
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Πετάση-Κορφιώτη, Π.Ε.Δ
Αρ. Αγωγής 402/2016
Μεταξύ:
LOIS PARKING LTD
Εναγόντων
και
ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Εναγόμενου
Αίτηση των Εναγόντων ημερομηνίας 7.9.2022 για έκδοση προσωρινού διατάγματος
Ημερομηνία: 7 Ιανουαρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για τους Ενάγοντες - Αιτητές: κα. Κωνσταντινίδου για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.
Για τον Εναγόμενο - Καθ’ ου η αίτηση: Δρ. Α. Ποιητής για Ανδρέας Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι αξιώσεις των Εναγόντων
Με την παρούσα αγωγή η οποία καταχωρήθηκε στις 26.2.2016 οι Ενάγοντες αξιώνουν από τους Εναγόμενους τις ακόλουθες θεραπείες:
Α. Αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης και/ή δόλο και/ή απάτη και/ή οικονομικό εξαναγκασμό και/ή παράβαση νομικής ευθύνης (breach of statutory duty) από μέρους του Εναγομένου και/ή των υπαλλήλων και/ή των εκπροσώπων και/ή των αντιπροσώπων αυτού κατά την μίσθωση των τεμαχίων που περιγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης για την κατασκευή και λειτουργία πολυώροφων χώρων στάθμευσης στο αστικό κέντρο Λάρνακας.
B. Το ποσό των €8.342.951 ως οφειλόμενο υπόλοιπο για εκτελεσθείσα εργασία δυνάμει σύμβασης και/ή με βάση την αρχή του quantum meruit και/ή για έξοδα και/ή απώλειες και/ή ζημιές και/ή αποζημίωση που οφείλονται από τον Εναγόμενο συνεπεία καθυστερήσεων και/ή επιπρόσθετων εξόδων και/ή απωλειών που υπέστηκαν και/ή επωμίστηκαν οι Ενάγοντες κατά την εκτέλεση του έργου λόγω καθυστερήσεων κατά την έκδοση των προβλεπόμενων αδειών και/ή εγκρίσεων και/ή λόγω αλλαγής σχεδίων και/ή προδιαγραφών και/ή λόγω καθυστερήσεων που υπέστηκαν οι Ενάγοντες κατά την εκτέλεση των εργασιών του έργου.
Γ. Το ποσό των €16.667.314 ως διαφυγόντα μελλοντικά κέρδη δυνάμει σύμβασης και/ή ως προκύπτει από την εφαρμογή των όρων και των οικονομικών δεδομένων και/ή παραμέτρων που αναφέρονται στη σύμβαση και/ή για έξοδα και/ή απώλειες και/ή ζημιές και/ή αποζημίωση που θα οφείλονται στους Ενάγοντες από τον Εναγόμενο συνέπεια καθυστερήσεων και/ή επιπρόσθετων εξόδων και/ή απωλειών που θα υποστούν και/ή θα επωμιστούν οι Ενάγοντες κατά την εκτέλεση του έργου λόγω καθυστερήσεων κατά την έκδοση των προβλεπόμενων αδειών και/ή εγκρίσεων και/ή λόγω αλλαγής σχεδίων και/ή προδιαγραφών και/ή λόγω καθυστερήσεων που υπέστηκαν οι Ενάγοντες κατά την εκτέλεση των εργασιών του έργου.
Δ. Παράταση της συνολικής διάρκειας του χρόνου εκτέλεσης του συμβολαίου κατά 16 μήνες και/ή παράταση της λήξης ενοικίασης του χώρου στάθμευσης επί του Τεμαχίου 1 κατά 16 μήνες από την λήξη του στις 10.4.2031, ήτοι μέχρι την 10.8.2032 και/ή μεταγενέστερα στην περίπτωση όπου ο Εναγόμενος συνεχίζει να προκαλεί καθυστέρηση.
Ε. Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο χρόνος εκτέλεσης της σύμβασης έχει καταστεί ανεφάρμοστος και/ή έχει καταστεί μη ουσιώδης (time at large) λόγω των πράξεων και/ή παραλείψεων του Εναγομένου.
Με την Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης ο Εναγόμενος αρνείται την αξίωση των Εναγόντων προβάλλοντας ότι οι Ενάγοντες παραβίασαν τους όρους του Συμβολαίου και των συμπληρωματικών συμφωνιών και πως καθυστέρησαν αδικαιολόγητα να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει αυτών, παρά τις παρατάσεις που κατά καιρούς δόθηκαν. Ισχυρίζεται δε ότι οι Ενάγοντες του οφείλουν ενοίκια ανερχόμενα σε €253.000 από 31.3.2016 και €167.000 ετησίως από 1.4.2016, τα οποία ανταπαιτεί, δηλώνοντας, παράλληλα, πως επιφυλάσσει το δικαίωμα του για είσπραξη της εγγυητικής επιστολής.
Η υπό κρίση αίτηση
Στις 7.9.2022 οι Ενάγοντες καταχώρησαν την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν την έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:
«Α. Παρεμπίπτον διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στον Εναγόμενο/Καθ' ου η Αίτηση και/ή τους υπαλλήλους και/ή τους υπηρέτες και/ή τους αντιπροσώπους αυτού, από του να αποξενώσουν το ποσό του €1.000.000 το οποίο ήταν το ποσό της εγγυητικής υπ αρ. LGU/049691/361 και η οποία κατόπιν αιτήματος του Εναγόμενου/Καθ' ου η Αίτηση κατέπεσε στις 8.4.2022 με σχετική επιστολή.
B. Παρεμπίπτον διάταγμα του σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η κατάθεση του ποσού του €1.000.000 σε κοινό τοκοφόρο λογαριασμό όψεως (joint account) μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αγωγής ή περαιτέρω διαταγής του Δικαστηρίου».
Η αίτηση βασίζεται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6, άρθρα 4, 5, 7 και 9, στη Δ.48, Θ.Θ. 1-4 και Θ.Θ. 7-9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του διευθυντή των Εναγόντων όπου γίνεται καταρχήν αναφορά στην υπογραφή του επίδικου συμβολαίου μεταξύ των διαδίκων την 10.12.2010 (στο εξής το «Συμβόλαιο»), με το οποίο οι Ενάγοντες ανέλαβαν τη μίσθωση των Τεμαχίων 1 και 2 (ως περιγράφονται στην παράγραφο 3 της ένορκης δήλωσης) στο αστικό κέντρο Λάρνακας για την κατασκευή και λειτουργία πολυώροφων χώρων στάθμευσης έναντι ετήσιου ενοικίου εκ ποσού €104.000 για το Τεμάχιο 1 και ετήσιου ενοικίου εκ ποσού €63.000 για το Τεμάχιο 2 (στο εξής «το Έργο»). Η περίοδος μίσθωσης καθορίσθηκε στα δεκαοκτώ χρόνια από την ημερομηνία υπογραφής του Συμβολαίου, ήτοι από την 10.12.2010 και ως ημερομηνία τερματισμού της μίσθωσης καθορίσθηκε η 9.12.2028.
Δυνάμει του άρθρου Α.11.2 των Γενικών Όρων του Διαγωνισμού (Μέρος Α του Συμβολαίου), οι Ενάγοντες κατέθεσαν εγγύηση πιστής εκτέλεσης του Συμβολαίου αξίας €1.000.000 (βλ. Τεκμήριο 1).
Κατά την 12.11.2012, οι διάδικοι κατέληξαν σε τροποποιητική-συμπληρωματική συμφωνία με την οποία συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι:
(α) Το κτήριο επί του Τεμαχίου 2 (στην οδό Κλεάνθη Καλογερά) θα κατασκευαζόταν και θα άρχιζε τη λειτουργία του μέχρι την 31.7.2013 και το κτήριο επί του Τεμαχίου 1 (στην οδό Ερμού) θα κατασκευαζόταν και θα άρχιζε τη λειτουργία του εντός 40 μηνών από την ημερομηνία υπογραφής του Συμβολαίου, ήτοι από την 10.12.2010.
(β) H συνολική διάρκεια του Συμβολαίου θα παρατεινόταν κατά δέκα μήνες και θα έληγε στις 9.10.2029.
(γ) H καταβολή του ενοικίου θα άρχιζε αμέσως μετά τη λήξη των τριάντα μηνών από την 10.12.2010.
(ε) H τραπεζική εγγυητική επιστολή πιστής εκτέλεσης ύψους €1.000.000 θα ανανεωνόταν έγκαιρα πριν από τη λήξη της με ισχύ μέχρι και την 31.7.2013.
Όλοι οι υπόλοιποι όροι του Συμβολαίου παρέμεναν αναλλοίωτοι και σε ισχύ (αντίγραφο της συμπληρωματικής συμφωνίας ημερομηνίας 12.11.2012 επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2).
Ακολούθως, κατά την 20.9.2013, οι διάδικοι προσήλθαν σε νέα τροποποιητική-συμπληρωματική συμφωνία με τον Εναγόμενο με την οποία συμφωνήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι συμπληρωματικοί-τροποποιητικοί όροι:
(α) Το κτήριο επί του Τεμαχίου 2 (στην οδό Κλεάνθη Καλογερά) θα κατασκευαζόταν και θα άρχιζε τη λειτουργία του μέχρι την 30.5.2014 και το κτήριο επί του Τεμαχίου 1 (στην οδό Ερμού) θα κατασκευαζόταν και θα άρχιζε τη λειτουργία μέχρι την 10.10.2015.
(β) H λήξη ενοικίασης των δεκαοκτώ χρόνων θα παρατεινόταν κατά είκοσι οκτώ μήνες, δηλαδή μέχρι τις 10.4.2031.
(γ) H καταβολή του ενοικίου θα άρχιζε από την 10.4.2014.
(δ) H τραπεζική εγγυητική επιστολή πιστής εκτέλεσης ύψους €1.000.000 θα ανανεωνόταν έγκαιρα πριν από τη λήξη της (10.4.2014) με ισχύ μέχρι και την 10.10.2015.
(ε) Οι Ενάγοντες θα προσέφεραν στον Εναγόμενο, το αργότερο τρεις μήνες πριν την έναρξη πληρωμής των ενοικίων, ήτοι στις 10.1.2014, τραπεζική εγγύηση διάρκειας ενός έτους και ύψους €324.000 που θα ισοδυναμούσε με τα ενοίκια δύο ετών. H εγγύηση θα ανανεωνόταν έγκαιρα πριν τη λήξη της σε ετήσια βάση και θα είχε ισχύ για όλη την περίοδο του Συμβολαίου.
Όλοι οι υπόλοιποι όροι του Συμβολαίου παρέμεναν αναλλοίωτοι και σε ισχύ (αντίγραφο της τροποποιητικής-συμπληρωματικής συμφωνίας ημερομηνίας 20.9.2013 επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 3).
Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, οι Ενάγοντες ολοκλήρωσαν την κατασκευή του κτηρίου επί της οδού Κλεάνθη Καλογερά συμφώνως του καθορισθέντος, εκ της τροποποιητικής συμφωνίας ημερ. 20.9.2023 χρονοδιαγράμματος και συγκεκριμένα μέχρι την 30.5.2014 και άρχισε τη λειτουργία αυτού.
Στην ένορκη δήλωση γίνεται, επίσης, αναφορά στο γεγονός της καταχώρησης Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης από τον Εναγόμενο με την οποία αξιώνεται το ποσό των €253.000 ως ενοίκια για την περίοδο μέχρι 31.3.2016 και το ποσό των €167.000 ως ενοίκια από την 1.4.2016 και υποδεικνύεται πως παρά την έγερση ανταπαίτησης στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, ο Εναγόμενος προχώρησε αυθαίρετα και εκδικητικά στην υποβολή αιτήματος εκταμίευσης ποσού ύψους €1.000.000 χωρίς να αναμένει την έκδοση απόφασης στην απαίτηση και την ανταπαίτηση.
Σημειώνεται, περαιτέρω, πως στο κλητήριο ένταλμα γίνεται εκτενής περιγραφή των συνεχών και παρατεταμένων καθυστερήσεων από μέρους του Εναγόμενου στην έκδοση των σχετικών αδειών, ήτοι πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής, οι οποίες συνιστούσαν προαπαιτούμενο για την έναρξη των κατασκευαστικών εργασιών επί του Τεμαχίου 1. Ως διαφάνηκε από τις συναντήσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ των μερών καθώς και από την προσωπική επικοινωνία που είχε ο Ανώτερος Εκτελεστικός Λειτουργός Ανάπτυξης Γης των Εναγόντων με τον Δημοτικό Γραμματέα, ο Εναγόμενος θα εξέδιδε την πολεοδομική άδεια στους Ενάγοντες μόνο με την καταβολή των ενοικίων για τα επίδικα τεμάχια. Επομένως, ο Εναγόμενος καθυστερούσε εσκεμμένα και καταχρηστικά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας, η οποία αποτελούσε προαπαιτούμενο για την προώθηση του Έργου. Χωρίς την πολεοδομική άδεια, οι Ενάγοντες δεν μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση για την έκδοση της άδειας οικοδομής, με την οποία νομιμοποιείται πλήρως η έναρξη και διεξαγωγή των κατασκευαστικών έργων επί του Τεμαχίου 1.
Αποτελεί θέση των Εναγόντων πως ουδέποτε αρνήθηκαν να διευθετήσουν την καταβολή των ενοικίων. Αντιθέτως, επανειλημμένα επιζητούσαν τον καταρτισμό συμπληρωματικής συμφωνίας, η οποία ουσιαστικά θα αποτελούσε συνολική διευθέτηση όλων των εκκρεμούντων θεμάτων, τα οποία καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης και τα οποία είχαν δημιουργηθεί εξ' υπαιτιότητας του Εναγόμενου. O δε Εναγόμενος επεδείκνυε αρνητική συμπεριφορά, γεγονός που οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής, με αποκορύφωμα την υποβολή απαίτησης για εκταμίευση της εγγυητικής ύψους €1.000.000 από τον Εναγόμενο.
Στο ίδιο το λεκτικό της εγγυητικής επιστολής ύψους €1.000.000 αναφέρεται ότι στην γραπτή απαίτηση του Εναγόμενου για εκταμίευση αυτής θα έπρεπε να αναφέρεται ότι οι Ενάγοντες είχαν αρνηθεί να εκπληρώσουν ή δεν εκπλήρωσαν το Συμβόλαιο και ως εκ τούτου απαιτείται η πληρωμή. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει αφού οι Ενάγοντες ουδέποτε αρνήθηκαν να εκπληρώσουν το Συμβόλαιο.
Με επιστολή του προς την Ελληνική Τράπεζα ημερομηνίας 16.3.2022, ο Εναγόμενος απαιτούσε όπως καταβληθεί το ποσό της εγγυητικής ύψους €1.000.000 στο Δημοτικό Ταμείο Λάρνακας εκτός εάν η αναφερόμενη εγγυητική επιστολή ανανεωνόταν περαιτέρω πριν από τη λήξη της την 10.4.2022 μέχρι την 10.4.2023 (αντίγραφο της επιστολής επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 4). Με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 4.4.2022, λειτουργός της εταιρείας APS Debt Servicing Cyprus Ltd ζήτησε από τους Ενάγοντες όπως προχωρήσουν σε ανανέωση της επίδικης εγγυητικής. H εν λόγω εγγυητική επιστολή αποστάλθηκε υπογεγραμμένη από τους Ενάγοντες αυθημερόν, ως η συμφωνία των μερών (η σχετική ηλεκτρονική αλληλογραφία ημερ. 4.4.2022 επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 5).
Στις 8.4.2022, και παρά το γεγονός ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών η ανανέωση της επίδικης εγγυητικής, με επιστολή του προς την Ελληνική Τράπεζα ο Εναγόμενος αιτήθηκε την εκταμίευσή της και την άμεση καταβολή του ποσού της εγγυητικής, ύψους €1.000.000 στο Δημοτικό Ταμείο Λάρνακας (αντίγραφο της επιστολής ημερ. 8.4.2022 επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 6). Οι δε Ενάγοντες παρέλαβαν την εν λόγω επιστολή μέσω ταχυδρομείου στις 2.5.2022, ήτοι με καθυστέρηση ενός περίπου μηνός μετά την αποστολή της προς την Ελληνική Τράπεζα, και τούτο ενώ η μέχρι τότε συνήθης πρακτική και ο συνήθης τρόπος επικοινωνίας με τον Εναγόμενο ήταν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Σημειώνεται, συναφώς, πως το ως άνω αναφερόμενο ποσό της εγγυητικής κατασχέθηκε από τον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσαν οι Ενάγοντες στην Ελληνική Τράπεζα την 15.4.2022 και δη πριν την προαναφερόμενη ημερομηνία παραλαβής της επιστολής ημερ. 8.4.2022 από αυτούς (η σχετική κατάσταση λογαριασμού της Ελληνικής Τράπεζας επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 7), ενεργώντας, έτσι, καταχρηστικά.
Αποτελεί θέση των Εναγόντων πως το αίτημα για εκταμίευση ολόκληρου του ποσού της επίδικης εγγυητικής, η οποία αφορούσε την πιστή εκτέλεση των κατασκευαστικών εργασιών του Έργου, υποβλήθηκε παρόλο που είχε ολοκληρωθεί το ένα εκ των δύο κτηρίων του Συμβολαίου. Συγκεκριμένα, οι οικοδομικές εργασίες που αφορούσαν το κτήριο στην οδό Κλεάνθη Καλογερά αποπερατώθηκαν για σκοπούς προσωρινής παραλαβής του ήδη από τις 30.5.2014 ενώ το Πιστοποιητικό Τελικής Παραλαβής εκδόθηκε στις 24.6.2015 (οι επιστολές ημερ. 30.5.2014 και 24.6.2015 επισυνάπτονται ως Τεκμήρια 8 και 9).
Περαιτέρω και σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, σημειώνεται πως σύμφωνα με Εγκύκλιο του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας ημερ. 12.4.2013 (βλ. Τεκμήριο 10) οι εγγυήσεις πιστής εκτέλεσης για συμβάσεις έργων που υπερβαίνουν το €1.000.000 δεν θα έπρεπε να υπερβαίνουν το 5% του υφιστάμενου συμβολαίου. O Εναγόμενος ουδέποτε προέβη σε τέτοιου είδους μείωση, ενώ το αίτημα του για εκταμίευση της εγγυητικής υποβλήθηκε παρόλο που γίνονταν προσπάθειες για σταδιακή φιλική διευθέτηση των μεταξύ τους εκκρεμοτήτων, συμπεριλαμβανομένης και της παρούσας αγωγής, ήδη από το 2020 (η σχετική αλληλογραφία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 11). Επιπλέον, η φιλική διάθεση των μερών για διευθέτηση της παρούσας υπόθεσης καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι Ενάγοντες διαμόρφωσαν το Τεμάχιο 1 επί της οδού Ερμού σε χώρο στάθμευσης τον Δεκέμβριο του 2018 κατόπιν εισήγησης του Εναγόμενου, χωρίς να υπάρχει οιαδήποτε απαίτηση από πλευράς των Εναγόντων.
Αποτελεί θέση των Εναγόντων ότι η υποβολή αιτήματος για εκταμίευση της εγγυητικής από τη στιγμή που εκκρεμεί η εκδίκαση της ανταπαίτησης του Εναγόμενου στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής καταδεικνύει την δόλια και καταχρηστική υφή του αιτήματος του, η οποία αποσκοπεί στο να πλήξει δραστικά τα οικονομικά και άλλα συμφέροντα των Εναγόντων, καθ' ότι η εξαργύρωση εγγυητικής για τέτοιο υψηλό ποσό και ενώ έχει ολοκληρωθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος το ανατεθέν έργο, αποτελεί προσπάθεια οικονομικού στραγγαλισμού τους αφού θα εξαναγκαστούν να διευθετήσουν τις νόμιμες απαιτήσεις τους ως αυτές εμφαίνονται στην παρούσα αγωγή και θα τεθούν σε δυσχέρεια. O δε τρόπος με τον οποίο επέλεξε ο Εναγόμενος να εισπράξει την εγγυητική συνιστά προσπάθεια παράκαμψης της δικαστικής διαδικασίας (circumvention of the Court process).
Στη βάση των όσων αναφέρονται πιο πάνω, οι Ενάγοντες ζητούν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Η ένσταση του Εναγόμενου
Στις 13.12.2022 ο Εναγόμενος καταχώρησε ένσταση προβάλλοντας διάφορους λόγους ένστασης οι οποίοι συνοψίζονται στους εξής:
i. Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση δεν επισυνάπτεται το Συμβόλαιο και τούτο με σκοπό την μη αποκάλυψη των όρων αυτού.
ii. Η τραπεζική εγγύηση ρητώς αναφέρει ότι οι Ενάγοντες παραιτούνται από κάθε δικαίωμα ένστασης και επιφύλαξης για το Συμβόλαιο ή οποιαδήποτε τροποποίηση του Συμβολαίου και αμετάκλητα και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ένσταση των Εναγόντων και χωρίς αναφορά σ' αυτόν, η Τράπεζα εγγυάται να πληρώσει χωρίς καθυστέρηση στην πρώτη γραπτή απαίτηση οποιοδήποτε ποσό θα απαιτηθεί από τον Εναγόμενο μέχρι του ποσού του €1.000.000. Για να καταβληθεί το ποσό αυτό αρκεί γραπτή δήλωση ότι ο πιστωτής, δηλαδή οι Ενάγοντες, αρνήθηκαν, ή παρέλειψαν να εκπληρώσουν ή να μην εκπληρώσουν ή να έχουν παραβιάσει οποιοδήποτε όρο του Συμβολαίου σύμφωνα με την παράγραφο Α.11.2.
iii. Οι τραπεζικές εγγυήσεις είναι αναιτιώδεις συμβάσεις και δεν εξαρτώνται από οποιοδήποτε όρο.
iv. Το Τεμάχιο 2 επί της οδού Κλεάνθη Καλογερά παραδόθηκε την 29.5.2024. Το Τεμάχιο 1 δεν έχει ολοκληρωθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ούτε έχουν υπάρξει εργασίες, εκτός από προπαρασκευαστικές.
v. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε βάση για την προβαλλόμενη απαίτηση των Εναγόντων και ως εκ τούτου η αίτηση είναι καταχρηστική και αβάσιμη.
vi. Η έγερση ανταπαίτησης δεν παρεμποδίζει με οποιοδήποτε τρόπο την είσπραξη του ποσού της εγγυητικής. Οι ζημιές του Εναγόμενου είναι τεράστιες και συνεχίζονται, ενώ υπερβαίνουν κατά πολύ το εισπραχθέν ποσό.
vii. Ουδεμία βάση αγωγής υπάρχει, ενώ η ανταπαίτηση του Εναγομένου υπερβαίνει κατά πολύ το €1.000.000.
viii. Οι Ενάγοντες δεν συμμορφώθηκαν προς τις υποχρεώσεις τους.
ix. Ο Εναγόμενος ενήργησε σύμφωνα με το Νόμο, ενώ οι Ενάγοντες όφειλαν να γνωρίζουν ότι η τραπεζική εγγύηση θα έληγε και όφειλαν να την ανανεώσουν. Ο δε Εναγόμενος ουδεμία υποχρέωση είχε να ζητήσει ανανέωση της τραπεζικής εγγύησης ή να αναμένει την ανανέωσή της.
x. Ουδέποτε έγιναν φιλικές προσπάθειες για διευθέτηση.
xi. Ο Εναγόμενος είναι φερέγγυος και θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει την απόφαση που τυχόν εκδοθεί εναντίον του.
xii. Η τραπεζική εγγύηση εισπράχθηκε από 15.4.2022 και η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος.
xiii. Δεν συντρέχει καμία από τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 32 του Ν.14/1960. Το δε αιτούμενο διάταγμα δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό, οι δε Ενάγοντες δεν θα επωφεληθούν με οποιοδήποτε τρόπο.
Η ένσταση στηρίζεται στην ίδια νομική βάση με την αίτηση και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση δικηγορικής υπαλλήλου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Εναγόμενο, στην οποία υιοθετούνται και επαναλαμβάνονται οι λόγοι ένστασης. Περαιτέρω σημειώνεται πως το Τεμάχιο 2 επί της οδού Κλεάνθη Καλογερά πράγματι παραδόθηκε την 29.5.2014, πλην, όμως, στο Τεμάχιο 1 δεν έχουν υπάρξει εργασίες, εκτός από προπαρασκευαστικές. Σημειώνεται, περαιτέρω, πως οι ζημιές του Εναγόμενου είναι τεράστιες και συνεχίζονται, τα δε ενοίκια και οι ζημιές υπερβαίνουν κατά πολύ το εισπραχθέν ποσό (οι επιστολές των Εναγόντων ημερ. 20.7.2012 και 26.02.2013 και οι επιστολές του Εναγόμενου Δήμου ημερ. 25.9.2012 και 7.6.2013 επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 2).
Η συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης
Στις 4.6.2022 οι Ενάγοντες καταχώρησαν συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, όπου ο ενόρκως δηλών, αφού υιοθετεί πλήρως το περιεχόμενο της αρχικής του ένορκης δήλωσης, υποστηρίζει πως η θέση του Εναγόμενου περί μη συμμόρφωσης των Εναγόντων με τις υποχρεώσεις τους είναι ανυπόστατη και παραπλανητική. Οι Ενάγοντες είχαν κατ’ επανάληψη θέσει ζήτημα που αφορούσε τη συνέχιση και αποπεράτωση των εργασιών, εκ των οποίων αφορούσαν και ζητήματα ασφάλειας τα οποία ο Εναγόμενος ουδέποτε επιλήφθηκε ούτως ώστε να είναι δυνατή η συνέχιση και ολοκλήρωση των οικοδομικών εργασιών (σχετική αλληλογραφία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1. Παρομοίως, αναληθής είναι ο ισχυρισμός του Εναγόμενου επί τω ότι δεν έγιναν οποιεσδήποτε εργασίες εκτός από προπαρασκευαστικές. Οι εργασίες πασσαλώσεων που άρχισαν, αφορούν εργασία που προνοείτο από το Συμβόλαιο, δηλαδή ουσιαστική εργασία και μάλιστα αυτή δεν αφέθηκε να προχωρήσει λόγω κωλυμάτων που παρουσιάστηκαν κατά το στάδιο της εκσκαφής λόγω του δικτύου της Αρχής Ηλεκτρισμού αλλά και προβλημάτων με τις οικοδομές που γειτνιάζουν στο έργο. Αυτά τα ζητήματα ήταν σε γνώση του Εναγόμενου (δέσμη εγγράφων επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2), ο οποίος παρέλειψε να επιλύσει τα ζητήματα αυτά με τους αρμόδιους φορείς. Φωτογραφικό υλικό, από το οποίο, σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, διαφαίνεται πως οι εργασίες που προνοούνταν από το Συμβόλαιο είχαν ξεκινήσει, επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 3.
Ακροαματική διαδικασία
Κατά την ακροαματική διαδικασία οι δυο πλευρές προώθησαν τις θέσεις τους και ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε.
Από την πλευρά της η συνήγορος των Εναγόντων υποστήριξε πως στη βάση των όσων προβάλλονται στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση, ικανοποιούνται όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, το δε ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της έγκρισης της αίτησης, με τρόπο ώστε να δικαιολογείται η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Αντίθετη ήταν η θέση του συνηγόρου του Εναγόμενου ο οποίος με παραπομπή στους λόγους ένστασης και στις αρχές της νομολογίας που αφορούν τη φύση και νομική υπόσταση των τραπεζικών εγγυητικών επιστολών, κάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση.
Νομική Πτυχή
Η γενική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συντηρητικών ενδιάμεσων διαταγμάτων παρέχεται από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60. Σύμφωνα με αυτό, η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, νοουμένου ότι πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,
(β) η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο αιτών διάδικος σε θεραπεία ή ότι έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας, και
(γ) ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.
Οι πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν. 14/60 και οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος έχουν ερμηνευθεί και επεξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλέπε Odysseos v. Pieris Estates (1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Acropol Shipping Co Ltd v. Rossis (1976) 1 Α.Α.Δ. 38, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 Α.Α.Δ. 263, National Bank of Greece v. Motovia (1987) 1 Α.Α.Δ. 303, KOT v. Θεωρή (1989) 1 Α.Α.Δ. 255, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χ"Βασίλη (1989) 1 Α.Α.Δ. 152 και Cyprus Sulphur & Copper Co Ltd & άλλων v. Παραρλάμα Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 1051).
Η πρώτη προϋπόθεση ως προς την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση έχει επεξηγηθεί ότι ικανοποιείται με την κατάδειξη συζητήσιμης υπόθεσης, με αναφορά πάντοτε στα καταχωρημένα δικόγραφα.
Το δεύτερο κριτήριο, το οποίο είναι σε κάποια έκταση αλληλένδετο με το πρώτο, ικανοποιείται εάν καταδεχθεί ότι ο Αιτητής έχει πιθανότητα επιτυχίας, η οποία έχει επεξηγηθεί ως κάτι περισσότερο από απλή πιθανότητα αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι το μέτρο απόδειξης σε αστικές υποθέσεις. Η διακρίβωση αυτή γίνεται με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα τα οποία καταδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιας πιθανότητας.
Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση, η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο κρίνεται συνήθως σε συνάρτηση με το κατά πόσον η επιδίκαση αποζημιώσεων στον Αιτητή στο τελικό στάδιο της εκδίκασης της ουσίας της αγωγής είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του. Εάν η απάντηση είναι θετική τότε, κατά βάση, η έκδοση ή συνέχιση προσωρινού διατάγματος δεν κρίνεται απαραίτητη (βλέπε Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Αλκιβιάδη Θεωρή (1989) 1 A.A.Δ. 255). Όμως, οι έννοιες του δύσκολου ή αδύνατου απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν περιορίζονται στη δυνατότητα χρηματικής αποζημίωσης αλλά ανάλογα με τις συγκεκριμένες παραμέτρους της κάθε περίπτωσης, περιλαμβάνουν και διάφορα άλλα μεταβλητά κριτήρια και παράγοντες που το Δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου (βλέπε μεταξύ άλλων Cambridge Nutrition Ltd v British Broadcasting Corp. (1990) 3 All E.R. 523 και Zena Company Ltd v Demenian Catering Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 304/2008, απόφαση ημερομηνίας 21.10.2011).
Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Όπως υποδεικνύεται στην Οdysseos (πιο πάνω), ακόμα και εάν πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το ζήτημα παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου το οποίο θα πρέπει να σταθμίσει όλους τους παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του και να εξετάσει το ισοζύγιο της ευχέρειας μεταξύ των διαδίκων (σχετικές επί του θέματος είναι οι αποφάσεις Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χ"Βασίλη (πιο πάνω), Παλιομυλίτου ν. Παναγιώτου κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 407, K. Christodoulides Land and Building Developments Ltd v. Φιλόκυπρου Γεώργιου Ματθαίου (2005) 1 Α.Α.Δ. 310 και Parico Aluminium Designs Ltd. v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).
Εξετάζοντας τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60 και ασκώντας την διακριτική του ευχέρεια το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί της αξίωσης του αιτητή και επιμελώς θα πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με το πραγματικό και νομικό καθεστώς της υπόθεσης (βλ. μεταξύ άλλων Grady Properties Corporation S.A. κ.ά. ν. Kravitz, Πολ. Έφεση αρ. Ε113/2020, απόφαση ημερ. 31.5.2024, Molvi Estates Ltd v. Λ. Κίμωνος, Πολ. Εφ. Ε193/12 ημερ. 9.5.2023 και Άκης Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστίνας Χριστόφορου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Το πιο πάνω εγχείρημα γίνεται μόνο για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει το αναγκαίο υλικό για τη διαπίστωση ύπαρξης των τριών προϋποθέσεων του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60 (βλέπε C.T. Tobacco Ltd ν. Εκδόσεις Αρκτίνος κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 853). Όπως, μάλιστα, υποδείχθηκε στην υπόθεση Τ.Α. Micrologic Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 A.A.Δ. 1802, σε ενδιάμεση διαδικασία για έκδοση προσωρινού διατάγματος εκείνο που χρειάζεται δεν είναι απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξης του. Τα δικαιώματα των διαδίκων θα αποφασιστούν μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας από το μόνο αρμόδιο σώμα που δεν είναι άλλο από το Δικαστήριο το οποίο θα εκδικάσει την ουσία της υπόθεσης.
Η αίτηση δεν βασίζεται μόνο επί του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60, αλλά και στις πρόνοιες των άρθρων 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Τα άρθρα 4 και 5 προνοούν για συγκεκριμένες περιπτώσεις διαταγμάτων, αλλά δεν επηρεάζουν τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν. 14/60, το οποίο προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπίπτοντων διαταγμάτων (βλ. ΑΒΡ Holdings Ltd κ.α. ν. Κιταλίδη κ.α. (αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694 και Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστόφορου κ.ά. (πιο πάνω)).
Μελέτη των θέσεων που προβάλλουν οι Αιτητές δεικνύει πως το άρθρο 5 του Κεφ. 6 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση αφού με την αίτηση δεν επιδιώκεται διάταγμα που περιορίζει τη συναλλαγή σχετικά με γη, αλλά διάταγμα για τη διατήρηση και φύλαξη του ποσού της εγγυητικής πίστης εκτέλεσης του Συμβολαίου. Επομένως, η αίτηση θα εξεταστεί με βάση το άρθρο 32 του Ν. 14/60 και το άρθρο 4 του Κεφ. 6.
Ο συσχετισμός των προϋποθέσεων που καθορίζονται στα δυο πιο πάνω νομοθετήματα, ήτοι στο άρθρο 4 του Κεφ. 6 και στο άρθρο 32 του Ν. 14/60, αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης και ανάλυσης σε αρκετές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Lakatamitis v. Theodorou (1983) 1 Α.Α.Δ. 520 και Ευρυπίδης Φ. Ζεμενίδης ν. Άννας Ζεμενίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 54). Μέσα από τη σχετική νομολογία μπορεί να εξαχθεί αβίαστα το συμπέρασμα ότι όταν το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα βάσει του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, το οποίο θα μπορούσε να εκδοθεί και δυνάμει του άρθρου 4 του Κεφ. 6, θα πρέπει να λάβει υπόψη και τα ειδικά κριτήρια που εκτίθενται στα πιο πάνω άρθρα του Κεφ. 6.
Αξιολόγηση των εκατέρωθεν θέσεων
Προχωρώντας στην εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, και χωρίς σε καμία περίπτωση να αποφασίζω αναφορικά με την ουσία της αγωγής, σημειώνω τα εξής:
Αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση, επαναλαμβάνεται ότι το κατά πόσον υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση διαπιστώνεται με βάση τα δικόγραφα χωρίς να γίνεται αναφορά στην αποδεικτική δύναμητης όποιας μαρτυρίας έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της αίτησης (βλ. Proquaserv Accounts Ltd κ.ά. ν. Κυριακίδη, Πολ. Έφεση αρ. Ε49/2018, απόφαση ημερομηνίας 17/11/2023 και Θεοδοσιάδου κ.ά. v. Themis Portfolio Management Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε51/2022, ημερομηνίας 3.2.2023).
Μελετώντας το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα σε συνάρτηση με την ένορκη δήλωση και συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης που υποστηρίζουν την αίτηση, διαπιστώνεται πως η αξίωση των Εναγόντων βασίζεται στην κατ΄ ισχυρισμό παράβαση σύμβασης και απαίτηση των Εναγόντων για εκτελεσθείσα εργασία με βάση τις πρόνοιες του Συμβολαίου και/ή δυνάμει των αρχών του quantum meruit. Επομένως, η πρώτη προϋπόθεση, η οποία αφορά τη νομική θεμελίωση της αξίωσης των Εναγόντων πληρείται, εφόσον από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι Ενάγοντες έχουν αποκαλύψει στο δικόγραφό τους σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.
Αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση θα πρέπει να εξεταστεί το μαρτυρικό υλικό το οποίο έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, τόσο από πλευράς Εναγόντων όσο και από πλευράς Εναγόμενoυ.
Οι θέσεις των δυο πλευρών αναφορικά με την ουσία της αξίωσης των Εναγόντων προκύπτουν από τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν τόσο την αίτηση όσο και την ένσταση, το περιεχόμενο των οποίων συνοψίζεται πιο πάνω.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία που παρατίθεται σε σύνοψη πιο πάνω, είναι αρκετό ο ενάγων να πείσει το Δικαστήριο ότι έχει κάποια σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας. Στην Odysseos ν. Pieris Estates & Others (πιο πάνω) αναφέρθηκε ότι η έννοια της «πιθανότητας» (probability) στο άρθρο 32(1) απαιτεί από τον αιτητή να καταδείξει ότι έχει ορατή ευκαιρία να επιτύχει. Στη σελίδα 569 της απόφασης τονίζονται τα εξής:
«The standard required for the plaintiff to overcome the evidential hurdle is not very high; he is only required to establish "a probability" of success. The concept of "a probability" imports something more than a mere possibility but something much less than the "balance of probabilities", the standard required for proof of a civil action. A legal probability is something different from a mathematical probability as the Court explained in Re IS. (a minor) [1980] 1 All E.R. 1061 (C.A.). "A probability", in the context of the proviso to s. 32(1), requires the applicant to demonstrate that he has a visible chance of success.»
Έχοντας υπόψη τις θέσεις των δυο πλευρών και χωρίς το Δικαστήριο να καταλήγει σε οποιοδήποτε τελικό και/ή δεσμευτικό εύρημα ως προς τα αντικρουόμενα πραγματικά γεγονότα που περιστοιχίζουν τα πιο πάνω, αποτελεί κρίση μου ότι τα όσα επικαλούνται οι Ενάγοντες προς υποστήριξη της αίτησης, με το περιορισμένο βάρος που έχουν για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, είναι αρκετά για σκοπούς κατάδειξης ορατής πιθανότητας επιτυχίας.
Επαναλαμβάνεται πως στη βάση των όσων έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τις δυο πλευρές, αποτελεί θέση των Εναγόντων πως εκπλήρωσαν μέρος των υποχρεώσεων τους δυνάμει του Συμβολαίου, για το δε μέρος που δεν εκπληρώθηκε ευθύνη έχει ο Εναγόμενος. Χωρίς να παραγνωρίζονται οι θέσεις του Εναγομένου τόσο σε σχέση με την απαίτηση όσο και σε σχέση με την ανταπαίτηση, κρίνω πως τα όσα η πλευρά των Εναγόντων προβάλλει στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση είναι επαρκή ώστε να καταδείξουν την ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας τους στην αγωγή, και τούτο, στο βαθμό που αναμένεται να καταδειχθεί στο στάδιο αυτό.
Η τρίτη προϋπόθεση που πρέπει να πληρείται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν. 14/60, για να δικαιολογείται η έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος, αφορά στο κατά πόσον, χωρίς την έκδοση του, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη, στον αιτητή, σε μεταγενέστερο στάδιο, στην περίπτωση που αυτός επιτύχει στις αξιώσεις του.
Στην Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245 αναφέρθηκε ότι «η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη». (βλ.επίσης Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 C.L.R. 231). Η πιο πάνω αντίκριση επαναλήφθηκε και στην Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (πιο πάνω).
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Highgate Primary School Ltd κ.ά. v. Στέλιου Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 317, «η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και σ' αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των Αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι οι Εφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τους Εφεσίβλητους σε περίπτωση επιτυχίας των Εφεσιβλήτων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες, υπό την ευρύτερη έννοια».
Όπως υποδείχθηκε και στην Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Limited, Πολιτική Έφεση αρ. Ε203/2023, απόφαση ημερομηνίας 11.9.2019, η πιο πάνω νομολογία σαφώς προσδιορίζει ότι η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την υποκατάσταση της υλικής ζημιάς. Θα πρέπει, συνεπώς, να λαμβάνονται υπόψη και άλλα στοιχεία, περιλαμβανομένης της προστασίας των δικαιωμάτων των αιτητών. Το θέμα αυτό, βεβαίως, δεν εξετάζεται αορίστως, αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το περιεχόμενο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου και συμπεριλαμβάνονται μέσα στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση.
Αποτελεί κρίση μου πως στην προκειμένη περίπτωση η τρίτη προϋπόθεση δεν ικανοποιείται αφού δεν έχουν καταδειχθεί τέτοια γεγονότα που να στοιχειοθετούν το ενδεχόμενο να μην αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εάν δεν εκδοθεί τα αιτούμενα διατάγματα.
Εξηγώ.
Μελετώντας τις ένορκες δηλώσεις που κατατέθηκαν για σκοπούς υποστήριξης της αίτησης, παρατηρώ πως δεν εντοπίζεται σε αυτές οποιαδήποτε αναφορά επί τω ότι οι Ενάγοντες θα υποστούν ανεπανόρθωτη, υλική ή άλλης φύσεως, ζημιά σε περίπτωση που δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.
Μοναδική αναφορά στα ζητήματα που αφορούν στην τρίτη προϋπόθεση γίνεται στην παράγραφο 28 της ένορκης δήλωσης ημερ. 7.2.2022, από την οποία προκύπτει πως oι Ενάγοντες στηρίζουν το αίτημα τους στο γεγονός της εκταμίευσης της εγγυητικής σε συνάρτηση με το ποσό της εγγυητικής και τούτο ενώ δεν έχει ακόμα εκδοθεί απόφαση στο πλαίσιο της ανταπαίτησης του και ενώ οι Ενάγοντες ουδέποτε αρνήθηκαν να ανανεώσουν την ισχύ της. Όλα αυτά, στο πλαίσιο μιας, κατά τους Ενάγοντες, εκδικητικής και καταχρηστικής συμπεριφοράς από μέρους του Εναγομένου.
Συναφώς σημειώνεται πως οι Ενάγοντες δεν προωθούν θέση περί αδυναμίας του Εναγομένου να ικανοποιήσει την απόφαση που τυχόν εκδοθεί εναντίον του, ούτε απαντούν στην περί του αντιθέτου θέση του Εναγομένου μέσω της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης που καταχώρησαν. Ούτε αντεξετάστηκε ο ενόρκως δηλών σε σχέση με την επί του προκείμενου θέση του περί φερεγγυότητας του Εναγομένου. Η δε θέση που προβάλλεται στην γραπτή αγόρευση της συνηγόρου των Αιτητών πως «το γεγονός ότι ο Καθ΄ου η αίτηση είναι φερέγγυος τη δεδομένη χρονική περίοδο δεν συνεπάγεται ότι θα είναι φερέγγυος στο άμεσο μέλλον» (βλ. σελίδα 11), δεν θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Με κάθε σεβασμό, κρίνω ότι τα όσα επικαλούνται οι Ενάγοντες στο πλαίσιο αυτό δεν είναι επαρκή προς το σκοπό ικανοποίησης της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αφού αφενός δεν υποστηρίζεται πως σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα ο Εναγόμενος δεν θα μπορέσει να ικανοποιήσει την απόφαση που τυχόν εκδοθεί εναντίον του, αφετέρου δεν υποστηρίζεται ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος είναι αναγκαία για λόγους άλλους που συναρτώνται με την απονομή της δικαιοσύνης.
Ό,τι προβάλλεται είναι πως η συμπεριφορά του Εναγόμενου, ως περιγράφεται πιο πάνω και αφορά το ζήτημα της εκταμίευσης της εγγυητικής, είναι καταχρηστική και εκδικητική, θέση, ωστόσο, που δεν θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση έγκρισης της αίτησης, ιδιαίτερα υπό το φως των αρχών της νομολογίας σύμφωνα με τις οποίες μια εγγυητική επιστολή εκδιδόμενη από τραπεζικό ίδρυμα αποτελεί ανέκκλητη επιβεβαίωση ότι θα πληρωθεί στη βάση των όρων της και για το λόγο αυτό τα Δικαστήρια σπανίως επεμβαίνουν με την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων ώστε η εγγυητική να μην πληρωθεί ή να μην εκτελεστεί (βλ. Hellenic Bank Public Company Limited v. Alpha Panareti Public Limited (20130 1 Α.Α.Δ. 1235).
Η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου καλύπτει και την αντίστοιχη προϋπόθεση που τίθεται στο άρθρο 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, ως προς την αναγκαιότητα έκδοσης του διατάγματος ώστε να παρεμποδιστεί οποιαδήποτε απώλεια, ζημιά ή δυσμενής επηρεασμός στην περιουσία αν δεν εκδοθεί το διάταγμα, η οποία υπό το φως των πιο πάνω, δεν ικανοποιείται.
Ενόψει της αναγκαιότητας σωρευτικής ικανοποίησης των τριών προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 32 του Ν. 14/60, και των αντίστοιχων προϋποθέσεων του άρθρου 4 του Κεφ. 6 είναι πρόδηλο πως η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει.
Συνακόλουθα, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον των Εναγόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ). ……………………………………..
Γ. Πετάση Κορφιώτη, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο