
8ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Π.Ε.Δ.
Αγωγή αρ.: 80/22(i)
Μεταξύ:
SUNDAY PARTNERS LTD (ΗΕ390184)
Ενάγουσα/ Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγόμενης
και
1. HTTC HYPERBARIC THERAPY TREATMENT CENTRE LTD
2. SENTIUS CAPITAL LTD
3. CLIVE MARTIN
4. FRANTS GRYMER HOLDING APS
5. MEINHARD ERIC BUNDSCHUH
6. MIKKEL MORCH
Εναγόμενων/Εξ’ ανταπαιτήσεως Ενάγοντες
Αίτηση ημερ.13/12/23 για εκδίκαση προδικαστικού σημείου
21 Φεβρουαρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Εναγόμενους/ Αιτητές: Γιώργος Γ. Γιάγκου ΔΕΠΕ
Για Ενάγουσα/ Καθ΄ ης η Αίτηση: Χριστοφή & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε στις 11/02/2022 και η Έκθεση Απαίτησης στις 27/12/2022. Η Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης εκ μέρους των Εναγόμενων 1, 2, 3, 5 και 6 καταχωρήθηκε στις 03/07/2023. Η Έκθεση Υπεράσπισης της Εναγόμενης 4 καταχωρήθηκε στις 27/9/23. Μετά το κλείσιμο των δικογράφων, στα πλαίσια της κλήσης για οδηγίες καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση από τους Εναγόμενους 1, 2, 3, 5 και 6 με την οποία ζητούνται τα ακόλουθα:
Α. Όπως τα νομικά σημεία (προδικαστικές ενστάσεις) οι οποίες ηγέρθησαν στην παράγραφο 3 της Υπεράσπισης των Εναγομένων 1-3 και 5 και 6, προδικαστούν και/ή αποφασισθούν από το Δικαστήριο πρώτα και/ή προ της ακρόασης ολόκληρης της Αγωγής καθότι αφορούν σοβαρά νομικά σημεία, τα οποία εφόσον αποφασιστούν από το Δικαστήριο προδικαστικά επιλύεται και/ή τερματίζεται ολόκληρη η διαδικασία και/ή οδηγείται η αγωγή σε απόρριψη και/ή διαγραφή.
Β. Διάταγμα και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία απορρίπτει και/ή διακόπτει την παρούσα αγωγή λόγω εφαρμογής του δόγματος και/ή της αρχής δικαίου αντικατάστασης της συμφωνίας (novation), συμφωνία στην οποία βασίζεται αποκλειστικά το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας, με αποτέλεσμα η παρούσα αγωγή να είναι έκθετη σε απόρριψη λόγω μη αποκάλυψης αγώγιμου δικαιώματος ή κωλύματος (estoppel) ή απεμπόλησης (waiver).
Η αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.27 Θ.1-4 και Δ.48 Θ.1 – 3, 9, Κεφάλαιο 149 άρθρο 62, στις γενικές αρχές του νόμου, στους κανόνες επιείκειας, τη σχετική νομολογία, τις γενικές και συμφυείς εξουσίες και την πρακτική του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση φαίνονται στην ένορκη δήλωση του κ. Ανδρέα Κοζάκου, δικηγόρου στην δικηγορική εταιρεία Γιώργος Γ. Γιάγκου Δ.Ε.Π.Ε., ο οποίος, ως αναφέρει, γνωρίζει όλα τα γεγονότα της υπόθεσης από προσωπική γνώση και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση εκ μέρους των Εναγόμενων/Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόντων/Αιτητών 1-3 και 5 και 6 (εφεξής «Αιτητών»), καθότι αφενός το επίδικο ζήτημα αφορά αμιγώς νομικό σημείο και αφετέρου καθότι οι πελάτες τους και/ή τα πρόσωπα που σχετίζονται με τα επίδικα γεγονότα είναι μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού. Τα γεγονότα τα οποία εκθέτει, πλην εκείνων για τα οποία ορίζεται άλλη πηγή γνώσης, εμπίπτουν στην προσωπική του γνώση, για όσα δε γεγονότα δεν εμπίπτουν στην προσωπική του γνώση, αποκαλύπτει την πηγή της πληροφόρησης του.
Σύμφωνα με τη θέση τους η αποδοχή της προδικαστικής ένστασης που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 3 της Υπεράσπισης των Αιτητών, θα οδηγήσει στην εξ’ ολοκλήρου περάτωση της διαδικασίας με την απόρριψη της αγωγής. Η μοναδική νομική βάση της παρούσας αγωγής, ως προκύπτει αβίαστα από την Έκθεση Απαίτησης, είναι η παράβαση της συμφωνίας για αγορά μετοχών της Εναγόμενης 1, ημερομηνίας 01/11/2018 (εφεξής «η πρώτη συμφωνία») μεταξύ της Ενάγουσας και των Εναγόμενων 2-4, η οποία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1. Η εν λόγω συμφωνία περιείχε όρο επαναπώλησης των μετοχών στους Εναγόμενους 2-4 σε περίπτωση που ορισμένοι οικονομικοί στόχοι δεν επιτύγχαναν (όρος 8 της πρώτης συμφωνίας). Η Ενάγουσα με την παρούσα αγωγή της ζητά από το Δικαστήριο όπως εφαρμόσει τον εν λόγω όρο.
Ως ο ενόρκως δηλών αναφέρει, στην Έκθεση Απαίτησης της η Ενάγουσα αναφέρεται και σε δεύτερη συμφωνία αγοράς μετοχών της Εναγόμενης 1 ημερομηνίας 17/07/2020 (εφεξής «η δεύτερη συμφωνία») η οποία υπογράφηκε μεταξύ της Ενάγουσας και της Ινδονησιακής εταιρείας PT Panta Indonesia Kapital, η οποία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2. Στην δεύτερη συμφωνία υπάρχει ο όρος 6.1 ο οποίος προνοεί ότι με την υπογραφή της συμφωνίας κάθε προηγούμενη συμφωνία ακυρώνεται.
Ο ομνύων παραθέτει τον όρο 6.1 ο οποίος έχει, αυτούσιος, ως εξής: «For the avoidance of doubt, it is understood and accepted by all Parties that any previously signed agreements, claims or potential claims or disputes between the Seller, Existing Shareholders and the Company and also any previously signed agreements, claims or potential claims or disputes relating to or between the Seller and/or its ultimate beneficial owners and the Existing Shareholders shall at the signing of the Agreement become null and void and cannot be (re)activated by any means or in any jurisdiction after the signing of this Agreement».
Είναι η θέση τους ότι με την ενέργεια της Ενάγουσας, η Ενάγουσα απεμπόλησε (waived) το δικαίωμα να επικαλείται για σκοπό θεραπείας τους όρους της πρώτης συμφωνίας, καθότι ενήργησε εις τρόπο που κωλύεται (estopped) να πράττει τούτο αφού, με τη δεύτερη συμφωνία αντικαταστάθηκε η πρώτη (Novation). Ενόψει τούτου η αγωγή είναι έκθετη σε απόρριψη καθώς η Έκθεση Απαίτησης εδράζεται αποκλειστικά στην κατ’ ισχυρισμό παράβαση της πρώτης συμφωνίας. Οι όποιες άλλες παρεμφερείς αναφορές στην Έκθεση Απαίτησης και στη δεύτερη συμφωνία δεν σκοπεύουν να καταστήσουν τους όρους της ως νομική βάση για την απόδοση των επιζητούμενων θεραπειών, αλλά τουναντίον, για να προωθηθεί η θέση ότι η δεύτερη συμφωνία ουδέποτε υλοποιήθηκε. Παρά την πιο πάνω θέση του, για σκοπούς πληρότητας εισηγείται ότι η θέση που προβάλλεται στην Έκθεση Απαίτησης περί του ότι η δεύτερη συμφωνία δεν άρχισε να υλοποιείται, είναι εντελώς αναληθής αφού μετά τη συνομολόγηση της οι αντισυμβαλλόμενοι της Ενάγουσας στη δεύτερη συμφωνία, δήλωσαν ξεκάθαρα την ετοιμότητα τους και την πρόθεση τους να καταβάλλουν το συμφωνηθέν τίμημα προς εκπλήρωση των δικών τους συμβατικών υποχρεώσεων. Επισυνάπτεται σχετική αλληλογραφία των συμβαλλόμενων της δεύτερης συμφωνίας ως Τεκμήριο 3. Προκύπτει από τα ανωτέρω, ότι η οποιαδήποτε μετέπειτα μη ολοκλήρωση της δεύτερης συμφωνίας είναι το αποτέλεσμα της μονομερούς και κατά συνέπεια παράνομης παράλειψης και/ή ενέργειας της Ενάγουσας να εκπληρώσει τις δικές της συμβατικές υποχρεώσεις και όχι η όποια ματαίωση (frustration) της δεύτερης συμφωνίας για λόγους εκτός του ελέγχου της Ενάγουσας. Στη βάση των πιο πάνω, προβάλλει τη θέση ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, να δικαστεί και εγκριθεί η προδικαστική ένσταση και να απορριφθεί η αγωγή καθότι η εκδίκαση της είναι αχρείαστη και θα οδηγήσει στο να κατασπαταληθεί πολύτιμος δικαστικός χρόνος και να δημιουργηθούν παράλληλα αχρείαστα έξοδα.
Η Ενάγουσα / Καθ’ ης η Αίτηση καταχώρησε ένσταση στην Αίτηση, η οποία βασίζεται στην ίδια νομική βάση με την τελευταία. Οι λόγοι ένστασης είναι, αυτούσιοι, οι ακόλουθοι:
1. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας και η σχετική νομολογία για εκδίκαση προδικαστικών σημείων πριν να ακουστεί μαρτυρία.
2. Δεν υπάρχει παραδεκτό υπόβαθρο γεγονότων επί των οποίων θα μπορούσαν να ακουστεί νομική επιχειρηματολογία επί αμιγώς νομικών σημείων.
3. Η Ενάγουσα προωθεί περισσότερες από μία βάση αγωγής που δεν σχετίζεται μόνο με τη συμφωνία ημερομηνίας 01/11/2018. Συνεπώς η παρούσα Αίτηση η οποία βασίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη των αιτητών ότι τα αγώγιμα δικαιώματα της Ενάγουσας εδράζονται μόνο στη συμφωνία 01/11/2018, πρέπει να απορριφθεί.
4. Οι αιτητές δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και σκοπίμως παρέλειψαν να αναφέρουν όλα τα σχετικά γεγονότα.
5. Οι αιτητές εμποδίζονται ως εκ της συμπεριφοράς τους και /ή κωλύονται να θέτουν τα αιτήματα που θέτουν με την παρούσα Αίτηση.
6. Τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση δεν προσφέρουν επαρκή ή/και οποιαδήποτε μαρτυρία για να στηρίξουν τις αιτούμενες θεραπείες.
7. Οι Εναγόμενοι 3 και 6 ενάγονται υπό τη προσωπική τους ιδιότητα και πράξεις και παραλείψεις που δεν έχουν σχέση με τη συμφωνία 01/11/2018 ως τέτοια αλλά με γεγονότα που προηγούνται της υπογραφή της.
8. Οι Εναγόμενοι καταχώρισαν την παρούσα αγωγή καταχρηστικά για σκοπούς καθυστέρησης της διαδικασίας.
9. Από την παρούσα αγωγή προκύπτει πλειάδα νομικών και πραγματικών ζητημάτων, αποδίδονται στους εναγομένους σοβαρές πράξεις ή παραλείψεις που αφορούν δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις και συνομωσία προς καταδολίευση, τα οποία πρέπει να εκδικαστούν και να αποφασιστούν από το Δικαστήριο κατά την ακρόαση της αγωγής.
10. Η παρούσα αίτηση είναι πρόδηλα πρόωρη, δεν δικαιολογείται από τα στοιχεία του φακέλου της διαδικασίας (on the face of the record) και άρα είναι καταχρηστική της διαδικασίας του Δικαστηρίου και πρέπει να απορριφθεί με έξοδα σε βάρος των αιτητών.
Τα γεγovότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση αναφέρονται στην έvoρκη δήλωση του Ιωάννη Βασιλείου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων της Ενάγουσας- Καθ’ ης η Αίτηση, ο οποίος γνωρίζει, ως αναφέρει, πολύ καλά τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης από μελέτη του φακέλου και από πληροφορίες που έλαβε από την Ενάγουσα και είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος από αυτήν να προβεί στην ένορκη δήλωση, η οποία γίνεται από τον ίδιο διότι οι μέτοχοι της Ενάγουσας βρίσκονται μόνιμα στο εξωτερικό ενώ έχει εξουσιοδοτηθεί από τους διευθυντές της να ορκιστεί στην παρούσα. Περαιτέρω λόγω του ότι τα ζητήματα με τα οποία ασχολείται η παρούσα αίτηση είναι κυρίως νομικά.
Ως αναφέρει, η Ενάγουσα κατά πάντα ουσιώδη χρόνο είχε ως πραγματικούς δικαιούχους (ultimate beneficial owners) δύο φυσικά πρόσωπα, τους Tonni V. Bager και Thomas Langkjær Gellert με καταγωγή και μόνιμη διαμονή την Δανία, οι οποίοι είναι δικαιούχοι μέτοχοι του 50% των μετοχών της Ενάγουσας έκαστος και είχαν κάνει όλες τις διαπραγματεύσεις και συζητήσεις με τους Εναγομένους και τα φυσικά πρόσωπα ιδιοκτήτες των Εναγομένων.
Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η παρούσα αγωγή βασίζεται σε μία νομική βάση είναι σύμφωνα με τη θέση του εσφαλμένος. Τόσο στη γενική οπισθογράφηση αλλά και στην Έκθεση Απαίτησης περιλαμβάνονται τρείς διαζευκτικές θεραπείες. Η πρώτη αφορά ειδική εκτέλεση της συμφωνίας 01/11/2018, σύμφωνα με την παράγραφο 30.1 της Έκθεσης Απαίτησης, η δεύτερη αφορά γενικές αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας 01/11/2018, σύμφωνα με την παράγραφο 30.2 της Έκθεσης Απαίτησης, και η τρίτη αφορά γενικές και/ή ειδικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις κατά των Εναγομένων 1 - 6 αλληλέγγυα και /ή κεχωρισμένα για πράξεις και/ή παραλείψεις που συνιστούν δόλο και/ή δόλο και/ή απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή συνωμοσία προς καταδολίευση που έλαβαν χώρα πριν και/ή μετά τη σύναψη της συμφωνίας 01/11/2018 σε σχέση με πληροφορίες και/ή δεδομένα που δόθηκαν στην Ενάγουσα από τους Εναγόμενους αναφορικά με την πραγματική οικονομική και/ή λογιστική κατάσταση και/ή δεδομένα και/ή προοπτικές της Εναγομένης 1 προκειμένου να πειστεί η Ενάγουσα να αγοράσει τις μετοχές της Εναγομένης 1. Σχετικές είναι οι παραγράφοι 28 και 30.3 της Έκθεσης Απαίτησης.
Ως προς τον δεύτερο λόγο που επικαλούνται οι Εναγόμενοι περί novation της πρώτης συμφωνίας, αυτός κατά τη θέση του είναι παντελώς αστήρικτος διότι η δεύτερη συμφωνία ουδέποτε ενεργοποιήθηκε. Οι Εναγόμενοι έχουν αποκρύψει ουσιώδη στοιχεία από το Δικαστήριο με την Αίτησή τους και έχουν παραθέσει σκόπιμα αποσπασματικά στοιχεία με στόχο να παραπλανήσουν το Δικαστήριο ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Οι Εναγόμενοι επιχειρούν με αυτή την Αίτηση να απορριφθεί η αγωγή με συνοπτικό τρόπο, χωρίς να εξεταστεί η ουσία της υπόθεσης και χωρίς να δοθεί η δυνατότητα στην Ενάγουσα να παρουσιάσει την υπόθεση της με το τρόπο που η ίδια επιθυμεί στο Δικαστήριο.
Ως ο ενόρκως δηλών αναφέρει, στη βάση της Έκθεσης Απαίτησης προκύπτει ότι ήταν η απόφαση της Ενάγουσας να επενδύσει χρήματα στην Εναγομένη 1. Σύμφωνα με την παράγραφο 7 της Έκθεσης Απαίτησης η Εναγόμενη 1 ασχολείτο και παρείχε κατά κύριο λόγο θεραπείες σε σχέση με τη νόσο των δυτών (υπερβαρική θεραπεία) καθώς και κυτταρικές θεραπείες (θεραπεία με βλαστοκύτταρα). Επρόκειτο για νέες θεραπείες με τεράστια προοπτική ανάπτυξης. Η Εναγομένη 1 ήταν ιδιοκτήτρια κλινικής με την ονομασία Poseidonia Medical Center και είχε υπό την κατοχή της ιατρικό εξοπλισμό ενώ εργοδοτούσε και ιατρικό προσωπικό και παρουσιαζόταν ότι κατείχε τις σχετικές άδειες λειτουργείας. Οι Ενάγοντες επένδυσαν στην Εναγομένη 1 αγοράζοντας μετοχές, μετά από παραστάσεις των Εναγομένων, από τους Εναγόμενους 2, 3 και 4 με βασικό όρο στη συμφωνία αγοράς των μετοχών 01/11/2018 («η Συμφωνία») ότι οι Εναγόμενοι θα είχαν υποχρέωση επαναγοράς των μετοχών κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Όταν οι Ενάγοντες άσκησαν αυτό το δικαίωμα οι Εναγόμενοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν. Ταυτόχρονα οι Ενάγοντες ανακάλυψαν ατασθαλίες στη διαχείριση της Εναγομένης 1 καθώς και νέα στοιχεία που καταδεικνύουν ότι τους δόθηκαν παραποιημένα οικονομικά δεδομένα πριν την εξαγορά των μετοχών με σκοπό να πειστούν να επενδύσουν. Εκ των ενορχηστρωτών της απάτης ήταν ο Εναγομένος 6. Με βάση τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 10 της Έκθεσης Απαίτησης η Ενάγουσα αγόρασε 500 μετοχές στην Εναγομένη 1 για το ποσό των €1.650.000. Οι πωλητές ήταν η Εναγομένη 2 η οποία πώλησε 385 μετοχές, ο Εναγόμενος3, ο οποίος πώλησε 75 μετοχές και η Εναγομένη 4 η οποία πώλησε στην 40 μετοχές. Στις παραγράφους 11 μέχρι 15 της Έκθεσης Απαίτησης δικογραφούνται λεπτομέρειες αναφορικά με το τι προηγήθηκε της σύναψης της συμφωνίας και των παραστάσεων στις οποίες οι Εναγόμενοι προέβηκαν προς τους μετόχους της Ενάγουσας για να τους πείσουν να προχωρήσουν σε αυτή την επένδυση. Σύμφωνα με τη παράγραφο 17 της Έκθεσης Απαίτησης, η παράγραφος 8 της συμφωνίας ορίζει ότι η Ενάγουσα θα έχει το δικαίωμα να ζητήσει την επαναγορά των μετοχών της Εναγομένης 1 από τους εναγόμενους 2, 3 και 4, αν δεν εκπληρωθούν από την Εναγομένη 1 συγκεκριμένοι οικονομικοί στόχοι οι οποίοι δεν επιτεύχθηκαν και για αυτό το λόγο η Ενάγουσα ζήτησε από τους Εναγόμενους να επαναγοράσουν τις μετοχές, ως η Συμφωνία.
Στη συνέχεια, ο ενόρκως δηλών αναφέρεται στην ανταλλαγή επιστολών πριν την καταχώριση της αγωγής. Συγκεκριμένα, στις 21/09/2021 η Ενάγουσα απέστειλε μέσω των δικηγόρων της προς τους Εναγομένους την επιστολή απαίτησης, ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1. Οι Εναγόμενοι απάντησαν μέσω του δικηγορικού γραφείου C.T. Αντωνίου & Co LLC στις 13/10/2021 μέσω email. Η πρώτη επιστολή, ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2, αφορούσε απάντηση εκ πλευράς των Εναγομένων 1-4. Η δεύτερη επιστολή αφορούσε απάντηση εκ πλευράς του Εναγομένου 6, ΤΕΚΜΗΡΙΟ 3. Στο ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2 οι δικηγόροι των Εναγομένων απέρριπταν την απαίτηση της Ενάγουσας με την εξής γενική αναφορά:
«For the avoidance of doubt, our clients deny the entirety of the contents of the Letter notwithstanding the fact that our clients are aware that Sunday Partners Cyprus Ltd have not yet reasonably exercised all their rights to seek payment of monies owed to them with regards to the sale of all its shares under a Share Purchase Agreement executed in 2020. »
Σε ότι αφορά το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 3 που αφορούσε τον Εναγόμενο 6 επαναλάμβαναν το περιεχόμενου του ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ 2 με τη διαφορά ότι στη τελευταία παράγραφο ανέφεραν το εξής: «Kindly be informed that Mikkel Morch is not involved in Sentius Capital Limited and cannot accept any correspondence in this respect.»
Το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2 απαντήθηκε με email των δικηγόρων της Ενάγουσας ημερομηνίας 20/10/2021, ΤΕΚΜΗΡΙΟ 4, το περιεχόμενο του οποίου παραθέτει ο ενόρκως δηλών. Σύμφωνα με τη θέση του, με το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 4 δόθηκε αναλυτική απάντηση στους Εναγομένους 1 - 4 αναφορικά με τον ισχυρισμό τους για δεύτερη συμφωνία που έγινε το 2020. Ειδικότερα εξηγείτο ότι προφανώς οι Εναγόμενοι αναφέρονταν σε συμφωνία ημερομηνίας 17/07/2020 που έγινε μεταξύ της Ενάγουσας ως πωλητή και της εταιρείας PT PANTA INDONESIAN KAPITAL ως αγοραστή. Με βάση αυτή τη συμφωνία η Ενάγουσα είχε συμφωνήσει να πωλήσει τις μετοχές που κατείχε στην Εναγομένη 1 προς την εταιρεία PT PANTA INDONESIAN KAPITAL. Όπως εξηγείται στο ΤΕΚΜΗΡΙΟ 4 οι όροι πληρωμής της συμφωνίας 17/07/2020 ουδέποτε τηρήθηκαν, επομένως αυτή ουδέποτε ενεργοποιήθηκε (was never executed). Σε ότι αφορά την επιστολή εκ μέρους του Εναγομένου 6, η Ενάγουσα απάντησε μέσω των δικηγόρων της στους δικηγόρους του Εναγομένου 6 με email ημερομηνίας 20/10/2021, ΤΕΚΜΗΡΙΟ 5 αναφέροντας , μεταξύ άλλων ότι «Mikkel Morch is the operating mind and ultimate beneficial owner of the company and he is personally and jointly liable with the company Sentius Capital Ltd for specific acts or omissions that our clients may have claim». Επειδή οι Εναγομένοι δεν απάντησαν στις δύο πιο πάνω επιστολές, στις 25/11/2021 οι δικηγόροι της Ενάγουσας απέστειλαν υπενθύμιση, ΤΕΚΜΗΡΙΟ 6, δίδοντας προθεσμία 14 ημερών πριν την λήψη δικαστικών μέτρων. Στις 06/12/2021 οι δικηγόροι των Εναγομένων απάντησαν στους δικηγόρους της Ενάγουσας με επιστολή τους, ΤΕΚΜΗΡΙΟ 7. Βασικά η θέση που πρόβαλαν ήταν ότι η συμφωνία 17/07/2020 μεταξύ Ενάγουσας και PT PANDA INDONESIA KAPITAL ήταν σε ισχύ και ότι ήταν με ευθύνη της Ενάγουσας που δεν υλοποιήθηκε. Ανάφεραν μάλιστα ότι η θέση των Εναγομένων είναι ότι εξ υπαιτιότητας της Ενάγουσας η PT PANDA INDONESIA KAPITAL δεν μπόρεσε να κάνει την πληρωμή. Σύμφωνα με τον ομνύοντα η θέση αυτή είναι ψευδής και αβάσιμη αφού είναι η PT PANDA INDONESIA KAPITAL που δεν ήταν σε θέση να πληρώσει την πρώτη δόση και να ενεργοποιήσει τη συμφωνία 17/07/2020, με αποτέλεσμα η Ενάγουσα να την τερματίσει.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στα γεγονότα που αφορούν τη συμφωνία 17/07/2020, ΤΕΚΜΗΡΙΟ 8 στην οποία συμβαλλόμενα μέρη ήταν οι SUNDAY PARTNERS CYPRUS LIMITED (πωλητές) και PT PANDA INDONESIA KAPITAL (οι αγοραστές) και το αντικείμενο της συμφωνίας ήταν η πώληση των μετοχών που κατείχε η Ενάγουσα στην Εναγόμενη 1 στην τελευταία. Η συμφωνία δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ εφόσον η PT PANTA INDONESIA KAPITAL δεν κατέβαλε το αντίτιμο το οποίο ήταν η βασική προϋπόθεση για να ενεργοποιηθεί. Στην παράγραφο 3.1 αναφέρονται τα ποσά που η PT PANTA INDONESIA KAPITAL είχε υποχρέωση να πληρώσει στην Ενάγουσα ως πωλητή σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και οι λεπτομέρειες τραπεζικού λογαριασμού της Ενάγουσας στην Cyprus Development Bank Public Company Ltd. Παρά την πιο πάνω ρητή υποχρέωση η PT PANTA INDONESIA KAPITAL απέτυχε να προχωρήσει στη πληρωμή της 1ης δόσης. Για το θέμα υπήρχε εκτεταμένη αλληλογραφία μεταξύ των μερών και δόθηκαν διαδοχικές υποσχέσεις εκ πλευράς PT PANTA INDONESIA KAPITAL οι οποίες όμως ουδέποτε υλοποιήθηκαν. Την τελευταία στις συζητήσεις εκπροσωπούσε ο DANIEL CHUNG HONG TJOA ο οποίος ήταν ο εκπρόσωπος της και χρησιμοποιούσε την ηλεκτρονική διεύθυνση [ ]@panta.finance.Την Ενάγουσα εκπροσωπούσε ο ένας εκ των δικαιούχων μετόχων της Tonni Bager. Ο τελευταίος, σε πολλές περιπτώσεις την περίοδο από τον Ιούλιο του 2020 μέχρι και το Δεκέμβριο του 2021 ζητούσε από την PT PANTA INDONESIA KAPITAL να συμμορφωθεί με τους όρους πληρωμής και να εμβάσει την πρώτη δόση ούτως ώστε να ενεργοποιηθεί η συμφωνία. Ένα από τα προβλήματα που προέκυψε ήταν ότι η PT PANTA INDONESIA KAPITAL δεν διέθετε τραπεζικό λογαριασμό και έτσι δεν ήταν σε θέση να εμβάσει το ποσό της προκαταβολής στο λογαριασμό της Ενάγουσας στην Κύπρο. Ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι εσκεμμένα οι Εναγόμενοι παρουσιάζουν στην ένορκη δήλωση Κοζάκου ως τεκμήριο 3 αλληλογραφία μεταξύ του Tonni Bager και του Daniel Chung ημερομηνίας 28/07/2020 και παραλείπουν να παρουσιάσουν την αλληλογραφία που ακολούθησε. Στην αλληλογραφία που παρουσιάζουν ως τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση Κοζάκου, ο Daniel Chung ισχυριζόταν ότι στάληκε το ποσό της προκαταβολής από φυσικά πρόσωπα. Αυτή η θέση είναι ψευδής διότι όπως προέκυψε στη πορεία κάτι τέτοιο δεν έγινε. Σε κάθε περίπτωση ήταν σαφές ότι τα χρήματα έπρεπε να σταλούν από τραπεζικό λογαριασμό του αγοραστή. Παρά σειρά διαβεβαιώσεων και υποσχέσεων η PT PANTA INDONESIA KAPITAL ουδέποτε πλήρωσε την πρώτη δόση και μάλιστα διέκοψε κάθε επικοινωνία. Σαν αποτέλεσμα η Ενάγουσα απέστειλε μέσω των δικηγόρων της Michael Kyprianou στις 30/11/2020 τερματισμό υπό τύπο Default Notice, ΤΕΚΜΗΡΙΟ 10, ζητώντας τους να καταβάλουν τηn πρώτη δόση των €150,000 μέχρι τις 08/01/2021.Μετά την παράδοση της εν λόγω επιστολής η PT PANTA INDONESIA KAPITAL απάντησε με email προς τη δικηγόρο της Ενάγουσας Τώνια Αντωνίου ημερομηνίας 07/12/2020, ΤΕΚΜΗΡΙΟ 11 Α ότι απορρίπτουν την επιστολή. Έκτοτε διέκοψε οποιαδήποτε επικοινωνία και ουσιαστικά οι εκπρόσωποι της εξαφανίστηκαν.
Οι Εναγόμενοι γνώριζαν ότι η συμφωνία 17/07/2020 δεν είχε ενεργοποιηθεί, αποδέχθηκαν αυτό το γεγονός, ουδέποτε έθεσαν ζήτημα μη νομιμοποίησης της Ενάγουσας και συνέχιζαν να την θεωρούν ως κανονικό μέτοχο της Εναγομένης και συνεπώς εμποδίζονται διά της συμπεριφοράς τους από το να θέτουν αυτό το ζήτημα εκ των υστέρων. Σύμφωνα με τον ομνύοντα, τόσο πριν όσο και μετά την καταχώριση της παρούσας αγωγής, δηλαδή από τις 11/02/2022, οι Εναγόμενοι δεν έθεσαν κανένα ζήτημα ως προς την νομιμοποίηση της Ενάγουσας να είναι μέτοχος της Εναγομένης 1. Παραθέτει κάποια ενδεικτικά γεγονότα στη συνέχεια.
Στις 08/11/2021 η γραμματέας της Εναγομένης 1 απέστειλε email στον Tonni Bager ενημερώνοντας τον για έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της Εναγομένης 1 που θα συγκαλείτο στις 09/11/2021 μέσω Zoom. O Tonni Bager απάντησε ότι θα λάμβανε μέρος ως η πρόσκληση. Παρουσιάζει τα emails ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 12. Η έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων έγινε κανονικά.
Στις 17/08/2022 αποστάληκε από την γραμματέα Εναγομένης 1 πρόσκληση για έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της Εναγομένης 1 για τις 02/09/2022 η ώρα 10.00. Σε αυτή παρευρέθηκε εκ μέρους της Ενάγουσας ο δικηγόρος Χριστόφορος Χριστοφή διότι το Tonni Bager είχε έκτακτη υποχρέωση να παρευρεθεί σε κηδεία. Παρουσιάζει την πρόσκληση, την αποδοχή της πρόσκλησης αλλά και την ημερησία διάταξη της έκτακτης γενικής συνέλευσης ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 13. Όπως φαίνεται από την ημερησία διάταξη, υπήρχαν ζητήματα που αφορούσαν την λειτουργία της Εναγομένης 1. Σε καμία φάση δεν τέθηκε ζήτημα από οποιονδήποτε μέτοχο ως προς την ιδιότητα της Ενάγουσας να συμμετέχει ως μέτοχος.
Στις 20/12/2022 στάληκε από την γραμματέα Εναγομένης 1 πρόσκληση για έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της Εναγομένης 1 στις 27/12/2022. Το μοναδικό θέμα ήταν η ανάγκη περαιτέρω χρηματοδότησης της Εναγομένης 1 διαφορετικά να ληφθεί απόφαση να διακόψει εργασίες. Παρουσιάζει ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 14 το σχετικό email. Στο ΤΕΚΜΗΡΙΟ 14 περιλαμβάνεται το email της Nicky Martin αλλά και απάντηση του Εναγομένου 6 ο οποίος πρόσθετε στην agenda περισσότερα ζητήματα. Η παρέμβαση του εναγομένου 6 καταδεικνύει ότι έχει σχέση με την Εναγομένη 1 και εξακολουθούσε να είναι εμπλεκόμενο πρόσωπο στις υποθέσεις της. Υπογραμμίζει επίσης ότι οι προσκλήσεις και οι έκτακτες γενικές συνελεύσεις που έγιναν έλαβαν χώρα μετά που η Ενάγουσα απέστειλε τη γραπτή απαίτηση επαναγοράς των μετοχών της από τους Εναγομένους δυνάμει του ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ 1. Συνεπώς ακόμα και μετά την υποβολή απαίτησης επαναγοράς δυνάμει της Συμφωνίας 01/11/2018, οι Εναγόμενοι θεωρούσαν την Ενάγουσα κανονική μέτοχο και τη προσκαλούσαν σε όλες τις συνελεύσεις μετόχων. Ζητούσαν μάλιστα όπως η Ενάγουσα συνεισφέρει ως μέτοχος στην Εναγομένη 1. Στη συνέχεια έγιναν και άλλες έκτακτες γενικές συνελεύσεις μετόχων με πρωτοβουλία των Εναγομένων με σκοπό να εξευρεθούν κεφάλαια.
Στις 30/05/2023 έγινε έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας στην απουσία της Ενάγουσας και των Εναγομένων 4. Η Ενάγουσα προσκλήθηκε σε αυτή την έκτακτη γενική συνέλευση αλλά αρνήθηκε να παρευρεθεί. Στο ΤΕΚΜΗΡΙΟ 16, τα υπογεγραμμένα πρακτικά της έκτακτης γενικής συνέλευσης. Σε αυτά διαφαίνεται ότι η Ενάγουσα καταγράφεται κανονικά ως μέτοχος της Εναγομένης 1.
Στις 19/09/2023 ο εκ των δικαιούχων μετόχων της Ενάγουσας Thomas Langkjær Gellert έλαβε απρόσκλητο email από τον Daryle Calder ο οποίος ήταν ο CEO της Εναγομένης 1 στο οποίο ανέφερε ότι η τελευταία πωλήθηκε σε Ρώσο επενδυτή (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 17). Αυτή ήταν μία αναπάντεχη εξέλιξη η οποία θορύβησε την Ενάγουσα αφού βρισκόταν στο σκοτάδι. Ως εκ τούτου στις 20/09/2023 οι δικηγόροι της απέστειλαν email στους δικηγόρους της Εναγομένης 1 ζητώντας να ενημερωθούν. Η τελευταία απάντησε στις 22/09/2023 αναφέροντας ότι η Εναγομένη 1 δεν είχε πωληθεί. Ανέφερε επίσης ότι υπήρχαν διάφορες υποθέσεις κατά του Daryle Calder για κακοδιαχείριση. Παρουσιάζονται τα σχετικά emails ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 18.
Παρεμβάλλει εδώ ότι από τις 05/10/2022 περιήλθαν στην αντίληψη της Ενάγουσας δημοσιεύματα στο Κυπριακό τύπο όπου η Εναγομένη 1 εμφανιζόταν ότι έκανε παράνομες θεραπείες με βλαστικά κύτταρα και ότι ήταν υπό διερεύνηση από την αστυνομία. Αυτό το γεγονός είχε αποκρυβεί από την Ενάγουσα. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι πιθανόν η Εναγομένη 1 να λειτουργούσε παράνομα και ότι πέραν των οικονομικών προβλημάτων υπήρχαν και προβλήματα νομιμότητας στη λειτουργία της.
Στις 29/11/2023 δημοσιεύθηκαν άρθρα στο Δανέζικο τύπο που αναφέρονταν στη πώληση της Εναγομένης 1 σε Ρώσο επενδυτή το καλοκαίρι του 2023, όπου περιγράφονται διάφορες ατασθαλίες στη διαχείριση της Εναγομένης 1 αλλά και ο ρόλος του Εναγομένου 6. Ως επίσης αναφέρει, κεντρικό ρόλο στη παρούσα υπόθεση έχει ο Εναγόμενος 6 ο οποίος ήταν μοναδικός μέτοχος της Εναγομένης 2 από τις 11/09/2017 ως τις 30/12/2020. Στις 30/12/2020 ο Εναγόμενος 6 μεταβίβασε όλες τις μετοχές του στην Εναγομένη 2 στον δεκαοκτάχρονο υιό του. Ο Εναγόμενος 6 ήταν επίσης ο μοναδικός διευθυντής της Εναγομένης 2 από τις 11/09/2017 ως τις 20/01/2021 όταν παραιτήθηκε. Ο Εναγόμενος 5 διορίστηκε στην θέση του Εναγόμενου 6 ως μοναδικός διευθυντής της Εναγομένης 2 στις 20/01/2021. Αρχικά ο Εναγόμενος 6 διέμενε μόνιμα στη Κύπρο. Σε κάποιο στάδιο έφυγε στο εξωτερικό. Στις 14/02/2024 δημοσιεύθηκε στο Δανέζικο τύπο σειρά άρθρων που παρουσιάζουν των Εναγόμενο 6 ως τον εγκέφαλο κυκλώματος απάτης μέσω κρυπτονομισμάτων. Στο δημοσίευμα αναφέρεται επίσης ότι τα περιουσιακά στοιχεία του Εναγομένου 6 στη Κύπρο έχουν παγοποιηθεί και ότι οι αρχές στη Δανία ερευνούν υπόθεση εξαπάτησης ύψους 13.2 εκ Δανέζικων κορώνων. Περαιτέρω, πολύ πρόσφατα, στις 29/04/2023 σε δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας στην Δανία αναφέρει ότι, η αστυνομία της Δανίας ανάθεσε την συνέχιση της έρευνας στην Κυπριακή αστυνομία σχετικά με το κύκλωμα απάτης μέσω κρυπτονομισμάτων από τον Εναγόμενο 6. Ο Εναγομένος 6 ήταν κεντρικό πρόσωπο που τους έπεισε να επενδύσουν στην Εναγομένη 1, προβαίνοντας μαζί με τον Εναγόμενο 3 σε συγκεκριμένες παραστάσεις ως προς την κερδοφορία, μελλοντική προοπτική και δυνατότητας της Εναγομένης 1. Παρουσιάζοντας ψευδή στοιχεία και λογιστικά δεδομένα οι Εναγόμενοι 2 και 3 έπεισαν την Ενάγουσα να αγοράσει μετοχές σε αυτή, γνωρίζοντας ότι τα στοιχεία ήταν πλαστά και δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Συνακόλουθα η παρούσα αγωγή δεν στρέφεται μόνο προσωπικά κατά των Εναγομένων ως μετόχων της Εναγομένης 1 δυνάμει της Συμφωνίας 01/11/2018 αλλά και εναντίον των Εναγομένων 3 και 6 προσωπικά.
Η ακρόαση της υπόθεσης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν, αντίστοιχα, την αίτηση και την ένσταση, χωρίς οι δύο πλευρές να προβούν σε αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Και οι δυο πλευρές υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με την υποβολή εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων, το περιεχόμενο των οποίων λαμβάνω υπόψη μου και θα αναφερθώ σε αυτό όπου το κρίνω απαραίτητο. Απαντήσεις στα διάφορα επιχειρήματα θα δοθούν με το σκεπτικό του Δικαστηρίου που θα ακολουθήσει.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Τόσο η Αίτηση, όσο και η Ένσταση, στηρίζονται στην Δ.27 θ.θ.1-2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Οι πρόνοιες των Θεσμών 1 και 2 της Δ.27 έχουν ως ακολούθως:
"1. Any party shall be entitled to raise by his pleading any point of law, and any point so raised shall be disposed of by the Court at any stage that may appear to it convenient.
2. If in the opinion of the Court the decision of such point of law substantially disposes of the whole action, or of any distinct cause of action, ground of defence, counterclaim or reply therein, the Court may thereupon dismiss the action or make such other order therein as may be just."
Οι νομικές αρχές που διέπουν την προεκδίκαση νομικών σημείων έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου με καθοδηγητική την υπόθεση Χ" Οικονόμου ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 949, η οποία συνοψίζει τις αρχές που καθορίζουν τα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου:
«Η έκδοση τέτοιας διαταγής γίνεται κατά κανόνα, όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι το κρινόμενο νομικό σημείο εγείρει σοβαρό νομικό θέμα, το οποίο αν αποφασιστεί υπέρ του αιτητή, αποφασίζεται η όλη υπόθεση, ή ένα ουσιώδες θέμα της αγωγής. Μια τέτοια διαταγή θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι στις περιπτώσεις εκείνες που τα εγειρόμενα θέματα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου, θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση. Ακόμα, η διαταγή αυτή δεν εκδίδεται όταν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα».
Όπου τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στις έγγραφες προτάσεις, είναι ικανά να δώσουν πλήρη εικόνα στο Δικαστήριο, τότε το Δικαστήριο υιοθετεί την διαδικασία της προδικαστικής επίλυσης. Σε περίπτωση όπου χρειάζεται, όμως, να δοθεί πρόσθετο φως στα γεγονότα με μαρτυρία, είναι ορθότερο όπως η υπόθεση προχωρήσει σε δίκη σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 33 (Grindlays Bank Limited v Christodoulos Demetriades & Co Ltd and others (1987) 1 C.L.R 461). Μόνο καθαρά νομικά ζητήματα μπορούν να τύχουν εξέτασης δυνάμει της Διαταγής 27 θ.1, τα οποία θα είναι καθοριστικά της αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων ενώ υποθέσεις μικτού νομικού και πραγματικού θέματος ή μόνο πραγματικού εκδικάζονται κάτω από τη Δ.33 (βλ. Malachtou v Armefti and Another (1984) 1 C.L.R. 548).
Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ ν Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 C.L.R 225 το φυσιολογικό πεδίο για τη διαπίστωση των γεγονότων και τον καθορισμό των δικαϊκών τους συνεπειών είναι η δίκη, και η επίλυση θέματος προδικαστικά, έξω από το πλαίσιο της δίκης, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο προσφυγής, το οποίο δικαιολογείται μόνον εφόσον τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά. Σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση δικαιολογείται η επίκληση της Δ.27 εφόσον το συζητούμενο θέμα αποκρυσταλλώνεται σε καθαρά νομικό θέμα, η λύση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την ίδια ευχέρεια σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση με αποκλειστική πηγή αναζήτησης τους την Έκθεση Απαίτησης. Όπως αναφέρθηκε στην Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ (πιο πάνω), στη σελ. 229:
«...Δικαιολογείται, συνεπώς, η επίκληση της Διάταξης 27 εφόσο το συζητούμενο θέμα αποκρυσταλλώνεται σε καθαρά νομικό θέμα, η λύση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την ίδια ευχέρεια σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.»
Η νομολογία, επίσης, υποδεικνύει ότι η έκδοση διαταγής για προεκδίκαση νομικών σημείων θα πρέπει να γίνεται μόνο σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και να ασκείται με φειδώ. Το Δικαστήριο θα εξετάσει αν το εγειρόμενο ζήτημα είναι αμιγώς νομικό θέμα με αναφορά στα γεγονότα που καταγράφονται στην αγωγή.
Στην υπόθεση Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. 1. Philippa Estates Ltd, κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1431 αναφέρθηκε ότι, η διαδικασία της Δ.27, Θ.1 αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, που δικαιολογείται μόνο εφόσον:
(α) τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα και παραδεκτά,
(β) το θέμα μπορεί να αποκρυσταλλωθεί ως αμιγώς νομικό και
(γ) θα επηρεάσει την έκβαση της αγωγής
ΕΞΕΤΑΣΗ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ
Κρίνω σκόπιμο να εξετάσω κατά προτεραιότητα την εισήγηση της Καθ’ ης η αίτηση ότι για σκοπούς εξέτασης της επίδικης αίτησης δεν υπάρχει παραδεκτό πλαίσιο γεγονότων και ότι στη βάση των δικογράφων και της προσκομισθείσας μαρτυρίας είναι σαφές ότι υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα για τα οποία απαιτείται να ακουστεί μαρτυρία. Με δεδομένο ότι το φυσιολογικό πεδίο για τη διαπίστωση γεγονότων και τον καθορισμό των δικαϊκών τους συνεπειών είναι η ακροαματική διαδικασία σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 33 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το ερώτημα που, κατά την εκτίμηση μου, πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο είναι κατά πόσο η προδικαστική ένσταση που εγείρεται στην Υπεράσπιση των Εναγομένων αντικείμενο της υπό κρίση Αίτησης, αφορά σε αμιγώς νομικό ζήτημα.
Αποτέλεσε εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων των αιτητών ότι το επίδικο ζήτημα αφορά αμιγώς νομικό σημείο. Στη βάση του άρθρου 6.1 της συμφωνίας ημερομηνίας 17/07/2020 (εφεξής «η δεύτερη συμφωνία»), το οποίο ακυρώνει οποιεσδήποτε προηγούμενες συμφωνίες, με την υπογραφή της δεύτερης συμφωνίας, η οποία αφορά μετοχές οι οποίες αγοράστηκαν από την Ενάγουσα/ Καθ’ ης η Αίτηση μέσω της πρώτης συμφωνίας, ημερομηνίας 01/11/2018 εισηγήθηκαν ότι η Καθ’ ης η Αίτηση απεμπόλησε τα δικαιώματα της να βασίζεται στην πρώτη συμφωνία και να την επικαλείται για σκοπούς θεραπείας. Εισηγήθηκαν, επίσης, ότι εφαρμόζεται η αρχή της αντικατάστασης της πρώτης συμφωνίας με τη δεύτερη (novation), εφόσον είναι έκδηλη, όπως αναφέρεται στη δεύτερη συμφωνία, η πρόθεση και συμπεριφορά των μερών για αντικατάσταση της πρώτης συμφωνίας. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι η υπογραφή της δεύτερης συμφωνίας είναι παραδεκτή και από τις δύο πλευρές.
Από την άλλη, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι στη βάση των δικογραφημένων ισχυρισμών των δύο πλευρών δεν υπάρχει παραδεκτό πλαίσιο γεγονότων. Στην Έκθεση Απαίτησης τους οι ενάγοντες αναφέρονται στους ισχυρισμούς των Εναγομένων οι οποίοι προβλήθηκαν πριν την καταχώριση της αγωγής περί ύπαρξης δεύτερης συμφωνίας και προβάλλουν τη θέση ότι η δεύτερη συμφωνία ουδέποτε ενεργοποιήθηκε και συνεπώς είναι άκυρη και χωρίς οποιαδήποτε ισχύ. Στην Απάντηση στην Υπεράσπιση των Εναγομένων 1-3 και 5-6 οι Ενάγοντες απορρίπτουν τη θέση των Εναγομένων αναφορικά με την αντικατάσταση της πρώτης συμφωνίας και αναφέρουν ότι η δεύτερη συμφωνία δεν έχει σχέση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, συνιστά συμφωνία η οποία ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ και κατέστη άκυρη καθότι ουδέποτε καταβλήθηκε το αντάλλαγμα της για να μπορεί να ενεργοποιηθεί όπως ρητά προνοείτο σε αυτή. Η Ενάγουσα ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι οι Εναγόμενοι εμποδίζονται από το να προβάλλουν οποιουσδήποτε ισχυρισμούς σε σχέση με την δεύτερη συμφωνία 17/07/2020 ή να θέτουν την εν λόγω συμφωνία προς υπεράσπιση τους καθότι οι ίδιοι συνέχισαν, και μετά την ακύρωση της εν λόγω συμφωνίας να μεταχειρίζονται την Ενάγουσα ως κανονική μέτοχο της Εναγόμενης 1.
Στη βάση των πιο πάνω, έχω την άποψη ότι προκύπει πως η προδικαστική ένσταση που εγείρεται από την Υπεράσπιση, αποτελεί μέρος των ισχυρισμών που οι Εναγόμενοι προβάλλουν στο πλαίσιο της Υπεράσπισης τους στην παρούσα αγωγή και δεν βασίζεται επί ενός κοινού υποβάθρου γεγονότων. Το ζήτημα που εγείρει η προδικαστική ένσταση δεν συνιστά, κατά την κρίση μου, αμιγώς νομικό ζήτημα, αλλά αποτελεί το υπόβαθρο της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς, συγκεκριμένα το κατά πόσο η δεύτερη συμφωνία έχει αντικαταστήσει την πρώτη, έτσι ώστε να απαιτείται η διακρίβωση των σχετικών γεγονότων κατόπιν προσκόμισης της αναγκαίας μαρτυρίας. Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν έχει κατατεθεί από τους συνηγόρους παραδεκτό πλαίσιο γεγονότων σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο πρέπει να προσεγγίσει το όλο ζήτημα που τίθεται. Επομένως το ερώτημα που τίθεται προς απάντηση είναι κατά πόσο υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου αναντίλεκτα και/ή παραδεκτά γεγονότα, όπως φαίνονται μέσα από τα δικόγραφα, για να μπορέσει το Δικαστήριο να προσεγγίσει το υπό κρίση θέμα. Είναι σαφές, κατά την άποψη μου, ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική. Από την αίτηση και την ένσταση, τις αγορεύσεις των μερών αλλά, κυρίως, τα δικόγραφα που είναι καταχωρημένα στο φάκελο της υπόθεσης δεν προκύπτει πλαίσιο παραδεκτών ή μη αμφισβητούμενων γεγονότων.
Ταυτόχρονα, προκύπτει σαφέστατα, από το περιεχόμενο των δικογραφημένων ισχυρισμών και των ενόρκων δηλώσεων ότι εγείρονται διαφωνίες αναφορικά με πραγματικά γεγονότα που είναι άμεσα συνυφασμένα με την προδικαστική ένσταση. Ειδικότερα, ενώ οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την εκδίκαση του προδικαστικού σημείου ότι η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται να εγείρει την παρούσα αγωγή καθώς στην πρώτη συμφωνία στην οποία βασίζεται αποκλειστικά το αγώγιμο δικαίωμα της εφαρμόζεται η αρχή της αντικατάστασης, αυτό για να εξεταστεί επί της ουσίας του προϋποθέτει την ύπαρξη παραδεκτών γεγονότων και πιο συγκεκριμένα ότι όντως, υφίστατο έγκυρη δεύτερη συμφωνία επαναγοράς μετοχών η οποία τέθηκε σε ισχύ ή δεν ακυρώθηκε. Οι Εναγόμενοι εδράζουν τον πιο πάνω ισχυρισμό τους στη σύναψη της δεύτερης συμφωνίας που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση στην αίτηση ως Τεκμήριο 2. Η Ενάγουσα αμφισβητεί την εγκυρότητα του εν λόγω εγγράφου καθώς, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ και κατέστη άκυρη επειδή δεν καταβλήθηκε το αντάλλαγμα της. Αμφισβητεί συνεπώς, ότι υφίσταται δεύτερη σε ισχύ συμφωνία. Εγείρει, περαιτέρω, η Ενάγουσα θέμα κατά πόσο με τη συμπεριφορά τους οι Εναγόμενοι αποδέχθηκαν ότι η δεύτερη συμφωνία ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ και ότι ουδέποτε έθεσαν ζήτημα μη κανονικότητας της μετοχικής ιδιότητας των Εναγόντων στην Εναγομένη 1.
Στην υπόθεση Costas Zertalis v Despina Markidou and Others (1983) JSC 128 στην οποία με παρέπεμψαν οι συνήγοροι της Ενάγουσας, λέχθηκαν τα ακόλουθα :
«We then go to s. 62(1) which provides about novation of contract and the mutual rescision or alteration. In this case we are only concerned about novation which should be distinguished from assignment. It is so stated in Dutt on Contract, 4th edition, at p. 519, and further down, it is also stated that "The section is but a legislative expression of the Common Law of England": and it goes on to define novation;
"Novation is a term derived from the Civil Law and it means that there being a contract in existence some new contract is substituted for it either between the same parties or between different parties, the consideration being the discharge of the old contract".
And further down,
"In a suit based on novation of a contract a plaintiff must prove (1) the existence of the liability under the original contract, and (2) the extinguishment of that liability by the new contract. The essence of novation of a contract lies not in the dissimilarities of the terms between the old contract and the new, but in the intention of the parties to supersede the old by the new. Novation of a contract implies a fresh contract directly or by implication in place of the original contract. The acknowledgement of liability does not amount to a novation.”»
Στο σύγραμμα Halsbury’s Laws of England 3η έκδοση, τόμος 8, παράγραφος 460 αναφέρονται τα ακόλουθα: «For novation to ensue there must be not only the substitution of some other obligation for the original one, but also the intention or animus novandi (r).»
Και οι δύο πλευρές αποδέχονται στις αγορεύσεις τους ότι η πρόθεση των μερών και η συμπεριφορά τους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο κατά πόσο έχει αντικατασταθεί η πρώτη συμφωνία με τη δεύτερη. Οι απόψεις τους όμως δεν συγκλίνουν σε σχέση με το πως ερμηνεύουν στην προκείμενη περίπτωση την εν λόγω πρόθεση και συμπεριφορά, λόγω της απουσίας παραδεκτού υπόβαθρου γεγονότων.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Πιερίδης v. Keshishian κ.ά. (1996) 1(Α) A.A.Δ. 224:
«Τίθεται ζήτημα νομικού σημείου το οποίο μπορεί να εκδικαστεί προκαταρκτικά μόνο πάνω στη βάση παραδεκτού πραγματικού υπόβαθρου. Κάθε δε τέτοιο σημείο υποχρεωτικά κρίνεται με γνώμονα τη δοσμένη πραγματική θεμελίωση του.»
Η ίδια αρχή διατυπώθηκε και στην υπόθεση Karik Banka D.D. v. Χαρίλαος Αποστολίδης Σία Λτδ (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 530, ως εξής:
«Συμφωνούμε με την πρωτόδικη άποψη ότι, εν προκειμένω, νομικό ζήτημα σε σχέση με αυτή θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο κατόπιν πλήρους διακρίβωσης του συνόλου των δεδομένων τα οποία συνέθεταν την περίπτωση και τα οποία δεν υπήρχαν στην ολότητά τους ως σταθερό σημείο αναφοράς σε εκείνο το στάδιο.»
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και όλα τα ενώπιον μου στοιχεία που αφορούν την παρούσα περίπτωση, καθίσταται εμφανές ότι η προδικαστική Υπεράσπιση της Εναγομένης βασίζεται σε πραγματικό υπόβαθρο το οποίο τελεί υπό αμφισβήτηση. Όπως συνάγεται, η παρούσα περίπτωση δεν είναι μια από τις περιπτώσεις όπου τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά ώστε τα συζητούμενα θέματα να αποκρυσταλλώνονται σε καθαρά νομικά θέματα.
Κατά συνέπεια και με δεδομένο ότι το πραγματικό υπόβαθρο τελεί υπό αμφισβήτηση δεν θα μπορούσε η προδικαστική ένσταση να ακουστεί έξω από το πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας αλλά προκύπτει η ανάγκη διεξαγωγής ακροαματικής διαδικασίας προς διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων που συνθέτουν την επίδικη διαφορά.
Στη βάση της πιο πάνω κατάληξης μου παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ένστασης που έχουν προβληθεί.
Η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Τα έξοδα αυτής επιδικάζονται σε βάρος των Αιτητών και προς όφελος της Καθ΄ ης η αίτηση, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της δίκης.
(Υπ.): ……………………..
Μ. Παπαϊωάννου, Π.Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο