Lanomex Deνelopment Ltd ν. Catercom Ltd κ.α., Απαίτηση Αρ. 392/2024, 17/3/2025
print
Τίτλος:
Lanomex Deνelopment Ltd ν. Catercom Ltd κ.α., Απαίτηση Αρ. 392/2024, 17/3/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Α. Σάββα, προσ. Ε.Δ.

                                                                              Απαίτηση Αρ. 392/2024 (i-justice)

ΜΕΤΑΞΥ:

Lanomex   Deνelopment Ltd (ΗΕ XXXXXX)

Ενάγοντες

Και

 

1.    Catercom Ltd

2.    ΜΑΡΙΑ ΑΒΡΑΑΜ

Εναγόμενοι

 

 

Ημερομηνία: 17/3/2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: Αντώνης Γεωργίου για κκ. ΦΟΙΒΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη 1/ Καθ’ ης η Αίτηση 1: Γιώργος Χαραλάμπους για  κκ. Γεωργιάδης & Πελίδης Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη 2/ Καθ΄ ης η Αίτηση 2: Παναγιώτης Χατζημιχαήλ για κκ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

1.               Με την υπό κρίση αίτηση ημερομηνίας 7/2/2025, η Ενάγουσα/Αιτήτρια επιδιώκει την έκδοση διαταγμάτων με τα οποία να γίνεται δεκτή και να τροποποιείται η ένορκη δήλωση του Nikolay Potapenko ημερ. 13/11/2024 η οποία εκ παραδρομής υπογράφτηκε και πιστοποιήθηκε στην ελληνική γλώσσα αντί στην αγγλική γλώσσα.

 

2.               Η παρούσα αίτηση βασίζεται στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας (“ΚΠΔ”)  και ειδικότερα στο Μέρος 32 Κανονισμός 15 (15) και (16), στην νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, τις αρχές της επιείκειας και στην πρακτική και συμφυή δικαιοδοσία και εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

3.               Προς υποστήριξη της αίτησης καταχωρήθηκε ένορκη δήλωση δικηγόρου ημερομηνίας 7/2/2025 (η “Ε/Δ ΖΣ”). Ο ομνύοντας στην Ε/Δ ΖΣ αναφέρει ότι κατά τις 13/11/2024 προέβηκε σε μετάφραση της ένορκης δήλωσης του κ. Nikolay Potapenko (στο εξής ο “ΝΡ”) από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική γλώσσα και ακολούθως μετέβησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας προς πιστοποίηση των εν λόγω ενόρκων δηλώσεων.  Εκ παραδρομής και ως αποτέλεσμα αθώου λάθους, πιστοποιήθηκε και καταχωρήθηκε η ένορκη δήλωση του ΝΡ στην ελληνική γλώσσα (στο εξής η “εσφαλμένη Ε/Δ”) αντί στην αγγλική γλώσσα. Αναφέρει δε ότι στο φάκελο του Δικαστηρίου υπάρχει τόσο η εσφαλμένη Ε/Δ όσο και η ένορκη δήλωση του ΝΡ στην αγγλική γλώσσα.

 

4.               Η Εναγόμενη 2/ Καθ’ ης η Αίτηση 2 καταχώρισε ένσταση προβάλλοντας του ακόλουθους λόγους:

          Η υπό κρίση αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας ή/και η Ενάγουσα κωλύεται να την προωθεί καθώς έχει ήδη καταχωρήσει γραπτές αγορεύσεις για την αίτηση την οποία υποστηρίζει η αμφισβητούμενη ένορκη δήλωση.

          Η  υπό κρίση αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη ή/και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ή/και η νομική βάση της αίτησης είναι εσφαλμένη ή/και δεν πρόκειται περί παρατυπίας ή/και ελαττώματος ή/και σφάλματος ή/και η αμφισβητούμενη ένορκη δήλωση δεν αποτελεί ένορκη δήλωση εν τη εννοία του νόμου ή/και δεν εφαρμόζονται οι σχετικές πρόνοιες του Μέρους 32. 

          Η υπό κρίση αίτηση δεν αποτελεί το ορθό δικονομικό διάβημα.

          Με την υπό κρίση αίτηση ή/και με τη συντόμευση της προθεσμίας επίδοσης σε λιγότερη της 1 εργάσιμης ημέρας κατά παράβαση των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 ή/και με τον ορισμό της υπό κρίση αίτησης για ΑΔΟ την 14/3/2025 ενώ εκκρεμεί η καταχώριση γραπτών αγορεύσεων στην κυρίως αίτηση την 20/3/2025 πλήττεται το δικαίωμα της Εναγόμενης 2 σε δίκαιη δίκη ή/και δημιουργείται αθέμιτο δικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της Ενάγουσας η οποία είχε όλο το χρόνο να προετοιμάσει την αγόρευσή της για την κυρίως αίτηση ενώ ο χρόνος της Εναγόμενης 2 μειώνεται ή/και καταστρατηγείται ο πρωταρχικός σκοπός ή/και η διασφάλιση ότι οι διάδικοι τίθενται επί ίσοις όροις. 

          Το πραγματικό ή/και νομικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση δεν δικαιολογεί την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ή/και τα διατάγματα δεν βρίσκουν έρεισμα στις οικείες νομικές αρχές ή/και την νομολογία.

          Τα αιτούμενα διατάγματα πάσχουν λόγω αοριστίας καθώς δεν ξεκαθαρίζεται ως προς τι να γίνεται δεκτή η αμφισβητούμενη ένορκη δήλωση ή/και από πότε.

          Το Μέρος 32.15(15) αφορά στην ύπαρξη ελαττώματος λόγω εσφαλμένης περιγραφής των διαδίκων ή διαφορετικά στον τίτλο ή τη βεβαίωση (jurat), ή άλλη παρατυπία στον τύπο ή/και δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω καθώς ο όρκος σε μη κατανοητή γλώσσα δεν αποτελεί σφάλμα στην περιγραφή των διάδικων ή στον τίτλο ή τη βεβαίωση (jurat), ή άλλη παρατυπία στον τύπο.

          Το Μέρος 32.15(16) δεν παρέχει εξουσία ή/και ευχέρεια αντικατάστασης της αμφισβητούμενης ένορκης δήλωσης με άλλο έγγραφο επί του οποίου δεν υπάρχει όρκος ή/και βεβαίωση (jurat) ή/και άλλως πως.

 

5.               Η Καθ’ ης η Αίτηση 2 βασίζει την αίτηση της σε γεγονότα τα οποία προκύπτουν από τα δικόγραφα και το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης.

 

6.               Η Εναγόμενη 1 εταιρεία δεν έφερε ένσταση στην έκδοση διαταγμάτων ως η υπό κρίση αίτηση, ζήτησε ωστόσο τα έξοδα της.

 

7.               Κατά την ακροαματική διαδικασία της υπό κρίση αίτησης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών υιοθέτησαν τις γραπτές αγορεύσεις τις οποίες ετοίμασαν προς διευκόλυνση του Δικαστηρίου και καμία πλευρά δεν ζήτησε αντεξέταση των ενόρκων δηλούντων. Έχω μελετήσει το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων και θα αναφερθώ σε αυτές στη συνέχεια όπου κρίνω σκόπιμο.

 

8.               Αρχικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι ένεκα του ότι οι ΚΠΔ έχουν τεθεί σε ισχύ πολύ πρόσφατα, δεν υπάρχει ακόμη δεσμευτική νομολογία από τα Κυπριακά Δικαστήρια. Συνεπώς το Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από αγγλικές αποφάσεις και αγγλικά νομικά συγγράμματα στο μέτρο που συμπίπτουν. Εκεί φυσικά που τα νομικά θέματα δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει, το Δικαστήριο ανατρέχει βεβαίως στην σχετική Κυπριακή νομολογία.

 

9.               Ως εμφαίνεται από το περιεχόμενο τόσο της υπό κρίση Αίτησης, όσο και τους ισχυρισμούς που αναπτύχθηκαν μέσω της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων της Αιτήτριας, η υπό κρίση αίτηση βασίζεται κυρίως στο Μέρος 32 Κανονισμός 15 (15) και (16) των ΚΠΔ το οποίο προνοεί τα εξής:

 

“(15) Το δικαστήριο δύναται να δεχθεί οποιαδήποτε ένορκη δήλωση η οποία γίνεται προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε αιτία ή θέμα, παρά την ύπαρξη οποιουδήποτε ελαττώματος λόγω εσφαλμένης περιγραφής των διαδίκων ή διαφορετικά στον τίτλο ή τη βεβαίωση (jurat), ή οποιασδήποτε άλλης παρατυπίας στον τύπο αυτής, και δύναται να δώσει οδηγίες για τη σύνταξη μνημονίου επί του εγγράφου ότι αυτό έχει γίνει δεκτό κατά τον τρόπο αυτό.

 

(16) Ελαττωματική ή εσφαλμένη ένορκη δήλωση μπορεί να τροποποιηθεί με άδεια του δικαστηρίου η οποία μπορεί να εξασφαλιστεί μονομερώς.”

 

 

10.            Επιπλέον η αίτηση βασίζεται στις συμφυή δικαιοδοσία και εξουσίες του Δικαστηρίου. Λαμβάνοντας υπόψη την εφαρμογή των ΚΠΔ, το Μέρος 3 παραθέτει τις εξουσίες Δικαστηρίου σε σχέση με, μεταξύ άλλων, τη διαχείριση υποθέσεων.

 

11.            Οι Κανονισμοί 15(15) και 15(16) του Μέρους 32 των ΚΠΔ δεν φαίνεται να αντλούν καθοδήγηση από τους υφιστάμενους αγγλικούς κανονισμούς πολιτικής δικονομίας και δη τον αντίστοιχο αγγλικό κανονισμό, ήτοι PART 32. Οι εν λόγω κανονισμοί αποτελούν ουσιαστικά μετάφραση των θεσμών 39.15 και 39.16 των περί πολιτικής δικονομίας θεσμών που ίσχυαν πριν την εφαρμογή των ΚΠΔ. Συνακόλουθα το Δικαστήριο στο βαθμό που είναι σχετικό με τη παρούσα Αίτηση ανέτρεξε στη ισχύουσα Κυπριακή νομολογία λαμβάνοντας όμως υπόψη το πνεύμα των ΚΠΔ.

 

12.            Το ζήτημα των ενόρκων δηλώσεων σε μη κατανοητή γλώσσα έχει απασχολήσει τη κυπριακή νομολογία. Ενδεικτικά στην υπόθεση Ganna Makovetska-Grynevych v. Sergii Grynevych, Πολιτική Έφεση αρ. Ε57/2017, απόφαση ημερ. 4.10.2023, λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

“Είναι ορθή η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα ότι, με βάση τη σχετική νομολογία, μία ένορκη δήλωση προσώπου θα πρέπει να γίνεται σε γλώσσα κατανοητή από τον ομνύοντα και αυτή να συνοδεύεται από μετάφραση στην ελληνική καθώς, επίσης, και από σχετική ένορκη δήλωση του μεταφραστή δια της οποίας να βεβαιώνεται το πιστό και αληθές της μετάφρασης. Κατά συνέπεια η ενδεδειγμένη και ορθή διαδικασία σε τέτοια περίπτωση περιλαμβάνει ουσιαστικά την κατάθεση τριών ενόρκων δηλώσεων (βλ. Annual Practice 1995, σελ. 683).

 

Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772:

 

«Η ένορκη δήλωση συνιστά μαρτυρία και συνεπώς θα πρέπει να είναι συνταγμένη σε γλώσσα κατανοητή στον ενόρκως δηλούντα. Η ένορκη δήλωση θα έπρεπε να γίνεται στη γλώσσα του και να συνοδεύεται με μετάφρασή της, καθώς και από ένορκη δήλωση του μεταφραστή που να βεβαιώνει τη μετάφραση και να ενσωματώνει ως τεκμήριο, τόσο την πρωτότυπη ένορκη δήλωση, όσο και τη μετάφρασή της (Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 17, παραγρ. 321).»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Λίγο μετά την υπόθεση Nazar (ανωτέρω) ακολούθησε και η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Φωτίου και της Bianca Bos (2003) 1 Α.Α.Δ. 782, η οποία αφορούσε ένορκη δήλωση που συνόδευε αίτηση για άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση Certiorari, η οποία είχε συνταχθεί στα ελληνικά από μέρους Ολλανδής υπηκόου η οποία δεν γνώριζε ελληνικά. Και σ' εκείνη την υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι η συγκεκριμένη ένορκη δήλωση δε συνιστούσε ένορκη δήλωση εντός της εννοίας του νόμου, επαναλαμβάνοντας τα εξής:

 

«Η ένορκη δήλωση θα πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφρασή της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. Ένορκες δηλώσεις που είναι συντεταγμένες στα ελληνικά από πρόσωπα που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα, δεν συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία και δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν (Αναφορικά με τον Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772).»

 

Το ότι η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης, επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Sangaralingam Krishnakanthan (2011) 1 Α.Α.Δ. 7 όπως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση, παρόλη την απουσία σχετικής πρόνοιας στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, η πρακτική που ακολουθείται και προδιαγράφεται στους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς και αναφέρομαι στο Annual Practice 1955, σελ. 683 δίδει κατεύθυνση προς τη σωστή διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί. Η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά, από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη  δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. Ένορκη δήλωση που είναι συνταγμένη στα ελληνικά από πρόσωπο που δεν γνωρίζει τη γλώσσα δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. (Βλ. Φωτίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 783). Η σημείωση του πρωτοκολλητή, ότι μεταφράστηκε από ελληνικά σε αγγλικά, που στην προκείμενη περίπτωση όπως υποστήριξε ο συνήγορος του αιτητή, είναι ικανοποιητική για να τεκμηριώσει την αναγκαιότητα ύπαρξης της, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε αξία, αφού, στην καλύτερη περίπτωση, βεβαιώνει ότι το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως μεταφράστηκε στον ενόρκως δηλούντα από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει την αγγλική γλώσσα. Σκοπός της βεβαίωσης του πρωτοκολλητή (jurat) είναι η αποφυγή με τρόπο αναντίλεκτο οποιωνδήποτε αμφισβητήσεων (El-Boustani (1991) 1 Α.Α.Δ. 736). Αφήνω που μεθοδολογία, όπως η παρούσα, μπορεί να οδηγήσει και να ενισχύσει τη σκέψη ότι ένας ενόρκως δηλών, μπορεί θεωρητικά και να αποφύγει τις συνέπειες ενδεχόμενης διαδικασίας ψευδορκίας, ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της δηλώσεως δεν του αποδόθηκε σωστά.»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και σε προηγούμενη υπόθεση την Valentina Stoeva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1405/2009, ημερ. 10/11/2009, στην οποία απερρίφθη μονομερής αίτηση για έκδοση διατάγματος τερματισμού της κράτησης και αναστολής της διαδικασίας απέλασης, λόγω του ότι η ένορκη δήλωση που την συνόδευε δεν είχε συνταχθεί στη μητρική γλώσσα της αιτήτριας που ήταν η βουλγαρική, αλλά στην ελληνική γλώσσα.

 

Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι συνταγμένη στην ελληνική γλώσσα. Είναι υπογραμμένη από την αιτήτρια. Υπάρχει πιστοποίηση της υπογραφής της από την πρωτοκολλητή. Ταυτοχρόνως υπάρχει χειρόγραφη σημείωση ότι η ένορκη δήλωση έχει μεταφραστεί από κάποια Dani Προκοπίου στη βουλγαρική γλώσσα. Αυτό υποστήριξε η συνήγορος της αιτήτριας είναι αρκετό, γιατί καταδεικνύει ότι η ένορκη δήλωση μεταφράστηκε στην αιτήτρια στη μητρική της γλώσσα, και μετά απ΄αυτό υπέγραψε τη σχετική ένορκη δήλωση και έθεσε και η πρωτοκολλητής τη σχετική πιστοποίηση. Τέτοια εισήγηση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ένορκη δήλωση που είναι συνταγμένη στα ελληνικά από πρόσωπο που δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία η οποία θα μπορεί να ληφθεί υπόψη για σκοπούς αντίκρισης της αίτησης. Συνακόλουθα η προδικαστική ένσταση γίνεται δεκτή και βρίσκω ότι δεν υπάρχει το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο που θα μπορούσε να επιτρέψει στο Δικαστήριο να εξετάσει περαιτέρω την ουσία της αίτησης».

 

 (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Το ότι στην προκείμενη περίπτωση καταχωρήθηκε μια «ένορκη δήλωση μετάφρασης» από άτομο το οποίο δηλώνει ότι είναι σε θέση να μεταφράζει από την ελληνική στη ρωσική και αντίστροφα και ότι μετάφρασε στον Εφεσίβλητο προφορικά στη ρωσική γλώσσα την ένορκη δήλωση που αυτός καταχώρισε στην ελληνική πριν αυτός θέσει την υπογραφή του σε αυτή, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Δεν είναι χωρίς λόγο που η νομολογία σταθερά απαιτεί τη σύνταξη μιας ένορκης δήλωσης στη μητρική γλώσσα του ομνύοντα. Αν ήταν διαφορετικά, θα ήταν εύκολο να εγείρονται από ένα ομνύοντα που επιδιώκει να αποστασιοποιηθεί από φερόμενη δήλωση του ζητήματα ως προς την ακρίβεια της μετάφρασης της ένορκης του δήλωσης τα οποία θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπισθούν. Το πιο κάτω                   απόσπασμα από την υπόθεση Nazar (ανωτέρω) θέτει το ζήτημα ακριβώς στη σωστή του διάσταση:

 

«Την πεποίθησή μου ότι δεν είναι ανεκτή ένορκη δήλωση σε γλώσσα μη καταληπτή στο δηλούντα, ενισχύει και η σκέψη ότι ο ενόρκως δηλών, στην περίπτωση που η ένορκή του δήλωση δεν είναι αληθής, μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες της ψευδορκίας του, ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της δήλωσής του δεν αποδόθηκε σωστά. Με τον ίδιο τρόπο αποφεύγονται και οι συνέπειες της έλλειψης ακρίβειας της μετάφρασης από το μεταφραστή, όταν αυτός δεν βεβαιώνει ενόρκως την ακρίβεια της μετάφρασής του».

 

Είναι εμφανές από την πιο πάνω ανάλυση ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δεν έχει τηρηθεί αυτή η διαδικασία η οποία έχει επιδοκιμαστεί από την πάγια νομολογία, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, με αποτέλεσμα να ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει και στοιχειοθετήσει την οριστικοποίηση των αιτούμενων Διαταγμάτων.”

 

13.            Περαιτέρω στην πρόσφατη υπόθεση E K v. D K, Έφεση Αρ. 10/2022, 26/2/2024 το Εφετείο με παραπομπή στην GANNA MAKOVETSKAGRYNEVYCH (ανωτέρω) ανέφερε τα εξής:

“Είναι αυτονόητο ότι η μαρτυρία ενός μάρτυρα και, κατ' επέκταση, η ένορκη δήλωση, η οποία συνιστά μαρτυρία, θα πρέπει να δίνεται σε γλώσσα κατανοητή στον συγκεκριμένο μάρτυρα. Ως προς μαρτυρία μέσω ένορκης δήλωσης, σαφής είναι η νομολογία.”

 

14.            Δεν έχω καθόλου παραγνωρίσει τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το υπό συζήτηση θέμα. Αντιθέτως τις έχω λάβει σοβαρά υπόψη μου. Εντοπίζεται όμως να υπάρχει στη προκειμένη περίπτωση μια σημαντική διαφορά μεταξύ της παρούσας και των περιπτώσεων που αναφέρω πιο πάνω. Η εν λόγω διαφορά έγκειται στο ότι ενώ σε εκείνες τις περιπτώσεις η υποστηρικτική εσφαλμένη ένορκη δήλωση συνιστούσε το μόνο υπόβαθρο επί του οποίου εδραζόταν η εκεί διαδικασία στην προκειμένη περίπτωση ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αίτησης της Ενάγουσας για προστακτικά διατάγματα ημερομηνίας 13/11/2024 (στο εξής η “Αίτηση ημ.13/11/2024”) καταχωρήθηκε ταυτόχρονα με την εσφαλμένη Ε/Δ στην ελληνική γλώσσα και η προτιθέμενη προς υπογραφή ένορκη δήλωση στην αγγλική γλώσσα, που ο ΝP αντιλαμβάνεται.

 

15.            Επιπλέον, στην ένορκη δήλωση μεταφραστή ημερομηνίας 13/11/2024 με την οποία παρουσιάστηκε τόσο η εσφαλμένη Ε/Δ στην ελληνική γλώσσα καθώς και η ανυπόγραφη ένορκη δήλωση στην αγγλική γλώσσα αναφέρεται από τον ίδιο τον ομνύοντα μεταφραστή ότι η ένορκη δήλωση στα ελληνικά είναι η πιστή μετάφραση της ένορκης δήλωσης του ΝΡ στα Αγγλικά, άρα η αντίληψη ήταν από τότε ότι ο ΝΡ είχε υπογράψει το αγγλικό και όχι το ελληνικό κείμενο.

 

16.            Περαιτέρω παρά το γεγονός της παρουσίασης της εσφαλμένης Ε/Δ στα ελληνικά προς υποστήριξη της Αίτησης ημ.13/11/2024 εντούτοις όλοι αντίδικοι προχώρησαν με την καταχώριση των ενστάσεων τους και απάντησαν επί της ουσίας της ενόρκως στους ισχυρισμούς που περιέχονται στην εσφαλμένη Ε/Δ, άρα αντιλήφθηκαν πλήρως το υπόβαθρο επί του οποίου εδράζεται η Αίτηση ημ.13/11/2024 χωρίς να τους επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο. Με άλλα λόγια ναι μεν ο ΝΡ δεν παρουσιάζεται λόγω της υπογραφής του να αντιλαμβάνεται τη γλώσσα της ένορκης δήλωσης που υπέγραψε, ήτοι την εσφαλμένη Ε/Δ, όμως οι ισχυρισμοί του είχαν εξαρχής προβληθεί σε γλώσσα που αυτός αντιλαμβάνεται και είχαν προβληθεί και κατά τρόπο που τόσο ο ίδιος όσο και οι αντιδικοι του αντιλαμβάνονταν πλήρως να προβάλλουν με λεπτομέρειες δικούς τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς.

 

17.            Από το φάκελο της πιο πάνω απαίτησης  στον οποίο έχω ανατρέξει, αφού άλλωστε αυτό καθίσταται επιτρεπτό (βλ. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Χαρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 825) προκύπτει ότι όλοι διάδικοι τοποθετήθηκαν επί ουσίας στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν τις ενστάσεις τους και ακολούθως αμφότεροι διάδικοι προέβηκαν στην καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων προς απάντηση των αντίστοιχων ισχυρισμών που προβλήθηκαν στις αρχικές τους ένορκες δηλώσεις. Ως προς την υπογραφή της εσφαλμένης Ε/Δ και ότι ο ΝΡ δεν κατανοεί την ελληνική γλώσσα, θέμα το οποίο εγέρθηκε από την Εναγόμενη 2/Καθ’ ης η Αίτηση 2, παρουσιάζοντας σχετική μεταξύ τους επικοινωνία στην οποία ο ΝΡ απαντά στην αγγλική γλώσσα, ο τελευταίος με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του ημερομηνίας 7/2/2025, η οποία καταχωρήθηκε στο πλαίσιο της Αίτησης ημ.13/11/2024, αναφέρει στην παράγραφο 30.8: “There is a translated affidavit in English before the Court. During the signing of the affidavits, by mistake, the Greek affidavit was signed instead of the English one. (...) Of course I fully understood what I signed and what I stated, as is evident in the translation before you.” (η έμφαση έχει προστεθεί)

 

18.            Υπό αυτά τα δεδομένα η επίδικη παρατυπία κρίνεται ότι είναι σε τέτοιο βαθμό θεραπεύσιμη. Με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης και των διαδίκων καθώς και το πρωταρχικό σκοπό του οποίου είναι η παροχή στο δικαστήριο δυνατότητας χειρισμού υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος (βλ. Μέρος 1, Κανονισμός 2(1) των Κανονισμών Πολιτική Δικονομίας) δύναται θεωρώ η επίμαχη παρατυπία να θεραπευτεί κατ΄εφαρμογή των εξουσιών που μου παρέχονται πλέον από τους ΚΠΔ και ειδικότερα από το Μέρος 3 Κανονισμοί 1 και 6 και το Μέρος 32 Κανονισμός 15.

 

19.            Με την ανωτέρω κατάληξή μου, θεωρώ ότι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οτιδήποτε άλλο προβλήθηκε στην υπό κρίση αίτηση και ένσταση παρέλκει.

 

20.            Υπό το φως των πιο πάνω, ασκώντας τις εξουσίες στο μέτρο που μου παρέχονται από το Μέρος 3 Κανονισμοί 1 και 6 και το Μέρος 32 Κανονισμός 15 δύναται θεωρώ να καταστεί η ανυπόγραφη ένορκη δήλωσης ΝΡ στην αγγλική γλώσσα, η οποία αποτελεί τεκμήριο Α στην Ε/Δ μετάφρασης  για την οποία δεν αμφισβητείται η ορθότητα της μετάφρασης της στην ελληνικής γλώσσα για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας ως η ένορκη δήλωση ΝΡ που υποστηρίζει την Αίτηση ημερομηνίας 13/11/2024.

 

21.            Για σκοπούς πληρότητας όμως δίδονται οδηγίες όπως εντός πέντε ημερών από σήμερα καταχωρηθεί πανομοιότυπο κείμενο της ένορκης δήλωσης ΝΡ από τον ίδιο ομνύοντα στην γλώσσα που αυτός ομιλεί και κατανοεί.

 

22.            Όσον αφορά τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας λόγω του ότι η παρούσα διαδικασία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την διαδικασία εντός της οποία έχει καταχωρηθεί, ήτοι στο πλαίσιο της Αίτησης ημ.13/11/2024, κρίνω ορθό όπως τα έξοδα συνιστούν έξοδα στην πορεία της Αίτησης ημ.13/11/2024 και σε καμία περίπτωση εναντίον των Εναγομένων 1 και 2.

 

23.            Επιπλέον λαμβάνοντας υπόψη το χρόνο που αναλώθηκε για την προετοιμασία και εκδίκαση της παρούσας αίτησης από μέρους των Εναγομένων 2, οι οποίοι είναι και οι μόνοι που έχουν επηρεαστεί σύμφωνα με το συμφωνηθέν χρονοδιάγραμμα εκδίκασης της Αίτησης ημ.13/11/2024, ο χρόνος καταχώρησης της αγόρευσης της Εναγόμενης 2 στο πλαίσιο της εκδίκασης της Αίτησης ημ.13/11/2024, παρατείνεται για περίοδο 7 ημερών, δηλαδή η γραπτή αγόρευση της Εναγόμενης 2 να καταχωρηθεί μέχρι τις 27/3/2025. Το χρονοδιάγραμμα εκδίκασης της Αίτησης ημ.13/11/2024, πλην του πιο πάνω σημείου και ειδικότερα η ημερομηνία και ώρα Ακρόασης παραμένει αναλλοίωτο.

 

 

  (Υπ.) ......................................

Α. Σάββα προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο