
Ενώπιον: Α. Σάββα, προσ. Ε.Δ.
Αίτηση πτώχευσης αρ.131/2009
Μεταξύ:
Επί τοις αφορώσιν τον περί Πτωχεύσεων Νόμο, Κεφ.5 και
ΛΑΜΠΡΟ ΞΕΝΗ (Α.Τ. XXXX), εκ Λάρνακας
Πτωχεύσαντα
Αίτηση Λάμπρου Ξενή/Αιτητή ημερομηνίας 5/9/2024 για ακύρωση διατάγματος παραλαβής και πτώχευσης.
Ημερομηνία: 14/2/2025
Εμφανίσεις:
Για Πτωχεύσαντα/Αιτητή: εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Για Καθ’ ης η Αίτηση 1: Καμία εμφάνιση
Για Καθ’ ων η Αίτηση 2, Τμήμα Αφερεγγυότητας: κα Άντρη Ανδρέου
Για Καθ’ ου η Αίτηση 3, Χριστάκη Ιακωβίδη, Διαχειριστή της περιουσίας του Λάμπρου Ξενή: Θεόδωρος Παπαθεοδώρου για κκ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ & ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣH
Ι. Εισαγωγή- Η Αίτηση
1. Με την υπό κρίση αίτηση ο Αιτητής/Πτωχεύσαντας εξαιτείται την ακύρωση του διατάγματος παραλαβής ημερομηνίας 14/10/2009 του επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας καθώς και ακύρωση του επακόλουθου διατάγματος πτώχευσης του.
2. Σημειώνεται ότι στην υπό κρίση Αίτηση ο Αιτητής αναφέρεται σε διάταγμα πτώχευσης ημερομηνίας 28/11/2013, ωστόσο από το φάκελο της πιο πάνω αίτησης πτώχευσης (στο εξής η “Κυρίως Αίτηση”) στον οποίο έχω ανατρέξει, αφού άλλωστε αυτό καθίσταται επιτρεπτό (βλ. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Χαρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 825) φαίνεται ότι το διάταγμα πτώχευσης φέρει ημερομηνία 14/10/2014 (στο εξής το “Διάταγμα Πτώχευσης”). Λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν έχει εκδοθεί άλλο διάταγμα πτώχευσης στη παρούσα διαδικασία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Αιτητής στην αίτηση και τη γραπτή του αγόρευση παραπέμπει στο διάταγμα πτώχευσης ημερομηνίας 14/10/2014 και αυτό θα ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο εξέτασης της παρούσας.
3. Η νομική βάση της αίτησης στηρίζεται στα άρθρα 4, 5, 27, 28, 29, 30, 31 και 92 του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ.5 (στο εξής ο “Νόμος”), τους περί Πτωχεύσεως Διαδικαστικούς Κανονισμούς 1, 7, 16 και 17, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48, θθ.1, 2 και 4 και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
4. Η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του ίδιου του Αιτητή (η “Ε/Δ ΛΞ”) στην οποία ισχυρίζεται ότι το διάταγμα παραλαβής ημερομηνίας 14/10/2009 (στο εξής το “Διάταγμα Παραλαβής”) ουδέποτε του επιδόθηκε για να τεθεί σε ισχύ. Επιπλέον παραπέμπει σε δύο αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης αρ.1199/16 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερομηνίας 3/11/2020 και 27/11/2020 όπου στην πρώτη το Δικαστήριο στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως αναφέρει ότι δεν επιδόθηκε το Διάταγμα Παραλαβής στον Αιτητή και στη δεύτερη απάλλαξε τον Αιτητή από διάφορες κατηγορίες (στο εξής η “Πρωτόδικη Απόφαση ημ.3/11/2020” και η “Πρωτόδικη Απόφαση ημ.27/11/2020”). Αναφέρει ότι η οποιαδήποτε οφειλή έχει ήδη πληρωθεί εδώ και 14 χρόνια και επισυνάπτει σχετικό αποδεικτικό είσπραξης (τεκμήριο 4). Περαιτέρω αναφέρει ότι ενημέρωσε με σχετική επιστολή τον Καθ’ ου η Αίτηση 3 (Διαχειριστή της περιουσίας του) όσον αφορά την Πρωτόδικη Απόφαση ημ.3/11/2020. Αναφέρει ότι ο λόγος που προβαίνει στην υπό κρίση αίτηση είναι επειδή πλήρωσε τις οφειλές του και η πτώχευση του πρέπει να ακυρωθεί ενόψει της Πρωτόδικης Απόφασης ημ.3/11/2020. Τέλος ισχυρίζεται ότι είναι ορθό και δίκαιο τα διατάγματα να ακυρωθούν και ο ίδιος να αποκατασταθεί καθότι η συνέχιση της ισχύος τους θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην επαγγελματική, προσωπική και οικογενειακή του ζωή.
ΙΙ. Ένσταση Καθ’ ων η Αίτηση 2
5. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 2 καταχώρησαν ένσταση με την οποία προωθούν εννέα λόγους ένστασης, οι οποίοι παρατίθενται συνοπτικά πιο κάτω:
i. Ο Αιτητής κωλύεται απο το να προωθεί την παρούσα αίτηση εφόσον έλαβε επίδοση/ γνώση του Διατάγματος Παραλαβής και/ή έλαβε μέρος στη σχετική διαδικασία που ακολούθησε.
ii. Ο Αιτητής κατά τη διαδικασία έκδοσης του Διατάγματος Παραλαβής, εκπροσωπείτο από Δικηγόρο ο οποίος ενεργούσε κατ' εντολή του, συνεπώς κωλύεται από το να προβάλλει τον ισχυρισμό ότι δεν έλαβε γνώση του Διατάγματος Παραλαβής.
iii. Ο Αιτητής προσήλθε στα Γραφεία του Επίσημου Παραλήπτη μετά την έκδοση του Διατάγματος Παραλαβής και υπέβαλε κατάσταση της περιουσίας του χωρίς να ενημερώσει και/ή να εγείρει οποιοδήποτε ζήτημα περί επίδοσης του Διατάγματος Παραλαβής.
iv. O Αιτητής προωθεί την υπό κρίση Αίτηση καταχρηστικά, κακόβουλα και για αλλότριους σκοπούς προβάλλοντας ψευδείς ή και αβάσιμους ή και αόριστους ή και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς.
v. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος λόγω δεδικασμένου.
vi. O Αιτητής δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, αλλά με πρόθεση να παραπλανήσει το Δικαστήριο.
vii. H έκδοση του Διατάγματος Πτώχευσης καθιστά το Διάταγμα Παραλαβής άνευ ουσίας.
viii. H παρούσα Αίτηση καταχωρείται με έκδηλη καθυστέρηση εκ μέρους του Αιτητή, ήτοι 15 έτη από την έκδοση του Διατάγματος Παραλαβής και 11 χρόνια από την έκδοση του Διατάγματος Πτώχευσης χωρίς την παράθεση του οποιουδήποτε ισχυρισμού που να δικαιολογεί την έκδηλη αυτή καθυστέρηση.
ix. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου Διατάγματος.
6. Η ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση λειτουργού του Εφόρου Εταιρειών ο οποίος βρίσκεται στην υπηρεσία των Καθ' ων η Αίτηση 2 (η “Ε/Δ ΣΕ”) ο οποίος δηλώνει ότι είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην παρούσα ένορκη δήλωση. Ο ομνύοντας επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης τους οποίους και εξηγεί ζητώντας την απόρριψη της Αίτησης. Πέραν του ιστορικού της διαδικασίας ο ομνύοντας παραπέμπει στο Διάταγμα Παραλαβής που αναφέρεται ότι «O Καθ' ου η Αίτηση είναι υπόχρεος να παρουσιαστεί στα γραφεία του Επίσημου Παραλήπτη αμέσως από την επίδοση του παρόντος Διατάγματος για να δώσει σχετική κατάθεση και τα περαιτέρω Θα τον εξηγηθούν εκεί.». Αναφέρει δε ότι ο Αιτητής όντως προσήλθε στις 18/03/2010 στα γραφεία του Εφόρου Εταιρειών για την διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης και για τον καταρτισμό της Εκθεσης Κατάστασης της περιουσίας του. Κατά την παρουσία του στις 18/03/2010 στα γραφεία τους ο Αιτητής ουδέποτε έθεσε ζήτημα ότι δεν του επιδόθηκε το Διάταγμα Παραλαβής και ούτε ανέφερε ότι δεν ήταν σε γνώση του η έκδοση του αφού ο Αιτητής βρισκόταν εκεί συνεπεία της έκδοσης του Διατάγματος Παραλαβής. Περαιτέρω, ο Αιτητής υπέγραψε, γεγονός που ουδέποτε αμφισβήτησε, τόσο την Προκαταρτική Έκθεση Κατάστασης της Περιουσίας του όσο και την Έκθεση Κατάστασης της περιουσίας του στις 18/03/2010. Υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί μη επίδοσης του εν λόγω διατάγματος δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά εκ των υστέρων σκέψεις σε μια προσπάθεια να αποφύγει τις εκ του νόμου υποχρεώσεις του και να παραπλανήσει το Δικαστήριο.
7. Επιπλέον ο ομνύοντας παραπέμπει στις αιτήσεις που προέβει ο Αιτητής ζητώντας παρόμοια διατάγματα με την παρούσα αίτηση και το αποτέλεσμα αυτών. Παραπέμπει επίσης στην απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο από άλλη σύνθεση την 1/12/2016 σε αίτηση που καταχώρησε ο Αιτητής ημερομηνίας 07/12/2015 με την οποία ζητούσε την επαναφορά αίτησης για ακύρωση και/ή παραμερισμό Διατάγματος Παραλαβής και των μεταγενέστερων διαταγμάτων. Λεπτομερής αναφορά στις εν λόγω αιτήσεις θα γίνει πιο κάτω.
8. Επιπλέον ο ομνύοντας αναφέρει ότι ο Αιτητής προβαίνει στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης με έκδηλη καθυστέρηση εφόσον έχουν παρέλθει 15 χρόνια από την έκδοση του Διατάγματος Παραλαβής, 11 χρόνια από την έκδοση του Διατάγματος Πτώχευσης και 4 χρόνια από την έκδοση της Πρωτόδικης Απόφασης ημ.3/11/2020 και της Πρωτόδικης Απόφασης ημ.27/11/2020 που ο ίδιος επικαλείται. Αναφέρει επίσης ότι ο Αιτητής δεν παραθέτει κάποια αιτιολογία γιατί έχει αφήσει να περάσει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα άπραγο. Τέλος αναφέρει ότι ο Αιτητής αναλώνεται σε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς ότι δεν έλαβε γνώση του Διατάγματος Παραλαβής οι οποίοι καταρρίπτονται από τα ίδια τα γεγονότα που βρίσκονται ήδη στο φάκελο του Δικαστηρίου.
ΙΙΙ. Ένσταση Καθ’ ου η Αίτηση 3
9. Ο Καθ’ ου η Αίτηση 3 καταχώρησε ένσταση με την οποία παραθέτει 13 λόγους ένστασης, οι οποίοι παρατίθενται συνοπτικά πιο κάτω:
i. Η Αίτηση είναι ουσιαστικά και νομικά αβάσιμη και/ή παράτυπη και δεν πληροί τις προϋποθέσεις.
ii. Το Δικαστήριο δεν δύναται και/ή δεν έχει εξουσία με βάση το Κεφ. 5, και δη τα άρθρα 31 και 128(γ) να ακυρώσει το διάταγμα παραλαβής. Με την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης, το διάταγμα παραλαβής έχασε το αντικείμενο του και/ή δεν υφίσταται πλέον.
iii. Διαζευκτικά ο Αιτητής κωλύεται να προωθεί την παρούσα αίτηση και/ή η αίτηση προωθείται παντελώς καταχρηστικά καθότι με αίτηση του ημερ. 23/02/2010 ζητούσε την ακύρωση του διατάγματος παραλαβής, αίτηση η οποία αποσύρθηκε χωρίς επιφύλαξη των δικαιωμάτων του στις 11/05/2010. Επίσης, ο Αιτητής με αίτηση του ημερ. 24/05/2015 ζητούσε, μεταξύ άλλων, την ακύρωση του διατάγματος παραλαβής, αίτηση η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης της ενώ η αίτηση του ημερ. 07/10/2015 για επαναφορά της εν λόγω αίτησης απερρίφθη με απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 01/12/2016.
iv. ο Αιτητής κωλύεται να ισχυρίζεται ότι δεν του επιδόθηκε το διάταγμα παραλαβής και/ή ότι δεν είχε γνώση αυτού λόγω προηγούμενων δηλώσεων του σε έγγραφα που καταχωρήθηκαν και/ή υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών:
● Το διάταγμα παραλαβής εκδόθηκε στη παρουσία του τότε δικηγόρου του Αιτητή;
● Ο Αιτητής προσήλθε στα γραφεία του Επίσημου Παραλήπτη στις 18/3/2010 και υπέβαλε την έκθεση καταστάσεως της περιουσίας του και υποβλήθηκε σε προκαταρκτική εξέταση από λειτουργό, αποδεχόμενος ότι στις 14/10/2009 εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του; και
● Στην ένορκη δήλωση ημερ. 23/02/2010 που συνοδεύει την ενδιάμεση αίτηση του Αιτητή ημερ. 23/02/2010, με την οποία ζητούσε την ακύρωση του διατάγματος παραλαβής, αναγνωρίζει ότι είχε λάβει γνώση του διατάγματος παραλαβής
v. Το Διάταγμα Πτώχευσης δεν μπορεί και/ή δεν πρέπει να ακυρωθεί καθότι ο Αιτητής δεν έχει καταδείξει οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο δεν έπρεπε να είχε κηρυχθεί σε πτώχευση; ο Αιτητής δεν έχει αποδείξει κατά τρόπο που μπορεί να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι τα χρέη του πληρώθηκαν εξ ολοκλήρου, ή έχουν διευθετηθεί, αφού μέχρι σήμερα εξακολουθεί να οφείλει στους πιστωτές του το ποσό των €14.366.756,82; και οι πιστωτές του Αιτητή δεν έχουν συγκατατεθεί στην ακύρωση του Διατάγματος.
vi. H εξουσία του Δικαστηρίου για ακύρωση διατάγματος παραλαβής είναι δυνητική και μπορεί ακόμη να αρνηθεί την ακύρωση του διατάγματος ακόμα και μετά την αποπληρωμή των χρεών.
vii. O Αιτητής δεν συνεργάστηκε με τον Καθ’ ου η Αίτηση 3 με οποιονδήποτε τρόπο κατά την διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ενώ απέκρυψε περιουσία από το διαχειριστή και/ή δεν την είχε δηλώσει.
viii. Στο πλαίσιο της κυρίως αίτησης καταχωρήθηκε από το Καθ’ ου η Αίτηση 3 αίτηση ημερομηνίας 2/9/2014 στην οποία εκδόθηκαν διατάγματα με τα οποία διατάσσεται ο Αιτητής και η αδελφή του να παραδώσουν στο Καθ’ ου η Αίτηση 3 συγκεκριμένα διαμερίσματα. Στο πλαίσιο της επακόλουθης αίτησης παρακαοής εκδόθηκε απόφαση ημερομηνίας 7/8/2019 καθώς επίσης και κατ’ έφεση, ο Αιτητής δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητα έκδοσης των διαταγμάτων παραλαβής και πτώχευσης.
ix. H καταχώρηση της παρούσας αίτησης αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας και/ή καταχωρείται με έκδηλη καθυστέρηση
10. Η ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση εγγεγραμμένης δικηγόρου στο Law Society of England and Wales και συμβούλου αφερεγγυότητας (στο εξής η “Ε/Δ ΑΑ”), η οποία ως αναφέρει είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Καθ’ ου η Αίτηση 3- Διαχειριστή να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση. Η ομνύουσα επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης τους οποίους και εξηγεί ζητώντας την απόρριψη της Αίτησης. Παραθέτει συνοπτικά το ιστορικό της παρούσας διαδικασίας όσον αφορά την έκδοση του Διατάγματος Παραλαβής, τη πρώτη συνέλευση πιστωτών του Αιτητή ημερομηνίας 28/11/2013 και την επακόλουθη έκδοση του Διατάγματος Πτώχευσης. Επιπλέον αναφέρει ότι όσον αφορά την Πρωτόδικη Απόφαση ημ.3/11/2020 αυτή δεν είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο. Επιπλέον δηλώνει ότι ο Αιτητής στις 18/03/2010, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής του εξέτασης κατέθεσε ψευδώς ότι δεν είναι κάτοχος οποιασδήποτε περιουσίας και ότι τα χρέη του αποτελούνται μόνο από το μη εξασφαλισμένο πόσο των €2.400. Την ίδια ημέρα υπέβαλε στον Εξεταστή του Επισήμου Παραλήπτη την Εκθεση Κατάστασης της Περιουσίας του.
11. Επιπλέον η ομνύουσα αναφέρει τις διάφορες αιτήσεις που ο Αιτητής καταχώρισε προκειμένου να ακυρώσει το Διάταγμα Παραλαβής και το Διάταγμα Πτώχευσης και το αποτέλεσμα αυτών. Λεπτομερής αναφορά στις εν λόγω αιτήσεις θα γίνει πιο κάτω. Σημειώνει δε ότι σε προηγούμενη ένορκη δήλωση του ο Αιτητής αναφέρει ότι εξεδόθη εναντίον του διάταγμα παραλαβής, άρα έλαβε γνώση του διατάγματος, και ο λόγος που επικαλείται για ακύρωση αυτού είναι επειδή εξόφλησε τον πιστωτή του και όχι ότι δήθεν δεν του επιδόθηκε το διάταγμα. Ο Καθ’ ου η Αίτηση 3 υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός περί μη επίδοσης του Διατάγματος Παραλαβής αποτελεί εκ των υστέρων κατασκευασμένο ισχυρισμό του Αιτητή και ως εκ τούτου είναι έκθετος σε απόρριψη. Αναφέρει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για ακύρωση του Διατάγματος Παραλαβής και του Διατάγματος Πτώχευσης και σε κάθε περίπτωση η υπό κρίση Αίτηση είναι καταχρηστική και έχει καταχωρηθεί με υπέρμετρη καθυστέρηση.
12. Κατά την ακροαματική διαδικασία της υπό κρίση αίτησης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και ο Αιτητής υιοθέτησαν τις γραπτές αγορεύσεις τις οποίες ετοίμασαν προς διευκόλυνση του Δικαστηρίου και καμία πλευρά δεν ζήτησε αντεξέταση των ενόρκων δηλούντων. Σημειώνεται ότι ο Αιτητής πέραν της γραπτής του αγόρευσης κατά την ακροαματική διαδικασία της αίτησης αγόρευσε και προφορικά. Έχω μελετήσει το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων με προσοχή και έχω επισης λάβει υπόψη τα όσα λέχθηκαν από τον Αιτητή στο πλαίσιο της προφορικής του αγόρευσης και θα αναφερθώ σε αυτά στη συνέχεια όπου κρίνω σκόπιμο.
ΙΙΙ. Νομική Πτυχή και Συμπέρασμα
13. Η υπό κρίση αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 31 και 92 του Νόμου, τα οποία προνοούν τα εξής:
“31 (1) Αν κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου ο χρεώστης δεν έπρεπε να είχε κηρυχτεί σε πτώχευση, ή αν αποδειχτεί κατά τρόπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι τα χρέη του πτωχεύσαντα πληρώθηκαν εξ' ολοκλήρου, το Δικαστήριο μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου δύναται με διάταγμα να ακυρώσει την κήρυξη του χρεώστη σε πτώχευση.
(...)
92.-(1) Κάθε Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού δύναται να αναθεωρήσει, ακυρώσει ή διαφοροποιήσει οποιοδήποτε διάταγμα που εκδίδεται από αυτό με βάση την πτωχευτική δικαιοδοσία του. ”
(η έμφαση έχει προστεθεί)
14. Το διάταγμα παραλαβής μπορεί να ακυρωθεί για τους ίδιους λόγους που ακυρώνεται το διάταγμα πτώχευσης (βλ. Re a Debtor (No 12 of 1970), ex parte the Official Receiver v the Debtor [1971] 2 All ER 1494). Όσον αφορά τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να ακυρώσει διάταγμα παραλαβής, κατατοπιστικό είναι το σύγγραμμα Williams and Muir Hunter on Bankruptcy, 19η έκδοση σελίδες 41-42. Ειδικότερα παραθέτω σχετικό απόσπασμα του πιο πάνω συγγράμματος (σελ.41):
“The general rule regarding rescission
The court in its discretion will always require to be satisfied that the proposal is bona fide for the benefit of the creditors and note detrimental to the public. All the circumstances of the case must be taken into consideration including the conduct of the debtor, the causes of his insolvency and the justice of the case.”
15. Στην Τρύφωνος ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 706 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για ακύρωση δυνάμει του άρθρου 92 του Νόμου:
«Με το Άρθρο 92 δε σκοπείται η παροχή εξουσίας σε επαρχιακό δικαστήριο να αναθεωρήσει την ορθότητα εκδοθείσας απόφασης ομοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά εξουσία να ακυρώσει ή τροποποιήσει την απόφαση υπό το φως νέων γεγονότων ή δεδομένων που δικαιολογούν τέτοια απόφαση».
(η έμφαση έχει προστεθεί)
16. Ένα από τα ζητήματα που εγείρονται προς εξέταση από τους Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3 είναι κατά πόσο η καθυστέρηση με τη οποία καταχωρήθηκε καθώς και τα γεγονότα που προηγήθηκαν της καταχώρισης της υπό κρίση Αίτησης αποτελούν από μόνα τους λόγους για απόρριψη της.
17. Αντλώντας καθοδήγηση από αγγλική νομολογία σημειώνεται ότι οι αιτήσεις που επιδιώκουν την ακύρωση οποιουδήποτε διατάγματος το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας θα πρέπει να υποβάλλονται έγκαιρα, χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση και με τη δέουσα επιμέλεια (βλ.In Re Arthur Williams & Co, Ex Parte The Official Receiver, Re Ponsford ex parte Ponsford [1904] 2 KB 704).
18. Η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε 15 χρόνια από την έκδοση του Διατάγματος Παραλαβής και 10 χρόνια από την έκδοση του Διατάγματος Πτώχευσης, χωρίς να αιτιολογείται με οποιοδήποτε τρόπο από μέρους του Αιτητή η εν λόγω καθυστέρηση. Ακόμη και εάν ληφθεί υπόψη ότι με την έκδοση της Πρωτόδικης Απόφασης ημ.3/11/2020 και της Πρωτόδικης Απόφασης ημ.27/11/2020 έχουν προκύψει κατ’ ισχυρισμό νέα δεδομένα και πάλι ο Αιτητής καθυστέρησε 4 χρόνια για να καταχωρίσει την υπό κρίση Αίτηση χωρίς καμία αιτιολόγηση. Συνακόλουθα είναι ξεκάθαρο ότι η υπό κρίση αίτηση έχει καταχωρηθεί με υπέρμετρη καθυστέρηση η οποία δεν έχει δικαιολογηθεί από μέρους του Αιτητή με οποιοδήποτε τρόπο.
19. Πέραν της έκδηλης καθυστέρησης από μέρους του Αιτητή, είναι σημαντικό να παραθέσω το σχετικό ιστορικό το οποίο ο ίδιος ο Αιτητής παρέλειψε να αναφέρει, ως όφειλε που ωστόσο έχουν παραπέμψει οι Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3. Ως αναφέρεται στις Ε/Δ ΣΕ και Ε/Δ ΑΑ και ως εμφαίνεται και από το φάκελο του Δικαστηρίου στις 23/02/2010, ο Αιτητής καταχώρισε ενδιάμεση αίτηση στο πλαίσιο της Κυρίως Αίτησης, με την οποία ζητούσε την ακύρωση και/ή παραμερισμό του Διατάγματος Παραλαβής καθώς και την αποκατάσταση του (στο εξής η “Αίτηση ημερομηνίας 23/2/2010”). Στη δε ένορκη δήλωση που συνοδεύει την εν λόγω αίτηση ο ίδιος ο Αιτητής αναφέρει ότι εκδόθηκε εναντίον του Διάταγμα Παραλαβής και ο λόγος που επικαλείται για ακύρωση αυτού είναι επειδή εξόφλησε τον πιστωτή του. Στην εν λόγω ένορκη δήλωση δεν αναφέρει οπουδήποτε τον ισχυρισμό ότι δεν του επιδόθηκε το Διάταγμα Παραλαβής. H Αίτηση ημερομηνίας 23/2/2010 εν τέλει αποσύρθηκε από τον Αιτητή στις 11/05/2010.
20. Στις 14/05/2015, ο Αιτητής, διά μέσου του τότε δικηγόρου του, καταχώρισε ενδιάμεση αίτηση με την οποία ζητούσε και πάλι, μεταξύ άλλων, την ακύρωση του διατάγματος παραλαβής, την αποκατάσταση του καθώς και την ακύρωση οποιουδήποτε διατάγματος μετά την έκδοση του διατάγματος παραλαβής (στο εξής “Αίτηση ημερομηνίας 14/5/2015”). Στην ένορκη δήλωση του Αιτητή ημερομηνίας 14/05/2015, η οποία συνοδεύει την Αίτηση ημερομηνίας 14/05/2015, ο ίδιος προβάλλει για πρώτη φορά τον ισχυρισμό ότι το Διάταγμα Παραλαβής δεν του επιδόθηκε και ότι ουδέποτε έλαβε γνώση από το Δικηγόρο του για την ύπαρξη αυτού. H εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε στις 22/11/2015 λόγω μη προώθησης της αφού ο Αιτητής δεν εμφανίστηκε κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη για ακρόαση.
21. Στις 07/12/2015, διά μέσου του τότε δικηγόρου του, ο Αιτητής καταχώρισε ενδιάμεση αίτηση με την οποία ζητούσε την επαναφορά της Αίτησης ημερομηνίας 14/05/2015. H εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου την 1/12/2016.
22. Είναι ξεκάθαρο ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής με την υπό κρίση Αίτηση έχουν ήδη προβληθεί σε προηγούμενες αιτήσεις, χωρίς επιτυχία. Επιπλέον η αναφορά στην Πρωτόδικη Απόφαση ημ.3/11/2020 ότι δεν ήταν σε γνώση του Αιτητή η πτώχευση δεν τον βοηθά με οποιοδήποτε τρόπο καθότι πρώτον η εν λόγω απόφαση δεν είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο και δεύτερον, σε κάθε περίπτωση στην εν λόγω απόφαση γίνεται ξεκάθαρη αναφορά ότι στο στάδιο έκδοσης της το Δικαστήριο δεν αξιολογεί τη μαρτυρία ούτε προβαίνει σε υποκειμενικά ευρήματα εφόσον το κριτήριο είναι αντικειμενικό και οποιαδήποτε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας απαγορεύεται. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του Αιτητή περί ευρημάτων του Δικαστηρίου στην Πρωτόδικη Απόφαση ημ.3/11/2020 είναι ανεδαφικός.
23. Ως προς το θέμα της κατάχρησης κατατοπιστική είναι η απόφαση Loukos Trading Co Ltd κ.α. ν. Ρέινμπόου Πλητσιηγκ και Ναταίγκ Κο. Λτδ (2000) 1 (Β) ΑΑΔ 1014 στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
“΄Εχει νομολογηθεί ότι τα δικαστήρια έχουν εξουσία να ελέγχουν τις διαδικασίες προς αποφυγή καταχρήσεως της δικαστικής διαδικασίας. Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί να προσλάβει πολλές μορφές και ότι ανάλογα ευρεία είναι και η δικαιοδοσία του δικαστηρίου για την παρεμπόδιση της (βλ. Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348, ΄Ελληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248, Διευθυντής Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Re Beogradska D.D., Πολιτική ΄Εφεση 9495/6.9.1996 και Βασιλείου ν. Μακρίδη, Ποινική ΄Εφεση 6804/24.2.2000).
(...)
Θα πρέπει να τονιστεί ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο παράγοντας προστασίας της άλλης πλευράς από ταλαιπωρία που προκύπτει από συμπεριφορά του αντιδίκου η οποία συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.”
24. Επιπλέον στην υπόθεση Διευθυντής Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 αναφέρθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
“Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι' αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα· μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.”
25. Το γεγονός ότι ο Αιτητής καταχράται τη διαδικασία του Δικαστηρίου έχει διαπιστωθεί στο πλαίσιο της παρούσας πτωχευτικής διαδικασίας από τον αδελφό Ε.Δ. Μ.Γ. Λοΐζου (όπως ήταν τότε) στην απόφαση ΣΕ ΠΤΩΧΕΥΣΗ: ΛΑΜΠΡΟΣ ΞΕΝΗ, Αίτηση Πτώχευσης Αρ.: 131/2009, 1/12/2016. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση το οποίο με βρίσκει πλήρως σύμφωνη και το υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας:
“Παρά την προαναφερόμενη κατάληξη μου, θα εξετάσω το αίτημα και στην ουσία του. Δεν βρίσκω προοπτική επιτυχίας του διαβήματος που ο Αιτητής επιθυμεί να επαναφέρει με την υπό κρίση Αίτηση (ήτοι, της αίτησης δια της οποίας ζητούσε από το Δικαστήριο διάταγμα του με το οποίο να ακύρωνε ή και να παραμέριζε το διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του που εξεδόθη εναντίον του την 14η/10/2009, με ισχύ από 14/12/2009) για τον εξής λόγο. Ο Αιτητής, προς υποστήριξη της εν λόγω αίτησης του ημερομηνίας 14/05/2015, υποστήριζε (σε ότι αφορούσε το διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του), ότι «.το διάταγμα ημερομηνίας 14/09/2009, το οποίο ήταν με αναστολή 2 μηνών δεν μου επιδόθηκε ποτέ και ουδέποτε έλαβα γνώση από τον δικηγόρο μου για την ύπαρξη του, παρά την διαταγή του Δικαστηρίου για να μου επιδοθεί. Ο λόγος που εγώ δεν ενήργησα για να πληροφορηθώ το περιεχόμενο του, ήταν ότι έδωσα στον τότε δικηγόρο μου όλο το ποσό που όφειλα προς τον πιστωτή μου για να τον πληρώσει.». Τα αναφερόμενα του αυτά, καταδεικνύουν και το καταχρηστικό του αιτήματος του (και από αυτή την άποψη, ότι δεν προωθεί με την εν λόγω αίτηση του, οποιοδήποτε ουσιαστικό δικαίωμα με λογική προοπτική επιτυχίας, αλλά ως έχει προαναφερθεί, καταχράται την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου), αφού στον φάκελο της υπόθεσης, εντοπίζεται και πάλι αίτηση του με το ίδιο αντικείμενο, που είχε καταχωρηθεί 23/02/2010 και αποσύρθηκε 11/05/2010, προς υποστήριξη της οποίας, ο Αιτητής, είχε μάλιστα προβεί σε σχετική ένορκη δήλωση από την οποία διαφαίνεται ότι ήταν σε γνώση του το διάταγμα που είχε εκδοθεί εναντίον του για παραλαβή της περιουσίας του. Και άρα, ο ισχυρισμός που επιθυμεί να προωθήσει με την προαναφερόμενη Αίτηση του ημερομηνίας 14/05/2015 είναι εντελώς ανεδαφικός και το σχετικό διάβημα από αυτή την άποψη καταχρηστικό.”
(η έμφαση έχει προστεθεί)
26. Όλα τα πιο πάνω και ειδικότερα το ιστορικό της πτωχευτικής διαδικασίας και όλες οι ενδιάμεσες που έχουν καταχωρηθεί από μέρους του Αιτητή μέχρι σήμερα συμπεριλαμβανομένου και της παρούσας, είναι ξεκάθαρο ότι καταδεικνύουν κατάφορη κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και σε συνδυασμό με την υπέρμετρη καθυστέρηση που έχει καταχωρηθεί η υπό κρίση Αίτηση αποτελούν από μόνα τους λόγο για απόρριψη της παρούσας αίτησης. Ως εκ τούτου η Αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη για αυτό τον λόγο.
27. Σε κάθε περίπτωση η υπό κρίση αίτηση δεν έχει οποιαδήποτε προοπτική επιτυχίας ούτε επί της ουσίας αυτής, ενόψει του ότι ο Αιτητής δεν έχει υποδείξει με οποιοδήποτε τρόπο ότι δεν έπρεπε να κηρυχθεί σε πτώχευση και δεν έχει αποδειχθεί κατά τρόπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι τα χρέη του πληρώθηκαν εξ' ολοκλήρου. Σημειώνεται ότι ενώ ο Αιτητή ισχυρίζεται ότι τα χρέη του έχουν διευθετηθεί καθώς όπως ισχυρίζεται τα χρέη του ανέρχονται σε €2.400, ο Καθ’ ου η Αίτηση 3 με το Τεκμήριο 19 της Ε/Δ ΑΑ παρουσιάζει ότι το συνολικό ποσό χρέους του Αιτητή που επαληθεύτηκε από 17 μη προνομιούχους πιστωτές ανέρχεται στο ποσό των €14.366,756,82, ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί του Αιτητή για πλήρη διευθέτηση των χρεών του είναι ανεδαφικοί.
28. Σε κάθε περίπτωση ακόμη και να πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για ακύρωση των επίδικων διαταγμάτων, αυτό εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες όπως τα συμφέροντα των πιστωτών και η ανάγκη προστασίας του χρεώστη προς όφελος του (βλ. Williams and Muir Hunter, The Law and Practice in Bankruptcy, nineteenth edition, p. 41 - 43). Ως σχετικά αναφέρθηκε στην υπόθεση BLUE ARROW GENERAL TRADING CO LTD ν. Νικήτα Μικρού (2000) 1 ΑΑΔ 1427:
“Η εξουσία του Δικαστηρίου για ακύρωση διατάγματος παραλαβής είναι δυνητική. Εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να ακυρώσει ή μη το διάταγμα παραλαβής. Σύμφωνα με τη νομολογία (βλέπε R. Taylor ex parte (1901) 1 K.B. 744), το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να αρνηθεί την ακύρωση του διατάγματος παραλαβής ακόμα και μετά την πλήρη αποπληρωμή των χρεών.”
29. Με την ανωτέρω κατάληξή μου, θεωρώ ότι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οτιδήποτε άλλο προβλήθηκε στην υπό κρίση αίτηση και ενστάσεις παρέλκει.
ΙV. Κατάληξη
30. Υπό το φως των πιο πάνω η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
31. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3 και εναντίον του Αιτητή, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ......................................
Α. Σάββα προσ. Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΉ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο