ΑΝΤΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΝΑΓΗ κ.α., Αρ. Αγωγής 346/2024, 20/3/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΤΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΝΑΓΗ κ.α., Αρ. Αγωγής 346/2024, 20/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

                                                ΑΝΤΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

                                                                                                                        Ενάγουσας

                                                                        και

 

1.    ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΝΑΓΗ

2.    ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΝΑΓΗ                                                                                                                                    Εναγομένων          

 

Αιτήσεις ημερ. 2.10.2024 και 13.1.2025 για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον των Εναγομένων 1 και 2

 

 

                                   

ΑΠΟΦΑΣΗ

Η απαίτηση της Ενάγουσας

 

Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε την 12.6.2024 και με αυτήν η Ενάγουσα αξιώνει τις ακόλουθες θεραπείες:

 

Α. Απόφαση και/ή Διάταγμα με το οποίο να διατάσσονται οι Εναγόμενοι και/ή οποιοσδήποτε εξ΄ αυτών και/ή οι αντιπρόσωποι και/ή πληρεξούσιοι και/ή συγγενείς τους και/ή οποιοδήποτε πρόσωπο σχετίζεται και/ή ενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους υπό οποιαδήποτε ιδιότητα και/ή έλκει οποιοδήποτε δικαίωμα και/ή συμφέρον και/ή οποιοσδήποτε φιλοξενούμενος τους όπως εκκενώσουν και παραδώσουν την κενή και ελεύθερη κατοχή και χρήση του ακινήτου που περιγράφεται στην παράγραφο Α του Εντύπου Απαίτησης και/ή  συμπεριλαμβανομένης της οικίας που έχει ανεγερθεί επί αυτού στην Ενάγουσα και/ή τους δικηγόρους της και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε εξουσιοδοτήσει και/ή υποδείξει η Ενάγουσα, εντός 3 ημερών από την επίδοση του Διατάγματος και/ή την έκδοση της απόφασης και/ή εντός οποιασδήποτε προθεσμίας ήθελε καθορίσει το Δικαστήριο. 

Β.  Διάταγμα που να απαγορεύει στους Εναγόμενους και/ή οποιονδήποτε εξ΄ αυτών και/ή τους αντιπροσώπους και/ή πληρεξούσιους και/ή συγγενείς τους και/ή οποιοδήποτε πρόσωπο σχετίζεται και/ή ενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους υπό οποιαδήποτε ιδιότητα από το να εισέρχονται στο ακίνητο που περιγράφεται στην παράγραφο Α του Εντύπου Απαίτησης.

Γ. Απόφαση και/ή Διάταγμα που να διατάζει τους Εναγόμενους και/ή οποιονδήποτε εξ' αυτών να πληρώσουν οποιαδήποτε τέλη και/ή άλλες επιβαρύνσεις που δυνατό να επιβληθούν από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή και/ή οποιουσδήποτε φόρους και/ή τέλη σκυβάλων, τους λογαριασμούς ρεύματος, νερού και τηλεφώνου και/ή οποιουσδήποτε φόρους και/ή τέλη και/ή λογαριασμούς που αφορούν το ακίνητο που περιγράφεται στην παράγραφο Α του Εντύπου Απαίτησης, συμπεριλαμβανομένου του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας, μέχρι την ημερομηνία παράδοσης της κενής και ελεύθερης κατοχής του.

Δ. Διάταγμα που να διατάζει τους Εναγόμενους και/ή οποιονδήποτε εξ' αυτών να μην προβαίνει σε οποιεσδήποτε μετατροπές, προσθήκες, επαυξήσεις εσωτερικά και/ή εξωτερικά του ακινήτου που περιγράφεται στην παράγραφο Α του Εντύπου Απαίτησης και/ή διάταγμα που να απαγορεύει στους Εναγόμενους και/ή οποιονδήποτε εξ' αυτών από το να προβαίνουν στις πιο πάνω ενέργειες.

Ε. Διάταγμα που να διατάζει τους Εναγόμενους και/ή οποιονδήποτε εξ αυτών να διατηρούν το ακίνητο που περιγράφεται στην παράγραφο Α του Εντύπου Απαίτησης σε καλή και λειτουργική κατάσταση, να το συντηρούν και/ή να προβαίνουν σε όλες τις αναγκαίες επισκευές και/ή επιδιορθώσεις με δικά τους έξοδα μέχρι την παράδοση της κενής και ελεύθερης κατοχής και χρήσης του στην Ενάγουσα.

Z. Διάταγμα που να διατάζει τους Εναγόμενους και/ή οποιονδήποτε εξ' αυτών να επιτρέπει στην Ενάγουσα και/ή στους αντιπροσώπους της να επισκέπτονται το ακίνητο που περιγράφεται στην παράγραφο Α του Εντύπου Απαίτησης εντός 5 ημερών από την αποστολή σχετικής ειδοποίησης προς οποιοδήποτε εκ των Εναγομένων.

Η. Διάταγμα που να διατάζει τους Εναγόμενους και/ή οποιονδήποτε εξ' αυτών να καλύψουν και/ή αποζημιώσουν την Ενάγουσα για οποιαδήποτε έξοδα και/ή ζημιές και/ή απώλεια και/ή βλάβη υποστεί ένεκα των πράξεων και/ή ενεργειών και/ή παραλείψεων των Εναγομένων και/ή οποιουδήποτε εξ' αυτών σε σχέση με το ακίνητο που περιγράφεται στην παράγραφο Α του Εντύπου Απαίτησης συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε χρηματικών ποινών επιβληθούν σε σχέση με το ακίνητο μέχρι την παράδοση της κενής και ελεύθερης κατοχής και χρήσης του στην Ενάγουσα.

 

Θ. Απόφαση και/ή Διάταγμα με το οποίο οι Εναγόμενοι να διατάσσονται όπως καταβάλουν αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα στην Ενάγουσα το ποσό των €3.600 μηνιαίως και/ή €900 εβδομαδιαίως από 27.5.2024 και/ή το αντίστοιχο της εκάστοτε ενοικιαστικής αξίας του ακινήτου που περιγράφεται στην παράγραφο Α του Εντύπου Απαίτησης μέχρι την παράδοση κενής και ελεύθερης της κατοχής του  σε αυτή, ως αποζημιώσεις για απώλεια της χρήσης και/ή της κατοχής και/ή ως ενδιάμεσα και/ή διαφυγόντα κέρδη και/ή ως αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και/ή για την ζημιά που η Ενάγουσα υπόκειται από την συνεχιζόμενη παράνομη επέμβαση των Εναγομένων επί του ακινήτου και της οικίας και/ή βάσει του δικαίου της αποκατάστασης (Restitution) και/ή της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Unjust Enrichment).

Στην  Έκθεση Απαίτησης η οποία είναι ενσωματωμένη στο Έντυπο Απαίτησης, η Ενάγουσα ισχυρίζεται πως είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ½ μεριδίου του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/[ ], Τεμάχιο [ ], Φ.Σχ. --/2-259-370, στην οδό [ ] στην Ορόκληνη της επαρχίας Λάρνακας.  Ο Εναγόμενος 1 ήταν μέχρι την 27.5.2024 ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του εν λόγω ακινήτου, η δε Εναγόμενη 2 είναι η σύζυγος και συγκάτοικος του Εναγόμενου 1. 

 

Σύμφωνα, πάντα, με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της, η Ενάγουσα συμμετείχε σε δημόσιο ηλεκτρονικό πλειστηριασμό δια του οποίου προσφερόταν προς πώληση το ½  μεριδίου του εν λόγω ακινήτου. 

 

Το ½ μερίδιο που προσφερόταν προς πώληση διά του πλειστηριασμού προέκυψε από την κατάρτιση Συμφωνίας Διανομής και Διαχωρισμού μεταξύ του Εναγόμενου 1, ως τότε ιδιοκτήτη, και των ιδιοκτήτη του υπόλοιπου ½ μεριδίου του ακινήτου.  Η συμφωνία κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο με αρ. Φακ. Κτηματολογίου 4/ΑΧ/196/2020.

Ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε από την ΚΕΔΙΠΕΣ μέσω ηλεκτρονικής ιστοσελίδας στις 27.3.2024. 

 

Η Ενάγουσα ήταν η επιτυχούσα προσφοροδότης και μετά την κατακύρωση της προσφοράς της εξόφλησε πλήρως το τίμημα αγοράς.  Ακολούθως, την 27.5.2024 η Ενάγουσα κατέστη η μόνη νόμιμα εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ½ μεριδίου του εν λόγω ακινήτου.  Με τη μεταβίβαση η Ενάγουσα υποκατέστησε πλήρως τον Εναγόμενο 1 ως συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία Διανομής και Διαχωρισμού. 

 

Με βάση τη Συμφωνία Διανομής και Διαχωρισμού, το ως άνω περιγραφόμενο ακίνητο είχε διαχωριστεί μεταξύ των ιδιοκτητών του σε δυο μερίδια, με τρόπο ώστε στο μερίδιο που αγόρασε η Ενάγουσα να περιλαμβάνεται και η οικία στην οδό [ ] 19, στην Ορόκληνη.  Στο Δελτίο Α που εκδόθηκε από την ΚΕΔΙΠΕΣ γινόταν ρητή αναφορά στη Συμφωνία Διανομής και πως στο μερίδιο που πωλείτο περιλαμβανόταν η επίδικη οικία, φωτογραφίες της οποίας επίσης περιλαμβάνονταν.

 

Με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 17.4.2024 ο Εναγόμενος 1 ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, την ελαττωματικότητα του πλειστηριασμού.  Με απαντητική επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 27.5.2024, η Ενάγουσα απέρριψε το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, ενώ κάλεσε τους Εναγόμενους όπως εντός 14 ημερών από την παραλαβή της επιστολής, εκκενώσουν το ακίνητο. 

 

Οι Εναγόμενοι αρνούνται και/ή παραλείπουν μέχρι σήμερα να εγκαταλείψουν το ακίνητο με αποτέλεσμα να έχουν καταστεί παράνομοι επεμβασίες.  Συνεπεία τούτου, η Ενάγουσα υπόκειται σε ζημιά ανερχόμενη σε €900 τη βδομάδα ή €3.600 μηνιαίως, το οποίο αντιπροσωπεύει την ενοικιαστικής αξία της οικίας. 

 

Οι Εναγόμενοι καταχώρησαν Σημείωμα Εμφάνισης στις 20.8.2024.

 

Μέχρι σήμερα οι Εναγόμενοι δεν καταχώρησαν Έκθεση Υπεράσπισης στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, πλην, όμως, ενώπιον του Δικαστηρίου εκκρεμεί αίτησή τους  ημερ. 17.12.2024 με την οποία επιδιώκεται η παράταση του χρόνου καταχώρησης της Έκθεσης Υπεράσπισης και η άδεια του Δικαστηρίου για την προσθήκη πρόσθετου διαδίκου και/ή εξ΄ ανταπαιτήσεως εναγόμενου σε ανταπαίτηση που ο Εναγόμενος 1 προτίθεται να καταχωρήσει εναντίον της Ενάγουσας και της ΚΕΔΙΠΕΣ.

Οι υπό εξετάση αιτήσεις

 

Με τις υπό κρίση αιτήσεις της ημερ. 2.10.2024 και 13.1.2025 η Ενάγουσα αξιώνει την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αντίστοιχα.  Η μεν αίτηση ημερ. 2.10.2024 στρέφεται εναντίον του Εναγόμενου 1, η δε αίτηση  ημερ. 13.1.2025 εναντίον της Εναγόμενης 2.  Σημειώνεται, περαιτέρω, πως με τις αιτήσεις επιδιώκεται η έκδοση διαταγμάτων ανάλογων των αιτητικών υπό (Α)-(Ε) του Εντύπου Απαίτησης, πλέον απόφαση για το ποσό των  €3.543 μηνιαίως και/ή €787 εβδομαδιαίως και/ή το αντίστοιχο της ενοικιαστικής αξίας του της επίδικης οικίας μέχρι την παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής  της στην Αιτήτρια.

 

Με δεδομένη τη συνάφεια των επίδικων ζητημάτων που εγείρονται στο πλαίσιο των δυο αιτήσεων και με τη σύμφωνη γνώμη των μερών, εκδόθηκε διάταγμα συνεκδίκασης τους.

 

Οι υπό κρίση αιτήσεις υποστηρίζονται από ένορκες δηλώσεις της Ενάγουσας όπου γίνεται λεπτομερής αναφορά των δικογραφημένων θέσεων της και επισυνάπτονται διάφορα τεκμήρια προς επιβεβαιώση των ισχυρισμών της.  Ειδικότερα, επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1 το Δελτίο Πλειστηριασμού και επισημαίνεται πως η ίδια ήταν η μοναδική και υψηλότερη προσφοροδότης στο πλαίσιο αυτού.  Η μεταβίβαση του ½ μεριδίου του εν λόγω ακινήτου επ΄ ονόματι της Αιτήτριας έγινε στις 27.5.2024 (βλ. Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωσης ημερ. 2.10.2024), ενώ, ως υποδεικνύεται, κατόπιν ολοκλήρωσης της διαδικασίας ξεχωριστών τίτλων ιδιοκτησίας με βάση τη Συμφωνία Διανομής και Διαχωρισμού, εκδόθηκε ξεχωριστός τίτλος ιδιοκτησίας επ΄ ονόματι της (βλ. Τεκμήριο  4).  Με βάση το Τεκμήριο 4, το ακίνητο φέρει πλέον αρ. εγγραφής 0/[ ], Φ/Σχ. --/2-259-370, Τμήμα 5, Τεμάχιο [ ] (στο εξής το «Επίδικο Ακίνητο»). 

 

Η σχετική αλληλογραφία των μερών επισυνάπτεται και αποτελεί τα  Τεκμήρια 5-8.   Είναι η θέση της Ενάγουσας ότι η αγορά του Επίδικου Ακινήτου έγινε νόμιμα και κανονικά και η ίδια αποτελεί καλόπιστο αγοραστή και κανένας δόλος και καμία παρανομία υπήρξε.   Οι δε Εναγόμενοι 1 και 2 επεμβαίνουν παράνομα στο Επίδικο Ακίνητο, προκαλώντας της ζημιές.  Επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 12 στην  ένορκη δήλωση ημερ. 2.10.2024, Έκθεση Εκτίμησης της αγοραίας αξίας του Επίδικου Ακινήτου, ενώ ως Τεκμήριο 13, εκτίμηση αναφορικά με την ενοικιαστική αξία του ακινήτου.

 

Με αναφορά στα δεδομένα της υπόθεσης και  ειδικότερα στο  ότι η ίδια είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του Επίδικου Ακινήτου και πως οι Εναγόμενοι δεν έχουν οποιαδήποτε πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης, ούτε συντρέχει λόγος για τον οποίο η υπόθεση και ειδικότερα το ζήτημα της παράδοσης κενής κατοχής του Επίδικου Ακινήτου να αποφασιστεί σε μεταγενέστερο στάδιο.  Τα δε ζητήματα που εγείρονται σε σχέση με τη διαδικασία του πλειστηριασμού δεν μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.  

 

Αναφέρεται, τέλος, πως στις 13.6.2024 ο Εναγόμενος 1 καταχώρησε την αγωγή 347/2024  εναντίον της Ενάγουσας και της ΚΕΔΙΠΕΣ, χωρίς, όμως, να αποταθεί για την έκδοση προσωρινού διατάγματος ή να καταχωρηθεί Έκθεση Απαίτησης.

 

Η ένσταση των Εναγομένων

 

Οι Εναγόμενοι καταχώρησαν ενστάσεις προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους ένστασης:

 

1.    Η αίτηση πάσχει και/ή το Δικαστήριο δεν δύναται να εκδώσει το οποιοδήποτε διάταγμα γιατί:

(ί) Στο αιτητικό υπό (Α) της αίτησης ζητούνται διατάγματα ώστε να διατάσσονται πρόσωπα και/ή πρόσωπα που δεν είναι καθ' ων η αίτηση στην αίτηση της Αιτήτριας και/ή τρίτα πρόσωπα όπως εκκενώσουν και/ή παραδώσουν ελεύθερη την κατοχή και χρήση της κατοικίας και/ή του Επίδικου Ακινήτου.

(ii) Το αιτούμενο υπό (Α) διάταγμα ζητείται χωρίς να προσδιορίζεται στο αιτητικό το επακριβές μερίδιο και/ή η έκταση στην εγγραφή που αναφέρεται πάρα μόνο το 1/2 μερίδιο της προγενέστερης εγγραφής.

(iii) Στο αιτητικό υπό (Γ) της αίτησης, ζητούνται διατάγματα ώστε να διατάσσονται πρόσωπα και/ή πρόσωπα που δεν είναι καθ' ων η αίτηση στην αίτηση της Αιτήτριας και/ή τρίτα πρόσωπα όπως καταβάλουν τέλη και/ή επιβαρύνσεις που δεν καθορίζονται και/ή δεν αποτελούν υποχρέωση των Εναγόμενων και το Δικαστήριο σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να διατάξει όπως οφειλές της Αιτήτριας καταβληθούν από τους Εναγόμενους και/ή έκαστο εξ΄ αυτών.

(iν)Στα αιτητικά υπό (Δ) και (Ε) της αίτησης ζητούνται διατάγματα ώστε να διατάσσονται πρόσωπα και/ή πρόσωπα που δεν είναι καθ' ων η αίτηση στην αίτηση της Αιτήτριας και/ή τρίτα πρόσωπα και/ή όπως υποχρεώνονται να προβαίνουν σε ενέργειες που δεν προκύπτουν από οποιαδήποτε συμβατική και/ή σύννομη υποχρέωση.

2. Οι  Καθ' ων η αίτηση έχουν καλή υπεράσπιση, ο δε Εναγόμενος 1 έχει υπεράσπιση και ανταπαίτηση, η οποία τους επιτρέπει να υπερασπιστούν στην αγωγή και/ή να προβάλουν την υπεράσπιση τους και την ανταπαίτηση του Εναγόμενου 1 εναντίον της Ενάγουσας και της ΚΕΔΙΠΕΣ.

3. Η κατοικία χρησιμοποιείται από τη θυγατέρα των Εναγομένων και την οικογένεια της δυνάμει άδειας χρήσης της η οποία δεν έχει λήξει. 

4. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις και/ή τα στοιχεία που απαιτούνται υπό τις περιστάσεις ώστε οι Εναγόμενοι να αποστερηθούν του δικαιώματος τους να ακουστούν στην υπόθεση τους ή να μην εφαρμοστεί το δικαίωμα ακρόασης τους και/ή  η αρχή της ισότητας των όπλων και/ή της εκατέρωθεν ακρόασης.

5. Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει τις αιτήσεις δεν έχει αποδεικτική αξία και/ή δεν αποτελεί ικανοποιητική μαρτυρία και δεν μπορεί να στηρίξει την έκδοση θεραπείας και δεν καθορίζονται σε αυτή οι ελάχιστες προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

6. Δεν έχει σταλεί οποιαδήποτε σύννομη ειδοποίηση και/ή ειδοποίηση και/ή δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος και/ή εύλογη προθεσμία για την παράδοση του ακινήτου, ως εκ τούτου η αγωγή είναι πρόωρη και/ή καταχωρήθηκε καταχρηστικά.

7. Δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις η έκδοση διατάγματος αποζημίωσης εφόσον οι Εναγόμενοι δεν επεμβαίνουν παράνομα στο ακίνητο αφού η άδεια χρήσης ουδέποτε τερματίστηκε νομότυπα.   Άνευ βλάβης και σε κάθε περίπτωση, η εκτίμηση που παρουσιάζει η Αιτήτρια δεν αποκαλύπτει την πραγματική ενοικιαστική αξία και/ή λήφθηκε με λανθασμένο τρόπο.

8. Παρά τη λήψη της επιστολής της Ενάγουσας ημερομηνίας 27.5.2024, οι Εναγόμενοι δεν είχαν οποιαδήποτε υποχρέωση να εγκαταλείψουν την κατοικία αφού δεν έχουν καταστεί παράνομοι επεμβασίες από μόνο το γεγονός της «μεταβίβασης» του ακινήτου στην Ενάγουσα/Αιτήτρια και/ή δεν έχει δοθεί προειδοποίηση και/ή εύλογος χρόνος και/ή σύννομος τερματισμός της ήδη προϋπάρχουσας σύννομης κατοχής του ακινήτου από τον Εναγόμενο 1 ως προηγούμενο ιδιοκτήτη και/ή μπορεί να θεωρηθεί ως χρονικός προσδιορισμός υποχρέωσης πληρωμής οποιουδήποτε ποσού ενοικιαστικής αξίας και/ή αποζημιώσεων. 

9. Είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, όπως οι Εναγόμενοι μη αποστερηθούν του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος τους όπως προβάλουν την υπεράσπισή τους στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Τυχόν έγκριση της αίτησης θα οδηγήσει σε αποστέρηση του δικαιώματος ακρόασης των Εναγομένων και/ή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και/ή της πρόσβασης στο Δικαστήριο.

10. Η παρούσα υπόθεση δεν ενδείκνυται για παράκαμψη της συνήθους διαδικασίας διεξαγωγής της δίκης, καθότι:

(i)         Η αναφερόμενη από την Αιτήτρια «παράνομη επέμβαση» συγκρούεται με το συνταγματικό δικαίωμα του Εναγόμενου 1 στην ιδιοκτησία και χρήση του ακινήτου του.

(ii)       Υπό τις περιστάσεις, οι ισχυρισμοί που προβάλλει η Αιτήτρια δεν είναι εύλογοι ή πιθανοί, ακόμα και σε ενδιάμεσο στάδιο, και/ή

(iii)     Εγείρονται πραγματικά ζητήματα και/ή η Αιτήτρια εξαιτείται την έκδοση διαταγμάτων τα οποία απαιτούν καθορισμό με μαρτυρία και/ή νομικά ζητήματα που δεν μπορούν να αποφασιστούν χωρίς να δοθεί η δυνατότητα παρουσίασης αυτών ενώπιον του Δικαστηρίου, και

(iv)     Τα πραγματικά γεγονότα χρήζουν διερεύνησης στο πλαίσιο ακροαματικής διαδικασίας.

11. Η αλλαγή στην ιδιοκτησία ακινήτου, δεν αποτελεί από μόνη της ικανοποιητικό παράγοντα για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, ιδιαίτερα δε στο πλαίσιο αίτησης για συνοπτική απόφαση. 

12. Οι Εναγόμενοι επικαλούνται συμπαιγνία και/ή δόλο και/ή παραπλανητικές δηλώσεις της Αιτήτριας με την ΚΕΔΙΠΕΣ και θα καταχωρήσουν όχι μόνο Έκθεση Υπεράσπισης αλλά και Ανταπαίτηση στη διαδικασία και/ή η διαδικασία διεξήχθη κατά παράβαση των σχετικών κανονισμών και της νομοθεσίας και ως εκ τούτου η διαδικασία είναι άκυρη. 

13. Η Ενάγουσα δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα και εντός της επιτακτικής προθεσμίας του σχετικού Κανονισμού το ποσό της αποδεχόμενης προσφοράς και η πώληση είναι άκυρη εκ του Νόμου, ενώ η Ενάγουσα και η ΚΕΔΙΠΕΣ  προχώρησαν κατά παράβαση του Νόμου στη μεταβίβαση του Επίδικου Ακινήτου στην Ενάγουσα.

Οι ενστάσεις υποστηρίζονται από ένορκες δηλώσεις των Εναγομένων 1 και 2 αντίστοιχα όπου προβάλλεται μια σειρά από θέματα με κύριο θέμα την υπεράσπιση των Καθ’ ων η αίτηση και ειδικότερα την αμφισβήτηση του τίτλου ιδιοκτησίας της Ενάγουσας λόγω κατ’ ισχυρισμό ακυρότητας της πώλησης και την απαίτηση τους για επανεγγραφή του Επίδικου Ακινήτου επ’ ονόματι του Εναγόμενου 1. 

 

Προβάλλεται, και από τους δύο Εναγόμενους, πως επιθυμούν να καταχωρήσουν υπεράσπιση όπου να περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ισχυρισμοί, πως:

 

α)  Δεν δόθηκε καμία σύννομη ή έννομη ειδοποίηση για παράδοση του Επίδικου Ακινήτου στην Ενάγουσα.

β)  Οι Εναγόμενοι ουδέποτε ήταν ή έχουν καταστεί παράνομοι επεμβασίες στο ακίνητο αφού ο Εναγόμενος 1 ήταν νόμιμος ιδιοκτήτης.

γ)  Η κατοικία κτίστηκε από τους Εναγόμενους 1 και 2, όπου  διαμένουν με την οικογένεια τους από το έτος 2011.

δ)  Δεν αποκαλύπτεται ή δεν αναφέρεται αν ήταν εφικτό να απομακρύνουν τα προσωπικά τους αντικείμενα από το σπίτι εντός 14 ημερών που καθόρισε η Ενάγουσα με την επιστολή της ημερομηνίας 27.5.2024, ενώ έχουν καταχωρήσει αγωγή για ακύρωση του πλειστηριασμού και διαδικασίας μέσω της οποίας πωλήθηκε το Επίδικο Ακίνητο.

 

Οι Εναγόμενοι στηρίζουν την υπεράσπιση τους  και την ανταπαίτηση του Εναγομένου 1 στα εξής:

 

1.    Υπήρξαν παραβιάσεις της νομοθεσίας σε σχέση με τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού αφού η περιγραφή του Επίδικου Ακινήτου στο Δελτίο-Ανακοίνωση της πώλησης μέσω Πλειστηριασμού ήταν παραπλανητική αφού:

(ί)    Δεν αναφερόταν κατά πόσον  το ακίνητο είναι ελεύθερης κατοχής ή  κατέχεται.

(ίί)   Οι σημειώσεις ήταν επίσης παραπλανητικές αφού η αναφορά «Ανοικτοί φάκελοι» σε συνδυασμό "κτίρια που δεν αναφέρονται στην εγγραφή", διαχωρισμός και διανομή με βάση το 29(8) Κεφ.224, έχοντας υπόψη το άρθρο αυτό αποθάρρυνε κάποιον υποψήφιο ενδιαφερόμενο αγοραστή.

(iii)   H αναφορά «χωρίς περισσότερες εγγυήσεις σχετικά με την ύπαρξη, το είδος ή την έκταση του ακινήτου...» επίσης θόλωνε αρνητικά την όποια εικόνα μπορούσε να λάβει κάποιος υποψήφιος ενδιαφερόμενος αγοραστή. Και τούτο ενώ τόσο η Ενάγουσα όσο και η ΚΕΔΙΠΕΣ γνώριζαν την ολοκλήρωση της χωριστής τιτλοποίησης, την επιβεβαίωση του εμβαδού και την απάλειψη κάθε εκκρεμούς φακέλου. Είναι δε η θέση των Καθ΄ων η αίτηση ότι εάν διδόταν σαφής περιγραφή και αναδεικνυόταν η προοπτική έκδοσης ξεχωριστού τίτλου, το στοιχείο αυτό θα μετρούσε ως θετικό, και όχι ως αρνητικό, στοιχείο για το ακίνητο.

(iv)  H σημείωση αρ. 4 για ενδεχόμενο επιβολής Φ.Π.Α. επιπρόσθετα της επιφυλασσόμενης τιμής και της προς κατακύρωση τιμής,  αποτελούσε στοιχείο  που απέτρεπε τον κάθε υποψήφιο ενδιαφερόμενο αγοραστή, γεγονός που γνώριζε τόσο η ΚΕΔΙΠΕΣ όσο και η Ενάγουσα.

(v)   Πρόσωπο που ενδιαφερόταν για αγορά του ακινήτου προσπάθησε να πληροφορηθεί περισσότερα για την νομική κατάσταση του ακινήτου από την ΚΕΔΙΠΕΣ και του λέχθηκε ανεπίσημα ότι υπήρχε συγκεκριμένος αγοραστής που θα το αγόραζε.

(vi)      Ενώ η Ενάγουσα και η ΚΕΔΙΠΕΣ γνώριζαν ότι αναμενόταν η ολοκλήρωση ξεχωριστού τίτλου που αύξανε και την αξία αλλά και προσέλκυε αγοραστές, συμφώνησαν να προχωρήσουν εσπευσμένα πριν την έκδοση του τίτλου με γνώση μόνο για την Ενάγουσα ότι έπεται τίτλος. Το αγοραστικό κοινό δεν είχε αυτή την ενημέρωση, αλλά αντίθετα δόθηκε λανθασμένη εικόνα.

 

2.    Υπήρξε δόλος και συμπαιγνία της Ενάγουσας με την ΚΕΔΙΠΕΣ που προηγήθηκε της πώλησης ώστε η Ενάγουσα να καταστεί αγοραστής του Επίδικου Ακινήτου, με ιδιαίτερο πλεονέκτημα στην προνομιακή αγορά του.  Ειδικότερα, οι Εναγόμενοι προβάλλουν ότι πριν από τον πλειστηριασμό βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις με την ΚΕΔΙΠΕΣ και κατέβαλλαν προσπάθειες για πώληση του Επίδικου Ακινήτου σε ψηλότερη τιμή, ήτοι €700,000, για σκοπούς διευθέτησης του δανείου τους.  Ένα μήνα πριν από τον προγραμματισμένο πλειστηριασμό, η Ενάγουσα επισκέφθηκε το Επίδικο Ακίνητο μέσω κτηματομεσίτη, αλλά δεν προέβηκε σε πρόταση για αγορά του.  Η Ενάγουσα γνώριζε πολύ καλά ότι ήδη από τον Μάρτιο και πριν την διεξαγωγή του πλειστηριασμού ότι η διαδικασία έκδοσης ξεχωριστού τίτλου στο Κτηματολόγιο είχε περάσει όλα τα στάδια και απέμενε η έκδοση χωριστού τίτλου. Πράγματι, η έκδοση ξεχωριστού τίτλου έλαβε χώρα την 27.6.2024, ήτοι σε πολύ σύντομο χρόνο από την ημερομηνία αγοράς του Επίδικου Ακινήτου.  Είναι δε η θέση των Καθ’ ων η αίτηση πως η όλη διεξαγωγή του Ηλεκτρονικού Πλειστηριασμού στις 27.3.2024 ξεκινώντας από προηγουμένως, τις προεργασίες, την ανακοίνωση, την πώληση και μετά μέχρι και την εγγραφή του ακινήτου ήταν μέρος δόλου και συμπαιγνίας της Ενάγουσας με την ΚΕΔΙΠΕΣ και παρανομίας από μέρους τους πετυχαίνοντας "προσυνεννοημένη πώληση" κατ΄ αποκλεισμό άλλων προσφορών ή ενδιαφερομένων ώστε να επιτευχθεί η αγορά του από την Ενάγουσα στο κατά πολύ μεγαλύτερο και χαμηλότερο της πραγματικής αξίας του, πολύ πιο κάτω τελικά και από το 80% της αγοραίας αξίας του,  ποσό.  Ειδικότερα, ως ποσό επιφυλασσόμενης τιμής καθορίστηκε το ποσό των €474.300, ενώ από επαφές που είχαν οι Εναγόμενοι με κτηματομεσίτες και εμπορευόμενους ακίνητα, η αγοραία αξία του ακινήτου ήταν τουλάχιστον €700,000. Το πιο πάνω ποσό επιβεβαιώνεται και από τις εκτιμήσεις που επικαλέστηκε η Ενάγουσα για το δάνειο της, αφού σύμφωνα με την εκτίμηση του Χρυσόστομου Ζακχαίου ημερομηνίας 21.5.2024, η αγοραία αξία με υπόθεση τίτλου καθορίζεται στις €635.000, ενώ ο Μηνάς Πάτσαλος εκτίμησε ως αγοραία αξία το ποσό των €658.780.

3.    Υπήρξε παραβίαση της επιτακτικής πρόνοιας των Κανονισμών 7(β)(ii) και (γ) των περί της Πώλησης Ενυπόθηκου Ακινήτου Κανονισμών Κ.Δ.Π. 185/2015 και των Κανονισμών 14(α) και (γ) των περί Πώλησης Ενυπόθηκου Ακινήτου μέσω Ηλεκτρονικού Συστήματος Πλειστηριασμού Κανονισμών Κ.Δ.Π. 346/2019, που προβλέπει την ακυρότητα της πώλησης σε περίπτωση μη πληρωμής του τιμήματος πώλησης εντός 20 ημερών από την ημερομηνία αποδοχής της προσφοράς, όπως έγινε και στην προκειμένη περίπτωση.

4.    Διαζευκτικά, τίθεται ως βάση για υπεράσπιση και ανταπαίτηση κατά της Ενάγουσας και της ΚΕΔΙΠΕΣ, η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 44Ε(1) του Μέρους VIA του Ν. 9/65 στο βαθμό που επιτρέπει και επιβάλλει αντίστοιχα την πώληση με επιφυλασσόμενη τιμή πώλησης το 80% της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου και τούτο, σύμφωνα με τους Εναγόμενους, σε αντίθεση με τις πρόνοιες του Συντάγματος αναφορικά με το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και στην ισότητα.

 

Με τις ενστάσεις τους οι Καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν, επίσης, θέματα που αφορούν την, κατά τους ίδιους, απουσία νόμιμου τερματισμού με εύλογη ειδοποίηση της υφιστάμενης κατοχής και άδειας χρήσης στα διαμένοντα στην οικία πρόσωπα (πέραν των ιδίων), καθώς επίσης σχετικών περιστάσεων της ιδιοκτησίας και κατοχής σειράς άλλων περιουσιακών στοιχείων στο ακίνητο, επίπλωσης, εξοπλισμού και εγκαταστάσεων.

 

Συμπληρωματικές Ένορκες Δηλώσεις

 

Οι δυο πλευρές προχώρησαν, συμφώνως των οδηγιών του Δικαστηρίου, σε καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων προς περαιτέρω υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους. 

 

Με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση της η Ενάγουσα επισημαίνει πως από τις ενστάσεις οι οποίες καταχωρήθηκαν προκύπτει πως η Εναγόμενη 2 δεν ήταν ποτέ ιδιοκτήτρια του Επίδικου Ακινήτου και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιείται να προβάλλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς αναφορικά με τη διαδικασία πλειστηριασμού.  Σημειώνεται, περαιτέρω, πως η αγωγή με αρ. 347/2024 που είχε καταχωρηθεί από τον Εναγόμενο 1 (και όχι την Εναγόμενη 2) έχει στο μεταξύ διακοπεί.

 

Η Ενάγουσα περαιτέρω ισχυρίζεται πως μετά την κατακύρωση της προσφοράς στις 27.3.2024, η ίδια και ο σύζυγος της έτυχαν έγκρισης δανείου για το ποσό των €504,000 από τραπεζικό ίδρυμα (βλ. σχετική επιστολή ημερ. 29.3.2024 - Τεκμήριο 1).   Η εν λόγω επιστολή προωθήθηκε στην ΚΕΔΙΠΕΣ, η οποία με ηλεκτρονικό μήνυμα της ζητούσε περαιτέρω έγγραφα για σκοπούς διενέργειας των επιβαλλόμενων δια του Νόμου ελέγχων για την παρεμπόδιση και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.  Έτσι, στις 11.4.2024 η Ενάγουσα απέστειλε στον αρμόδιο λειτουργό τα επιπρόσθετα έγγραφα και ζήτησε ενημέρωση αναφορικά με το όνομα του προσώπου στο οποίο θα εκδιδόταν η τραπεζική επιταγή (βλ. Τεκμήριο 2).  Ο αρμόδιος λειτουργός της ΚΕΔΙΠΕΣ επανήλθε με ηλεκτρονικό μήνυμα την 17.4.2024 αναφέροντας πως όλοι οι έλεγχοι είχαν διενεργηθεί με επιτυχία, καλώντας όπως το τίμημα πώλησης κατατεθεί σε συγκεκριμένο λογαριασμό άμεσα και όχι αργότερα από 24.4.2024 (βλ. Τεκμήριο 3).  Ως εκ τούτου, στις 24.4.2024 έγινε η σχετική κατάθεση (βλ. Τεκμήρια 4 και 5).  Με τούτο ως δεδομένο και έχοντας υπόψη  την από μέρους της προσφορά του τιμήματος πώλησης στις 11.4.2024 και την ετοιμότητα της για καταβολή του υπολοιπου ποσού την 29.3.3024, η Ενάγουσα ισχυρίζεται πως δεν υπήρξε παράβαση των αναφερόμενων από τους Καθ΄ων η αίτηση Κανονισμών . 

 

Τέλος, υποδεικνύεται πως στην επιστολή ημερ. 27.5.2024 με την οποία είχε ζητηθεί η παράδοση κενής κατοχής του Επίδικου Ακινήτου, επισυναπτόταν το σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής από όπου προέκυπτε ότι η Ενάγουσα ήταν η μόνη εγγεγραμμένη και νόμιμη ιδιοκτήτρια του ακινήτου. 

 

Με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση της Εναγόμενης 2 ημερ. 6.2.2025 απορρίπτονται οι θέσεις της Ενάγουσας και ειδικότερα τονίζεται το δικαίωμα χρήσης του Επίδικου Ακινήτου το οποίο απολαμβάνει η ίδια και της είχε παραχωρηθεί από τον Εναγόμενο 1.  Τέλος,  τονίζεται εκ νέου ο επιτακτικός χαρακτήρας των προνοιών των Κανονισμών 7(β)(ii) και (γ) των Κανονισμών Κ.Δ.Π. 185/2015 και των Κανονισμών 14(α) και (γ) των Κανονισμών Κ.Δ.Π. 346/2019 και η μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες αυτού.

 

Ακροαματική Διαδικασία

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία οι συνήγοροι προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους μέσω των προφορικών και γραπτών τους αγορεύσεων.  Έχω λάβει δεόντως υπόψη τα επιχειρήματα των δυο πλευρών και με δεδομένη την λεπτομερή ανάλυση τους δεν κρίνεται σκόπιμη η σύνοψη αυτών στην παρούσα απόφαση.  Αναφορά θα γίνει πιο κάτω στο βαθμό που κρίνεται αναγκαίο.

 

Νομική Πτυχή

 

Οι υπό κρίση αιτήσεις στηρίζονται στο Μέρος 24 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας το οποίο παραθέτει τη διαδικασία με την οποία το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει επί απαίτησης ή συγκεκριμένου ζητήματος χωρίς δίκη.

 

Με βάση τον Κανονισμό 24.2, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον Εναγομένου επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν κρίνει ότι:

 

1. Ο Εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος· και

2. Δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.

Σε σχέση με τη διαδικασία, ο Κανονισμός 24.3 διαλαμβάνει πως ενάγων δεν δύναται να αιτηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης μέχρις ότου ο εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, εκτός αν το δικαστήριο δώσει άδεια.  Περαιτέρω, προβλέπεται πως σε περίπτωση που ο ενάγων αιτείται την έκδοση συνοπτικής απόφασης προτού ο εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση καταχωρίσει υπεράσπιση, ο εναγόμενος δεν χρειάζεται να καταχωρίσει υπεράσπιση πριν από την ακρόαση.

 

Σύμφωνα, τώρα, με τον Κανονισμό 24.4, η αίτηση υποβάλλεται με βάση το Μέρος 23, η δε αίτηση ή η μαρτυρία η οποία περιέχεται ή αναφέρεται σε αυτή:

 

1.   Προσδιορίζει περιεκτικά οποιοδήποτε νομικό σημείο ή πρόνοια σε έγγραφο στα οποία στηρίζεται ο αιτητής και/ή

2.   Αναφέρει ότι υποβάλλεται διότι ο αιτητής πιστεύει ότι, με βάση τη μαρτυρία, ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης και σε οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις αναφέρει ότι ο αιτητής δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση ή το ζήτημα πρέπει να εκδικαστεί.

 

Κατόπιν εκδίκασης αίτησης δυνάμει του Μέρους 24, το δικαστήριο δύναται  να εκδώσει τα ακόλουθα διατάγματα:

 

(α) απόφαση επί της απαίτησης,

(β) διαγραφή ή απόρριψη της απαίτησης (σε περίπτωση που η αίτηση καταχωρείται από τον εναγόμενο),

(γ) απόρριψη της αίτησης,

(δ) διάταγμα υπό όρους, το οποίο απαιτεί από διάδικο να καταβάλει χρηματικό ποσό στο δικαστήριο, ή να πραγματοποιήσει συγκεκριμένο βήμα σε σχέση με την απαίτηση ή υπεράσπιση του διαδίκου, κατά περίπτωση, και προνοεί ότι η απαίτηση του διαδίκου αυτού θα απορρίπτεται ή το δικόγραφό του θα διαγράφεται αν ο διάδικος δεν συμμορφωθεί.

 

Το δικαστήριο δύναται, επίσης, να δώσει οδηγίες ως προς την καταχώριση και επίδοση υπεράσπισης και περαιτέρω οδηγίες για τη διαχείριση της υπόθεσης.

 

 

 

Εξέταση των εκατέρωθεν θέσεων

 

Προχωρώ στην εξέταση των υπό κρίση αιτήσεων κάνοντας αρχή με τις τυπικές προϋποθέσεις.  Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρώ πως απλή ανάγνωση των υπό εξέταση αιτήσεων και των ενόρκων δηλώσεων που τις υποστηρίζουν αποκαλύπτει ότι οι αιτήσεις καταχωρήθηκαν μετά την καταχώριση Σημειώματος Εμφάνισης και στις ένορκες δηλώσεις αναφέρεται ρητά ότι, η Ενάγουσα, με βάση τη μαρτυρία, πιστεύει, ότι οι Εναγόμενοι δεν έχουν πραγματική προοπτική επιτυχίας στην υπεράσπιση και ότι δεν γνωρίζει οποιοδήποτε άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση ή το ζήτημα να πρέπει να εκδικαστεί. 

 

Σε αυτή τη βάση κρίνεται πως η Ενάγουσα έχει συμμορφωθεί με τις τυπικές προϋποθέσεις του Μέρους 24.

 

Ως προς την ουσία της αίτησης, εκείνο που επιβάλλεται να εξεταστεί από το Δικαστήριο είναι κατά πόσον οι Εναγόμενοι δεν έχουν πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης και δεν υπάρχει κάποιος άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.

 

Λόγω της πρόσφατης υιοθέτησης των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και παρά την έρευνα την οποία έχω διενεργήσει, δεν έχω εντοπίσει απόφαση του Εφετείου ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου να τυγχάνουν ερμηνείας οι σχετικές πρόνοιες του Μέρους 24 και δη οι όροι  «πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης» και «επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη».

 

Καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από το White Book του 2021, αφού η αντίστοιχη δικονομική πρόνοια στην Αγγλία, δηλαδή το Μέρος 24.2 των Αγγλικών Θεσμών, είναι πανομοιότυπη με το Μέρος 24.2 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.  

 

Στην παράγραφο 24.2.3 του White Book του 2021 (πιο πάνω) αναφέρονται σχετικά τα εξής:

 

«The following principles applicable to applications for summary judgment were formulated by Lewison J in Easyair Ltd v Opal Telecom Ltd [2009] EWHC 339 (Ch) at [15] and approved by the Court of Appeal in AC Ward & Sons Ltd v Caitlin (Five) Ltd [2009] EWCA Civ 1098; [2010] Lloyd's Rep. I.R. 301 at 24:    

 

i)      The Court must consider whether the claimant has a realistic as opposed to a fanciful prospect of success: Swain v Hillman [2001] 1 All E.R. 91;

ii)     A "realistic" claim is one that carries some degree of conviction. This means a claim is more than merely arguable: ED & F Man Liquid Products v Patel [2003] EWCA Civ 472 at [8];

iii)    In reaching its conclusion the Court must not conduct a "mini-trial": Swain v Hillman;

iv)    This does not mean that the court must take at face value and without analysis everything that a claimant says in his statements before the court. In some cases, it may be clear that there is no real substance in factual assertions made, particularly if contradicted with contemporaneous documents: ED & F Man Liquid Products v Patel at [10];

v)     However, in reaching its conclusion the court must take into account not only the evidence actually placed before it on the application for summary judgment, but also the evidence that can reasonably be expected to be available at trial: Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond (No. 5) [2001] EWCA Civ 550;

vi)    Although a case may turn out at trial not to be really complicated, it does not follow that it should be decided without the fuller investigation into the facts at trial than is possible or permissible on summary judgment. Thus the court should hesitate about making a final decision without a trial even where there is no obvious conflict of fact at the time of the application, where reasonable grounds exist for believing that a fuller investigation into the facts of the case would add to or alter the evidence available to a trial judge and so affect the outcome of the case: Doncaster Pharmaceuticals Group Ltd v Bolton Pharmaceutical Co 100 Ltd [2007] F.S.R. 3;

vii)  On the other hand it is not uncommon for an application under Pt 24 to give rise to a short point of law or construction and, if the court is satisfied that it has before it all the evidence necessary for the proper determination of the question and that the parties have had an adequate opportunity to address it in argument, it should grasp the nettle and decide it. The reason is quite simple: if the respondent's case is bad in law, the sooner that is determined, the better. If it is possible to show by evidence that although material in the form of documents or oral evidence that would put the documents in another light is not currently before the Court, such material is likely to exist and can be expected to be available at trial, it would be wrong to give summary judgment because there would be a real, as opposed to fanciful, prospect of success. However, it is not enough simply to argue that the case should be allowed to go to trial because something may turn up which would have a bearing on the question of construction: ICI Chemicals & Polymers Ltd v TTE Training Ltd [2007] EWCA Civ 725.»

 

Αναφορά στο ίδιο πλαίσιο γίνεται και στο σύγγραμμα Zuckerman on Civil Procedure, Principles of Practice, 4η έκδοση, όπου  στην παράγραφο 9.64 σημειώνεται πως προκειμένου να εκδοθεί συνοπτική απόφαση, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι:

 

1.     Έχει ενώπιον του όλα τα ουσιώδη συναφή γεγονότα τα οποία ήταν ευλόγως δυνατόν να τεθούν ενώπιόν του.

2.    Ότι αυτά τα γεγονότα ήταν αδιαμφισβήτητα ή δεν υπήρχε πραγματική προοπτική επιτυχίας αμφισβήτησής τους.

3.    Ότι δεν υπάρχει πραγματική προοπτική  η προφορική μαρτυρία να επηρεάσει την εκτίμηση των γεγονότων από το Δικαστήριο. 

 

Ως προς την ερμηνεία της φράσης «επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα που πρέπει να αποφασιστεί στη δίκη», στην παράγραφο 24.2.2 του White Book 2021, γίνεται αναφορά στην υπόθεση  Bouygues (UK) Ltd v. Dahl-Jensen (UK) Ltd [2000] B.L.R. 522 όπου κρίθηκε ότι η εκκαθάριση της ενάγουσας εταιρείας ήταν επιτακτικός λόγος να απορριφθεί η αίτηση για συνοπτική απόφαση και η A.C. Ward & Sons Ltd v. Catlin (Five) Ltd [2009] ENCA Civ. 1098 όπου επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση στο πλαίσιο της οποίας δόθηκε ερμηνεία των όρων του  ασφαλιστηρίου συμβολαίου, οι οποίοι διαφάνηκε πως ήταν τυποποιημένοι και χρησιμοποιούνταν ευρέως.

 

Ως προς το βάρος απόδειξης σε αιτήσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης, υποδεικνύεται στην παράγραφο 24.2.5 του White Book (πιο πάνω) υπό τον τίτλο «Burdens of proof» ότι:

 

«In ED & F Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472; EWCA 472, it was said that under r24.2 the overall burden of proof rests on the applicant to establish that there are grounds to believe that the respondent has no real prospect of success and that there is no other reason for a trial [.] If the applicant adduces credible evidence in support of their application, the respondent becomes subject to an evidential burden of proving some real prospect of success or some reason for a trial. The standard of proof required of the respondent is not high. It suffices merely to rebut the applicant's statement of belief [.] The language or r. 24.2 (“no real prospect… no other reason…”) indicates that, in determining the question, the court must apply a negative test.  The respondent’s case must carry some degree of conviction: the court is not required to accept without analysis everything said by a party in his statements before the court (ED&F Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472; [2003] C.P. Rep. 51 at [10]).  In evaluating the prospects of success of a claim or defence judges are not required to abandon their critical faculties (Calland v Financial Conduct Authority [2015] EWCA Civ 192 a [29]).  However, the proper disposal of an issue under Pt 24 does not involve the judge in conducting a mini-trial (Swain v Hillman [2001] 1 All E.R. 91).  Therefore, the court hearing a Pt 24 application should be wary of trying issues of fact on evidence where the facts are apparently credible and are to be set against the facts being advanced by the other side.  Choosing between them is the function of the trial judge, not the judge on an interim application, unless there is some inherent improbability in what is being asserted or some extraneous evidence which would contradict it (Fashion Gossip Ltd v Esprit Telecoms UK Ltd 27 July 2000, unrep., CA; cf. Day v RAC Motoring Services Ltd [1999] 1 All E.R. 1007, per  Ward LJ at 1013 propounding the adoption of a negative test on applications to se aside default judgments).  When deciding whether the respondent has some real prospect of success the court should not apply the standard which would be applicable at the trial, namely the balance of probabilities on the evidence presented; on an application for summary judgment the court should also consider the evidence that could reasonably be expected to be available at trial (Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond (No. 5) [2001] EWCA Civ 550, CA).»

 

Τέλος, στην παράγραφο 24.2.6 του ίδιου συγγράμματος υποδεικνύεται πως αίτηση για συνοπτική απόφαση μπορεί να απορριφθεί, εν όλω ή εν μέρει, εάν ο εναγόμενος μπορέσει να καταδείξει ότι προτίθεται να εγείρει συμψηφισμό ή ανταπαίτηση που αφορά σε συζητήσιμο θέμα, ήτοι έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας.

 

Στην υπόθεση AIS Pipework Limited v. Saxlund International Ltd  [2017] ENCH 1523, επισημάνθηκε πως από μόνη της η ύπαρξη ισχυρισμού για συμψηφισμό ή ανταπαίτηση δεν αποτελεί λόγο για απόρριψη αίτησης για συνοπτική απόφαση.  Το Δικαστήριο θα πρέπει να διερευνήσει τη φύση του συμψηφισμού ή της ανταπαίτησης και να εξετάσει κατά πόσον ο εναγόμενος έχει καταδείξει ότι έχει εύλογη πιθανότητα (“reasonable prospect”) να επιτύχει στην υπεράσπιση της απαίτησης.

Έχοντας μελετήσει τις θέσεις που προωθούνται από τις δύο πλευρές, κρίνω καταρχάς πως τα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, μη αμφισβητούμενα, και  σε κάθε περίπτωση τέτοια ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να κρίνει στη βάση αυτών, και χωρίς να απαιτείται πληρέστερη εξακρίβωση των γεγονότων που αφορούν στην υπόθεση,  κατά πόσον συντρέχουν οι υπό του Κανονισμού 24.2 απαιτούμενες προϋποθέσεις.

Υπενθυμίζεται πως από την πλευρά των Εναγομένων 1 και 2 εγείρονται τα ακόλουθα ζητήματα ως προς την υπεράσπιση τους και την ανταπαίτηση  του Εναγόμενου 1 έναντι της Ενάγουσας και της ΚΕΔΙΠΕΣ:

1.     Υπήρξαν παραβιάσεις της νομοθεσίας σε σχέση με τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού που κατέστησαν τη διαδικασία πώλησης εκτός της επιβαλλόμενης έννοιας και διαδικασίας που ορίζεται από το Νόμο και τούτο σε σχέση με την, κατά τους ίδιους, παραπλανητική περιγραφή του Επίδικου Ακινήτου στο Δελτίο Πώλησης  και την τιμή πώλησης του Επίδικου Ακινήτου.

2.    Δεν υπήρξε συμμόρφωση με την επιτακτική πρόνοια των Κανονισμών 7(β)(ii) και (γ) των περί της Πώλησης Ενυπόθηκου Ακινήτου Κανονισμών Κ.Δ.Π. 185/2015 και των Κανονισμών 14(α) και (γ) των περί Πώλησης Ενυπόθηκου Ακινήτου μέσω Ηλεκτρονικού Συστήματος Πλειστηριασμού Κανονισμών Κ.Δ.Π. 346/2019, που προβλέπει την ακυρότητα της πώλησης σε περίπτωση μη πληρωμής του τιμήματος πώλησης εντός 20 ημερών από την ημερομηνία αποδοχής της προσφοράς. 

3.    Υπήρξε δόλος και συμπαιγνία της Ενάγουσας με την ΚΕΔΙΠΕΣ ώστε η πρώτη να είναι αγοραστής με ιδιαίτερο πλεονέκτημα να αγοράσει το Επίδικο Ακίνητο, και τούτο στη βάση της επιφυλασσόμενης τιμής πώλησης του Επίδικου Ακινήτου και της εγγραφής του Επίδικου Ακινήτου επ΄ ονόματι της Ενάγουσας παρά την πληρωμή του τιμήματος πώλησης εκτός της προθεσμίας των 20 ημερών.   

4.    Προκύπτει ζήτημα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 44Ε(1) του Μέρους VIA του Νόμου 9/1965 στο βαθμό που επιτρέπει και επιβάλλει αντίστοιχα την πώληση με επιφυλασσόμενη τιμή πώλησης το 80% της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου.

Εξετάζοντας αρχικά την εκδοχή που προβάλλει η Ενάγουσα κρίνω ότι έχει πείσει, στον απαιτούμενο βαθμό, ότι πράγματι συντρέχει λόγος ώστε να αιτείται την έκδοση συνοπτικής απόφασης.  Και τούτο γιατί η όλη υπόθεση της στηρίζεται στην αγορά του Επίδικου Ακινήτου, την εξόφληση του τιμήματος πώλησης, την εγγραφή του Επίδικου Ακινήτου επ΄ονόματι της και την κλήση των Εναγομένων να παραδώσουν κενή και ελεύθερη κατοχή του ακινήτου σε αυτήν, κάτι που δεν έχουν πράξει μέχρι σήμερα.  Τα δεδομένα αυτά, είναι, κατά την κρίση μου, επαρκή, ώστε η πλευρά των Εναγομένων 1 και 2 να κληθεί να καταδείξει, στον απαιτούμενο βαθμό, ότι η υπεράσπιση που προβάλλουν έχει κάποια πραγματική προοπτική επιτυχίας, αντικρούοντας κατ’ ελάχιστον τα όσα προβάλλονται από την Ενάγουσα στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν τις υπό κρίση αιτήσεις.

Στο πλαίσιο αυτό σημειώνεται, εν πρώτοις,  πως οι πιο πάνω θέσεις υπό (1) – (4) πιο πάνω δεν μπορούν να αποτελέσουν υπεράσπιση της Εναγόμενης 2 η οποία ουδέποτε ήταν ιδιοκτήτρια του Επίδικου Ακινήτου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να επικαλείται θέματα που αφορούν τη διαδικασία του πλειστηριασμού και του νομότυπου αυτής.   Η  επί του προκειμένου θέση της Αιτήτριας πως η Εναγόμενη 2 δεν νομιμοποιείται να προωθεί τις εν λόγω βάσεις υπεράσπισης με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη. 

Το μοναδικό ζήτημα που η Εναγομένη 2 δύναται να προωθήσει, το οποίο, επίσης, προωθεί, είναι πως δεν της έχει δοθεί ειδοποίηση για παράδοση του Ακινήτου και πως το δικαίωμα κατοχής της οικίας, που της είχε δοθεί από τον Εναγόμενο 1, δεν έχει τερματιστεί. 

 

Ως προς το ζήτημα αυτό, το οποίο δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βαθμό πολυπλοκότητας, σημειώνεται πως η Εναγόμενη 2 δεν έχει καταδείξει πραγματική προοπτική επιτυχίας της υπεράσπισης της.  Και τούτο γιατί η Ενάγουσα, η οποία έχει παρουσιάσει μαρτυρία αναφορικά με την ιδιοκτησία του Επίδικου Ακινήτου, έχει διεκδικήσει το Ακίνητο (βλ. Τεκμήριο 8 στην ένορκη δήλωση ημερ. 13.1.2025) με τρόπο ώστε η όποια άδεια χρήσης της είχε παραχωρηθεί από τον Εναγόμενο 1,  να μην την δεσμεύει (βλ. Clerk & Lindsell on Torts, 22η έκδοση, παρ. 19-15).  Από μόνη της η κατοχή της κατοικίας από την Εναγόμενη 2 δεν είναι αρκετή ώστε να της δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης, δεδομένης της απαίτησης της Ενάγουσας για παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της κατοικίας, ανακαλώντας στην ουσία την όποια άδεια χρήσης είχε παραχωρηθεί σε αυτήν  (βλ. Clerk & Lindsell on Torts, 22η έκδοση, παρ. 19-50 και Γλυκής ν. Ιερά Μονή Μαχαιρά (1999) 1 Α.Α.Δ.  654). 

 

Σε σχέση με τον Εναγόμενο 1, αξίζει επίσης να τονιστεί πως  στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης και δη της απαίτησης της Ενάγουσας δεν είναι δυνατή η  από μέρους του προώθηση βάσεων υπεράσπισης και/ή ανταπαίτησης που ενδεχόμενα να έχουν οι Εναγόμενοι  εναντίον της ΚΕΔΙΠΕΣ.  Ως εκ τούτου,  ζητήματα που αφορούν την διεξαγωγή του πλειστηριασμού, την οποία σε κάθε περίπτωση ο Εναγόμενος 1 δεν είχε αμφισβητήσει σε προγενέστερο στάδιο, και τυχόν παραλείψεις ή λανθασμένες αναφορές στο Δελτίο Πώλησης του Επίδικου Ακινήτου, δεν μπορούν να εξεταστούν, ως  βάση υπεράσπισης και/ή ανταπαίτησης  του έναντι της Ενάγουσας. Το ίδιο ισχύει, βεβαίως, και σε σχέση με τα θέματα αντισυνταγματικότητας, τα οποία ο Εναγόμενος 1  μπορεί να προωθήσει μόνο έναντι της ΚΕΔΙΠΕΣ, η οποία ως ενυπόθηκος δανειστής προώθησε τη διαδικασία του πλειστηριασμού με βάση τη συγκεκριμένη νομοθεσία. 

 

Παραμένουν, επομένως, προς εξέταση  οι υπερασπίσεις υπό (2) και (3) πιο πάνω. 

 

Ως προς το σημείο υπό  (2) πιο πάνω, ο Εναγόμενος προβάλλει πως με δεδομένη τη μη καταβολή του ποσού της πώλησης εντός της καθορισθείσας προθεσμίας των 20 ημερών η πώληση έχει αυτομάτως ακυρωθεί. 

 

Το υπό κρίση ζήτημα, το οποίο είναι καθαρά νομικό, επίσης δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία.  Την ίδια στιγμή, το  Δικαστήριο έχει ενώπιον του αφενός όλα τα γεγονότα στη βάση των οποίων μπορεί να κριθεί το θέμα, αφετέρου τις θέσεις των μερών επί τούτου και συνεπώς δεν προκύπτει αναγκαιότητα εξέτασής του στο πλαίσιο της «κανονικής» δίκης. 

 

Επαναλαμβάνεται πως με βάση τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα, η Αιτήτρια κατέβαλε το ποσό εκτός της καθορισθείσας προθεσμίας. 

 

Ο Κανονισμός 14 της Κ.Δ.Π. 346/2019, ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση όπου ο πλειστηριασμός ήταν ηλεκτρονικός, προβλέπει τα εξής:

 

«14. Με την ολοκλήρωση του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού-

(α) Ο Ψηλότερος Προσφοροδότης υποχρεούται όπως προβεί σε καταβολή στον ενυπόθηκο δανειστή του ποσού της αποδεχόμενης τιμής προσφοράς πλέον τα κτηματολογικά τέλη και σχετικά δικαιώματα για την εγγραφή του ακινήτου στο όνομά του ή του αντιπροσωπευόμενου του, μείον το ποσό της εγγύησης, εντός χρονικής περιόδου που δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες από την ημερομηνία αποδοχής της προσφοράς του,

(β) σε περίπτωση που για ακίνητο κηρύσσεται Ψηλότερος Προσφοροδότης με προνομιακό καθεστώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44ΙΑΑ του Νόμου, αυτός υποχρεούται όπως προβεί σε καταβολή στον ενυπόθηκο δανειστή του ποσού της αποδεχόμενης τιμής προσφοράς, πλέον τα κτηματολογικά τέλη και σχετικά δικαιώματα για την εγγραφή του ακινήτου στο όνομά του ή του αντιπροσωπευόμενού του όπου εφαρμόζεται, μείον το ποσό της εγγύησης, εντός είκοσι (20) ημερών από την αποδοχή της προσφοράς του,

(γ) σε περίπτωση όπου ο Ψηλότερος Προσφοροδότης παραλείψει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις των υποπαραγράφων (α) και (β), ανάλογα με την περίπτωση, η εγγύηση που δόθηκε από αυτόν κατάσχεται από τον ενυπόθηκο δανειστή, η πώληση ακυρώνεται και ο Ψηλότερος Προσφοροδότης έχει ευθύνη για κάθε ζημιά που πιθανόν να υπάρξει σε κατοπινή πώληση,

(δ) ο ενυπόθηκος δανειστής πιστώνει την εγγύηση στο υπόλοιπο χρέος που του οφείλεται από τον ενυπόθηκο οφειλέτη σε περίπτωση όπου ο Ψηλότερος Προσφοροδότης παραλείψει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις των υποπαραγράφων (α) και (β), ανάλογα με την περίπτωση».

 

Ανάγνωση των πιο πάνω προνοιών αποκαλύπτει πως ο Κανονισμός 14(β) δημιουργεί υποχρέωση στον υψηλότερο προσφοροδότη, εδώ την Ενάγουσα, έναντι του ενυπόθηκου δανειστή, εδώ την ΚΕΔΙΠΕΣ, όπως η πρώτη καταβάλει στη δεύτερη το ποσό της αποδεχόμενης τιμής προσφοράς εντός 20 ημερών από την αποδοχή της προσφοράς της.  Σε περίπτωση κατά την οποία ο υψηλότερος προσφοροδότης παραλείψει να συμμορφωθεί εντός της καθορισθείσας προθεσμίας, το δικαίωμα κατάσχεσης της εγγύησης ανήκει στον ενυπόθηκο δανειστή.   

 

Αποτελεί κρίση μου πως επίκληση του πιο πάνω Κανονισμού δύναται να γίνει από τα συμβαλλόμενα μέρη της πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου και πως ο εν λόγω Κανονισμός δεν παρέχει, σε περίπτωση παράβασής του, οποιοδήποτε δικαίωμα στον ενυπόθηκο οφειλέτη. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση  η Αιτήτρια δήλωσε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας την ετοιμότητά της για καταβολή του συμφωνηθέντος ποσού, η δε παράταση δόθηκε από την ίδια την ΚΕΔΙΠΕΣ ενόψει του ότι η τελευταία είχε ζητήσει επιπρόσθετα στοιχεία από την Αιτήτρια στο πλαίσιο διενέργειας των επιβαλλόμενων εκ του Νόμου ελέγχων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.  Ο Εναγόμενος 1, ως ενυπόθηκος οφειλέτης δεν δύναται να προβάλλει ζήτημα ακυρότητας επικαλούμενος  τις πιο πάνω πρόνοιες και από τη στιγμή που δεν δύναται να επικαλείται τις πρόνοιες του πιο πάνω κανονισμού, δεν μπορεί να τις επικαλείται ούτε ως βάση για προβολή ισχυρισμών για ύπαρξη δόλου και συμπαιγνίας.

 

Ανάλογη είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου σε σχέση με την προβαλλόμενη υπεράσπιση περί ύπαρξης δόλου και/ή συμπαιγνίας μεταξύ της Αιτήτριας και της ΚΕΔΙΠΕΣ.  Στο πλαίσιο αυτό ο Εναγόμενος 1 επικεντρώνεται στο γεγονός της διενέργειας πλειστηριασμού σε χρόνο σύντομο μετά την ύπαρξη καθυστερήσεων στο λογαριασμό δανείου, στην επιφυλασσόμενη τιμή η οποία κατά τον ίδιο ήταν πολύ χαμηλή, καθώς και στη διενέργεια του πλειστηριασμού στο συγκεκριμένο χρόνο και ενώ αναμενόταν σύντομα η έκδοση ξεχωριστού τίτλου του Επίδικου Ακινήτου, κάτι το οποίο θα προσέδιδε αυξημένη αξία σε αυτό.    

 

Τα ακόλουθα δεδομένα, ως προκύπτουν από τις ίδιες τις θέσεις του Εναγομένου 1,  δεικνύουν την μη ύπαρξη εύλογης προοπτικής επιτυχίας της υπεράσπισης του στην απαίτηση της Αιτήτριας:

 

1.     Η ύπαρξη καθυστερήσεων  και ιστορικού αναδιάρθρωσης των δανείων τους (βλ. παρ. 7 και 15(α) της Ένορκης Δήλωσης ημερ. 30.1.25).

2.    Κατά την περίοδο 2023 με αρχές του 2024 ο Εναγόμενος 1 βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με την ΚΕΔΙΠΕΣ για σκοπούς διευθέτησης. 

3.    Στο πλαίσιο της διαδικασίας του πλειστηριασμού ο Εναγόμενος 1 δεν άσκησε τα δικαιώματα που του παρέχονται με βάση το άρθρο 44Δ του Νόμου 9/1965 για διορισμό εκτιμητή αναφορικά με τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας του Επίδικου Ακινήτου. 

4.    Παρομοίως, ο Εναγόμενος 1 δεν προέβηκε σε οποιοδήποτε διάβημα αναφορικά με τη διαδικασία του πλειστηριασμού αλλά και το ύψος της επιφυλασσόμενης τιμής. 

5.    Η θέση του Εναγομένου 1 αναφορικά με την αγοραία αξία του ακινήτου στηρίζεται εν πρώτοις σε «έρευνα και επαφές που έκαμε με κτηματομεσίτες και εμπορευόμενους ακίνητα» στη βάση των οποίων προκύπτει αξία ύψους €700,000.  Παρόλα αυτά, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε έκθεση εκτίμησης που να υποστηρίζει κάτι τέτοιο και το όλο θέμα τίθεται με γενικότητα.  Στο ίδιο πλαίσιο,  γίνεται επίκληση της έκθεσης εκτίμησης που ετοιμάστηκε από τον Χρυσόστομο Ζακχαίο ημερ.  21.5.2024 (βλ. Τεκμήριο 12 στην Ένορκη Δήλωση της Αιτήτριας) και εκτίμηση που ετοίμασε ο κ. Μηνάς Πάτσαλος ημερ. 12.6.2024 (βλ. Τεκμήριο 13 στην Ένορκη Δήλωση της Αιτήτριας).  Μελετώντας τις εν λόγω εκτιμήσεις, οι οποίες ετοιμάστηκαν μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού και για σκοπούς άλλους από τη διενέργεια του πλειστηριασμού (η εκτίμηση Ζακχαίου ετοιμάστηκε για σκοπούς εξασφάλισης του δανείου που θα λάμβανε η Αιτήτρια από τραπεζικό ίδρυμα και η εκτίμηση Πάτσαλου για σκοπούς υπολογισμού της ενοικιαστικής αξίας της οικίας) παρατηρείται πως η επιφυλασσόμενη τιμή ως καθορίστηκε από την ΚΕΔΙΠΕΣ δεν ήταν εκτός πλαισίου.  Από δε την εκτίμηση Ζακχαίου προκύπτει πως η αγοραία αξία με την τότε υφιστάμενη κατάσταση σε σχέση με τον τίτλο ήταν €610,000 (80% Χ €600,000= €480,000)

Στη βάση των όσων συνοψίζονται πιο πάνω, κρίνω πως από την πλευρά του Εναγόμενου 1 δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία που να καταδεικνύουν την ύπαρξη δόλου ή συμπαιγνίας μεταξύ της Αιτήτριας και της ΚΕΔΙΠΕΣ στον απαιτούμενο βαθμό ή τουλάχιστον σε βαθμό που να δικαιολογεί να του παραχωρηθεί το δικαίωμα να υπερασπιστεί στην απαίτηση της.  Όλα τα πιο πάνω αφορούν σε ενέργειες της ΚΕΔΙΠΕΣ και όχι της Αιτήτριας.  Από μόνη της η επίσκεψη της Ενάγουσας στην επίδικη κατοικία για σκοπούς επιθεώρησης της και η κατ΄ ισχυρισμό μη υποβολή πρότασης στο Εναγόμενο 1 για αγορά του ακινήτου στο πλαίσιο ιδιωτικής πώλησης δεν υποδηλώνει οποιαδήποτε δόλια ενέργεια από μέρους της.   Η  επιλογή της ΚΕΔΙΠΕΣ όσον αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο θα διενεργείτο ο πλειστηριασμός δεν αποτελεί ζήτημα που αφορά την Ενάγουσα, ενώ  αξίζει να σημειωθεί πως  από την έκθεση Ζακχαίου δεν επιβεβαιώνεται η θέση της υπεράσπισης ως προς τη μεγάλη αύξηση που θα προσέδιδε στην αξία του Επίδικου Ακινήτου η  έκδοση ξεχωριστού τίτλου (βλ. σελ. 16 της έκθεσης Ζακχαίου).

 

Στη βάση των όσων τυγχάνουν καταγραφής πιο πάνω, αποτελεί κρίση μου πως οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν έχουν καταφέρει να καταδείξουν ότι βάσιμα μπορούν να αντικρούσουν την υπόθεση της Ενάγουσας, η οποία έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου μια ολοκληρωμένη εικόνα ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης και αιτιολόγησε επαρκώς το αίτημα της.  Κρίνω, επίσης, πως στην προκειμένη περίπτωση πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοση συνοπτικής απόφασης με βάση το Μέρος 24 αφού  η υπεράσπιση δεν έχει ρεαλιστική προοπτική επιτυχίας και δεν έχει διαπιστωθεί οποιοσδήποτε άλλος επιτακτικός λόγος ώστε το θέμα να οδηγηθεί και να επιλυθεί στο πλαίσιο δίκης.  Στην πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου λήφθηκε υπόψη και ο πρωταρχικός σκοπός των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, υπό το πρίσμα του οποίου διαβάζονται και ερμηνεύονται οι Κανονισμοί. 

 

Με δεδομένη την πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου θα πρέπει να εξεταστούν οι αιτούμενες θεραπείες.  Μελετώντας το αιτητικό των αιτήσεων προκύπτει ότι η απαίτηση της Ενάγουσας αφορά την έκδοση διατάγματος παράδοσης κενής και ελεύθερης κατοχής και χρήσης του Επίδικου Ακινήτου καθώς επίσης επικουρικά σε αυτό διαταγμάτων, όπως και έκδοση απόφασης για τη ζημιά που ισχυρίζεται ότι υπόκειται συνεπεία της παράνομης κατοχής και χρήσης του ακινήτου από τους Εναγόμενους 1 και 2. 

Σε σχέση με τη χρηματική απαίτηση, η Ενάγουσα παρουσίασε στο Δικαστήριο έκθεση εκτίμησης του Μηνά Πάτσαλου στη βάση της οποίας προκύπτει ότι το αγοραίο μηνιαίο ενοίκιο του Επίδικου Ακινήτου ανέρχεται σε €3.543 (επιπλωμένο) ή €3.294 (χωρίς έπιπλα). 

 

Τα εν λόγω ποσά αμφισβητούνται από τους Εναγόμενους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η ενοικιαστική αξία ως εκτιμήθηκε, είναι υπερτιμημένη και πως χρησιμοποιήθηκε λανθασμένη μέθοδος υπολογισμού. 

 

Αναφορά στο πλαίσιο αυτό γίνεται  στην υπόθεση Mukhtar Mohamed Al Nwili v. Maremonte Investments Ltd Πολ. Έφεση Ε205/2017, ημερ. 9.1.2024, στην οποία παρέπεμψε το Δικαστήριο ο κ. Δαμιανού.   Στο πλαίσιο της έφεσης εξεταζόταν η πρωτόδικη απόφαση που αφορούσε σε εκδοθείσα συνοπτική απόφαση, μεταξύ άλλων, για αποζημιώσεις στη βάση της ενοικιαστικής αξίας, ακινήτου.  Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι από τη στιγμή που η περίπτωση που εξεταζόταν δεν αφορούσε ανάκτηση κατοχής από ενοικιαστή που ήταν υπόχρεος καταβολής συγκεκριμένου ενοικίου, το ύψος της ενοικιαστικής αξίας θα μπορούσε να προσδιοριστεί μόνο στο πλαίσιο της δίκης και ως εκ τούτου παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση. 

Αν και η πιο πάνω απόφαση εκδόθηκε στη βάση της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, κρίνω ότι οι νομικές αρχές που διαπιστώθηκαν βρίσκουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση δεδομένης της θέσης της υπεράσπισης επί του προκείμενου.  Ως εκ τούτου,  δεν είναι δυνατή η έκδοση απόφασης ως η παράγραφος (Στ) των αιτήσεων. 

Προχωρώ στην εξέταση των αιτούμενων διαταγμάτων, κρίνοντας ορθό να σημειώσω πως  στη βάση των νομικών αρχών που παρατίθενται πιο πάνω, η έγκριση μέρους της αίτησης είναι επιτρεπτή.

 

Αναφορικά με το αιτούμενο διάταγμα υπό (Α) των αιτήσεων με το οποίο ζητείται η παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής του Επίδικου Ακινήτου σημειώνεται πως από την πλευρά της υπεράσπισης εγείρεται ζήτημα παραχώρησης άδειας χρήσης από τους Εναγόμενους στη θυγατέρα τους και την οικογένεια της από το 2022 (βλ. παρ. 16Η(γ) της ένορκης δήλωσης ημερ. 30.1.2025).  Ο ισχυρισμός αυτός έχει τεθεί με γενικότητα, χωρίς να επιβεβαιώνεται ή υποστηρίζεται από οποιοδήποτε έγγραφο και χωρίς να δίδονται λεπτομέρειες ως προς τις πρόνοιες της κατ΄ ισχυρισμό άδειας χρήσης.  Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένη την εγγραφή του Επίδικου Ακινήτου επ΄ ονόματι της Αιτήτριας, η τελευταία δικαιούται στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος το οποίο θα αφορά αποκλειστικά τους Εναγόμενους.  Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι το Επίδικο  Ακίνητο αφορά την κατοικία των Εναγομένων, καθώς επίσης τις θέσεις των Εναγομένων αναφορικά με τον εξοπλισμό και τα αντικείμενα τα οποία βρίσκονται σε αυτό και χωρίς να παραγνωρίζω τις  επί του προκειμένου θέσεις της Αιτήτριας στην παράγραφο 4 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της, κρίνω ότι δικαιολογείται η παραχώρηση εύλογου χρόνου, ήτοι 30  ημερών από την επίδοση του διατάγματος σε αυτούς, για σκοπούς συμμόρφωσης τους (βλ.  Clerk & Lindsell on Torts, 22η έκδοση, παρ. 19-50).

Με δεδομένη την έκδοση του διατάγματος ως η παράγραφος (Α) εκλείπει η αναγκαιότητα έκδοσης του διατάγματος υπό (Β) της αίτησης.  Δικαιολογείται, ωστόσο, η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ως  οι παράγραφοι (Γ)-(Ε) των αιτήσεων. 

 

Συνεπώς, οι αιτήσεις ημερ. 2.10.2024 και 13.1.2025 επιτυγχάνουν και εκδίδονται διατάγματα  ως ακολούθως:

Α.  Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο  διατάσσονται οι Εναγόμενοι 1 και 2 όπως εκκενώσουν και παραδώσουν την κενή και ελεύθερη κατοχή και χρήση του Επίδικου Ακινήτου,  ήτοι του ακινήτου αρ. εγγραφής 0/[ ], Φ/Σχ.--/2-259-370-, Τμήμα 5, Τεμάχιο [ ], στην Ορόκλινη, επαρχία Λάρνακας, εντός 30 ημερών από την επίδοση του διατάγματος σε αυτούς. 

Β. Εκδίδεται περαιτέρω διάταγμα με το οποίο οι Εναγόμενοι 1 και 2 και/ή οποιοσδήποτε εξ' αυτών διατάζονται να πληρώσουν οποιαδήποτε τέλη και/ή άλλες επιβαρύνσεις που δυνατόν να επιβληθούν από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή και/ή οποιουσδήποτε φόρους και/ή τέλη σκυβάλων, τους λογαριασμούς ρεύματος, νερού και τηλεφώνου και/ή οποιουσδήποτε φόρους και/ή τέλη και/ή λογαριασμούς που αφορούν το Επίδικο Ακίνητο, συμπεριλαμβανομένου του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας, μέχρι την ημερομηνία παράδοσης της κενής και ελεύθερης κατοχής του στην Ενάγουσα.

Γ. Εκδίδεται περαιτέρω διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στους  Εναγόμενους 1 και 2 και/ή οποιοδήποτε εξ' αυτών να προβαίνουν σε οποιεσδήποτε μετατροπές, προσθήκες, επαυξήσεις εσωτερικά και/ή εξωτερικά του Επίδικου Ακινήτου μέχρι την παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής του στην Ενάγουσα.  

Ε. Εκδίδεται, επίσης, διάταγμα με το οποίο διατάσσονται οι Εναγόμενοι 1 και 2 και/ή οποιοσδήποτε εξ αυτών να διατηρούν το Επίδικο Ακίνητο σε καλή και λειτουργική κατάσταση και/ή να προβαίνουν σε όλες τις αναγκαίες επισκευές και/ή επιδιορθώσεις με δικά τους έξοδα μέχρι την παράδοση της κενής και ελεύθερης κατοχής του στην Ενάγουσα.

 

Δίδεται δικαίωμα στους Εναγόμενους 1 και 2 να υπερασπιστούν στην απαίτηση της Ενάγουσας σε σχέση με την αξίωση υπό (Θ) στο Έντυπο Απαίτησης.

 

Ενόψει του ότι οι αιτήσεις αφορούσαν τα ίδια ζητήματα και ως εκ τούτου συνεκδικάστηκαν, επιδικάζεται ένα σετ εξόδων υπέρ της Ενάγουσας-Αιτήτριας και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2-Καθ΄ων η αίτηση, μειωμένα κατά το ¼ εφόσον η Ενάγουσα έχει επιτύχει αναφορικά με το μεγαλύτερο μέρος των αξιώσεων της. 

(Υπ.)   ………………………………………..

             Γ. Πετάση-Κορφιώτη, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο