ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΡΔΟΣ ν. ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ κ.α., Αρ. Αγωγής: 180/2024, 15/1/2025
print
Τίτλος:
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΡΔΟΣ ν. ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ κ.α., Αρ. Αγωγής: 180/2024, 15/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Α. Σάββα, προσ. Ε.Δ.                                Αρ. Αγωγής: 180/2024 (i-justice)

Μεταξύ:

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΡΔΟΣ

                                                                                                            Ενάγοντας

-και-

 

1.    ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

2.    ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

    Εναγόμενοι

 

Ημερομηνία: 15/1/2025

Εμφανίσεις:

Εναγόμενος 1/Αιτητή: Κωνσταντίνος Χρ. Κότροφος για Δρ. ΑΝΔΡΕΑΣ Π. ΠΟΙΗΤΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Ενάγοντα/ Καθ’ ου η Αίτηση: κ. Παναγιώτης Χ” Παναγιώτου

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Ι. Ιστορικό

 

1.         Από το φάκελο της πιο πάνω αγωγής  στον οποίο έχω ανατρέξει, αφού άλλωστε αυτό καθίσταται επιτρεπτό (βλ. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Χαρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 825) προκύπτει το ακόλουθο ιστορικό.

          Η παρούσα απαίτηση καταχωρήθηκε μαζί με την Έκθεση Απαίτησης  δυνάμει του Μέρος 7 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας στις 27/03/2024.

          Η απαίτηση επιδόθηκε στους Εναγόμενους 1 και 2, οι οποίοι καταχώρησαν σημειώματα εμφάνισης στις 9/4/2024 και 11/4/2024 αντίστοιχα.

          Οι Εναγόμενοι 1 και 2 καταχώρησαν τις Υπερασπίσεις τους στις 27/04/2024 και 30/04/2024 αντίστοιχα.

          Η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε από τον Εναγόμενο 1/Αιτητή την 1/8/2024.

 

ΙΙ. Εισαγωγή- Η Αίτηση

 

2.         Με την παρούσα αίτηση ο Εναγόμενος 1/Αιτητής αιτείται την έκδοση διατάγματος με το οποίο να αναγνωρίζεται και να δηλώνεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και/ή οποιοδήποτε Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται καθ’ ύλην αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση. Επιπλέον ο Αιτητής αιτείται τον παραμερισμό ή την αναστολή της παρούσας υπόθεσης λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Σημειώνεται ότι τα αιτητικά 1 και 2 της υπό κρίση Αίτησης (τροποποίηση σημειώματος εμφάνισης Εναγόμενου 1 και διάταγμα παράτασης προθεσμίας) δεν προωθούνται τελικά ως σχετικά αναφέρεται στην γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του Αιτητή. Επιπλέον ο Εναγόμενος 2 δεν έλαβε μέρος στην παρούσα διαδικασία.

 

3.         Η νομική βάση της αίτησης στηρίζεται στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι τέθηκαν σε ισχύ την 1/9/2023 (στο εξής οι “ΚΠΔ”) Μέρος 1 Κ.1.1-1.5, Μέρος 3 Κ.3.1-3.8, Μέρος 10 Κ.10.1-10.6, Μέρος 12, Κ.12.1, Μέρος 18 Κ.18.1-18.7, Μέρος 23, Κ.23.1-23.16, Μέρος 32 Κ.32.1-32.24, στο άρθρο 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στα άρθρα 18-47 του περί Δικαστηρίων Νόμου, του 1960 (Ν.14/1960 καθώς και στον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015 (Ν.131(Ι)/2015), άρθρα 3, 11, 12, 14 και 15.

 

4.         Η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση γραμματειακής υπαλλήλου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Εναγόμενο 1/Αιτητή η οποία αναφέρει ότι έχει εξουσιοδοτηθεί από τον Εναγόμενο 1/Αιτητή να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση (στο εξής η “ΕΔ ΚΚ”). Συνοπτικά στην εν λόγω ένορκη δήλωση αναφέρονται τα ακόλουθα:

       Η βάση αγωγής του Ενάγοντα είναι ότι παρανόμως είχαν εκδοθεί οι εν λόγω άδειες και το πώς ασκήθηκε η διοικητική εξουσία των Εναγομένων 1 και 2 για την έκδοση των επίδικων αδειών.

       Ότι αποκλειστική αρμοδιότητα για την εξέταση του κατά πόσο ένα διοικητικό όργανο ή δημόσια αρχή είχε ασκήσει ορθά ή νομότυπα την διοικητική του εξουσία, κέκτηται μόνο το Διοικητικό Δικαστήριο.

 

ΙΙΙ. Η Ένσταση

 

5.         Ο Ενάγοντας/Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρισε ένσταση στις 25/10/2024 προβάλλοντας συνολικά πέντε λόγους ένστασης, με τους οποίους υποστηρίζει τους λόγους για τους οποίους θα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση Αίτηση. Ειδικότερα στους λόγους ένστασης του ο Καθ’ ου η Αίτηση αναφέρει ότι η αίτηση για αμφισβήτηση δικαιοδοσίας είναι εκπρόθεσμη αφού έχει καταχωρηθεί με υπέρμετρη καθυστέρηση και αφού καταχωρήθηκε Υπεράσπιση από μέρους του Αιτητή και ότι η αγωγή αφορά χρηματική και μόνο αποζημίωση και δεν έχει καταχωρηθεί αίτηση ακύρωση της διοικητικής πράξης. Οι λόγοι αυτοί υποστηρίζονται από την ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η Αίτηση (στο εξής η “ΕΔ ΠΣ”) στην οποία αναπτύσσονται εμπεριστατωμένα οι λόγοι ένστασης. Ειδικότερα στην ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η Αίτηση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι με την παρούσα αγωγή δεν αξιώνεται η ακύρωση των επίδικων αδειών που έχουν εκδοθεί αλλά αποζημιώσεις, ένεκα ζημιών που έχει κατ’ ισχυρισμό υποστεί ο Καθ’ ου η Αίτηση.

 

6.         Κατά την ακροαματική διαδικασία της υπό κρίση αίτησης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών υιοθέτησαν τις γραπτές αγορεύσεις τις οποίες ετοίμασαν προς διευκόλυνση του Δικαστηρίου και καμία πλευρά δεν ζήτησε αντεξέταση των ενόρκων δηλούντων. Έχω μελετήσει το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων με προσοχή και θα αναφερθώ σε αυτές στη συνέχεια όπου κρίνω σκόπιμο.

 

IV. Νομική Πτυχή και Συμπέρασμα

 

7.         Αρχικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι ένεκα του ότι οι ΚΠΔ έχουν τεθεί σε ισχύ πολύ πρόσφατα, δεν υπάρχει ακόμη δεσμευτική νομολογία από τα Κυπριακά Δικαστήρια. Συνεπώς το Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από αγγλικές αποφάσεις και αγγλικά νομικά συγγράμματα στο μέτρο που συμπίπτουν. Εκεί φυσικά που τα νομικά θέματα δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει, το Δικαστήριο ανατρέχει βεβαίως στην σχετική Κυπριακή νομολογία.

 

8.         Ως εμφαίνεται από το περιεχόμενο τόσο της υπό κρίση Αίτησης, όσο και τους ισχυρισμούς που αναπτύχθηκαν μέσω της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων του Αιτητή, η υπό κρίση αίτηση βασίζεται κυρίως στο Μέρος 12.1 των ΚΠΔ το οποίο προνοεί τα εξής:

 

“(1) Εναγόμενος ο οποίος επιθυμεί:

(α) να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να εκδικάσει την απαίτηση· ή

(β) να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του,

δύναται να αιτηθεί από το δικαστήριο την έκδοση διατάγματος το οποίο να αναγνωρίζει ότι στερείται τέτοιας δικαιοδοσίας ή δεν θα πρέπει να ασκήσει οποιαδήποτε δικαιοδοσία δυνατόν να έχει.”

 

9.         Όσον αφορά τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί από μέρους του Αιτητή καθώς και τις συνέπειες παράλειψης της σχετικό είναι το Μέρος 12.1 (2) - (4) το οποίο παραθέτω αυτούσιο:

“(2) Εναγόμενος ο οποίος επιθυμεί να υποβάλει τέτοια αίτηση οφείλει πρώτα να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης σύμφωνα με το Μέρος 10 και να σημειώσει την κατάλληλη επιλογή η οποία υποδηλώνει την πρόθεση αυτή.

(3) Αίτηση δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει:

(α) να υποβάλλεται εντός 14 ημερών από την καταχώριση του σημειώματος εμφάνισης· και

(β) να υποστηρίζεται από μαρτυρία.

(4) Αν ο εναγόμενος:

(α) δεν συμμορφωθεί με την παράγραφο (2) ή

(β) έχοντας συμμορφωθεί με την παράγραφο (2), δεν υποβάλει τέτοια αίτηση εντός της περιόδου η οποία καθορίζεται στην παράγραφο (3),

ο εναγόμενος θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και δεν δύναται να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του.”

 

10.      Είναι ξεκάθαρο ότι ο Εναγόμενος 1/Αιτητής δεν ακολούθησε τις ρητές πρόνοιες του Μέρους 12.1 (2) - (3) των ΚΠΔ και ως εκ τούτου δυνάμει του Μέρους 12.1(4) ΚΠΔ θεωρείται ότι ο ίδιος έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και δεν δύναται να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του.

 

11.      Παρά ταύτα, στο Μέρος 12.1(5) των ΚΠΔ, σε αντίθεση με τον σχετικό αγγλικό θεσμό πολιτικής δικονομίας (βλ. CPR 11), έχει εισαχθεί επιπλέον πρόνοια η οποία παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να εξετάσει θέματα δικαιοδοσίας αυτεπάγγελτα. Ειδικότερα το Μέρος 12.1 (5) των ΚΠΔ αναφέρει τα ακόλουθα:

 

(5) Η αποδοχή από διάδικο δικαιοδοσίας δεν συνεπάγεται ανάληψη δικαιοδοσίας από δικαστήριο εκεί όπου αυτό στερείται δικαιοδοσίας δυνάμει Νόμου.

            (η έμφαση έχει προστεθεί)

 

12.      Το Μέρος 12.1 (5) των ΚΠΔ συνάδει απόλυτα με την πάγια νομολογία η οποία αναφέρει ότι θέματα δικαιοδοσίας αποτελούν θέματα δημοσίου συμφέροντος και μπορούν να εγερθούν ακόμη και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της δικαστικής διαδικασίας (βλ.Lapertas Fisheries Ltd v. Πλοίου Sea Way κ.α.  (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 953, East Med Continental Line S.A. v. Bratulesti Shipping Company Limited (2000) 1 A.A.Δ. 842).

 

13.      Στο πλαίσιο της παρούσας Απαίτησης ο Ενάγοντας/Καθ’ ου η Αίτηση αξιώνει €31.200 ως ζημιά που προκλήθηκε στον ίδιο από την έκδοση αδειών λειτουργίας για συγκεκριμένο υποστατικό καθώς και €31.200 ως αποζημιώσεις για την επέκταση της ζημιάς από το έτος 2020 και εντεύθεν. Παρόλο που η απαίτηση του Καθ’ ου η Αίτηση δεν αξιώνει ρητά την ακύρωση ή εξέταση νομιμότητας οποιασδήποτε διοικητικής πράξης, η φύση της απαίτησης του Καθ’ ου η Αίτηση προκύπτει από το περιεχόμενο των ίδιων των δικογράφων. Ιδιαίτερα όσον αφορά ζητήματα δικαιοδοσίας, έχει νομολογηθεί ότι τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, είναι αυτά που συνθέτουν την απαίτηση και αποκλειστική πηγή αναζήτησης τους είναι η έκθεση απαίτησης (βλ. Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κα ν. Γενικού Εισαγγελέα κα (1991) 1 Α.Α.Δ 225).

 

14.      Η φύση της απαίτησης όπως προκύπτει από την έκθεση απαίτησης του Καθ’ ου η Αίτηση αφορά στην ουσία θεραπείες που σχετίζονται με αποζημιώσεις ένεκα λανθασμένης έκδοσης αδειών σε συγκεκριμένο υποστατικό από τον Δήμο Λάρνακας/Αιτητή καθώς και αποζημιώσεις για κάθε έτος επέκτασης της ζημιάς από το έτος 2020 και εντεύθεν. Οι αξιώσεις έχουν κοινό παρονομαστή τη θέση του Καθ’ ου η Αίτηση για την εξ’ υπαρχής λανθασμένη διοικητική κρίση και έκδοση των εν λόγω αδειών. Είναι ξεκάθαρο ότι η έκδοση των εν λόγω αδειών για το συγκεκριμένο υποστατικό αποτελούν σαφώς εκτελεστές διοικητικές πράξεις, η νομιμότητα των οποίων δύναται να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

15.      Σημειώνεται ότι ως εμφαίνεται από την υπό κρίση αίτηση και ένσταση ο Καθ’ ου η Αίτηση/Ενάγοντας δεν έχει προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο για ακύρωση των σχετικών διοικητικών πράξεων στη βάση των οποίων ο Εναγόμενος 1/Αιτητής έκδοσε τις επίδικες άδειες για το συγκεκριμένο υποστατικό (βλ. παρα.4-6 της ΕΔ ΚΚ και παρα.2 της ΕΔ ΠΣ).

 

16.      Καθοδηγητική με την παρούσα περίπτωση είναι η απόφαση ΘΕΟΔΟΣΗ ΣΑΒΒΑ κ.α. v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση αρ. 155/21, 16/2/2024 στην οποία λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

“Θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση, το Εφετείο καθηκόντως οφείλει να εξετάσει πρωτίστως το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου επί όλων των δικογραφημένων βάσεων αγωγής, ως ζήτημα δημόσιας τάξης.

 

Στην  Παναγιώτου ν.  Χ" Κυριάκου (1991) 1 ΑΑΔ 362 αποφασίστηκε ότι:

«Ζήτημα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, και αν ακόμα δεν εγερθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ή σε ειδοποίηση έφεσης, επειδή είναι ζήτημα δημόσιας τάξης, μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας».

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, θέματα δικαιοδοσίας εξετάζονται  με βάση τα δικόγραφα. Στην παρούσα υπόθεση με την τροποποιημένη έκθεση απαίτησης προστέθηκαν τα εξής, αναφορικά με την ισχυριζόμενη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων:

 

«Άνευ βλάβης των πιο πάνω αναφερόμενων οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η οικονομική ζημιά και απώλεια εισοδημάτων που προήλθε από τις πράξεις και/ή παραλείψεις και/ή αμέλεια του Εναγομένου μέσω των αρμοδίων Τμημάτων είχαν ως αποτέλεσμα την παραβίαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τους».

 

(...)

 

Επισημαίνουμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρόσφατη απόφαση ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ MKC CITY COLLEGE LTD v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 389/12, 9/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A134, ECLI:CY:AD:2021:A134, απέρριψε τη θέση ότι το Άρθρο 146 του Συντάγματος δεν αποκλείει την παροχή αποζημιώσεων για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως παράλληλη θεραπεία με την αίτηση ακυρώσεως όταν οι επίδικες πράξεις είναι διοικητικές πράξεις.

 

Περαιτέρω απέρριψε τη θέση ότι υπήρχε σοβαρή και ουσιαστική διαφορά μεταξύ ξεχωριστών και ορισμένων συγκεκριμένων πράξεων και συμπεριφοράς που αποτελείται από ένα σύνολο πράξεων και ανέφερε σχετικά τα εξής:

 

«Δεν έχουμε παραπεμφθεί σε νομολογία που να υποστηρίζει την προταθείσα διάκριση μεταξύ της νομικής φύσης αριθμού πράξεων.»

 

(...)

        Εν όψει των πιο πάνω νομολογηθέντων,  και της διαπίστωσης μας ότι η ισχυριζόμενη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Εφεσειόντων ήταν (ακόμη και αν γινόταν δεχτή η θέση τους) αποτέλεσμα διοικητικών πράξεων, κρίνουμε ότι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι η αντίφαση δύο νόμιμων διοικητικών πράξεων μπορεί να εξεταστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αστικής δίκης όπου η βάση της αγωγής είναι η παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν βρίσκει έρεισμα στο κυπριακό δίκαιο.

 

        Παρατηρούμε ότι εν προκειμένω ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων αναφέρει ότι δεν αμφισβητείται η νομιμότητα των εν λόγω διοικητικών πράξεων. Παρά ταύτα επιχειρηματολογεί ότι από το συνδυασμό τους, σωρευτικά προέκυψε μία αντίφαση  η  οποία προκάλεσε την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ζημιά των Εφεσειόντων. Είμαστε της άποψης ότι επιχειρείται διάκριση μεταξύ της νομικής φύσης αριθμού διοικητικών πράξεων ως «σωρευτική συμπεριφορά», από τις ίδιες τις πράξεις όπως επιχειρήθηκε και στην ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ MKC CITY COLLEGE LTD, ανωτέρω. Η φύση όμως των διοικητικών πράξεων, είτε ιδωμένες ως σύνολο είτε ξεχωριστά, δεν μπορεί να θεωρηθεί διαφορετική για σκοπούς εφαρμογής του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Περαιτέρω, παρατηρούμε ότι η επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων ότι η βάση του αγώγιμου δικαιώματος τους δεν εδράζεται σε διοικητικές πράξεις αλλά γενικότερα στην έλλειψη συντονισμού των κρατικών τμημάτων, προσομοιάζει με την επιχειρηματολογία που προωθήθηκε στην πολύ πρόσφατη απόφαση ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E231/2016, 29/12/2023,  η οποία δεν έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Στην  απόφαση Ξενοφώντος, ανωτέρω, η εφεσείουσα αιτήθηκε από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποζημιώσεις για δυσμενή διάκριση λόγω παράβασης των προνοιών της νομοθεσίας περί ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποφάσισε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση εφόσον αποκλειστική δικαιοδοσία είχε το διοικητικό δικαστήριο, λόγω και της ρητής επιφύλαξης της δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος στην εν λόγω νομοθεσία.  Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι δεν επεδίωξε την ακύρωση συγκεκριμένης διοικητικής πράξης που αφορούσε άνδρες συναδέλφους της, αλλά την αναγνώριση της δυσμενούς διάκρισης.  Το Ανώτατο Δικαστήριο διέγνωσε όμως ότι η ισχυριζόμενη δυσμενής διάκριση συνίστατο ουσιαστικά στην θέση της εφεσείουσας ότι σε δεδομένη χρονική στιγμή αυτή έπρεπε να είχε προαχθεί και όχι άντρες συνάδελφοί της και ότι όλα τα παράπονα της, αφορούσαν  ουσιαστικά διοικητικές πράξεις για τη νομιμότητα των οποίων αποκλειστικά αρμόδιο ήταν το Διοικητικό Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η εφεσείουσα θα μπορούσε να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο και σε περίπτωση επιτυχούς κατάληξης τότε θα μπορούσε να καταχωρήσει αγωγές για αποζημίωσης κατ' επίκληση του Άρθρου 146(6) του Συντάγματος, αλλά αντ' αυτού επέλεξε να προσφύγει στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, το οποίο ορθά αποφάσισε ότι στερείτο δικαιοδοσίας.

 

Κατ' αναλογία επισημαίνουμε στην παρούσα υπόθεση ότι η ενέργεια που κατ' ισχυρισμό προκάλεσε τις ζημίες των Εφεσειόντων δεν ήταν η έλλειψη συντονισμού γενικώς, αλλά η συγκεκριμένη ύπαρξη δύο αντιφατικών, σύμφωνα με τους ίδιους, διοικητικών πράξεων οι οποίες ήταν το απότοκο της έλλειψης συντονισμού, σχετικά με τις  οποίες το Σύνταγμα παρέχει θεραπεία αποζημίωσης νοουμένου ότι αυτές έχουν προηγουμένως ακυρωθεί από το αποκλειστικά αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

(...)

 

Περαιτέρω, με αναφορά στην Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.ά. ν. Γεν. Εισαγγελέα (1991) 1 ΑΑΔ 225 αποφάσισε ότι:

 

«Είναι ξεκάθαρο από τα πιο πάνω ότι και η παράλειψη διοικητικής αρχής στην εκπλήρωση νομίμων υποχρεώσεων της εμπίπτει στην εμβέλεια του ΄Αρθρου 146.»

 

Ουσιωδώς, θεωρούμε ότι η πιο κάτω κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην εν λόγω απόφαση είναι ιδιαίτερα βοηθητική σε σχέση με την θέση των Εφεσειόντων στην παρούσα υπόθεση περί παράλειψης των αρμοδίων τμημάτων να συντονιστούν:

 

Θα συμφωνήσουμε με την πλευρά του εφεσιβλήτου πως, έστω και εάν η συμπεριφορά της Διοίκησης οφειλόταν σε αδιαφορία, δυστροπία ή σύγχυση, ουδόλως διαφοροποιεί την υφιστάμενη υποχρέωση της να «ενεργήσει», να ασκήσει δηλαδή εξουσία στα πλαίσια των καθηκόντων της, ώστε να καθορίσει ή να υπολογίσει τον ως άνω φόρο.  Η φύση της υποχρέωσης ή της παράλειψης να ενεργήσει αφορά τη νομιμότητα εκτελεστής διοικητικής ενέργειας ή και ανενέργειας.  Η όποια νομιμότητα κρίνεται στα πλαίσια του ΄Αρθρου 146 και δεν ελέγχεται από το Επαρχιακό Δικαστήριο."

 

Παρομοίως καταλήγουμε και στην παρούσα υπόθεση ότι ο δικαστικός έλεγχος της παράλειψης συντονισμού στη λήψη των αρμοδίων τμημάτων θα μπορούσε να ελεγχθεί στο πλαίσιο της αποκλειστικής δικαιοδοσίας που προβλέπεται βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, όπως προκύπτει από την ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 164/2012, 2/7/2018, κατά τον έλεγχο  διοικητικής πράξης που ήταν σε αντίφαση με προηγούμενη.

 

Έχουμε υπόψη μας την επισήμανση στην Γιάλλουρος αναφορικά με το καθήκον των δικαστικών αρχών να διασφαλίσουν βάσει του Άρθρου 35 του Συντάγματος την αποτελεσματική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς και την πιο πάνω αναφερομένη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι  η απόρριψη της αγωγής στη βάση της προδικαστικής ένστασης περί δικαιοδοσίας στερεί από τους Εφεσείοντες το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη και αποτελεσματικής θεραπείας κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και των Άρθρων 6 και 13 της Σύμβασης.

 

Επισημαίνουμε ότι σύμφωνα με την υπόθεση Γιάλλουρος, η συνταγματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων εξυπακούει και τη δικαστική τους προστασία (από αστικό δικαστήριο) εκτός εάν τούτο ρητά απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Εν προκειμένω, η δικαστική προστασία που παρέχεται σε σχέση με την πιο πάνω προσδιορισμένη  συμπεριφορά του κράτους, περιορίζεται ρητώς από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα σε θεραπεία σε περίπτωση που πρόσωπο ζημιώνεται από πράξη ή παράλειψη του κράτους που συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, παρέχεται με την υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα έχει κηρυχθεί άκυρη από το αποκλειστικά αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

 

Είμαστε της άποψης ότι δεδομένων των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, τα Άρθρα 146.1 και 146.6 του Συντάγματος προβλέπουν ρητή εξαίρεση έτσι ώστε να μην μπορούν στην παρούσα υπόθεση, να εξεταστούν  οι απαιτήσεις των Εφεσειόντων για την ζημιά που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν συνεπεία των πιο πάνω διοικητικών πράξεων από το Επαρχιακό Δικαστήριο, εφόσον αυτές δεν είχαν προηγουμένως ακυρωθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Επισημαίνουμε σχετικά, ότι στο σύγγραμμα Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Π.Δ. Δαγτόγλου, Τρίτη έκδοση, σελ. 1445 αναφέρεται σε σχέση με το Άρθρο 20 του Ελληνικού Συντάγματος το οποίο αφορά την αντίστοιχη εγγύηση για δικαστική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, που προβλέπεται από το Άρθρο 35 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας: «Δεν υπάρχουν όμως περιοχές διοικητικής δράσεως που εξαιρούνται από την εγγύηση του άρθρου 20. παρ. 1, .εκτός βεβαίως όπου το Σύνταγμα προβλέπει ρητές εξαιρέσεις».

 

Εν κατακλείδι, καταλήγουμε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται  δικαιοδοσίας να εκδικάσει την  υπό κρίση υπόθεση, στη βάση όλων των δικογραφημένων, κατόπιν της τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης, βάσεων αγωγής.”

            (η έμφαση έχει προστεθεί)

 

17.      Επιπλέον, αναφορικά με τις αξιώσεις του Καθ’ ου η Αίτηση για παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων, στην υπόθεση ΘΕΟΔΟΣΗ ΣΑΒΒΑ κ.α. v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ανωτέρω) λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

“Επί τούτου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στην Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134  και στο πιο κάτω απόσπασμα αυτής:

 

«Το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αναφέρεται σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου. Εκείνο που χρειάζεται σε περιπτώσεις όπου εκδίδονται από διοικητικά όργανα αποφάσεις καθοριστικές αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, είναι η δυνατότητα πρόσβασης σε δικαστήριο για προσβολή της διοικητικής απόφασης.

 

Εφόσον προσφέρεται τέτοια δυνατότητα, αποκτά πλέον σημασία η έκταση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.»

 

Κατέληξε δε ότι στην ενώπιον του έφεση, το Διοικητικό Δικαστήριο εξέτασε το πλάτος και το εύρος των θέσεων της Εφεσείουσας, περιλαμβανομένων και αιτιάσεων της ότι παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα της:

 

 

 

«Η Εφεσείουσα  προσέβαλε όλες τις πτυχές της διοικητικής κρίσης, επικαλούμενη νομικούς λόγους και πλάνη περί τα πράγματα.  Το πλάτος και εύρος των θέσεων της ακριβώς ήταν χαρακτηριστικό της εμβέλειας της δυνατότητας προσβολής της πράξης.  Και το πρωτόδικο Δικαστήριο κάλυψε όλες τις εκφάνσεις και πτυχές των παραπόνων της, ώστε σίγουρα να μη μπορούμε να ομιλούμε για Δικαστήριο που  δεν είχε πλήρη δικανικό έλεγχο.  (Βλ. Sigma Radio Television Ltd v. Cyprus Application nos 32181/04 and 35122/05, Judgment 21/10/2011)».

 

Καθίσταται σαφές εν όψει της πιο πάνω νομολογίας, ότι οι αιτιάσεις των Εφεσειόντων περί παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους θα υπόκειντο σε πλήρη δικανικό έλεγχο στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής προς ικανοποίηση και του Άρθρου 6 της Σύμβασης.

 

 Εν όψει όλων των πιο πάνω, θεωρούμε ότι δεν ευσταθεί η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων πως τυχόν κατάληξή μας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης τους στη δικαιοσύνη και σε αποτελεσματική θεραπεία κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και των Άρθρων 6 και 13 της Σύμβασης.”

       (η έμφαση έχει προστεθεί)

 

18.      Υπό το φώς όλων των πιο πάνω, δεδομένου ότι οι αξιώσεις του Καθ’ ου η Αίτηση είναι άμεσα συνυφασμένες με τη νομιμότητα/αμφισβήτηση των διοικητικών πράξεων στη βάση των οποίων εκδόθηκαν οι επίδικες άδειες του υποστατικού κρίνω ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα απαίτηση. Συνακόλουθα, κρίνω ότι η υπό κρίση Αίτηση επιτυγχάνει και η απαίτηση απορρίπτεται όσον αφορά τον Εναγόμενο 1 λόγω έλλειψης δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

19.      Με την ανωτέρω κατάληξή μου, θεωρώ ότι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οτιδήποτε άλλο προβλήθηκε στην υπό κρίση αίτηση και ένσταση παρέλκει.

 

 

V. Κατάληξη

 

20.      Υπό το φως των πιο πάνω η αίτηση επιτυγχάνει και συνακόλουθα η απαίτηση απορρίπτεται στην ολότητα της όσον αφορά τον Εναγόμενο 1 λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

21.      Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου 1/ Αιτητή και εναντίον του Ενάγοντα/ Καθ’ ου η Αίτηση ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

  (Υπ.) ......................................

Α. Σάββα προσ. Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο