PAUL SAPSTEAD ν. MARIA PISKITZIS, Αρ. Αγωγής: 778/2017, 10/4/2025
print
Τίτλος:
PAUL SAPSTEAD ν. MARIA PISKITZIS, Αρ. Αγωγής: 778/2017, 10/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ                                                           Αρ. Αγωγής: 778/2017

Ενώπιον: Μ.Π. Μιχαήλ, Ε.Δ                                                

Μεταξύ:

PAUL SAPSTEAD, από Τερσεφάνου

Ενάγοντας

και

MARIA PISKITZIS, από Περβόλια

Εναγόμενη

Ημερομηνία: 10/04/25

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κα Β. Χριστοφόρου για Λουκάς Π. Λουκά 

Για Εναγόμενους: κ. Κουλαφέτης και κ. Κυπριανίδης για Ανδρέας Κουκούνης & Σια ΔΕΠΕ

 

ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

  1. Εισαγωγή/Δικογραφία:

 

Με την παρούσα αγωγή ο Ενάγοντας αξιώνει από την Εναγόμενη το ποσό των €16,521.91. Το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα, ως δικογραφήθηκε και προωθήθηκε είναι αυτό της παράβασης σύμβασης. Ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι στο παρελθόν υπήρξε ζευγάρι με την Εναγόμενη. Κατά τη διάρκεια της σχέσης τους αγόρασαν το επίδικο διαμέρισμα το οποίο ενεγράφη κατά ½ μερίδιο στο όνομα του καθενός. Το διαμέρισμα αυτό αγοράστηκε με εξ’ ημισείας συνεισφορά και των δύο διαδίκων, μέσω κοινού δανείου από πιστωτικό ίδρυμα αλλά και μέσω μετρητών που κατέβαλαν και οι δύο διάδικοι.

 

Κατά το καλοκαίρι του 2015 οι διάδικοι συμφώνησαν να πωλήσουν το διαμέρισμα έναντι του ποσού των €90,000. Συμφωνήθηκε όπως με το τίμημα πώλησης εξοφληθεί το υπόλοιπο του δανείου το οποίο κατά τον ουσιώδη χρόνο ανερχόταν στο ποσό των €56,956.18. Ακολούθως το ποσό των €33,043.82 που θα παρέμενε θα διαμοιραζόταν εξ’ ημισείας και στους δύο διαδίκους.

 

Το παράπονο του Ενάγοντα εστιάζεται στο ότι το ποσό που παρέμεινε από την πώληση του διαμερίσματος, δηλαδή το ποσό των €33,043.82, το καρπώθηκε εξ’ ολοκλήρου η Εναγόμενη, στο όνομα της οποίας καταβλήθηκε από τους αγοραστές του διαμερίσματος. Όπως ισχυρίζεται, παρά τις οχλήσεις του και κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνία, η Εναγόμενη αρνείται να του καταβάλει το ποσό των €16,521.91 το οποίο δικαιούται. 

 

Η πλευρά της Εναγόμενης, ισχυρίζεται ότι ουδέποτε συμφώνησε με τον Ενάγοντα, όπως καταβάλει σε αυτόν το οποιοδήποτε πλεόνασμα από την πώληση του διαμερίσματος. Αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι η μεταξύ τους συμφωνία και συνεννόηση ήταν όπως η Εναγόμενη θα έπαιρνε το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος πώλησης του διαμερίσματος, αφού πρώτα αποπλήρωνε το κοινό τους δάνειο. Ο λόγος, όπως αναφέρει, ήταν ότι το διαμέρισμα αγοράστηκε με αποκλειστικά δική της συνεισφορά, χωρίς καθόλου συμμετοχή του Ενάγοντα. Μάλιστα υποστηρίζει ότι η μη συνεισφορά του Ενάγοντα στην πληρωμή των δόσεων του στεγαστικού δανείου που λήφθηκε για την αγορά του εν λόγω διαμερίσματος, ήταν ένας από τους λόγους που την οδήγησαν να πωλήσει το διαμέρισμα. H Εναγόμενη, τέλος, αξιώνει ανταπαιτητικώς γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ταλαιπωρία και έξοδα που υπέστη εξαιτίας της ανάγκης υπεράσπισης στην παρούσα αγωγή.

 

  1. Μαρτυρία: 

 

Στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης δόθηκε μαρτυρία από τέσσερις μάρτυρες. Από πλευράς Ενάγοντος κατέθεσαν τρείς μάρτυρες και συγκεκριμένα η κα Ελευθερία Ζενιέρη, υπάλληλος του Κτηματολογίου Λάρνακας, ως (στο εξής Μ.Ε 1), ο κ. Νίκος Νικολάου, υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου (στο εξής Μ.Ε 2) και ο ίδιος ο Ενάγοντας (στο εξής Μ.Ε 3). Από πλευράς Εναγόμενης κατέθεσε μόνο η ίδια η Εναγόμενη  ( στο εξής Μ.Υ 1 ).

 

Η Μ.Ε 1 ανέφερε ότι είναι η υπεύθυνη στον τομέα μεταβιβάσεων και υποθηκών του Τμήματος Κτηματολογίου στην Λάρνακα. Αναφορικά με το επίδικο διαμέρισμα η μάρτυρας ανέφερε το ιστορικό ιδιοκτησίας του. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι το επίδικο διαμέρισμα μεταβιβάστηκε επ’ονόματι των διαδίκων στις 23/08/2012 για το ποσό των €95,671.73.  Ακολούθως οι διάδικοι πώλησαν το επίδικο διαμέρισμα για το ποσό των €90,000 σε τρίτο πρόσωπο.

 

Η Μ.Ε 1 δεν αντεξετάστηκε και η μαρτυρία της κατέστη ουσιαστικά παραδεκτή από την Εναγόμενη.

 

O M.E 2 εργάζεται στο τμήμα ανάκτησης χρεών της Τράπεζας Κύπρου. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι ο Ενάγοντας μαζί με την Εναγόμενη διατηρούσαν λογαριασμού δανείου με την Τράπεζα. Το εν λόγω δάνειο εξοφλήθηκε στις 07/07/2015, με την μεταφορά του ποσού των €56,956.18 από τον λογαριασμό της Εναγομένης. Ο μάρτυρας κατέθεσε σχετικά δέσμη εγγράφων ως τεκμήριο 1, τα οποία δείχνουν την μεταφορά του πιο πάνω ποσού προς εξόφληση του δανείου, από τον λογαριασμό της Εναγόμενης. Επίσης, δείχνουν τις οδηγίες τόσο της Εναγόμενης όσο και του Ενάγοντα για εξόφληση του δανειακού λογαριασμού.

 

Ο Μ.Ε 2 δεν αντεξετάστηκε και η μαρτυρία του κατέστη ουσιαστικά παραδεκτή από την Εναγόμενη.

 

Ο Μ.Ε 3 κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του Γραπτή Δήλωση στην Αγγλική γλώσσα η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Α. Η μετάφραση της γραπτής του δήλωσης  στα ελληνικά κατατέθηκε εκ συμφώνου ως Έγγραφο Α1. O μάρτυρας αναφέρει την δική του εκδοχή αναφορικά με την παρούσα υπόθεση. Εν ολίγοις, ο μάρτυρας ισχυρίζεται ότι για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος συνεισέφερε εξ’ ημισείας με την Εναγόμενη. Το ένα μέρος του τιμήματος καταβλήθηκε σε μετρητά εξίσου και από τους δύο διαδίκους. Το υπόλοιπο του τιμήματος είχε καταβληθεί μέσω δανείου που συνήψαν οι διάδικοι με την Τράπεζα Κύπρου.  Το επίδικο διαμέρισμα ενεγράφη κατά ½ μερίδιο στον Ενάγοντα και κατά ½ μερίδιο στην Εναγόμενη. Όπως ρητά αναφέρει ο μάρτυρας, κατά ή περί το καλοκαίρι του έτους 2015, συμφώνησε με την Εναγόμενη όπως πωλήσουν το διαμέρισμα για το ποσό των €90,000. Όπως επίσης συμφωνήθηκε μεταξύ τους, από το τίμημα της  πώλησης θα εξοφλούσαν το υπόλοιπο του δανείου που έλαβαν για την αγορά του και οποιοδήποτε πλεόνασμα θα το διαμοίραζαν μεταξύ τους. Συνεχίζοντας, αναφέρει ότι για την εξόφληση του δανείου καταβλήθηκε το ποσό των €56,956.18 και προς υποστήριξη του ισχυρισμού του κατέθεσε ως τεκμήριο 2, κατάσταση λογαριασμού της Τράπεζας Κύπρου. Ο μάρτυρας ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη του ανέφερε ότι το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης που παρέμεινε μετά την εξόφληση του δανείου, δηλαδή το ποσό των €33,043.82 της καταβλήθηκε από τους αγοραστές μέσω τραπεζικής επιταγής. Με βάση τη συμφωνία τους, η Εναγόμενη θα έπρεπε να του καταβάλει το ήμισυ του εν λόγω ποσού, δηλαδή €16,521.91, εντός ευλόγου χρόνου. Η Εναγόμενη μέχρι σήμερα δεν του κατέβαλε το πιο πάνω ποσό παρά τις επανειλημμένες ειδοποιήσεις του.

 

O μάρτυρας υποβλήθηκε σε εκτενή αντεξέταση, στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η θέση ότι ουδεμία συνεισφορά δεν είχε ο ίδιος στην αγορά του επίδικου διαμερίσματος ή στην πληρωμή των δόσεων του δανείου που λήφθηκε για την αγορά του.  Αντιθέτως η Εναγόμενη ήταν αυτή που συνεισέφερε αποκλειστικά και μόνο για την αγορά του διαμερίσματος, καθ’ ότι ο Ενάγοντας ήταν σε δυσχερή οικονομική κατάσταση. Κατ’ επέκταση υποβλήθηκε στον μάρτυρα ότι ο ίδιος αποδέχτηκε όπως το πλεόνασμα από την πώληση του διαμερίσματος θα κρατείτο από την Εναγόμενη.  Ο μάρτυρας αρνήθηκε τις υποβολές. Επέμεινε ότι συνεισέφερε εξίσου με την Εναγόμενη στην αγορά του διαμερίσματος. Ισχυρίστηκε ότι πάντοτε εργαζόταν, ασχολείτο με τις «συντηρήσεις περιουσίας» και αργότερα με επιδιορθώσεις κλιματιστικών.  Δεν ήταν ποτέ πλούσιος αλλά όπως ισχυρίζεται «τα έβγαζε πέρα». Έδινε χρήματα στην Εναγόμενη, μετρητά. Στην αρχή όταν προέβηκαν στην αγορά του διαμερίσματος έδωσε περί τις €25,000 σε μετρητά στην Εναγόμενη από τις δικές του αποταμιεύσεις. 

 

Η Μ.Υ 1 κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασης της Γραπτή Δήλωση στην Αγγλική γλώσσα η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Β. Η μετάφραση της γραπτής της δήλωσης στα ελληνικά κατατέθηκε εκ συμφώνου ως Έγγραφο Β1. H μάρτυρας αποδέχεται ότι υπήρξε ιδιοκτήτρια μαζί με τον Ενάγοντα, ο καθένας κατά ½ μερίδιο, του επίδικου διαμερίσματος.  Απορρίπτει όμως κατηγορηματικά ότι συνεισέφερε ο Ενάγοντας το ήμισυ για την αγορά του εν λόγω διαμερίσματος. Όπως αναφέρει,  ό Ενάγοντας δεν συνεισέφερε καθόλου στην αγορά του διαμερίσματος. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος καταβλήθηκε από μέρους της ένα ποσό 10,000 Αγγλικών στερλινών από χρήματα που έφερε από την Αγγλία, ενώ για το υπόλοιπο του τιμήματος λήφθηκε δάνειο από την Τράπεζα Κύπρου (πρώην Λαϊκή Τράπεζα). Οι δόσεις του δανείου καταβάλλονταν από μέρους της μόνο. Ο Ενάγοντας έλεγε πάντοτε ότι δεν έχει χρήματα για να συνεισφέρει στην αποπληρωμή των δόσεων. Ουδέποτε ο Ενάγοντας της έδωσε €25,000 ως ο ίδιος ισχυρίζεται ή οποιοδήποτε άλλο ποσό για την αγορά του διαμερίσματος. Γενικότερα ισχυρίζεται ότι ο Ενάγοντας δεν ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση και το βάρος των εξόδων της διαβίωσης τους το επωμιζόταν μόνη της η Εναγόμενη. Ακόμα και όταν ο Ενάγοντας πώλησε το ακίνητο του στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν κατέβαλε οποιαδήποτε χρήματα στην Εναγόμενη, καθώς της ανέφερε ότι δεν είχε απομείνει τίποτα από την πώληση του εν λόγω ακινήτου. Ισχυρίζεται όμως ότι στην σπάνια περίπτωση που ενοικιαζόταν το ακίνητο ως παραθεριστικό ακίνητο, τα χρήματα του ενοικίου καταθέτονταν στο λογαριασμό του δανείου.

 

Η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι αναγκάστηκε να πωλήσει το διαμέρισμα καθότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να επωμίζεται την πληρωμή των δόσεων του δανείου μόνη της. Όπως μάλιστα αναφέρει αναγκάστηκε να πωλήσει το διαμέρισμα σε χαμηλότερη τιμή, καθότι με την συμπεριφορά του ο Ενάγοντας αποθάρρυνε άλλους αγοραστές, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να το αγοράσουν σε μεγαλύτερη τιμή.

 

Ο Ενάγοντας παρέμεινε περί τα 2½ έτη στο διαμέρισμα χωρίς να πληρώνει τον οποιοδήποτε λογαριασμό. Η μάρτυρας δεν μπορούσε να συνεχίσει αυτή κατάσταση και μετά από επικοινωνία της με τον Ενάγοντα, ο τελευταίος συμφώνησε όπως πωληθεί το διαμέρισμα ενώ η Εναγόμενη συμφώνησε όπως τον βοηθήσει με τις οφειλές του απέναντι στην Τράπεζα Κύπρου. Η μάρτυρας κατηγορηματικά ισχυρίζεται ότι ουδέποτε συμφωνήθηκε όπως το τυχόν πλεόνασμα από την πώληση του διαμερίσματος, μετά την εξόφληση του δανείου, θα διαμοιραζόταν μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγομένης. Όπως αναφέρει η συνεννόηση και η συμφωνία που υπήρξε ήταν όπως η Εναγόμενη κρατήσει το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης ενόψει του γεγονότος ότι ο Ενάγοντας δεν συνεισέφερε οτιδήποτε για την αγορά του.  Μάλιστα τα χρήματα για την πώληση του διαμερίσματος δόθηκαν από τους αγοραστές κατευθείαν στην Εναγόμενη χωρίς καμία ένσταση του Ενάγοντα. Επιπλέον ισχυρίζεται η Εναγόμενη ότι η πρώτη φορά που άκουσε την απαίτηση του Ενάγοντα περί διαμοιρασμού του υπολοίπου του τιμήματος πώλησης ήταν μέσω της επιστολής των δικηγόρων του στις 04/05/2017, περί τα δύο έτη μετά την πώληση του διαμερίσματος το καλοκαίρι του 2015.

Αντεξεταζόμενη η μάρτυρας αρνήθηκε την υποβολή ότι ο Ενάγοντας ουδέποτε συγκατατέθηκε να κρατήσει η ίδια το υπόλοιπο των χρημάτων από την πώληση του διαμερίσματος. Υποστήριξε ότι η συμφωνία που είχε με τον Ενάγοντα όπως κρατήσει εκείνη μόνο το υπόλοιπο των χρημάτων ήταν προφορική. Ο λόγος ήταν ότι η Εναγόμενη μόνη της αποκλειστικά συνεισέφερε χρήματα για την αγορά του διαμερίσματος αλλά και για την πληρωμή των λογαριασμών κοινής ωφελείας όταν ο Ενάγοντας ζούσε στο διαμέρισμα. Ισχυρίστηκε ότι ο Ενάγοντας ήταν μόνο στα χαρτιά ιδιοκτήτης του διαμερίσματος. Η μάρτυρας διευκρίνισε, επίσης, ότι ο λόγος που έγραψε το ½ του μεριδίου του διαμερίσματος στον Ενάγοντα κατά την αγορά του, είναι επειδή δεν ήθελε να τον κάνει να νιώθει μειονεκτικά. Το συγκεκριμένο ακίνητο ήθελε να αποτελέσει τη βάση της νέας ζωής που ξεκινούσε μαζί με τον Ενάγοντα. Η ίδια αναφέρει ότι εμπιστεύτηκε τον Ενάγοντα. Δεν πίστευε ότι τα πράγματα θα έφταναν σε αυτό το σημείο.

 

Προς υποστήριξη των ισχυρισμών της η Εναγόμενη κατέθεσε ως τεκμήρια τα ακόλουθα έγγραφα:

 

Τεκμήριο 3Α: Αναλυτική κατάσταση Τραπεζικού λογαριασμού στεγαστικού δανείου με αριθμό 098-12-004556 από 30/06/2007 μέχρι την εξόφληση του στις 07/07/2015.

Τεκμήριο 3Β: Λεπτομέρειες τριών συναλλαγών από προσωπικό λογαριασμό της Εναγόμενης ( ημερομηνίας 23/05/2011 - €650, 19/01/2012 - €400 και 28/02/2014 - €4,730)  που αφορούν την αποπληρωμή των δόσεων του επίδικου στεγαστικού δανείου.

Τεκμήριο 3Γ: Δέσμη αποδείξεων από καταθέσεις στον επίδικο δανειακό Τραπεζικό Λογαριασμό. Συγκεκριμένα: 1) Αποδείξεις για κατάθεση  στις 30/04/2013 του ποσού των €1,062, στον δανειακό λογαριασμό. 2)  Αποδείξεις για κατάθεση  στις 30/09/2011 του ποσού των €1,613, στον δανειακό λογαριασμό. 3) Αποδείξεις για κατάθεση στις 28/02/2014 του ποσού των €4,730 στον δανειακό λογαριασμό.

Τεκμήριο 4: Μηνιαία εμβάσματα του ποσού των €523,11 από 26/03/2014 – 26/05/2015, από τον Τραπεζικό λογαριασμό της Εναγομένης 2 στην Ελληνική Τράπεζα  στον λογαριασμό δανείου στην Τράπεζα Κύπρου.

Τεκμήριο 5: Δέσμη με μεταφορές χρημάτων από  στον Τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί η Εναγόμενη στην Τράπεζα Κύπρου (πρώην Marfin Popular Bank) για τα έτη 2009 (ημερομηνίες 02/02/2009, 03/03/2009,16/04/2009), 2011, 2012 και 2013 (ημερομηνίες 28/01/2013, 21/02/2013, 25/02/2013 και 03/07/2013).

Τεκμήριο 6: Δέσμη εγγράφων που περιέχουν αποδείξεις μεταφοράς χρημάτων ως εξής:

Α) Μεταφορά του ποσού των 95,896 στερλινών από την Τράπεζα HSBC στην Cyprus Popular Bank Ltd ημερομηνίας 17/12/2004.

Β ) Επιστολή ημερομηνίας 16/12/2004, που αναφέρει ότι πιστώθηκε ο λογαριασμός της Εναγόμενης στην  Τράπεζα HSBC με το ποσό των 226,512,17 στερλινών.

Γ) Επιστολή ημερομηνίας 16/12/2004, που αναφέρει ότι λήφθηκε πληρωμή ύψους 45,476.70 στερλινών για πληρωμή υποθήκης.

Δ) Επιστολή ημερομηνίας 02/03/2005 από  “Swift Property Solicitors”, με την οποία πληροφορείται ότι πωλήθηκε ακίνητο της Εναγόμενης στο Ηνωμένο Βασίλειο, έναντι του ποσού των 277,000.00 στερλινών και αφού αποπληρώθηκε η υποθήκη που βάρυνε το ακίνητο το υπόλοιπο ποσό της αγοράς καταβλήθηκε στην Εναγόμενη.

Ε) Κατάσταση με μεταφορές χρημάτων στο προσωπικό λογαριασμό της Εναγόμενης στην Λαϊκή Τράπεζα

Τεκμήριο 7: Επιστολή ημερομηνίας 18/01/2011 της Marfin Laiki Bank προς τους διαδίκους αναφορικά με το δάνειο τους.

Τεκμήριο 8: Πωλητήριο έγγραφο του επίδικου ακινήτου ημερομηνίας 28/06/2015

Τεκμήριο 9: Πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας από το Τμήμα Κτηματολογίου ημερομηνίας 29/05/2015, αναφορικά με το επίδικο ακίνητο. 

Τεκμήριο 10: Δέσμη αποδείξεων πληρωμής “Τέλους Βελτιώσεως” ύψους €14,30 η κάθε μία, προς το Κοινοτικό Συμβούλιο Περβολιών ημερομηνίας 30/06/2015, για τα έτη 2013 και 2014 αναφορικά με τον Ενάγοντα και την Εναγόμενη.

Τεκμήριο 11: Αποδείξεις πληρωμής τελών Κτηματολογίου για την αγορά και πώληση του επίδικου διαμερίσματος.

Τεκμήριο 12: Απόδειξη πληρωμής μεταβιβαστικών τελών ημερομηνίας 23/08/2012 συνοδευόμενη από κατάσταση λογαριασμού της Εναγόμενης που δείχνει ότι η συγκεκριμένη πληρωμή έγινε από τον προσωπικό λογαριασμό της.

Τεκμήριο 13: Απόδειξη πληρωμής από την Εναγόμενη του κτηματικού φόρου προς την εταιρεία Akathiotis Developers, απόδειξη μεταφοράς χρημάτων και κατάσταση λογαριασμού.

Τεκμήριο 14: Απόδειξη πληρωμής από την Εναγόμενη προς την εταιρεία Constandia & Vayianos Services Ltd, για παροχή μεταβιβαστικών εργασιών ημερομηνίας 02/07/2015.

Τεκμήριο 15: Καταστάσεις πληρωμής ασφαλίστρων.

Τεκμήριο 16: Απόδειξη πίστωσης  του ποσού των €20,000 στον λογαριασμό της Εναγόμενης στην Ελληνική Τράπεζα, στις 02/07/2015.

Τεκμήριο 17: Κατάσταση του λογαριασμού της Εναγόμενης στην Τράπεζα Κύπρου για την περίοδο 01/01/2015 – 31/12/2015 και 01/01/2016 – 30/12/2016.

Τεκμήριο 18: Κατάσταση λογαριασμού του στεγαστικού δανείου των διαδίκων στην οποία φαίνεται η εξόφληση αυτού στις 07/07/2015.

Τεκμήριο 19:   Επιστολή Δικηγόρων του Ενάγοντα ημερομηνίας 04/05/2017.

Τεκμήριο 20: Αντίγραφο ταυτότητας Εναγόμενης και Διαβατηρίου Ενάγοντος.

Τεκμήριο 21: Επιστολή Δικηγόρων Εναγομένης ημερομηνίας 17/05/2017 προς Δικηγόρους Ενάγοντα.

Τεκμήριο 22: Επιστολή Δικηγόρων Ενάγοντα ημερομηνίας 23/05/2017 προς Δικηγόρους Εναγομένης.

 

  1. Το κύριο επίδικο ζήτημα:

 

Μέσω αντιπαραβολής των δικογράφων αλλά και της μαρτυρίας που προσκομίστηκε από τους διαδίκους, διαπιστώνω ότι το κύριο επίδικο ζήτημα της παρούσας υπόθεσης είναι το κατά πόσο συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι το υπόλοιπο των χρημάτων που παρέμεινε από την πώληση του διαμερίσματος (αφού πληρώθηκε το δάνειο), έπρεπε να διαμοιραστεί μεταξύ Ενάγοντος και Εναγομένης (εκδοχή Ενάγοντος) ή αν ο Ενάγοντας συμφώνησε όπως όλο το ποσό κρατηθεί από την Εναγόμενη ( εκδοχή Εναγόμενης).

 

  1. Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

Προχωρώ σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω (βλ. Al Ittihad Al Watani κ.ά. v. Παπαδόπουλου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1924). Κατά την αξιολόγηση εκάστης μαρτυρίας λαμβάνω υπόψη το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου (βλ. Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506,  Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056).

Η μαρτυρία των Μ.Ε 1 και Μ.Ε 2, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, δεν προσβλήθηκε με αντεξέταση και κατέστη ουσιαστικά παραδεκτή στην ολότητα της. Η μαρτυρία που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα είναι αυτή των ίδιων των διαδίκων ΜΕ 3 και ΜΥ1.

 

Αναφορικά με την μαρτυρία του Ενάγοντα (Μ.Ε 3) παρατηρώ ότι η εκδοχή των γεγονότων  που αυτός παρουσιάζει έχει λογική και πειστικότητα. Επισημαίνω το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι αυτός ήταν κατά ½ μερίδιο ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου που πωλήθηκε. Συνεπώς, λογικώς εχόντων των πραγμάτων ο Ενάγοντας δικαιούται και θα έπρεπε να λάβει το ½ του υπολοίπου του τιμήματος πώλησης του επίδικου ακινήτου, που αντιστοιχεί στο μερίδιο του.  

 

Η θέση του Ενάγοντα ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ αυτού και της Εναγόμενης, όπως η τελευταία του καταβάλει το μερίδιο που του αναλογούσε από το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης υποστηρίζεται και από τον όρο 9(b) του πωλητηρίου ημερομηνίας 28/06/2015 (βλέπε τεκμήριο 8), ο οποίος αναφέρει το εξής: “The sellers are jointly responsible to allocate and share the purchase price between themselves...”  σε ελεύθερη μετάφραση : Οι πωλητές από κοινού είναι υπεύθυνοι να κατανείμουν και διαμοιράσουν τo τίμημα πώλησης μεταξύ τους.

 

Εν ολίγοις, αυτό που συνάγεται από τον πιο πάνω όρο, είναι ότι μετά την καταβολή του τιμήματος πώλησης στους διαδίκους από τους αγοραστές του ακινήτου, θα ακολουθούσε διαμοιρασμός και κατανομή του ποσού μεταξύ των διαδίκων. Συνεπώς, ο Ενάγοντας σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να παραιτείται από τη διεκδίκηση του  μεριδίου που του αναλογεί, παρά το γεγονός ότι το τίμημα πώλησης του διαμερίσματος καταβλήθηκε εξ’ ολοκλήρου στην Εναγόμενη.  

 

Στην αντίπερα όχθη, η εκδοχή της Εναγομένης (Μ.Υ 1), για τους ίδιους λόγους που αναφέρω ανωτέρω δεν μου φαίνεται ούτε εύλογη ούτε πειστική. Τα ίδια τα γεγονότα ανατρέπουν την εκδοχή της περί προφορικής συμφωνίας του Ενάγοντα να κρατήσει η ίδια το σύνολο του τιμήματος πώλησης του ακινήτου. Ο Ενάγοντας, έστω και με κάποια καθυστέρηση, διεκδίκησε το ποσό που του αναλογεί από την πώληση του επίδικου ακινήτου.

Δεν παραβλέπω τους ισχυρισμούς της Εναγόμενης περί της δικής της συνεισφοράς στην αγορά του επίδικου ακινήτου. Λαμβάνω επίσης υπόψη την προσκόμιση σωρείας αποδείξεων και καταστάσεων λογαριασμών που δείχνουν  ότι μεγάλο μέρος των δόσεων για την πληρωμή του δανείου προερχόταν από δικούς της τραπεζικούς λογαριασμούς (βλέπε τεκμήρια 3Α - 5). Σε κάθε περίπτωση, η έκταση της συνεισφοράς του καθενός εκ των διαδίκων στην αγορά του εν λόγω διαμερίσματος, δεν είναι ικανή από μόνη της να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι υπήρξε προφορική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων όπως η Εναγόμενη, εξοφλήσει το δάνειο και ακολούθως κρατήσει το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης του επίδικου ακινήτου. Η θέση της Εναγομένης περί ύπαρξης προφορικής συμφωνίας και συνεννόησης μεταξύ των διαδίκων, με το περιεχόμενο που ισχυρίζεται, δεν είναι πειστική. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η Εναγόμενη δεν προέβαλε εξαρχής και με συνέπεια τη θέση που προβάλλει σήμερα, δηλαδή περί ύπαρξης προφορικής συμφωνίας και συνεννόησης να κρατήσει όλα τα χρήματα από την πώληση του διαμερίσματος. Συγκεκριμένα, όταν η Εναγόμενη κλήθηκε αρχικά να απαντήσει, μέσω των δικηγόρων της, στην επιστολή-απαίτηση του Ενάγοντα ημερομηνίας 04/05/2017 (τεκμήριο 19), εκείνο που επιχείρησε ήταν να απορρίψει γενικά την εκδοχή του Ενάγοντα, αναδεικνύοντας την καθυστέρηση στην έγερση του ζητήματος από μέρους του ως ένδειξη της αβασιμότητας του. Δεν ανέφερε, όμως, το οτιδήποτε περί ύπαρξης ρητής προφορικής συμφωνίας μεταξύ τους, με το περιεχόμενο που η ίδια ισχυρίζεται. Αν υπήρχε όντως τέτοια ρητή προφορική συνεννόηση ως ισχυρίζεται η Εναγόμενη, και δεν αποτελούσε αυτή προϊόν εκ των υστέρων σκέψης της, γιατί να μην την προβάλει με κάθε λεπτομέρεια στην απάντηση της προς την επιστολή του Ενάγοντα. Το ζήτημα αυτό έχει τη σημασία του στην αξιολόγηση της εκδοχής της Ενάγουσας. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιες τις παραγράφους 2 και 3 της εν λόγω απαντητικής επιστολής ημερομηνίας 17/05/2017 (τεκμήριο 21), οι οποίες περικλείουν και την ουσία της αρχικής της απάντησης στην αξίωση του Ενάγοντα:

 

“ 2. The allegations in your letter are untrue, unfounded and are an afterthought  of your  client. Our client owes nothing to your client.

3. The fact that your client has raised this unfounded issue 2 years after the sale of the property is yet another indication of your client's false and unfounded story. Your client has never demanded in the past any money from the said sale of the property or on any other basis.”

σε ελεύθερη μετάφραση :

2. Οι ισχυρισμοί στην επιστολή σας είναι αναληθείς, αβάσιμοι και αποτελούν εκ των υστέρων σκέψη του πελάτη σας. Η πελάτιδα μας δεν οφείλει τίποτα στον πελάτη σας.

3. Το γεγονός ότι ο πελάτης σας έθεσε αυτό το αβάσιμο ζήτημα 2 χρόνια μετά την πώληση του ακινήτου είναι άλλη μια ένδειξη της ψευδούς και αβάσιμης ιστορίας του πελάτη σας. Ο πελάτης σας δεν έχει ποτέ στο παρελθόν απαιτήσει χρήματα από την εν λόγω πώληση του ακινήτου ή σε οποιαδήποτε άλλη βάση.

Για τους λόγους που παρέθεσα ανωτέρω θεωρώ ότι η μαρτυρία της Εναγόμενης ( Μ.Υ 1) επί του ουσιώδους επίδικου ζητήματος είναι επισφαλής και μη πειστική, συνεπώς κρίνω ότι δεν μπορώ να βασιστώ σε αυτή για εξαγωγή ευρημάτων. 

Από την άλλη η μαρτυρία του Ενάγοντα (Μ.Ε 3) διέπεται από πειστικότητα και λογικοφάνεια και γενικότερα θεωρώ ότι παρέχει τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας προκειμένου να μπορέσω να βασιστώ σε αυτή για εξαγωγή ευρημάτων.

 

  1. Ευρήματα:

 

Στη βάση των μη αμφισβητούμενων γεγονότων αλλά και του μέρους της μαρτυρίας που κρίθηκε αποδεκτό και αξιόπιστο, μπορώ να προβώ στα εξής ευρήματα αναφορικά με την παρούσα υπόθεση: 

  1. Οι διάδικοι ήταν ιδιοκτήτες κατά ½ μερίδιο έκαστος του επίδικου διαμερίσματος.
  2. Οι διάδικοι συμφώνησαν να πουλήσουν το επίδικο διαμέρισμα στις 28/06/2015 για το ποσό των €90,000. Συμφωνήθηκε περαιτέρω προφορικώς μεταξύ τους ότι με τα χρήματα που θα εισέπρατταν από την πώληση θα εξοφλείτο το κοινό στεγαστικό δάνειο τους στην Τράπεζα Κύπρου και το υπόλοιπο ποσό θα διαμοιραζόταν μεταξύ τους εξίσου.
  3. Το τίμημα πώλησης του διαμερίσματος, δηλαδή οι €90,000, εισπράχθηκαν εξ’ ολοκλήρου από την Εναγόμενη. Συγκεκριμένα εισπράχθηκαν €5,000 κατά την υπογραφή της συμφωνίας πώλησης στις 28/06/15 και ακολούθως στις 02/07/15 δόθηκαν δύο επιταγές στην Εναγόμενη, μία ύψους €65,000  και μία άλλη €20,000 για εξόφληση του τιμήματος πώλησης.  Η επιταγή ύψους €65,000 κατατέθηκε σε λογαριασμό της Εναγόμενης στην Τράπεζα Κύπρου ενώ η επιταγή ύψους €20,000 κατατέθηκε σε λογαριασμό της Εναγόμενης στην Ελληνική Τράπεζα.
  4. Στις 07/07/2015 η Εναγόμενη εξόφλησε το δάνειο των διαδίκων στην Τράπεζα Κύπρου, καταβάλλοντας το ποσό των €56,956.18.
  5. Παρέμεινε συνεπώς το ποσό των €33,043.82 από την πώληση του επίδικου διαμερίσματος. Το ήμισυ του ποσού αυτού, δηλαδή τις €16,521.91, η Εναγόμενη όφειλε δυνάμει της προφορικής συμφωνίας με τον Ενάγοντα να τις καταβάλει στον τελευταίο. 
  6. Παρά τις οχλήσεις του Ενάγοντα (βλέπε επιστολή ημερομηνίας 04/05/2017 τεκμήριο 19), η Εναγόμενη αρνείται να του καταβάλει το πιο πάνω ποσό των €16,521.91 που του οφείλει ( βλέπε επιστολή ημερομηνίας 17/05/2017 - τεκμήριο 21).

 

  1. Νομική Πτυχή:

Αναφορικά με την πρώτη προδικαστική Ένσταση:

Η πλευρά της Εναγομένης δικογραφεί ως προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα αγωγή εσφαλμένα καταχωρήθηκε με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Όπως ισχυρίζονται υπάρχει ισχυρισμός στο δικόγραφο του Ενάγοντα περί «δόλου», συνεπώς η παρούσα αγωγή έπρεπε να εγερθεί με κλητήριο γενικώς οπισθογραφημένο σύμφωνα με τη Δ.2 Θ. 6(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Η πλευρά της Εναγομένης εισηγείται ότι το γεγονός αυτό πρέπει να οδηγήσει δίχως άλλο σε απόρριψη της αγωγής.

Διαφωνώ με την εισήγηση της Εναγόμενης. Όπως κρίθηκε στην Φαλέκκος Γιώργος ν. Κυριάκου Χριστοφίδη (2013) 1 ΑΑΔ 2534, το ζήτημα της καταχώρησης αγωγής, εκεί που υπάρχει ισχυρισμός για δόλο, σε ειδικώς αντί σε γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο σύμφωνα με τη Δ.2 Θ.6(4), ανάγεται σε θεραπεύσιμη παρατυπία σύμφωνα με τη Δ.64 θ. 1 και 3 των Θ.Π.Δ.   Η εξουσία του Δικαστηρίου για θεραπεία της παρατυπίας μπορεί να ασκηθεί ακόμη και αυτεπάγγελτα.

Στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη πρωτίστως ότι η Εναγόμενη δεν φαίνεται να υπέστη τον οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό από την καταχώρηση της παρούσας αγωγής σε ειδικώς αντί σε γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως ασκήσω την διακριτική μου ευχέρεια για να θεραπεύσω την συγκεκριμένη παρατυπία. Εκδίδεται συνεπώς διάταγμα άρσης της πιο πάνω παρατυπίας.

Αναφορικά με αξίωση του Ενάγοντα, κρίνω ότι στη βάση των ευρημάτων μου έχει καταδειχθεί τόσο η ύπαρξη προφορικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ( άρθρο 10 κεφ. 149) όσο και παράβαση της ρηθείσας συμφωνίας από πλευράς Εναγομένης, η οποία αρνείται να εκπληρώσει τη συμβατική της υποχρέωση της και να καταβάλει στον Ενάγοντα το ποσό των €16,521.91, που αποτελεί το ήμισυ του υπολοίπου από την πώληση του επίδικου διαμερίσματος. Συνεπώς, ο Ενάγοντας δικαιούται σε απόφαση εναντίον της Εναγομένης για το πιο πάνω ποσό, στη βάση του άρθρου 73(1) του Κεφ. 149 ( βλέπε κατ’ αναλογία Μιχάλης Ιωάννου v. SG Massif Wooden Doors & Windows Limited, Πολιτική Έφεση αρ. 81/2019, 21/3/2025).

Οι αξιώσεις του Ενάγοντα περί τιμωρητικών και επαυξημένων αποζημιώσεων δεν προωθούνται μέσω της γραπτής του αγόρευσης και συνεπώς απορρίπτονται ως εγκαταληφθείσες. Εξάλλου, όπως δέχεται η Νομολογία η αξίωση τέτοιου είδους αποζημιώσεων περιορίζεται μόνο στο πλαίσιο αστικών αδικημάτων ( βλέπε Ερωτοκρίτου v. Θεοδώρου κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1800, Δρυάδης Δάφνος κ.ά. ν. Kώστα Kαλησπέρα (1998) 1 ΑΑΔ 881)

Η δεύτερη προδικαστική ένσταση της Εναγομένης, σύμφωνα με την οποία δεν περιέχεται λογικό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της, κρίνεται κατ’ επέκταση ως αβάσιμη και απορρίπτεται.  

Η ανταπαίτηση της Εναγόμενης βασίζεται στον ισχυρισμό της ότι αναγκάστηκε να υπερασπιστεί μία ανυπόστατη και ανεδαφική αγωγή εξαιτίας της οποίας υποβλήθηκε σε ταλαιπωρία και στη βάση αυτή αξιώνει γενικές αποζημιώσεις από τον Ενάγοντα.

Ενόψει των ανωτέρω ευρημάτων αλλά και της κατάληξης επί της απαίτησης του Ενάγοντα εναντίον της Εναγομένης, η ανταπαίτηση της Εναγομένης καθίσταται επί της ουσίας αβάσιμη. Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι δεν χρειάζεται να επεκταθώ περαιτέρω. Η ανταπαίτηση της Εναγόμενης απορρίπτεται.

  1. Κατάληξη:

Ενόψει των πιο πάνω, η απαίτηση του Ενάγοντα κρίνεται ως βάσιμη και επιτυγχάνει. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης για το ποσό των €16,521.91, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξόφλησης.

Η ανταπαίτηση της Εναγόμενης για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω  απορρίπτεται.

Τα έξοδα ακολουθούν το αποτελέσματα και συνεπώς τόσο τα έξοδα της απαίτησης όσο και της ανταπαίτησης επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Νοείται ότι ενόψει συνεκδίκασης απαίτησης και ανταπαίτησης, ο Ενάγοντας θα δικαιούται ένα σετ εξόδων. 

 

 

                                                                                                        (Υπ.) ......................................

Μ. Π. Μιχαήλ Ε.Δ

Πιστόν αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο