ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ ν. ΜΑΡΩ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Αρ. Αγωγής: 1589/2018, 18/2/2025
print
Τίτλος:
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ ν. ΜΑΡΩ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Αρ. Αγωγής: 1589/2018, 18/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. Σάββα, προσ. Ε.Δ.

                                                                                                               Αρ. Αγωγής: 1589/2018

Μεταξύ: 

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ, από τις XXXXXXX

                                                                                                                  Ενάγουσα

                                                            και

ΜΑΡΩ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, από τις XXXXX

                                                                                                               Εναγομένη

 

Ημερομηνία: 18/2/2025

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Ενάγουσα: κ. Μπολώτος Νικόλαος για ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΠΟΛΩΤΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη: κ. Νίκος Δαμιανού για Ν.Κ. Κλεάνθους & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ι. Εισαγωγή

 

1.         Με την παρούσα Αγωγή η Ενάγουσα αξιώνει γενικές αποζημιώσεις για κατ’ ισχυρισμό αναγκαστική απώλεια χρήσης γης καθώς και παράνομης κατακράτησης από μέρους της Εναγόμενης περιουσίας της Ενάγουσας. Επιπρόσθετα η Ενάγουσα αξιώνει διατάγματα για αναγνώριση κινητής περιουσία, αδικαιολόγητο πλουτισμό καθώς και τιμωρητικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις πλέον νόμιμο τόκο, δικηγορικά έξοδα πλέον Φ.Π.Α.

 

2.         Με την Ανταπαίτηση η Εναγόμενη αξιώνει το ποσό των €2.000 ως αποζημιώσεις για τα έτη 2017 και 2018, δήλωση ότι το επίδικο κτήμα, ήτοι το ακίνητο με αρ. Εγγραφής XXXXX, τοποθεσία XXXX, στο χωριό XXXXX (στο εξής το “Ακίνητο”) ανήκει στην Εναγόμενη, διάταγμα που να απαγορεύσει στην Ενάγουσα ή τους αντιπροσώπους της να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο στο Ακίνητο. Επιπρόσθετα η Εναγόμενη αξιώνει με την ανταπαίτηση της γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις καθώς και νόμιμο τόκο, έξοδα πλέον Φ.Π.Α.

 

3.         Σημειώνω ότι η αξίωση του ποσού των €2.000 δυνάμει της Ανταπαίτησης δεν προωθήθηκε με την τελική αγόρευση του δικηγόρου της Εναγόμενης. 

 

ΙΙ. Τα Δικόγραφα

 

4.         Η Ενάγουσα με την Έκθεση Απαίτησης της ισχυρίζετα ότι η ίδια και προγενέστερα ο πατέρας της Παναγιώτης Κλεοβούλου (“ΠΚ”), αποβιώσας είχαν νόμιμη άδεια για χρήση καθώς και δικαίωμα να εισέρχονται, να διαμένουν και να καλλιεργούν για πολλά έτη, ήτοι 68 έτη, το Ακίνητο και ότι δεν είχαν ποτέ οχληθεί γι’ αυτό πλην του παραπόνου της Εναγόμενη κατά τον Αύγουστο του 2018. Ειδικότερα η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι μαζί με τον ΠΚ και άλλα μέλη της οικογένειας της είχαν νόμιμη αποκλειστική άδεια και κατοχή του Ακινήτου και ότι επί του Ακινήτου έχει αρκετά αντικείμενα/στοιχεία τα οποία καταστούν περιουσία τους, ήτοι:

          14 ελιές περίπου 23 ετών

          4 ροδακινιές περίπου 11 ετών

          13 χρυσομηλιές περίπου 11 ετών

          1 φορμοζιά περίπου 23 ετών

          1 μανταρινιά περίπου 23 ετών

          1 κυδωνιά περίπου 23 ετών

          12 συκιές 23-25 ετών

          1 χαρουπιά άνω των 62 ετών

          8 ελιές άνω των 62 ετών

          άλλα δέντρα και αγροτικό εξοπλισμό και εργαλεία

(στο εξής σωρευτικά τα “Δέντρα” και τα “εργαλεία” αντίστοιχα)

 

5.         Με την υπεράσπιση της η Εναγόμενη εγείρει προδικαστική ένσταση ότι υπάρχει δεδικασμένο αφού η μητέρα της (αποβιώσασα) η οποία ήταν η προκάτοχος του Ακινήτου έγειρε την Αγωγή αρ.2309/1996 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εναντίον του πατέρα της Ενάγουσας (ΠΚ) στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε απόφαση στις 15/11/2000 με την οποία αποφασίστηκε ότι το Ακίνητο ανήκει στην μητέρα της και εκδόθηκε διάταγμα για εγγραφή του Ακινήτου στο όνομα της (η “Αγωγή αρ.2309/1996” και η “απόφαση ημ.15/11/2000” αντίστοιχα). Στο πλαίσιο της απόφασης ημ.15/11/2000 το Δικαστήριο διέταξε τον ΠΚ να σταματήσει να επεμβαίνει στο Ακίνητο.

 

6.         Πέραν της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης η Εναγόμενη αρνείται όλους τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας πλην το γεγονός ότι το Ακίνητο ανήκει στην Εναγόμενη δυνάμει σχετικού τίτλου εγγραφής καθώς και την έκδοση της απόφασης ημ.15/11/2000. Επιπλέον η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η Ενάγουσα και ο ΠΚ παράνομα και αυθαίρεται επενέβησαν και συνεχίζουν να επεμβαίνουν στο Ακίνητο κατά παράβαση της απόφασης ημ.15/11/2000. Σημειώνεται δε ότι ένεκα της ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης από μέρους της Ενάγουσας η Εναγόμενη προέβη σε σχετική καταγγελία στην αστυνομία. Τέλος η Εναγόμενη ζητά την απόρριψη της Αγωγής στην ολότητα της. Με την Ανταπαίτηση της η Εναγόμενη αξιώνει διάταγμα που να αναγνωρίζει ότι το Ακίνητο ανήκει στην ίδια καθώς διάταγμα που να απαγορεύσει στην Ενάγουσα ή τους αντιπροσώπους της να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο στο Ακίνητο. Επιπρόσθετα η Εναγόμενη αξιώνει γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.

 

7.         Στην απάντηση της η Ενάγουσα αρνείται το περιεχόμενο της υπεράσπισης και επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην Έκθεση Απαίτησης, επιπλέον καλεί την Εναγόμενη σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της. Στην υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση, η Ενάγουσα αρνείται και απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς και τις αξιώσεις που προβάλλει η Εναγόμενη και ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη κώλυεται από την συμπεριφορά της να προωθεί την Ανταπαίτηση της.

 

ΙΙΙ. Διαδικασία και ακρόαση

 

8.         Η απαίτηση και η ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν.

 

9.         Προς απόδειξη των αξιώσεων της Ενάγουσας καθώς και για να προωθήσει την υπεράσπιση της όσον αφορά την ανταπαίτηση, κατέθεσαν η ίδια η Ενάγουσα (ΜΕ1) και ο κ. Μαρίνος Κυριάκου (ΜΕ2). Για να προωθήσει την υπεράσπιση της καθώς και τις αξιώσεις της δυνάμει της Ανταπαίτησης της η Εναγόμενη, κατέθεσαν, η ίδια η Εναγόμενη (ΜΥ2) καθώς και η κα Κατερίνα Σεργίου, Κτηματολογική Λειτουργός (ΜΥ1). Οι μάρτυρες κατέθεσαν τις γραπτές τους δηλώσεις ως μέρος της κυρίως εξέταση τους και αντεξετάστηκαν από τους συνηγόρους της άλλης πλευράς. Η προφορική μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας, η δε έγγραφη και πραγματική μαρτυρία είναι καταχωρημένη ως Τεκμήρια.

 

10.      Παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή όλους τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια που έδιναν μαρτυρία ενώπιόν μου και είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απάντησαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους τέθηκαν όσο και τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

11.      Παραθέτω πιο κάτω συνοπτικά τη μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ακολούθως το κρίσιμο μέρος της μαρτυρίας θα αξιολογηθεί.

 

IV. Προσαχθείσα μαρτυρία

 

Ενάγουσα (ΜΕ1)

12.      Προς σκοπούς της κυρίως εξέτασης της η ΜΕ1 κατέθεσε σχετική γραπτή δήλωση. Σύμφωνα με τη γραπτή μαρτυρία της ΜΕ1 η ίδια παρέθεσε ως Τεκμήριο 1 (ΜΕ1/ΤΚ1), επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 15/11/2018 η οποία επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης της, ήτοι ότι η ίδια και προγενέστερα ο πατέρας της (ΠΚ) κατείχε νόμιμη άδεια και καλλιεργούσε το Ακίνητο για δεκαετίες και ότι ξαφνικά βρέθηκε η Εναγόμενη με τίτλο ακίνητης ιδιοκτησίας επί του Ακινήτου. Επιπλέον αναφέρει ότι στο εν λόγω Ακίνητο εμπεριέχονται τα Δέντρα και τα εργαλεία. Αναφέρει ότι πριν από το παράπονο που έκανε η Εναγομένη στην αστυνομία στις 15/11/2018 αναφορικά με κατ’ ισχυρισμό επέμβαση της ίδιας και της οικογένειας της στο Ακίνητο δεν είχε οποιοδήποτε πρόβλημα ή παράπονο. Ακολούθως η ΜΕ1 στη γραπτή της μαρτυρία κάνει αναφορά σε δύο ποινικές υποθέσεις μεταξύ της ίδιας και της Εναγόμενης. Ακολούθως αναφέρεται στην Αγωγή αρ.2309/1996 η οποια εγέρθηκε από την μητέρα της Εναγόμενης εναντίον του πατέρα της (ΠΚ) και ότι εκδόθηκε η απόφαση ημ.15/11/2000 ερήμην του, την οποία και καταθέτει ως Τεκμήριο 3 (ΜΕ1/ΤΚ3). Η ίδια αναφέρει ότι έχει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο επιδόθηκε η Αγωγή αρ.2309/1996 και ως προς τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για την έκδοση της απόφασης ημ.15/11/2000. Επαναλαμβάνει σε διάφορα σημεία της γραπτής της μαρτυρίας ότι νόμιμα καλλιεργούσε το Ακίνητο κατόπιν σχετικής άδειας χρήσης του ΠΚ για πολλές δεκαετίες. Επιπλέον η ΜΕ1 ισχυρίστηκε ότι η ίδια έχει Πολυετή Σύμβαση Μίσθωσης από τη Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας για τη χαλίτικη γη που περικλείει μεταξύ άλλων το Ακίνητο. Επιμένει ότι στο Ακίνητο υπάρχουν φυτεμένα και καλλιεργημένα Δέντρα από τον ΠΚ, την ίδια και την οικογένεια της εδώ και πολλές δεκαετίες τα οποία είναι εκ παραδρομής εγγεγραμμένα στο διπλανό ακίνητο, ήτοι τεμάχιο 4 (στο εξής το “τεμάχιο 4”). Επιπλέον στο πλαίσιο της γραπτής της μαρτυρίας η ΜΕ1 κατέθεσε  ως Τεκμήριο 2 (ΜΕ1/ΤΚ2)  έγγραφο το οποίο τιτλοφορείται ως “Πιστοποιητικό” από το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγγλισίδων ημερομηνίας 15/10/2000 στο οποίο αναφέρεται ότι ο ΠΚ καλλιεργεί και κατέχει το Ακίνητο περισσότερο από 50 έτη (στο εξής το “Πιστοποιητικό”).

 

13.      Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι καταχώρισε την παρούσα αγωγή με σκοπό να μάθει τι έγινε στην Αγωγή αρ.2309/1996 και ότι είχε δικαίωμα να πάρει τα Δέντρα και τα εργαλεία της. Επιπλέον ως προς τη συνοριακή διαφορά μεταξύ του τεμαχίου 4 και του Ακινήτου ανέφερε ότι για πρώτη φορά στο Δικαστήριο είδε την απόφαση του Κτηματολογίου, ότι δεν την είχε παραλάβει και ότι η ίδια δεν είχε παρευρεθεί για σκοπούς της επιτόπιας εξέτασης σχετικά με την εν λόγω συνοριακή διαφορά. Αφού παραδέχτηκε αντεξεταζόμενη ότι χρησιμοποιούσε το Ακίνητο, σε ερώτηση του δικηγόρου της Εναγόμενης κατά πόσο έχει οποιαδήποτε συμφωνία χρήσης επί το Ακινήτου, η Ενάγουσα απάντησε ότι δεν είχε την κυριότητα του Ακινήτου οπότε δεν είχε κάνει κάποια συμφωνία. Επιπλέον ανέφερε ότι ουδέποτε αμφισβήτησε το τίτλο ιδιοκτησίας της Εναγόμενης επί του Ακινήτου. Όσον αφορά τα γεγονότα που περιβάλλουν την έκδοση του Πιστοποιητικού η Ενάγουσα ανέφερε ότι της τα είπε ο πατέρας της -ΠΚ-, και δεν ξέρει εάν κλήθηκε στην εν λόγω συνεδρίαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγγλισίδων οποιοσδήποτε από την οικογένεια της Εναγόμενης.

 

Μαρίνος Κυριάκου (ΜΕ2)

14.      Σημειώνεται ότι σε μεγάλο βαθμό η γραπτή δήλωση που καταχωρήθηκε ως η κυρίως εξέταση του ΜΕ2, αποτελεί αυτούσια επανάληψη της γραπτής μαρτυρίας και τεκμηρίων που κατάθεσε η ΜΕ1. Στη γραπτή του δήλωση ο ΜΕ2 αναφέρει ότι είχε εμφανιστεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ως μάρτυρας στις διάφορες ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης. Ακολούθως επαναλαμβάνει τα όσα λέχθηκαν από την ΜΕ1 όσον αφορά το ΜΕ1/ΤΚ1. Επιπλέον αναφέρει ότι σύσσωμο το κοινοτικό συμβούλιο Αγγλισίδων  υπέγραψε το Πιστοποιητικό στις 15/10/2000. Επιπλέον επαναλαμβάνει τα όσα λέχθηκαν από τη ΜΕ1 αναφορικά με την Αγωγή αρ.2309/1996 και την απόφαση ημ.15/11/2006. Αναφέρει ότι η οικογένεια του και ο παππούς του, ΠΚ ήταν στο Ακίνητο καθημερινά, ο ίδιος τα τελευταία 25 έτη και το καλλιεργούσαν. Επισημαίνει ότι η ΜΕ1 κατέχει το Ακίνητο με σχετική άδεια χρήσης του ΠΚ.

 

15.      Αντεξέταζόμενος ως προς το τι έκανε η Ενάγουσα και η οικογένεια της από το 2018 που έμαθε ότι η Εναγόμενη ήταν η ιδιοκτήτρια του Ακινήτου με σχετικό τίτλο ιδιοκτησίας είπε ότι πήγαν σε δικηγόρο. Επιπλέον ανέφερε ότι η παρούσα Αγωγή αφορά την Αγωγή αρ.2309/1996 και το τι έγινε στο πλαίσιο αυτής. Επιβεβαίωσε ότι η οικογένεια του εισερχόταν στο Ακίνητο 5 και το καλλιεργούσε καθώς και ότι ο τίτλος ιδιοκτησίας του Ακινήτου είναι στο όνομα της Εναγόμενης. Ως προς το Πιστοποιητικό και τα γεγονότα που περιβάλλουν την έκδοση του, ο ίδιος ανέφερε ότι δεν ήταν παρόν και δεν ξέρει αν έγινε η συνεδρία ή αν το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγγλισίδων έχουν εξουσία να εκδώσουν τέτοιου είδους πιστοποιητικό. Επιπλέον ανέφερε ότι γνώριζε ότι τα Δέντρα τα φύτεψε ο ΠΚ.

 

Λειτουργός που Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας (ΜΥ1)

16.      Η ΚΣ ανέφερε ότι εργάζεται στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας από το Μάρτιο του 1994 και κατέχει τη θέση του Βοηθού Κτηματολογικού Λειτουργού και είναι υπεύθυνη στον τομέα τοπογράφησης και αιτήσεων του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας. Κατά τη μαρτυρία της η ΚΣ προσκόμισε πιστοποιητικό έρευνας του Ακινήτου με αριθμό 3230/2024, Τεκμήριο 4 (ΜΥ1/ΤΚ4).  Στο εν λόγω τεκμήριο η ΚΣ υπόδειξε ότι η ιδιοκτήτρια του Ακινήτου είναι η κα Μαρούλα Στυλιανού/Εναγόμενη από τις 4/4/2017 δυνάμει δωρεάς. Επιπλέον η ΜΥ1 κατέθεσε ως Τεκμήριο 5 (ΜΥ1/ΤΚ5) σχετικό πιστοποιητικό έρευνας στο οποίο εμφαίνεται το ιστορικό ιδιοκτησίας του Ακινήτου από 1/1/2000 μέχρι 25/10/2024. Αναφέρει ότι ως εμφαίνεται στο ΜΥ1/ΤΚ5 αρχικά ιδιοκτήτρια του Ακινήτου ήταν η κα Αρετή Στυλλή στην οποία γράφτηκε το Ακίνητο δυνάμει κληρονομιάς από το πατέρα της κατόπιν σχετικού διατάγματος Δικαστηρίου στην Αγωγή αρ.2309/1996. Κατόπιν θανάτου της το Ακίνητο γράφτηκε σε τρία μερίδια στον Στέλιο Στυλιανού, στη Μαρούλα Στυλιανού (Εναγόμενη) και στην Βασούλα Στυλιανού. Ακολούθως ο Στέλιος Στυλιανού και η Βασούλα Στυλιανού μεταβίβασαν τα μερίδια τους επί του Ακινήτου στην Εναγόμενη η οποία κατέστη εξ ολοκλήρου ιδιοκτήρια για το όλο μερίδιο του Ακινήτου στις 4/4/2017. 

 

17.      Επιπλέον η ΚΣ αναγνώρισε και κατέθεσε την απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου επί της συνοριακής διαφοράς με φάκελο ΑΧ897/2003 (ΜΥ1/ΤΚ6). Εξήγησε εμπεριστατωμένα τη διαδικασία της πιο πάνω συνοριακής διαφοράς. Ειδικότερα ότι κατόπιν υποβολής της σχετικής αίτησης λειτουργοί του Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας απέστειλαν συστημένες επιστολές για την επιτόπια εξέταση του τεμαχίου 4 και του Ακινήτου η οποία διεκπεραιώθηκε στις 16/3/2004. Κατέθεσε ως τεκμήριο την σχετική ειδοποίηση για την επιτόπια εξέταση στις ιδιοκτήτριας των δύο τεμαχίων (ΜΥ1/ΤΚ7). Σύμφωνα με σημείωματα του Κτηματολογίου, τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήριο 8 (ΜΥ1/ΤΚ8) αναφέρεται ότι η επιτόπια έρευνα διεξήχθει στις 16/3/2004 και παρόντες ήταν η κα Αρετή Στυλιανού (“ΑΣ”), η Ενάγουσα και η Εναγόμενη ως πληρεξούσια της ΑΣ. Επιπλέον η ΚΣ παρουσίασε και κατέθεσε ως τεκμήριο 9 το πληρεξούσιο έγγραφο της κας Αρετής Στυλιανού (ΜΥ1/ΤΚ9). Επιβεβαίωσε επίσης ότι η κυριότητα του Ακινήτου παραμένει η ίδια σήμερα και ανήκει στην Εναγόμενη.

 

18.      Αντεξεταζόμενη επιβεβαίωσε ότι στην επιτόπια έρευνα ήταν παρούσα η Εναγόμενη, η ΑΣ καθώς και η Ενάγουσα, ως πληρεξούσιος της τελευταίας και ότι καμία επιτόπια έρευνα δεν διεξάγεται χωρίς την παρουσία των αιτητών και αντιδίκων επί της συνοριακής διαφοράς. Επιπλέον ανέφερε ότι πριν την αρχική εγγραφή του Ακινήτου στην ΑΣ δεν υπάρχει καμία εγγραφή, δεν υπάρχει προηγούμενο άλλος εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης στα μητρώα του Κτηματολογίου.

 

Εναγόμενη (ΜΥ2)

19.      Στη γραπτή δήλωση της Εναγόμενης, η οποία κατατέθηκε ως η κυρίως εξέταση της, η Εναγόμενη διευκρινίζει ότι ονομάζεται Μαρούλλα ή Μάρω, ο πατέρας της ήταν ο Κυριάκος Στυλιανού και η μητέρα της η Αρετή Παπαϊωάννου ή άλλως Αρετή Παπαϊωάννου Χ’’Στυλλή- ΑΣ-. Αναφέρει ότι από τις 4/4/2017 είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του Ακινήτου και εξηγεί με λεπτομέρεια το ιστορικό ιδιοκτησίας του Ακινήτου το οποίο αρχικά άνηκε στον προπάππου της Χατζηστυλλή Σπαρσή και ακολούθως όταν πέθανε το Ακίνητο το έδωσε ο προπάππους της στον παππού της Παπαϊωάννη Χατζηστυλλή Σπαρσή και αυτός όταν πέθανε το έδωσε στη μητέρα της ΑΣ. Ακολούθως αναφέρει ότι παρά το ότι πριν την 1/1/2000, η οικογένεια της δεν ήταν εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του Ακινήτου, ωστόσο το Ακίνητο ήταν εγγεγραμμένο ως φορολούμενο ακίνητο ιδιοκτησίας του προπάππου της. Κατέθεσε σχετικό αντίγραφο πιστοποιητικού έρευνας του Επαρχιακού Κτηματολογικού γραφείου Λάρνακας ημερομηνίας 29/8/1996, ως τεκμήριο 10 (ΜΥ2/ΤΚ10). Ακολούθως εξηγεί ότι ο ΠΚ, πατέρας της Εναγόμενης υπέβαλε αίτηση στο Κτηματολόγιο για να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης ισχυριζόμενος εχθρική κατοχή ωστόσο κατόπιν ένστασης της μητέρας της -ΑΣ- , η αίτηση του απορρίφθηκε. Ακολούθως η μητέρα της καταχώρισε την Αγωγή αρ.2309/1996 και εκδόθηκε η απόφαση ημ.15/11/2000 (ΜΕ1/ΤΚ3). Εξηγεί ότι δυνάμει της απόφασης ημ.15/11/2000 εγγράφηκε η μητέρα της ως εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του Ακινήτου και κατέθεσε στο δικαστήριο σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής του Ακινήτου επ’ ονόματι της μητέρας της, ως τεκμήριο 11 (ΜΥ2/ΤΚ11). Ακολούθως εξηγεί πώς το Ακίνητο εγγράφηκε επ ονόματι της ίδιας από τη μητέρα της και ακολούθως κατόπιν συμφωνία με τα αδέλφια της, Στέλιο και Βασούλλα καταθέτοντας στο Δικαστήριο σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής του Ακινήτου επ ονόματι της ως τεκμήριο 12 (ΜΥ2/ΤΚ12). Αναφέρει ότι έκτοτε είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του Ακινήτου.

 

20.      Ακολούθως αναφέρει ότι οι ισχυρισμοί της Ενάγουσας περί κατοχής και καλλιέργειας του Ακινήτου για δεκαετίες είναι αναληθείς καθότι η Ενάγουσα και η οικογένεια της δεν είχαν ποτέ άδεια από την ίδια ή την οικογένεια της να εισέρχονται ή να κατέχουν το Ακίνητο. Σημειώνει δε ότι η απόφαση ημ.15/11/2000 εκδόθηκε νομότυπα και ουδέποτε αμφισβητήθηκε από την Ενάγουσα ή την οικογένεια της.

 

21.      Επιπλέον αναφέρει ότι κατά καιρούς το Ακίνητο δεχόταν επεμβάσεις από το πατέρα και την οικογένεια της Ενάγουσας αφού είχαν το τεμάχιο 4 το οποίο συνορεύει με το Ακίνητο. Ενόψει των διάφορων επεμβάσεων η μητέρα της Εναγόμενης έκανε αίτηση στο Κτηματολόγιο Λάρνακας για συνοριακή διαφορά ούτως ώστε το Κτηματολόγιο να υποδείξει τα σύνορα του Ακινήτου και του τεμαχίου 4. Με σχετικό πληρεξούσιο ΜΥ1/ΤΚ9 η Εναγόμενη παρουσιάστηκε στην επιτόπια εξέταση που έκανε το Κτηματολόγιο Λάρνακας στις 16/3/2004 και επιβεβαιώνει ότι εκεί ήταν και η Ενάγουσα, ο πατέρας της, οι αδελφές της και ο ΜΕ2. Επισημαίνει δε ότι κατόπιν της επιτόπιας εξέτασης το Κτηματολόγιο Λάρνακας τους γνωστοποίησε με επιστολή τη σχετική απόφαση επί της συνοριακής διαφοράς (ΜΥ2/ΤΚ13).

 

22.      Όσον αφορά τα Δέντρα, η Εναγόμενη αναφέρει ότι στο Ακίνητο υπάρχουν μόνο ελιές και μια λεμονιά όλα τα άλλα έχουν ξεραθεί. Τονίζει ότι ουδέποτε η μητέρα της ή η ίδια συγκατατέθηκαν όπως η Ενάγουσα ή η οικογένεια της να φυτεύσουν ή να καλλιεργήσουν το Ακίνητο και όσες φορές εισήλθαν το έκαναν παράνομα χωρίς τη δική τους συγκατάθεση, ως παράνομοι επεμβασίες. Όταν το Ακίνητο μεταβιβάστηκε στο όνομα της Εναγόμενης η ίδια απαίτησε από την Ενάγουσα να σεβαστεί την ιδιοκτησία της. Στις 21/6/2018, η Εναγόμενη προέβη σε σχετική καταγγελία στον Αστυνομικό Σταθμό Κοφίνου καθότι η Ενάγουσα την εμπόδιζε να μπει στο Ακίνητο και την απείλησε. Επιπλέον αναφέρει δύο περιστατικά (α) τον Ιούνιο του 2018 που επισκέφθηκε το Ακίνητο και η Ενάγουσα και η οικογένεια της έβρισε την Εναγόμενη και τον άντρα της και (β) τον Οκτώβριο του 2018 η Εναγόμενη όταν μετέβη στο Ακίνητο διαπίστωσε ότι είχαν μαζευτεί οι ελιές από τα δέντρα του Ακινήτου. Τόνισε επίσης ότι το Ακίνητο και όσα δέντρα βρίσκονται σε αυτό αποτελούν ιδιοκτησία της ίδια της Εναγόμενης. Αναφέρει ότι με την ανταπαίτηση της αξιώνει αποζημιώσεις καθώς και απόφαση με το οποίο να απαγορεύει στην Ενάγουσα και τους αντιπροσώπους της να επεμβαίνουν στο Ακίνητο.

 

23.      Αντεξεταζόμενη η Εναγόμενη επανέλαβε στο μέτρο που ρωτήθηκε από το δικηγόρο της Ενάγουσας τα όσα ανέφερε στην γραπτή δήλωση της η οποία κατατέθηκε ως η κυρίως εξέταση της (Έγγραφο Γ). Ως προς το Πιστοποιητικό (ΜΕ1/ΤΚ2) και την ορθότητα του, η ίδια ανέφερε ότι δεν το αναγνωρίζει και αμφισβητεί την ορθότητα του. Σημειώνεται ότι μεγάλο μέρος της αντεξέτασης της Εναγόμενης αφορούσε ερωτήσεις του δικηγόρου της Ενάγουσας σχετικά με μη επίδικα και άσχετα θέματα, η αναφορά στα οποία είναι αχρείαστη.

 

24.      Κατά την ακροαματική διαδικασία της Αγωγής, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών υιοθέτησαν τις γραπτές αγορεύσεις τις οποίες ετοίμασαν προς διευκόλυνση του Δικαστηρίου. Έχω μελετήσει το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων οι οποίες λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους και θα αναφερθώ σε αυτές στη συνέχεια όπου κρίνω σκόπιμο.

 

V. Αξιολόγηση Mαρτυρίας

 

25.      Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πρωτίστως στη βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα και με γνώμονα τις καλά καθιερωμένες νομολογιακές αρχές (βλ. Al Ittihad Al Watani κ.ά. ν. Χρ.Παπαδόπουλου (2000) 1Γ Α.Α.Δ. 1924 Τσιαττές ν. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 974, Mirza Feiz Hasan v. Μιχάλη Ανδρέου, Π.Ε 2/2011, ημερομηνίας 2.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:A803, Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ν. ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ, Πολιτική Εφεση Αρ. 185/2012, 19/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A179), Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 329, Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612, Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266 και Σάββα Γεώργιος ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 391).

 

26.      Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης παρακολούθησα με προσοχή όλους τους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον μου, ώστε να είμαι σε θέση να τους αξιολογήσω με βάση τις παραμέτρους των καλά καθιερωμένων νομολογιακών αρχών ως επίσης και την δυνατότητα του Δικαστηρίου να αποδεχτεί ή να απορρίψει είτε όλη είτε μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας (βλέπε Παύλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68, Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256, Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. 1119 και Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).

 

27.      Σχετικά με την αξιολόγηση ενός μάρτυρα σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην C & Α Pelekanos Associates Limited v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 τα οποία παραθέτω αυτούσια:

 

“Η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα.  Η εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας.  Ο τελευταίος είναι όρος πολυσήμαντος.  Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των σημείων που μόνο ο πρωτόδικος δικαστής που τον είδε και τον άκουσε μπορεί να παρατηρήσει.  Και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης για να εκτελέσει το πιο σημαντικό και δυσκολότερο ίσως καθήκον του, την εύρεση της αλήθειας.  Δεν είναι νοητός ο διαχωρισμός των κριτηρίων αξιοπιστίας ή αναξιοπιστίας ενός μάρτυρα από τα πρακτικά της υπόθεσης που περιέχουν τη μαρτυρία του.  Το "άψυχο χαρτί", όπως εύστοχα και γραφικά το χαρακτήρισε ο κ. Μιχαηλίδης στο περίγραμμα της αγόρευσης του. Όλα αυτά αποκτούν εδώ ιδιαίτερη σημασία δοθέντος ότι οι ισχυρισμοί των διαδίκων, αναφορικά με τα επίδικα θέματα, είναι διαμετρικά αντίθετοι.  Αν αφεθεί να δοθεί η μαρτυρία δεν θα υπάρχει τρόπος αξιολόγησης της. Δημιουργείται κενό, που συνιστά ανάσχεση της λειτουργίας της δικαιοσύνης.”

 

28.      Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, παρακολουθώντας παράλληλα τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν, έχοντας κατά νου τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως επίσης και την δυνατότητα του Δικαστηρίου να αποδεχτεί ή να απορρίψει είτε όλη είτε μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας (βλ.Παύλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68, Σάββα v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391, Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256).Υπό το φως των ανωτέρω αρχών προχωρώ στην πιο κάτω αξιολόγηση.

 

 

Ενάγουσα/ ME1

29.      Η Ενάγουσα γενικά δεν έκανε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της ότι έχει η ίδια ή οικογένεια της νόμιμη άδεια για καλλιέργεια του Ακινήτου επί δεκαετίες, δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία που να το υποστηρίζει, αντιθέτως αποδέχεται ότι το Ακίνητο (πλέον) ανήκει στην Εναγόμενη και ότι επενέβαινε και καλλιεργούσε το εν λόγω Ακίνητο. Όσον αφορά το Πιστοποιητικό (ΜΕ1/ΤΚ2) που προσκόμισε η ίδια προς υποστήριξη των ισχυρισμών της σημειώνεται ότι το εν λόγω πιστοποιητικό είναι προγενέστερο των τίτλων ιδιοκτησίας που προσκόμισε η Εναγόμενη (ΜΕ2/ΤΚ11, ΜΕ2/ΤΚ12), στους οποίους δεν εμφαίνεται εγγεγραμμένο οποιοδήποτε δικαίωμα επί των δέντρων προς την Ενάγουσα.

 

30.      Επιπλέον το περιεχόμενο του εν λόγω Πιστοποιητικού αμφισβητήθηκε από την Εναγόμενη ως προς την ορθότητα του και δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία. Αντεξεταζόμενη, όσον αφορά το Πιστοποιητικό η ΜΕ1 ανέφερε ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν τη λήψη του Πιστοποιητικού της τα είπε ο ΠΚ, αποβιώσας, και δεν ξέρει εάν κλήθηκε στην εν λόγω συνεδρίαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγγλισίδων οποιοσδήποτε από την οικογένεια της Εναγόμενης. Όσον αφορά τα γεγονότα που περιβάλλουν τη λήψη του Πιστοποιητικού παρατηρώ ότι η συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας αποτελεί εξ ακοής μαρτυρίας όσον αφορά δηλώσεις αποβιώσαντα ο οποίος δεν καθίσταται εφικτό να βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου για να καταθέσει (βλ. Άρθρο 23 του Κεφ.9). Η εξ ακοής μαρτυρία σε πολιτικές υποθέσεις αξιολογείται στη βάση του άρθρου 27 του ΚΕΦ.9. Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που έθεσε η νομολογία επί εξ ακοής μαρτυρία όσον αφορά δηλώσεις αποβιώσαντα (βλ. Αγρότου Αντωνάκη Βασιλική και Άλλη ν. Ιωάννας Αντωνάκη Αγρότου (2016) 1 ΑΑΔ 1325, Muskita Alumin. Ind. Ltd κ.ά. v. Alsako Alumin. Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (2009) 1 Α.Α.Δ. 1481), η εν λόγω μαρτυρία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

31.      Επιπλέον θεωρώ γενική και αόριστη τη μαρτυρία της Ενάγουσας όσον αφορά τα επίδικα θέματα της ίδια της Αγωγής καθώς αντεξεταζόμενη ως προς το λόγο που προωθεί την παρούσα Αγωγή η ίδια ανέφερε ότι θέλει να μάθει τι έγινε στην Αγωγή αρ.2309/1996 και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση ημ.15/11/2000 (ΜΕ1/ΤΚ3). Το γεγονός ότι εκκίνησε και προώθησε τη παρούσα Αγωγή με σκοπό να μάθει τι έγινε σε άλλη αγωγή πέραν του ότι αποτελεί λάθος δικονομικό διάβημα, είναι και ανεπίτρεπτο. Επιπλέον δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία της Ενάγουσας ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την επιτόπια εξέταση για τη συνοριακή διαφορά μεταξύ του τεμαχίου 4 και του Ακινήτου και ότι κατ’ ισχυρισμό για πρώτη φορά στο Δικαστήριο είδε την απόφαση του Κτηματολογίου (ΜΥ1/ΤΚ6) και ότι δεν την είχε παραλάβει. Τα λεγόμενα της Ενάγουσας αντικρούστηκαν από την μαρτυρία που προσκόμισε η ΜΥ1 (ΜΥ1/ΤΚ8) καθώς και από τη μαρτυρία της Εναγόμενης οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι η Ενάγουσα ήταν παρούσα κατά την επιτόπια εξέταση. Η Ενάγουσα, σε ερώτηση του δικηγόρου κατά πόσο είχε οποιαδήποτε συμφωνία χρήσης, παραδέχτηκε ότι επενέβαινε στο Ακίνητο και ότι δεν είχε την κυριότητα του Ακινήτου οπότε δεν είχε κάνει κάποια συμφωνία για τη χρήση του ακινήτου. Επιπλέον ανέφερε ότι ουδέποτε αμφισβήτησε το τίτλο ιδιοκτησίας της Εναγόμενης επί του Ακινήτου. Ως εκ τούτου η μαρτυρία της Ενάγουσας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

ΜΕ2

32.      Ο ΜΕ2 δεν προσέφερε οτιδήποτε στην υπόθεση. H μαρτυρία του ΜΕ2 δεν ενίσχυσε με οποιοδήποτε τρόπο την υπόθεση της Ενάγουσας. Όσον αφορά το Πιστοποιητικό (ΜΕ1/ΤΚ2) ενώ ο ΜΕ2 έκανε σχετική αναφορά στην ορθότητα του κατά την κυρίως εξέταση του, η εν λόγω μαρτυρία του κατά την αντεξέταση αμφισβητήθηκε αφού ερωτώμενος σχετικά με το Πιστοποιητικό ο ίδιος ανέφερε ότι δεν ξέρει τα γεγονότα που περιβάλλουν το εν λόγω Πιστοποιητικό καθότι ο ίδιος δεν ήταν παρών. Η αναφορά του ότι η ΜΕ1 κατέχει το Ακίνητο με σχετική άδεια χρήσης του ΠΚ αντικρούστηκε απο την μαρτυρία της ίδια της ΜΕ1 όπου κατά την αντεξέταση της σε ερώτηση κατά πόσο υπάρχει σχετική έγγραφη άδεια χρήσης ανέφερε ότι δεν είχε την κυριότητα του Ακινήτου οπότε δεν είχε να κάνει κάποια συμφωνία. Ο ΜΕ2 δεν έκανε καλή εντύπωση στο δικαστήριο αφού ούτε και ο ίδιος, ούτε και η ΜΕ1, έδειξαν να αντιλαμβάνονται για πιο λόγο προωθείται η παρούσα Αγωγή και ποιο είναι το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας. Επιπλέον κατά την αντεξέταση του και ο ΜΕ2 παραδέχτηκε ότι ο τίτλος ιδιοκτησίας του Ακινήτου ανήκει στην Εναγόμενη και ότι πράγματι ο ίδιος και η οικογένεια του επενέβαιναν στο Ακίνητο.

 

ΜΥ1

33.      Η ΜΥ1 μπορεί να χαρακτηριστεί ανεξάρτητη μάρτυρας αφού δεν είχε οποιοδήποτε συμφέρον στην υπόθεση. Εξήγησε τη διαδικασία που ακολουθείται στο πλαίσιο αίτησης για συνοριακή διαφορά (ΜΥ1/ΤΚ6, ΜΥ1/ΤΚ7, ΜΥ1/ΤΚ8) και επεξήγησε εμπεριστατωμένα τα σημειώματα που βρίσκονται στο φάκελο του Κτηματολογικού γραφείου Λάρνακας αναφορικά με την επιτόπια εξέταση του τεμαχίου 4 και του Ακινήτου. Επιπλέον υπόδειξε ότι η ιδιοκτήτρια του Ακινήτου είναι η Ενάγουσα από τις 4/4/2017 δυνάμει δωρεάς. Επιπλέον η ΜΥ1 κατάθεσε (ΜΥ1/ΤΚ5) σχετικό πιστοποιητικό έρευνας στο οποίο εμφαίνεται το ιστορικό ιδιοκτησίας του Ακινήτου από 1/1/2000 μέχρι 24/10/2024 και εξήγησε σχετικά όλους τους ιδιοκτήτες του Ακινήτου και πώς μεταβιβάστηκε το Ακίνητο στο όνομα τους.  Επιπλέον ανέφερε ότι πριν την αρχική εγγραφή του Ακινήτου στην Αρετή Παπαϊωάννου/Στυλή  δεν υπήρχε προηγούμενο άλλος εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης. Η ολότητα της μαρτυρίας του υποστηρίχθηκε από τα έγγραφα που κατέθεσε. Ως εκ των συγκεκριμένων διαπιστώσεων, η μαρτυρία της καθίσταται αποδεκτή.

 

ΜΥ2- Εναγόμενη

34.      Η Εναγόμενη αναφέρθηκε με απλότητα και χωρίς υπερβολές στα γεγονότα, διακρίνοντας αυτά για τα οποία είχε προσωπική γνώση και για τα οποία η μαρτυρία της επιβεβαιώνεται από άλλη μαρτυρία και γενικά οι θέσεις της ήταν λογικές και δεν κλονίστηκαν κατά την αντεξέταση της. Γενικά η Εναγόμενη μου έκανε καλή εντύπωση και η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή αφού στο μεγαλύτερο μέρος της υποστηρίζεται από τεκμήρια που προσκόμισε η ίδια καθώς και από τεκμήρια που έχει καταθέσει η Ενάγουσα και η ΜΥ1 η οποία είναι ανεξάρτητη μάρτυρας. Ειδικότερα η Εναγόμενη εξήγησε εμπεριστατωμένα και με σαφήνεια το ιστορικό ιδιοκτησίας του Ακινήτου. Επιπλέον αναφέρει τα περιστατικά επέμβασης στο Ακίνητο από μέρους της Ενάγουσας, μαρτυρία η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη καθότι η Εναγόμενη δεν αντεξετάστηκε επί του θέματος. Σε κάθε περίπτωση η επέμβαση της Ενάγουσας στο Ακίνητο επιβεβαιώνεται και από τη μαρτυρία της Ενάγουσας και του ΜΕ2. Τόνισε επίσης ότι το Ακίνητο και όσα δέντρα βρίσκονται σε αυτό αποτελούν ιδιοκτησία της ίδια. Επιπλέον το γεγονός ότι ο τίτλος ιδιοκτησίας του Ακινήτου είναι επ ονόματι της είναι αποδεκτό από τη πλευρά της Ενάγουσας.

 

35.      Στην βάση των όσων αναφέρονται πιο πάνω σε σχέση με τη μαρτυρία της Ενάγουσας και του ΜΕ2 κρίνεται ότι η εν λόγω μαρτυρία δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλή και πειστική βάση για την εξαγωγή ευρημάτων και ως εκ τούτου την απορρίπτω ως αναξιόπιστη στο βαθμό που δεν περιέχει παραδοχές οι οποίες έχουν ήδη επιβεβαιωθεί και από μαρτυρία που προσκόμισε η Εναγόμενη και η ΜΥ1. Αντίθετα αναφορικά με τη μαρτυρία της Εναγόμενης και της ΜΥ1 κρίνεται ότι η εν λόγω μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει ασφαλή και πειστική βάση για την εξαγωγή ευρημάτων και ως εκ τούτου αποδέχομαι τη μαρτυρία της Εναγόμενης και της ΜΥ1 ως αξιόπιστη.

 

VI. Νομική Πτυχή

 

36.      Προχωρώ τώρα με την παράθεση της νομικής πτυχής της υπόθεσης όσον αφορά την απαίτηση και την ανταπαίτηση.

 

37.      Το άρθρο 37 των περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος (ΚΕΦ.148) αναφέρει τα εξής:

“(1) Παράvoμη κατακράτηση πράγματoς συvίσταται στηv παράvoμη κατακράτηση κιvητής ιδιoκτησίας από oπoιoδήπoτε πρόσωπo πoυ δικαιoύται στηv άμεση κατoχή της.

(2) Σε αγωγή πoυ εγείρεται για παράvoμη κατακράτηση πράγματoς τo βάρoς της απόδειξης ότι η κατακράτηση ήταv vόμιμη φέρει o εvαγόμεvoς.”

 

38.      Το άρθρο 2(2) του Κεφαλαίου 148 ερμηνεύει την κινητή ιδιοκτησίας ως:

“όλα τα άψυχα πράγματα και ζώα, και περιλαμβάvει χρήματα, τoυς καρπoύς δέvτρωv και αμπελιώv, δημητριακά, λαχαvικά και άλλες σoδειές και ύδωρ είτε απoχωρίστηκαv από τη γη είτε όχι.”

 

39.      Το άρθρο 22 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος (ΚΕΦ.224) αναφέρει σχετικά τα εξής:

 

(1) Καθετί που φύεται σε άγρια κατάσταση πάνω σε οποιαδήποτε γη θεωρείται ότι αποτελεί ιδιοκτησία του κυρίου της γης.

(2) Οι ακόλουθες διατάξεις ισχύουν σε σχέση με-

(α) οποιοδήποτε ενωφθαλμισμένο άγριο δέντρο πάνω σε οποιαδήποτε γη·

(β) οποιοδήποτε δέντρο ή αμπέλι φυτευμένο πάνω σε οποιαδήποτε γη·

(...)

(ε) οποιοδήποτε μόνιμο προσάρτημα στερεά συνδεδεμένο με οποιαδήποτε γη ή οποιαδήποτε οικοδομή ή άλλο κατασκεύασμα ή οικοδόμημα,

δηλαδή-

(i) αν ενωφθαλμίστηκε, φυτεύτηκε, ανευρέθηκε, ανοίχτηκε, κατασκευάστηκε, ανηγέρθηκε ή συνδέθηκε στερεά πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου αυτού, θεωρείται ότι είναι ιδιοκτησία του κυρίου της γης εκτός αν άλλο πρόσωπο είναι εγγεγραμμένο ως κύριος αυτού ή άλλο πρόσωπο που δικαιούται να εγγραφεί με τον τρόπο αυτό ζητά να εγγραφεί εντός δύο ετών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου αυτού ή εντός δύο ετών από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη δικαιούμενο με τον τρόπο αυτό ·

(ii) αν ενωφθαλμίστηκε, φυτεύτηκε, ανευρέθηκε, ανοίχθηκε, κατασκευάστηκε, ανεγέρθηκε ή συνδέθηκε στερεά μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου αυτού, θεωρείται ότι είναι ιδιοκτησία του κυρίου της γης,

και κάθε συναλλαγή που επηρεάζει τη γη αυτή θεωρείται ότι περιλαμβάνει οποιοδήποτε τέτοιο άγριο δέντρο, δέντρο, αμπέλι, πηγή, υδραγωγό, αυλάκι, οικοδομή, κατασκεύασμα, οικοδόμημα ή προσάρτημα το οποίο αποτελεί ιδιοκτησία του κυρίου της γης.

 

(3) Καμιά από τις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζεται ή επηρεάζει-

(α) εργαλείο ή πράγμα το οποίο είναι αντικείμενο συμφωνίας ή ενοικιαγοράς δυνάμει οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ Νόμου που αφορά τις συμφωνίες αυτές·

(...).”

 

40.      Σχετικό με την ανταπαίτηση είναι το αδίκημα της παράνομης επέμβασης το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 43 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, τα οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«(1) Παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία συνίσταται σε παράνομη είσοδο ή σε παράνομη πρόκληση ζημιάς ή σε παράνομη παρέμβαση στην ιδιοκτησία αυτή από οποιοδήποτε πρόσωπο. (...)

 

(2) Αv η πράξη για τηv oπoία εγείρεται η αγωγή είvαι επιτρεπτή κατά τoπικό έθιμo, αυτό αφoύ απoδειχθεί συvιστά υπεράσπιση αλλά σε αγωγή πoυ εγείρεται για παράvoμη επέμβαση σε ακίvητη ιδιoκτησία τo βάρoς της απόδειξης ότι η πράξη για τηv oπoία εγείρεται η αγωγή δεv ήταv παράvoμη φέρει o εvαγόμεvoς

 

41.      Έχει πάγια νομολογηθεί ότι το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι αγώγιμο per se και δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ζημιά και το μόνο που θα πρέπει να αποδειχθεί είναι ότι ο ενάγοντας (κατά περίπτωση) έχει καταστεί ιδιοκτήτης του Ακινήτου και ότι ο εναγόμενος (κατά περίπτωση) εισήλθε εντός του Ακινήτου χωρίς την άδεια και την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (βλ. Adrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1836, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Κυριακίδη (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 789 , Μιχάλης Καΐλης  κ.ά. ν. Κώστας Μιχαήλ Λειβαδιώτης Λτδ κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2012, ημερομηνίας 28/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:A419, ECLI:CY:AD:2017:A419).

 

 

VΙΙ. Ευρήματα & Συμπεράσματα

 

42.      Λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση της ανωτέρω μαρτυρίας, τις εκατέρωθεν δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων και τις θέσεις που προωθήθηκαν από τους δικηγόρους τους στο πλαίσιο των γραπτών τους αγορεύσεων, έχω καταλήξει στα ακόλουθα ευρήματα:

 

43.      Το Ακίνητο αποτελεί ιδιοκτησία της Εναγόμενης και ανήκει στην οικογένεια της Εναγόμενης τουλάχιστον από το 2000. H Εναγόμενη και η οικογένεια της ουδέποτε παραχώρησε οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή άδεια χρήσης του Ακινήτου προς την Ενάγουσα. Η Ενάγουσα και η οικογένεια της εδώ και δεκαετίες επενέβαιναν στο Ακίνητο, χωρίς οποιαδήποτε άδεια από την Εναγόμενη. Η Ενάγουσα δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς τα κατ’ ισχυρισμό εργαλεία τα οποία κατακρατούνται από την Εναγόμενη.

 

44.      Προχωρώ τώρα να εφαρμόσω τη νομική πτυχή στα ανωτέρω ευρήματα.

 

45.      Είναι πάγια νομολογημένο ότι στις πολιτικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα το βάρος απόδειξης της υπόθεσης το φέρει ο ενάγοντας στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Το κριτήριο δεν είναι εάν η θέση του διαδίκου που φέρει το βάρος απόδειξης είναι πιο πιθανή από εκείνη του αντιδίκου του, αλλά κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι η δική του θέση ή εκδοχή είναι πιο πιθανή παρά όχι. (βλ. Κουκουλή κ.α ν. Παπαδημήτρη Π.Ε. 378/10 ημερ.29.1.16, Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Χρυσάνθου κ.ά. v. Φραντζή (2010) 1 Α.Α.Δ. 1295). Ως εκ τούτου το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο η Ενάγουσα έχει αποδείξει την υπόθεση της ως προς την απαίτηση και η Εναγόμενη ως προς την ανταπαίτηση, στον απαιτούμενο από την νομολογία  βαθμό.

 

46.      Δεν παραβλέπω ότι με την παράγραφο 3 της Υπεράσπισης της η Εναγόμενη εγείρει προδικαστική ένσταση ότι υπάρχει δεδικασμένο ενόψει της έκδοσης της απόφασης ημ.15/11/2000. Η απόφαση έχει κατατεθεί από την Ενάγουσας (ΜΕ1/ΤΚ3) και είναι αποδεκτό το ότι έχει εκδοθεί και αφορά την μητέρα της Εναγόμενης ως ενάγουσας και, μεταξύ άλλων, τον πατέρα της Ενάγουσας, ως εναγόμενο στην Αγωγή αρ.2309/1996. Επιπλέον σχετική αναφορά σε αυτήν έγινε από όλες τις πλευρές κατά την μαρτυρία τους στο πλαίσιο της ακρόασης της παρούσας Αγωγής, ωστόσο κατά την αγόρευση των δικηγόρων της Εναγόμενης δεν έγινε καμία αναφορά στην προδικαστική ένσταση σαν να μην προωθείται. Δεν προτίθεμαι να προβώ σε ενδελεχή εξέταση της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης, ωστόσο για σκοπούς πληρότητας και μόνο αρκούμαι στο να αναφέρω ότι δεν έχουν παρουσιαστεί ικανοποιητικά στοιχεία ούτως ώστε το παρόν Δικαστήριο να είναι σε θέση να εξετάσει κατά πόσο ικανοποιούνται οι απαιτούμενες από τη νομολογία προϋποθέσεις (βλ.Γαβριήλ Aνδρέας Γιάννη κ.ά. ν. Γεώργιου Aγαπίου (1998) 1 ΑΑΔ 1868, ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΣΕΒΑΣΤΟΥ κ.α. v. ΝΕΣΤΟΡΑ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε49/2016, 16/1/2025).

 

47.      Όσον αφορά την απαίτηση της Ενάγουσας και τους ισχυρισμούς της περί ύπαρξης άδειας αποκλειστικής χρήσης καθώς και παράνομης κατακράτησης των Δέντρων και των εργαλείων από μέρους της Εναγόμενης, σημειώνεται ότι κατά τη μαρτυρία της η ίδια παραδέχτηκε ότι δεν είχε οποιαδήποτε ρητή άδεια χρήσης του Ακινήτου. Επιπλέον δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά ότι επήλθε οποιαδήποτε προφορική συμφωνία άδειας χρήσης του Ακινήτου με την Εναγόμενη ή με τους προκάτοχους του Ακινήτου. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας περί παράνομης κατακράτησης από την Εναγόμενη των εργαλείων και των Δέντρων, σημειώνω ότι τα Δέντρα φυτεύτηκαν, όπως η ίδια η Ενάγουσας ανέφερε μεταξύ 26-62 ετών πριν το 2018, ως εκ τούτου το αρχαιότερο δέντρο φυτεύτηκε περί το 1956. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 22(2) του Κεφ.244 ξεκαθαρίζει ότι δέντρα που φυτεύτηκαν μετά την έναρξη ισχύος του Κεφ. 224, ήτοι 1/9/1946, αποτελούν περιουσία του κυρίου της γης και αφού είναι κοινός αποδεκτό ότι κύριος του Ακινήτου είναι η Εναγόμενη και οι προκάτοχοι της, τα Δέντρα αποτελούν ιδιοκτησία της Εναγόμενης. Επιπλέον όσον αφορά τα εργαλεία, οι ισχυρισμοί της Ενάγουσας παρέμειναν μετέωροι και αόριστοι αφού δεν έχει με οποιοδήποτε τρόπο συγκεκριμενοποιηθεί σε ποιά ακριβώς εργαλεία αναφέρεται. Συνακόλουθα, η Ενάγουσα δεν απέσεισε το απαιτούμενο βάρος απόδειξης για να δικαιούται τις θεραπείες που αξιώνει. Ως εκ τούτου η απαίτησης της Ενάγουσας είναι έκθετη σε απόρριψη και απορρίπτεται.

 

48.      Σημειώνω ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Ακινήτου είναι αποδεκτό αφού η Ενάγουσα δεν αμφισβήτησε με οποιοδήποτε τρόπο το ΜΕ1/ΤΕΚ3 και η ίδια παραδέχτηκε ότι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του Ακινήτου είναι η Εναγόμενη. Συνακόλουθα στη βάση των πιο πάνω αλλά και των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, η Εναγόμενη, στο μέτρο που αφορά την ανταπαίτηση, απέσεισε το βάρος που είχε να αποδείξει ότι είναι η ιδιοκτήτρια του Ακινήτου καθώς και την ισχυριζόμενη επέμβαση σε αυτό από την Ενάγουσας γεγονός το οποίο είναι παραδεκτό από την ίδια. Ακολούθως το βάρος μετατίθεται στους ώμους της Ενάγουσας/Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενης να αποδείξει ότι η ισχυριζόμενη επέμβαση δεν είναι παράνομη (βλ. Παπακόκκινου ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379, xxx xxx ΤΡΑΓΚΟΛΑ ν.  xxx xxx ΣΙΟΠΑΧΑΣ κ.α ECLI:CY:AD:2019:A221, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 434/2012, 444/2012, 6/6/2019, Adrian Holdings v. Δημοκρατίας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1836, Κάκουλλου ν. Κακουλλή (1985) 1 Α.Α.Δ. 355, Μάρκου ν. Χρυσοστόμου κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 813). Η Ενάγουσα ουδεμία αποδεκτή μαρτυρία παρουσίασε για να αποδείξει ότι η επέμβαση στο επίδικο Ακίνητο δεν ήταν παράνομη και επομένως η επέμβαση δεν μπορεί παρά να κριθεί ως παράνομη. Ως έχει αναφερθεί ανωτέρω ενώ αρχικά στην κυρίως εξέταση της αναφέρει γενικά και αόριστα περί ύπαρξης άδειας χρήσης από τον πατέρα της, αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι εφόσον είχε τον τίτλο ιδιοκτησίας η Εναγόμενη, δεν έκανε οποιαδήποτε συμφωνία για άδεια χρήσης. Η Εναγόμενη συνεπώς δικαιούται το αιτούμενο διάταγμα άρσης της επέμβασης (βλ. Αγγελίδης & Φιλίππου v. Κολοκασίδης Εστεϊτς (1991) 1 ΑΑΔ 327, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΛΑΓΙΩΤΗΣ κ.α. v. ΙΩΑΚΕΙΜ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 389/2014, 13/7/2022, ECLI:CY:AD:2022:A317)

 

49.      Όσον αφορά  τον υπολογισμό αποζημιώσεων για την παράνομη επέμβαση σχετική είναι υπόθεση Adrian Holdings v. Δημοκρατίας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1836 στην οποία αναφέρθηκαν σχετικά τα εξής:

“Το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι αγώγιμο per seΌπου όμως δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ζημιάς, μπορεί να επιδικαστούν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις και να μη δοθούν έξοδα ή ακόμη και να διαταχθεί ο ενάγων να καταβάλει έξοδα στον εναγόμενο.  (Παπακόκκινου κ.ά. ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379, Kakoullou and Another v. Kakoulli (1985) 1 C.L.R. 355, Ttantis v. Hadjimichael and Another (1982) 1 C.L.R. 301 και Ευθυβούλου κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κισσόνεργας κ.ά. (1998) 1 A.A.Δ. 1059).

 

Όπου αποδεικνύεται παράνομη κατοχή ακινήτου το μέτρο αποζημιώσεων είναι η αγοραία ενοικιαστική αξία του ακινήτου και όχι το όφελος που προσπορίζεται ο παράνομος κάτοχος από τη χρήση της γης ή η ακριβής απώλεια του ιδιοκτήτη.  Το κριτήριο είναι αντικειμενικό, αλληλένδετο με την ενοικιαστική αξία της περιουσίας (Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Kύπρου (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 882). Η καταβολή αποζημιώσεων με βάση τις πιο πάνω αρχές επιβάλλεται, έστω και αν ο ιδιοκτήτης δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο ίδιος την περιουσία ή να την ενοικιάσει (Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαhchecioglou και Άλλος (1998) 1 A.A.Δ. 426 όπου γίνεται αναφορά σχετικά με το θέμα στην Strand Electric and Engineering Co. Ltd v. Brisford Ltd [1952] 1 All E.R. 796).”

 

50.      Η Εναγόμενη, μέσω της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου της δεν προώθησε την αξίωση της για ειδικές ζημιές (αιτητικό Α της ανταπαίτησης). Σε κάθε περίπτωση δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία προς απόδειξη της έκτασης της επέμβασης ή οποιαδήποτε τυχόν ζημιάς.

 

51.      Ως προς την επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων καθοδηγητική είναι η υπόθεση STASSINOS INVESTMENT AND FINANCE LIMITED ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 142/2013, 3/3/2020, στην οποία αναφέρθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

“Σε περιπτώσεις όπως την παρούσα, όπου υπάρχει παράνομη επέμβαση επί ακινήτου, κάτι που αποτελεί αστικό αδίκημα, actionable per se, δύναται να αποδοθούν ονομαστικές αποζημιώσεις. Ονομαστικές αποζημιώσεις επίσης δίδονται όπου αποδεικνύεται η απώλεια, αλλά δεν δόθηκε η απαιτούμενη μαρτυρία ως προς το ποσό που αξιώνεται.

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μέθοδο υπολογισμού των αποζημιώσεων από μέρους της εφεσείουσας, με αποτέλεσμα να απορρίψει την αξίωσή της για αποζημιώσεις λόγω απώλειας εισοδημάτων. Ως εκ τούτου, κατέληξε να επιδικάσει μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις. Αυτό συνάδει με τις αρχές που ακολουθούνται στο δικό μας δικαϊκό σύστημα για απόδοση ονομαστικών αποζημιώσεων. Το ύψος του ποσού που δίδεται σε τέτοιου είδους υποθέσεις είναι ενδεικτικό. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Beaumont v. Greathead (1846) 2 CB 494, "nominal damages means a sum of money that may be spoken off, but that has no existence in point of quantity.".

(η έμφαση έχει προστεθεί)

 

52.      Λαμβάνοντας υπόψη της πιο πάνω αρχές, κρίνω ότι η Εναγόμενη δικαιούται μόνο σε ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €100. 

 

53.      Υπό το φως όλων των πιο πάνω θεωρώ ότι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οτιδήποτε άλλο προβλήθηκε στα δικόγραφα ή στις αγορεύσεις των μερών παρέλκει.

 

54.      Σχετικά με τα έξοδα, τόσο της Απαίτησης όσο και της Ανταπαίτησης, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος απόκλισης τους από το γενικό κανόνα που ισχύει για την επιδίκαση τους.

 

VIII. Κατάληξη 

 

55.      Υπό το φως των πιο πάνω η αγωγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται στην ολότητα της. Η ανταπαίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στην Ενάγουσα και στους αντιπροσώπους της να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο στο Ακίνητο. Επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας €100 ονομαστικές αποζημιώσεις πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

 

56.      Τα έξοδα της παρούσας Αγωγής, ήτοι Απαίτησης και Ανταπαίτησης επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Ενόψει της παράλληλης εκδίκασης απαίτησης και ανταπαίτησης επιδικάζεται ένα σετ εξόδων.

 

 

 

 

(Υπ.) .................................................

Α. Σάββα, προσ. Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο