Αριστόδημος Μιχαηλίδης κ.α. ν. 101 Development Company Limited κ.α., Αρ. Αγωγής: 1948/19, 28/2/2025
print
Τίτλος:
Αριστόδημος Μιχαηλίδης κ.α. ν. 101 Development Company Limited κ.α., Αρ. Αγωγής: 1948/19, 28/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. Γεωργίου - Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1948/19

Μεταξύ:

1. Αριστόδημος Μιχαηλίδης

2. Ευέλθων Μιχαηλίδης

3. Κωνσταντίνος Σοφοκλέους

4. Τσορνένκαγια Σοφοκλέους Τατσιάνα

Εναγόντων

και

 

1. 101 Development Company Limited

2. Cyfield Engineering and Contracting Public Ltd

3. Cyfield Development Public Ltd

4. Δήμος Λευκωσίας

5. Γενικός Εισαγγελέας

Εναγόμενων

---------------------------------

Αίτηση ημερομηνίας 10/10/2023

για παραμερισμό ή/και διαγραφή της αγωγής

 

Ημερομηνία: 28 Φεβρουαρίου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενο 4 - Αιτητή: κα Κ. Αχιλλέως, για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Ενάγοντες - Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Α. Γεωργίου για Μ. Γεωργίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενους 1, 2 και 3: κα Γάη για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο Εναγόμενος 4 με την αίτησή του ζήτησε διάταγμα με το οποίο να παραμερίζεται ή και να διαγράφεται στην ολότητά της η αγωγή που εκκρεμεί εναντίον του λόγω του ότι δεν αποκαλύπτει καλή ή και λογική αιτία αγωγής ή και είναι ενοχλητική ή και επιπόλαια (frivolous and vexatious) γιατί επιδιώκει ανεπίτρεπτα και κατά παράβαση του Άρθρου 146 του Συντάγματος την εξέταση και αξιολόγηση της νομιμότητας και εγκυρότητας εκτελεστών διοικητικών πράξεων οι οποίες δεν έχουν προσβληθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο.

 

Νομική βάση για την αίτηση αποτέλεσαν η Δ.19 θ.26, η Δ.27 θ.3, η Δ.48 θ.θ.1‑ 4, 9 και 9(j)(o)(u), η Δ.64 θ.1(1) και (2) και 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, το Άρθρο 146 του Συντάγματος, οι συμφυείς εξουσίες και η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και η νομολογία.

 

Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αίτηση παρατίθενται σε ένορκη δήλωση της Ειρήνης Αχιλλέως, Λειτουργού στον Δήμο Λευκωσίας, Εναγόμενου 4 ‑ Αιτητή. Η Ομνύουσα έχει ιδίαν γνώση των γεγονότων και καταγράφει ότι η συγκεκριμένη αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί λόγω του ότι το σύνολο των αιτούμενων θεραπειών που αξιώνονται εξαρτάται από την αξιολόγηση, εκ μέρους του Δικαστηρίου, της εγκυρότητας και νομιμότητας των πολεοδομικών και οικοδομικών αδειών που εκδόθηκαν για την ανέγερση της πολυώροφης οικοδομής επί της Λεωφόρου [ ], εντός των τεμαχίων [ ], [ ] και [ ], Φ./Σχ 21/540202, με αριθμούς εγγραφής 25/[ ], 25/[ ] και 25/[ ], χωρίς οι συγκεκριμένες άδειες να έχουν ακυρωθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο. Σύμφωνα με το κείμενο του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, αποτελεί προϋπόθεση, για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων ενώπιον του Πολιτικού Δικαστηρίου, η ακύρωση της διοικητικής πράξης που προκάλεσε τη ζημιά. Απλή ανάγνωση της Έκθεσης Απαίτησης των Εναγόντων και των αξιώσεων που καταγράφονται αποκαλύπτει ότι οι Ενάγοντες παραπονιούνται για παράνομη ή και λανθασμένη έκδοση, εκ μέρους του Εναγόμενου 4 - Αιτητή, των πολεοδομικών και οικοδομικών αδειών μετά από αίτηση της Εναγόμενης 1 και ότι ο Εναγόμενος 4 παραβίασε το καθήκον επιμέλειας κατά την εξέταση για έκδοση των αδειών. Συγκεκριμένα, αμφισβητείται η νομιμότητα και εγκυρότητα της Πολεοδομικής Άδειας με αριθμό 8155 που εκδόθηκε στις 02/08/2017. Προωθεί την άποψη ότι η έκδοση τόσο της Πολεοδομικής Άδειας καθώς και της Άδειας Οικοδομής, που εκδίδονται από τον Δήμο, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και η αναθεώρησή της ανάγεται στον τομέα του Δημόσιου Δικαίου που ελέγχεται αποκλειστικά από το Διοικητικό Δικαστήριο. Λόγω του ότι η νομιμότητα των συγκεκριμένων πράξεων του Δήμου δεν ανατράπηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο, οι Ενάγοντες δεν έχουν οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Εναγόμενου 4 - Αιτητή.

 

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς που παρατίθενται στην Έκθεση Απαίτησης, σημειώνει ότι ο Εναγόμενος 4 - Αιτητής αποτελεί Πολεοδομική Αρχή και χορήγησε μετά από αίτηση της Εναγόμενης 1 την Πολεοδομική Άδεια 9152 με ισχύ μέχρι 04/02/2027, την Πολεοδομική Άδεια 8024 με ισχύ μέχρι 12/02/2023, την Πολεοδομική Άδεια 8155 με ισχύ μέχρι 01/08/2023 και την Πολεοδομική Άδεια 8655 με ισχύ μέχρι 01/08/2023. Χορήγησε και τις Οικοδομικές Άδειες με αριθμούς 8958, 9086, 9324, 9700 και 10406. Προωθεί τη θέση ότι τα επίδικα τεμάχια βρίσκονται εντός του Πυρήνα Εμπορικής Ζώνης (ΠΕΖ) σε κεντρική περιοχή εκτός των τειχών του αστικού κέντρου όπου δεν υπάρχει ανώτατο όριο στον αριθμό ορόφων και στο ύψος των κτηρίων και γι' αυτό δεν προβλέπεται η αναγκαιότητα λήψης απόψεων των περιοίκων για να εγκριθεί η ανέγερση της οικοδομής, δυνάμει του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης Περιοχής Κέντρου Λευκωσίας του 2017.

 

Υποστηρίζει ότι δεν προκλήθηκε οποιαδήποτε ζημιά στους Ενάγοντες από το αναπτυξιακό έργο, ούτε και θα προκληθεί τέτοια ζημιά από το αναπτυξιακό έργο, αντιθέτως θα αυξηθεί σημαντικά η αξία του τεμαχίου των Εναγόντων. Η αίτηση είχε υποβληθεί από την Εναγόμενη 1 στις 19/09/2016 για την χορήγηση άδειας ανέγερσης 29 ορόφων και με μεταγενέστερη αίτηση ημερομηνίας 09/03/2017 αιτήθηκε την ανέγερση 32 ορόφων με τροποποιημένα σχέδια. Σε σχέση με τους ισχυρισμούς που αφορούν την παραβίαση φωτός, την ιδιωτική οχληρία και τη δημόσια οχληρία προωθεί την άποψη ότι υπήρχε δυνατότητα υποβολής ενστάσεων επί του προτεινόμενου Σχεδίου Περιοχής Κέντρου Λευκωσίας του 2017, όπως προνοείται και από τον περί Πολεοδομίας Νόμο. Το Σχέδιο εγκρίθηκε και δημοσιεύτηκε μετά από εξέταση και απάντηση στις υποβληθείσες ενστάσεις από αρμόδια Επιτροπή και οι Ενάγοντες δεν είχαν υποβάλει οποιανδήποτε ένσταση σε σχέση με τις επίδικες πρόνοιες που επιτρέπουν την ανάπτυξη κτηρίου ίδιου μεγέθους με το επίδικο. Ισχυρίζεται ότι όσον αφορά τη συγκεκριμένη οικοδομή είχαν διενεργηθεί δεόντως και εγκαίρως όλες οι απαιτούμενες μελέτες, οι οποίες είχαν υποδείξει πως ο βαθμός επηρεασμού των ανέσεων της περιοχής δεν υπερέβαινε το όριο του λογικού και γενικά αποδεκτού όπως απαιτεί το Σχέδιο Ανάπτυξης. Γι' αυτό και προωθείται η θέση ότι η σχετική αξίωση που αφορά αποζημιώσεις λόγω παράνομης επέμβασης είναι ενοχλητική και επιπόλαια και εν πάση περιπτώσει, δεν στοιχειοθετείται οποιοδήποτε νόμιμο ή βάσιμο αγώγιμο δικαίωμα.

 

Υποστηρίζει, η Ομνύουσα, ότι το αναπτυξιακό έργο πληροί τις πρόνοιες του Σχεδίου Ανάπτυξης σε ό,τι αφορά τον αριθμό ορόφων, το ύψος, τις αποστάσεις από τα πλαϊνά σύνορα, τον συντελεστή δόμησης, τους χώρους στάθμευσης και την τοποθεσία παραθύρων. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε παρεμπόδιση κυκλοφορίας, ούτε επέμβαση στο δημόσιο πεζοδρόμιο. Εν πάση περιπτώσει, στις εκδοθείσες άδειες οικοδομής υπάρχουν σαφείς όροι σε σχέση με την κατασκευή ιδιωτικού πεζοδρομίου έτσι ώστε να είναι πλήρως συμβατό με το αναπτυξιακό έργο. Το Σχέδιο Ανάπτυξης δεν επιβάλλει την ύπαρξη απόστασης μεταξύ των κτηρίων της περιοχής.

 

Αρνείται ότι υπήρξε παραβίαση του καθήκοντος επιμέλειας και προωθεί τη θέση ότι η ισχυριζόμενη πράξη ή παράλειψη αποτελεί πτυχή της διοικητικής λειτουργίας του Δήμου και η έκδοση των πολεοδομικών και οικοδομικών αδειών συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς για έλλειψη δέουσας έρευνας και παραβίασης δέσμιου καθήκοντος κατά την έκδοση των αδειών, προωθείται η θέση ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να εξεταστούν από Πολιτικό Δικαστήριο γιατί εμπίπτουν στην δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου. Υποστηρίζει ότι δικαίωμα για αποζημίωση γεννάται μόνο εφόσον ακυρωθεί η διοικητική πράξη από το Διοικητικό Δικαστήριο. Υποστηρίζει ότι επιβάλλεται η διαγραφή της αγωγής είτε στην ολότητά της είτε στον βαθμό που αφορά τον Αιτητή‑ Εναγόμενο 4 αφού δεν αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής και η αγωγή είναι επιπόλαια ή και ενοχλητική. Καταγράφει ότι οι Ενάγοντες δεν έλαβαν οποιοδήποτε διάβημα για προώθηση της υπόθεσής τους παρά το γεγονός ότι οι Εναγόμενοι δεν καταχώρησαν Έκθεση Υπεράσπισης. Καταλήγει ότι η συγκεκριμένη διαγραφή θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της δικαιοσύνης αφού θα διαφυλαχθεί το τεκμήριο της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και θα περισωθεί δικαστικός χρόνος.

 

Οι Εναγόμενοι ‑ Καθ' ων η Αίτηση αντιμετώπισαν την αίτηση με την καταχώριση ένστασης, στην οποία κατέγραψαν δεκατέσσερεις (14) λόγους ενστάσεως, οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως: Ότι η αίτηση είναι ουσιαστικά, νομικά και πραγματικά αβάσιμη, ότι δεν καταδεικνύεται βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί τη διαγραφή οποιωνδήποτε παραγράφων της Έκθεσης Απαίτησης, ότι η αίτηση είναι κακόπιστη και καταχρηστική ή και καταχωρίστηκε με σκοπό την καθυστέρηση εκδίκασης της αγωγής, ότι είναι γενική και αόριστη και δεν εξειδικεύει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η διαγραφή, ότι οι Αιτητές δεν θα υποστούν οποιαδήποτε δυσχέρεια γιατί τα γεγονότα ήταν γνωστά σε αυτούς, ότι η συμπερίληψη των συγκεκριμένων παραγράφων δεν καταστρατηγεί οποιοδήποτε θεσμό, νομολογία ή κανόνα και κανένα θέμα που εγείρεται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σκανδαλώδες, επιπόλαιο, καταχρηστικό ή και ως μη αποκαλύπτον βάση αγωγής, ότι οι επίδικες παράγραφοι δεν περιπλέκουν την ορθή ή και ταχεία απονομή δικαιοσύνης, ότι σκοπείται ο αποκλεισμός της ουσιαστικής θέσης των Εναγόντων, ότι επηρεάζεται το συνταγματικό δικαίωμα των Εναγόντων να προβάλουν τις αξιώσεις τους στην Έκθεση Απαίτησης κατά παράβαση του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 30 του Συντάγματος, ότι επιζητείται η κρίση επί της ουσίας των ισχυρισμών των Εναγόντων, ότι η αίτηση στηρίζεται σε λανθασμένη δικονομική βάση, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία και αφορούν το ζήτημα της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας ή και τις αρχές της επιπόλαιας και ενοχλητικής απαίτησης και συγκεκριμένα δεν ικανοποιούνται οι όροι «αχρείαστο, σκανδαλώδες και τείνει να προκαλέσει δυσχέρεια» γιατί η Έκθεση Απαίτησης εγείρει σοβαρά νομικά ζητήματα προς εκδίκαση, ότι η αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας ή και είναι κακόπιστη ή και κακόβουλη ή και εκδικητική και ότι η αίτηση καταχωρίστηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση αφού καταχωρίστηκε τρία χρόνια μετά την καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Ως νομική βάση της ενστάσεως, καταγράφηκαν οι Δ.19 θ.θ.3, 4 και 26, Δ.27 θ.θ.2 και 3 και Δ.48 θ.θ.1, 4, 7 και 9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, το δίκαιο της Επιείκειας, καθώς και η εγγενής εξουσία και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα προς υποστήριξη της ένστασης παρατέθηκαν σε ένορκη δήλωση του Ενάγοντα 3, ο οποίος είναι ο ένας εκ των τεσσάρων συνιδιοκτητών του ακινήτου το οποίο βρίσκεται στη γωνία της Λεωφόρου Μακαρίου με την οδό Αρνάλδος, στην ενορία Τρυπιώτη. Είναι η θέση του ότι το συγκεκριμένο ακίνητο επηρεάζεται από τις παράνομες πράξεις των Εναγομένων. Υιοθετεί στην ολότητά τους τους λόγους ενστάσεως που παρατίθενται και υποστηρίζει ότι υπάρχει παράνομη επέμβαση 43 τετραγωνικών μέτρων από την Εναγόμενη 4 στο δικό τους ακίνητο. Οι ίδιοι κατέχουν δύο μελέτες από αρχιτέκτονες που σχετίζονται με την πολεοδομική άδεια που εκδόθηκε από την Εναγόμενη 4, καθώς επίσης και τον επηρεασμό του φωτός από τη συγκεκριμένη ανάπτυξη. Το επίδικο ζήτημα είναι ο ισχυρισμός του ότι συνίσταται στην ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας του Εναγόμενου 4 ‑ Αιτητή προς τους Ενάγοντες, καθώς και την παραβίασή του. Υποστηρίζει ότι είναι διαφορετική η φύση και ο σκοπός της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου που πηγάζει από το Άρθρο 146 του Συντάγματος από τα αστικά αδικήματα για τα οποία ζητείται η αποκατάσταση των Εναγόντων. Εν πάση περιπτώσει, το συγκεκριμένο ζήτημα είναι νομικό και όχι ζήτημα γεγονότων. Προωθείται η θέση ότι εκ μέρους των Εναγόντων δεν υπήρξε κωλυσιεργία αναφορικά με τη συμμόρφωση με τις προθεσμίες και καταλήγει ότι οι βάσεις αγωγής που καταγράφηκαν στο Κλητήριο Ένταλμα, ήτοι η παράνομη επέμβαση και η παράβαση θέσμιου καθήκοντος, είναι βάσεις αγωγής γνώριμες από το Κοινοδίκαιο και θα πρέπει να τους επιτραπεί να παρουσιαστούν ενώπιον του Δικαστηρίου για να αποφασίσει το Δικαστήριο την τύχη τους.

 

Και οι δυο πλευρές προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις με αγορεύσεις τις οποίες παρέδωσαν στο Δικαστήριο. Δεν αντεξετάστηκε οποιοσδήποτε εκ των ενόρκως δηλούντων. Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εναγόμενου 4 - Αιτητή στην γραπτή της αγόρευση προωθεί τη θέση ότι οι πρόνοιες της Δ.27 θ.3 εφαρμόζονται στα γεγονότα της υπό κρίση αγωγής. Υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί των Εναγόντων εναντίον του Εναγόμενου 4 - Αιτητή περιστρέφονται γύρω από δύο άξονες. Ο πρώτος αφορά τις εγκριθείσες Άδειες Οικοδομής και τις εγκριθείσες Πολεοδομικές Άδειες και ο δεύτερος αφορά ισχυρισμούς για παράνομη επέμβαση στο ακίνητο των Εναγόντων. Εισηγείται ότι οι Ενάγοντες όφειλαν να λάβουν μέτρα ακύρωσης των εκδοθείσων αδειών ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου αφού η έκδοσή τους συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Από τη στιγμή που δεν ακυρώθηκαν είναι νόμιμες και έγκυρες και ως εκ τούτου δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί οποιαδήποτε αξίωση. Ισχυρίζεται ότι οι παραβιάσεις θέσμιου καθήκοντος που καταλογίζονται στον Εναγόμενο 4 - Αιτητή πηγάζουν από τους όρους αδειών οι οποίοι παρέμειναν αλώβητοι αφού δεν ακυρώθηκαν. Εισηγείται την αποδοχή της αίτησης για διάσωση δικαστικού χρόνου και εξόδων.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγόντων - Καθ΄ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η διαγραφή δικογράφου συνιστά εξαιρετικό μέτρο. Προώθησε την άποψη ότι ακόμη και αν το δικόγραφο περιέχει κάποια αχρείαστα θέματα αυτό δεν συνιστά ικανοποιητικό λόγο για καταχώριση αίτησης και αναφέρθηκε σε νομολογία. Ισχυρίστηκε ότι υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή της υπό κρίση αίτησης και αυτό, από μόνο του, οδηγεί στην απόρριψη της αίτησης. Κατά τη δική του άποψη, η βάση της αγωγής που αφορά στην παράνομη επέμβαση και την αμέλεια ή και την παράβαση θέσμιου καθήκοντος είναι αναγνωρισμένη και δεν χωρεί αμφισβήτησης με αίτημα διαγραφής. Εισηγήθηκε ότι είναι θέματα ιδιωτικού δικαίου και το αρμόδιο Δικαστήριο για να τα εκδικάσει είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Το Δικαστήριο έχει υπόψη του όλα όσα καταγράφηκαν και θα αναφερθεί περαιτέρω στο περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων όπου κρίνει τούτο απαραίτητο.

 

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Με την γραπτή της αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος του Εναγόμενου 4 - Αιτητή προώθησε ως βάση της υπό κρίση αίτησης τη Δ.27 θ.3, η οποία αφορά απόρριψη ή αναστολή ολόκληρης της αγωγής λόγω του ότι η αγωγή είναι ενοχλητική, καταπιεστική, αχρείαστη και τείνει να προκαταβάλει και να περιπλέξει τη διαδικασία.

 

Στην υπόθεση Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon, (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1338, έτυχαν ερμηνείας τόσο η Δ.19 θ.26, όσο και η Δ.27 θ.3. Διευκρινίστηκε ότι η Δ.19 θ.26 περιορίζεται στη διαγραφή μέρους των δικογράφων και όχι ολόκληρης της αγωγής, κάτι που με την Δ.27 θ.3 είναι δυνατό να επιτευχθεί. Ο κύριος σκοπός της Δ.19 θ.26 είναι η συμμόρφωση με τους κανόνες σύνταξης των δικογράφων και όχι η εξέταση της εγκυρότητας του δικογράφου ή της αγωγής γενικότερα, ζήτημα που καλύπτει η Δ.27 θ.3 (βλ. Cyber Group Ltd v. Χαραλαμπίδη κ.α. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1852). Ανάλυση των υπό εξέταση ζητημάτων εντοπίζεται στο σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob's Precedence on Pleadings, 12η έκδοση, στις σελίδες 138 κ.ε, καθώς επίσης και στο σύγγραμμα Odger΄s on Pleading and Practice, 21η έκδοση, σελίδες 139 κ.ε.. Με σαφήνεια και κατ' επανάληψη, μέσα από τη νομολογία, είναι διατυπωμένη η αρχή ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για διαγραφή, είτε επί μέρους ισχυρισμών που περιέχονται σε ένα δικόγραφο, είτε του ίδιου του δικογράφου θα πρέπει, ως δραστικό μέτρο που είναι, να ασκείται με εξαιρετική φειδώ και με μεγάλη περίσκεψη, αφού αποτελεί εκτροπή από τα συνηθισμένα πλαίσια του αντιπαραθετικού συστήματος.

 

Η Δ.27 θ.3, προνοεί ως ακολούθως:

 

« The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just. ».

 

Η πιο πάνω Διάταξη είναι ταυτόσημη με την O.25 r.3 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών. Το εύρος της και οι αρχές εφαρμογής της, από τα Δικαστήρια, αναλύονται στις σελ. 574 και 575 του Annual Practice 1958. Αναφέρεται:

 

« It is only in plain and obvious cases that recourse should be had to the summary process under this Rule. The powers conferred by r.4 will only be exercised where the case is beyond doubt. The Court must be satisfied that there is no reasonable cause of action. A pleading will not be struck out under this Rule "unless it is not only demurrable but something worse than demurrable”. So long as the Statement of Claim or the particulars disclose some cause of action, or raise some question fit to be decided by a Judge, the mere fact that the case is weak, and not likely to succeed, is no ground for striking it out. And where the Statement of Claim in its present form discloses no cause of action because some material averment has been omitted, the Court, while striking out the pleading, will not dismiss the action, but give the plaintiff leave to amend.».

 

Η Δ.27 παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου των δικογράφων ως επίσης και εξουσία, με συνοπτική διαδικασία, να αναστέλλει ή να απορρίπτει αγωγή όπου το δικόγραφο δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία αγωγής (βλ. Mavromoustaki v. Yeroudes (1965) 1 C.L.R.176, Χ¨ Οικονόμου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 949, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) (ανωτέρω) και πιο πρόσφατα στην Μιχαήλ Σάουρου κ.α ν. Μαρίας Κωνσταντίνου Φιλίππου (2012) 1 Α.Α.Δ. 2141). Από τη νομολογία φαίνεται ότι ο σκοπός της Δ.27 είναι η εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης (βλ. Hambou v. Thoma (1987) 1 C.L.R. 370, Τhe Heirs of Late Theodora Panayi v. The Administrator of the Estate of the Late Stylianos Mandriottis (1963) 1C.L.R. 167). Όπως τονίστηκε επανειλημμένα, η δικαιοδοσία για απόρριψη αγωγής, χωρίς δίκη, ασκείται με άκρα φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου κρίνεται ότι η αιτία αγωγής είναι έκδηλα και σχεδόν αναντίλεκτα ελαττωματική ή όπου η αγωγή ή η υπεράσπιση φαίνεται από τα δικόγραφα ότι είναι επιπόλαιη ή ενοχλητική.

 

Στην υπόθεση Χατζηκυριάκος ν. Κυθρεώτη (1992) 1 Α.Α.Δ. 1119, 1121 αναφέρθηκε ότι:

 

« Η απόφανση για ανυπαρξία εύλογης αιτίας αγωγής οδηγεί αναπόδραστα στον οριστικό τερματισμό της διαδικασίας. Δικαιολογείται αυτός ο τερματισμός μόνο όταν το δικόγραφο είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο. (Βλ.  In re Pelmaco Development Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 246.) Εντοπισμός κάποιας αιτίας αγωγής, η έστω κάποιου ζητήματος κατάλληλου για εκδίκαση από το Δικαστήριο, επιβάλλει τη διατήρηση της διαδικασίας στη ζωή όσο και αν η προοπτική επιτυχίας εμφανίζεται απομακρυσμένη. (Βλ. Costas Mavromoustaki v. I. Yeroudes etc (1965) 1 CLR 176Papamichael v. Chacholiades (1970) 1 CLR 305.). »

 

Στην υπόθεση In Re Pelmako (1991) 1 Α.Α.Δ. 246 το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η διαγραφή δικογράφου, δυνάμει της Δ.19 θ.26 και της Δ.27 θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, συνιστά εξαιρετικό μέτρο που δικαιολογείται μόνο εφόσον το δικόγραφο κρίνεται ως αναντίλεκτα ανυπόστατο. Διαφορετικά, η διαγραφή θα συνεπαγόταν και παράβαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος διαδίκου να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου, στο οποίο δικαιούται να προσφύγει σύμφωνα με το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος. Το δικόγραφο κρίνεται αποκλειστικά με βάση το περιεχόμενο του και τις αντικειμενικές συνέπειες που συνεπάγεται η τεκμηρίωση των ισχυρισμών που προβάλλονται σε αυτό. Αν με βάση αυτά τα στοιχεία το δικόγραφο κριθεί ως αναντίλεκτα ανυπόστατο, τότε διατάσσεται η διαγραφή του. Η διαπίστωση ως προς το κατά πόσο η δικογραφία αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα δεν είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αλλά θέμα δικαίου.

 

Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην υπόθεση Λοΐζος Λουκά & Υιοί Λτδ ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1316, για την εφαρμογή της Δ.27 θ.3, στη σελ. 1326: 

« Προκύπτει από την εξέταση της νομολογίας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν στέργει σε ικανοποίηση αιτήματος για απόρριψη αγωγής, για το λόγο που προβλήθηκε, παρά μόνο στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι: (1) πράγματι το δικόγραφο του ενάγοντα δεν περιέχει, έξω από κάθε αμφιβολία, αιτία αγωγής και (2) η αγωγή δεν μπορεί να διασωθεί ύστερα από τροποποιήσεις που μπορεί νόμιμα το δικαστήριο να επιτρέψει. Διαφορετικά θα έμενε κενό γράμμα το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα εκάστου να προσφύγει στο δικαστήριο για διάγνωση των δικαιωμάτων του σε συγκεκριμένη διαφορά. Από την επισκόπηση της νομολογίας διαφαίνεται μια σταθερή τάση φειδωλής χρήσης της εξουσίας για απόρριψη αγωγής που, όπως η παρούσα, βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα.».

 

          Το σκεπτικό της απόφασης Esquire Holding Ltd v. Tsentas Developers Ltd κ.α. (2016) 1 Α.Α.Δ. 786, εξυπηρετεί την κατανόηση του ζητήματος και αναδεικνύει την απαιτούμενη προσέγγιση από τα Δικαστήρια. Σημειώθηκαν τα ακόλουθα σχετικά στην εν λόγω υπόθεση:

 

« Με βάση τη σχετική νομολογία κάθε αίτημα για διαγραφή δικογράφου είναι εξαιρετικό μέτρο και μέρη από τη δικογραφία μπορούν να διαγραφούν όταν τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς, να προκαλέσουν αμηχανία, ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη της αγωγής. Όπως έχει τεθεί από παλαιά (βλ Annual Practice 1958, σελ.477 κ.ε.) απλή πολυλογία δεν προκαλεί αμηχανία. Το Δικαστήριο δεν υποδεικνύει στα μέρη πώς θα διαμορφώσουν την υπόθεση τους εφόσον αυτά δεν παραβαίνουν τους Κανόνες. Ακόμη και αν ένα δικόγραφο περιέχει αχρείαστα ζητήματα τούτο δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει το Δικαστήριο στη διαγραφή του εφόσον δεν προκαλείται ζημιά στον αντίδικο. Η τελευταία αυτή φράση αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αλλά και ως προς τη συναφή αιτιολογία που πρέπει να δίδεται για τη διαγραφή. Όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί παλαιότερα «though the language of Order 19 Rule 26 is wide, its operation is limited". (βλ. Lavar Shipping Co. Ltd & Another v. Souras Bros Ltd & Another (1972) 4 J.S.C. σελ. 416). ».

 

Στην υπόθεση Cyber Group Ltd v. Χαραλαμπίδης κ.α. (ανωτέρω), επισημάνθηκε εκ νέου ότι η διαγραφή δικογράφου δυνάμει της Δ.19 θ.26 και της Δ.27 θ.3 συνιστά εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν αδιαμφισβήτητα το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο (βλ. και Δημοκρατία ν. Γεωργίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 704).

 

Η έννοια του ανυπόστατου δικογράφου καθορίζεται ως εξής στο σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob's Precedents of Pleadings, 12η εκδ., σελ. 144: 

 

« A pleading or an action is frivolous when it is without substance or groundless or fanciful.». 

 

Είναι ξεκάθαρο ότι για να ασκηθεί η σχετική εξουσία θα πρέπει το δικόγραφο να είναι πασιφανώς ανυπόστατο και υπό αυτή την έννοια να συνιστά, κατ΄ ουσία, κατάχρηση της διαδικασίας. (Βλ. Halsbury's Laws of England, Civil Procedure, 5η εκδ, τόμος 11, παρά. 534).

 

Επίσης, στην υπόθεση Pearce v. Ove Arup Partnership Ltd. And Others [1999] 1 All E.R. 769, 782, αναφέρονται τα εξής

 

« The jurisdiction to strike out an action as an abuse ought to be very sparingly exercised (see E. G. Lawrance v. Lord Norreys [1890] 15 App Cas at 219, [1886-90] All ER Rep 858 at 863), and should not be extended to become a trial of contentious matters on affidavit (see Wenlock v. Moloney [1965] 2 All ER 871, [1965] 1 W.L.R. 1238) ».

 

Από το σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob's Precedents of Pleadings, 12η έκδ., σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα στη σελίδα 143:

 

« Where the statement of claim or defence as pleaded discloses no reasonable cause of action or defence because some material averment has been omitted or because the pleading is defectively stated or formulated, the court, while striking out the pleading, will not dismiss the action or enter judgment, but will give the party leave to amend and if necessary, to serve a fresh pleading to correct or cure the defects appearing in the original pleading. On the other hand, if the court is satisfied that the pleading discloses no reasonable cause of action or defence, as the case may be, and that not amendment, however ingenious, will correct or cure the defect, the pleading will be struct out and the action dismissed or judgment entered accordingly.»

 

Το επίδικο, στην υπό κρίση αίτηση, ζήτημα είναι κατά πόσο, με την Έκθεση Απαίτησης αποκαλύπτεται βάσιμο αγώγιμο δικαίωμα από τους Ενάγοντες εναντίον του Εναγόμενου 4 - Αιτητή. Στην Έκθεση Απαίτησης αναγνωρίζεται ότι ο Εναγόμενος 4 - Αιτητής είναι η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, παράγραφος 1(δ), η οποία εξέδωσε τις οικοδομικές και τις πολεοδομικές άδειες που αφορούσαν την συγκεκριμένη ανάπτυξη. Τα καθοριστικά γεγονότα που αφορούν την αξίωση εναντίον του Εναγόμενου 4 - Αιτητή καταγράφονται, μεταξύ άλλων, στις παραγράφους 10 μέχρι 14 της Έκθεσης Απαίτησης και αφορούν το λανθασμένο της έκδοσης της Πολεοδομικής Άδειας και της Άδειας Οικοδομής. Η ορθότητα της έκδοσης της οποιασδήποτε πολεοδομικής άδειας ή της άδειας οικοδομής ελέγχεται από το Διοικητικό Δικαστήριο. Σύμφωνα με το σκεπτικό, μεταξύ άλλων, των αποφάσεων Χριστοδούλου κ.α ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1103 και Δήμος Στροβόλου ν. Μάρως Μιχαήλ Γιασεμίδου κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 223, η πολεοδομική άδεια και η άδεια οικοδομής αποτελούν δύο χωριστές αυτοτελείς διοικητικές πράξεις που εκδίδονται, η κάθε μια, από διαφορετικό διοικητικό όργανο. Η πολεοδομική άδεια βασίζεται στον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο του 1972, άρθρο 90, ενώ η άδεια οικοδομής στον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ.96. Προσβάλλονται με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Το Δικαστήριο έχει εξετάσει με πολλή προσοχή τους ισχυρισμούς και τις θέσεις των διαδίκων όπως προβάλλονται στην υπό κρίση αίτηση, την ένσταση και τις ένορκες δηλώσεις που τις συνοδεύουν, υπό το φως των νομολογιακών αρχών και των εισηγήσεων των συνηγόρων και των δυο πλευρών. Εξετάζοντας την υπό κρίση αίτηση, το Δικαστήριο οφείλει να περιοριστεί στα όσα δικογραφούνται στην Έκθεση Απαίτησης για να διαπιστώσει κατά πόσο αποκαλύπτεται αιτία αγωγής εναντίον του Εναγόμενου 4 - Αιτητή. Οι παράγραφοι 10 μέχρι 14 της Έκθεσης Απαίτησης αφορούν τη διαδικασία έκδοσης πολεοδομικής άδειας από τον Εναγόμενο 4 - Αιτητή. Δεν χωρεί αμφιβολίας ότι οι αποφάσεις για έκδοση άδειας οικοδομής καθώς και έκδοση πολεοδομικής άδειας συνιστούν διοικητικές αποφάσεις, η ορθότητα των οποίων ελέγχεται μόνο με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος στο Διοικητικό Δικαστήριο και δεν μπορεί να ελεγχθεί από Δικαστήριο που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία.

 

Όσον αφορά την επίκληση της αποκοπής πρόσβασης σε φως, της ιδιωτικής οχληρίας, της δημόσιας οχληρίας, της παράνομης επέμβασης και της παράβασης του θέσμιου καθήκοντος ως βάσεις αγωγής, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι οι Ενάγοντες - Καθ΄ων η αίτηση αναγνωρίζουν ότι ο Εναγόμενος 4 - Αιτητής είναι η αρμόδια πολεοδομική αρχή. Οπόταν, για να μπορεί να θεωρηθεί υπόλογος για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, θα πρέπει να κριθεί ότι η απόφαση του για παραχώρηση των απαιτούμενων αδειών ήταν εσφαλμένη, για τους λόγους που παρατίθενται. Το εσφαλμένο ή όχι της απόφασης για παραχώρηση των συγκεκριμένων αδειών, ως έχει προλεχθεί, υπόκειται στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

Ένα δικόγραφο είναι δυνατόν να διαγραφεί στη βάση της Δ.27 θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών όταν αυτό δεν αποκαλύπτει καν εύλογο αγώγιμο δικαίωμα και όταν καταδειχθεί ότι είναι άνευ ουσίας, ενοχλητικό και χωρίς καμία προοπτική επιτυχίας ή καταπιεστικό που να προκαλεί στην αντίδικη πλευρά αδικαιολόγητη ταλαιπωρία. Το Δικαστήριο έχει υπόψιν το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος v. Κυπριακής Δημοκρατίας, (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 21, στην οποία καταγράφηκε ότι εκείνο που εξετάζεται στα πλαίσια αίτησης διαγραφής δικογράφου είναι το κατά πόσο το δικόγραφο του οποίου ζητείται η διαγραφή είναι ανυπόστατο και μάλιστα αναντίλεκτα ανυπόστατο, καθώς επίσης και το σκεπτικό της πρόσφατης απόφασης του Εφετείου στην Αντωνιάδη κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Πολ. Εφ. Ε86/22 ημερ. 23/02/2024. Επιπρόσθετα, νομολογήθηκε πως το Δικαστήριο οφείλει να ασκεί την εξουσία διαγραφής δικογράφου με προσοχή και φειδώ και ειδικότερα να το πράττει μόνο σε καθαρές περιπτώσεις και εφόσον το συγκεκριμένο δικόγραφο ή μέρος του είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο. Καθοδηγούμενο, το Δικαστήριο, από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίνει ότι η παρούσα εμπίπτει στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις για τις οποίες θα πρέπει να διαταχθεί η διαγραφή του δικογράφου. Πρώτα πρέπει να διαπιστωθεί το εσφαλμένο της παραχώρησης των συγκεκριμένων αδειών και μετά να επιληφθεί το Δικαστήριο για να εξετάσει κατά πόσο να αποδώσει αποζημιώσεις. Το Δικαστήριο που ασκεί την πολιτική δικαιοδοσία δεν μπορεί να εξετάσει αν το ακίνητο που κτίστηκε παραβιάζει τους πολεοδομικούς κανονισμούς ή αν δόθηκε άδεια κατά παράβαση του Σχεδίου Περιοχής Κέντρου Λευκωσίας, παράγραφοι 15 μέχρι 29, γιατί οι εκδοθείσες άδειες δεν έχουν προσβληθεί για να διαπιστωθεί η ορθότητά τους. Σημειώνεται ότι ο τρόπος ανέγερσης της συγκεκριμένης ανάπτυξης και αν αυτή παραβιάζει οποιοδήποτε δικαίωμα των Εναγόντων είναι θέμα που αφορά ίσως τους Εναγόμενους 1, 2 και 3 και όχι τον Εναγόμενο 4 - Αιτητή.

 

Για όλους τους λόγους που πιο πάνω προσπάθησα να εξηγήσω, η αίτηση επιτρέπεται. Η αγωγή εναντίον του Εναγόμενου 4 - Αιτητή απορρίπτεται ως μη αποκαλύπτουσα αιτία αγωγής. Τα έξοδα, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου 4 - Αιτητή και εναντίον των Εναγόντων - Καθ΄ων η αίτηση.

 

 

 

(Υπ.) ………………………………………

  Ε. Γεωργίου -Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο