
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Γ. Πετάση-Κορφιώτη, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2200/2016
Μεταξύ:
Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου
Εναγόντων
-και-
1. WADNIC TRADING LTD
2. GLARISANO ENTERPRISES LTD
3. ΧΙΑΛΑ ΛΙΜΙΤΕΔ
4. ΝΙΚΟΣ ΛΙΛΛΗΣ
5. ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΛΥΒΙΟΥ
6. ΑΝΤΩΝΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ
7. ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΙΤΤΗΣ
8. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΣΟΥΡΗΣ
9. ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΡΗ
10. LANDTOURIST VALUATIONS LLC
11. GEORGIOS GEORGIADES LIMITED
12. ROIS NICOLAIDES, K. TALATTINIS, PH CHRISTODOULOU (PROPERTY CONSULTANTS) LLC
Εναγόμενων
Αίτηση του Εναγόμενου 7 ημερομηνίας 1.7.2024 για τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης
Ημερομηνία: 14 Μαρτίου, 2025
Eμφανίσεις:
Για τον Εναγόμενο 7- Αιτητή: κα Γιάγκου για Θ. Ιωαννίδη
Για τους Ενάγοντες - Καθ΄ων η αίτηση: κα Μαρίνου για Γ. Κολοκασίδη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Από το φάκελο της με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο αγωγής στον οποίο έχω ανατρέξει ως είναι, άλλωστε, επιτρεπτό (βλ. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Χαρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 825) προκύπτει το ακόλουθο ιστορικό:
1. Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε στις 19.12.2016.
2. Στις 23.5.2018 οι Ενάγοντες καταχώρησαν Έκθεση Απαίτησης, η οποία περιλαμβάνει 69 παραγράφους.
3. Στις 5.2.2019 ο Εναγόμενος 7 καταχώρησε Έκθεση Υπεράσπισης.
4. Στις 23.11.2021 οι Ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση με την οποία επιδίωκαν κυρίως την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης δια της προσθήκης νέας παραγράφου 50Α.
5. Ο Εναγόμενος 7 δεν έφερε ένσταση στο αίτημα.
6. Κατόπιν ακρόασης, με απόφαση του ημερομηνίας 18.10.2022, το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα τροποποίησης και έδωσε οδηγίες αναφορικά με την καταχώρηση των τροποποιημένων δικογράφων.
7. Μετά την καταχώρηση των τροποποιημένων δικογράφων από τους Ενάγοντες, ο Εναγόμενος 7 καταχώρησε τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης στις 16.2.2023.
8. Στις 20.7.2023 οι Ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση με την οποία αξίωναν τη διαγραφή των παραγράφων 12 και 13 της τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισης του Εναγόμενου 7, η οποία είχε καταχωρηθεί μετά την έκδοση διατάγματος ημερ. 18.10.2022.
9. Με απόφασή του ημερ. 24.5.2024 το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα διαγραφής του μέρους των παραγράφων 12 και 13 της τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισης του Εναγόμενου 7 στην έκταση που αφορούσε την άρνηση των παραγράφων 51-57 της Έκθεσης Απαίτησης αφού, ως κρίθηκε, η ανάγκη εισαγωγής του συγκεκριμένου μέρους δεν προέκυψε από την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης.
Την 1.7.2024 καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση με την οποία ζητείται η άδεια του Δικαστήριο για τροποποίηση των παραγράφων 12 και 13 της Έκθεσης Υπεράσπισης του Εναγομένου 7-Αιτητή ως εξής:
«1. Παράγραφος 12:
Διά της προσθήκης μετά των λέξεων ο Εναγόμενος αρνείται των ακόλουθων λέξεων:
«τις παραγράφους 50 έως 58 της Έκθεσης Απαίτησης και ειδικά αρνείται την παράγραφο 50 Α καθ΄ον μέρος τον αφορά κάτω από τον τίτλο Γενικά I έως iii και κάτω από τον τίτλο Αναφορικά με τη 2η Συμφωνία αγοράς από iv έως vi.»
2. Παράγραφος 13 μετά τις λέξεις αρνείται τις παραγράφους διά της προσθήκης των λέξεων Α, 51, 52, 53, 54, 55, 56 και 57»
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση δικηγόρου που εργάζεται στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί τον Εναγόμενο 7 στην οποία αναφέρεται πως στην Έκθεση Υπεράσπισης του Εναγόμενου 7 εκ λάθους και/ή αβλεψίας και/ή παράλειψης κατά την εκτύπωση της αρχικής υπεράσπισης του Εναγόμενου 7 δεν αναγράφηκε η άρνηση των ισχυρισμών που προβάλλονται από τους Ενάγοντες στις παραγράφους 50-58 της αρχικής Έκθεσης Απαίτησης. Σημειώνεται, περαιτέρω, πως από το σύνολο του κειμένου της υπεράσπισης φαίνεται το νόημα της υπεράσπισης και πως είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα αφού οι Ενάγοντες δεν θα υποστούν οποιαδήποτε ζημιά συνεπεία αυτού.
Οι Ενάγοντες-Καθ΄ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση προβάλλοντας τους εξής λόγους:
1. Η αίτηση είναι νόμω και/ή ουσία αβάσιμη.
2. Η αίτηση δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και/ή ουδεμία, εκ των προβλεπόμενων, προϋποθέσεων έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος και/ή θεραπείας, στοιχειοθετείται.
3. Ο Εναγόμενος 7-Αιτητής προβάλλει γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς χωρίς να παρουσιάζει οποιαδήποτε στοιχεία που να τους υποστηρίζει.
4. Τα γεγονότα που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι αβάσιμα και/ή ψευδή.
5. Η αίτηση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και/ή υποβάλλεται με αδικαιολόγητη και/ή μεγάλη καθυστέρηση, ο δε Εναγόμενος 7-Αιτητής επέδειξε κωλυσιεργία, κακοπιστία και αδιαφορία χωρίς να δίνει οποιαδήποτε και/ή επαρκή και/ή ικανοποιητική εξήγηση για την εν λόγω καθυστέρηση.
6. Τόσο η παρούσα αίτηση του Εναγόμενου 7-Αιτητή όσο και ο ίδιος ο Εναγόμενος 7-Αιτητής εμφανίζονται στο Δικαστήριο με κακή πίστη (mala fide) και/ή έχουν ως απώτερο σκοπό να πλήξουν και/ή καταστρατηγήσουν τα συμφέροντα και συνταγματικά δικαιώματα των Εναγόντων-Καθ΄ων η αίτηση.
7. Δεν είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.
Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Γενικού Διευθυντή των Εναγόντων όπου, αφού παρατίθεται με λεπτομέρεια το ιστορικό της υπόθεσης με ειδική αναφορά στην αρχική Έκθεση Υπεράσπισης του Εναγόμενου 7, επισημαίνεται πως από την πλευρά του Εναγόμενου 7 προβάλλονται μόνο γενικοί ισχυρισμοί περί λάθους ή αβλεψίας οι οποίοι δεν δύνανται να δικαιολογήσουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.
Κατά την ακροαματική διαδικασία οι δύο πλευρές κατέθεσαν γραπτό κείμενο αγορεύσεων και ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε.
Συνοψίζοντας τις θέσεις των δύο πλευρών, σημειώνεται πως από την πλευρά του κ. Ιωαννίδη υποστηρίχθηκε πως ανάγνωση της Έκθεσης Υπεράσπισης του Εναγομένου 7 καταδεικνύει την άρνηση των ισχυρισμών των Εναγόντων, με τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές ότι η παράλειψη άρνησης των συγκεκριμένων παραγράφων είναι αποτέλεσμα καλόπιστου λάθους. Αντίθετη ήταν η θέση των συνηγόρων των Εναγόντων που κάλεσαν το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αφενός γιατί καταχωρήθηκε με καθυστέρηση, αφετέρου γιατί η αναγκαιότητα για την ζητούμενη προσθήκη δεν προκύπτει από καλόπιστο λάθος.
Ως έχει ήδη αναφερθεί, η παρούσα αγωγή έχει καταχωρηθεί στις 19.12.2016 και ως εκ τούτου τυγχάνει εφαρμογής η Δ.25 όπως αυτή ίσχυε κατά την έκδοση του Διαδικαστικού Κανονισμού 2/2015. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Δ.25 Θ.1(3), μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες, ως προνοείται από τη Δ.30, καμία τροποποίηση επιτρέπεται, με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή καταχώρησης του κλητήριου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.
Παρεμβάλω στο σημείο πως στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, αν και έχει καταχωρηθεί Κλήση για Οδηγίες, μέχρι στιγμής η αγωγή δεν έχει οριστεί για ακρόαση.
Καθίσταται αντιληπτό πως η παλαιότερη νομολογία, που αφορούσε την καταργηθείσα Δ.25 μπορεί να έχει μόνο περιορισμένη χρησιμότητα σε σχέση με την ερμηνεία και εφαρμογή της νέας Δ.25 καθότι η ευρεία διακριτική ευχέρεια και η φιλελεύθερη προσέγγιση που υιοθετείτο στο παρελθόν έχει πλέον αναπόφευκτα περιοριστεί ουσιαστικώς. Αντίθετη ερμηνεία θα εξουδετέρωνε το σκοπό του Διαδικαστικού Κανονισμού 2/2015 αλλά και προσφάτων μεταρρυθμίσεων ώστε να υπάρχει ορθή διαχείριση και προώθηση των υποθέσεων κατά την προδικασία και σύντομη εκδίκαση των πολιτικών αγωγών.
Εξετάζοντας την υπό κρίση αίτηση, διαπιστώνεται πως η πλευρά του Αιτητή δεν επικαλείται την ύπαρξη νέων δεδομένων, αλλά καλόπιστου λάθους ως προς την μη συμπερίληψη των συγκεκριμένων ισχυρισμών στην αρχική Έκθεση Υπεράσπισης.
Μελετώντας τη Δ.25 και ειδικότερα τον Θ. 1(3), προκύπτει πως δεν αφήνονται περιθώρια στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το καλόπιστο λάθος ώστε να επιτρέπει προσθήκη ισχυρισμών γνωστών στο μέρος που επιδιώκει την τροποποίηση και μάλιστα σε μεγάλη έκταση. Υπάρχει αριθμός πρωτόδικων αποφάσεων, οι οποίες δεν είναι μεν δεσμευτικές για το παρόν Δικαστήριο, αλλά ακολουθούν ουσιαστικά την ίδια γραμμή, ότι το καλόπιστο λάθος δεν περιλαμβάνει την προσθήκη νέων ισχυρισμών και δη όταν αυτοί ήταν γνωστοί εξαρχής ή αρκετό χρονικό διάστημα προηγουμένως. Καλόπιστο λάθος διαπιστώνεται εάν με την τροποποίηση επιδιώκεται η διόρθωση μίας μικρής παράλειψης ή ασάφειας. Ειδικά μετά την Κλήση για Οδηγίες με βάση τη Δ.30, οι συνήγοροι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί με τα ζητήματα καταχώρησης αιτήσεων τροποποίησης, πόσω δε μάλλον όταν έχουν καταχωρηθεί και οι ονομαστικοί κατάλογοι μαρτύρων και οι συνόψεις μαρτυρίας.
Ενδεικτικά παραπέμπω στην απόφαση της Λιμνατίτου, Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στην αγωγή με αρ. 911/2016, Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ ν. Χλόης Ιωάννου Νεοφύτου κ.α., απόφαση ημερομηνίας 28.7.2017. Στην εν λόγω υπόθεση ο αιτητής επικαλέστηκε το καλόπιστο λάθος και/ή την αβλεψία λόγω αλλαγής του δικηγόρου του, όπως και στη βάση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης. Σχετικό το ακόλουθο απόσπασμα όπου κρίθηκε πως το εν λόγω γεγονός δεν μπορούσε να αποτελέσει λόγο για έγκριση του αιτήματος:
«Τόσο το περιεχόμενο της προτεινόμενης Έκθεσης Υπεράσπισης όσο και της Ανταπαίτησης δεν μπορεί να αφορούν καλόπιστο λάθος κατά τη σύνταξη της Έκθεσης Υπεράσπισης αφού με την αίτηση επιζητείται μια ριζική τροποποίηση. Καλόπιστο λάθος θα ήταν μια μικρή παράλειψη ή ασάφεια και όχι προσθήκη ισχυρισμών σε τέτοια έκταση.
Ούτε όμως και ως νέα γεγονότα μπορεί να χαρακτηριστούν τα όσα ζητείται να προστεθούν αφού οι εναγόμενοι ανέφεραν όπως ο ίδιος ο ενόρκως δηλών αναφέρει, τα γεγονότα στον πρώτο δικηγόρο τους όταν τον επισκέφθηκαν και του παρέδωσαν όλα τα σχετικά έγγραφα.
Η ανάγκη για τροποποίηση προέκυψε όπως φαίνεται μέσα από την ένορκη δήλωση μετά που ο νέος δικηγόρος των εναγομένων ανέλαβε την υπόθεση και εισηγήθηκε την τροποποίηση με τον τρόπο που περιλαμβάνεται στην αίτηση και όπως ο ίδιος την επιθυμεί. Είναι η κρίση μου ότι τα πιο πάνω δεν μπορεί να ερμηνευθούν ως οι προϋποθέσεις της Δ.25 θ. 1(3). Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία εκτός από την αυστηρή ερμηνεία της Διαταγής όπως αναφέρω πιο πάνω, θα ήταν αντίθετη τόσο με το γράμμα όσο και με το πνεύμα και τον σκοπό της Δ.25 και ιδιαίτερα το θ.1(3) που αφορά την παρούσα υπόθεση.
Ως εκ τούτου και για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω, κρίνω ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται».
Σχετική είναι και η απόφαση του Παπαμιχαήλ Π.Ε.Δ., στην αγωγή με αρ. 1688/16, Αstrobank Limited πρώην (Τράπεζα Πειραιώς Κύπρου Λτδ) ν. Νικόλας Χρυσοστόμου, απόφαση ημερομηνίας 8.2.2018, όπου προωθήθηκε αίτημα τροποποίησης αφού είχε ολοκληρωθεί το στάδιο της αποκάλυψης εγγράφων και της σύνοψης μαρτυρίας. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:
«Καλόπιστο λάθος θα μπορούσε να διαπιστωθεί εάν με την τροποποίηση επιδιωκόταν η διόρθωση μιας μικρής παράλειψης ή ασάφειας. Ο Αιτητής στην παρούσα περίπτωση δεν επιδιώκει να διορθώσει μια μικρή παράλειψη ή ασάφεια αλλά επιδιώκει να εισάξει ανταπαίτηση μετά την πάροδο μεγάλου χρονικό διαστήματος, αφού καταχώρησε ένορκη δήλωση αποκάλυψης, σύνοψη μαρτυρίας και ονομαστικό κατάλογο μαρτύρων, εντελώς καταχρηστικά και προς εξυπηρέτηση προφανώς αλλότριων σκοπών.
Σε περίπτωση που εκ παραδρομής και/ή αβλεψίας και/ή λάθους δεν συμπεριλήφθηκε κατά τη σύνταξη της υπεράσπισης η ανταπαίτηση του Εναγόμενου αυτό προφανώς θα εγίνετο άμεσα αντιληπτό όταν ο εναγόμενος και/ή οι δικηγόροι του έλαβαν οδηγίες από το Δικαστήριο να καταχωρήσουν ένορκη δήλωση αποκάλυψης, πολύ δε περισσότερο όταν εκλήθησαν να καταθέσουν στο Δικαστήριο ονομαστικό κατάλογο μαρτύρων και σύνοψη της μαρτυρίας προς απόδειξη των ισχυρισμών τους που περιλαμβάνονται στην υπεράσπιση.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώνεται κατά συνέπεια καλόπιστο λάθος όταν τουλάχιστον σε 3 περιπτώσεις ο ίδιος ο Εναγόμενος αποσαφηνίζει στο Δικαστήριο ποια είναι η υπόθεση του και πού στηρίζει την υπεράσπιση του χωρίς να κάνει μνεία για την ύπαρξη ανταπαίτησης».
Έχοντας εξετάσει τη φύση και έκταση της αιτούμενης τροποποίησης σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της αρχικής Έκθεσης Υπεράσπισης του Εναγόμενου 7 από όπου προκύπτει διάχυτη η άρνηση των θέσεων των Εναγόντων, κρίνω ότι ο Εναγόμενος 7 έχει ικανοποιήσει στον απαιτούμενο βαθμό πως η παράλειψη του να απαντήσει στους συγκεκριμένους ισχυρισμούς των Εναγόντων είναι αποτέλεσμα αβλεψίας και καλόπιστου λάθους. Σημειώνω πως με την τροποποίηση δεν επιδιώκεται η εισαγωγή νέων ισχυρισμών, ούτε η προσθήκη εκτεταμένων θέσεων που αλλοιώνουν τη φύση της υπεράσπισης του Εναγόμενου 7.
Σχετική επί του προκειμένου είναι η απόφαση ημερ. 11.5.2016 που εκδόθηκε στην αγωγή με αρ. 41/2015, Ανδρέας Αβρααμίδης ν. Σπύρος Αρότης – Έλενα Αρότη και Συνεργάτες, όπου το καλόπιστο λάθος ερμηνεύθηκε ως απλά εσφαλμένη σύνταξη ή εκτυπωτική πλημμέλεια, αλλά όχι προσθήκη νέων ισχυρισμών που ανατρέπουν τη βάση της αγωγής. Σχετικό το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:
«Όπως και αν εξετάσει κανείς τα πιο πάνω αδύνατο είναι να μην διαπιστώσει ότι δεν συνιστούν καλόπιστο λάθος στη σύνταξη του δικογράφου. Σε αυτό το πλαίσιο το δικαστήριο δεν έχει απεριόριστη εξουσία να δεχτεί προσθήκη νέους γεγονότος. Η έγκριση του αιτήματος εξαρτάται από απόδειξη σφάλματος στη σύνταξη του δικογράφου. Φερ΄ ειπείν εκεί όπου μια ημερομηνία αναγράφηκε λανθασμένα ή καθόλου, ο κανονισμός επιτρέπει απάλειψη του σχετικού σφάλματος. Πλείστες τούτων των περιπτώσεων δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά εκτυπωτική πλημμέλεια. Τονίζω το γεγονός ότι ο συντάκτης του κανονισμού συναρτά το λάθος με τη σύνταξη του δικογράφου. Εν ολίγοις, καλόπιστο σφάλμα άσχετο με τη σύνταξη τούτου, λόγου χάριν επειδή ο διάδικος αντιλήφθηκε καθυστερημένα κάποιο γεγονός, παρ΄ ότι καλόπιστο δεν είναι ικανό να υποστυλώσει το αίτημα.»
Τέλος, σε σχέση με την εισήγηση των Καθ’ ων η αίτηση περί καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης και παρελκυστική συμπεριφορά του Εναγόμενου 7, αν και ουδόλως παραγνωρίζεται πως πρόκειται για παλαιά υπόθεση, επισημαίνεται πως η ακρόαση της υπόθεσης δεν έχει μέχρι στιγμής προγραμματιστεί και τούτο σαφώς δεν μπορεί να αποδοθεί στον Εναγόμενο 7. Σε γενικότερο πλαίσιο, δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε που να καταδεικνύει καταχρηστική συμπεριφορά από την πλευρά του Εναγόμενου 7, ως η θέση των Εναγόντων.
Ως εκ τούτου, η αίτηση επιτυγχάνει και συνακόλουθα εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος Α της αίτησης.
Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης να καταχωρηθεί από τον Εναγόμενο 7 εντός 10 ημερών από τη σύνταξη του παρόντος διατάγματος και ακολούθως Απάντηση στην Υπεράσπιση, αν χρειάζεται, εντός 15 ημερών από την επίδοση της τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισης. Η πλευρά του Εναγόμενου 7 να αποταθεί στο Πρωτοκολλητείο για σκοπούς σύνταξης του παρόντος διατάγματος εντός 5 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.
Τα έξοδα της αίτησης και αυτά που θα προκληθούν από την τροποποίηση επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων - Καθ΄ων η αίτηση και εναντίον του Εναγόμενου 7 - Αιτητή, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Θα είναι, όμως, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.
(Υπ.) …………………………………………….
Γ. Πετάση-Κορφιώτη, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο