ANDREAS KAVALLARIS JEWELLERS LTD ν. N.H. VASSILIOU TRADING CO LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 3010/2010, 19/1/2018
print
Τίτλος:
ANDREAS KAVALLARIS JEWELLERS LTD ν. N.H. VASSILIOU TRADING CO LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 3010/2010, 19/1/2018
Παραπομπή:
ECLI:CY:EDLAR:2018:A12

ECLI:CY:EDLAR:2018:A12

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρήστου Γ. Φιλίππου, Α.Ε.Δ.

 

      Αρ. Αγωγής: 3010/2010

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ANDREAS KAVALLARIS JEWELLERS LTD

Ενάγουσας

και

 

1. N.H. VASSILIOU TRADING

2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

3. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΣΙΗΣ

4. N.G.D. GREAZIONI LTD

Εναγομένων 2,3 και 4

 

 

ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 30.03.2011

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ANDREAS KAVALLARIS JEWELLERS LTD

Ενάγουσας

και

 

1. N.H. VASSILIOU TRADING CO LTD

2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

3. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΣΙΗΣ

4. N.G.D. GREAZIONI LTD

         Εναγομένων 2, 3 και 4

 

Ημερομηνία:  19 Ιανουαρίου,  2018

 

Εμφανίσεις:

 

Για την Ενάγουσα: O κ. Ανδρέας Ζαχαρίου για  Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. 

Για τους Eναγόμενους 2,3 και 4: Ο κ. Κυριάκος Καρατσής με την κα Αντωνία Αργυρού για  N. Pirilides & Associates LLC

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΤΑ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ:

 

            Η Έκθεση Απαιτήσεως εδράζεται επί διαζευκτικών βάσεων αγωγής, φανερώνει ως γενεσιουργό αιτία για την έγερση της την από μέρους της Ενάγουσας μη τίμηση και πληρωμή αριθμού επιταγών συνολικού ποσού €246.364,95σ. (Λ.Κ.144.191,00) από την Εναγoμένη 1 εταιρεία που είχαν δοθεί στην Ενάγουσα προς εξόφληση χρέους που προέκυψε από εμπορική συνεργασία τους (αγορά εμπορευμάτων). Στους Εναγομένους 2 – 4 καταλογίζεται ότι, απατηλώς, δολίως, με ψευδείς παραστάσεις και συνωμοτώντας μεταξύ τους, εξαπάτησαν την Ενάγουσα  ώστε η Εναγομένη 1 να καταστεί αναξιόχρεη και να αποφύγει έτσι την τίμηση των εν λόγω επιταγών.

 

            Η αξίωση της Ενάγουσας, η οποία ασχολείται όπως και η Εναγομένη 1 με την εμπορία ειδών χρυσοχοΐας, αργυροχοΐας και πολύτιμων λίθων, αφορά υπόλοιπο εμπορευμάτων τα οποία η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι πώλησε και παρέδωσε στην Εναγομένη 1 και αφορά το συνολικό ποσό των €246.364,95σ.  Για το εν λόγω ποσό είναι ο ισχυρισμός της Ενάγουσας ότι η Εναγομένη 1 εξέδωσε αριθμό επιταγών για την αγορά εμπορευμάτων από αυτή,  οι οποίες παρέμειναν χωρίς να τιμηθούν και ως εκ τούτου η αξίωση της  εδράζεται και επί  των επιταγών αυτών.  Οι Εναγόμενοι 2 και 3 ενάγονται υπό την ιδιότητα τους ως διευθυντές της Εναγομένης 1 και η Εναγομένη 4 η οποία είναι εταιρεία συμφερόντων των Εναγομένων 2 και 3, υπό την ιδιότητα της ως η εταιρεία στην οποία μεταβιβάστηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της Εναγομένης 1 ως δρώσας οικονομικής μονάδας.  Καταλογίζεται στους Εναγομένους ότι εναλλάσσονταν ως διευθυντές και/ή αξιωματούχοι των Εναγομένων 1 και 4 δόλια και/ή για να εξαπατήσουν τους πιστωτές τους που ήταν, εν προκειμένω η Ενάγουσα.  Προβάλλονται στην Έκθεση Απαίτησης της Ενάγουσας ισχυρισμοί για τις σχέσεις και δοσοληψίες της με την Εναγομένη 1 όπως και για τη δομή της Εναγομένης 1 και ότι ακόμα αυτή μεταβιβάστηκε ως δρώσα οικονομική μονάδα στην Εναγομένη 4.  Παρέχονται επίσης λεπτομέρειες του δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή συνωμοσίας των Εναγομένων 2,3  για τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της Εναγομένης 1 στην Εναγομένη 4 με σκοπό την καταδολίευση της Ενάγουσας, για τούτο και η Ενάγουσα αξιώνει το ως άνω ποσό ως ειδικές αποζημιώσεις για ζημιά και/ή απώλεια την οποία έχει υποστεί λόγω της δόλιας μεταβίβασης της περιουσίας της Εναγομένης 1 με τη συνέργεια των Εναγομένων 2 και 3 στην Εναγομένη 4 η οποία αποσκοπούσε στην καταδολίευση της Ενάγουσας που ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, πιστωτής της Εναγομένης 1.

 

            Οι Εναγόμενοι 2, 3 και 4 καταχώρησαν κοινή υπεράσπιση όπου αρνούνται τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας και προβάλλουν τη δική τους εκδοχή σε σχέση με τα γεγονότα που χαρακτηρίζουν την υπόθεση. Αρνούνται ουσιαστικά ότι συνέργησαν με σκοπό την καταδολίευση της Ενάγουσας. Οι Εναγόμενοι παραδέχονται ότι η Εναγομένη 4 είναι εταιρεία συμφερόντων των Εναγομένων 2 και 3 υπό την ιδιότητα τους ως διευθυντές και/ή αξιωματούχοι της.  Παραδέχονται επίσης ότι η Εναγομένη 1 σε διάφορες ημερομηνίες εξέδωσε και παρέδωσε στην Ενάγουσα τις επιταγές που αναφέρονται στην Έκθεση Απαιτήσεως της, όμως αγνοούν και συνεπώς αρνούνται τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της Ενάγουσας της παρ. 4 ότι αυτές δόθηκαν για νόμιμο αντάλλαγμα και ισχυρίζονται ότι τις εργασίες και/ή συναλλαγές και/ή δοσοληψίες της Εναγομένης 1 διενεργούσε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ο αποβιώσας Νίκος Χατζηβασιλείου. Οι Εναγόμενοι 2 και 3 αρνούνται ότι εναλλάσσονταν ως Διοικητικοί Σύμβουλοι των Εναγομένων 1 και 4 επί σκοπού και προς βλάβη της Ενάγουσας ή οποιωνδήποτε πιστωτών της Εναγομένης 1.

 

Στην Απάντηση της η Ενάγουσα αρνείται τους ισχυρισμούς των Εναγομένων και επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς της Έκθεσης Απαίτησης της.

 

Το βασικό επομένως ζήτημα το οποίο καλούμαι να αποφασίσω με την παρούσα απόφαση μου είναι το κατά πόσο οι Εναγόμενοι 2 και 4 - εφόσον για τον Εναγόμενο 3 η αγωγή διεκόπη άνευ βλάβης των δικαιωμάτων των Εναγόντων πριν την επιφύλαξη της παρούσας απόφασης μου λόγω του εν των μεταξύ επισυμβάντος θανάτου του - εξαπάτησαν την Ενάγουσα, ως αυτή ισχυρίζεται με τις λεπτομέρειες που παρέθεσε στην Έκθεση Απαιτήσεως της στην παράγραφο 10 (α) – (γ). Θα πρέπει επομένως να τύχει εξέτασης και αξιολόγησης η μαρτυρία που αποσκοπούσε στο να αποσείσει η Ενάγουσα το βάρος απόδειξης  που είχε τόσο ως προς τις εμπορικές συναλλαγές που είχε με την Εναγομένη 1 για τις οποίες κατ’ ισχυρισμό εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές και των λεπτομερειών της απάτης, των ψευδών παραστάσεων και της συνωμοσίας προς εξαπάτηση της, αδικήματα τα οποία καταλογίζονται στους Εναγομένους.       

 

Η  ΜΑΡΤΥΡΙΑ:

 

            Πριν προχωρήσω με την σταχυολόγηση σημαντικών σημείων της μαρτυρίας θεωρώ σκόπιμο στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι προέκυψε από τη μαρτυρία αλλά και όπως ήταν οι σχετικές δηλώσεις που επιβεβαιώνονται και από το φάκελο της υπόθεσης ότι εναντίον της Εναγομένης 1, έχει ήδη εκδοθεί απόφαση  στις 5.12.2013 όταν η Εναγομένη 1 παρόλο ότι της επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα, παρέλειψε να εμφανιστεί στη διαδικασία, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα η πλευρά της Ενάγουσας να προχωρήσει με την απόδειξη της υπόθεσης της εναντίον της και την έκδοση εναντίον της απόφασης ως η αξίωση της στην Έκθεση Απαιτήσεως της. Την ημέρα που η υπόθεση είχε οριστεί για τελικές αγορεύσεις, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ενάγουσας  διέκοψε την αγωγή και εναντίον του Εναγομένου 3 καθώς αυτός είχε πρόσφατα αποβιώσει και δεν είχε οριστεί ακόμα διαχειριστής της περιουσίας του. Η Ενάγουσα επιφύλαξε το δικαίωμα της να καταχωρήσει νέα αγωγή εναντίον του διαχειριστή της περιουσίας του όταν τέτοια αίτηση διαχείρισης   καταχωρηθεί και οριστεί διαχειριστής. Επομένως η απόφαση αυτή αφορά μόνο τους Εναγομένους 2 και 4. 

 

Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας κατατέθηκαν εκ συμφώνου δύο ηλεκτρονικές έρευνες των φακέλων της Εναγομένης 1 εταιρείας N.H.VASSILIOU TRADING CO LIMITED που τηρούνται στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη με ημερομηνίες 23.07.2009 και 10.11.2014 το περιεχόμενο των οποίων δηλώθηκε ως παραδεκτό και σημειώθηκαν ως Τεκμ. 1 και 2 αντίστοιχα. Στο Τεκμ. 1 φαίνονται τα στοιχεία της Εναγομένης 1 περιλαμβανομένων των αξιωματούχων της από της σύστασης της μέχρι την 20.03.2009. Στο Τεκμ. 2 φαίνεται το ιστορικό των αξιωματούχων κ.λπ. της Εναγομένης 1 μέχρι την ημερομηνία που κατατέθηκαν ήτοι την 14.10.2015. Παραθέτω αυτούσια όσα δηλώθηκαν εκ συμφώνου και αντικατοπτρίζουν κατ’ ουσία το περιεχόμενο των πιο πάνω  τεκμηρίων:

 

«Απλώς για καλύτερη κατανόηση του Δικαστηρίου να αναφέρουμε ότι από τη σύσταση της εναγόμενης 1 εταιρείας, δηλαδή από τις 19.4.90 διευθυντές της εταιρείας που μας αφορά ήταν ο Νίκος Χ” Βασιλείου και Θεονίτσα Χ” Βασιλείου οι οποίοι απεχώρησαν την 28.6.05.  Την 23.6.05 διορίστηκε ως διευθυντής της εναγόμενης 1 ο κ. Γεώργιος Χ” Βασιλείου, εναγόμενος 2, ο οποίος και αποχώρησε την 2.1.06.  Την 2.1.06 διορίστηκε διευθυντής της εναγομένης 1 εταιρείας ο κ. Γεώργιος Κατσιής, εναγόμενος 3 στην αγωγή, ο οποίος αποχώρησε την 4.5.10.  Ο γραμματέας της εταιρείας από της ιδρύσεως της ήταν ο κ. Νίκος Χ” Βασιλείου μέχρι 28.6.05 οπόταν και αντικαταστάθηκε από τον κ. Νεόφυτο Κάνια.  Ο κ. Νεόφυτος Κάνιας αποχώρησε από γραμματέας της εναγόμενης 1 εταιρείας στις 18.10.10 διά της αντικατάστασής του από τον Γεώργιο Κατσιή, εναγόμενο 3, ο οποίος παραμένει μέχρι σήμερα.  Κατά τη δραστηριοποίηση της εταιρείας οι αρχικοί μέτοχοι ήταν η Θεονίτσα Χ” Βασιλείου με 1.000 μετοχές και ο Νίκος Χ” Βασιλείου με 1.000 μετοχές.  Την 28.6.05 ο Γεώργιος Χ” Βασιλείου, εναγόμενος 2, απέκτησε 1.000 μετοχές της Θεονίτσας Χ” Βασιλείου και 999 του Νίκου Χ” Βασιλείου με αποτέλεσμα να είναι μέτοχος 1.999 μετοχών της εναγόμενης 1 και κάτοχος μιας (1) μετοχής ο κ. Νίκος Χ” Βασιλείου, καθεστώς το οποίο ίσχυε μέχρι την 10.11.14 που είναι το Τεκμήριο 2.»

 

            Από πλευράς της Ενάγουσας κατάθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ο κ. Ηρακλής Φιλιππίδης (Μ.Ε.1), ο κ. Ανδρέας Ανδρέου  Καβαλλάρης (Μ.Ε.2), η κα Φωτούλα Κυριάκου (Μ.Ε.3), η κα Ευαγγελία Ελπιδώρου (Μ.Ε.4) και ο κ. Γεώργιος Π. Καϊμακλιώτης (Μ.Ε.5). Από πλευράς Εναγομένων κατάθεσε η κα Θεονίτσα Χατζηβασιλείου (Μ.Υ.). Κατατέθηκαν κατά την παράθεση της μαρτυρίας 23 έγγραφα ως τεκμήρια και δηλώθηκαν διάφορα άλλα παραδεκτά γεγονότα τα οποία θα καταγράψω στη συνέχεια στο κατάλληλο σημείο.

 

            Ο κ. Ηρακλής Φιλιππίδης (Μ.Ε.1), δήλωσε ότι είναι υπάλληλος της Ελληνικής Τράπεζας όπου η Εναγομένη 1 τηρούσε λογαριασμό παρατραβήγματος (overdraft account). Ήταν από αυτόν τον λογαριασμό που η Εναγομένη 1 εξέδωσε τις επίδικες επιταγές. Η μαρτυρία του ουσιαστικά αποσκοπούσε στο να αναφερθεί στους λόγους ανάκλησης των επίδικων επιταγών (φωτοαντίγραφα των οποίων κατάθεσε ως Τεκμ. 3),  εφόσον τα πρωτότυπα τους είναι ήδη εντός του φακέλου επισυναπτόμενα σε ένορκη δήλωση του κ. Ανδρέα Καβαλλάρη με ημερομηνία 3.12.2013 όπως δηλώθηκε και έγινε αποδεκτό. Η ανάκληση των επιταγών, όπως εξήγησε, γινόταν κάθε φορά από τον κ. Νίκο Χ¨ Βασιλείου ο οποίος ήταν και το μοναδικό πρόσωπο που εδικαιούτο στην υπογραφή τους όπως και για τον επίδικο λογαριασμό.  Ανέφερε ποιες από αυτές τις επιταγές είχε ανακαλέσει ο ως άνω εν ζωή. Μετά που αυτός απεβίωσε στις 19.12.2005,  γεγονός για το οποίο είχαν πληροφορηθεί στην Τράπεζα, κάποιες από αυτές τις επιταγές επιστράφηκαν λόγω του θανάτου του κ. Ν. Χ¨ Βασιλείου ως είναι η πρακτική της τράπεζας και ακολούθως οι υπόλοιπες επιστράφηκαν ως απλήρωτες επειδή είχαν κλείσει  στο μεταξύ τον λογαριασμό από τον οποίο εκδόθηκαν. Ανέφερε ότι ο λόγος για τη μη τίμηση τους αναγράφεται επί του σώματος κάθε μιας από τις επιταγές. Ανέφερε ότι ο λογαριασμός παρατραβήγματος ήταν για το ποσό των Λ.Κ.80.000,00 σύμφωνα με το Τεκμ. 4, το οποίο είχαν υπογράψει ο Ν. Χ¨ Βασιλείου και η  κα Θεονίτσα Χ¨ Βασιλείου, από τον οποίον εκδίδονταν οι επίδικες επιταγές. Κατά το χρόνο που ο λογαριασμός αυτός έκλεισε  στις 13.02.2006 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο πέραν του ορίου του ήτοι Λ.Κ.88.474,62σ. Ανέφερε ότι έγινε νέα συμφωνία τραπεζικών διευκολύνσεων επ’ ονόματι της  Εναγόμενης 4 (Τεκμ. 5) και ότι οι προηγούμενες εξασφαλίσεις της Εναγομένης 1 προς την Τράπεζα μεταφέρθηκαν στην Εναγόμενη 4. Την εν λόγω συμφωνία υπέγραψε εκ μέρους της Εναγόμενης 4 η κα Θεονίτσα Χ¨ Βασιλείου. Με τη διευθέτηση αυτή έκλεισε ο λογαριασμός της Εναγομένης 1. Κατά την αντεξέταση του ο μάρτυς εξήγησε ότι όσο ζούσε ο Νίκος Χ¨ Βασιλείου η τράπεζα ήταν μόνο με αυτόν που είχε επαφή και δεν είχαν καμιά επικοινωνία με τους Εναγομένους 2 και 3. Εξήγησε ακόμα ότι σε όλες  τις περιπτώσεις όπου ανακλήθηκαν οι επιταγές από τον Ν. Χ¨ Βασιλείου, ως λόγος προβαλλόταν η «αθέτηση συμφωνίας» όπως φαίνεται και στα σχετικά έντυπα - δικαιολογητικά  (Τεκμ. 6). Εξήγησε στη συνέχεια ότι ο επίδικος λογαριασμός παρουσίαζε υπέρβαση και όταν ρωτήθηκε για συγκεκριμένες ημερομηνίες που θα έπρεπε να τιμηθούν επίδικες επιταγές, ανέφερε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα αυτές να τιμηθούν καθώς δεν υπήρχαν επαρκή υπόλοιπα στον επίδικο λογαριασμό. Σε ερώτηση ποιος παρουσιάζεται ως δικαιούχος, ανέφερε ότι σε κάποιες  είναι η εταιρεία Aνδρέας Καβαλλάρης  Ltd και σε κάποιες ο Ανδρέας Καβαλλάρης. Επανέλαβε ότι οι λογαριασμοί και οι υποχρεώσεις της Εναγομένης 1 μεταφέρθηκαν στην Εναγομένη 4. Συγκεκριμένα στο Τεκμ. 7 το οποίο  υποδείχθηκε στον μάρτυρα από τον ευπαίδευτο συνήγορο Υπεράσπισης, που είναι επιστολή της Ελληνικής Τράπεζας με ημερομηνία 18.05.2010 και απευθύνεται στην Εναγομένη 1 γίνεται η ακόλουθη αναφορά: «Με την παρούσα επιστολή σας διαβεβαιώνουμε ότι κατόπιν δικών σας οδηγιών τα δάνεια αρ.214-31-136977-02, 214-31-136977-03 με ποσά εξόφλησης Λ.Κ.70.557,82σ. και Λ.Κ.60.103,16 αντίστοιχα, καθώς και το όριο – παρατραβήγματος με αρ. 214-01-136977-01, με ποσό εξόφλησης Λ.Κ.88.474,62σ. που ήταν καταχωρημένα στο όνομα σας έχουν εξοφληθεί πλήρως στις 13.02.2006 μέσω καινούργιου δανείου που παραχωρήθηκε προς όφελος της εταιρείας N.G.D. Creazioni Limited».

           

            Ο κ. Ανδρέας Ανδρέου Καβαλλάρης (Μ.Ε.2), είναι ο διευθυντής της Ενάγουσας. Η γραπτή του δήλωση σημειώθηκε ως Έγγραφο Α.  Εξήγησε με τι ασχολείται η Ενάγουσα και την εμπορική σχέση που είχαν αναπτύξει με την Εναγομένη 1. Ισχυρίστηκε ότι οι εναγόμενοι 2 και 3 κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Διευθυντές και/ή αξιωματούχοι της Εναγομένης 1 και εναλλάσσονταν στους ρόλους τους δόλια για να τους εξαπατήσουν ως πιστωτές τους. Ο μάρτυς περιέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης κατά τον ίδιο τρόπο όπως αυτά δικογραφούνται στην Έκθεση Απαιτήσεως, αποδίδοντας στους Εναγομένους δόλια συμπεριφορά, ψευδείς παραστάσεις και συνωμοσία με σκοπό την καταδολίευση της Ενάγουσας. Αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς ήταν να υποστεί η Ενάγουσα ζημιά ίση με το ποσό που αξιώνει με την αγωγή της με τις διαζευκτικές βάσεις αγωγής που προβάλλει.

 

Κατά την αντεξέταση του ο μάρτυς ανέφερε ότι η εμπορική συνεργασία της Ενάγουσας,  της οποίας είναι ο μοναδικός διευθυντής, με την Εναγομένη 1 είχε ξεκινήσει πριν από το 2000, χωρίς να θυμάται πότε ακριβώς, και ότι στην αρχή δεν είχαν προβλήματα στις δοσοληψίες τους. Την Εναγομένη 1 την εκπροσωπούσαν κατά πρώτον λόγο ο Νίκος Χατζηβασιλείου και δευτερευόντως η κα Θεονίτσα Χ¨ Βασιλείου η οποία εξέφραζε άποψη κατά την επιλογή των εμπορευμάτων που τους προμήθευε. Ο μάρτυς παραδέχθηκε ότι δεν είχε κατά τη διάρκεια της εμπορικής τους σχέσης με την Εναγομένη 1 οποιαδήποτε επαφή είτε με τον Εναγόμενο 2 είτε με τον Εναγόμενο 3. Παραδέχθηκε επίσης ότι ουδέποτε η Ενάγουσα είχε οποιανδήποτε συνεργασία ή συναλλαγή με την Εναγομένη 4. Διερωτήθηκε σε σχετική υποβολή ότι δεν μπορούσε η Εναγομένη 4 να ήταν μέρος συνωμοσίας όταν εκδίδονταν οι επιταγές καθώς δεν είχε συσταθεί ακόμα τότε - συστάθηκε μόλις την 30.12.2005 - γιατί έγινε η μεταβίβαση των εργασιών της Εναγομένης 1 στην Εναγομένη 4. Απέδωσε την καθυστέρηση στην λήψη δικαστικών μέτρων όπου η τελευταία από τις επιταγές θα έπρεπε να είχε πληρωθεί την 30.12.2006 μέχρι και την έγερση της παρούσας αγωγής την 2.11.2010  σε αλλαγή  των δικηγόρων τους. Ο μάρτυς ισχυρίστηκε ότι είχε έρθει σε επαφή με την κα Θεονίτσα Χ¨ Βασιλείου μετά τον θάνατο του συζύγου της  για διευθέτηση της οφειλής προς την Ενάγουσα, αναφέροντας μάλιστα κάποιες συγκεκριμένες λεπτομέρειες των συζητήσεων που έγιναν με σκοπό τη διευθέτηση του χρέους της Εναγομένης 1. Ήλπιζε ότι η Εναγομένη 1 θα επέστρεφε εμπορεύματα και θα πλήρωναν. Απέδωσε στους Εναγομένους ενέργειες που αποσκοπούσαν στην καταδολίευση της Ενάγουσας και τη μη πληρωμή του χρέους της Εναγομένης 1 προς την Ενάγουσα. Διευκρίνισε ότι λέγοντας ότι η Εναγομένη 1 προέβη σε «προνομιούχες πληρωμές» σε πιστωτές της, εννοεί ότι η ίδια επέλεξε να πληρώσει «φίλους και συναδέλφους τους» και αυτό  το γνώριζε από πληροφόρηση  που είχε από συναδέλφους του. Απέδωσε προσωπική ευθύνη για την εν λόγω μεθόδευση στον Εναγόμενο 3 και στην κα Θεονίτσα Χ¨ Βασιλείου η οποία και λάμβανε τις αποφάσεις. Επέμεινε στους ισχυρισμούς της Ενάγουσας περί εναλλαγής των Εναγομένων 2 και 3 χωρίς όμως να απαντήσει σε υποβολή ότι αυτά που ισχυρίζεται δεν συνάδουν με το Πιστοποιητικό του Εφόρου Εταιρειών (Τεκμ. 1) και με την πραγματικότητα. Όταν ισχυρίστηκε ότι όχλησαν τους εναγομένους εννοούσε την κα Θεονίτσα Χ¨ Βασιλείου και όχι οποιονδήποτε από τους Εναγομένους. Η μη συμπερίληψη της κας Θεονίτσας Χ¨ Βασιλείου ως εναγομένης ήταν ζήτημα που πρέπει να απασχόλησε τους δικηγόρους του.        

 

            Η κα Φωτούλλα Κυριάκου (Μ.Ε.3), είναι λειτουργός στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων στο  Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού. Η μάρτυς  κατάθεσε τις φορολογικές δηλώσεις της Εναγομένης 4 για τα έτη 2006 και 2007 ως Τεκμ. 8 και 9 αντίστοιχα.  Τις Οικονομικές Καταστάσεις για την ίδια περίοδο υπέθεσε ότι θα τις τηρεί ο λογιστής της εταιρείας.  Η μάρτυς δεν ήταν σε θέση να απαντήσει κατά την αντεξέταση της στη μοναδική ερώτηση που της υποβλήθηκε αν γνώριζε από πότε η Εναγομένη 4 υπάρχει ως νομική οντότητα.

 

            Η κα Ευαγγελία Ελπιδώρου (Μ.Ε.4), εργάζεται ως Λογίστρια στην Ελεγκτική - Λογιστική Εταιρεία KPΜG  της οποίας η Εναγομένη 4 είναι πελάτης. Είχε ετοιμάσει την κίνηση του λογαριασμού  συμβούλου αυτής της εταιρείας μέχρι 31.12.2006 (Τεκμ. 10), ο οποίος παρουσιάζει υπόλοιπο Λ.Κ.214.366,49σ. και εξήγησε ότι σε τέτοιου είδους λογαριασμούς γίνονται πληρωμές ή αναλήψεις χρημάτων από τον σύμβουλο προς και από την εταιρεία και εν προκειμένω έγιναν από την κα Θεονίτσα Χ¨ Βασιλείου από την οποία προήλθαν τα κεφάλαια αυτά από την πώληση προσωπικής της περιουσίας, όπως φαίνεται και στη Δήλωση Διάθεσης Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Τεκμ. 14).  Παρουσίασε την κίνηση  αγορών της Εναγομένης 4 μέχρι την 31.12.2006 (Τεκμ. 11) και το υπόλοιπο των αποθεμάτων της (Τεκμ. 12). Είχε επίσης στην κατοχή της αντίγραφα των τιμολογίων αγορών εμπορευμάτων από την Εναγομένη 1 τα οποία κατάθεσε ως Τεκμ. 13 (α) και (β). Εξήγησε ότι η αγορά αυτή της Εναγομένης 4, η οποία έγινε από την Εναγομένη 1, φαίνεται να έγινε μέσω τράπεζας με την ανάληψη δανείων. Δόθηκε δηλαδή δάνειο στην Εναγομένη 4 και τα λεφτά χρησιμοποιήθηκαν για εξόφληση δανείου της Εναγομένης 1, πράξεις που φαίνονται στο Τεκμ.15 και που επιβεβαιώνουν σε συνδυασμό ότι η Εναγομένη 4 ανέλαβε τα εμπορεύματα, δηλαδή τα περιουσιακά στοιχεία της Εναγομένης 1.

 

            Κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι η Εναγομένη 4 ιδρύθηκε την 30.12.2005 και κατάθεσε ως Τεκμ. 16 την Έκθεση και Οικονομικές Καταστάσεις της Εναγομένης 4 από 30.12.2005 – 31.12.2006. Σε ερώτηση σε σχέση με τον Λογαριασμό Αποθεμάτων (Τεκμ. 12), ο οποίος παρουσιάζει ως αξία αυτών των εμπορευμάτων το ποσό των Λ.Κ. 334.043,00 το τέλος του 2006 και κατά πόσο ελέγχθηκαν τα αποθέματα της, απάντησε αρνητικά καθώς δεν έγινε σχετικός έλεγχος και γι’ αυτό γίνεται αναφορά στην έκθεση τους ότι δεν είχαν παρευρεθεί στην καταμέτρηση.  Σημαντικό σημείο της μαρτυρίας της είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέταση της το οποίο φανερώνει ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν ακολουθήθηκε η τυπική διαδικασία που ακολουθείται για μεταβίβαση δρώσας οικονομικής μονάδας:

 

«Ε. Γνωρίζετε να μας πείτε, κατά πόσο πέραν των υποχρεώσεων, ανάλαβε και τον κύκλο εργασιών της Eναγομένης 1 η Εναγόμενη 4;

A.    Όχι, δεν η Εναγόμενη 4. Δεν ανάλαβε τον κύκλο εργασιών η Εναγόμενη 4, της  Εναγόμενης 1.

Ε.    Πως το γνωρίζετε ότι δεν ανέλαβε τον κύκλο εργασιών;

Α.    Για να γίνει ανάληψη κύκλου εργασιών, ετοιμάζεται ειδικό έντυπο και υποβάλλεις αίτηση στο Φ.Π.Α., όπου λέεις ότι αναλαμβάνεις τις εργασίες μιας άλλης εταιρείας και δεν επιβάλλεται Φ.Π.Α. Στην περίπτωση αυτή, είχαμε καθαρά τιμολόγια αγορών με Φ.Π.Α.»

 

Για το ίδιο πιο πάνω θέμα κατά την επανεξέταση της απάντησε ως ακολούθως σε σχετική ερώτηση:

 

«Ε. … όταν μας είπατε ότι δεν ανελήφθησαν οι εργασίες της εναγομένης, εννοείτε με βάση την αγορά των εμπορευμάτων που έγιναν, είναι σε εκείνη τη συναλλαγή που αναφέρεστε αντιλαμβάνομαι;

A.    Ναι.»

 

 Και στη συνέχεια της αντεξέτασης της η ακόλουθη αναφορά:

 

«Ε. Όταν μας είπετε για ανάληψη υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1 από την Εναγόμενη 4, γνωρίζετε να μας πείτε κατά πόσο μέσα σε αυτές τις υποχρεώσεις, υπήρχε οποιαδήποτε υποχρέωση προς κάποια εταιρεία Ανδρέας Καβαλλάρης Ltd, τους Ενάγοντες, είχατε δει τέτοιου είδους υποχρέωση να αναφέρεται οπουδήποτε;

Α.    Όχι.»

           

            Ο κ. Γεώργιος Π. Καϊμακλιώτης (Μ.Ε.5), είναι  Εγκεκριμένος Λογιστής - Ελεγκτής και είχε ως πελάτη του την Ενάγουσα Εταιρεία από της σύστασης της. Γνωρίζει για την αξίωση της Ενάγουσας εναντίον των Εναγομένων που αφορούσε κάποιες επιταγές.  Αναγνώρισε τις επίδικες επιταγές  του Τεκμ. 3 τις οποίες τις περνούσαν, όπως ανέφερε, στα λογιστικά βιβλία της Ενάγουσας ως ανεξόφλητες καθώς επιστράφηκαν πίσω από την τράπεζα στην οποία παρουσιάστηκαν.  Υπό την ιδιότητα του ως Λογιστής και διαβάζοντας τεκμήρια που του υποδείχθηκαν ανέφερε ότι η Εναγομένη 1 εταιρεία εξέδωσε τα τιμολόγια [Τεκμ. 13 (α) και (β)] γιατί πώλησε τα εμπορικά της αποθέματα χρυσού που αποτελούσε το κύριο αντικείμενο εργασίας της εταιρείας στην  Εναγομένη 4 και ήρθε στη συνέχεια και καταχώρησε την εν λόγω πώληση στα λογιστικά της βιβλία όπως φαίνεται στο Τεκμ. 11 που είναι αντίγραφο των λογιστικών βιβλίων της εταιρείας. Η μαρτυρία του αποσκοπούσε περαιτέρω στην επιβεβαίωση της ύπαρξης του χρέους στη βάση όχι μόνο των επιταγών, αλλά και στη βάση του χρέους που είχε η Εναγομένη 1 προς την Ενάγουσα για αγορές εμπορευμάτων. Επεξήγησε τον τρόπο που ενήργησαν οι Εναγόμενοι για τη μεταφορά όλων των στοιχείων του ενεργητικού και των περιουσιακών  στοιχείων της Εναγομένης 1, τις εργασίες της, τη φήμη και πελατεία της στην Εναγομένη 4. Ο μάρτυς ανέφερε χαρακτηριστικά  τα ακόλουθα σε σχετικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν:

 

«E.       Δέστε και τα Τεκμήρια 4 και 5 και πέστε μας και με βάση αυτά ποιο είναι το πόρισμα σας ή η θέση σας σαν ελεγκτής δηλαδή για τη σχέση αυτών των 2 εταιριών;

 A.        Φαίνεται στο Τεκμήριο 4 πως ότι τραπεζικές διευκολύνσεις ή παραχωρήσεις είχε η πρώτη εταιρεία τις μετέφερε μέσω της τράπεζας εις την δεύτερη εταιρεία εις την N.G.D. GREAZIONI LTD.

 E.        Για σας αυτή η πράξη που βλέπετε τι υποδηλοί; Τι δείχνει;

 A.        Σε συνδυασμό με τις προηγούμενες αναφορές που είχαμε κάνει με την πώληση των αποθεμάτων του Τεκμηρίου 11 δείχνει ξεκάθαρα ότι πρόκειται για μεταβίβαση δρώσας οικονομικής μονάδας, μεταφέρθηκαν όλες οι δραστηριότητες της πρώτης εταιρείας στη δεύτερη εταιρεία, ουσιαστικά τα αποθέματα και οι τραπεζικές διευκολύνσεις.

 E.        Το γεγονός ότι αυτό έγινε με την έκδοση τιμολογίων και όχι με άλλο τρόπο που δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος τρόπος, μπορείτε να μας το εξηγήσετε;

 A.        Ο ενδεδειγμένος τρόπος όσον αφορά τον Έφορο Φ.Π.Α είναι να γίνει μεταβίβαση με το έντυπο Φ.Π.Α 103, γίνεται μεταβίβαση λειτουργούσας επιχείρησης και μεταβιβάζονται όλα τα δικαιώματα από τη μια εταιρεία στην άλλη εταιρεία. Αντί αυτού φαίνεται ότι η πρώτη εταιρεία για λόγους που αφήνουν υπονοούμενα εξέδωσε τιμολόγιο πώλησης ως να ήταν μια τελείως ξένη πράξη σε τρίτους. Τιμολόγιο πώλησης εκδίδεις όταν πουλάς αγαθά σε ξένο, εδώ επειδή έγινε ουσιαστικά μεταβίβαση δρώσας οικονομικής μονάδας κανονικά δεν χρειαζόταν ούτε τιμολόγιο να εκδοθεί, γίνεται μεταβίβαση λειτουργούσας επιχείρησης και μπαίνει η μια εταιρεία στα παπούτσια της άλλης. Οι λόγοι που έγιναν αυτά αφήνουν υπονοούμενα...

 E.        Τι υπονοούμενα;

 A.        Ίσως επιχειρήσουν με κάποιο τρόπο να απογυμνώσουν την εταιρεία από περιουσιακά στοιχεία για να μην μπορούν να πληρώσουν τις επιταγές οι οποίες δεν είχαν αντίκρισμα διότι ενώ υπήρχε αντίκρισμα, υπήρχαν αποθέματα, με την πώληση των αποθεμάτων η εταιρεία απογυμνώνεται από περιουσιακά στοιχεία και έτσι δεν έχει αντικείμενο ο πελάτης μου Ανδρέας Καβαλλάρης να εισπράξει το λαβείν του.»

 

 

Κατά την αντεξέταση του ο μάρτυς επέμεινε ότι η μεταβίβαση που έγινε των περιουσιακών στοιχείων της μιας εταιρείας στην άλλη χαρακτηρίζονται κατά τον ίδιο ως δόλιες.

 

Στη συνέχεια κατά την αντεξέταση του προέκυψαν τα ακόλουθα τα οποία καταγράφω αυτούσια λόγω της σημασίας τους:

 

«E.       Ξέρετε κατά πόσο η Εναγόμενη 1 διεξάγει εργασίες σήμερα;

 A.        Η N.H. VASILIOU TRADING CO LTD απ' ότι γνωρίζω μεταβίβασε τις δραστηριότητες της με δόλιο τρόπο στη δεύτερη εταιρεία.

 E.        Πώς το γνωρίζετε ότι είναι με δόλιο τρόπο; Εξηγήστε μας αυτόν τον δόλιο τρόπο γιατί δεν το αντιλαμβάνομαι;

 A.        Είναι ηλίου φαεινότερο, όταν ένας χρωστά 143 000 λίρες, αγόρασε εμπορεύματα, η πρώτη πράξη, πώληση εμπορευμάτων από την Αndreas Kavallaris Jewellers Ltd προς την N.H. VASILIOU TRADING CO LTD, η N.H. VASILIOU TRADING CO LTD έδωσε επιταγές στον πελάτη μας, ο πελάτης μας στις ημερομηνίες που λέει, διότι οι επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες, κατατίθενται στην τράπεζα, δεν εξαργυρώνονται, σημαίνει έρχεται η N.H. VASILIOU TRADING CO LTD διαλύει την εταιρεία και μεταβιβάζει τα περιουσιακά της στοιχεία στην άλλη εταιρεία ‑‑

 E.        Διαλύει την εταιρεία;

 A.        Απογύμνωσε την από όλα της τα περιουσιακά στοιχεία, είναι άνευ αντικειμένου όταν δεν έχει κοσμήματα να πωλήσει, δεν έχει τραπεζικές διευκολύνσεις, μεταβίβασε τις τραπεζικές διευκολύνσεις στη νέα εταιρεία.

Ε.        Το ότι είναι μεταχρονολογημένες;

A.         Όπως φαίνεται από το Τεκμήριο 4 και το Τεκμήριο 5 της Ελληνικής Τράπεζας με την έγκριση των διευκολύνσεων της νέας εταιρείας εξοφλούνται όλες οι υποχρεώσεις της πρώτης εταιρείας, είναι κλείσιμο της παλαιάς και άνοιγμα δεύτερης εταιρείας.» 

 

Ο μάρτυς εξέφρασε την άποψη του ότι δικαιούχος των επιταγών ήταν η εταιρεία Andreas Kavallaris Jewellers Ltd η οποία από κεκτημένη ταχύτητα του εκδότη, κάτι που συνηθίζεται στον εμπορικό κόσμο, παρέλειπε να αναγράφει επ’ αυτής και τη λέξη Jewellers. Δικαιούχος, ανέφερε, ήταν η πιο πάνω εταιρεία εφόσον δεν ήταν προσωπική η επιχείρηση. Στη συνέχεια σχολίασε την αναφορά στο Τεκμ. 6 που είναι ένα εσωτερικό παραστατικό της Τράπεζας στην οποία τηρείτο ο λογαριασμός της Εναγομένης 1 περί «αθέτησης της συμφωνίας» ως λόγου που έγινε stop payment η επιταγή αυτή όπως και άλλες, αναφέροντας ότι δεν γνώριζε γιατί είχε δοθεί αυτή η δικαιολογία. Δεν μπορούσε να γνωρίζει αν υπήρχαν επαρκή κεφάλαια στον εν λόγω λογαριασμό για κάλυψη του ποσού όλων των επιταγών. Εξήγησε εκ νέου τι εννοεί με τη έννοια της μεταβίβασης «δρώσας οικονομικής μονάδας» λέγοντας ότι είχε πει ουσιαστικά πως όταν μεταβιβάζονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία μιας εταιρείας σε μια άλλη και όπου οι διευθυντές ή μέτοχοι είναι οι ίδιοι ή συγγενικά τους πρόσωπα θεωρεί ως τέτοια μια μεταβίβαση. Σε ερώτηση δε κατά πόσο γνώριζε τους διευθυντές ή μετόχους αυτών των εταιρειών ανέφερε: «Ξέρω ότι ήταν ανδρόγυνο, πέθανε ο άνδρας και μεταβιβάστηκε, έκαμε άλλη εταιρεία η χήρα και μεταβίβασε τα περιουσιακά στοιχεία για να ξεγυμνώσει την εταιρεία ώστε να μη μπορεί ο πελάτης μου να εισπράξει το λαβείν του…»  

 

Ο μάρτυς επέμεινε κατά την  αντεξέταση του στον όρο που χρησιμοποίησε περί της «μεθόδευσης» της διαδικασίας που ακολουθήθηκε κατά τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της Εναγομένης 1 στην Εναγομένη 4, επιμένοντας ότι σύμφωνα με την προσωπική του αντίληψη, από τα στοιχεία που είχε στη διάθεση του, επρόκειτο για μεταβίβαση δρώσας οικονομικής μονάδας με δόλιο σκοπό. Διαφώνησε δε  ουσιαστικά με την άποψη της κας Ε. Πολυδώρου (Μ.Ε.4) που κατέγραψα πιο πάνω. Ανέφερε χαρακτηριστικά:

 

«E.       Κύκλο εργασιών έχει;

 A.        Μέσα στις οικονομικές καταστάσεις γράφει ότι η κύρια δραστηριότητα, παράγραφος 2, είναι η διατήρηση κοσμηματοπωλείου, δεν μπορώ να πω κάτι διαφορετικό.

 E.        Συμφωνείς ότι πληρέστερη άποψη περί τούτου έχει εκείνος που το συνέταξε;

 A.        Όχι, οι οικονομικές καταστάσεις είναι δημόσιο έγγραφο, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, σε οποιονδήποτε μπορεί να το δει.  Οι εκάστοτε οικονομικές καταστάσεις κάθε εταιρείας είναι δημόσια έγγραφα τα οποία μπορεί να δει ο κάθε ένας μας είτε από τον Έφορο Εταιρειών είτε από οπουδήποτε.

 E.        Σας υποβάλλω ότι με βάση τα όσα μας είπε το πρόσωπο το οποίο συνέταξε την έκθεση δεν έχουν μεταβιβαστεί ο κύκλος εργασιών της Εναγομένης 1 από την Εναγομένη 4. 

 A.        Όχι, δεν είναι σωστή αυτή η άποψη, δεν συμφωνώ.

 E.        Κύριε μάρτυς, θέλω να δείτε το Τεκμήριο 7, από αυτό το έγγραφο κύριε μάρτυς προκύπτει ότι εκείνο που ουσιαστικά ανέλαβε η Εναγόμενη 4 είναι μόνο υποχρεώσεις, είναι μόνο χρέη, τίποτε το ωφέλιμο, συμφωνείτε;

 A.        Τα κοσμήματα που πωλήθηκαν τι είναι;»

 

             

            Εκ συμφώνου κατατέθηκε και για την αλήθεια του περιεχομένου της Ηλεκτρονική Έρευνα του Τμήματος Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη  με ημερομηνία 28.12.2016 αναφορικά με τη διευθυντική και μετοχική σύνθεση της Εναγομένης 4 ως Τεκμ. 17. Σε αυτό φαίνονται ως Διευθυντές της ο Δημήτρης και Γιώργος Χ¨ Βασιλείου, Γραμματέας ο Γεώργιος Κατσιής και Αντικαταστάτης Διευθύντρια η Θεονίτσα Χ¨ Βασιλείου. Μέτοχοι της είναι ο Γεώργιος Χ¨ Βασιλείου 500 μετοχές, ο Δημήτρης Χ¨ Βασιλείου 499 μετοχές και η Θεονίτσα  Χ¨Βασιλείου 1 μετοχή. 

 

Η κα Θεονίτσα Χατζηβασιλείου (Μ.Υ.1), της οποίας η Γραπτή Δήλωση σημειώθηκε ως Έγγραφο Β, ανέφερε στη μαρτυρία της ότι είναι η μητέρα του Εναγομένου 2 και θυγατέρα του Εναγομένου 3. Ο τελευταίος είχε αποβιώσει λίγες ημέρες πριν αυτή καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου την 26.05.2017. Ανέφερε ότι είναι αντικαταστάτης διευθύντρια και εκ των μετόχων σε ποσοστό 1% στην Εναγομένη 4 και ότι είναι υπό αυτή την ιδιότητα που προσήλθε ως μάρτυρας για την πλευρά της Υπεράσπισης. Δήλωσε εξουσιοδοτημένη να καταθέσει εκ μέρους των Εναγομένων 2,3 και 4. Δήλωσε ότι γνώριζε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ως εκ της πιο πάνω ιδιότητας της αλλά και ως σύζυγος του μ. Νίκου Χατζηβασιλείου  από τον οποίο λάμβανε σχετική πληροφόρηση πριν αυτός αποβιώσει το Δεκέμβριο του 2005 και ο οποίος ήταν αυτός που  διαχειριζόταν αποκλειστικά τις συναλλαγές και δοσοληψίες της Εναγομένης 1. Δήλωσε ότι ο αποβιώσας σύζυγος της ήταν αυτός που εξέδωσε τις επίδικες επιταγές για την Εναγομένη 1, για την ύπαρξη των οποίων όμως η ίδια πληροφορήθηκε μέσω της παρούσας αγωγής. Απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Έκθεσης Απαιτήσεως της Ενάγουσας και ιδιαίτερα αυτούς που αφορούν τα περί δήθεν απάτης, δόλου, ψευδών παραστάσεων και συνωμοσίας προς εξαπάτηση που αφορούν τους Εναγομένους 2,3  και 4. Είναι φανερόν, ανέφερε, ότι οι επίδικες επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες και αυτό καθώς φέρουν την υπογραφή του αποβιώσαντος κατά τον Δεκέμβριο του 2005 συζύγου της, ο οποίος ήταν το πρόσωπο που είχε δικαίωμα υπογραφής για τους λογαριασμούς της Εναγομένης 1 εταιρείας και αυτές θα έπρεπε να είχαν εξαργυρωθεί σε μεταγενέστερο χρόνο. Αναφέρθηκε στη διευθυντική σύνθεση της Εναγομένης 1 και αρνήθηκε ότι υπήρξε «εναλλαγή» σ’ αυτή όπως και σε αυτή της Εναγομένης 4 κατά την έννοια που θέλησε παραπλανητικά να παρουσιάσει η Ενάγουσα. Τόνισε ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 δεν ήσαν διευθυντές της Εναγομένης 1 όταν εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές και ούτε καν υφίστατο η Εναγομένη 4. Ισχυρίστηκε ότι επειδή δεν γνώριζε τα οικονομικά της Εναγομένης 1 όταν πέθανε ο σύζυγος της, επικοινώνησε τόσο με τις τράπεζες όσο και με συνεργάτες της ή και προμηθευτές της όπως και με τον κ. Ανδρέα Καβαλλάρη, ο οποίος της ανέφερε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε εκκρεμότητα της Εναγομένης 1 με την Ενάγουσα. Μετά από νομική συμβουλή που έλαβε από τους τότε δικηγόρους της προέβηκε στη σύσταση της Εναγομένης 4 έτσι ώστε να κάνει μια νέα αρχή μετά το θάνατο του συζύγου της και να συνεχίσει να ασχολείται με συναφείς εργασίες, όπως αυτές με τις οποίες ασχολείτο η Εναγόμενη 1, έτσι ώστε να δουλεύει και να έχει εισοδήματα που να της εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Εξέφρασε την έκπληξη της όταν πληροφορήθηκε μετά από αρκετά χρόνια από τον θάνατο του συζύγου της για τις αξιώσεις της Ενάγουσας με την παρούσα αγωγή όταν πλέον κανείς δεν γνωρίζει για τις δοσοληψίες του συζύγου της μέσω της Εναγομένης 1 και μάλιστα εμπλέκοντας τους Εναγομένους 2,3 και 4, εκμεταλλευόμενη την άγνοια τους για όσα τους καταλογίζει. Η μη τίμηση των επίδικων επιταγών με τη δικαιολογία της αθέτησης συμφωνίας εκ μέρους της Εναγομένης 1, όπως ήταν και η μαρτυρία του τραπεζικού υπαλλήλου (Μ.Ε.1), ενίσχυσε τις υποψίες της περί εκμετάλλευσης του θανάτου του συζύγου της για να προβληθούν πολύ καθυστερημένα οι αξιώσεις της παρούσας αγωγής. Αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας περί δήθεν συνωμοσίας των Εναγομένων έτσι ώστε να καταδολιεύσουν την Ενάγουσα καθιστώντας την Εναγομένη 1 ως αναξιόχρεη. Ο σκοπός πώλησης των περιουσιακών στοιχείων της Εναγομένης 1 στην Εναγομένη 4 ήταν για να εξοφλήσει αυτή τις υποχρεώσεις της προς τρίτους και όχι για να ξεγελάσουν και εξαπατήσουν μόνο την Ενάγουσα. Η Εναγομένη 4 με την διευθέτηση που έγινε ανέλαβε να εξοφλήσει όλες τις υποχρεώσεις της Εναγομένης 1. Αναφέρθηκε ειδικότερα στην εξόφληση διαφόρων λογαριασμών της Εναγομένης 1 σε τραπεζικά ιδρύματα και στον Φ.Π.Α.  Έδωσε τη δική της εκδοχή σε σχέση με την ποινική υπόθεση με αριθμό 6806/2009 που αφορούσε τις επίδικες επιταγές και την τύχη της. Απέρριψε ως αναληθείς τις λεπτομέρειες δόλου, ψευδών παραστάσεων και συνωμοσίας των Εναγομένων 2,3 και 4. Ισχυρίστηκε ότι οι Εναγόμενοι 2,3 και 4 δεν έχουν ευθύνη για τη μη εξόφληση των επίδικων επιταγών και η Εναγομένη 1 δεν είχε τα αναγκαία κεφάλαια στον λογαριασμό από τον οποίο εκδόθηκαν για να τις καλύψει.      

 

Η μάρτυς κατά τη διάρκεια της κυρίως εξέτασης της κατάθεσε ως Τεκμήρια τα ακόλουθα έγγραφα για τα οποία έκανε αναφορά στη Γραπτή της Δήλωση τα οποία αποδεικνύουν την εξόφληση διαφόρων οφειλών της Εναγομένης 1: Ως Τεκμ. 18 τη βεβαίωση εξόφλησης της Ελληνικής Τράπεζας, ως Τεκμ. 19 τη βεβαίωση εξόφλησης της Τράπεζας Κύπρου, ως Τεκμ. 20 την κατάσταση λογαριασμού στην Alpha Bank o οποίος φαίνεται με μηδενικό υπόλοιπο, ως Τεκμ. 21 απόδειξη καταβολής Φ.Π.Α  και ως Τεκμ. 22  την κατάσταση λογαριασμού στην Ελληνική Τράπεζα του λογαριασμού από τον οποίο εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές που δεικνύει χρεωστικό υπόλοιπο την 13.02.2006 Λ.Κ.88.474,62σ.

 

Η μάρτυς διέψευσε τον ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι το τέλος του 2005, αρχές του 2006 είχαν οχληθεί η ίδια ή οι Εναγόμενοι 2,3 και 4 με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο σε σχέση με τις επίδικες επιταγές. Επανέλαβε ότι μετά το θάνατο του συζύγου της είχε μιλήσει με τον κ. Α. Καβαλλάρη όπως και με τις τράπεζες που συνεργαζόταν ο σύζυγος της εφόσον η ίδια δεν γνώριζε τίποτε σε σχέση με τα οικονομικά της εταιρείας. Ο κ. Α. Καβαλλάρης τη διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχαν μεταξύ τους εκκρεμότητες και μάλιστα της είχε πει ότι από τη συνεργασία τους με το σύζυγο της κέρδισε πάρα πολλά λεφτά. Κατά το θάνατο του συζύγου της η Εναγομένη 1 είχε πάρα πολλές υποχρεώσεις και γι’ αυτό πώλησε τα εμπορεύματα που είχε στην Εναγομένη 4 η οποία ανέλαβε να πληρώσει τις υποχρεώσεις της.  Απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η Εναγομένη 1 είχε παραλάβει εμπορεύματα από την Ενάγουσα αξίας €246.364,00 και αυτό  μπορούσε να το γνωρίζει, παρόλο ότι η ίδια εργαζόταν ως πωλήτρια σε άλλο κατάστημα από αυτό του συζύγου της, καθώς ο σύζυγος της τη ρωτούσε αν χρειαζόταν κάτι για να συμπληρώσει το stock που είχε στο μαγαζί της. Διερωτήθηκε πως ήταν δυνατόν ο σύζυγος της να είχε αγοράσει τόσο εμπόρευμα με τις επίδικες επιταγές και να μην την είχε ρωτήσει. Ισχυρίστηκε ότι αγόραζαν πάντα όσα χρειάζονταν για να συμπληρώσουν το stock των καταστημάτων τους και ο σύζυγος της δεν είχε αγοράσει τόσης μεγάλης αξίας εμπορεύματα από την Ενάγουσα.

 

 Η μάρτυς αντεξετάστηκε επί μακρόν για τις αλλαγές που επήλθαν στις Εναγόμενες 1 και 4 εταιρείες  δίδοντας πάντοτε ως εξήγηση για τη σύσταση της Εναγομένης 4 ότι ήθελε να κάνει μια καινούργια αρχή. Επανέλαβε ότι είναι αντικαταστάτης διευθύντρια και μέτοχος σε ποσοστό 1% του μετοχικού κεφαλαίου της Εναγομένης 4. Οι μέτοχοι της είναι τα παιδιά της Γεώργιος και Δημήτρης Χ”  Βασιλείου οι οποίοι σπουδάζουν στο εξωτερικό, ο Γεώργιος από το 2005. Εξηγώντας γιατί είναι διευθυντές τα παιδιά της ενώ απουσιάζουν στο εξωτερικό αφού είναι η ίδια που διευθύνει την εταιρεία, ανέφερε ότι ήθελε να κάνει μια εταιρεία για τα παιδιά της και να κάνουν μια νέα αρχή μετά τον θάνατο του συζύγου της και έτσι έβαλε τα παιδιά της και διευθύνει η ίδια την επιχείρηση  ως αντικαταστάτης τους.  Παραδέχθηκε ότι από τις 19.04.1990 μέχρι και την 28.06.2005 δηλαδή για 15 χρόνια ήταν και διευθύντρια της Εναγομένης 1 εταιρείας την οποία όμως πάντοτε  ανέφερε διαχειριζόταν ο σύζυγος της. Για το γεγονός ότι δεν θυμήθηκε αυτό το γεγονός στην αρχή όταν ρωτήθηκε, ότι δηλαδή ήταν διευθύντρια, το απέδωσε στο χρόνο που μεσολάβησε και στο γεγονός ότι δεν χειριζόταν αυτή τα πράγματα αυτά αλλά ο σύζυγος της. Αρνήθηκε υποβολή ότι  είχε πράγματι επικοινωνήσει με τον κ. Α. Καβαλλάρη για να του επιστρέψει μέρος των εμπορευμάτων προτείνοντας του και ακίνητο μεγάλης αξίας, κάτι που αυτός δεν αποδέχθηκε.  Για πολλοστή φορά και χρησιμοποιώντας το ίδιο λεκτικό ανέφερε ότι: «Ο κ. Καβαλλάρης μου δήλωσε ρητώς ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε εκκρεμότητα και ότι του χρωστούσε η N.HVassiliou και μου είπε ότι κέρδισε και πάρα πολλά λεφτά από τον σύζυγο μου».   Εξήγησε στη συνέχεια της αντεξέτασης της τη διευθέτηση που έκανε για την εξόφληση των ενυπόθηκων δανείων της Εναγομένης 1 με τη πώληση προσωπικών της περιουσιακών στοιχείων ήτοι ενός διαμερίσματος και 2 ½ οικοπέδων, που λόγω του χρόνου που πέρασε δεν θυμόταν χωρίς να συμβουλευθεί έγγραφα λεπτομέρειες για το πότε έγιναν. Απέρριψε τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας περί ψευδών παραστάσεων και συνομωσίας των Εναγομένων 2,3 και 4.  Δεν θυμόταν λεπτομέρειες του τι είχε απογίνει η ποινική υπόθεση που είχε εγερθεί για τις επιταγές. Αποδέχθηκε όμως όσα αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με αυτή την υπόθεση η οποία κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμ. 23.

 

ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ:

 

            Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι στις γραπτές τους αγορεύσεις αναφέρθηκαν τόσο στα γεγονότα της υπόθεσης όσο και στη νομική πτυχή της παραπέμποντας σε σχετική νομολογία και αυθεντίες. Έκαναν εκτενή αναφορά στη μαρτυρία (προφορική και έγγραφη), η οποία τέθηκε ενώπιον μου εκθέτοντας την δική τους αντίληψη γι’ αυτή με τον ευπαίδευτο συνήγορο της πλευράς της Ενάγουσας να εισηγείται ότι πρέπει να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία που η πλευρά τους προσκόμισε ως αξιόπιστη και να απορριφθεί αυτή της Μ.Υ. Από πλευράς δε  των Εναγομένων οι ευπαίδευτοι συνήγοροι τους εισηγήθηκαν ότι θα πρέπει να γίνει δεκτή η μαρτυρία της Μ.Υ. ως αξιόπιστης και να απορριφθεί ως αναξιόπιστη αυτή των Μ.Ε. 2 και 5 που κατάθεσαν για την πλευρά της Ενάγουσας.  Έχω μελετήσει τις εισηγήσεις τους  με προσοχή  και τις έλαβα υπόψη μου κατά την ετοιμασία αυτής της απόφασης. Κατά την ανάλυση που θα ακολουθήσει και την αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει αναφορά σε αυτές όπως επίσης και στη νομική πτυχή της υπόθεσης στην οποία με παρέπεμψαν.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ:

 

Είχα την ευκαιρία να δω, να ακούσω και να παρακολουθήσω με προσοχή τους μάρτυρες που κατάθεσαν για την Ενάγουσα όπως και την κα Θεονίτσα Χατζηβασιλείου (Μ.Υ.) για τους Εναγόμενους στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Παρακολούθησα τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν,  το καλό μνημονικό τους και γενικά τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρος (βλ. C & A Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου, (1999) 1 ΑΑΔ σελ. 1273, στις σελ. 1280 -1281). Για τον τρόπο αντίκρισης μιας μαρτυρίας έχω περαιτέρω υπόψη μου τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας, (2001) 2 ΑΑΔ 506, ότι δηλαδή η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρος πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία. Λαμβάνω επίσης υπόψη τα όσα έχουν λεχθεί από τον έντιμο κ. Σ. Ναθαναήλ, Δ.  πάνω στο ίδιο ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας στην υπόθεση Γεώργιος & Σπύρος Τσαπή Λτδ v. Πολυβίου, (2009) 1 ΑΑΔ 339 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Έχει υποδειχθεί κατ’ επανάληψη ότι είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας στο Δικαστήριο (βλ. Αντωνίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766 και Βούτουνος v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 71). Η αξιολόγηση μιας μαρτυρίας είναι λεπτό και δύσκολο έργο και το Δικαστήριο θα πρέπει να δίνει πάντοτε επαρκείς λόγους για την αποδοχή ή απόρριψη αυτής, με γνώμονα όχι μόνο την καθ' αυτή εξωτερική εμφάνιση της μαρτυρίας του στο εδώλιο, αλλά και σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της δίκης, είτε αυτά προέρχονται από άλλη ζώσα μαρτυρία, είτε από τεκμήρια. Έχει εξηγηθεί στη Χρίστου v. Ηροδότου κ.ά., (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, ότι: «... πρέπει να αποφεύγονται χαρακτηρισμοί που δυνατό να δίνουν την εντύπωση ότι το Δικαστήριο επηρεάστηκε από τη δική του καθαρά προσωπική άποψη για το χαρακτήρα του διαδίκου, έξω από κάθε μέτρο ορθής, δίκαιης και φλεγματικής αντιμετώπισης της ενώπιον του διαφοράς. Με φειδώ πρέπει να καταγράφεται οτιδήποτε αγγίζει τον παρουσιαζόμενο στη δίκη χαρακτήρα από διάδικο ή μάρτυρα. Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι ένας ευγενής και ήπιος μάρτυρας, δεν είναι κατ’ ανάγκη και ειλικρινής. Και το αντίθετο. Ένας υπερβολικά διαχυτικός ή αναστατωμένος μάρτυρας μπορεί να ορμάται από μια πλειάδα αιτιών, χωρίς να είναι ανειλικρινής.» Στην υπόθεση Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.ά.,  (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νουν καθ' όλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης, ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και των μαρτύρων τους.

 

            Η προσπάθεια μου θα διαλαμβάνει περαιτέρω τη σύγκριση και αντιπαραβολή της προφορικής μαρτυρίας, τις παραδοχές και αρνήσεις των μαρτύρων σε  συσχετισμό με την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου όπως και τα παραδεκτά γεγονότα τα οποία δηλώθηκαν τα οποία έχω εξετάσει και μελετήσει με προσοχή, και σε συσχετισμό ασφαλώς με το περιεχόμενο των εγγράφων προτάσεων  (βλ. Phipson on Evidence 14η έκδοση (1990) Παρ. 12 – 20 και Λάρκου κ.α. v. Παναγή, (1996) 1 ΑΑΔ 80, Ζαβρού v. Χαραλάμπους, (1996) 1 ΑΑΔ 447). Τέλος, θα λάβω  υπόψη μου τις επισημάνσεις που έγιναν από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των διαδίκων κατά τις τελικές τους  αγορεύσεις όπου ανάλυσαν  τη μαρτυρία, κατά τον τρόπο βέβαια που η κάθε πλευρά την αντιλήφθηκε,  και τις θέσεις ή απόψεις  τους επί της νομικής πτυχής της υπόθεσης και την ερμηνεία που η κάθε πλευρά προσέδωσε σε αυτή. Έχοντας όλα τα πιο πάνω κατά νουν αισθάνομαι ότι  είμαι έτοιμος για την  αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προβαίνω αμέσως στη συνέχεια.

 

Αποδέχομαι τη μαρτυρία του κ. Ηρακλή Φιλιππίδη (Μ.Ε.1), ως ανεξάρτητη και ειλικρινή. Παρουσίασε με απλό και κατανοητό τρόπο όσα του ζητήθηκαν τα οποία προέρχονταν από στοιχεία που τηρούνταν από την τράπεζα όπου εργαζόταν κατά τον επίδικο χρόνο με την οποία συνεργάζονταν και διέθεταν λογαριασμούς οι Εναγόμενες 1 και 4. Η επί μέρους σημασία της μαρτυρίας του θα καταδειχθεί στη συνέχεια της αξιολόγησης της μαρτυρίας και τη συνολική της αντίκριση.

 

Από τη μαρτυρία του κ. Ανδρέα Ανδρέου Καβαλλάρη (Μ.Ε.2), θεωρώ ότι σημαντική ήταν η αναφορά του στις συναλλαγές που είχε με την Εναγομένη 1. Παρατηρώ ότι δεν παρουσίασε οποιανδήποτε άλλη μαρτυρία προς απόδειξη τους. Ούτε τιμολόγια ούτε και τα βιβλία της εταιρείας του στα οποία να εμφαίνονταν τέτοιες δοσοληψίες που παρέμεναν απλήρωτες. Παρόλο ότι ο κ. Γ. Καϊμακλιώτης (Μ.Ε.5), ρωτήθηκε και επιβεβαίωσε αυτές τις συναλλαγές, ότι τάχα εμφαίνονται στις οικονομικές καταστάσεις της Ενάγουσας, ούτε και αυτός παρουσίασε οτιδήποτε από τα πιο πάνω. Έτσι ο ισχυρισμός αυτός της πλευράς της Ενάγουσας  παρέμεινε αόριστος και ατεκμηρίωτος και ως εκ τούτου η μαρτυρία τους γι’ αυτό το ζήτημα απορρίπτεται. Το βάρος απόδειξης των συναλλαγών με την Εναγομένη 1 το είχε η Ενάγουσα και όχι το αντίστροφο όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της στην αγόρευση του ασκώντας κριτική στην Υπεράσπιση ότι δεν παρουσίασε σχετική μαρτυρία. Σημαντικός επίσης κρίνω ότι υπήρξε ο ισχυρισμός του ότι διαβουλεύτηκε μετά το θάνατο του  Ν. Χ¨ Βασιλείου με τη κα Θ. Χ¨ Βασιλείου. Γεννιέται εύλογη απορία πως για ένα τόσο μεγάλο χρέος δεν απηύθυνε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα έστω και μια επιστολή είτε της εταιρείας του είτε μέσω του δικηγόρου του στην οποία να κατέγραφε αυτή την αξίωση. Προς τούτο δε δόθηκε οποιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση. Την πιο πάνω απορία επιτείνει ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι κατείχε τις επιταγές γνωρίζοντας μάλιστα ότι αυτές ανακαλούνταν με την ένδειξη «αθέτηση συμφωνίας»  όσο ζούσε ο  μ. Ν.  Χ¨ Νικολάου, με τον οποίο ήταν το μόνο φυσικό πρόσωπο από την Εναγομένη 1 που όπως παραδέχθηκε συναλλασσόταν. Ακόμα και μετά τον θάνατο του, που για τους λόγους που εξήγησε ο κ. Η. Φιλιππίδης (Μ.Ε.1), δεν πληρώνονταν οι επιταγές που συνέχισαν να κατατίθενται  μέχρι που έκλεισε ο λογαριασμός  αλλά και μετά που αυτός έκλεισε, θα ανέμενε κάποιος από την Ενάγουσα να είχε προβεί σε έγγραφη διεκδίκηση του λαβείν της έστω με κάποια ευγενική υπενθύμιση της υποχρέωσης της για να τιμήσει τις επιταγές ή να εξοφλήσει το χρέος της. Επομένως, και αυτός ο ισχυρισμός του παρέμεινε αόριστος και ατεκμηρίωτος υπό τις περιστάσεις. Η αντιπαραβολή δε αυτού του ισχυρισμού με όσα ισχυρίστηκε η κα Θ. Χ¨ Βασιλείου, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε διεκδίκηση του ποσού που αξιώνει με την αγωγή αυτή πριν ασφαλώς από την έγερση της ποινικής υπόθεσης που όπως φαίνεται στο Τεκμ. 23 θα πρέπει να καταχωρήθηκε το 2009. Στη συνέχεια βέβαια θα επανέλθω και θα σχολιάσω τη μαρτυρία του όταν θα εξετασθεί πλέον στο σύνολο της και σφαιρικά η μαρτυρία σε αντιπαραβολή της με τη νομική πτυχή των επιμέρους πτυχών της υπόθεσης. Εδώ παρεμβάλλω ότι σε αντίθεση σε όσα εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ενάγουσας στην αγόρευση του, ο Μ.Ε.2 αντεξετάστηκε και του υποβλήθηκε η θέση της  Μ.Υ. για τη συζήτηση που είχαν κατά την οποία δεν είχε προβάλει οποιανδήποτε απαίτηση και δεν είναι για πρώτη φορά που προέβαλε τον ισχυρισμό της η κα Θεονίτσα Χ¨ Βασιλείου ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά ήταν ισχυρισμό που είχαν μάλιστα  δικογραφήσει στην Υπεράσπιση τους οι Εναγόμενοι  στην παρ. 13(δ). 

 

Αποδέχομαι τη μαρτυρία της κας Φωτούλλας Κυριάκου (Μ.Ε.3), η μαρτυρία της οποίας δεν αμφισβητήθηκε. Πρόκειται περί ανεξάρτητης μάρτυρος και όσα ανέφερε στο Δικαστήριο προέρχονταν από έγγραφα που τηρούνται στην Υπηρεσία της όπως είναι οι εξελεγμένοι λογαριασμοί και φορολογικές καταστάσεις  της Εναγομένης 4 για τα έτη που ενδιαφέρουν. Για τη σημασία της μαρτυρίας της και των αναφορών στα τεκμήρια που κατάθεσε και ενδιαφέρουν θα γίνει αναφορά στο κατάλληλο σημείο της απόφασης μου.

 

Αποδέχομαι τη μαρτυρία της κας Ευαγγελίας Ελπιδώρου (Μ.Ε.4), ως ειλικρινούς και αντικειμενικής εφόσον οι αναφορές της τεκμηριώνονταν από εγγραφές σε έγγραφα τα οποία κατάθεσε. Η αντεξέταση της φανερά  δεν αποσκοπούσε στο να πλήξει την αξιοπιστία της αλλά μάλλον στην άντληση από αυτήν περαιτέρω πληροφοριών ή διευκρίνιση κάποιων αναφορών της. Σε σχέση με την απάντηση της, όπως το σχετικό απόσπασμα που παρέθεσα πιο πάνω και αφορούσε το ζήτημα της ανάληψης των εργασιών της Εναγομένης 1 από την Εναγομένη 4, αποδέχομαι τη θέση της ότι ο διακανονισμός που έγινε μεταξύ της Εναγομένης 1 και Εναγομένης 4 δεν συνιστούσε αυστηρά ομιλούντες συνήθη μεταβίβαση εργασιών δρώσας επιχείρησης – οικονομικής μονάδας. Η Εναγομένη 4 κατ’ ουσία  ανέλαβε τα δάνεια και υποχρεώσεις της Εναγομένης 1 και προς τούτο της μεταβίβασε με την έκδοση και σχετικών τιμολογίων και την καταβολή Φ.Π.Α. τα περιουσιακά της στοιχεία τα οποία συνίσταντο στα εμπορεύματα τα οποία εμπορευόταν.  Το ζήτημα αυτό θα με απασχολήσει όμως και στη συνέχεια κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του κ. Γ. Καϊμακλιώτη (Μ.Ε.5).

             

            Δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του κ. Γ. Καϊμακλιώτη (Μ.Ε.5), σε σχέση με το ουσιώδες ζήτημα που έθεσε με την μαρτυρία του  και αφορούσε την αντίληψη  που είχε ο ίδιος ως προς τη μεταβίβαση «δρώσας οικονομικής μονάδας» αλλά και της  «μεθόδευσης» όπως το έθεσε που ακολουθήθηκε για να μεταβιβαστούν τα  περιουσιακά στοιχεία της Ενάγουσας στην Εναγομένη 4. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ενάγουσας προς τούτο στην αγόρευση του, και σε αναφορά στην πιο πάνω μαρτυρία επεσήμανε τις πιο πάνω αναφορές, ότι δηλαδή οι Εναγόμενοι αποξένωσαν όλα αυτά τα στοιχεία της Εναγομένης 1 και «απογύμνωσαν» την Εναγομένη 1 και προς τούτο παρέπεμψε στα Τεκμ. 4 και 5 σε συνδυασμό με το Τεκμ. 11 τα οποία επιβεβαιώνουν κατά την άποψη του τη θέση του κ. Γ. Καϊμακλιώτη (Μ.Ε.5),  ο οποίος  επεξήγησε περαιτέρω τον τρόπο με τον οποίο ενήργησαν και με τον οποίο συντελέστηκε η μεταβίβαση από τη μια εταιρεία στην άλλη. Διαμετρικά αντίθετη ήταν ασφαλώς η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων των εναγομένων.  Η ανάλυση της μαρτυρίας σε συνδυασμό με τη νομική πτυχή της υπόθεσης όπως θα επιχειρηθεί στη συνέχεια της απόφασης μου θα καταδείξει τους λόγους που με οδηγούν στο συμπέρασμα να αποδεχθώ τη μαρτυρία της κας Ε. Ελπιδώρου (Μ.Ε.4) ως προς αυτό το ζήτημα παρά εκείνη του κ. Γ. Καϊμακλιώτη (Μ.Ε.5). Αρκούμαι σε αυτό το σημείο να αναφέρω γενικά ότι η μαρτυρία δεν έχει καταδείξει οποιανδήποτε μεθόδευση εκ μέρους των Εναγομένων 2 και 4 η οποία να αποσκοπούσε στην εξαπάτηση της Ενάγουσας με τη δόλια μεταβίβαση «δρώσας οικονομικής μονάδας» σε άλλη όπως ήταν η βασική θέση της Ενάγουσας ούτε και έχει καταδειχθεί εναλλαγή διευθυντών  και μετόχων των Εναγομένων 1 και 4 που αποσκοπούσε στα πιο πάνω.   

 

Σε σχέση με το άλλο ζήτημα που έθεσε και ανέλυσε σε έκταση η πλευρά της Υπεράσπισης για το όνομα του δικαιούχου των επιταγών και πως αυτό θα πρέπει να αντικρισθεί, αποδέχομαι την αντίληψη – θέση που εξέφρασε ο κ. Γ. Καϊμακλιώτης (Μ.Ε.5), καθώς μπορεί, και αυτό γίνεται στις καθημερινές συναλλαγές  «από κεκτημένη ταχύτητα» όπως το έθεσε, μεταξύ εμπορικά συναλλασσόμενων, μια επιταγή ενώ θα έπρεπε να είχε εκδοθεί στο όνομα μιας εταιρείας, το οποίο να αναγράφεται πλήρως σε αυτή ως δικαιούχου, να εκδίδεται στο όνομα  φυσικού προσώπου και αυτό συμβαίνει  θα πρόσθετα όταν συνήθως το όνομα της εταιρείας απαρτίζεται κατά βάση από το όνομα του ιδιοκτήτη της με τη προσθήκη της λέξης «Λτδ» ή κάποιου άλλου διακριτικού, όπως συμβαίνει και εδώ. Επομένως ως προς αυτό το ζήτημα, για όποια σημασία μπορεί να ενέχει, κρίνω ότι δικαιούχος όλων των επιταγών του Τεκμ. 3 ήταν η Ενάγουσα με την οποία ως είναι παραδεκτό συναλλασσόταν η Εναγομένη 1 και όχι το φυσικό πρόσωπο ο κ. Ανδρέας Καβαλλάρης. Με αυτά υπόψιν δεν θα ασχοληθώ περαιτέρω με την επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Υπεράσπισης, με εισήγηση ότι θα πρέπει να απορριφθεί η βάση αυτής της αγωγής εξ αυτού του λόγου, για όσες επιταγές αντιλαμβάνομαι φέρουν ως δικαιούχο τον κ. Ανδρέα Καβαλλάρη προσωπικά.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΣΕ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ – ΤΙΣ ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ  ΚΑΙ  ΕΞΑΓΩΓΗ ΤΩΝ  ΑΝΑΓΚΑΙΩΝ  ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ:

 

Σύμφωνα με το  Άρθρο 55(1) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, υποχρέωση τίμησης και/ή πληρωμής μιας επιταγής έχει ο εκδότης της:

 

«…και αν δεν τιμηθεί αυτός θα αποζημιώσει τον κάτοχο ή οποιονδήποτε οπισθογράφο που υποχρεούται να πληρώσει αυτή, νοουμένου ότι έχουν τηρηθεί δεόντως οι απαιτούμενες διαδικασίες λόγω μη τίμησης».

 

Η Ενάγουσα αξιώνει αποζημιώσεις στο συνολικό ποσό των επιταγών εναντίον όλων των Εναγομένων «… αναφορικά με την υποχρέωση τους να καταβάλουν στους ενάγοντες στην Λάρνακα ποσόν εκ €246.364,95 …» (βλ.  θεραπείες Α και Β του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησης), εντούτοις οι Εναγόμενοι 2  και 4 καμία υποχρέωση να τιμήσουν τις επιταγές δεν είχαν αλλά και καμία σχέση, συμβατική ή άλλως πως, δεν είχαν με την Ενάγουσα. Η μαρτυρία δεν κατέδειξε ότι οι Εναγόμενοι 2 και 4  είχαν οποιανδήποτε σχέση συμβατική ή άλλως πως κατά τον επίδικο χρόνο έκδοσης των επιταγών του Τεκμ. 3 με την  Ενάγουσα.

 

Σημειώνω επίσης ότι δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία πλην της αόριστης, όπως κρίνω, αναφοράς του Διοικητικού της Συμβούλου κ. Α. Καβαλλάρη (Μ.Ε.2), όπως και του Λογιστή – Ελεγκτή της κ. Γ. Καϊμακλιώτη (Μ.Ε.4), περί ύπαρξης τιμολογίων τα οποία μάλιστα είχαν περαστεί στα λογιστικά βιβλία της Ενάγουσας. Πρόκειται για αόριστο ισχυρισμό ο οποίος παρέμεινε ως τέτοιος μέχρι τέλους της μαρτυρίας της πλευράς της Ενάγουσας. Οι Εναγόμενοι αμφισβήτησαν την οφειλή. Η Ενάγουσα προς απόδειξη της δεν παρουσίασε μαρτυρία που να αποδεικνύει την πώληση και παράδοση οποιωνδήποτε εμπορευμάτων προς την Εναγομένη 1. Το φυσικό πρόσωπο το οποίο ήταν το μόνο που γνώριζε τις μεταξύ τους εμπορικές δοσοληψίες ο μ. Ν. Χ¨ Βασιλείου ο οποίος εν ζωή και ανακαλώντας τις επικείμενες προς εξαργύρωση επιταγές που αυτός εξέδωσε, δήλωνε ως λόγο της ανάκλησης τους την  ¨αθέτηση συμφωνίας¨.  Επομένως, κρίνω ότι η Ενάγουσα δεν απέσεισε το βάρος που είχε προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι οι επιταγές εκδόθηκαν για αγορά εμπορευμάτων της Ενάγουσας από την Εναγόμενη 1 τα οποία παρέμειναν απλήρωτα λόγω της ανάκλησης των επιταγών. Η βάση αγωγής που στηρίχθηκε στην εμπορική συναλλαγή παρέμεινε αναπόδεικτη. Ούτως ή άλλως αυτή δεν θα μπορούσε να έχει οποιανδήποτε σχέση με τους Εναγομένους 2 και 4 οι οποίοι καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους δεν είχαν οποιανδήποτε σχέση με την Εναγομένη 1 αλλά ούτε και με την Ενάγουσα. Παρέμεινε αναμφισβήτητο ότι οι επιταγές είχαν εκδοθεί μεταχρονολογημένες, δεν προσφέρθηκε μαρτυρία για το πότε αυτές εκδόθηκαν, ο κ. Η. Φιλιππίδης (Μ.Ε.1) ανέφερε ότι ο μόνος που είχε δικαίωμα έκδοσης τους ήταν ο μ. Ν. Χ¨ Βασιλείου όπως και της ανάκλησης τους θα πρόσθετα και κανένας άλλος δεν έχει καταδειχθεί με μαρτυρία ότι γνώριζε για πιο σκοπό αυτές εκδίδονταν. Έτσι δεν μπορεί να καταλογίζεται ευθύνη στον Εναγόμενο 2 γι’ αυτές όταν αυτός διετέλεσε Διοικητικός Σύμβουλος της Εναγομένης 1 ως το παραδεκτό γεγονός για ένα μικρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο και πάλι ο κ. Α. Καβαλλάρης (Μ.Ε.2) δεν ισχυρίστηκε ότι είχε οποιανδήποτε επαφή μαζί του. Η Εναγόμενη 4 δεν είχε καν συσταθεί όταν οι επιταγές είχαν εκδοθεί.  

 

Σύμφωνα με τα πιο πάνω οι Εναγόμενοι 2 και 4 δεν είχαν καμιά υποχρέωση να πληρώσουν στην  Ενάγουσα το ποσό των επιταγών ούτε και το ποσό που αξιώνεται επί τη βάση κάποιας εμπορικής συναλλαγής μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγομένης 1.

 

Με τα πιο πάνω υπόψη προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω τον άλλο ισχυρισμό της Ενάγουσας κατά πόσον δηλαδή οι Εναγόμενοι 2 και 4 υπέχουν ευθύνης έναντι της Ενάγουσας συνεπεία απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή δόλου και/ή συνωμοσίας προς εξαπάτηση της.

 

Θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο οι Εναγόμενοι 2 και 4 εξαπάτησαν την Ενάγουσα όπως αυτή ισχυρίζεται με τις λεπτομέρειες που παρέθεσε στην παρ. 10 α – γ της Έκθεσης Απαιτήσεως της. Με άλλα λόγια, κατά πόσο η Ενάγουσα  απέσεισε το αυστηρό (βλ. μεταξύ άλλων την υπόθεση  Kakoullou and another v. Kakoullou, (1987) 1 C.L.R. 547, Τσιάρτας Ανδρέας κ.α. ν. Alocay Holdings Ltd κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1523 και το σύγγραμμα «Clerk & Lindsell on Torts», 15th edition, Chapter 17, σελ. 843), βάρος απόδειξης των λεπτομερειών απάτης, δόλου, ψευδών παραστάσεων και συνωμοσίας προς εξαπάτηση ή έστω οποιασδήποτε από τις λεπτομέρειες που η Ενάγουσα επικαλείται.      

 

Είναι αναμφισβήτητο ότι οι Εναγόμενοι 2 και 4 δεν είχαν οποιανδήποτε  συμβατική σχέση με την  Ενάγουσα και επομένως οι αποδιδόμενες σ’ αυτούς απάτη, δόλος και ψευδείς παραστάσεις δεν δύνανται να έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτές τις έννοιες από τον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149, αλλά αυτήν που αποδίδει ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148 και η σχετική με αυτές  νομολογία.

 

Το Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 προβλέπει σε σχέση με το αδίκημα της απάτης τα εξής:

 

«Απάτη συvίσταται σε ψευδή παράσταση γεγovότoς, η oπoία γίvεται εv γvώσει τoυ ψεύδoυς αυτής, ή χωρίς πίστη για τo αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφoρα τoυ κατά πόσo είvαι αληθής ή ψευδής, με σκoπό όπως τo πρόσωπo πoυ εξαπατήθηκε εvεργήσει με βάση αυτή:

 

Νoείται ότι καμιά αγωγή δεv εγείρεται σε τέτoια παράσταση εκτός αv αυτή έγιvε με σκoπό εξαπάτησης τoυ εvάγovτα και πράγματι εξαπάτησε αυτόv, και αυτός εvέργησε με βάση αυτή και εξαιτίας αυτoύ υπέστη ζημιά:

 

Νoείται περαιτέρω ότι καμιά αγωγή δεv εγείρεται σε τέτoια παράσταση για τo χαρακτήρα, τη συμπεριφoρά, τηv πίστη, τηv ικαvότητα, τo επιτήδευμα ή τις συvαλλαγές oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ, η oπoία έγιvε με σκoπό εξασφάλισης πίστωσης, χρημάτωv ή αγαθώv στo πρόσωπo αυτό, εκτός αv η παράσταση αυτή έγιvε γραπτώς και υπoγράφτηκε από τov ίδιo τov εvαγόμεvo.» 

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Pyrgas v. Stavridou, (1969) 1 C.L.R. 332, σελ. 340, το άρθρο 36 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου ουσιαστικά αναπαράγει το κοινοδίκαιο (action for deceit).

 

Από την γραμματική ερμηνεία του εν λόγω Άρθρου προκύπτουν και τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απάτης τα οποία είναι τα εξής:

 

1.         παράσταση γεγονότος,

2.         ο εναγόμενος γνώριζε ότι η παράσταση ήταν ψευδής ή δεν είχε γνήσια πεποίθηση ότι ήταν αληθής,

3.         έγινε με πρόθεση να ενεργήσει ο ενάγων βασιζόμενος σ’ αυτή,

4.         ο ενάγων ενήργησε με βάση αυτή και

5.         υπέστη ζημιά.

(βλ. Σύγγραμμα «Κεφάλαιο 148, Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις», Ατρέμης & Ερωτοκρίτου, Τόμος 1, σελ. 120).

 

Αναφορικά με την έννοια του δόλου ενδιαφέρουν τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Ιακώβου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, (2004) 1 Α.Α.Δ. 992 σχετικό απόσπασμα της οποία παραθέτω:

 

«Σύμφωνα με τους Halsbury's Laws of England, 3rd ed., Τόμος 18, σελ. 189, συνήθως ο όρος αναφέρεται σε κάτι ανέντιμο ηθικώς ανάρμοστο, ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους ή υλικού οφέλους με άδικα μέσα.  Βλ. και Joliffe v. Baker [1883] 11 Q.B.D. 255, 270:  «Ο όρος δόλος πρέπει να χρησιμοποιείται και να γίνεται αντιληπτός στην κοινή έννοια του όρου όπως συνήθως χρησιμοποιείται στην Αγγλική γλώσσα και ως εξυπονοών κάποια κακή συμπεριφορά και ηθική αισχρότητα». Βλ., επίσης, Re Companies Acts, Ex p. Watson [1888] 21 Q.B.D. 301, 309:  «Δόλος είναι ένας όρος που πρέπει να αναφέρεται σε κάτι ανέντιμο και ηθικώς ως ανάρμοστο».

 

Απαίτηση η οποία στηρίζεται σε δόλο και/ή απάτη θα πρέπει να περιέχει πλήρεις λεπτομέρειες. Άλλωστε η Δ.19 Θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας επιτάσσει ότι απαίτηση η οποία στηρίζεται σε απάτη θα πρέπει να περιέχει πλήρεις λεπτομέρειες των ισχυριζόμενων απατηλών πράξεων και θα πρέπει να αναφέρει ότι οι πράξεις αυτές έγιναν με απάτη. Στο σύγγραμμα «Odgers on Pleading and Practice» των Stevens and Sons, 1971, 20th edition, Fraud, αναφέρεται σχετικά ότι εάν η αιτία αγωγής βασίζεται σε καθ’ ισχυρισμό δόλο, απάτη ή ψευδείς παραστάσεις τότε το δικόγραφο του ενάγοντος θα πρέπει να περιέχει συγκεκριμένα γεγονότα και να διατυπώνει ξεκάθαρα ότι το ένα μέρος της συναλλαγής, δηλαδή ο εναγόμενος, προέβη σε ψευδή δήλωση κάποιου γεγονότος με αποτέλεσμα ο ενάγων να εξαπατηθεί ενεργώντας προς ζημιά του.   

 

Το βάρος απόδειξης σε αξιώσεις που εδράζονται σε δόλο και/ή απάτη έχει χαρακτηριστεί από τη νομολογία μας ως αυστηρό σε αντίθεση με άλλες αστικής φύσεως υποθέσεις. Επομένως, το απαιτούμενο επίπεδο απόδειξης ξεπερνά το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι το γενικό επίπεδο απόδειξης σε αστικές υποθέσεις. Στην υπόθεση Τσιάρτας κ.α. ν Alocay Holdings Ltd κ.α., (2010) 1 Α.Α.Δ. 1523 λέχθηκαν σχετικά τα εξής:

 

«Ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι οι ενάγοντες έχουν το βάρος να αποδείξουν αυστηρά τις λεπτομέρειες του δόλου ή της αμέλειας χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να αποδειχθούν όλες οι λεπτομέρειες αλλά είναι αρκετή η απόδειξη μόνο μερικών από τις κατ' ισχυρισμό λεπτομέρειες του δόλου. Βλ. Kakoullou and Another v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547. Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει στο βαθμό αυστηρότητας που απαιτείται δόλο των εφεσειόντων με βάση τις λεπτομέρειες της αγωγής.»

 

Στο σύγγραμμα των «Clerk & Lindsell on Torts», 15th edition, Chapter 17, αναφέρονται στην σελ. 843 υπό τον τίτλο ‘Standard of proof’ τα εξής:

 

“For proof of fraud, although the standard of proof for a criminal charge is not required, a high degree of probability will be required to satisfy the civil standard. “The more serious the allegation the higher the degree of probability that is required.”[i] “Charges of fraud should not be lightly made or considered. 

 

Στην παρούσα υπόθεση, η Ενάγουσα προέβαλε με την Έκθεση Απαίτησης της  στην παρ. 10 α – γ, τρεις λεπτομέρειες του κατ’  ισχυρισμό δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή συνωμοσίας των Εναγομένων 2 και 4. Θα πρέπει επομένως να εξετάσω αν έχει καταφέρει να αποδείξει στον απαιτούμενο αυστηρό βαθμό οποιανδήποτε από αυτές. Οι λεπτομέρειες που παρατέθηκαν συμφωνώ με την πλευρά των Εναγομένων ότι είναι ατελώς διατυπωμένες αλλά και γενικές, κάτι που τις καθιστά ανεπαρκείς λαμβανομένου υπόψη του αυστηρού επιπέδου απόδειξης. Σε μια αγωγή η οποία βασίζεται σε απάτη και δόλο θα πρέπει να παρατίθενται τα γεγονότα  και οι λεπτομέρειες τους ολοκληρωμένα.  Γενικοί ισχυρισμοί όσο δυνατοί και να είναι, είναι ανεπαρκείς ώστε να εκφράζεται ολοκληρωμένα αιτία αγωγής που να βασίζεται στον δόλο και/ή την απάτη (βλ. «Odgers on Pleading and Practice» Stevens and Sons, 1971, 20th edition, Fraud, pg.206).              

 

Στην Κύπρο δεν υφίσταται νομοθετική πρόνοια αναφορικά με το αστικό αδίκημα της συνομωσίας πλην όμως αυτό αναγνωρίζεται από το Κοινοδίκαιο και συνεπώς ισχύει και μπορεί να εφαρμοστεί και στην Κύπρο δυνάμει του Άρθρου 29 (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60(βλ. υπόθεση Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 CLR 50).

 

Ο ορισμός της συνωμοσίας δόθηκε ήδη από το 1868 και συγκεκριμένα στην υπόθεση Mulchy v. R [1868] L.R. 3 (HL) 306, σελ. 317, όπου η Βουλή των Λόρδων τον καθόρισε ως ακολούθως (βλ. Bhandari v Advocates Committee [1956] 1 W.L.R. 1442:

 

«A conspiracy consists not merely of the intention of two or more, but in the agreement of two or more to do an unlawful act, or to do a lawful act by unlawful means.

 

I have used the word "combination" rather than the word "agreement" used in that definition and by Lord Simon LC, because the word "agreement" in this context does not mean an agreement in any contractual sense but a combination and common intention to do the act which is the object of the alleged conspiracy.  That Lord Simon LC was so using the word is, in my opinion, clear from later passages in his speech: see also the other speeches in the Croffer Hand Woven case (1942) LR 3 HL 306 at 317.»

(βλ. επίσης Belmont Finance Corporation v Williams Furniture Ltd (No.2)  (1980) 1 All E.R. 303).

 

Για να επιτύχει σε θεραπεία η Ενάγουσα, ισχυριζόμενη εις βάρος της συνωμοσία, θα πρέπει, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα «Halsburys Laws of England», 4η έκδοση, Reissue, Τόμος 45(2), para. 697, να θεμελιώσει:

 

«

1.     an agreement between two or more persons;

2.     either, where the means are lawful, an agreement the real and predominant purpose of which is to injure the claimant or, where the means are unlawful, an agreement a purpose of which is to injure the claimant; and

3.     that acts done in execution of that agreement resulted in damage to the claimant.»

 

Σε μετάφραση στην Ελληνική:

«

1.     συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων·

2.     είτε, όπου τα μέσα είναι νόμιμα, συμφωνία της οποίας ο πραγματικός και κυρίαρχος σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα είτε, όπου τα μέσα είναι παράνομα, συμφωνία της οποίας ο σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα· και

3.     πράξεις που τελέστηκαν εις εκτέλεση της συμφωνίας είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον ενάγοντα.»

 

(βλ. επίσης Χριστάκης Χριστοφόρου κ.ά. v Barclays Bank plc (2009) 1 Α.Α.Δ. 25). 

 

Από το ως άνω υπ’ αριθμό 2 συστατικό στοιχείο, προκύπτει ότι υπάρχουν δύο ειδών συνωμοσίες για πρόκληση βλάβης σε άλλο. Αυτές όπου η προώθηση του κοινού σκοπού γίνεται με νόμιμα μέσα και αυτές όπου η προώθηση του κοινού σκοπού επιτυγχάνεται με παράνομα μέσα.  Στην πρώτη περίπτωση, για να εγείρεται αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις θα πρέπει να καταδεικνύεται πως η βλάβη που προκλήθηκε ήταν ο κυρίαρχος σκοπός/στόχος της συνομωσίας. Με άλλα λόγια, η Ενάγουσα εν προκειμένω, οφείλει να αποδείξει ότι οι εναγόμενοι είχαν πρόθεση να προκαλέσουν βλάβη (intention to injure) στην Ενάγουσα (βλ. Kuwait Oil Tanker Company SAK and another v Al Bader and others (2000) EWCA Civ 160).

 

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 45, para. 1527:

 

«… where the acts done in combination are lawful acts, the determining factor is the presence or absence of intention to injure, that is to say to cause harm, and malevolence is not, it seems, an essential element of the tort of conspiracy. Even though the defendants’ acts are criminal offences under a statute they do not commit the tort of conspiracy unless they intend to injure the plaintiff.»

 

Στην Kuwait Oil Tanker (ανωτέρω), αναφέρθηκε πως δεν είναι αναγκαίο να καταδειχθεί ότι υπήρξε οτιδήποτε στη μορφή ρητής συμφωνίας.  Όπως δε εύστοχα λέχθηκε στην καθοδηγητική απόφαση στην Mulchy v. R (ανωτέρω), δεν μιλάμε για συμφωνία στα πλαίσια της εμπορικής έννοιας αλλά για από κοινού πρόθεση εξαπάτησης από τους Εναγομένους. Είναι δηλαδή ικανοποιητικό εάν δύο ή περισσότερα πρόσωπα συμφωνούν με κοινή πρόθεση ή ότι σκόπιμα συμφωνούν, έστω και σιωπηρά, για να επιτύχουν κοινό σκοπό που δεν είναι άλλος από την πρόκληση ζημιάς στην Ενάγουσα.  

 

Όπως στις αγωγές για δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις κ.λπ. έτσι και σε αγωγή για συνωμοσία προς εξαπάτηση θα πρέπει η Ενάγουσα, δυνάμει της Δ.19 θ.5 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, να δίδει πλήρεις λεπτομέρειες της συνωμοσίας. Σε σχέση με τις λεπτομέρειες που παρέθεσε με την Έκθεση Απαίτησης της η Ενάγουσα, ισχύουν τα όσα έχω ήδη αναφέρει και πιο πάνω σε σχέση με τις λεπτομέρειες που παρασχέθηκαν σε σχέση με τον δόλο και την απάτη.

 

Το επίπεδο απόδειξης του αδικήματος της συνομωσίας είναι επίσης αυστηρό όπως στις αγωγές για δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις κ.λπ. Στην πρόσφατη Αγγλική απόφαση Swain and others v. Swain plc and others [2015] EWHC 660, η οποία αφορούσε συνωμοσία προς εξαπάτηση στην οποία με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εναγομένων, το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής ως προς το επίπεδο απόδειξής:

 

«…since the allegations made against them are ones that impact on their honesty and integrity, it is right that I should remind myself that (a) the legal burden of proof rests throughout on the claimants, who must prove their case on the balance of probabilities, but (b) whilst the standard of proof in a civil case such as this is always the balance of probabilities, the more serious the allegation or the more serious the consequences of such an allegation being true the more cogent must be the evidence if the civil standard of proof is to be discharged.»    

 

Σε ελεύθερη μετάφραση στην Ελληνική:

 

«…επειδή οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν εναντίον τους είναι από εκείνους που επηρεάζουν την τιμιότητα και ακεραιότητα, είναι σωστό να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι (α) το νομικό βάρος απόδειξης βαραίνει καθόλη τη διάρκεια τους ενάγοντες, οι οποίοι πρέπει να αποδείξουν την υπόθεση τους επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όμως (β) ενώ το επίπεδο απόδειξης σε αστική υπόθεση όπως αυτή είναι πάντα το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, όσο πιο σοβαρός είναι ο ισχυρισμός ή όσο πιο σοβαρές είναι οι συνέπειες ενός τέτοιου ισχυρισμού αν είναι αληθής τόσο πιο πειστική θα πρέπει να είναι η μαρτυρία για να ικανοποιηθεί το αστικό επίπεδο απόδειξης.»  

 

Περαιτέρω στην Swain and others (ανωτέρω), το Δικαστήριο σε σχέση με το αυστηρό και αυξημένο βάρος απόδειξης σε αγωγές για απάτη κ.λπ. αναφέρθηκε αποσπασματικά στην απόφαση του και στα όσα σχετικά λέχθηκαν από τον Λόρδο Nicholls στην Re H (Minors) [1996] AC 563 στο ακόλουθο  απόσπασμα:

 

« the more serious the allegation the less likely it is that the event occurred and hence the stronger should be the evidence before court concludes that the allegation is established on the balance of probabilities.»         

 

Στην υπόθεση Λειβαδιώτης ν. Μιχαήλ (1999) 1(Γ) ΑΑΔ 1778 λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με το βάρος απόδειξης στις πολιτικές υποθέσεις το οποίο θα πρέπει να είναι πέραν του συνήθους του ισοζυγίου των πιθανοτήτων:

 

« Ότι ο βαθμός της απόδειξης σε ορισμένες αστικές υποθέσεις μπορεί να είναι πέραν του συνήθους του ισοζυγίου των πιθανοτήτων είναι γεγονός. Η νομολογία αναγνωρίζει την αρχή της κοινής λογικής ότι ο βαθμός της πιθανότητας μπορεί να ποικίλει ανάλογα με το είδος της υπόθεσης, αφού η βεβαιότητα με την οποία μπορεί να αισθάνεται ικανοποιημένο το Δικαστήριο είναι συνάρτηση της φύσης και της σοβαρότητας της υπόθεσης την οποία έχει να αποφασίσει και της μαρτυρίας την οποία έχει να εκτιμήσει».    

 

Ερχόμενος τώρα στο περιεχόμενο της Έκθεσης Απαιτήσεως της Ενάγουσας, ιδιαίτερα στο βαθμό που αφορά τους Εναγόμενους 2 και 4, κρίνω ότι η Ενάγουσα παρέλειψε να δικογραφήσει συγκεκριμένα και λεπτομερώς γεγονότα τα οποία θα υποστήριζαν την κατ’  ισχυρισμό της αποδιδόμενη σε αυτούς απάτη, δόλο, συνωμοσία κ.λπ. Σε αγωγή που βασίζεται επί των αδικημάτων της απάτης και/ή του δόλου και/ή της συνομωσίας, αυτή πρέπει να εκφράζεται ολοκληρωμένα με συγκεκριμένα γεγονότα και λεπτομέρειες.  Γενικοί ισχυρισμοί όσο δυνατοί και να είναι, είναι ανεπαρκείς ώστε να εκφράζεται ολοκληρωμένα αιτία αγωγής που να βασίζεται στον δόλο και/ή την απάτη (Βλ. «Odgers on Pleading and Practice», Stevens and Sons 1971, 20th edition, ‘Fraud’, pg.206). Σε αντίθεση με άλλες αιτίες αγωγής όπου η δικογραφία αποτελεί το μέσο καταγραφής των εκατέρωθεν ουσιωδών και κατά συνοπτικό τρόπο ισχυρισμών, στην περίπτωση που η απαίτηση εδράζεται σε δόλο, απάτη, συνωμοσία προς εξαπάτηση κ.λπ. η Ενάγουσα οφείλει να δικογραφήσει στην απαίτηση της ολοκληρωμένα και να παραθέσει συγκεκριμένα γεγονότα με λεπτομέρειες. Εκείνο που παραμένει αμετάβλητο είναι η υποχρέωση της Ενάγουσας να παρουσιάσει σχετική μαρτυρία (και δη στην περίπτωση που ισχυρίζεται δόλο κ.λπ. αυξημένη και στερεή μαρτυρία) για να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς της (βλ. Λουκαΐδης v. Εκδοτικής Εταιρείας Αλήθεια Λτδ, (2003) 1 Α.Α.Δ. 22, σελ. 44).

 

Θα προχωρήσω στην εξέταση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου και κατά πόσο έχουν στη βάση αυτής αποδειχθεί οι λεπτομέρειες που δίδονται στη παρ. 10 της Έκθεσης Απαιτήσεως.

 

Στην παρ. 10 α της Έκθεσης Απαίτησης καταλογίζεται στους Εναγόμενους ότι:

 

«α) Δόλια και/ή συνωμοτώντας μεταξύ τους και/ή για να εξαπατήσουν τους ενάγοντες προχώρησαν σε μεταβίβαση των εργασιών και όλου του ενεργητικού των εναγομένων 1 στους εναγόμενους 4 οι οποίοι ανέλαβαν και συνέχισαν τις επικερδείς επιχειρήσεις των εναγομένων 1 με σκοπό να καταστούν αναξιόχρεοι και να αποφύγουν την πληρωμή των υποχρεώσεων τους προς τους ενάγοντες».

 

Σύμφωνα με την μαρτυρία που αποδέχθηκα πιο πάνω βρίσκω ότι δεν έγινε μεταβίβαση των εργασιών της Εναγομένης 1 προς την Εναγομένη  4. Αυτό επιβεβαιώθηκε από την κα Ε. Ελπιδώρου (Μ.Ε.4), η οποία  υπό την ιδιότητα της ως υπάλληλος του ελεγκτικού οίκου KPMG, ο οποίος κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ενεργούσε εκ μέρους της Εναγομένης 4 ήταν σε θέση να γνωρίζει πως συντελέστηκε αυτή η μεταβίβαση. Η Μ.Ε.4 σε σχετική ερώτηση που τις υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση της ξεκαθάρισε ότι δεν έγινε μεταβίβαση του κύκλου εργασιών της Εναγομένης 1 προς την Εναγομένη 4 αφού για να γινόταν κάτι τέτοιο θα έπρεπε να υποβληθεί σχετικό έντυπο στο Φ.Π.Α. με το οποίο να δηλώνεται ότι γίνεται ανάληψη εργασιών άλλης εταιρείας όπου και δεν επιβάλλεται Φ.Π.Α. ενώ στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που έγινε ήταν καθαρά αγορά των εμπορευμάτων και όχι μεταβίβαση των, για τα οποία μάλιστα αποδόθηκε και Φ.Π.Α. [βλ. Τεκμ. 13 (α) και (β)]. Η προσπάθεια του τελευταίου μάρτυρα της Ενάγουσας (Μ.Ε.5), να πείσει περί δήθεν μεταβίβασης «δρώσας οικονομικής μονάδας» προσέκρουσε στις διατάξεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αλλά και στην αντίθετη μαρτυρία της Μ.Ε.4, η οποία ήταν η καταλληλότερη να γνωρίζει, και έτσι δεν στάθηκε υποβοηθητική για  την εν λόγω θέση της Ενάγουσας. Ως εκ τούτου η μαρτυρία της πλευράς της Ενάγουσας στο ζήτημα αυτό κρίνεται ως αντιφατική.

 

Τον ισχυρισμό της πρώτης λεπτομέρειας της παραγράφου 10 της Ε/Α, δηλ. του κατά πόσον σκοπός της διευθέτησης μεταξύ Εναγομένων 1 και 4 ήταν «…να καταστούν αναξιόχρεοι και να αποφύγουν την πληρωμή των υποχρεώσεων τους προς τους ενάγοντες», «να απογυμνωθεί» κατά την έκφραση του κ. Γ. Καϊμακλιώτη (Μ.Ε.5) η Εναγόμενη 1 από τα περιουσιακά της στοιχεία, κρίνω ότι η Ενάγουσα απέτυχε να τον αποδείξει. Δεν απέδειξε έστω πρόθεση, και μάλιστα κοινή, ως απαιτεί η στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συνομωσίας από μέρους των Εναγομένων 2 και 4 να εξαπατήσουν την Ενάγουσα. Τόσο από την μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.4 όσο και από την μαρτυρία της κας Θεονίτσας Χ’’ Βασιλείου (Μ.Υ.), προκύπτει ότι η διευθέτηση μεταξύ των Εναγομένων  1 και 4 δεν παρουσιάζει οτιδήποτε το μεμπτό,  έγινε με κάθε διαφάνεια και μάλιστα η Εναγομένη 4 όντως εξόφλησε μεγάλες και όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις της Εναγομένης 1 προς τρίτους. Τουλάχιστον δεν παρουσιάστηκε οτιδήποτε που να αλλάζει αυτή την εντύπωση που αποκόμισα από τη μαρτυρία της κας Θεονίτσας Χ¨ Βασιλείου (Μ.Υ.). Συνεπακόλουθα, το αν ήταν σκοπός της εν λόγω διευθέτησης η εξαπάτηση της Ενάγουσας και μόνο αυτής, εφόσον σύμφωνα με αναμφισβήτητη  μαρτυρία έχουν εξοφληθεί από την Εναγομένη 4 πολύ υψηλότερες υποχρεώσεις της Εναγομένης 1, στερείται λογικής αλλά και ερείσματος στην δοθείσα μαρτυρία. Από μόνη της η πληρωμή του ποσού των Λ.Κ.61.161,45σ. ως Φ.Π.Α. για την αγοραπωλησία των εμπορευμάτων γεννά  εύλογο ερώτημα γιατί η Μ.Υ. να επιλέξει να καταβάλει αυτόν τον φόρο και να μη διαπραγματευτεί με την Ενάγουσα να της καταβάλει αυτό το ποσό τουλάχιστον έναντι του χρέους της Εναγομένης 1, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο διάθεση συνεργασίας με μια εταιρεία με την οποία η Εναγομένη 1 είχε μια μακρόχρονη, από το 1980 περίπου, εμπορική συνεργασία. Είναι φανερόν ότι η Μ.Υ. και κατά συνέπεια και ο Εναγόμενος 2 δεν γνώριζαν γι’ αυτή την απαίτηση της  Ενάγουσας. Δέχομαι δε τη θέση της κας Θεονίτσας Χ¨ Βασιλείου (Μ.Υ.) ότι είχε ξοφλήσει πέραν αυτών που ανέφερε στη δήλωση της και άλλους πιστωτές της Εναγόμενης 1, απλά δεν γνώριζε ότι ήταν αναγκαίο να κρατήσει στοιχεία ή να θυμάται λεπτομέρειες τους. Εξάλλου αυτό το είχε ισχυριστεί και ο ίδιος ο κ. Α. Καβαλλάρης (Μ.Ε. 2) «από ό,τι είχε πληροφορηθεί από συναδέλφους του.» Επομένως δεν μπορούσε να υποβάλλεται στην Μ.Υ. αντίθετη εισήγηση ότι δεν είχε πληρώσει οποιουσδήποτε άλλους πιστωτές της Εναγομένης 1.            

 

Σε σχέση με τη λεπτομέρεια  της παρ. 10 β της Έκθεσης Απαιτήσεως:

 

«β) Ενώ είχαν την δυνατότητα να αποπληρώσουν τόσο τις οφειλές τους όσο και να τιμήσουν τις επίδικες επιταγές δόλια και/ή συνωμοτώντας και/ή για να εξαπατήσουν τους ενάγοντες και/ή με ψευδείς παραστάσεις δεν πλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους για να εξαπατήσουν τους ενάγοντες και να τους εμποδίσουν στην είσπραξη των οφειλόμενων ποσών».

 

Σε σχέση με την πιο πάνω λεπτομέρεια έδωσαν σχετική μαρτυρία οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 από τη μαρτυρία των οποίων προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

Ο Μ.Ε.1, υπάλληλος της Ελληνικής Τράπεζας που κατά πάντα ουσιώδη χρόνο διαχειριζόταν τους λογαριασμούς της Εναγομένης 1 και δη τον λογαριασμό με τον οποίο συνδέονταν οι επιταγές του Τεκμ. 3, σε σχετική ερώτηση που του υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση  του ως προς το κατά πόσον η Εναγομένη 1 είχε τη δυνατότητα να αποπληρώσει τις επίδικες επιταγές απάντησε ότι τέτοια δυνατότητα δεν υπήρχε αφού ο λογαριασμός με τον οποίο συνδέονταν οι επιταγές παρουσίαζε την 13.02.2006, χρόνο κατά τον οποίο έκλεισε, χρεωστικό υπόλοιπο πέραν του επιτρεπόμενου ορίου παρατραβήγματος.

 

Ο Μ.Ε.2 δεν ήταν καν σε θέση να διευκρινίσει κατά πόσον η λεπτομέρεια της παραγράφου 10 β της Έκθεσης Απαίτησης, την οποία υιοθέτησε επί λέξει με την γραπτή του δήλωση (Έγγραφο Α), συμπεριλάμβανε την ισχυριζόμενη δυνατότητα αποπληρωμής μόνο την Εναγομένη 1 ή όλους τους Εναγομένους. Η απάντηση που έδωσε σε σχετική ερώτηση που του υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση ήταν ακόμη πιο ανακριβής αφού ο εν λόγω μάρτυρας απάντησε ότι «εννοώ τον πεθερό, εννοώ την γυναίκα του…» συνεχίζοντας με διάφορα άλλα περί δήθεν υποσχέσεων των εν λόγω προσώπων ότι θα του έδιναν ένα οικόπεδο, ισχυρισμός που ούτως ή άλλως δεν δικογραφήθηκε και έτσι θα πρέπει να απορριφθεί και εξ αυτού του λόγου. Σημειώνω ότι η κα Θεονίτσα Χ¨ Βασιλείου δεν είναι εναγόμενη και ως δικαιολογία γι΄αυτό ο Μ.Ε.2 επικαλέστηκε τους δικηγόρους του.

 

Ως προς τον ισχυρισμό περί δόλιας μη τίμησης των υποχρεώσεων τους ούτως ώστε να εξαπατήσουν την Ενάγουσα, εκτός από την Εναγομένη 1 η οποία εξέδωσε τις επιταγές του Τεκμ. 3, οι υπόλοιποι Εναγόμενοι 2 έως 4 καμία σχέση συμβατική ή άλλως πως δεν είχαν ή έχουν με την Ενάγουσα ούτε και καμία επαφή ή δοσοληψία δεν είχαν μεταξύ τους και συνεπακόλουθα ουδεμία υποχρέωση είχαν έναντι της Ενάγουσας. Προς τι επομένως  η συνωμοσία για να αποφύγουν μια  υποχρέωση την οποία ούτε καν γνώριζαν ότι είχαν όταν γινόταν η πώληση των εμπορευμάτων από την Εναγομένη 1 στην Εναγομένη 4.

 

Τέλος, σε σχέση με την λεπτομέρεια της παρ. 10 γ της Εκθέσεως  Απαιτήσεως:

 

«γ) Δόλια συνωμοτώντας με ψευδείς παραστάσεις και για να εξαπατήσουν τους ενάγοντες και να τους αποστερήσουν από την δυνατότητα είσπραξης των οφειλόμενων ποσών εναλλάσσονται στις θέσεις των αξιωματούχων των εναγομένων 1 και 4 για να παρεμποδίσουν τους ενάγοντες από την είσπραξη των οφειλών τους».

 

Σχετικά με τον εν λόγω ισχυρισμό είναι τα Τεκμ. 1 και 2 (ηλεκτρονική έρευνα του Έφορου Εταιρειών για την Εναγομένη 1) και του Τεκμ. 17 (ηλεκτρονική έρευνα του Έφορου Εταιρειών για την Εναγομένη 4) το περιεχόμενο των οποίων είχε δηλωθεί ως παραδεκτό. Ας μη διαφεύγει της προσοχής ότι μια εταιρεία (όπως η Εναγομένη 1) αποτελεί ξεχωριστή νομική οντότητα η οποία ευθύνεται κατ’ αποκλειστικότητα για τις υποχρεώσεις της εκτός στις περιπτώσεις όπου υφίσταται κάποια εκ των εξαιρέσεων για άρση του εταιρικού πέπλου (βλ. Salomon v. Salomon & Co [1897] AC 22) και αφετέρου μια εταιρεία ευθύνεται για τις πράξεις των διευθυντών και/ή αξιωματούχων της, εφόσον τούτες συνιστούν πράξη της εταιρείας, οι οποίες αποτελούν αστικό αδίκημα (tort) (βλ. New Zealand Guardian Trust v Brooks [1994]). Σε κάθε περίπτωση, είτε εναλλάσσονταν οι αξιωματούχοι είτε όχι η Ενάγουσα θα μπορούσε να εισπράξει τα οφειλόμενα της από την Εναγομένη 1 η οποία είναι άλλωστε η εκδότρια των επιταγών. Εναντίον δε της Εναγομένης 1 σημειώνω ότι  έχει ήδη εκδοθεί απόφαση.

 

Από τα Τεκμ. 1, 2 και 17 και τα παραδεκτά γεγονότα τα οποία κατέγραψα πιο πάνω, προκύπτουν τα ακόλουθα αναμφισβήτητα γεγονότα:

 

(α) Ο Εναγόμενος 2 υπήρξε διευθυντής της Εναγομένης 1 από τις 28.06.2005 μέχρι την 02.01.2006 ενώ ο Εναγόμενος 3 διορίστηκε ως διευθυντής την 02.01.2006, θέση την οποία κατείχε μέχρι και τον πρόσφατο θάνατο του (βλ. Τεκμ. 1 και 2). Δηλαδή, ο Εναγόμενος 2 υπήρξε διευθυντής της Εναγομένης 1 για περίοδο περίπου 6 μηνών μόνο και στην συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον Εναγόμενο 3.

 

(β) Στην Εναγόμενη 4 δεν υπήρξε καμία αλλαγή στους διευθυντές της (άρα και καμία εναλλαγή) από την σύσταση της την 30.12.2005 μέχρι και σήμερα (βλ. Τεκμ. 17).

 

Από τα πιο πάνω εξάγεται ξεκάθαρα το συμπέρασμα ότι καμία «εναλλαγή»  κατά την έννοια που αποδίδει η Ενάγουσα  δεν έγινε των αξιωματούχων των Εναγομένων 1 και 4  κατά τα χρονικά διαστήματα που ενδιαφέρουν την παρούσα υπόθεση και σε διάφορες περιόδους όπως η Ενάγουσα ισχυρίζεται στην παράγραφο 6 της Έκθεσης Απαίτησης της. Σημαντικό στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι και το ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 δεν ήσαν διευθυντές της Εναγομένης 1 κατά τον χρόνο έκδοσης των επιταγών ενώ η Εναγομένη 4 δεν υφίστατο σαν εταιρεία κατά τον χρόνο έκδοσης των εν λόγω επιταγών.  Το ίδιο το περιεχόμενο των Τεκμ. 1, 2 και 17 καταρρίπτει όσα καταλογίζονται στους Εναγομένους στη λεπτομέρεια της παρ. 10 γ της Έκθεσης Απαιτήσεως.

 

Προκύπτει ξεκάθαρα από τα πιο πάνω νομολογηθέντα ότι η Ενάγουσα, από την στιγμή που προέβαλε τόσο σοβαρούς ισχυρισμούς εναντίον των Εναγομένων 2 και 4 και μάλιστα αποδίδοντας τους τα αδικήματα του δόλου, της απάτης και της συνομωσίας, υπείχαν αυξημένο, πέραν του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της, ως αυτοί εμπεριέχονται στις λεπτομέρειες της παραγράφου 10 α – γ της Έκθεσης Απαιτήσεως της, κάτι που δεν κατάφερε σύμφωνα με την πιο πάνω ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου.       

 

Στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου θα εξετάσω τα συστατικά στοιχεία των αποδιδόμενων από την Ενάγουσα στους Εναγομένους 2 και 4 αδικημάτων της απάτης, του δόλου, των ψευδών παραστάσεων και της συνομωσίας.

 

Σε σχέση με το αδίκημα της απάτης το Άρθρο 36 του Κεφ. 148 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το αδίκημα «… συvίσταται σε ψευδή παράσταση γεγovότoς …»  Ο κ. Α. Καβαλλάρης (Μ.Ε. 2), διευθυντής της Ενάγουσας είναι γεγονός ότι ανέφερε κατά την αντεξέταση του ότι ουδέποτε είχε οποιαδήποτε επαφή ή δοσοληψία με τους Εναγομένους 2 και  4, κάτι το οποίο επιβεβαίωσε και η κα Θεονίτσα Χ’’ Βασιλείου ως μάρτυρας για τους Εναγόμενους. Επομένως από τη στιγμή που δεν είχαν οποιανδήποτε επαφή ή δοσοληψία με την Ενάγουσα δεν μπορεί να τους αποδίδεται ψευδής παράσταση προς ζημιά της Ενάγουσας.  Άλλωστε, καμία μαρτυρία δεν έχει δοθεί εκ μέρους της Ενάγουσας για οποιαδήποτε παράσταση, είτε ψευδή είτε αληθή, των Εναγομένων 2 και 4 σε βάρος της. Έτσι κατά την άποψη μου δεν έχει αποδειχθεί ότι οι Εναγόμενοι 2 και 4 έχουν διαπράξει το αστικό αδίκημα της απάτης ή των  ψευδών παραστάσεων.

 

Σε σχέση με το αστικό αδίκημα του δόλου σχετική είναι η υπόθεση Ιακώβου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (ανωτέρω) στην οποία ερμηνεύτηκε η έννοια του δόλου όπου αναφέρθηκε ότι: «… αναφέρεται σε κάτι ανέντιμο ηθικώς ανάρμοστο, ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους ή υλικού οφέλους με άδικα μέσα…».

 

Η μαρτυρία κατέδειξε ότι όλες οι ενέργειες για την υλοποίηση της  αποδιδόμενης  διευθέτησης με την εξαγορά των περιουσιακών στοιχείων της Εναγομένης 1 από την Εναγομένη 4  έγιναν από την κα Θεονίτσα Χ¨ Βασιλείου (Μ.Υ.) όπως η ίδια παραδέχθηκε και όχι από τους Εναγομένους 2 και/ή 4. Όπως διαφάνηκε από την δοθείσα μαρτυρία, ακόμη και η διευθέτηση μεταξύ των Εναγομένων 1 και 4 να μπορούσε να θεωρηθεί ως δόλια, ενδεχομένως θα ενεχόταν σε αυτό το αδίκημα η κα Θ. Χ¨ Βασιλείου η οποία όμως δεν είναι εναγομένη κατ’ επιλογή των δικηγόρων της Ενάγουσας, όπως ανέφερε ο κ. Α. Καβαλλάρης (Μ.Ε.2). Θα πρέπει να εξεταστεί ποια είναι η ηθικά ανέντιμη συμπεριφορά των Εναγομένων 2 και 4 έναντι της Ενάγουσας όταν σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου: (α)  κατά τον χρόνο που εκδόθηκαν οι επιταγές δεν ήταν διευθυντής ο Εναγόμενος 2, (β) όταν δεν υφίστατο σαν εταιρεία κατά τον εν λόγω χρόνο η Εναγομένη 4, (γ) όταν η διευθέτηση μεταξύ των Εναγομένων 1 και 4 υπήρξε το αποτέλεσμα νομικής συμβουλής προς την κα Θεονίτσα Χ’’ Βασιλείου ούτως ώστε μετά τον θάνατο του συζύγου της, ο οποίος διαχειριζόταν κατ’ αποκλειστικότητα τις εργασίες και δοσοληψίες της Εναγομένης 1, να γίνει μια νέα αρχή στην επιχειρηματική της δράση που θα της απέφερε τα προς το ζην, (δ) όταν η εν λόγω διευθέτηση έγινε με διαφανείς και νόμιμες διαδικασίες  και (ε) όταν αγνοούσαν οι Εναγόμενοι 2 και 4 την έκδοση από την Εναγομένη 1 των επιταγών του Τεκμ. 3 ούτως ώστε να έχουν την παραμικρή δόλια πρόθεση να εξαπατήσουν την Ενάγουσα. Η μαρτυρία δεν κατέδειξε οποιανδήποτε ενέργεια από τους Εναγομένους 2 και 4 η οποία να αποσκοπούσε στο να προκαλέσει βλάβη στην Ενάγουσα και ούτε έχει καταδειχθεί  από αυτούς οποιαδήποτε ενέργεια η οποία να εμπερικλείει «…κακή συμπεριφορά και ηθική αισχρότητα…» ούτως ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ως δόλια. Επομένως ούτε και αυτό το αδίκημα δεν έχει αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό.    

 

Ως προς το αδίκημα της συνομωσίας προς εξαπάτηση, είναι κοινά παραδεκτό το γεγονός της μη εμπλοκής των Εναγομένων 2 και 4 στη διευθέτηση που έγινε μεταξύ των Εναγομένων  2 και 4. Θα πρέπει δε εδώ να παρεμβάλω ότι με την αποδοχή της μαρτυρίας της κας Θεονίτσας Χ¨ Βασιλείου αποδέχομαι ταυτόχρονα και την άγνοια των ως άνω Εναγομένων για την ύπαρξη των επίδικων επιταγών και του χρέους που κατ’ ισχυρισμό είχε η Εναγομένη 1 προς όφελος της Ενάγουσας. Στη βάση των πιο πάνω δεν βρίσκω ότι υπήρξε συνωμοσία των ως άνω Εναγομένων είτε μεταξύ τους είτε με άλλα πρόσωπα για να παραβλάψουν τα συμφέροντα της Ενάγουσας.  Η διευθέτηση μεταξύ των Εναγομένων 1 και 4  έγινε με τη χρησιμοποίηση νόμιμων μέσων και έτσι θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον δόθηκε μαρτυρία από την  Ενάγουσα ικανή στον αυστηρό βαθμό που απαιτείται για να καταδείξει ότι πραγματικός και κυρίαρχος σκοπός των Εναγομένων 2 και 4 μέσω της διευθέτησης μεταξύ Εναγομένων 1 και 4 ήταν η πρόκληση βλάβης στην  Ενάγουσα (βλέπε όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω με παραπομπή στο Σύγγραμμα «Halsburys Laws of England», 4η έκδοση, Reissue, Τόμος 45(2), para. 697). Στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου κρίνω ότι η Ενάγουσα απέτυχε να ικανοποιήσει με τη μαρτυρία που έδωσε η οποία θα πρέπει να κριθεί με αυστηρότητα ότι συντελέστηκε εις βάρος της το αδίκημα της συνωμοσίας από τους Εναγομένους 2 και 4.     

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ:

 

Καταλήγω ότι η αόριστη και ανακόλουθη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από πλευράς Ενάγουσας σε σχέση με τους ισχυρισμούς της εναντίον των Εναγομένων 2 και 4, σε συνδυασμό με τα όσα έχω περιγράψει και αναλύσει πιο πάνω αλλά και τη μαρτυρία που παρουσίασαν οι Εναγόμενοι μέσω της κας Θεονίτσας Χ¨ Βασιλείου (Μ.Υ.), έχοντας κατά νου και το επίπεδο ή βαθμό απόδειξης που βάρυνε την Ενάγουσα, με οδηγούν στο να απορρίψω την εκδοχή της Ενάγουσας η οποία παρέμεινε στη σφαίρα της εικασίας όπως ήταν και οι σχετικές αναφορές του κ. Γ. Καϊμακλιώτη (Μ.Ε.5) αλλά και του ίδιου του κ. Α. Καβαλλάρη (Μ.Ε.2) όπως έχουν καταγραφεί πιο πάνω στα αποσπάσματα που παρατέθηκαν από τη μαρτυρία τους.

 

Για όλους επομένως τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω είναι η κατάληξη μου ότι η Ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε νομική βάση επί της οποίας εδράζονται οι αξιώσεις της εναντίον των Εναγομένων 2 και 4. Ως εκ τούτου η αγωγή εναντίον των πιο πάνω εναγομένων απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εναγομένων 2 και 4 και εναντίον της Ενάγουσας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο σε ένα σετ εξόδων εφόσον οι Εναγόμενοι προέβαλαν κοινή Υπεράσπιση και εκπροσωπήθηκαν από τους ίδιους δικηγόρους.

 

 

 

                                                                        (Υπογρ.) .………………………………..                                                                                Χρήστος Γ. Φιλίππου, Α.Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ  ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Subject:  Civil/Other Actions/Final

Αναφορά:  Ακάλυπτες Επιταγές/Υπόλοιπο Πώλησης Εμπορευμάτων/ Δόλος, ψευδείς Παραστάσεις και Συνωμοσία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο