληρωτέο με 60 μηνιαίες δόσεις. Την ίδια ημερομηνία η εναγόμενη 3 υποθήκευσε προς περαιτέρω και καλύτερη εξασφάλιση του δανείου συγκεκριμένο ακίνητο. Σχετικά υπογράφθηκε το έγγραφο υποθήκης, ημερομηνίας 28.6.2012 καθώς και το έγγραφο με τίτλο σύμβαση και δήλωσης υποθήκευσης ακινήτου επίσης ημερομηνίας 28.6.2012. Η ενάγουσα, μέσω σειράς συγχωνεύσεων και μεταβιβάσεων ενεργητικού και παθητικού άλλων πιστωτικών ή συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων, κατέστη το πρόσωπο που υπεισήλθε στη θέση του πιστωτή αναφορικά με τις υποχρεώσεις των εναγομένων που προκύπτουν από τις πιο πάνω συμβάσεις και απέκτησε όλα τα σχετικά δικαιώματα.
Το ποσό του δανείου εκταμιεύθηκε προς όφελος των εναγομένων 1 και 2 και ανοίχθηκε σχετικός λογαριασμός. Οι εκάστοτε χρεοπιστώσεις καταχωρούνταν στο αρχείο ηλεκτρονικού υπολογιστή που αποτελούσε μέρος του τραπεζικού βιβλίου που διατηρούσε και είχε υπό τη φύλαξη της η ενάγουσα. Οι καταχωρίσεις στο βιβλίο γίνονταν κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της ενάγουσας. Οι σχετικές καταστάσεις λογαριασμού κατατέθηκαν στο δικαστήριο από την αρμόδια υπάλληλο της ενάγουσας. Πριν την καταχώρησή τους το περιεχόμενο τους συγκρίθηκε από την ίδια με τις αρχικές καταχωρίσεις στο τραπεζικά βιβλία και βρέθηκε να είναι ορθό. Κατά την 1.1.2019 ο λογαριασμός των εναγομένων 1 και 2, παρουσίαζε υπόλοιπο € 376.404,66. Το ακίνητο που αφορούσε η επίδικη υποθήκη εκποιήθηκε και το προϊόν από την εκποίηση πιστώθηκε προς όφελος των εναγομένων 1 και 2. Επειδή οι εναγόμενοι 1 και 2 δεν συμμορφώνονταν με τις υποχρεώσεις τους, οι ενάγοντες απέστειλαν μέσω απλού ταχυδρομείου προειδοποιητική επιστολή στους εναγόμενους 1 και 2 οι οποία απευθύνθηκε στη διεύθυνση που κατέγραφε η σύμβαση δανείου. Κοινοποίησαν την εν λόγω επιστολή και στην εναγόμενη 3 σε διεύθυνση άλλη από αυτή που κατέγραφε η το έγγραφο υποθήκης. Στις 12.4.2019 και πάλι με επιστολή προς του εναγόμενους 1 και 2 η οποία στάλθηκε μέσω απλού ταχυδρομείου στη διεύθυνση που κατέγραφε η σύμβαση δανείου, τερμάτισαν τη σύβαση δανείου. Η εν λόγω επιστολή στάλθηκε και προς την εναγόμενη 3 εναγόμενη 3 σε διεύθυνση άλλη από αυτή που κατέγραφε η το έγγραφο υποθήκης. Ουδεμία εκ των πιο πάνω επιστολών επιστράφηκε ως μη παραληφθείσα.
Προς όφελος των εναγόμενων 1 και 2 καταρτίσθηκε αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, η οποία στις 1.1.2025 εμφάνιζε ως υπόλοιπο το ποσό των € 280,779.97. Η ενάγουσα επέβαλε τόκο ύψους 6.75% ετησίως με κεφαλαιοποίηση μια φόρα το έτος.
Νομική Πτυχή
Όπως έχει κριθεί στην απόφαση Πούρικος ν. Σάββα κ.ά. (1991) 1 ΑΑΔ 507, η βασική υποχρέωση κάθε ενάγοντα είναι να αποδείξει με αξιόπιστη μαρτυρία τα βασικά γεγονότα πάνω στα οποία επέλεξε να βασίσει την απαίτησή του, με τη μορφή που ο ίδιος τα καθόρισε στα δικόγραφά του.
Στην απόφαση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Βασίλη Χαραλάμπους και Άλλων (2010) 1 ΑΑΔ 829, υποδείχθηκε ότι σε υποθέσεις τραπεζικού χρέους τα βασικά γεγονότα που χρήζουν απόδειξης, ώστε να επιτύχει η αξίωση είναι τρία. Ειδικότερα υποδείχθηκε ότι χρήζουν απόδειξης, (α) η σύναψη της σύμβασης δανείου ή χρηματοδότησης ή παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων, μαζί με τους όρους της, (β) η παράβαση όρου της σύμβασης, (γ) ο τερματισμός της σύμβασης και το οφειλόμενο υπόλοιπο.
Το επίπεδο απόδειξης των ισχυρισμών του εκάστοτε ενάγοντα βρίσκεται στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Η έννοια του ισοζυγίου των πιθανοτήτων έχει ερμηνευθεί νομολογιακά σε πολλές υποθέσεις. Σχετική είναι η απόφαση Μαρσέλ ν. Λαϊκής (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, όπου με αναφορά στις σχετικές αυθεντίες επί του θέματος, κρίθηκε ότι το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).
Επομένως, το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει το κατά πόσο η ενάγουσα απέδειξε τα βασικά γεγονότα που θεμελιώνουν την απαίτησή της, στον απαιτούμενο βαθμό, ώστε να δικαιούται σε απόφαση.
Μέσα από την ενώπιόν μου αξιόπιστη μαρτυρία προκύπτει ότι έχει αποδειχθεί η συνομολόγηση της επίδικής σύμβασης δανείου. Επίσης, έχει αποδειχθεί η εκταμίευση του συμφωνηθέντος ποσού δανείου προς τους εναγόμενους 1 και 2.
Κύριο σημείο διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων ήταν το κατά πόσο η κατάσταση λογαριασμού τεκμήριο 7 θα πρέπει να κριθεί ως αντίγραφο του τραπεζικού βιβλίου. Ο κ. Αβράαμ με παραπομπή στο άρθρο 22 του περί αποδείξεως Νόμου Κεφ.9 και σε σχετική νομολογία υποστήριξε ότι η κατατεθειμένη κατάσταση λογαριασμού συνιστά αντίγραφο του τραπεζικού βιβλίου.
Στον αντίποδα, η κα Ζίκκου, με παραπομπή στη νομοθεσία και στη νομολογία, εισηγήθηκε ότι στην υπό κρίση υπόθεση οι κατατεθειμένες καταστάσεις λογαριασμού δεν μπορούν να κριθούν ως αντίγραφο του τραπεζικού βιβλίου, καθότι το περιεχόμενό τους δεν είχε συγκριθεί με τις αρχικές καταχωρήσεις. Αιχμή του δόρατος της πιο πάνω επιχειρηματολογίας αποτέλεσε η πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Societe Genarale Cyprus Ltd v. Νίνος Χατζηρούσος ως παραλήπτης και διαχειριστής της περιουσίας Stone Heaven ( village houses) Ltd κ.ά. Αρ. Αγωγής 2425/08, ημερομηνίας 13.5.2014.
Στην υπό κρίση υπόθεση η αποδοχή και η αποδεικτική βαρύτητα των καταστάσεων λογαριασμών συνδέεται τόσο με την απόδειξη τυχόν οφειλόμενου πόσου όσου και με την τυχόν παράλειψη των εναγομένων 1 και 2 να καταβάλλουν κανονικά τις δόσεις τους.
Ευθύς εξ αρχής, σημειώνω ότι η απόφαση που επικαλέστηκε η πλευρά των εναγόμενων έχει ανατραπεί κατ’ έφεση και δεσμευτική είναι η εφετειακή κρίση στην υπόθεση Societe Generale Bank Cyprus Limited v. Χατζηρούσου και Άλλων, Πολιτική Έφεση 191/14, ημερομηνίας 11.7.22, ECLI:CY:AD:2022:D305. Επίσης, έχω υπόψη μου την αρχή ότι η απόδειξη των προϋποθέσεων του άρθρου 22 του περί αποδείξεως Νόμου δεν αποκλείει τον ενάγοντα από την παρουσίαση άλλης παρόμοιας ή όμοιας αξιόπιστης μαρτυρίας προς απόδειξη απαίτησής του, πέραν ή και εναλλακτικά του άρθρου 22, Κεφ.9. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση Αργυρού ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας – Λάρνακας – Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ, Πολιτική Έφεση 325/14, ημερομηνίας 7.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A135.
Με γνώμονα τα πιο πάνω στρέφομαι να εξετάσω το εγειρόμενο ζήτημα.
Στην υπό κρίση υπόθεση, μέσα από την ενώπιόν μου αξιόπιστη μαρτυρία προκύπτει ότι οι χρεοπιστώσεις καταχωρούνταν στο αρχείο ηλεκτρονικού υπολογιστή που αποτελούσε μέρος του τραπεζικού βιβλίου που διατηρούσε και είχε υπό τη φύλαξη της η ενάγουσα. Οι καταχωρίσεις στο βιβλίο γίνονταν κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της ενάγουσας. Οι δε καταστάσεις λογαριασμών που παρουσίασε η ΜΕ1 συγκρίθηκαν από την ίδια με τις αρχικές καταχωρίσεις στο τραπεζικά βιβλία και ήταν ορθές.
Τα πιο πάνω δεδομένα επαρκούν, ώστε η κατάσταση λογαριασμού τεκμήριο 7 να κριθεί ως αντίγραφο του Τραπεζικού Βιβλίου σύμφωνα με το άρθρο 22 του περί αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, αλλά και τη σχετική νομολογία. Ενδεικτικά παραπέμπω στην απόφαση Ιωαννίδης κ.ά ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, (2014) 1 ΑΑΔ 1491.
Σύμφωνα δε με τη πάγια πλέον νομολογία, η κατάθεση λογαριασμού, ο οποίος κρίνεται ως αντίγραφο του τραπεζικού βιβλίου, δυνάμει του άρθρου 22 του περί αποδείξεως νόμου, συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη του περιεχομένου του. Ενδεικτικά παραπέμπω στις αποφάσεις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 479, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Εφόρου Εταιρειών, ως προσωρινού εκκαθαριστή της εταιρείας Deme - Dairy Ltd κ.α, Πολιτική Έφεση Αρ. 246/2013, ημερομηνίας 11.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A523, Αργυρού κ.ά. v. B2Kapital Cyprus Ltd, Πολιτική Έφεση 172/15, ημερομηνίας 11.6.2025 και Τάνη κ.ά ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολιτική Έφεση 308/2016, ημερομηνίας 23.10.2025.
Περαιτέρω ως έχει κριθεί πρόσφατα από το εφετείο γενικές και αόριστες υποβολές κατά την ακρόαση δεν επαρκούν για την ανατροπή του πιο πάνω μαχητού τεκμηρίου. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση Κόκκινου κ.ά ν. Themis Portofolio Management Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση 386/2018, ημερομηνίας 30.10.2025. Σχετικής, επίσης, είναι και η απόφαση Alpha Bank Cyprus Ltd v. Ζαλούμη κ.ά Πολιτική Έφεση 149/13, ημερομηνίας 14.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:A123.
Επιπλέον, στην απόφαση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γιώργου Οικονόμου, (2014) 1 ΑΑΔ 2287, υποδείχθηκε πως, όταν ο εναγόμενος δεν αμφισβητεί συγκεκριμένες χρεώσεις του λογαριασμού, δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να υπεισέλθει σε λεπτομερή έλεγχο της απαίτησης και να προβεί σε λογιστικούς και μαθηματικούς υπολογισμούς ως προς το οφειλόμενο υπόλοιπο. Σχετική, επίσης, είναι και η απόφαση Φρουταρία το Πανέρι Λτδ κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Co Ltd, Πολιτική Έφεση 426/11, ημερομηνίας 29.11.2017.
Στην υπό κρίση υπόθεση οι υποβολές περί ύπαρξης παράνομων χρεώσεων ή επιβολής ποινικής ρήτρας ή παράνομου επιτοκίου, παρέμειναν απλώς αόριστες υποβολές χωρίς εξειδίκευση. Επομένως, δεν έχει ανατραπεί το μαχητό τεκμήριο που εγείρεται από το άρθρο 22 του περί αποδείξεως Νόμου κεφ. 9. Συνεπώς, έχει αποδειχθεί η ορθότητα του υπολοίπου που παρουσιάζει η εν λόγω κατάσταση. Περαιτέρω μέσα από την εν λόγω κατάσταση λογαριασμού προκύπτει ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 δεν κατέβαλλαν κανονικά τις δόσεις τους και ως εκ τούτου έχει αποδειχθεί και η παράβαση της σύμβασης εκ μέρους των εναγομένων 1 και 2.
Συνολικά μέσα από την κατάσταση λογαριασμού τεκμήριο 7, η οποία έχει κριθεί ως αντίγραφο του τραπεζικού βιβλίου έχει αποδειχθεί τόσο η παραβίαση των όρων της σύμβασης εκ μέρους των εναγόμενων 1 και 2 όσο και ύπαρξη χρεωστικού υπολοίπου.
Ως προς το σημερινό οφειλόμενο υπόλοιπο η ενάγουσα, ως είχε δικαίωμα, περιόρισε την αξίωσή της δια της κατάθεσης αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού, ήτοι του τεκμήριου 8 στη διαδικασία. Ως προς το δικαίωμα της ενάγουσας να περιορίσει την αξίωσή της προς όφελος των εναγομένων παραπέμπω στην απόφαση Λοφίτης v. Gordian Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση 304/2018, ημερομηνίας 19.1.2024. Άλλωστε, η κατάθεση αναδομημένων λογαριασμών αποτελεί μια νομολογιακά αναγνωρισμένη, πρακτική των τραπεζών με την οποία υποβοηθείται η προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης. Σχετικά παραπέμπω στις αποφάσεις Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238, Ματολής v. Societe Generale Bank - Cyprus Ltd Πολιτική Έφεση 362/19, ημερομηνίας 10.7.2024 και Τάνη κ.ά ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ ( ανωτέρω).
Στην υπό κρίση υπόθεση και η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, τεκμήριο 8, μπορεί να κριθεί ως αντίγραφο του τραπεζικού βιβλίου, αφού η ΜΕ1 για την ετοιμασία του ακολούθησε την ίδια ακριβώς μεθοδολογία που ακολούθησε αναφορικά με το τεκμήριο 7. Επομένως, ισχύουν mutandis mutandis τα όσα κρίθηκαν για το τεκμήριο 7. Μάλιστα ουδεμία χρέωση του τεκμήριου 8 αμφισβητήθηκε. Συνεπώς με το τεκμήριο 8 έχει απλώς περιοριστεί η αξίωση της ενάγουσας.
Η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των εναγομένων, ως αναπτύχθηκε στην αγόρευσή της, περί του ότι δεν αφαιρέθηκαν όλα τα ποσά, από το τεκμήριο 8, τα οποία προκύπτουν από λάθος της τράπεζας, δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Κατ’ αρχάς σημειώνω ότι δεν έχει προσδιοριστεί το ποια ήταν αυτά τα ποσά που δεν αφαιρέθηκαν. Εν πάση περιπτώσει, σημειώνω ότι το τεκμήριο 8 συνιστά αναδόμηση του λογαριασμού με την αφαίρεση συγκεκριμένων χρεώσεων. Ουδέποτε έγινε δεκτό από την ενάγουσα ότι οι χρεώσεις που αφαιρέθηκαν ήταν παράνομες, ή αντισυμβατικές ή αποτέλεσμα λάθους, ώστε η μη αφαίρεση όλων να έδιδε κάποιο έρεισμα προς συζήτηση. Επίσης, υπενθυμίζεται ότι η αναδόμηση του λογαριασμού είναι μια οικειοθελής πράξη της τράπεζας με την οποία περιορίζεται η αξίωση. Εφόσον, λοιπόν, έχει αποδειχθεί το μείζον, ήτοι το πλήρες οφειλόμενο ποσό ως η αρχική κατάσταση λογαριασμού, δεν μπορεί να κριθεί ότι δεν έχει αποδειχθεί το έλασσον, ήτοι η περιορισμένη απαίτηση. Συνεπώς, η εισήγηση της κας Ζίκκου δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Οι αναφορές της ME1 ως τέθηκαν στην κυρίως εξέταση της σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του τεκμήριου 8, επαρκούν για την απόδειξη του εμφανιζόμενου υπολοίπου. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Limited (2012) 1 ΑΑΔ 2059.
Συνεπώς, με το τεκμήριο 8, κρίνω ότι έχει αποδειχθεί το σημερινό οφειλόμενο υπόλοιπο, ως αυτό έχει οικειοθελώς περιοριστεί από την ενάγουσα.
Το μόνο στοιχείο που απομένει να αποδειχθεί για τυχόν επιτυχία της αξίωσης της ενάγουσας εναντίον των εναγόμενων 1 και 2 είναι ο τερματισμός της επίδικης σύμβασης δανείου. Σύμφωνα με τον όρο 12 της επίδικης σύμβασης δανείου, τεκμήριο 3, οποιαδήποτε ειδοποίηση θα μπορούσε να σταλεί στους εναγόμενους 1 και 2 με συνηθισμένο ταχυδρομείο στην τελευταία δοθείσα διεύθυνση. Η διεύθυνση που δόθηκε από τους εναγόμενους 1 και 2 στη σύμβαση δανείου είναι η ίδια με τη διεύθυνση αποστολής των επιστολών τεκμήρια 9 και 10. Επομένως, η τράπεζα έπραξε ό,τι είχε συμβατική υποχρέωση να πράξει.
Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της ΜΕ1 ότι στάλθηκαν οι επιστολές με απλό ταχυδρομείο και δεν επιστράφηκαν δεν έχει επί της ουσίας αμφισβητηθεί. Ειδικότερα αυτό που της υποβλήθηκε είναι ότι δεν παραλήφθηκαν. Όμως, η προβολή της θέσης ότι οι επιστολές δεν παραλήφθηκαν, δεν συνεπάγεται ότι αμφισβητείται το γεγονός ότι στάλθηκαν, αφού κάλλιστα κάποια επιστολή μπορεί να σταλεί, αλλά εν τέλει να μην παραληφθεί. Συνεπώς ο ισχυρισμός της ΜΕ1 ότι τόσο οι προειδοποιητικές όσο και οι επιστολές τερματισμού στάλθηκαν ως προνοεί η σύμβαση παρέμεινε αλώβητος. Περαιτέρω, οι επιστολές που στάλθηκαν δεν επιστράφηκαν, ως προκύπτει από τον φάκελο που τηρείται στην τράπεζα.
Προκύπτει, συνεπώς, ότι η ΜΕ1 κατέθεσε υπό μορφή τεκμήριων τόσο τη σύμβαση δανείου όσο και τις επίδικες επιστολές. Έθεσε επίσης ότι μέσα από τον φάκελο που τηρείται δεν προκύπτει να έχουν επιστραφεί ούτε τέθηκε μαρτυρία περί του αντιθέτου. Έτσι το γεγονός ότι δεν είχε η ΜΕ1 ανάμειξη στα πιο πάνω δεν επηρεάζει τη βαρύτητα που το δικαστήριο μπορεί να αποδώσει στους σχετικούς ισχυρισμούς. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση Κόκκινου κ.ά ν. Themis Portofolio Management Holdings Ltd Πολιτική Έφεση 336/2018, ημερομηνίας 31.3.2025 όπου επεξηγήθηκε πως στην περίπτωση κατ’ ισχυρισμόν τραπεζικού χρέους, η παρουσίαση ενώπιον του δικαστηρίου όλων των δεδομένων υπό μορφή εγγράφων/τεκμηρίων είναι αρκετή για να οδηγήσει στην έκδοση απόφασης προς όφελος του δανειστή χωρίς απαραιτήτως να χρειάζεται να καταδειχθεί για κάθε τι προσωπική γνώση ή ανάμειξη.
Τα πιο πάνω συνιστούν εκ πρώτης όψεως απόδειξη της παράδοσης των σχετικών επιστολών στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνονταν. Σχετικές είναι οι αποφάσεις, Theodorou ν. The Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 CLR 9, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Χαριλάου κ.ά (ανωτέρω) και Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Limited (ανωτέρω).
Το τεκμήριο δεν έχει ανατραπεί. Συνεπώς έχει αποδειχθεί και ο τερματισμός της σύμβασης για τους εναγόμενους 1 και 2.
Υπό το φως των πιο πάνω προκύπτει ότι η ενάγουσα απέσεισε το βάρος να αποδείξει όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αξίωσή της εναντίον των εναγομένων 1 και 2.
Παραμένει προς εξέταση το ζήτημα της αξίωσης εναντίον της εναγόμενης 3. Η εναγόμενη 3 ενάγεται υπό την ιδιότητα της ως ενυπόθηκος οφειλέτης. Σύμφωνα με τον όρο 4 του εγγράφου υποθήκης, τεκμήριο 4, σε περίπτωση που οποιοδήποτε ποσό καταστεί απαιτητό, o ενυπόθηκος οφειλέτης μαζί ή χωριστά με τον πρωτοφειλέτη, οφείλει να το εξοφλήσει. Σε περίπτωση που παραλείψουν να το πράξουν η συνεργατική είχε το δικαίωμα να προχωρήσει με εκποίηση του ενυπόθηκου ακίνητου και σε περίπτωση που παραμείνει οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό τόσο πρωτοφειλέτης όσο και ο ενυπόθηκος οφειλέτης υποχρεούνται να το εξοφλήσουν. Καθίσταται, λοιπόν, προφανές ότι η ενυπόθηκη οφειλέτης ανέλαβε τη συμβατική δέσμευση όπως σε περίπτωση που μετά την εκποίηση του ακινήτου της παραμείνει οφειλόμενο, να το εξοφλήσει αλληλέγγυα ή ξεχωριστά με τους εναγομένους 1 και 2.
Στην υπό κρίση υπόθεση το ενυπόθηκο ακίνητο εκποιήθηκε, το προϊόν που εισπράχθηκε από την πώληση πιστώθηκε έναντι του χρέους των εναγομένων 1 και 2 και η ενάγουσα αξιώνει το υπόλοιπο και από την εναγόμενη 3, ως ο όρος 4 του εγγράφου υποθήκης.
Στην υπεράσπισή τους οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι η επίδικη υποθήκη είναι παράνομη και άκυρη και καταρτίσθηκε κατά παράβαση των προνοιών του Νόμου 9/1965. Στην αγόρευσή της η ευπαίδευτη συνήγορος των εναγόμενων εισηγήθηκε ότι η επίδικη υποθήκη παραβιάζει το άρθρο 211(γ) του Νόμου το οποίο, κατά τη θέση της, ενσωματώνει την αρχή του Equity of Redemption. Παραπέμπει, επίσης, και στο άρθρο 5 του Νόμου 9/1965 για να ισχυριστεί πως η μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες της νομοθεσίας καθιστά άκυρη τη οποιαδήποτε υποθήκευση ακινήτου. Αποτέλεσε βασική θέση της συνηγόρου των εναγομένων, ότι οι όροι που προνοούν για πληρωμή εξόδων, δικαστικών εξόδων, δαπανών, δικηγορικών εξόδων, χαρτοσήμων, εξόδων ετοιμασίας και εκτέλεσης του εγγράφου καθιστούν την η επίδικη υποθήκη άκυρη. Ο λόγους που καθίσταται άκυρη η υποθήκη είναι επειδή τα εν λόγω ποσά δεν μπορούν, ανά πάσα στιγμή να υπολογιστούν και η αξίωσή τους δεν συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 21 του Νόμου 9/1965.
Το πρώτο ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι το κατά πόσο το δικαστήριο, υπό το φως των δικογραφημένων ισχυρισμών, μπορεί να εξετάσει τα εγειρόμενα με την αγόρευση ζητήματα.
Στο σημείο αυτό, κρίσιμο είναι να τονισθεί ότι σύμφωνα με τη Δ.19 θ. 13, αλλά και τη σχετική νομολογία, οι ισχυρισμοί που αφορούν παρανομία σε συμφωνία πρέπει να εγείρονται ειδικά στα δικόγραφα. Σχετικές επί του προκειμένου είναι οι αποφάσεις Αθηνοδώρου κ.ά. v. Κωνσταντίνου (2001) 1 Α.Α.Δ. 615, Ayia Napa Nissi Development Ltd κ.ά. v. Παπαμιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 549, Αντιγόνη Χρίστου v. S.D. Clinic Co Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 2039, Δημητρίου v. Συμεωνίδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1018 και Παπαπέτρου ν. Λαϊκή Φάκτορς Πολιτική Έφεση 180/2010, ημερομηνίας 20.2.2015.
Ιδίως στην υπόθεση Αyia Napa Nissi Development Ltd κ.ά. ν. Παπαμιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 549, 555, επεξηγήθηκαν τα ακόλουθα:
«Αναφορικά με την παρανομία, η Δ.19, θ. 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών προβλέπει ότι διάδικος, ο οποίος θέλει να εγείρει την παρανομία ως υπεράσπιση, πρέπει να αναφέρει στις έγγραφες προτάσεις του γεγονότα που να δεικνύουν την παρανομία.»
Στην υπό κρίση υπόθεση το ζήτημα της παρανομίας έχει τεθεί γενικά χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς γεγονότων αλλά ούτε και σε συγκεκριμένα άρθρα. Επομένως, το ζήτημα της παρανομίας δεν έχει τεθεί με τρόπο που να επιτρέπει την εξέταση των όσων εισηγούνται οι εναγόμενοι.
Εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Ειδικότερα το άρθρο 21 (γ) προνοεί τα ακόλουθα:
«εις την περίπτωσιν του ενυποθήκου οφειλέτου, σύμβασιν υποθήκης χαρτοσεσημασμένην συμφώνως ταις διατάξεσι του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου, εκθέτουσαν ότι εις πρώτην ζήτησιν ή κατά τινα ημερομηνίαν, καθωρισμένην ή δυναμένην να προσδιορισθή, ούτος επέχει υποχρέωσιν, τελούσαν υπό αίρεσιν ή απόλυτον τοιαύτην, όπως καταβάλη τω ενυποθήκω δανειστή χρηματικόν τι ποσόν, καθωρισμένον ή δυνάμενον να προσδιορισθή, ομού μετά τυχόν συμφωνηθέντος τόκου επί του ποσού τούτου ή μέρους αυτού, εις ποσοστόν καθωρισμένον ή δυνάμενον να προσδιορισθή δι’ αναφοράς εις οιονδήποτε έτερον ποσοστόν, και ομού μετά των εξόδων των διενεργουμένων εν περιπτώσει λήψεως νομίμων μέτρων προς είσπραξιν του ως είρηται ποσού και τόκου:
Νοείται ότι οσάκις συνιστάται υποθήκη προς εξασφάλισιν μελλούσης ή υπό αίρεσιν υποχρεώσεως, περιλαμβανομένης και υποχρεώσεως αφορώσης εις χρηματικόν τι ποσόν καταβλητέον διά δόσεων ή αφορώσης εις το υπόλοιπον τρέχοντος λογαριασμού, δέον όπως τυγχάνη καθορισμού το μέγιστον ποσόν της πιθανής υποχρεώσεως όπερ και θα λογίζηται ως το ποσόν προς εξασφάλισιν ούτινος συνιστάται η εν λόγω υποθήκη.»
Οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου εξετάστηκαν για πρώτη φορά στην υπόθεση Φελλάς κ.α. ν. Emporiki Bank-Cyprus Limited, Πολιτική Έφεση17/2013, 7.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:A111, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Είναι εμφανές από τις πρόνοιες της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης πως το ποσό για το οποίο παραχωρείται η υποθήκη πρέπει να είναι καθορισμένο ή να μπορεί να προσδιοριστεί, μαζί με τυχόν συμφωνηθέντες τόκους σε ποσοστό το οποίο είναι καθορισμένο ή μπορεί να προσδιοριστεί με αναφορά σε οποιοδήποτε άλλο ποσοστό, καθώς επίσης και των εξόδων που απαιτούνται σε περίπτωση λήψης νόμιμων μέτρων προς είσπραξη του ποσού της υποθήκης και του τόκου.»
Στην υπό κρίση υπόθεση, στον όρο 12 του τεκμήριου 4, καταγράφεται ότι το μέγιστο ποσό για το οποίο δεσμεύεται το επίδικο ακίνητο είναι το τελικό ποσό που θα εκκρεμεί την ημερά εκποίησης της υποθήκης, επιπλέον τον τόκο, περιθώριο, τόκο υπερημερίας, δικαιώματα παροχής υπηρεσιών και άλλα έξοδα που θα προκύψουν από την στιγμή της εγγραφής της υποθήκης. Συνεπώς, στο άρθρο 12 παρέχεται ο μηχανισμός για τον προσδιορισμό του μέγιστου ποσού για το οποίο δεσμεύεται το ενυπόθηκο ακίνητο. Επιπλέον, ο όρος 13 προσδιορίζει το επιτόκιο και τον τρόπο υπολογισμό του επιτοκίου που θα επιβαρύνετο η πιστωτική διευκόλυνση προς εξασφάλιση της οποίας συστάθηκε η επίδικη υποθήκη.
Εξάγεται, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι μέσα από τις πρόνοιες του εγγράφου υποθήκης, τεκμήριο 4, καθορίζεται το μέγιστο ποσό της υποχρέωσης του ενυπόθηκου οφειλέτη καθώς και το συνολικό επιβαλλόμενο επιτόκιο που ίσχυε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, το ύψος του οποίου μπορούσε να διαπιστωθεί και ελεγχθεί ανά πάσα στιγμή από την ενυπόθηκο οφειλέτη.
Συνεπώς, ως έχει κριθεί και στην υπόθεση Μαρία Μητσιγιώργη ν. Gordian Holdings Ltd Πολιτική Έφεση 287/2015, ημερομηνίας 12.6.2025, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αοριστία του ποσού που υπέχει υποχρέωση να καταβάλει ο ενυπόθηκος οφειλέτης ή των τόκων, και κατ' επέκταση για παραβίαση των προϋποθέσεων του άρθρου 21(1)(γ) του Ν. 9/1965. Σχετική επίσης είναι και η απόφαση Φελλάς κ.α. ν. Emporiki Bank-Cyprus Limited (ανωτέρω).
Ως προς το ετέρο σκέλος της επιχειρηματολογίας της ευπαίδευτης συνηγόρου των εναγομένων περί του επηρεασμού του εξ επιείκειας δικαιώματος του ενυπόθηκου οφειλέτη να εξοφλήσει την υποθήκη (equitable right of redemption) σημεώνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία δεν είναι όμοιο ζήτημα με τις προϋποθέσεις του προαναφερθέντος άρθρου 21(1)(γ) και θα πρέπει να αναδεικνύεται αυθύπαρκτα και ξεχωριστά. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση Κόκκινου κ.ά ν. Themis Portofolio Management Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση 386/2018, ημερομηνίας 30.10.2025. Το εν λόγω ζήτημα ούτε καν ακροθιγώς θίγεται στην υπεράσπιση των εναγομένων και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξεταστεί.
Όμως για σκοπούς πληρότητας σε σχέση με την έννοια του όρου παραπέμπω στο σύγγραμμα Snell's Equity 34η έκδοση, Sweet & Maxwell, 2020, part 7, chapter 38, para 38 -07, όπου καταγράφονται τα ακόλουθα:
«It is a settled rule of equity that any agreement which interferes with the mortgagor’s equitable right to redeem is ineffectual. The rule is an application of the principle “once a mortgage, always a mortgage”. Where a mortgage fixes a contractual date for redemption and then provides that the right shall not be exercised by the mortgagor for a substantial period thereafter, this is void as a fetter on the right to redeem. On the same basis, a provision to the effect that the right to redeem is exercisable only by particular persons or until the expiry of a particular period of time is ineffective. Such provisions are said to be void as “clogging the equity of redemption”. This doctrine applies to all types of mortgages, whether legal or equitable, or by way of floating charge or otherwise. While it has been criticised as “an appendix to our law which no longer serves a useful purpose and would be better excised”, the Privy Council has more recently accepted that it remains “an old-established but not obsolete doctrine of equity. »
Προκύπτει, συνεπώς, ότι το δόγμα του equity of redemption αφορά τις περιπτώσεις όπου στην υποθήκη τίθεται όρος με τον οποίο περιορίζεται το δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη να εξοφλήσει το χρέος για το οποίο συστάθηκε η υποθήκη.
Τέτοιο ζήτημα δεν έχει τεθεί στην υπό κρίση υπόθεση. Συνακόλουθα, και να μπορούσε να εξεταστεί δεν θα είχε επιτυχή κατάληξη.
Τέλος το γεγονός ότι η προειδοποιητική επιστολή και η επιστολή τερματισμού δεν στάλθηκε στη διεύθυνση της εναγόμενης 3 που καταγράφεται στο έγγραφο υποθήκης, αυτό δεν επηρεάζει την ευθύνη της. Η ευθύνη της εναγόμενης 3 πηγάζει από την σύσταση της εμπράγματης εξασφάλισης. Αφ’ ης στιγμής η σύμβαση μεταξύ ενάγουσας και πρωτοφειλέτη τερματίστηκε νομότυπα δεν έχει σημασία εάν δεν απευθύνθηκε σωστά η προειδοποιητική επιστολή ή η επιστολή τερματισμού του δανείου προς προς την ενυπόθηκο οφειλέτη. Ούτε έχει τεθεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί επηρεασμού των δικαιωμάτων ενυπόθηκου οφειλέτη. Συνεπώς βρίσκω ότι εφαρμόζονται κατ’ αναλογία τα όσα έχουν αποφασιστεί στις υποθέσεις Στάθης Μάτολης & Υιός Λτδ κ.ά ν. Societe – Generale Bank – Cyprus Ltd, Πολιτική Έφεση 183/2019, ημερομηνίας 25.2.2025 και Μουλαζίμη κ.ά ν. Themis Portofolio Management Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση 418/19, ημερομηνίας 22.5.2025.
Συνεπώς, καταλήγω ότι η ενάγουσα κατάφερε να αποδείξει την αξίωση της εναντίον της εναγόμενης 3 η οποία οφείλει να εξοφλήσει το υπόλοιπο αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τους εναγόμενους 1 και 2.
Κατάληξη
Συνεπακόλουθα της πιο πάνω κατάληξης μου εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον των εναγομένων 1,2 και 3 αλληλέγγυα ή ξεχωριστά για το ποσό των € 280,779.97, πλέον τόκο προς 6.25% ετησίως από 1.1.2025 μέχρι εξοφλήσεως του τόκο κεφαλαιοποιούμενου την 31Η Δεκεμβρίου εκάστου έτους.
Περαιτέρω τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της ενάγουσας και εναντίον των εναγομένων 1,2 και 3 αλληλέγγυα ή ξεχωριστά, ως αυτά υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο.
…………………………………….
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο