
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Α.Ε.Δ.
Αγωγή αρ. 2654/2014
Μεταξύ:-
SKY CAC LIMITED
Ενάγουσας
και
1. ΛΟΙΖΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ και ΛΟΥΙΖΑ ΜΙΧΑΗΛ υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ
2. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ σύζυγος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ Εναγόμενων
Αίτηση ημερ. 20/06/2023 για παράταση χρόνου καταχώρισης Έφεσης
Ημερομηνία: 25 Οκτωβρίου, 2023
Εμφανίσεις:
Για τους Εναγόμενους – Αιτητές : κα Γ. Πάτσαλου για κ. Κυριάκο Σιλβέστρου
Για την Ενάγουσα – Καθ΄ ης η αίτηση: κ. Α. Ζαχαρίου για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με αυτή την Αίτηση οι Αιτητές, Εναγόμενη 2 και Λοίζος Χριστοδουλίδης δια του Εναγόμενου 1, ζητούν Διάταγμα του Δικαστηρίου για παράταση του χρόνου για καταχώρηση ειδοποίησης έφεσης εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 09/05/2023 για περίοδο 2 ημερών από την έκδοση και ή την σύνταξη του παρόντος διατάγματος ή και σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο το Δικαστήριο ήθελε κρίνει εύλογο υπό τις περιστάσεις.
Η αίτηση καταχωρήθηκε μονομερώς, έλαβαν όμως γνώση και εμφανίστηκαν οι συνήγοροι της Ενάγουσας.
Η αίτηση βασίζεται στο άρθρο 155 του Συντάγματος, στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.35 Θ. 2, Δ.48 Θ.1,2,3,4, 8.(1) qq, Δ.57 Θ.2, Δ.64, Κεφ. 6 άρθρα 4,5,6 και 9, στον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 6) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2020 και στον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 1) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2021.
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η Αίτηση φαίνονται στην ένορκη δήλωση της Άρτεμις Φιλίππου δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των κ.κ. Χρίστου Πουτζιουρή & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. το οποίο χειριζόταν την παρούσα αγωγή εκ μέρους των Εναγομένων/αιτητών. Μεταγενέστερα, σε αντικατάσταση του γραφείου τους ως δικηγόρος εμφανίστηκε για τους Εναγόμενους αφού καταχώρησε ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου ο δικηγόρος Κυριάκος Σιλβέστρου. Ως η ομνύουσα αναφέρει, είναι πλήρως εξουσιοδοτημένη από την Εναγόμενη 2 και τον ένα εκ των διαχειριστών του Εναγόμενου 1, Λοϊζο Χριστοδουλίδη να προβεί στην ένορκη δήλωση και γνωρίζει προσωπικά και πολύ καλά τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο από πληροφορίες που έλαβε από τον φάκελο της δικογραφίας όσο και από πληροφορίες που έλαβε από τον δικηγόρο Κυριάκο Σιλβέστρου που χειρίζεται προσωπικά την υπόθεση.
Η επίδικη απόφαση εκδόθηκε από το Δικαστήριο την 09/05/2023 όμως ο δικηγόρος Κυριάκος Σιλβέστρου έλαβε γνώση της την 15/05/2023 εφόσον του στάλθηκε ηλεκτρονικά από το Δικαστήριο. Ο πιο πάνω δικηγόρος μετά την επιφύλαξη της απόφασης στην παρούσα αγωγή μετέβηκε στην Αυστραλία για σκοπούς εργασίας όπου παραμένει μέχρι και σήμερα και θα επανέλθει στην Κύπρο εντός του ερχόμενου Ιουλίου. Όταν ο Κυριάκος Σιλβέστρου έλαβε γνώση της απόφασης ενημέρωσε τηλεφωνικά τους Εναγόμενους για το αποτέλεσμα της αγωγής και τους προώθησε αντίγραφο της απόφασης συμβουλεύοντάς τους όπως καταχωρήσουν Ειδοποίηση Έφεσης επειδή η απόφαση του Δικαστηρίου έχει δημιουργήσει βάσιμους και τεκμηριωμένους λόγους Έφεσης. Μόλις οι Εναγόμενοι πήραν αντίγραφο της απόφασης ζήτησαν και δεύτερη γνώμη από τον δικηγόρο Χρίστο Πουτζιουρή για την πιθανότητα επιτυχίας της Έφεσης που θα καταχωρούσαν και ο τελευταίος τους πληροφόρησε ότι συμφωνεί ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη εφόσον παρέλειψε να αποφασίσει για σημαντικά επίδικα θέματα της αγωγής όπως το θέμα των καταχρηστικών ρητρών στις επίδικες συμφωνίες και για το θέμα του τόκου υπερημερίας αφού χωρίς αιτιολόγηση της απόφασής του το Δικαστήριο απέδωσε τόκο υπερημερίας στους Ενάγοντες. Επίσης το Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας αναφορικά με τα επίδικα θέματα και έκανε τελικά ευρήματα κατά το στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας των μαρτύρων. Οι Εναγόμενοι έδωσαν οδηγίες στον Κυριάκο Σιλβέστρου να καταχωρήσει Ειδοποίηση Έφεσης την περασμένη εβδομάδα, την οποία ετοίμασε ο δικηγόρος Χρίστος Πουτζιουρής για λογαριασμό και δια τον Κυριάκο Συλβέστρου κατόπιν συγκατάθεσης και των Εναγόμενων, η οποία ήταν έτοιμη για να καταχωρηθεί κατά την τελευταία ημερομηνία σύμφωνα με τους δικονομικούς θεσμούς.
Ο χρόνος για καταχώρηση της Ειδοποίησης Έφεσης κανονικά θα εξέπνεε την 20/06/2023 όμως δεν μπορούσαν να την καταχωρήσουν εκ μέρους του Κυριάκου Σιλβέστρου εφόσον δεν είχαν διοριστήριο Δικηγόρου και από τους δύο διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα Εναγόμενου 1 επειδή δεν εντόπισαν την άλλη διαχειρίστρια, Λουΐζα Μιχαήλ. Παρόλες τις προσπάθειές τους να την εντοπίσουν δεν τα κατάφεραν, όμως είχαν πληροφορίες για την κατοικία όπου διαμένει και θα προσπαθούσαν την επομένη να εξασφαλίσουν το διοριστήριο δικηγόρου για την καταχώρηση της Ειδοποίησης Έφεσης.
Οι Εναγόμενοι - αιτητές έδωσαν οδηγίες εμπρόθεσμα για την καταχώριση Έφεσης και αυτή ετοιμάστηκε από τον δικηγόρο και είναι έτοιμη να καταχωρηθεί μόλις εξασφαλιστεί το διοριστήριο και από την άλλη διαχειριστή του Εναγόμενου 1 εφόσον όπως πληροφορήθηκε από το Πρωτοκολλητείο δεν δέχονται την καταχώρηση Ειδοποίησης Έφεσης χωρίς την υπογραφή διοριστήριου και από τους δύο διαχειριστές, οι οποίοι σύμφωνα με το διάταγμα διαχείρισης, Τεκμήριο 1, ενεργούν από κοινού. Είναι η θέση της ότι υπάρχουν καλοί λόγοι έφεσης με προοπτική επιτυχίας και ότι το αιτούμενο διάταγμα είναι ορθό, δίκαιο και πρέπον να εκδοθεί καθώς δεν επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντα των Εναγόντων. Προσθέτει ότι τυχόν μη έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα αποστερήσει από τους αιτητές το συνταγματικό τους δικαίωμα για προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, εφόσον δεν έχουν αδιαφορήσει για την υπόθεση τους. Σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα τότε οι αιτητές θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη που δεν μπορεί να αποζημιωθεί και ή επανορθωθεί αφού θα χάσει την κύρια κατοικία της η Εναγόμενη 2 και τα παιδιά της που μένουν μαζί της.
Η Ενάγουσα – Καθ’ ης αίτηση καταχώρισε ένσταση στην Αίτηση.
Η ένσταση στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.35 Θ 1,2,3,4,5,6,7, Δ.48 Θ 1,2,3,4,5,6,7,8,9, Δ.57 Θ1,2,3,4, στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και στη σχετική Νομολογία.
Οι λόγοι ένστασης οι οποίοι παρατίθενται αυτούσιοι είναι οι ακόλουθοι:
1. Η αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη.
2. Οι αιτητές δε δικαιούται στις αιτούμενες θεραπείες.
3. Η αίτηση είναι παράτυπη και αντικανονική.
4. Η αίτηση υπεβλήθη καθυστερημένα χωρίς οιανδήποτε δικαιολογία.
5. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
6. Η παρούσα αίτηση είναι καταχρηστική και εκδικητική.
7. Η αίτηση αποσκοπεί στη πρόκληση καθυστέρησης.
8. Δεν παρατίθενται οποιαδήποτε στοιχεία που να δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
9. Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι παράτυπη και αντικανονική.
10. Τα γεγονότα που συνοδεύουν την αίτηση δεν αποτελούν λόγο έγκρισης της αίτησης.
11. Η αίτηση στηρίζεται σε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς.
12. Η αιτούμενη θεραπεία καταστρατηγεί το δικαίωμα των καθ’ ών η αίτηση για τέλος της εκκρεμοδικίας.
13. Η ενόρκως δηλούσα δεν είναι εξουσιοδοτημένο πρόσωπο.
14. Η αίτηση υποβάλλεται από λανθασμένους διάδικους.
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση φαίνονται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση του Κωνσταντίνου Χριστοφόρου, υπαλλήλου των Εναγόντων – Καθ’ ων η αίτηση, ο οποίος ως αναφέρει, γνωρίζει τα γεγονότα προσωπικά, από πληροφορίες που συνέλεξε από τους Ενάγοντες και από συμβουλή που έλαβε από τους δικηγόρους που χειρίζονται την υπόθεση και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από τους Ενάγοντες να προβεί στην ένορκη δήλωση.
Αρνείται τις παραγράφους 1 και 2 της ένορκης δήλωσης στην αίτηση και είναι η θέση του ότι η ενόρκως δηλούσα δεν είναι εξουσιοδοτημένο πρόσωπο από όλους τους αναγκαίους διαδίκους για να προβεί στην ένορκη δήλωση. Περαιτέρω λέγει ότι, σε καμία περίπτωση η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι η Διαχειρίστρια Λουΐζα Μιχαήλ συμφωνεί για την καταχώρηση της παρούσας αίτησης και για την καταχώρηση έφεσης, ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση είναι παράτυπη, πρόωρη και εντελώς αστήρικτη και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί. Η δε αίτηση δεν υποβάλλεται με τους ορθούς διάδικους, αφού ως αναφέρεται στην αίτηση δεν συγκαταλέγεται στους αιτητές η συνδιαχειρίστρια και συνεπώς δεν μπορεί να εκδοθεί διάταγμα παράτασης για τον αποβιώσαντα, ο δε άλλος εναγόμενος , ήτοι η εναγόμενη 2 προφανώς καμία δυσκολία που να την απέτρεπε από το να καταχωρήσει έφεση εάν επιθυμούσε είχε και συνεπώς η αίτηση δεν δικαιολογείται. Η αίτηση δεν μπορεί να υποβάλλεται εκ μέρους ενός εκ των συνδιαχειριστών αφού ως ξεκάθαρα προκύπτει από την αίτηση τη διαχείριση την έχουν από κοινού 2 άτομα, η μια εκ των οποίων δεν είναι διάδικος και δεν έδωσε οδηγίες να καταχωρηθεί η αίτηση.
Αρνείται τις παραγράφους 3 - 9 της ένορκης δήλωσης στην αίτηση και είναι η θέση του ότι ο Δικηγόρος των Εναγόμενων Κυριάκος Σιλβέστρου, ως τον ενημερώνουν οι δικηγόροι των Εναγόντων, επικοινώνησε τηλεφωνικώς στις 10/05/2023 με τον κ. Α. Ζαχαρίου ρωτώντας τον κατά πόσο είχε εκδοθεί απόφαση στην παρούσα αγωγή. Ο τελευταίος τον ενημέρωσε πως πράγματι έχει δοθεί απόφαση στις 09/05/2023 και το αποτέλεσμα της. Ο δικηγόρος των Εναγόμενων γνώριζε τουλάχιστον από τις 10/05/2023 για την έκδοση της απόφασης ήτοι μία ημέρα μετά την έκδοση της, υπήρχε δε αρκετός χρόνος για να μελετηθεί η απόφαση και να ενημερωθούν οι Εναγόμενοι. Σε κάθε περίπτωση είναι ξεκάθαρο ότι έλαβαν γνώση όλοι οι Εναγόμενοι για την απόφαση. Είναι δε άξιο απορίας πώς ενημερώθηκαν όλοι οι Εναγόμενοι, πώς έδωσαν όλοι οι Εναγόμενοι οδηγίες για καταχώρηση έφεσης, ως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, η οποία και ετοιμάστηκε έγκαιρα και εμπρόθεσμα μεν αλλά ταυτόχρονα να μην εντοπίζεται η συνδιαχειρίστρια, η θέση της οποίας είναι αναγκαία για να δοθούν οδηγίες εκ μέρους του Εναγόμενου 1, αποβιώσαντα.
Είναι επίσης η θέση τους ότι δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας για το από πότε την ψάχνουν και ούτε και εξηγούν γιατί αφού εξασφάλισαν την διεύθυνση κατοικίας της ως ισχυρίζονται, δεν εξασφάλισαν ήδη το διοριστήριο ώστε να μπορούσε να καταχωρηθεί η έφεση εμπρόθεσμα. Η προθεσμία για έφεση εξέπνεε τη μέρα που καταχωρήθηκε η αίτηση, στην οποία αναφέρεται ρητά ότι τότε, ακόμη και με βάση τους δικούς τους ισχυρισμούς, είχε ήδη εντοπιστεί η κατοικία της, παρότι οι Καθ’ ων η αίτηση θεωρούν ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι και αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις. Αναφέρει επίσης ότι οι ισχυρισμοί της ενόρκως δηλούσας είναι αόριστοι και σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν την καθυστέρηση καταχώρησης έφεσης. Εν πάση περιπτώσει η απόφαση είναι ορθή και καμία πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης υφίσταται, η έφεση δεν έχει επισυναφθεί ούτε και επεξηγείται αναλυτικά η ουσία της προτιθέμενης έφεσης. Επίσης, καμία εξήγηση δε δίδεται γιατί υποβάλλεται ένορκη δήλωση από δικηγόρο και όχι κάποιους εκ των αιτητών, οι οποίοι και προφανώς είναι στην Κύπρο και έχουν επικοινωνία με τους δικηγόρους.
Ως εκ των ανωτέρω καμία βάσιμη δικαιολογία που να δικαιολογεί την ανατροπή των προθεσμιών που τίθενται για έφεση και την πρόκληση ζημιάς στους επιτυχόντες διαδίκους δεν δίδεται και ουδόλως δικαιολογείται έγκριση της αίτησης.
Προσθέτει επίσης ότι ο δικηγόρος των Εναγόμενων σε καμία περίπτωση δεν έχει λάβει οδηγίες για καταχώρηση έφεσης από όλους τους διαδίκους. Είναι δε άξιον απορίας πώς ο δικηγόρος έλαβε οδηγίες από τους Εναγόμενους ως η ενόρκως δηλούσα ισχυρίζεται χωρίς να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία και να την αναζητούν για την υπογραφή διοριστήριου έντυπου. Εν πάση περιπτώσει είναι η θέση των Εναγόντων ότι ένεκα της στενής συγγενικής σχέσης που έχουν ο Διαχειριστής κ. Λοϊζου Χριστοδουλίδης και η εναγόμενη 2 με την συνδιαχειρίστρια κα Λουΐζα Μιχαήλ η οποία είναι αδερφότεκνη του αποβιώσαντα ότι γνωρίζουν και είναι σε επικοινωνία με αυτή και θα μπορούσε κάλλιστα το διοριστήριο έγγραφο να υπογραφόταν νωρίτερα.
Σε κάθε περίπτωση η προθεσμία για έφεση έχει παρέλθει, η πιθανότητα των Εναγομένων για συνέχιση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο επίπεδο δικαιοδοσίας έχει εκλείψει και δεν έχει δοθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί αποστέρηση των Εναγόντων του δικαιώματος τους να απολαύσουν τους καρπούς της επιτυχίας τους στην παρούσα υπόθεση. Περαιτέρω, η ενόρκως δηλούσα αόριστα και χωρίς να καταδεικνύει το χρονικό διάστημα που δόθηκαν οι κατά ισχυρισμό οδηγίες από τους εναγόμενους για καταχώρηση έφεσης με σκοπό την δημιουργία λανθασμένων εντυπώσεων, αρκείται σε αοριστολογίες και δεν δικαιολογεί τον χρόνο που παρήλθε χωρίς να καταχωρηθεί έφεση εκ μέρους των Εναγόμενων.
Αρνείται τις παραγράφους 10, 11 και 12 της ένορκης δήλωσης στην αίτηση και είναι η θέση του ότι κανένας δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων των Εναγόμενων δεν θα προκληθεί, αφού είχαν υπόψη τους την προβλεπόμενη προθεσμία, ήταν ενήμεροι για τα δικαιώματα τους και καθυστέρησαν να τα εξασκήσουν, με αποτέλεσμα η προθεσμία να παρέλθει. Αρνείται τη θέση της ενόρκως δηλούσας, αλλά η τήρηση των προθεσμιών αποτελεί θέμα ουσίας και οι Ενάγοντες έχουν επιτύχει στην παρούσα αγωγή, η επιτυχία τους έχει καταστεί τελεσίδικη και με τυχόν έγκριση της αίτησης το εν λόγω ουσιαστικό δικαίωμα τους θα καταστρατηγηθεί, χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο.
Αρνείται τις παραγράφους 13 και 14 της ένορκης δήλωσης στην αίτηση και λέγει ότι οι προβαλλόμενοι ως λόγοι της καθυστέρησης δεν αποτελούν βάσιμη ή καλή δικαιολογία για παράταση του χρόνου καταχώρησης της έφεσης σύμφωνα και με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού οι Εναγόμενοι γνώριζαν εξαρχής τα δικαιώματα τους και τις προθεσμίες εντός των οποίων έπρεπε να τα ασκήσουν και καθυστέρησαν αδικαιολόγητα. Η δε κατ’ ισχυρισμό αδυναμία των δικηγόρων τους να εξασφαλίσουν υπογραφή διοριστήριου έγγραφου από την συνδιαχειρίστρια κα Λουΐζα Μιχαήλ, εάν ευσταθεί, υποδηλώνει ότι καμία οδηγία από όλους του αναγκαίους διαδίκους έχει λάβει ο Δικηγόρος των Εναγόμενων για την άσκηση έφεσης. Περαιτέρω, είναι η θέση των Εναγόντων ότι ο λόγος που δίδεται είναι παντελώς αβάσιμος και αντιφατικός με τον ισχυρισμό για λήψη οδηγιών για άσκηση έφεσης και δεν εξηγείται επαρκώς ούτε και μπορεί να αποτελέσει λόγο παράτασης και διαιώνισης της εκκρεμοδικίας μεταξύ των διαδίκων, γεγονός που θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στους Ενάγοντες.
Σύμφωνα με τη θέση του η αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη, τυχόν έγκριση της θα πλήξει ανεπανόρθωτα τα συνταγματικά δικαιώματα των Εναγόντων και το δικαίωμα τους για λήξη της εκκρεμοδικίας βάση των προνοούμενων προθεσμιών και θα προκληθεί αδικία και ανεπανόρθωτη ζημιά.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Σύμφωνα με τη Δ.35 Κ.2 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία περιλαμβάνεται στη νομική βάση της Αίτησης, δίδεται διακριτική ευχέρεια στα Δικαστήρια να παρατείνουν την προθεσμία (14 ημερών όταν πρόκειται για απόφαση σε αίτηση για διάταγμα) καταχώρισης έφεσης, προσβάλλοντας το περιεχόμενο πρωτόδικης απόφασης.
Επίσης η Δ.57 Κ.2 των ίδιων πιο πάνω Κανονισμών προνοεί για παράταση προβλεπόμενων από αυτούς προθεσμιών, ανεξάρτητα από την εκπνοή τους. Η Νομολογία, αντιμετωπίζοντας παρόμοια αιτήματα, έχει καθορίσει τα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
Διαφωτιστική είναι η υπόθεση Θεώδωρου Χόππη ν. Ιάκωβου Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 140, στην οποία έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Η διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αίτημα αυτής της φύσης (παράταση χρόνου) είναι πρωτογενής· επομένως συναρτάται αποκλειστικά με την κρίση για το βάσιμο του αιτήματος. Σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία έγινε εκτενής αναφορά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σ' αυτό τον τομέα δεν υπόκειται σε οποιουσδήποτε όρους, δηλαδή δεν αποκλείεται εκ προοιμίου ο συνυπολογισμός οποιουδήποτε γεγονότος στην κρίση του αιτήματος. Η νομολογία αποκαλύπτει ότι και σφάλμα του δικηγόρου, ακόμα και όταν αυτό οφείλεται σε αμέλεια, μπορεί να θεμελιώσει λόγο για την παράταση του χρόνου νοουμένου ότι το επιβάλλουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. [Βλ. The Turkish Co Operative Carob Marketing Society Ltd v. Lutfi Kiamil & Another, (1973) 1 C.L.R. 1, Erini Costa HadjiMichael v. Maria Karamichael and two Others (1967) 1 C.L.R. 61, Αδελφοί Ιακώβου (Κατασκευαί) Λτδ. ν. Χ"Νικόλα (1990) 1 Α.Α.Δ. 470, Σο-λιάτης & Συνεργάται ν. Α. Χριστοδουλίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1162 και Πεύκιος Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας, (Προσφ. Αρ. 547/90, ημερ. 30/4/92].
Αποκλειστικός οδηγός για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης είναι τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Οι προθεσμίες που τίθενται από τους Θεσμούς για τη λήψη δικονομικών μέτρων οριοθετούν το πλαίσιο για την καλή απονομή της δικαιοσύνης. Η τήρηση τους εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Για να γίνει δεκτό αίτημα για την παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης οι λόγοι της καθυστέρησης πρέπει να εξηγούνται και να αντισταθμίζουν ουσιαστικά τις δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του αντιδίκου και στο θεσμικό πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης. Η προθεσμία που τίθεται από τη Δ.35 Θ.2 για την άσκηση έφεσης είναι συνυφασμένη με την τελεσιδικία και τις αρχές της δικαιοσύνης που ταυτίζονται με αυτή. Μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης ο επιτυχών διάδικος μπορεί με βεβαιότητα να προσβλέπει στην άσκηση των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται με τη δικαστική απόφαση και το δημόσιο στην τελεσφόρηση των μηχανισμών της δικαιοσύνης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολο των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Όσο μικρότερο είναι το χρονικό διάστημα που διαρρέει μεταξύ της εκπνοής της προθεσμίας και της κίνησης του μηχανισμού για παράταση ανάλογα μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα αποδοχής του αιτήματος.»
Η ακρόαση διεξήχθη στην βάση των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την υπό κρίση αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις αγορεύσεις τους υποστήριξαν τις θέσεις των διαδίκων που ο καθένας εκπροσωπεί.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ
Οι Καθ’ ων η αίτηση μέσω της ένστασης τους και των γραπτών αγορεύσεων τους ήγειραν θέμα αναφορικά με την εγκυρότητα της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Αίτηση. Ήταν η θέση τους ότι αυτή προέρχεται από δικηγόρο και ότι καμιά εξήγηση δεν δόθηκε για το λόγο που δεν ορκίστηκαν οι ίδιοι οι Αιτητές.
Η νομολογία έχει κατ’ επανάληψη επισημάνει το ανεπιθύμητο της πρακτικής κατάρτισης και υποβολής ένορκης δήλωσης από δικηγόρο και ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, αν δεν είναι εμφανής ο λόγος, θα πρέπει να δίδεται εξήγηση ως προς το γιατί ομνύων είναι δικηγόρος και όχι ο διάδικος ή άλλο πρόσωπο.
Στην υπόθεση Dmitry Rybolovlev v. Elena Rybolovleva (2010) 1 Α.Α.Δ. 82 υπογραμμίστηκαν συναφώς τα εξής:
«Το θέμα της κατάρτισης και υποβολής σε δικαστική διαδικασία ένορκης δήλωσης από δικηγόρο, διέπεται από καλά καθιερωμένες αρχές που εκπηγάζουν από τη νομολογία. Αν χρειάζεται να τις συνοψίσουμε ξανά, θα λέγαμε ότι γενικά ομιλούντες, μια ένορκη δήλωση δεν αποκλείεται απλά επειδή ο ομνύων είναι δικηγόρος. Οι δικηγόροι όμως θα πρέπει να αποστασιοποιούνται από τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα θέματα και τυγχάνει γενικά ανεπιθύμητο να εμφανίζονται ως μάρτυρες ή ενόρκως δηλούντες σε δικαστική διαδικασία στην οποία εκπροσωπούν διάδικο, εκτός εάν αυτό είναι αναγκαίο. Αφ' ης όμως στιγμής δικηγόρος έχει με τον ένα ή άλλο τρόπο καταστεί μάρτυρας γεγονότων, τότε κωλύεται, λόγω ασυμβιβάστου, να συνεχίζει να εμφανίζεται χειριζόμενος την υπόθεσή του πελάτη του ως δικηγόρος. (Ahapittas v. Roc-Chic Ltd (1968) 1 C.L.R. 1, In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 319, Thanos Hotels Ltd v. Ιωάννου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1036).
Στις πιο πάνω καλά καθιερωμένες αρχές δεν κρίνουμε ορθό να προσθέσουμε ή να αναγνωρίσουμε και άλλη αρχή σύμφωνα με την οποία εάν ο ομνύων είναι δικηγόρος και δεν επεξηγεί με επάρκεια γιατί προβαίνει ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο πελάτης του, τότε η ένορκη δήλωση πάσχει και θα πρέπει ν' αγνοηθεί ή απορριφθεί. Ούτε και συμφωνούμε ότι μια τέτοια απόλυτη αρχή εξάγεται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Dulal Dulal (ανωτέρω). Απλά, στη προσφυγή εκείνη το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση, το οποίο επιλαμβανόταν ενδιάμεσης αίτησης στο πλαίσιο προσφυγής για αναστολή εκτέλεσης διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, έκρινε ότι θα έπρεπε ο ομνύων δικηγόρος να παράσχει κάποια εξήγηση γιατί προέβηκε ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο ίδιος ο αιτητής. Ενώ δε το Δικαστήριο εξέφρασε την άποψη ότι αυτός θα ήταν αρκετός λόγος γι' απόρριψη της αίτησης, εν τούτοις, προχώρησε και εξέτασε την ουσία της και την απέρριψε για άλλους λόγους, βασιζόμενο στα στοιχεία που παρατέθηκαν στην ένορκη δήλωση. Σημειώνεται ότι στην υπόθεση Dulal Dulal ο αιτητής, αν και ήταν υπήκοος της Μπαγκλαντές, κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν στην Κύπρο αναμένοντας την έκβαση της αίτησής του. Υπ' εκείνες τις περιστάσεις κρίθηκε ότι χρειαζόταν μια εξήγηση ως προς το γιατί δεν κατάρτισε ο ίδιος την ένορκη δήλωση. Θα σημειώναμε εδώ, σε αντιδιαστολή, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο με την ίδια μονομελή σύνθεση αποδέχτηκε ως κανονική ένορκη δήλωση δικηγόρου εκ μέρους αλλοδαπής αιτήτριας, εφόσον αυτή βρισκόταν στο εξωτερικό, χωρίς άλλη εξήγηση. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Svetlana Shalaeva v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Αρ. 869/2005, ημερ. 24.3.2006, επιλαμβανόμενο αίτησης της Δημοκρατίας για παροχή ασφάλειας εξόδων από την αλλοδαπή προσφεύγουσα, το ίδιο Δικαστήριο, και ορθά βέβαια, αποδέχθηκε και ενήργησε στη βάση Ένστασης που στηριζόταν σε ένορκη δήλωση δικηγόρου εκ μέρους της προσφεύγουσας-καθ' ης η αίτηση, η οποία είχε ήδη απελαθεί και βρισκόταν στο εξωτερικό.
Με αυτά ως δεδομένα, μπορούμε να δεχθούμε ως αρχή της νομολογίας αναφορικά με το θέμα παροχής εξήγησης ως προς το γιατί ομνύων είναι δικηγόρος και όχι διάδικος ή άλλο πρόσωπο, ότι κάποια εξήγηση προς τούτο απαιτείται, εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών. Στην υπό εξέταση δε περίπτωση, σύμφωνα με τον ομνύοντα δικηγόρο, η αιτήτρια-εφεσείουσα είναι μόνιμη κάτοικος Ελβετίας η οποία έχει την φροντίδα ανήλικου τέκνου του ζεύγους και η οποία επιλαμβανόταν λήψης δικαστικών μέτρων στην Ελβετία και σε άλλες χώρες κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αυτά τα στοιχεία, λαμβανόμενα υπόψη, μαζί με το στοιχείο του επικαλούμενου κατεπείγοντος του θέματος, δεν θα απαιτούσαν, κατά την άποψή μας την παροχή οποιωνδήποτε άλλων εξηγήσεων ως προς το γιατί τα αναγκαία γεγονότα τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου μέσω δικηγόρου ο οποίος αποκάλυψε ικανοποιητικά τις πηγές πληροφόρησής του.
Ο πρώτος τούτος Λόγος Έφεσης επομένως δεν μπορεί να ευσταθήσει.»
Στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανές ότι οι λόγοι που η δικηγόρος των Αιτητών επικαλείται στην ένορκη δήλωση για την καθυστέρηση καταχώρησης Ειδοποίησης Έφεσης αφορά το χειρισμό της υπόθεσης από τους ίδιους τους δικηγόρους. Δεν μπορεί να αναμένεται ότι ο ορθός υπολογισμός των ημερών για την καταχώρηση μιας Έφεσης ή η καταχώρηση διοριστηρίου είναι θέμα που απασχολεί τους ίδιους τους διάδικους αντί το δικηγόρο.
Είναι προφανές πως θα μπορούσε η ένορκη δήλωση να γινόταν από κάποιον από τους Αιτητές με βάση τις πληροφορίες που θα τους έδιδε η δικηγόρος τους ως προς το λόγο της μη εμπρόθεσμης καταχώρισης , όμως τουλάχιστο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα ήταν ορθό να μην λάβω υπόψη τη συγκεκριμένη ένορκη δήλωση μόνο για το λόγο ότι υπογράφεται από τη δικηγόρο. Η θέση αυτή του Δικαστηρίου πιστεύω τεκμηριώνεται με αναφορά στις αρχές της νομολογίας όπως αυτές διατυπώθηκαν πιο πάνω.
Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα που έχουν εγείρει οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ’ ων η αίτηση σε σχέση με τη μη εξουσιοδότηση του δικηγόρου των Αιτητών από όλους τους Αιτητές αφού απουσιάζει η συγκατάθεση ενός εκ των δύο συνδιαχειριστών και το σχετικό διοριστήριο. Με βάση την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι δύο Διαχειριστές, Εναγόμενοι 1, με βάση το Τεκμήριο 1 ενεργούν από κοινού, ότι η συνδιαχειρίστρια Λουΐζα Μιχαήλ δεν έχει υπογράψει σχετικό διοριστήριο σε σχέση με την καταχώριση ειδοποίησης Έφεσης και ότι αυτός ήταν και ο λόγος που δεν καταχωρήθηκε η ειδοποίηση Έφεσης εντός του καθορισμένου χρόνου. Προκύπτει περαιτέρω, σαφώς, ότι η εν λόγω συνδιαχειρίστρια δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί. Με βάση τούτα τα δεδομένα, οι Καθ’ ων η αίτηση αμφισβητούν, εύλογα κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στην ένορκη δήλωση τους τη θέση ότι δόθηκαν οδηγίες από όλους τους Εναγόμενους για καταχώριση Ειδοποίησης Έφεσης (βλ. παρα. 6 στην ένορκη δήλωση στην Αίτηση).Τέτοια τοποθέτηση δεν συνάδει με το μη εντοπισμό της συνδιαχειρίστριας. Και καμία αντίκρουση της πιο πάνω θέσης δεν υπήρξε. Ούτε και πρόσθετη μαρτυρία για εξασφάλιση τέτοιας εξουσιοδότησης. Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι τόσο η θέση περί μη εντοπισμού της τελευταίας όσο και η θέση περί εντοπισμού της παρέμειναν αόριστες χρονικά. Απομένει, συνεπώς, να εξεταστεί η επίπτωση της μη ύπαρξης σχετικής εξουσιοδότησης της μίας εκ των δύο συνδιαχειριστών στην έκβαση της Αίτησης.
Κυπριακή Νομολογία επί του συγκεκριμένου σημείου απουσίας εξουσιοδότησης συνηγόρου δεν έχω εντοπίσει.
Έχω ανατρέξει σε αγγλική νομολογία και συγκεκριμένα στην υπόθεση John Shaw & Sons (Salford) Ltd v Shaw (1935) 2 K.B 113. Η πιο πάνω αγωγή αφορούσε αγωγή της Eνάγουσας εταιρείας εναντίον των Peter και John Shaw, διευθυντών της ενάγουσας για οφειλόμενο ποσό. Στην εν λόγω αγωγή το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε να απορρίψει την υπόθεση στη βάση υπεράσπισης ότι η αγωγή άρχισε χωρίς την εξουσιοδότηση της ενάγουσας εταιρείας. Στην πιο πάνω απόφαση ο Greer L.J πραγματεύτηκε το επίδικο ερώτημα κατά πόσο το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει το ερώτημα κατά πόσο η αγωγή κινήθηκε από εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους της εταιρείας. Λέχθηκαν στη σελ. 130 τα ακόλουθα διαφωτιστικά τα οποία θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω επί λέξει:
“In my judgment neither Lord Cave nor Lord Atkinson nor Atkin L.J by what they said in Russian Commercial and Industrial Bank v Comptoir d’ Escompte de Mulhouse (1925) A.C.112 intended to lay down as a rule of law that when it is clear from the evidence given in an action that the supposed plaintiff did not authorize the bringing of the action, the Court is bound to allow the action to go on to judgment, and thereby allow judgment to be obtained in favour of a person or company, ex hypothesi not present in Court and not asking for a judgment, or against a person or company who have not been served with process and have never instructed any one to appear on their behalf.
I understand Daimler Co. v Continental Tyre and Rubber Co. to be a decision to the effect that where the Court is informed of facts which prove conclusively that the solicitors had no authority to bring the action, the action should be struck out. The want of authority was established by the failure of proof that the Continental Company had before the war clothed the English secretary with authority to commence actions on their behalf, and the in-capacity of the enemy directors in whom authority to bring actions was vested after the war had begun, made it clear to demonstration that the action was unauthorized.
In Russian Commercial and Industrial Bank v Comptoir d’ Escompte de Mulhouse the Court held that the evidence established that the English representative of the Russian corporation had authority to bring the action, but Lords Cave and Atkinson and Atkin L.J went beyond what was necessary to decide the case and expressed the opinion that the point of want of authority could not be raised by way of defence, but ought to be raised by notice of motion to stay or dismiss the action. These observations do not, in my judgment, mean that if the facts actually put in evidence prove that the solicitors commenced the proceeding without any authority from the named plaintiff, the Court ought to ignore those facts and give judgment in favour of or against a party who ex hypothesi is not present in Court. In my opinion the court has inherent jurisdiction to say “as it is clearly established that the action has been brought by solicitors who were not authorized by the named plaintiff to bring it, we will strike it out”. (υπογράμμιση δική μου).
Θεωρώ ότι προκύπτει καθαρά από το πιο πάνω απόσπασμα η συμφυής εξουσία του Δικαστηρίου σε περιπτώσεις που η αγωγή έχει καταχωρηθεί από μη εξουσιοδοτημένους από τον Ενάγοντα δικηγόρους να απορρίψει την υπόθεση. Αυτό βέβαια, σύμφωνα με τον πιο πάνω Δικαστή ισχύει όταν με βάση τα γεγονότα που έχουν παρουσιαστεί ως μαρτυρία αποδεικνύεται η μη εξουσιοδότηση.
Έχει τεθεί, όπως προανέφερα, ενώπιον μου το αποδεικτικό υπόβαθρο στο οποίο να μπορεί να στηριχτεί συμπέρασμα μη ύπαρξης εξουσιοδότησης από την Αιτήτρια, Εναγόμενη 1 προς τον δικηγόρο της. Η διαπίστωση αυτή ισχύει τόσο για την καταχώριση Ειδοποίησης Έφεσης όσο και για την παρούσα αίτηση. Έχουμε στην παρούσα εμφάνιση δικηγόρου εκ μέρους Εναγόμενου χωρίς ο τελευταίος να έχει τέτοια γνώση ή δίχως ο δικηγόρος να έχει εξουσιοδοτηθεί δεόντως από τον Εναγόμενο αυτό. Κατά συνέπεια κρίνω ότι ασκώντας τη συμφυή μου εξουσία στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας θα πρέπει να απορρίψω την αίτηση.
Στη βάση των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.): ………………………….
Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο